Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Max the Dog is dead. (Μέρος Β)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 6 Ιουλίου 2024.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Δεύτερη τάξη. Η Αρχή της κενού R γιου.

    ( -Ψηλά κοιτώ και τίποτε δεν βλέπω

    -Χαμηλά κοιτώντας το max και την ιλαρά την βλέπεις;

    -Τα μήλα μου τηρώ και το φως μου χάνω

    -Στα ψηλά πετώντας της βρο ντης και της χής ο κλέφτης; )

    Στο δεύτερο χρόνο στα παλάτια του Μορφέα και πριν στου Λιβαδιού τω μέγα φτάσει, ο Νίκος τη Δεύτερη τάξη έβγαλε για βόλτα σε μόνο μία νύχτα.

    Νύχτα που με φΘόνο ένα χρόνο του έκλεψε, κρυφά με καραμέλ α πω τη τσάντα. Την είδε και τον είδε αλλά ποτέ ο ένας στον άλλο δεν μαρτύρησε.

    - Για τους άλλους μία μόνο νύχτα, για σένα σ’ ένα όνειρο βαθύ το δρόμο σου θα χάσεις και χρόνο λάκερο θα κάνεις την έξοδο να βρεις.

    -Μα Μορφέα δεν κοιμάμαι ήδη; Ο Νίκος τα ηλεκτρόνια στριφνά και αδέξια τα στέλνει στο νερό. Στις πλαγιές του κύματος, αυτά γλιστρούν και στις αμυχές τους χάνονται.

    Ο Μορφέας καμόγελα και λάμψεις του δωρίζει, τούμπες και ταχυδακτυλουργικά του επιστρέφουν, τσίρκο των μεσαίων βάτες.

    -Στη λίμνη που εσύ τώρα τα μάτια σου λασπώνεις, άλλη μία λίμνη την πλάτη γυρισμένη έχει και τα γλυκά στη φωτιά της κρύβει.

    -Και δεν καίγονται αυτά;

    -Όχι. Στη κάψα τούτα τα γλυκά φρέσκα για πάντα μένουν. Ποτέ τους δε γερνούν, μήτε ποτέ πεθαίνουν. Το χρόνο ξεγελούν και νέα για πάντα φένουν.

    Ο Νίκος με τις τούφπες παίζει και τα τίθασα μαλλιά του. Βόλτες τούτα κάνουν δεξιά και αριστερά, αφήνοντας το κεφάλι του…

    …απροστάτευτο, έκθετο και στα κύματα φωτός γυμνό.

    -Και ο στόχος, το γκολ και το μετάλλιο; Οι Μορφές της τάξης με ποιον θα πίνουν, Μέλανα φωτός ζωμό στο τέλος της Δευτέρας;

    Ο Μορφέας τα μαλλιά του Νίκου από το γύρω γύρω όλοι τα συμμαζεύει, μουτρωμένα αυτά το δρόμο γδέρνουν, τα ίχνη τους αφήνουν και πίσω επιστρέφουν, κρεμασμένα τώρα από τις συκιές.

    -Τα κυνήγια θησαυρού σ’ αρσέ και νουν πρίγκηπα μικρέ;

    -Μα φυσικά και ναι και όχι στο ποτέ. Εδώ ο Παπάς, εκεί Παπάς, που κρύβεται ο Πα; Στο χρυσό θα πας, στα κάρβουνα και στις στάχτες το σεντούκι το θαμμένο, για πάντα…

    -Αρκεί και το εθνου σι κι ασμό σου κρύψε. Έξι τα στυλώματα, κοινοί και δόντες, τέρατα και γρίφους, που στις γραμμές και χρώματα θα πρέπει να διαβ είς περ άσεις και στο τέλος… . ….

    -Στο τέλος;

    -Στο μέλλον εσύ θα ταξί και οδεύσεις και κάτι μονά δικό σου θα ‘ναι.

    Στον ύπνο του ο Νίκος έστρωσε κόκκινο λεπτό χαλί. Θηλιές αυτό και κρόσια συμβουλής την φυγή αν αποτρέψουν. Το σώμα του ανά και σκέλια ίσα, γωνίες προσκείμενες και στη βάση κατάχαμα πιες και πεςμένες. Το φως ταλά και του αργυρού τη πτώση, τα βλέφαρα με δύο αντίθετα του ρεύματος φιλιά σταυρωτά τα λύνει και . .

    Σε παρά και του πορτό. .

    -Καλά πως βρέθηκα εδώ; Η άμμο η ζεστή, άτι του θυμίζει. Οι αχινοί την αποστασία των παπουτσιών..

    -Ξυπόλυτος είσαι, τα πόδια σου λερώνεις.

    -Στην άμμο την καυτή, μικρό και βία δεν αντέχουν. Ήλιος νεαρός τις τεθλασμένες σε καμπύλες παλεύει να ανοίξει. Αυτές κόβουν, σκίζουν, αυτός επό και μένει, ζ άχα ρη λειωμένη, να πλάσει τις τελείες που τόσο πολύ ποθεί. Μια φωνή, μια κουρτίνα, ένα παράθυρο ανοίγει . .

    Στη θάλασσα, στο χείλος εκεί που το ρευστό και στέρεο το ’γρό ανταμώνει.

    -Θα έρθεις ή να ‘ρθω να σε βρω; Μέσα μίση και μισοί στα έξω βρίσκονταν μία και μία…

    -Μόνος θα ‘μαι σε τούτο το ταξίδι του Μου Ραφέα μου;

    -Όχι όνό ιχό. Πολλούς μαζί σου και ταυτόχρονα κανέναν. Ο Νίκος τα οχυρά μαζεύει, τα Κάστρα κρύβει και τις βελόνες φτύνει. Μία να χορεύει ξεκινά και ακόμα στο αίμα ρέει.

    -Μα πως θα γίνει αυτό και αυτό πως ταυτά στο χρόνο βαίνει; Ένα ή δύο άλογα συνάμα; Το γέλιο του Μορφέα λάμπει στη λίμνη ξεπλένεται και τώρα δύο.

    -Στην αρχή μουδιά χρυ΄ση. Μπορεί και κόκκινη, ίσως του πορτό καλή, εκεί τη θεά της Τύχης θα βρεις να σε περιμένει.

    Εμπρός του ο Ν και του μοναδικού ο οίκος, πανέμορφη βάρκα και γυναίκα νεαρή με αψεγάδιαστες καμπύλες, βρέχουν τα σκαριά τους. Στην αναμονή και στην απάντηση διχοτομούν πυροβολώντας τις στιγμές. Στο αμέσως και μετά, με βελό Να του τόσο Μέγα Λη και κλωστή μικρή…

    Η μία δύο και δύο μία.

    Αγέρωχες στο μισό στεγνές και στο λειπώ υγρές, λικνίζοντας στ ανέμη για να νοιχτούν στα πλούτη τα βαθιά.

    Η γυναίκα, το κορίτσι μέχρι ίσως και πριν δύο άντε τρία χρόνια, με ουλές από γράμματα και χρώματα το σώμα της ποτίζει και στα σταχτιά το ψάθινο καπέλο της θερίζει.

    Ψάθινο, μαύρο ή λευκό, γκρίζο και πειρατικό, τα κόκκινα το σ αλλάζου ναι σε κ και τα κοτσίδια του κλίματος ατσίδες με κο φτερά μα χέρια.

    Η γυναίκα το κεφάλαιο της δεν χάνει, ψηλά σηκώνει, τον ήλιο πιάνει κρυφά να την κοιτά, του χαμό γελά, αυτός κοκκινίζει και πίσω από τα σύννεφα της βλάβης, φώτα που ανά και σβήνουν και ξανά ανά και σβήνουν.

    -Πρωί ή του μέσου η μέρα; Ποιος ξέρει, ποιος λογά και τι φτηνά γοράζει; Άργησες; Οι λέξεις της νερό. Τρέχουν βιαστικές, στις γωνίες ξεγλιστρούν, μ άγα ρ κι μπες ολό και σ δόλου.

    Ο Νίκος τρίγωνα και τετράγωνα κατά και πίνει, λέξεις αδέξιες ποτέ του να μη ν τολμήσει και τα ηλεκτρόνια που στ’ άκρα, από το άγχος του προβάλλουν, πίσω και μέσα τα μαζεύει. Του Δ η ροπή.

    -Συ και γνώμη, αλλά ποια… Το τέλος σε σκηνή ρεμβάζει διστακτικό, μα η απάντηση ελεύθερη από τη πύλη ξεπεζεύει.

    -Γεια σου η Tea είμαι και το χέρι της ισιώνει. Της χιονάτης γαλάζιο σε σύγκριση με το μαρμάρινο δικό της Δέρας. Ο Ν τις λέξεις που στο έδαφος δεν πέφτουν μαγεμένος τις κοιτά. Φτερά βγάζουν κι ανάμεσα σε άνθη του φωτός βοσκούν πεινασμένες. Το χέρι του προσφέρει και το δικό της χέρι πιάνει, ρίχνοντας μία διακριτική σκουντιά στη γλώσσα που δεμένη στέκεται.

    -Τι;

    -Όχι τι, ανθόγελο πετά και μια μικρή σπρωξιά.

    -Tea όπως το κίνημα του Τσα και γιού.

    -Θεά μονολογεί ο Ν. Το Θ μέσα, το α έξω και το ε σκάλα από σκοινί στα χείλη.

    -Νίκος εγώ.

    -Της θα και λάσσης το παιδί; Δελφίνια σε ιπτάμενες μπουρμπού και λήθρες το νερό τους πίνουν και στη θάλασσα ξανά. Αφρός τινάζεται και στα μάγουλα της στέκει.

    -Ακριβώς πολλά, ακριβός καθόλου. Το στόμα της ανοίγει, αγριοκάτσικο η γλώσσα της τον αφρό μαζεύει και μέσα μπαίνει. Η καμπάνα της χτυπά και το κάλεσμα σκύλος φιλικός.

    -Ανέβα πάνω τότε στη βάρκα μου, μικρέ μου Ήρωα και τα κουπιά της πιάσε. Ταξίδι θα κάνουμε εά στο Ρήνο, να σ’ αυτό το νησί, το βλέπεις; Εκεί αν τα καταφέρεις σε λίγο θα ‘σαι.

    Ο Νίκος ψαρεμένος στα δίχτυα του οχτώ, δίχως άρνηση καμιά τα κουπιά της με περίσσιο θάρρος πιάνει και με δύναμη τραχιά, ορθάνοιχτα τα ανοίγει. Νερό πολύ στη πρύμνη στέλνει και η βάρκα σούζα. Κλίση του 1 η γωνία η μεγάλη, στις 45 μοιρολογά και πνίγεται. Εμπρός να πάει, όχι. Μπλόκο από γαύρο, σαλάχια και αφρό. Νερό και ψάρια ντίσταση θηρίου και πίσω τους πετούν. Στην αγκαλιά τώρα η…

    -Όπα και από τομή μου στάσου, μικρέ της ορθής καθό και της ορμής του Λουκ γαλάζιου, πειρατή. Φιλί μικρό, οι πεταλίδες φθονούν και στίβουν, μάγουλο ακριβό, ο Νίκος την ανάσα χάνει, χάνος την βρίσκει και του την γυρίζει, να φύγει θέλει μακριά, να πετάξει προσπαθεί αυτή.

    Του Ξερού ο βήχας και χέρια από πλω. Καμιά ξηρά, παιδιά καθόλου, σώα μα ητού και φάλι γλάρου. Η Tea στην κουπαστή θρονιάζεται με τα πόδια διπλωμένα. Ο γλάρος που εμπρός του στέκει, τη λογική μαζεύει, του π αλατιού αφρός, στο Νίκο επιστρέφει και η νοστιμιά περ βάζει. Φωνή, τριβή στη κάπνα ποτισμένη.

    -Μά θυμα του καθόλου πρώτο, τελευταίο Χ. Ένα και ένα ίσο δύο, πάντοτε ορθό;

    Ο Νίκος την αλμύρα καταπίνει, τα φιλιά της αχ ιβάδας την καρδιά του κλέβουν, ανάσα με αγκίδες την φωνή αλλάζει.

    -Όχι, ο μουστάκιας γες και λείο στο Ν χαρίζει και στο μα δίχως δόντια νοίγει.

    -Με φωνάζουν New, τον ενθουσιασμό σου μάζεψε και στην άμμο ό,τι ξέρεις κάψε. Πάμε από την αρχή…

    (-Είμαι ερωτευμένος, ο αστερίας στην άμμο τρέχει, πέφτει, λέξεις γράφει, στίχους και ζωγραφιές στα του Δράκου αστέρια στέλνει. Το αντικείμενο λατρείας τις ακτίνες χτένι και γι αστέρι στη μοίρα ζει και στη λύρα χάνει. Η αχ και χι τα βάδα της λεπτά και από πίσω στέκει.

    -Τη συνέχεια θέλω κι έχω… Ο αστερίας την προσπερνά, μα ένα κλαρί τάμα κάνει, μπερδεύεται και στα κοντά μας πέφτει. Η Αχ τον προλαβαίνει και τη συνέχεια της απαιτεί.

    -Είμαι ερωτευμένος, να τοιμάσω ρέπει, μήπως το π είδες που θενά;

    -Ψεύτικο το φως που βλέπεις, τόσο στο σχήμα, όσο και στο χρόνο. Δεν σε θέλει, δεν σε ποθεί και δεν σε αγαπά. Σε εκμεταλλεύεται σου λέω. Μέταλλα δεν έχει. Το μαγνήτη σου άσε και τη συν και χιά φως μου.)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Μα θύματα καλού κακού και Pou; Μέρος δε φτερο.

    Sec ond Class. Μετά βολή. Αδρά και νεία. Μετά βολή.

    Τα νερά ήμερα, ο ήλιος χαρά και lost, η Tea όρθια, μακριά κοιτά, ευθεία βλέπει. Ο Ν εκνευρισμένος, τα χέρια του από τα κουπιά λάργα στο B άστα.

    -Βραστά είναι όταν δεν ξέρεις να τα διά και χειριστείς.

    -Ξέ…

    -Όχι.

    -ρω.. Να χορέψει προσπαθεί, ο χρόνος και ο χώρος λοξά κοιτούν, μόνο τα ντρα μaς θέλουν.

    -Μίλα μου και λέξη δως μου. Στο τρίτο η σκιά, στα δυο το φως μου. Η Tea τον αγνοεί, ο ήλιος επίσης, τα ψάρια, τα πουλιά, τα νέφη και ο ουρανός. Ένα δάκρυ αλμυρό, τα γόρια ποτέ δεν καίνε. Μια βόλτα είναι η ζωή και στα κουπιά ξανά.

    Οι μαρίδες, τα Bar στα Μπούνια και οι γαύροι, θέση παίρνουν από την αντίθετη πλευρά. Ο Νι κοιτά, μικρό το τείχος της ντροπής. Τα νερά διστακτικά γγίζει, τη βάρκα εμπρός να στείλει.

    Ανάποδα αυτή, θυμός, σπίθες παντού, φωτιά και ρεύμα. Τα κου και πια πετά, τα ηλεκτρόνια μαζί του. Απόγνωση και τρέλα, αμφιβολία και αβεβαιότητα. Να κερδίσει πως; Όλα κόντρα, να κάνει, τι;

    -Τι; Η λέξη στον αέρα βήχει, το κεφάλι της γυρνά, στο περί η φρόνηση τον τιμά με θλίψη.

    -Τι; Το βλέμμα προς αυτόν, ανατολή διπλή, θολή και γκρίζα.

    -Θα τα φτιάξω ! Ορμή, δίχως σκέψη, αυλή δίχως στέψη, μόνο μία αίσθηση που τον απαντά με θράσος. Τη γλώσσα του βγάζει, αλλά αυτός μικρός, πολύ μικρός να μπορέσει να την κατανοήσει. Ανάσα παίρνει και στα κουπιά ξανά.

    -Νόημα δεν έχει. Ο New στον αέρα κολυμπά. Τα μουστάκια για προπέλα, τα φωτόνια για γκρι και στια στο χρόνο. Το αγόρι να τον προσπεράσει προσπαθεί, μπουρδουκλώνεται και πέφτει. Στο καλάμι του χτυπά, φωνάζει και αλυχτά, ο μουστάκιας με ηλεκτρικά κιχ και άρα με τοίχο Λευκό τον διακόπτει.

    Ο ήρωας μικρός, τα κουπιά στη θάλασσα πετά, στη σιγή και στη σύγχυση χαμένος.

    -Μα γιατί;

    -Εμπόδια.

    -Από ποιον;

    -Λάθος άτομο ρωτάς.

    -Ποιον; Ο New στην επιφάνεια της θάλασσας του δείχνει, αλλά ο Ν πιο βαθιά την κοίτη ψάχνει. Στον αφρό η νοστιμιά, στα μπάρι μούχλα. Τη μπλούζα του πετά και στο νερό βουτά.

    Φύκια με του κακού τη βούλα κρύβουν τα κιούπια. Χρυσά και κόκκινα πετράδια, πεταλίδες και καβούρια που τα, με βούρκο, να σκεπάζουν.

    Εμπρός στο κόκκινο λιμάνι βαθιά στον κόλπο, τσούχτρες, μέδουσες και του ανέ οι μώνες, το κορμί του μαστιγώνουν. Πληγώνεται, πονάει, αλλά δεν εγκαταλείπει. Ανάσα στα πνευμόνια του καμιά, τα χίλια του δαγκώνει, βουλιάζει ακόμη πιο βαθιά.

    Το θέαμα πω τι κόσμο, ακτίνες του φωτός, ψάρια που ίπτανται ή μήπως μόνο κολυμπούν; Τα πετaλια του στη άμμο αγγίζει και μια τσιπούρα τον ρωτά…

    -Τinος είσαι εσύ; Τα αυτιά πονούν, μαζί και το κεφάλι, γύρω του κοιτά, κιουπιά χρυσά γεμάτο. Τα κουπιά όμως πουθενά. Ήχους ακούει, ένας στρατός από Ξ και Φίες εμπρός του. Δεν λυγίζει, δεν σταματά, το σώμα του με γραμμές γεμίζει και στο δέρμα του, κεραυνοί και αλμυρές ουλές, για πάντα να θυμάσαι.

    Άλλο πια δεν αντέχει και τον εαυτό του να επιτρέψει αφήνει στη επιφάνεια.

    Λίγο πριν το τέλος, τα πάντα μαυρίζουν, πηγάδια δίχως έξοδο, τον καλούν να τα διαβεί, χάνει τις αισθήσεις του.

    Όνειρα χνουδωτά, δίχως μαντριά, προφήτες τυφλοί δίχως γλώσσα, λέξεις δυσνόητες, τύποι δρυς και άκριτοι. Φόβος !!

    -Τα γόρια δεν φοβούνται!!! Τα κούς!!!! Σήκω και να κλαις σταμάτα. Οι άντρες στην σκιά δεν κρύβονται…

    Χείλια γλυκά, ανάσα δίνουν, το οξυγόνο στη ψυχή, τα μάτια νοίγει.

    (-Η ιστορία στη μέση είναι, το τέλος αργεί να βρει. Πίεση

    -Μου και άδειασα και χώρο θέλω για να απλωθώ. Επιφάνεια

    -Κάθεtη θα είμαι και ανάσα δε σου δίνω.

    -Κάθετη σε πιο επίπεδο και σε κόσμο ποιο;

    -Ε και ι, σε η μην με σε α γωνία μη με παγιδεύεις…

    -Θέλω..

    -Τι;

    -Θε. Κάτι αδύναμη με κάνει, τι άραγε στο τι;

    -Στο άπειρο το κά τι δύναμη να θέλει ώστε σημαντικό να είναι; )

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Tάξη δεύτερη. Γνωστή και ως τετραγωνική.

    Μα θη και Ram ματα. Tree το ανάποδο καλύβι.

    Τα μάτια της sτο port καλεί. Οι της αμμουδιάς οι κόκκοι, ακίνητοι στον αιθέρα στέκουν. Οι βλεφαρίδες του ρανού θαλασσοπούλια. Η καρδιά της την πύλη του χτυπά, αργά και δυνατά. Η γεύση της αλμύρα.

    Η του Νίκου η καρδιά σταματημένη, να την τρομάξει δεν το θέλει, να την αφήσει δε μπορεί, τον χρόνο στο χώρο τα ηλεκτρόνια βαστάνε βιδωμένο.

    Στα χείλη της μία μικρή του σάλιου σφαίρα. Μαργαριτάρι που με το Ξ και γόνο, το διάφανο της χάνει.

    -Συν ήρθες, μικρέ μου Ήρωα; Τα ηλεκτρόνια της στροφορμή του δίνουν για μια φορμή ακόμη. Να μιλήσει, να λα και γλυκά να κελαηδήσει. Up και τον χρόνο ελευθερώνουν και η καρδιά του Ν χτυπά ξανά. Ο χώρος βόλους με τον χρόνο και κρυφά κοιτούν. Και όταν τους κοιτάς, αλλού παιδιά που παίζουν.

    -Ναι…

    -Συ Νίκο ήλθες στον μέρος μας ξανά; Ο New ψαρόσουπα μυρίζει. Οι πατάτες χορεύουν ρυθμικά και την φλούδα μακριά πετούν.

    -Για μένα; Μια κουτά και λια και ζεστό πηχτό υγρό τις λέξεις μαλακώνουν.

    -Φτάνει τώρα και all ό χι. O New τα Cyprinodon από τo ράμφος του Δία και της Bolis αρπάζει.

    -Ακόμα όχι. Ο Νίκος μούσκεμα πετάγεται και το νερό ψηλά, φτερά βγάζει και φεύ από τη γη.

    -Μα γιατί; Τι έφταιξε, τι φταίει και τι για πάντα θαΝτολμά και φτε η;

    -Ο Νόμος της αδράνειας; Λέξεις που σαν λεκέδες εμπρός στο βλέμμα της, μικρά και ανώφελα σημεία. Αλλά κάτι να της δείξει, μια νίκη, ένα τρόπαιο, ασφαλής να νιώσει, να κερδίσει. Οπότε ευ χάριστω, μικρό και δώρο που δεν δόθηκε ποτέ. Στην βάρκα ανεβαίνει με βία και πυγμή. Στάση και παύση όχι.

    -Προς τι βοή; Το λ να λύσει προσπαθεί και τα χέρια της που να βοηθήσουν θέλουν, της πληγώνει. Ματώνουν, λουλούδια λευκά, της θάλασσας μωρά, ροζ δικά της. Ενοχές νιώθει και του και ο βλά. Απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από κοντά της.

    -Αδρανής εγώ;

    -Εσύ ποτέ. Ο New τον γελά και με το μαλακό τον θέλει.

    -Τραύμα βαθύ; Άγιο το χόρτο που περί πλοκά μια σκέψη με άλλη νομίζεις άσχετη συνδέει;

    -Εγώ τραυματισμένος; Γιατί ψέ και μάτα; Μεταβολή ο Ν και την Tea από τη θάλασσα ξεβγάζει. Τα λόγια της γλυκά και από τις τύψεις τα γκάθια φαιρούν.

    -Εσύ όχι αν. Μό νο και να. Τα σώματα αντί και στέκονται, στη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.

    Στο πτικό του Νίκου το πεδίο, καράβια γκρι και βολεμένα, στης συνήθειας τα κίνητα νερά μουλά και της μούχλας σκουριασμένα.

    -Και ο λόγος που το New το παλιό από και ρίπτει;

    -Ο κω και πο, και νος, με ο ή ω το Μέγα. Ο Νίκος ηρεμεί και στη Tea το κύμα απευθύνει.

    Ιπτάμενο κατσίκι στο ν ουρανό πετά. Στα σύννεφα η στάση, λίγο λευκό να φα, καρπός το μικρό μπαξίσι.

    -Συ γνώμη σου ζητώ, δεν ήξερα, δεν ξέρω και των σχημάτων και γνωστών στο πάντα εγώ δοσμένος. Οι λέξεις του με δυνατά φτερά γύρω της πετούν και αυτή λαιμό και νάτο, κυδώνι Αλμυρό του δίνει.

    Ο car και πως στα εύφορα τα νέφη ευδοκιμεί, δέντρο που ανάποδα ριζώνει.

    -Σχολείο δεν πρόλαβα ποτέ εγώ να πάω. Ο πόλεμος στη γη μου εισέβαλε νωρίς και εγώ το τέλος του πλανήτη στη κατά και ψύξη τώρα. Στυλό, απλό βαστώ. Τα χέλια του τρεμάμενα στο μπλε βυθίζουν τη θωριά τους.

    Οι ρίζες από τον ήλιο την δύναμη αντλούν και μάκρος, πλάτος, πάχος, στον χρόνο βάλτος, μέχρι τη γη φτάνουν τα κλαδιά τους.

    Η Tea με κρύσταλλα σερβίρει, Δανικό υποβρύχιο και γλυκό κυδώνι. Ο Ν από το αλμυρό στο γλυκό κυλιέται και τα ηλεκτρόνια του χορό από το σώμα του ξεφεύγουν και βροχή ζεστή γεννούν. Το χέρι του προσφέρει αντά και να το πως της δίδει. Το χέρι της στο αέρα δίνει και μαζί χορεύουν.

    Με τα κλαδιά στη Tea και στο Ν, οίκο φτιάχνει και κρεβάτι με τα πράσινα τα φύλα.

    Τρέχουν, τραγουδούν και παίζουν καθώς η μέρα τρυφερά μακριά τους φεύγει. Η νύχτα τους βρίσκει κατάχαμα και στην κούραση πιασμένα.

    Δίχως να τα αγγίξει με αστέρια τα σκεπάζει και το σκοτάδι φύλακας τρομακτικός για όποιον με δόλο να θέλει να τα φτάσει.

    ( Ντ ριιιιιιιιιννννννννννννννννννννν!!!!!!!!!!!! Το κουδούνι το σύνθημα του δίνει και οι δάσκαλοι από τα θρανία πετάγονται. Πρώτος στο Kill κ οι κείο, η Κυρία φτάνει και το réser voir

    -Θέλω καπνό με γεύση φρα… Πάνω της πέφτει Κύριος που αριστερά δεν στρίβει.

    -Κι εγώ γω με Μαγιό και Νέζα.

    -Με Πι η δίχως;

    -Par και don Sir, αλλά πρώτη έφτασα.

    -Sor ry m dam, αλλά βιάζομαι. Τη συνέχεια θέλω να προλάβω.

    -Κυρία Κη, σήμερα το μάθημα τελειώσε. Την Fri και day η της πρόθεσης η σ’εχεια. )

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Δευτέρα Τάξη και αργία.

    Μαθήματα Γεω Πολύ και κλητικής. Four your country….

    Ο in di και cash, ptero car nd push, στον αέρα κολυμπούσε τον ήλιο για να βρει. Το κόκκινο του ταίριαζε αλλά προτιμούσε καφετί. Η μέρα πρώιμη και αμούστακη ακόμη, επιτρέπει δίχως αντί και ρήσεις στον πτερόκαρπο να ξεδιπλώσει τα εσώψυχα του, εμπρός στο βυθισμένο στα νερά, των κιτρίνων ήλιο.

    Λίγο να του ψι…

    Bang Kong! Οι φυλακές ανοίγουν και ο ήλιος δραπετεύει.

    Bang Kong!! Τα πουλιά στον τρόμο πουλάνε τα φτερά τους κι αλλάζουνε το χρώμα τους πετώντας. Σημάδια από κάψιμο, στο σφαιρικό εγώ τους. Ο θόρυβος κυρίαρχος και το πλήθος στο νερό διαλύει.

    Bang Kong!!! Ήχος βαρύς, κρουστός κι ανήθικος, την αρμονία γδύνει. Οι πολεμιστές στην άμμο λαγούμια σκάβουν και τα πολύ, τιμά τους κρύβουν. Ο New την μεταλλική του Μαρί μπα με την αγκράφα του χτυπά, τους νέους να φυπνίσει. Νίκος και Tea ρεγέ διττοί, όρθιοι πετάγονται, τρελού και αλλού παρμένοι. Οι βόλτες την καρδιά τους πιάνουν και περιστρέφουν παθιασμένες.

    -Φτάνει ξυπνήσαμε, σου λέμε φτάνει.

    Με του πηρώ τους κεραυνούς, στο βουνό του Αη Γιάννη. Ο New το χαμόγελο του στο σμαραγδένιο χτίζει.

    -Για το μα θυμα μας έτοιμοι;

    -Μα θύμα που, θύτης ποιος και πως; Και την πρώτη ώρα τι;

    -Στο έδαφος του μικρ η εικόνα που καλύπτεις. Ψηλά καλύτερη η θέα.

    Η θέα, αυγολούκουμο, αχνό προσφέρει.

    -Ζεστό ή από ice καμωμένο; Ο Νίκος μη ρμή και γκι από το κεφάλι αφαιρεί. Στου ανέμου Status, ξεπλένει τις αμαρτίες της νυχτιάς η ώρα.

    -Και πως θα πετάξουμε ψηλά;

    -Που βρίσκεσαι και που κοιμάσαι τώρα, θυμάσαι συ;

    -Ναι, στου Μορφέα των ονείρων κόσμο που…

    -…όλα είναι δυνατά.

    Ο χρόνος τα κιλίμια του προσφέρει στον χώρο και οι δύο νέοι και ο New στον ουρανό κολυμπάνε τώρα.

    -Και αυτή είναι η Νέα Win η Νέα. Ο New με περηφάνεια και του γκρίζου τα φτερά δείχνει στους Ν and Τ, το πουλί που από κάτω τους πετά.

    Ο Νίκος αναποδιά στα πόδια, ανάσκελα μπροστά της.

    -Πανέμορφο.

    -Του Παραδείσου Nicolai, το νησί.

    -Το γνωρίζεις;

    -Από τον Παπού τον Αρά και Φούρια. Η Tea με τα κοτσίδια της προπέλα, την έλικα γυρνά και στο φως στροβιλίζεται, στης σπείρας τη χοάνη.

    -Αχ και χΑ κοίτα κι άλλο necoli.

    -Κι άλλο ένα, δύο τώρα τα μετράω.

    -Ένα και του ενός ακόμα δύο; Ο Γλάρος New το Ν Ικόλα στο απότομα βρωντά και αυτός στο ξάφνιασμα τα πλω κανιά του χάνει. Η πτώση στου ανέμου το κενό σαλά και μη τον κάνει, της τριβής η ανέγγιχτη ροή. Η Tea στη πτώση δοτική, χέρι και του πλω καμύ στο Νίκο δίνει. Το Ξένο αποδέχεται σα Ν δ ίκη του να ήταν και δίχως φλάμπουρα αγ και καθέτως αρμενίζει.

    -Μα ναι και γιατί μας όχι;

    -Αν στην ίδια τη φορά κινούνται και ίσες οι εκτάσεις που κατέχουν, Ναι.

    -Αν Ohm ως αντίθετα τα χέρια τους απλώνουν;

    -Μηδέν; Φιλί και του εικό Νικού λουκουμά υγρό φιλί και πλάσμα, από το στόμα της προβάλει και στο μάγουλο του φτάνει.

    -Κι αν οι φορές τους, μόνο του διά φουριε τι κού;

    -Τότε το αποτέλεσμα ακέραιο;

    -Ίσως με δέκατα την ασθένεια του νου να δείχνει. Ο New ψηλά την τάση, παγωμένο ρεύμα ωθεί, από το καυτό και αταίριαστο κοντά του, μία τάξη η ζωή, δύο ή και περισσότερες οι σχετικές Ω πτικές τους.

    -Ακέραιος όχι. Tea λοιπόν με του υπό τα λύματα;

    -Μπορεί και περίσσευμα. Να σου γιομίσω το fleet και τζάμι ή η μία δόση φτάνει; Μια γουλιά Tea ο Νίκος πίνει. Νοστιμιά στα γιάζει.

    -Μα τότε το α κριβής ποτέ, λες και μα, ποτέ μας δε γνωρίζουμε.

    Αφηρημένος ο Ν ίσως και λιγάκι από το στροβίλισμα των αριθμών, λιγάκι μόνο Χι κ e μεθυσμένος, ΤζΟΝ Μπουθ δε βλέπει που στον αιθέρα με τα νημάτια του, τις πρωτεΐνες βρέχει και στο πίσω του κεφαλιού το μέρος, απάγκιο βρίσκει.

    -Ωχ Pardon ! Ο New το Κουάρκ του φτύνει στα με γάλα καφέ κ σκέτος, συνεχίζει.

    -Γιατί σταθερή αξία να έχουν ό,τι ζωντανά είναι, μα σταθερά ποτέ;

    -Το Υπέρ, ο φλεγόμενος ο Βάτος;

    -Μπορεί και της ψευδαίσθησης, οι μυοψίες και του κανονικού και ποίησης ο Βάλτος!

    Στον χώρο των τριών, οι διαστάσεις σαν των θεών οι μοίρες, τα δίχτυα τους απλώνουν τον χρόνο για να πιάσουν.

    Η πρώτη κατά μήκος τρέχει και τον χρόνο πλησιάζει. Μα η ενέργεια μεγάλη και ο χρόνος δεύτερη γραμμή κλώθει παράλληλη στη πρώτη.

    Είδωλο, εικόνα, αντίθετο και άκρη. Άπειρες του ενδειά και μέσου οι παρά και βάσεις και ο χρόνος να ξεφεύγει μοιάζει. Τότε το πλάτος κάθετο και τις δύο λα και χι αγγίζει και πάνω τους κυλάει, καλύπτοντας αυτές κι όλες τις ανά και μέσα, με στόχο τον χρόνο να στρεβλώσει, αλλά τούτος πονηρός.

    Στο επίπεδο tree και τρο πους σπέρνει, πύλες για να ανοίξει και σε τοίχο παράλληλο το αρνητικό του να ορίσει.

    Στο χωρίο που στο μεταξύ τους κάθεται τον μέλλον του ορίζει, το ύψος όμως σαν άτροπος φυλά κι τάζει στο ξεφτισμένο χρόνο. Η αδράνεια τηρά και η μάζα μένει, αλλά ο χρόνος στα παιδιά σύννεφα μοιράζει, πυκνά, ξηρά, της περίθλασης το φως και μέλλει.

    Ο New, N and Tea διασχίζοντας τις ξέρες, νερό και των νεφέλων μάτια και καθώς περνούσαν πάνω από το νησί της Ευτυχίας που κοιμόταν σε νερό και του Φωσφόρου αλάτι, σε καμπύλη παγιδεύτηκαν του χώρου και του χρόνου.

    Η καμπύλη στο κύμα βρέχει τη συχνότητα και αυτό σε στροβιλισμό μετασχηματίζεται σαν παγωτό που λειώνει. Στο μοτίβο αυτό οι τρεις τους χωνεύονται, χτυπώντας σε μάζες άχρωμες στο μάτι, άγευστες στο αυτί και στην πυκνότητα τους τρυφερές σαν Aply και Sia.

    Ο Πρώτος που στο τέλος του ελικοειδούς μοτίβου φτάνει, είναι ο Νίκος κι από πίσω και σε θέσεις μάχης όχι, αλλά σε εκ του διαμέτρου τις απρόσιτες, ο New και η Tea.

    Σε τρίγωνο του ισό και πλεύρου, μα στο κέντρο η διάφανη καρδιά του ή όπως ο New με χτύπους κράζει…

    -Η μήτρα τούτου του παράξενου φαινομένου.

    -Tea θέα μα αλλοκοτιάς και το Φως του ξένου. Μία από υγρό, δίχως δικό της χρώμα να την κρύβει, μπρος την τύχη περίλαμπρη γυμνή, χωρίς γωνίες και ραφές του τε και λείου η του αγνώστου σφαιρ ιδίου, σφαίρα.

    -Αβέβαια με κάνει Νίκο εγώ να νιώθω και άγχος του Μέγα Λουκ. Γωνίες και πιασίματα από πουθενά εγώ για να πιαστώ, επώνυμη ή έστω κάποια γω να νιώσω. Αδιάφανη σπηλιά δίχως πέρας ή αρχή, κενή και στην οσμή μου ξένη. Η σφαίρα από πορσελάνη στην Tea την ένταση της δείχνει, εύθραυστη, λευκή, μα ξένη.

    Ο Νίκος την μπάλα πίσω στην Tea να θέλει να πετάξει και σε έναν αγώνα υπέρ κι a species, μαζί της στην ίδια θέση να θε να μπει.

    Ο New τον προλά και βαίνει, τα φτερά, χαρτιά στην α΄μμ’ορε την ρευστή βάφει, να κλειδώσει.

    -Οποιασδήποτε χαρακτηρισμός, θετικός ή αρνητικός με την ίδια απόλυτη τιμή, αποκαλύπτει δυνάμεις συμπληρωματικές και επαναφοράς στο σημείο που αυτούς γεννάει.

    -Αψύς μου ακούγεται ο λόγος μας, αλλά όπως Pρο είπα, σχετική η κόνα με το υποκείμενο που βλέπει. Έλξη ισχυρή γεννάει, τόσο στη ψυχή όσο και στο σώμα. Μη λοιπόν αυτό αγγίξετε και μακριά από τη θέση του σταθείτε. Ο Νίκος της αντίδρασης παιδί, ένα βήμα σιμά του κάνει, με ένταση στα λόγια του, που στο ρεύμα το βήχα του ξεπλένει.

    -Γλυκό μου φαίνεται και φιλικό στο μάτι, το κύμα του απαλό και η μυρωδιά του μπλε.

    -Στον καθένα διαφορετικ ός ο ήχος που επιστρέφει. Ακούγεται αυτό που είναι ή αυτό που γιαγιά τους μαζί τους φέγγει;

    -Tabula rasa η αρχή του και το εγώ του στο μηδέν, μέχρι κάτι να ποθήσει και βαλθεί να κάνει δικό τους, όταν το αγγίξει.

    -Δικό τους;

    -Ναι, γιατί το ένα θα γίνει ακόμα ένα. Ο κόσμος του μοναχικός στην αρχή, μα επί 2, 3, 5 και όποιου άλλου πρώτου, τα παιδιά από αυτήν γεννιούνται.

    Ο Νίκος ένα ποίημα πιο κοντά στη σφαίρα. Το χρώμα της διάφανο, ο παλμός της στο μηδέν. Έκφραση καθόλου, ουδέν και τρέχει για ένα μόνο ένα.

    -Μα πως εγώ ακίνητος να μείνω και στη σφαίρα να μη πρέπει γω να μη κουμ πίσω. Στη fortune λλα ποτέ εγώ ίππος του Dot, u και ρη δεν ήμουν ποτέ. Καθώς τα λόγια σε κύματα τα χρώματα ξεφλούδιζαν, τα χέρια του s ημών ει με τα του ηλέκτρου νια κεφάλια να προβάλλουν από τα είκοσι και τέσσερα δάχτυλα του. Την στρέβλωση δεν βλέπει. Icon ή κι αληθινή, σημασία για αυτόν δεν έχει. Παθιασμένος, καρφών και μένος στη θωριά της.

    -Αν τη σφαίρα κάποιος την αγγίξει τον δικό του προσανατολισμό θα δώσει, σ’ ένα χορό, ήχο, κύμα, φως, χώρο, χρόνο, συμβάν και σύμπαν.

    -Νίκο μη !¡! Η Tea τα όπλα της τραβάει, να τα στρέψει απέναντι σε ποιον; Των baba και κβάντων η απόλυτη αβεβαιότητα. Στο Νίκο ή στην σφαίρα;

    -Αν ο φόβος το συναίσθημα που εαυτόν θα σπρώξει. Λουλούδι ζωντανό και όπλο θα πλάσει που το φόβο στις του μάρμαρου και τέκτονα με αλησμόνητα σύμβολα για πάντα θα χαράξει. Ο New καθώς μιλά και τα σαλάχια τρέχουν, διακριτικά και κρυφά από τα δύο νέφη, νέα, νέους και παιδιά, του ηλεκτρομαγνητισμού αντίθετα πεδία, τα δίχτυα του τρυφερά ξε διπλώνει.

    -Κι αν από την άλλη όμως αίσιο και της δόξας τη χροιά, με τη ψυχή ασκήσει μία ώση, τότε δυναμικό το σύμπαν που σαν χαλί στον χρόνο του θα απλώσει. Από το μηδέν έως κι αυτό, στο άπειρο.

    Ο Νίκος ακόμα ένα βήμα, μία ανάσα πριν από την αρχή, ενδιάμεσο ή πέρας;

    Η Tea με τα όπλα, οπλές και σωληνοειδή ας και ταίρια την σφαίρα σημαδεύει το Νίκο για να σώσει. Ο New τα δίχτυα δύο, σε ένα φτερό το καθένα μοναχό του.

    -Και τι να χάσω έχω; Να κερδίσω μόνο. Ο Νίκος τα μάτια του σηκώνει, κόρες τρύπες μαύρες, η Ίριδα λευκή με των καμπύλων τις γραμμές όλων των χρωμάτων. Από το βαθύ της κάψας μπλε, μέχρι το ασθενές και παγωμένο κόκκινο. Ποτάμια ενέργειας τον ρυθμό να δίνουν, με τον ασυγχρόνιστο και περιοδικό παλμό τους.

    Ο Νίκος το χέρι του πρώτος που απλώνει την σφαίρα για να Ξύσει, αλλά ο New το πρώτο βήμα κάνει και…

    (-Ήλιε το σολ μισό μη μου αφήνεις. Σε

    -Τη συνέχεια θα σου δώσω, αλλά μήνυμα θλιμμένο με ακτίνες πήρα. Η

    -Καλοκαίρι έχουμε γλυκέ μου Ήλιε, προς τι η θλίψη; Λη

    -Με κάρμα σε τούτη την ακτίνα εγώ το μήνυμα θα δέσω και γιαλού το μήνυμα της, στο αλλού θα μεταδώσω και μετά τη συνέχεια σε τήξη θα την έχεις. Λιος

    -Σε πλαστικό θα περιμένω κρυμμένη τη συνέχεια να διαβάσω. Νη)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Αθανασία της Δεύτερης τάξης.

    Five in the Hole

    Ο New το φτερό του απλώνει. Η σφαίρα την άγονη camp και πύλη της, με τη σημαία στις Σαρτ και Τιάρα φορεμένη. Τα χιλιοστά του τείχους που τους χωρίζουνε, γιο και από μύζουν με καπνό.

    Η Tea από την απέναντι οχθρή με το σω νίλα της σημαδεύει και την σκανδάλη της αγγίζει με αγάπη και φιλιά.

    Η έκρηξη από την καμπύλη έρχεται και στην κορύφωση bl eu κύμα κρουστικό που τον New ton παγιδεύει, στη δεύτερη τη σφαίρα. Διαυγής στην μέρα και στη νύχτα σφαίρα, τον New τον κλέβει και για πάντα χάνεται.

    Στο όριο του χρόνου που δύο σημεία στέκουν, το ένα το άλλο αγγίζει και τα δυο κανένα, η Tea τη σκανδάλη της πατά, για δύο ή τρεις φορές μονάχα. Χρώμα, φως και κύμα, που από δομή, στα τάλαντα τεντώνεται και στις σφαίρες α γωνία τάζει.

    Διά και κλαράκια βγάζει.

    Γωνίες ναι, καμ πύλες όχι.

    Δύο οι βολές με μάν α μία.

    Οι σφαίρες περιστρέφονται και τις βολές αρπάζουν, το παρόν και το παρελθόν μέχρι την Tea, μέσα τους από και με λαγνεία του απείρου στο μηδέν ροφούν και η Tea στο πάντα χάνεται.

    Το συναίσθημα συντριπτικό. Τρεις του τώρα οι σφαίρες, αμετακίνητες να τρέχουν σε κάθετες, χρωματιστές, η του διαδοχικού τροχιές.

    Ο Νίκος εμβρόντητος, δάκρυα να στάξει για τους φίλους που έχασε, σαν μεσό λογάς να δράσει ή στο κόκκινο σαν διπλός να κάτσει; Οι σφαίρες στου τρεμώ με το ιξώδες παίζουν, την τάξη τους να λιάζουν και σαν κεχρί και μπάρι μέσα τους κόσμους απίστευτους στο πριν, μετά και για πάντα να κατέχουν.

    Στο μετέωρο, στο χάσμα το μια στιγμή για πάντα τραγουδά για εκείνη τη ξεχωριστή κορφή. Ο ήλιος κουτρουβαλούσε στην πλαγιά με τις κουρασμένες σαύρες και του δάσους τον χαμό του γελ αστό.

    Η Tea στο πράσινο βουτούσε την ειρήνη για να βρει και ο New την βαρύτητα των φωτεινών κυττάρων, προ και με τα σπαθάκια του μεθούσε.

    Ο Νίκος με τα ηλεκτρόνια του έπαιζε στο λευκό και μαύρο, του αέρα πλάσμα για να φτιάξει.

    -Στο γιατί εμπόδια υπάρχουν, γατί που Now ρίζει. Όμως ωμά αν τα κατεργαστείς, θρεπτικά θα είναι και ενώσεις μαντικές. Ο Ν κος τη γλώσσα του New δεν απορροφούσε πάντα. Το απόσταγμα της, ναι. Στους 33,3 στα κάτω με βαριά οσμή ή στους 77,7 και πιο πάνω, με κρυστάλλους του κύβου του λευκού.

    -Γκουά στον Φόβο; No !

    -Η γεύση του μ’ αρέσει και θα την κρατήσω. Ταξίδι κάναν στα σω κι εντερικά της ξηράς, που πάνω με τα άκρα τους το νόμα τους έβοσκαν και ανάβαση οργάνωσαν σε τούτο το λόφο το μικρό.

    -Χρόνος ΟκτΩ και 11. Ο πρώτος από τους τρεις που την οξεία της κορυφής θα πιάσει, η μύτη θα ‘ναι και οι άλλοι δυο τα αυτιά. Η Tea τα λόγια της ξυστά και το σάλι από τούλι πετάει. Πριν αυτό στο έδαφος πατήσει πρώτη ξε κινά. Τα κοτσίδια στη δεξιά στροφή στον άνεμο ταγμένα και η Αντ και ώση ψηλά και μακριά από την βαρύτητα την πάει.

    -Είστε επί δεξιό μανής;

    Σφαίρες ιπτάμενες με ναι νο, φη και Χρί ρωτούν. Η Tea χαμόγελο διαμάντι, στου μονού Ν ci κι αστέρι.

    Ο N ew τα φτερά του λευκά δεν ήταν, αλλά ούτε τα ρούχα του της κότας η στολή. Τα ρούχα του Ασημένια και από πίς ω τρέχει.

    Ο Νίκος τα ηλεκτρόνια του σε συσπείρωση μαζεύει, μα στο αμέσως, το από πριν μετά ¡

    -Μα, τι είναι η αγάπη; Η μάνα του κύματα του στέλνει, μου σου και του μυρίζουν θα πλωρή. Ο Νίκος πιανά ακλώνει με τα μωβ φτερά τους.

    -Είναι δύσκολο σε λέξεις την ερμηνεία να μαζέψεις, είναι εύκολο όμως σε δράση να την πλέξεις. Ο Νίκος την κούραση γάλα ζεστό την κάνει. Λίγο πριν τα μάτια του, στη ψάθα κλείσει..

    -Και τι μπορεί η αγάπη στο μέγιστο να κάνει;

    -Τα πάντα και τίποτα, να ενώσει δίχως ποτέ να πνίξει.

    Στο Ωα του χθες, ο Νίκος τα ηλεκτρόνια του πίσω στη φω λια και τιά τα βάζει. Γκρι νια και ζουν αυτά, σε χαμόγελο αβίαστο μετατρέπει τις πλάγιες δυνάμεις τους. Με τα πόδια ακολουθεί και τελευταίος φτάνει.

    Πρώτος στη κουφή ο New τον φτάνει και στην επιστροφή όλοι μια καρδιά γιομάτη. Εμπρός ο Νίκος, έφηβος, παιδί, με το κάθε τη παίζει, ως μη jeté, βλέπει και γελά. Μέχρι που σε πλάσμα του άρα ξένο…

    -Ζώο ή φυτό; Τον New τον ρωτά.

    -Αζώρ και τούχα το νομα της. Σ’ ένα μόνο πλέγμα δεν ανήκει, αλλά σε πολλά αόρατη χωρά. Τα πόδια της ή κλώνοι, ρίζες που βαθιά βιδώνονται στο χώμα. Πλοκάμια ή κλαριά, γύρω της μετρά και στα ριστερά, ένα μακρύ σαν χέρι. Πέντε, από ένα το καθένα, καφέ ή μαύρο καρπό βαστά.

    -Και είναι οι καρποί του γλυκού μαστοί ή μήπως την αρκούδα καίνε;

    -Στη γεύση τους sir οπή call ω Σκύθα κι από ένταση Δνα.

    -Και η δις κόλια, ο λόγος της από, ανά, τροπής και φης μου; Ρούχα λευκά να βάλω ή να πέσω να πεθάνω;

    -Well my Φρ end, πως εσύ να πιάκεις αυτό που δεν μπορείς να δεις;

    -Μα το βλέπω, αιδώ σου λέω είναι και το χέρι του λυγίζει το πέμπτο για να πιάσει, αλλά το κενό πικρό του κουταλιού του δίνει, της πίεσης πυκνό αιθέρα.

    Μα ο Νίκος του πείσματος ψυχρός, μα τέρας. Με ταχύτητα του spin trip στη Λάσια τα παιδιά πεθαίνουν τραγουδώντας, δύο αντικρυστούς καρπούς παλεύει να πιάσει με τα δυο του χέλια. Ο χρόνος με συμπάθεια το χρώμα του στην απέναντι μεριά, για ψίχουλα πουλά και όταν τα χέρια του Νίκου στις θέσεις του Μεγίστου φτάνουν, το ένα το άλλο απαντά, μα καρπό κανένα.

    Ο Νίκος τα χείλια του στραβά και το χαμόγελο του ίσια, το σκέφτεται, το ψήνει και στο μυαλό λοξά το πίνει.

    -Αν στο βλέπω τώρα, στο πιάνω πριν;

    -Καρτέρι μήπως μέσα στον πάγο να του χτίσω; Λύκε γλυκέ μου λύκε, Βόλγα Yes or No;

    Ο New το κερί του λιώνει σε μια παγίδα από λεμόνι.

    -Μπόλτζα Ότσι Ötzi. Συνεχής το μάτι την πορεία βλέπει, αλλά ένας δρόμος μόνος του ποτέ δεν ήταν. Παράλληλες παρίες, δαχτυλίδια στο βρώμικο αφρό.

    Πριν το φυσΤίκη ο γλάρος το τελειώσει και η Tea τη θυσία της στον Άρη, ο Νίκος τον χρόνο κρυσταλλώνει. Τα ηλεκτρόνια σπυριά από Ρόδι στον αέρα, το παράξενο φυτό, βράχος από του μετάλλου πέτρα και οι καρποί ένα νέφος και χυμός από φως και χρώμα. Μια ψευδαίσθηση που το φως εκεί να μοιάζει να σταυρώνεται και ο Xit on us του χώρου φουσκωμένος, από την επίδραση των ατίθασων τεντών το μένος. Όμως η πηγή και η ιερή η κόρη, αλλού να θάβει με αγάπη τα γλυκά της ταίρια.

    Οι φυτείες των φωτεινών γραμμών του χώρου, τροχιές με της ταλάντωσης του ημί και τόνου το ιερό δεσμό, με γωνίες των κομμάτων των φθηνών παράλληλες. Αυτό που στο τρέχω καμπύλη είμαι, λίγος είσαι για να με φτάσεις, αλλά στο ακίνητο η καμπύλη ψέμα και οι οξείες αιχμηρές. Εκεί που το φως θωρούσες πως στεκόταν, μόνο της φωτιάς καπνός.

    Ο χρόνος παιδί που παίζει, στα αριστερά του γέρνει και στο φως χορεύει.

    -Μα γιατί στο Αγά να πάμε;

    -Γιατί έτσι φτιαχτήκαμε μικρέ μου Μαν Ω Λιό.

    -Και toy Max Λόγος;

    -Η του είδους και στην προ κι έκτασης της, η της ζωής το επί και βίωση.

    -το τι το ίδιο;

    -Σε καθένα διαφορετικό το τμήμα που του λείπει.

    -Σε εικόνα ποια;

    -στην Εικόνα !

    -Κι αν για τους λάθους λόγους αγαπάς;

    -Το σωστό για ποιον και λάθος ποιο;

    -Κριτής και δεiκτης, εσύ ή άλλος;

    Στη ρόδα τα μαλλιά του Νίκου. Κάλιου και μισώ σε φόρα.

    -Αντί, υπό ή υπέρ το κείμενο για αυΤόν που διαβάζει up o που;

    -Το εγώ από το εσύ, το εμείς κι αυτοί;

    Η Να γελά, κεράσια που μεστώνουν στο ζεστό μαράζι.

    -Γιατί σε τάξη θέλεις να τα βάλεις μικρέ μου Ληρ;

    Ο χρόνος στην μνήμη, γλυκό φιλί κι αντίο. Ο Νίκος τα χρώματα κοιτά. Οι καρποί του ιδίου αλλά τα χρώματα του διαφορετικά.

    -Γιατί;

    Κάτι στον Κάμπο του μιλάει, οι του φωτός κισσοί και οι καρποί στη θέση τους αλλά…

    -Ένα το κίτρινο της ανατολής κι ένα της δύσης το κόκκινο της ταλάντωσης παιδί, ακόμα ένα της θάλασσας και του ρανού το βαθύ της νύχτας μπλε.

    -Και τα άλλα δυο;

    Τα τρία που ανίκητα στέκονταν, ο Νίκος βλέπει. Μάζες δείχνουν σφαιρικές από συσπειρωμένη σκόνη. Με τα δάχτυλα του στην ατμόσφαιρα τους μπαίνει και η σκόνη θρυμματίζεται και από την πηγή της φεύγει.

    -Πως γίνεται τα άκοπα και κβάντα σε μικρότερα χωριά, να μπορούν να τεμαχίζονται; Εκτός αν αυτά οι καρποί δεν είναι, αλλά τα νέφη των μνημών και ίχνη που στον χρόνο, ο χώρος άφησε.

    Ο Νίκος το μάτι κλείνει και ο χρόνος ξανά χορεύει. Οι κόκκοι σε μία μάζα και μια ταλάντωση ενώνονται και με κόρα στις φορές τους πάλι. Τα μετρά ξανά, χρώματα ξένα να μοιάζουν το ένα με το άλλο, το πλήθος έξι τώρα. Μα το ένα όμως πιο μικρό. Αφήνει τον χρόνο να λυγίσει.

    -New, τι είναι αυτό που τους καρπούς στην πυρή και μήτρα κοντά βαστάει;

    -Η αγάπη του Dot μικρέ τυμπανιστή.

    -Η αγάπη;

    -Τα αγκάθια που την κόρη προστατεύουν.

    -Μα πως τα τόσα λίγα να καλύψουν τόσο χώρο;

    Η Tea Πέρκα που γελά και με βεντάλια τα καντifια στο κενό απλώνει.

    -Η ενέργεια που απαιτεί το τίποτα εγώ να γένει, είναι τόση όση αυτή που ζητά το εγώ, τα πάντα να καλύψει.

    Ο Νίκος την ιδέα του κεντά στις λέξεις που δεν λέει και τα Ηλεκτρόνια του Βοριά φωνάζει για συνάντηση στις υπόγειες σπηλιές του Κόμο. Από τις 57 του Καναδά τις μοίρες έως τις 77 της Ευρώπης, ούτε μια γραμμή διαφωνίας από τις 150 του Κρυπτού. Αυτά στο σκοτάδι του νερού τις φωτοσειρές γυμνές του δείχνουν κι αυτός πάνω τους τη συνείδηση του σε κυματομορφές, με φωτιά αποθηκεύει.

    Στις 29 του ηλέκτρου, κλώνους του εγώ του φτιάχνει, στα Φτερά της δόξας.

    Στον θάλαμο του πίσω το χρόνο του γυρνά και οι καρποί του τώρα τρεις.

    -Όχι, δύο !!

    -Μήπως 5; Να το σκεφτεί πιότερο δεν θέλει και τα ηλεκτρόνια του στέλνει…

    (Στο Σέλλα του Βοριά, Ping Oui και Νους τα μηνύματα από το σύμπαν καταγράφουν και στο νερό Restore.

    -Κενό βρίσκω στο σήμα και αυτό που λείπει, πως το εγώ τώρα μου θα βρει; Νερό

    -Ανάποδα, ανά και σακά τεμένα. Νους

    -Και έna κομμάτι εγώ το χάσω, τη συνέχεια πως θα μάθω; Ρονέ

    -Το θόρυβο αfairεσε και στις σκιές τη συνέχεια σου θα βρεις. Νους)