Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Morrissey

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 21 Σεπτεμβρίου 2024.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Πάντα ήθελα να υπάρχω σε έναν μεγάλο και φανταστικό οργανισμό. Φανταστικό με την έννοια να την περνάμε φίνα. Μετά κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ανήκω πουθενά, οπότε το φανταστικό πήρε την συνηθισμένη εξαϋλωμένη του μορφή.

    «Το θέμα είναι αν εξακολουθείς να είσαι υπάκουος.», είπε με νόημα βαθύ ο Σάκης.

    Με τον Σάκη γνωριστήκαμε στον στρατό, του έκανα τα βραδινά νούμερα και με κέρναγε στις εξόδους.

    Καλοπερασάκιας, σωματώδης και καλοφαγάς. Δεν είχα παράπονο.

    Μία φορά στις τουαλέτες είχα δει το πουλί του, «μη φοβάσαι, δεν δαγκώνει», είπε, αλλά ήδη είχα στρίψει την γωνία.

    Σταμάτησε να μου μιλάει. Το βράδυ είχε νούμερο. «Θα το κάνω εγώ», του είπα.

    Μετά χαθήκαμε.

    Ωστόσο, το πώς οι φήμες διαδίδονται είναι απίστευτο. Τώρα βρίσκομαι ν’ απολογούμαι στο γραφείο του προϊσταμένου.

    Ο προϊστάμενός είναι βαρύς τύπος. Μιλάει με φράσεις όπως ‘Σε ποιον τα λες αυτά, ρε’, και ‘πού νομίζεις ότι μιλάς’.

    «Εγώ φταίω, με κάποιον τρόπο τον ενθάρρυνα», απολογήθηκα μπροστά του.

    «Έδειξες και το δικό σου, μωρή;», είπε, προφέροντας αργόσυρτα την τελευταία λέξη.

    «Δεν το δείχνω εύκολα…Μπορώ να κάνω το νούμερό του;», ρώτησα.

    «Έφυγε ο κανακάρης σου. Θα κάνεις το δικό μου.»

    «Πότε;»

    «Τώρα ρε;»

    Έβρισκα άκρως ενδιαφέρουσα την ερωτική μου συναναστροφή με τον προϊστάμενο. Ήταν κάτι που με ξάφνιασε σε απόλυτο βαθμό, το ότι με έβαλε σε έναν κόσμο απολύτως μαζί φανταστικό και υλικό.

    Το βράδυ που χτύπησα το κουδούνι της οικίας του έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Άνοιξε μουρμουρίζοντας ότι άργησα – δεν είχα. Φορούσε μία φανέλα με τιράντες και χοντρές σταγόνες ιδρώτα στραφτάλιζαν στο μέτωπο, τις μασχάλες και στο δασύτριχο στέρνο του. Ήταν σαν να είχε κάνει μετακόμιση. Το σπίτι ήταν ανάστατο. Κατάφερε και κάθισε σε μία καρέκλα ατάκτως ερριμμένη και του έφερα ένα ποτήρι νερό. Πήρα ένα πανί, γονάτισα δίπλα του και ξεκίνησα απαλά να τον ανακουφίζω από την κάψα.

    «Αυτό είναι το πάθος μου – το βίτσιο μου ρε, τα σχοινιά», στο τέλος μου είπε.

    Συνέχισα να τον μαλάζω τρυφερά κοιτώντας τριγύρω. Παντού απλωμένα και κουλουριασμένα σχοινιά, διάφορα μεγέθη καραβόσκοινο όπως σύντομα θα μάθαινα.

    Ασχολούταν μανιωδώς με κόμπους και σχοινιά. Αυτά ήταν τα πινέλα και τα χρώματα στα χέρια του, γιατί το θέμα που πάσχιζε να αποτυπώσει στον καμβά ήταν το κορμί μου. Περνούσαμε ώρες κι ώρες προσπαθώντας να αποσυνδέσουμε χέρια και πόδια από το σώμα μου, να αποκαλυφθεί η καθαρότητα του κορμού – κορμιού, το έργο τέχνης!

    Σηκώθηκα και γδύθηκα. Τύλιξα τα χέρια γύρω απ’ την πλάτη και στάθηκα. Χωρίς να μου πει, ένιωσα τη στιγμή να του προσφέρω σταυρωτούς τους καρπούς μου.

    Ίσως κάποιες στιγμές να έφτασε πολύ κοντά στο όραμά του. Σε γενικές γραμμές δεν ήταν εύκολο κα για τους δυο μας. Καταπονήθηκα αρκετά και η ικανοποίηση – η αλήθεια είναι – ποτέ δεν μας χτύπησε την πόρτα. Κάποια στιγμή αποφάσισε να αλλάξει παρτενέρ – ίσως για ένα άλλο έργο που θα αποδεικνυόταν το αριστούργημά του.

    Είχα συνηθίσει την μυρωδιά του, τα υγρά του και τη δύναμή του. Ίσως να ήταν αυτό το τελευταίο που τον έκανε να δώσει κι ένα τέλος. Ένα υπέρλαμπρο χάραμα άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω μουρμουρίζοντας ότι είναι ακόμα νωρίς. Άπλωσε από πίσω τα χέρια του γύρω μου, εν είδει αγκαλιάς, έλυσε από πάνω μου και τον τελευταίο κόμπο που είχα στο στομάχι και με πέταξε στον δρόμο καταχείμωνο.

    Κάθισα στην άκρη του δρόμου. Ένιωσα έναν αργόσυρτο κύμα-σπασμό από τ’ άκρα προς το είναι μου. Αστραπιαία έλαμψε πόσο τυραννικά μεγάλος καλλιτέχνης είναι και περπατούσα μέσα στο έργο του.

    Είχε κάνει κόμπο την ύπαρξη και το μόνο που φορούσα ήταν το φανελάκι του.





    Τρία χρόνια είχαν περάσει από τη στιγμή που ο Σάκης μου έδειξε το πουλί του, όταν εδέησε και με πήρε τηλέφωνο. Κέρναγε καφέ. Είχε παχύνει λίγο αλλά έδειχνε πιο δυνατός. Εγώ είχα αδυνατίσει.

    «Να είμαι υπάκουος;», είπα άστοχα κι εκτός χρόνου. Είχα θυμηθεί τα κεράσματα, την παρέα του, είδα τον σταυρό στ’ ανοιχτό πουκάμισο. «Ναι, θα είμαι», πρόσθεσα άγαρμπα.

    Το σώμα του σφίχτηκε όπως όταν κάποιος πανηγυρίζει και μετά χαλάρωσε ακόμα πιο πολύ.

    Πήγαμε σε μία ταβέρνα. Φάγαμε και ήπιαμε.

    Μου είπε ότι όλο αυτόν τον καιρό δεν έκανε τίποτα, ότι ακόμα έμενε με τους γονείς. Δεν είχε καμία όρεξη να πιάσει δουλειά ή να παντρευτεί – περιστασιακά είχε σχέσεις με μία παντρεμένη. Του είχε μείνει η φιλία μας, δηλαδή ότι κάποια στιγμή είχε βρει κάποιον που τον εμπιστευόταν.

    Του είπα ότι κι εγώ έβγαινα από μία ‘σχοινοτενή’ σχέση και με ρώτησε τι σήμαινε αυτό. Του έδειξα τους καρπούς μου.

    «Αυτό σημαίνει ότι είμαι available.», είπα.

    Πλήρωσε τον λογαριασμό και σηκωθήκαμε να φύγουμε, εκείνος με σταθερά βήματα, εγώ πίσω πιο ασταθής. Μου ήταν τόσο παράξενο να σέρνομαι χωρίς ‘κομποσκοίνια’ – σχεδόν ντρεπόμουν.

    Είχε νυχτώσει και στη λεωφόρο τα φώτα των αυτοκινήτων σε διαπερνούσαν. Καθώς οδηγούσε μου έδειξε φωτογραφίες και βίντεο στο κινητό. Εγώ του εξήγησα ότι βασανίζομαι από πόνους σε όλο μου το κορμί, κάτι σαν ρευματισμούς, ότι όπου να με πιάσει πονάω.

    Άπλωσε την παλάμη και μ΄ έσφιξε στο μπράτσο. Ηλεκτροσόκ!

    Αναφώνησε κάτι, απόρησε, συνοφρυώθηκε. Άναψε τα στοπ και έκανε δεξιά.

    Ήξερα ότι δεν με πίστευε, εύθραυστος εγωισμός, μπουκωμένος, που δεν ξέρει πώς να ξεσπάσει.

    «Περίμενε, θα σε βοηθήσω, θα με χουφτώσεις απαλά σαν χάδι, να αισθανθείς τις αντιδράσεις μου και μετά θα με κάνεις να κάνω το νούμερό σου.»

    Έβλεπα πέρα την κίνηση στην λεωφόρος να κυλάει σαν φουσκωμένο ποτάμι. Όταν ο Σάκης τελείωσε να τιμωρεί για τα παλιά, έστριψε το τιμόνι και φύγαμε. Δεν ντύθηκα.

    Όταν ξύπνησα ξημέρωνε, κρασί και οδύνες μ’ είχαν οδηγήσει σε άλλους κόσμους. Οδηγούσε όλη νύχτα, είχαμε φτάσει στην άκρη όλων των πραγμάτων. Πάτησα χώμα και αμέσως ένιωσα καλύτερα. Έψαξα με το βλέμμα να τον δω. Ο ήλιος με τύφλωνε.

    Κάποιος έπρεπε να μας μάθει να κάνουμε έρωτα.

    Τον άκουσα να μιλάει δυνατά στο κινητό με τη μάνα του, να την καθησυχάζει.

    Είχε δήθεν ξενυχτήσει με την παντρεμένη σε ένα ξενοδοχείο της εθνικής. Καθώς έκλεινε το τηλέφωνο με είδε ν’ ακουμπάω στο φτερό του αυτοκινήτου. Πλησίασε, με περνούσε ένα κεφάλι. Είχα ήδη ανέβει στην καυτή λαμαρίνα του καπό, να δείχνω τις γάμπες μου και να τρίβομαι χυδαία στο παρμπρίζ.

    Όταν ανήλθα στην κορυφή, άπλωσα σαν τεράστια αράχνη τα μέλη μου στον υγρό αέρα, τουρλώνοντας τους γλουτούς στον ήλιο - φρέσκα λουλούδια σε κωλότσεπη του Morrissey.