Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Resurrection, ή Όσα έφερε το κύμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 19 Ιουνίου 2023.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Ό,τι φέρνει το κύμα

    Την Αναστασία την ξέρω από τότε που ήταν 13 χρονών κοριτσάκι. Είχαν το διπλανό σπίτι από αυτό που νοικιάζαμε εμείς κάθε χρόνο που πηγαίναμε διακοπές. Ο πατέρας της ήταν τραπεζικός και η μητέρα της γιατρός και κάθε καλοκαίρι με το που έκλειναν τα σχολεία και μέχρι που άνοιγαν και πάλι, ερχόταν στους παππούδες της, που όπως είπα είχαν το διπλανό σπίτι. Εμείς πηγαίναμε για διακοπές σταθερά προς τα τέλη Αυγούστου, ενώ εκείνοι τα όποια ταξίδια τους τα έκαναν πάντα αρχές Αυγούστου με αποτέλεσμα όταν φτάναμε να βρίσκουμε την Αναστασία εκεί. Πράγμα περίεργο για παιδί της ηλικίας της, αυτά τα χρόνια, δεν πολυασχολούνταν με το κινητό της και το τάμπλετ της, προτιμούσε να διαβάζει, να ακούει μουσική και να ζωγραφίζει.

    Η Αγγελική μου την είχε κατασυμπαθήσει, ο Θεός δεν μας είχε ευλογήσει με παιδιά και στο πρόσωπο της Αναστασίας έβλεπε την κόρη που δεν θα μπορούσε να έχει. Οι γονείς της και οι παππούδες της μας ήξεραν και μας εμπιστεύονταν και η Αναστασία συχνά-πυκνά έτρωγε μαζί μας και κάμποσες φορές μας είχε συνοδεύσει σε εκδρομές που κάναμε, μιας κι εγώ και η Αγγελική λατρεύαμε τη φύση και την πεζοπορία. Όντας αρκετά ανεπτυγμένη και για τον φόβο των Ιουδαίων προσπαθούσα να κρατώ αποστάσεις καθώς το crush της δεν περιοριζόταν στην Αγγελική, η οποία καταδιασκέδαζε με την αμήχανη ερωτική συμπάθεια που μου έδειχνε η Αναστασία.

    Την είχαμε πάρει μαζί μας σε μια τριήμερη εκδρομή που είχαμε πάει στα Πόζαρ. Μπορεί να διασκέδαζα για το πως κοιτούσαν την Αγγελική σαν ξερολούκουμο αλλά με έπιαναν τα διαόλια μου με τον τρόπο που κοίταζαν την Αναστασία. Οργιζόμουν με τα λάγνα βλέμματα που τραβούσε πάνω του ένα 16χρονο κορίτσι αλλά εξίσου αλήθεια είναι πως η ρουφιάνα είχε κορμί που θα έκανε τα αγάλματα να σκάσουν από τη ζήλεια τους και αυτό συνοδευόταν από ένα πολύ γλυκό χαμογελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο και ίσια καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι την πλάτη της.

    Περάσαμε τόσο όμορφα εκείνο το τριήμερο, κάναμε τα λουτρά μας, κάναμε τις ατέλειωτες πεζοπορίες μας μέσα στην οργιαστική φύση, βουτήξαμε σε γούρνες με ζεστό νερό, με παγωμένο νερό, φάγαμε του σκασμού στην Όρμα, ήταν υπέροχα. Ήταν οι τελευταίες ανέμελες και ευτυχισμένες στιγμές με την Αγγελική μου, ο καρκίνος που της είχε στερήσει στην εφηβεία της τη δυνατότητα να γίνει μητέρα, επέστρεψε και γύρεψε και την ίδια, θερίζοντάς την μέσα σε λίγους μήνες.

    Την επόμενη χρονιά δεν πήγα διακοπές. Την άδειά μου την πέρασα μόνος μου μέσα σε τέσσερις τοίχους κοιτάζοντας το κενό. Είχα μείνει ο μισός και τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει. Φλερτάρισα πολλές φορές με τη σκέψη να βάλω τέρμα στη ζωή μου και αν ζω το οφείλω στην αδερφή μου και στους φίλους μου που μου στάθηκαν και με βοήθησαν να πατήσω ξανά στα πόδια μου. Μην αντέχοντας τη μοναξιά μου πήγα και υιοθέτησα ένα κουτάβι που μου έδωσε μια παιδική μου φίλη και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μου ο Ράντι, διασταύρωση ελληνικού τσοπανόσκυλου με καυκάσιο, ο οποίος έφτασε να μου ρίχνει 20 κιλά στο βάρος, 70 εγώ, 90 αυτός.

    Έχοντας το Ράντι να έχει ανάγκη από μεγάλους περιπάτους σιγά-σιγά άρχισα να βγαίνω από το σπίτι μου. Έχοντας χάσει τη φόρμα μου και όντας αδύναμος, οι πρώτες βόλτες μας δεν ήταν πάνω από 1-2 χιλιόμετρα. Με την Αγγελική μου κάναμε τουλάχιστον 5 χιλιόμετρα βόλτα κάθε μέρα, πολλές φορές φτάναμε τα 10 και τα 15. Γρήγορα άρχισα και πάλι να ανακτώ τις δυνάμεις μου και 4-5 μήνες μετά είχα βρει και πάλι τον εαυτό μου.

    Τον Αύγουστο έβαλα το Ράντι στο αυτοκίνητο -και ο μπαγάσας ίσα που χωρούσε στα πίσω καθίσματα- έδεσα πίσω το φουσκωτό και πήγαμε στο ίδιο μέρος που πηγαίναμε τόσα χρόνια με την Αγγελική μου. Το σπίτι που νοικιάζαμε είχε ιδιωτικό μεγάλο κήπο δίπλα από το πάρκινγκ του αυτοκινήτου αλλά φέτος για πρώτη φορά και λόγω του Ράντι κράτησα τη γκαραζόπορτα κλειστή. Αφού τακτοποιηθήκαμε, πήγα δίπλα για να χαιρετήσω τους παππούδες της Αναστασίας.

    - «Αχ, παλικάρι μου, πολύ στεναχωρηθήκαμε» μου είπε κάποια στιγμή η κυρά-Τασία
    - «Τι τα θέλεις κυρά-Τασία, έτσι ήθελε ο Θεός. Μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;»

    Κάθισα για λίγη ώρα και τα είπαμε και μετά γύρισα στο σπίτι για να αλλάξω και να πάω για μπάνιο. Του Ράντι καθόλου δεν του άρεσε το φίμωτρο, είχα τραβήξει το διάολό μου να του το μάθω καθότι ήταν υποχρεωτικό στο κομμάτι του ταξιδιού με το καράβι, ωστόσο τι να έκανε ο φουκαράς. Αν και στις βόλτες μας δεν χρησιμοποιούσα λουρί, ο Ράντι ήταν εκπαιδευμένος και δεν απομακρυνόταν ποτέ από εμένα αν δεν του έδινα το ελεύθερο, εκείνη τη φορά μιας και θα κατεβαίναμε στην παραλία του έβαλα το λουρί του. Η παραλία ήταν ακριβώς μετά το δρόμο που περνούσε μπροστά από το σπίτι. Φυσούσε και είχε κύμα οπότε όταν κατεβήκαμε κάτω διαπιστώσαμε ότι σε απόσταση εκατό μέτρων ήμασταν μόνοι μας.

    Του έβγαλα το φίμωτρο και το λουρί και πήγαμε να βουτήξουμε στο νερό. Ο Ράντι ήταν εξοικειωμένος με τη θάλασσα αλλά τα κύματα δεν του άρεσαν και αποφάσισε να δείξει τη δυσαρέσκειά του γαυγίζοντάς τα. Αν και η παραλία είναι αμμουδιά οπότε δεν έχεις το κίνδυνο να σπάσεις τα μούτρα σου, δεν μπήκα μέσα, κάθισα στην άκρη-άκρη να με βαράει το κύμα, ενώ ο Ράντι χοροπηδούσε σαν κατσίκι στην άκρη του νερού. Είχα γυρισμένη την πλάτη μου προς το δρόμο και δεν την είδα να πλησιάζει, την είδε ωστόσο ο τετράποδος βλαχοδήμαρχος και ήρθε προς το μέρος μου κουνώντας την ουρά του για να κάνει δημόσιες σχέσεις.

    - «Αντώνη;» άκουσα τη φωνή της Αναστασίας, αν και είχε γίνει πιο γυναικεία από την τελευταία φορά που την είχα δει, εξακολουθούσε να έχει κοριτσίστικη χροιά.
    - «Γεια σου Αναστασία» της είπα γυρίζοντας προς το μέρος της. Φορούσε γυαλιά ηλίου, είχε μια πετσέτα στα χέρια και φορούσε παρεό. «Μην τον φοβάσαι το Ράντι, είναι πολύ φιλικός» της είπα. Ήταν φανερό ότι ήξερε από σκυλιά, του άπλωσε το χέρι της και ο Ράντι αφού το μύρισε του έριξε μια γλειψιά και όταν η Αναστασία τον χάιδεψε στο κεφάλι κόντεψε να ξεκολλήσει την ουρά του από τη χαρά του.
    - «Στεναχωρήθηκα… όχι απλά στεναχωρήθηκα… έκλαψα πολύ όταν έμαθα πως… πως…» πήγε να πει με τρεμάμενη, σχεδόν σπασμένη φωνή.
    - «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάκι μου» της είπα. «Σ’ αγαπούσε πολύ η Αγγελική»

    Καθίσαμε σε μια αμήχανη σιωπή ενώ το μυαλό μου άθελά μου πλημμύρισε και πάλι με αναμνήσεις που μου μάτωναν την καρδιά. Προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα.

    - «Φέτος τέλειωνες το λύκειο αν δεν κάνω λάθος, πώς πήγαν οι εξετάσεις;»
    - «Ένα θα σου πω, Αθήνα σου έρχομαι!» μου δήλωσε χαμογελαστή.
    - «Πέρασες στη σχολή που ήθελες;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, στο Οικονομικής Επιστήμης!»
    - «Μπράβο σου!» της είπα.
    - «Πολύ θα ήθελα να πω ότι διάβαζα χαλαρά και δε στερήθηκα τίποτα αλλά η αλήθεια είναι ότι έβγαλα τα μάτια μου στο διάβασμα!»
    - «Δεν πιστεύω φουκαριάρα μου να στερήθηκες την πενταήμερη, ε;»
    - «Όχι βέβαια, όλα έχουν κι ένα όριο!» μου είπε χαμογελαστή. «Αρχές του Σεπτέμβρη θα κατέβουμε Αθήνα με τη μαμά, να πάμε να κλείσουμε σπίτι!»
    - «Πού είναι η σχολή;»
    - «Στο κέντρο, στην Πατησίων»
    - «Ωραία, πες στην Ελένη ότι δε χρειάζεται να ψάξετε. Θα σας νοικιάσω το δυάρι που έχουμε. Έμενε ένας φοιτητής, Σαλονικιός σαν κι εσένα, και τέλειωσε τον Ιούνη. Θα του κάνω ένα καλό βάψιμο και το σπίτι είναι πλήρως επιπλωμένο και έχει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές, αν και φοβάμαι ότι τηλεόραση -αν βλέπεις- θα πρέπει να φέρεις δική σου!»
    - «Σοβαρά;» με ρώτησε.
    - «Έλα βρε Αναστασία, θα σου έκανα πλάκα σε κάτι τέτοιο; Το σπίτι είναι στη Κηφισιά, ήσυχο, με δικό του κήπο και πολύ κοντά στον ηλεκτρικό. Θα παίρνεις το τραίνο και θα κατεβαίνεις Βικτώρια. Και αν κάποια στιγμή πάρεις δίπλωμα έχει και θέση πάρκινγκ. Α και έχει και οπτική ίνα, ωστόσο όπως καταλαβαίνεις θα πρέπει να κάνεις νέα σύνδεση.»
    - «Θα το πω στη μαμά, σήμερα κιόλας!» μου είπε ενθουσιασμένη.
    - «Αλήθεια, οι γονείς σου δε θα έρθουν;»
    - «Εδώ είναι!»
    - «Ωραία! Να τους πεις το βράδυ ότι θα σας κάνω το τραπέζι, αν εννοείται δεν έχετε κανονίσει κάτι»
    - «Σιγά μην περιμένω το βράδυ! Πάω τώρα! Πετάω!» είπε.
    - «Ράντι, κάτσε κάτω και μην παίρνεις θάρρος» είπα στο σκύλο μου που έκανε να την ακολουθήσει. Με κοίταξε αποδοκιμαστικά και ξάπλωσε στην άμμο αναστενάζοντας λες και του είχαν πέσει έξω τα καράβια. Η Αναστασία γύρισε ξαναμμένη λίγα λεπτά αργότερα.
    - «Τους το είπα! Και τους είπα και για το σπίτι που νοικιάζεις! Ωστόσο είπαν ότι έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα εμείς ήμαστε πού πρέπει να κάνουμε σε σένα το τραπέζι και όχι εσύ σε εμάς οπότε μου είπαν ότι είσαι και επισήμως καλεσμένος για το βράδυ» μου είπε με μια ανάσα κοντεύοντας να σκάσει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Μη με κοροϊδεύειιιιιιιιιιιιιις» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω ακόμα περισσότερο. Είχα πολύ καιρό να γελάσω με την καρδιά μου. «Τέτοιος είσαι! Πάω να βουτήξω!» μου δήλωσε και πήγε τρέχοντας και έπεσε στα κύματα. Ο Ράντι προσπάθησε να την ακολουθήσει -και τον άφησα- ωστόσο η ντροπή της βουνοπλαγιάς έκλασε μπάμιες όταν τον χτύπησε το κύμα και γύρισε έξω σα βρεγμένη κότα, κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ ακόμα περισσότερο.

    Τα γέλια μου κόπηκαν μαχαίρι όταν ένα κύμα κατέβασε το πάνω μέρος του μαγιό της Αναστασίας και είδα για πρώτη φορά τα στήθη της τελείως γυμνά. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο ζευγάρι στη ζωή μου, μεγάλα, στρογγυλά και στητά με τις ρώγες να πετάνε σαν κουμπιά, περιφρονούσαν τη βαρύτητα κάνοντάς με να κοντέψω να χάσω το φως μου. Η Αναστασία δεν είχε πάρει χαμπάρι αλλά εγώ γρήγορα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και χαμήλωσα τα μάτια μου στην άμμο.

    - «Αναστασία» της είπα μην τολμώντας να την κοιτάξω. «Το μαγιό σου»
    - «Αμάν!» είπε όταν συνειδητοποίησε ότι τα στήθη της ήταν έξω. «Ουφ, συγνώμη Αντώνη… σ’ ευχαριστώ που μου το είπες». Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της. Η ίδια είχε κοκκινήσει σαν ινδιανάκι και αν δεν ένιωθα κι εγώ απίστευτα άβολα με τις καύλες που με έπιασαν και με έκαναν να μην τολμάω να κουνηθώ, θα είχα σκάσει στα γέλια με την αμηχανία της. Αν εξαιρέσεις το κατούρημα κόντευα να ξεχάσω την ύπαρξη του οργάνου μου και το αθέλητο flash της Αναστασίας μου έκανε εμφατική την υπενθύμισή του.

    Κάθισα κάμποση ώρα ακίνητος μέχρι το αίμα να αρχίσει να κυκλοφορεί και στο υπόλοιπο σώμα και όταν έπεσε στα φυσιολογικά του μπήκα -for good measure- τρέχοντας μέσα στο νερό και τρακάροντας με ένα μεγάλο κύμα που έπεσε πάνω μου σαν βουνό από τούβλα. Η κρυάδα του νερού με συνέφερε κάπως και αν και ήθελα κι άλλο, βγήκα ξανά προς τα έξω καθώς τα κύματα παραείχαν αρχίσει να γίνονται μεγάλα. Το ίδιο έκανε και η Αναστασία η οποία -τι το ήθελε;- έσκυψε να πιάσει την πετσέτα της και το σαγόνι μου έφτασε ξανά μέχρι το πάτωμα. Τυλίχτηκα κι εγώ γρήγορα με την πετσέτα μου για να κρύψω ταραχή και καύλες.

    - «Πάω κι εγώ» με πληροφόρησε. «Η μαμά είπε να έρθεις κατά τις 21:00!»
    - «Πες στους γονείς σου ότι τους ευχαριστώ πολύ και θα τα πούμε στις 21:00»

    Η Αναστασία γύρισε στο σπίτι της ενώ εγώ πήρα τον Ράντι και κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην παραλία. Μετά ανεβήκαμε από το δρόμο και περάσαμε από την άλλη μεριά που είχε δέντρα. Ο Ράντι χαρούμενος κατουρούσε ό,τι ήταν ακίνητο και σε μια φάση τον έχασα, χώθηκε μέσα στα δέντρα και τους θάμνους για να κάνει το νο.2, αν αυτό το σκυλί δεν είχε κάποιο θάμνο να του χαϊδεύει τον κώλο ήταν ικανός να τα κρατήσει μέσα του μέχρι να σκάσει. Ρε μπελά που έχουμε βρει! Όπως και να έχει και αυτή τη φορά ο κίνδυνος αποσοβήθηκε οπότε με το Ράντι να με ακολουθεί συνάμενος κουνάμενος, γυρίσαμε προς το σπίτι. Μπήκαμε μέσα και έκλεισα την γκαραζόπορτα και πήγα στο εξωτερικό ντουζ. Μετά πήρα το λάστιχο και άρχισα να κυνηγάω το Ράντι για να τον βρέξω. Κυνήγι με την γενικευμένη έννοια γιατί με το που άνοιξα το λάστιχο ήρθε και προσπαθούσε ταυτόχρονα να πιει νερό και να το δαγκώσει, έχουν πλάκα τα σκυλιά ώρες-ώρες. Ο φουκαράς λόγω καταγωγής είχε έντονο τρίχωμα οπότε φρόντιζα όπου ήμαστε να τον έχω δροσερό. Είχα αγοράσει μάλιστα από την Κίνα και μια μεγάλη φορητή πτυσσόμενη μπανιέρα, την οποία γέμιζα μέχρι τη μέση με νερό με το Ράντι να χώνεται μέσα της όποτε παραζεσταινόταν. Την έστησα και τη γέμισα και πάλι μέχρι τη μέση και αφήνοντας το Ράντι να μπει μέσα και να πλατσουρίζει σαν ευτυχισμένη φώκια, ανέβηκα στο σπίτι.

    Οι καύλες μου είχαν επιστρέψει αγριεμένες και αν και στην αρχή ένιωσα τύψεις, γρήγορα το ξεπέρασα, και τράβηξα μια καλή φέρνοντας στο μυαλό μου την ανάμνηση της Αναστασίας όταν το κύμα της πήρε το μαγιό και την άφησε γυμνόστηθη. Ούτε 5-10 χτυπήματα δεν μου πήρε και ο οργασμός και το χύσιμο ήταν τόσο έντονα που κυριολεκτικά είδα αστεράκια. Μπορεί να είχα χάσει τη γυναίκα της ζωής μου αλλά ακόμα και αν τα μαλλιά μου είχαν σχεδόν ασπρίσει δεν είχα καλά-καλά σαρανταπενταρήσει και το σώμα μου προσπαθούσε να μου υπενθυμίσει πως ό,τι και αν είχε συμβεί, ήμουν ακόμα ζωντανός.

    Εκείνη την ημέρα τράβηξα άλλες 4-5 φορές μαλακία, όλες με το ίδιο θέμα: Την Αναστασία όπως το κύμα της είχε πάρει το πάνω μέρος του μαγιό και την Αναστασία όταν έσκυψε να πιάσει την πετσέτα της. Και το αστείο είναι ότι κάπου ένιωθα τύψεις και όσο πιο πολλές τύψεις ένιωθα τόσο περισσότερο καύλωνα και όσο περισσότερο καύλωνα τόσο περισσότερες τύψεις ένιωθα και ο κύκλος επαναλαμβανόταν, μέχρι που οι παλάμες μου κόντεψαν να αποκτήσουν τρίχωμα.

    Γύρω στις 18:00 πήρα τον Ράντι και πήραμε το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στην πόλη. Ψώνισα αυτά που ήθελα και σουλατσάραμε. Αν είχε καλό καιρό αύριο το πρωί, θα κατέβαζα το φουσκωτό στην παραλία και θα πήγαινα για ψάρεμα. Είναι κάτι που λάτρευε η Αγγελική μου, από το βράδυ ετοίμαζε το ψυγειάκι με τα πράγματα και αξημέρωτα μπαίναμε μέσα στο φουσκωτό και ανοιγόμασταν βαθιά για να ψαρέψουμε. Άλλες φορές πηγαίναμε σε ερημικές παραλίες που δεν μπορούσαν να προσεγγιστούν από το δρόμο και κάναμε μπάνιο γυμνοί. Κάποιες φορές, είτε σε ψάρεμα είτε σε εκδρομές με τη βάρκα παίρναμε μαζί μας και την Αναστασία, η οποία λάτρευε μια συγκεκριμένη απόμερη παραλία με βράχια όπου της άρεσε να σκαρφαλώνει και να βουτάει, κάτι που την είχε κολλήσει η Αγγελική μου.

    Γυρίσαμε και αφήνοντας τον Ράντι στο σπίτι να διαμαρτύρεται πήγα στο αμέσως διπλανό όπου έμεναν οι παππούδες και οι γονείς της Αναστασίας.

    - «Γεια σας» τους είπα ανεβαίνοντας στην βεράντα τους.
    - «Καλώς τον» μου είπε ο Μιχάλης σφίγγοντας θερμά το χέρι μου. Με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να βρει τα λόγια. Τελικά δεν είπε τίποτα, μόνο έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι του. Ομοίως και η Ελένη ήρθε και με χαιρέτησε αλλά και εκείνη αφού με καλωσόρισε δεν είπε τίποτε άλλο, απλά μου χάιδεψε απαλά το χέρι ενώ με το άλλο της χέρι σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που είχε κυλίσει.
    - «Πώς… πώς είσαι;» με ρώτησε όταν καθίσαμε.
    - «Ήταν δύσκολο» παραδέχτηκα. «Ακόμα είναι, καμιά φορά ξεχνιέμαι… να βλέπω πχ κάτι αστείο στον υπολογιστή και πάω να τη φωνάξω για να της το δείξω… Αλλοίμονο από εμάς που μείναμε πίσω, Λενιώ μου»

    Όταν είχαμε μάθει για τον καρκίνο της Αγγελικής η Ελένη ήταν από τους πρώτους που πήραμε τηλέφωνο προκειμένου να μας συστήσει κάποιον ογκολόγο. Δεν προλάβαμε να κάνουμε και πολλά, η αρρώστια την πήρε μέσα σε δύο μόλις μήνες. Ήμουν σα ζόμπι, σαν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής του εαυτού μου. Είχα μουδιάσει σε τέτοιο βαθμό, το κενό που είχε αφήσει ήταν τόσο τεράστιο που με είχε αφήσει σαν παρατημένη μαριονέτα. Δεν θα έτρωγα και δεν θα έπινα αν δεν με τάιζε και δεν με πότιζε με το ζόρι η αδερφή μου. Τα μαλλιά μου άσπρισαν μέσα σε λίγες μέρες, κάποτε πίστευα πως αυτό ήταν απλά μια έκφραση και όμως το έζησα ο ίδιος. Έζησα από κεκτημένη ταχύτητα, έζησα γιατί η αδερφή μου και οι φίλοι μου δεν με άφησαν να πεθάνω.

    Μου πήρε δύο μήνες να συνέλθω και να βγω από την καταληψία στην οποία είχα πέσει. Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά και δεν θα έπαιρνα άδεια αν δεν είχε έρθει ο ίδιος ο CEO να με βγάλει σχεδόν με τις κλωτσιές από το γραφείο. Την πρώτη χρονιά απλά κάθισα σπίτι μην κάνοντας τίποτα. Φέτος -αν και με δυσκολία- αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου από εκεί που την είχα αφήσει.

    Αλλοίμονο σ’ εμάς που μείναμε πίσω.

    Ένα βήμα τη φορά.

    - «Συγχαρητήρια για την Αναστασία!» τους είπα αλλάζοντας θέμα. «Σας το είπε νομίζω, έ;»
    - «Ναι μας το είπε…» είπε ελαφρά διστακτικά η Ελένη.
    - «Παιδιά, δεν ακούω κουβέντα. Σιγά μην αφήσω τους φίλους μου να στείλουν το παιδί τους σε καμιά τρύπα στο κέντρο που θα την πληρώνουν χρυσάφι. Και δε θα χρειαστεί να πληρώσετε δεκάρα για έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, το διαμέρισμα έχει τα πάντα. Και όταν θα έρχεστε να τη δείτε δε θα χρειάζεται να είστε ο ένας πάνω στον άλλον, το διαμέρισμα έχει δύο δωμάτια, ξεχωριστό σαλόνι και κουζίνα.»
    - «Σ’ ευχαριστούμε βρε Αντώνη» είπε ο Μιχάλης.
    - «Πού ακριβώς είναι το σπίτι;» ρώτησε η Ελένη ούσα πιο πρακτική.
    - «Στην Βασιλίσσης Αμαλίας, 50 μέτρα πάνω από το σταθμό στην Κηφισιά. Το διαμέρισμα που θα μείνει η Αναστασία είναι στο δεύτερο όροφο, μέχρι τον Ιούνη έμενε ένας άλλος φοιτητής. Έχει βεράντα και μπαλκόνι. Είναι μικρό για οικογένεια και από το να μείνει άδειο ή να το νοικιάσω σε κάποιον άγνωστο, χίλιες φορές σε εσάς. Και εννοείται ότι θα σας το αφήσω πολύ πιο φτηνά απ’ ότι μια άθλια τρύπα στο κέντρο της Αθήνας. Το μέρος είναι ήσυχο, όπως σας είπα είναι 50 μέτρα -και πολλά λέω- από το σταθμό και σχεδόν δίπλα έχει και το Θανόπουλο της Κηφισιάς για να κάνει τα ψώνια της.»
    - «Εντάξει!» είπε η Ελένη χαμογελώντας. «Sold!»

    Εκείνη την ώρα ήρθε να μας βρει και η Αναστασία.

    - «Πες γεια στο νέο σου σπιτονοικοκύρη» της είπε ο πατέρας της και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε από τη χαρά της.
    - «Φουκαριάρα μου, το καλό που σου θέλω να έχεις το μυαλό σου στο διάβασμα» την ψευτοαπείλησα.
    - «Τι, δε θα κάνω rave parties?» είπε πειρακτικά.
    - «Αν θες να σε αφαλοκόψω πρώτα εγώ και μετά οι γονείς σου be my guest» της είπα χαμογελώντας.
    - «Θα απαντήσω με λόγια μεγάλων ανδρών: Αυτοί είστε, που λέει και ο σύντροφος Κουτσούμπας!» μας είπε κάνοντάς και τους τρεις μας να σκάσουμε στα γέλια.
    - «Ορίστε, ακόμα δεν βγήκε από το αυγό της και μας έγινε αναρχοκομμουνίστρια!» είπε η Ελένη.
    - «Εμπρός της γης οι κολασμένοι!» άρχισε να τραγουδάει η Αναστασία προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Μιχάλη, το πρωί αν έχει πέσει η θάλασσα θα βγάλω τη βάρκα για ψάρεμα. Ψήνεσαι;»
    - «Χμμμ, τι ώρα;»
    - «Ε, γύρω στις 06:00 λέω!»
    - «Αν πιάσεις ψάρια ευχαρίστως να τα ψήσουμε, εγώ θα προτιμήσω να μείνω ωμός. Άκου 06:00! Μπρρρ, από το στρατό έχω να σηκωθώ τέτοια ώρα.»
    - «Βρε ψεύταρε, πριν ένα μήνα που πήγες Γερμανία στις 05:00 δεν ξύπνησες;» τον ρώτησε η Ελένη.
    - «Να ξυπνήσω από τ’ αξημέρωτα για δουλειά πάει στο διάβολο. Να ξυπνήσω το λόχο ενώ είμαι σε διακοπές, ευχαριστώ δε θα πάρω!»
    - «Ελένη, εσύ ψήνεσαι;»
    - «Άμα πάμε κατά τις 09:00, ψήνομαι!»
    - «Βρε άμα πάμε τέτοια ώρα θα μας νταλακιάσει ο ήλιος. Η ιδέα είναι γύρω στις 10:00 να ήμαστε πίσω, όχι να ξεκινάμε!»
    - «Έρχομαι εγώ!» είπε η Αναστασία. «Άστους, δεν ξέρουν τι χάνουν!»

    Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να ξεμοναχιαστώ με την πιτσιρίκα στη βάρκα αλλά από την άλλη δεν είχα και κάποιο λόγο να αρνηθώ. Όσο ζούσε η μακαρίτισσα, η Αναστασία μας είχε συνοδεύσει κάμποσες φορές και σε ψάρεμα και σε βαρκάδες.

    - «Στις 06:00 να είσαι στην παραλία! Επιστροφές εισιτηρίων δεν γίνονται δεκταί!» την πείραξα. «Μιχάλη, Ελένη, είστε σίγουροι ότι δε θέλετε να έρθετε;»
    - «Σιγουρότατοι» απάντησε ο Μιχάλης. «Αν πιάσεις ψάρια δε θα πούμε όχι να μας κάνεις το τραπέζι!»
    - «Εμ βέβαια, όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη!» τον πείραξε η Ελένη. Αναστέναξα γιατί το αλληλοπείραγμά τους μου θύμισε τις όμορφες στιγμές με την Αγγελική μου, έτσι πειραζόμασταν και εμείς.

    Η βραδιά κύλισε όμορφα και γύρω στις 23:00 τους αποχαιρέτησα γιατί για να βγάλω τη βάρκα το πρωί στις 06:00 εγώ θα έπρεπε να έχω σηκωθεί από τις 05:00. Είχε πέσει τελείως ο αέρας και η θάλασσα είχε ηρεμίσει. Όταν γύρισα σπίτι άνοιξα το τάμπλετ και διάβασα την πρόγνωση η οποία ήταν εξαιρετική. Κατέβηκα στον κήπο και κάθισα με τον Ράντι μέχρι τις 12:00 οπότε τον άφησα να κοιμάται του καλού καιρού και ανέβηκα στο σπίτι. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και με την χαρτοπετσέτα ανά χείρας μπουμπούνισα άλλο ένα γρόθο έχοντας την Αναστασία στο μυαλό μου.

    Στις 05:00 το πρωί το ξυπνητήρι με έβγαλε βίαια από τον ύπνο μου. Είχα γεμίσει αποβραδίς το ψυγειάκι με νερά, τρία κουτιά αναψυκτικά και άλλα τρία κουτιά μπύρα. Έφτιαξα στα γρήγορα μερικά καναπεδάκια με γαλοπούλα, τυρί και ντοματίνια και στη συνέχεια έφτιαξα και γαλλικό καφέ για να έχω μαζί μου. Όταν τελείωσα κατέβηκα στον κήπο και έβαλα φαγητό στον Ράντι και εκτός από τη μπανιέρα του του γέμισα και δύο μεγάλες λεκάνες με νερό. Ξανασύνδεσα το τρέιλερ με τη βάρκα και αργά και προσεκτικά βγήκα έξω και κατέβηκα 40 μέτρα πιο κάτω όπου -το τζιπ τουλάχιστον- μπορούσε να κατέβει στην άμμο. Έκανα προσεκτικά όπισθεν και όταν η ρόδα του τρέιλερ μπήκε στο νερό, κατέβηκα και έλυσα τη βάρκα και την έσπρωξα μέσα. Όταν κατέβηκε την τράβηξα με το χέρι προς την παραλία και την άφησα μισή μέσα, μισή έξω. Γύρισα πίσω και έβαλα το αυτοκίνητο μέσα στον κήπο βάζοντας το τρέιλερ προσεκτικά στην άκρη.

    Μετά έκανα βόλτες προς τη βάρκα, πρώτα πηγαίνοντας το ψυγειάκι και τα σύνεργα του ψαρέματος. Όταν τελείωσα κόντευε να πάει 06:00. Ανέβηκα στη βάρκα έτοιμος να ξεκινήσω πιστεύοντας ότι η Αναστασία το ξέχασε ή την πήρε ο ύπνος αλλά εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στην παραλία λυγιστή και κουνιστή.

    - «Καλημέρα!» της είπα. «Πού είναι το καπέλο σου;»
    - «Καλημέρα! Εδώ το έχω, στην τσάντα!» μου είπε και την άνοιξε και μου το έδειξε.
    - «Ωραία, έμπα μέσα να ξεκινήσουμε!» της είπα.
    - «Μπρρρ κρύο είναι!» είπε όταν πάτησε το νερό.
    - «Έλα βρε κρυουλιάρα άσε τη γκρίνια, μια χαρά είναι!» την ψευτομάλωσα.

    Η Αναστασία άφησε τις διαμαρτυρίες και ανέβηκε στη βάρκα. Άνοιξε την τσάντα της και μου έβγαλε ένα θερμός.

    - «Σου έχω φτιάξει και καφέ, λάτε μέτριο με γάλα!» μου είπε.
    - «Προσλαμβάνεσαι!» της είπα χαμογελαστός.

    Έβαλα μπρος τη μηχανή και ανοιχτήκαμε. Η θάλασσα ήταν λάδι. Σταματήσαμε σε ένα σημείο και αφήσαμε τη βάρκα στο χαμηλό ρεύμα. Δόλωσα τα αγκίστρια και προσεκτικά -φουσκωτό γαρ- πετάξαμε το τσαπαρί κρατώντας ο καθένας το δικό του καλάμι. Μας ήθελε σήμερα, μέχρι και γόπες βγάλαμε εκτός από σαφρίδια και κολιούς αλλά σχεδόν όλα ήταν μικρού μεγέθους οπότε τα ξεαγκιστρώναμε προσεκτικά και τα αφήναμε στο νερό να γυρίσουν στους φίλους τους να διηγηθούν την τρομακτική εμπειρία που περάσανε. Είχε πάει κοντά 09:00 και δεν είχαμε πιάσει ούτε ένα ψάρι της προκοπής.

    - «Μας βλέπω να περνάμε από τον ψαραγορά για να κρατήσουμε τα προσχήματα» είπα στην Αναστασία.
    - «Έχω μια καλύτερη ιδέα, πάμε στον Ερημίτη;»
    - «Γιατί όχι; Πάρε τους γονείς σου να τους το πεις για να μην ανησυχούν»
    - «Αμέ!» είπε και έβγαλε το κινητό της. «Έλα μαμά, θα πάμε στον Ερημίτη. Πιάσαμε αλλά τα πετάξαμε μέσα, ήταν μικρούλια. Αμέ, θα του το πω! Φιλιά!» είπε και έκλεισε και μετά γύρισε προς τα μένα. «Η μαμά είπε το μεσημέρι να φάμε παρέα, θα πάνε να πάρουν ψάρια με το μπαμπά!»
    - «Είμαστε οι ντροπές των ψαράδων» της είπα.
    - «Ναι αλλά θα κάνουμε βουτιές στον Ερημίτη!»
    - «Είναι και αυτό!» είπα και έβαλα μπρος τη μηχανή. Σαράντα λεπτά αργότερα ήμασταν στον Ερημίτη που για σήμερα δικαίωνε το όνομά του, ερημιά και ο χάρος. Στην παραλία αυτή μπορείς να φτάσεις είτε με πολύ περπάτημα, είτε με βάρκα ή πλοιάριο που κάνει εκδρομές. Σταμάτησα τη βάρκα σε απόσταση περίπου 20 μέτρων από την παραλία και έριξα την άγκυρα. Η Αναστασία πέταξε τα ρούχα της σε χρόνο ρεκόρ και έμεινε με το μαγιό κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.
    - «Αέρααααααααα» είπε και βούτηξε στη θάλασσα βγαίνοντας μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. «Μπρρρρρρ!» είπε και απομακρύνθηκε με σταθερές απλωτές προσπαθώντας να ζεσταθεί. Έβγαλα κι εγώ τη μπλούζα και το σορτσάκι μου και βούτηξα κι εγώ, το νερό δεν ήταν ιδιαίτερα κρύο, για την ακρίβεια θα το προτιμούσα πιο κρύο για να κατεβάσει τη θερμοκρασία μου που είχε χτυπήσει κόκκινα στη θέα της Αναστασίας με το μαγιό, but beggars can’t be choosers.

    Η Αναστασία ανέβηκε στα βράχια και άρχισε τις βουτιές. Τη δεύτερη φορά βγήκε πάλι χωρίς το από πάνω της αλλά το πήρε χαμπάρι μόνη της γρήγορα ενώ εγώ έκανα ότι κοίταζα αλλού. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 10:00.

    - «Αναστασία!» της φώναξα. «Έλα σε παρακαλώ να βάλεις αντηλιακό!»
    - «Ναι μπαμπά!» μου είπε πειρακτικά αλλά ήρθε υπάκουα και ανέβηκε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια στη βάρκα. «Μου το απλώνεις στην πλάτη σε παρακαλώ;» με ρώτησε κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ. Την ψέκασα στην πλάτη και της άπλωσα προσεκτικά το αντηλιακό και προσπαθώντας να μη φανεί πόσο απίστευτα ερεθισμένος ήμουν.
    - «Έτοιμη» της είπα.
    - «Εσύ δε θα βάλεις;» με ρώτησε.
    - «Έχω βάλει» της είπα και της έδειξα τους ώμους και το στέρνο μου.
    - «Γύρνα να σου βάλω στην πλάτη» μου είπε. Όταν τα δάχτυλά της με άγγιξαν ένιωσα σχεδόν σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα, άμα συνεχίζαμε έτσι θα είχαμε πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. «Έτοιμος!» μου είπε όταν τελείωσε. «Πάω για βουτιές!» συνέχισε και βούτηξε στο νερό. Εγώ κάθισα μέσα γιατί με τις καύλες που είχα δεν ήμουν για να σηκωθώ αν δεν άφηνα να περάσει λίγη ώρα.

    Τελικά καθίσαμε εκεί μέχρι τις 13:00, οπότε αφήνοντάς την να οδηγήσει εκείνη, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε, τραβήξαμε τη βάρκα έξω στην παραλία. Πήρε την τσάντα της και τα σύνεργα του ψαρέματος για να μην πηγαινοέρχομαι ενώ εγώ πήρα το ψυγειάκι που όπως το πήρα έτσι το έφερα και επιστρέψαμε.

    Η Ελένη με τον Μιχάλη έφυγαν την Κυριακή το πρωί, η Αναστασία θα καθόταν μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη και μετά θα γυρνούσε και εκείνη Θεσσαλονίκη για να ετοιμαστεί ώστε να κατέβει Αθήνα για να ξεκινήσει τη σχολή της. Αν και όπως πάντα ήμουν φιλικός μαζί της προσπαθούσα όσο μπορούσα να την κρατάω σε απόσταση καθώς η μικρή εξακολουθούσε να έχει δαγκωμένη τη λαμαρίνα με την αφεντιά μου και πλέον δεν υπήρχε το προστατευτικό buffer της Αγγελικής. Χώρια που δεν ήταν πια κοριτσάκι, ήταν ολόκληρη γυναίκα και μάλιστα εντυπωσιακή.

    Ωστόσο δεν είχα λόγους να αρνούμαι την παρουσία της χωρίς να καρφωθώ ότι προσπαθώ να την αποφύγω και έτσι πήγαμε ξανά και βαρκάδες και μακρινούς περιπάτους με εμένα και τον Ράντι ο οποίος την είχε λατρέψει. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και έφτασε η μέρα που θα έπρεπε να επιστρέψω Αθήνα. Πήγα από τους παππούδες της να τους χαιρετίσω και όταν γύρισα στο σπίτι η Αναστασία με πρόφαση να δει τον Ράντι με ακολούθησε. Ενώ εκείνη ήταν κάτω με τον Ράντι εγώ έκανα μια τελευταία επιθεώρηση για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα ξεχάσει τίποτα και κατέβηκα στον κήπο.

    - «Όλα εντάξει, δεν ξέχασα τίποτα!» είπα και άνοιξα την πίσω πόρτα του τζιπ για να μπει μέσα ο Ράντι. «Λοιπόν, Αναστασία, εδώ θα σε χαιρετίσω και θα τα πούμε σε λίγες εβδομάδες στην Αθήνα.» Η μικρή ήρθε και με πήρε αγκαλιά και δεν έβαλα στο μυαλό μου κάτι πονηρό. Εκείνη ωστόσο με έσφιξε πάνω της και αντί να με φιλήσει στο μάγουλο με φίλησε στο στόμα κάνοντάς με να κοκκαλώσω για μερικά δευτερόλεπτα. Βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και την έσπρωξα απαλά. «Θα μου λείψεις» μου είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας ενώ εγώ πάλευα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί.

    Γύρισα και κοίταξα πανικόβλητος αλλά ευτυχώς τα δύο διπλανά μπαλκόνια, αριστερά και δεξιά, που θα μπορούσαν να δουν μέσα στον κήπο ήταν άδεια. Είχα φορτώσει αποβραδίς τη βάρκα στο trailer και την είχα αφήσει στην άκρη της παραλίας, σε σημείο που και δεν εμπόδιζε αλλά και μπορούσα να μπω με το αυτοκίνητο για να την πάρω.

    Ούτε που κατάλαβα πως γύρισα Αθήνα, το ομολογώ. Το μυαλό μου είχε μουδιάσει παντελώς με αυτό που έγινε το πρωί στην αυλή, δεν είχα προλάβει να το επεξεργαστώ. Και όχι τίποτε άλλο αλλά σε μερικές εβδομάδες η σουσουράδα θα κατέβαινε να μείνει μαζί μου… δηλαδή όχι ακριβώς μαζί μου, αλλά στο διαμέρισμα που θα της νοίκιαζα, ακριβώς κάτω από εμένα. Και τι να έλεγα και πώς να το έλεγα στους δικούς της να βρουν άλλο μέρος; Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι το μέρος του μυαλού μου που έπλαθε ερωτικές φαντασιώσεις με την Αναστασία άρχισε να παίρνει θάρρος γεμίζοντάς το υπόλοιπο του εαυτού μου με τύψεις.

    Θα ήταν χοντρό ψέμα αν δεν παραδεχόμουν ότι θα ήθελα να την βάλω κάτω και να την πάρω με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους. Από την άλλη εγώ ήμουν 45 και χήρος και εκείνη μόλις είχε κλείσει τα 18της, οι γονείς της ήταν φίλοι μου και με εμπιστευόντουσαν, πώς ήταν δυνατόν να σκέφτομαι τέτοια πράγματα για μια κοπελίτσα που όσο ζούσε η Αγγελική την έβλεπα σχεδόν σαν κόρη μου; Δεν έχω ψευδαισθήσεις, δεν είμαι άγγελος, στη δουλειά που κάνω και στη ζωή που έχω δεν μπορείς να σταθείς αν δεν διαθέτεις μια πολύ γερή δόση κυνισμού αλλά είναι διαφορετικό πράγμα να είσαι κυνικός και ανελέητος στον εργασιακό χώρο και διαφορετικό πράγμα να είσαι έτσι και στην προσωπική σου ζωή. Αλλά από την άλλη αν είχα εύκολες τις τύψεις δε θα ήμουν εδώ που είμαι. Δεν είναι ότι δεν νιώθω, είναι ότι δεν τις αφήνω να μπαίνουν εμπόδιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι τύψεις λειτουργούσαν σαν αφροδισιακό, όσο πιο πολύ με έπιαναν στη σκέψη τι θα ήθελα να κάνω με την Αναστασία, τόσο περισσότερο με καύλωνε η ιδέα και εδώ δημιουργούνταν ένα feedback loop που κόντευε να με κάνει να βγάλω τρίχες στις παλάμες.

    Όπως και να έχει, 23 του Σεπτέμβρη που θα ερχόντουσαν, το διαμέρισμα που θα έμενε η Αναστασία ήταν έτοιμο. Τα χρήματα δε μου λείπουν και δεν έκανα τσιγκουνιές, μέχρι και καινούργια στρώματα πήρα για τα δύο κρεββάτια, πετώντας τα παλιά. Εκτός από τα βαψίματα, όλες οι ηλεκτρικές συσκευές ελέγχθηκαν εξονυχιστικά και έκανα και συντήρηση στα air-condition, ο κάθε χώρος είχε το δικό του. Οι τιμές των ενοικίων ήταν εξωφρενικές και η αλήθεια είναι ότι το διαμέρισμα ήταν τέτοιο που μπορούσα για πλάκα να ζητήσω πάνω από 8 κατοστάρικα και οι γονείς της Αναστασίας κάθε άλλο παρά οικονομικό πρόβλημα έχουν. Ωστόσο κρατώντας το λόγο μου θα ζητούσα πολύ χαμηλό ενοίκιο, όχι πάνω από 400 ευρώ.

    Δεδομένου ότι το σπίτι ήταν επιπλωμένο είπα στην Ελένη -που θα κατέβαινε μαζί με την Αναστασία- να μην έρθουν με αυτοκίνητο από Θεσσαλονίκη αλλά με αεροπλάνο και αν είχαν πολλά μπαγκάζια να τα έχωναν στο τραίνο. Σάββατο πρωί θα κατέβαινα να τις πάρω εγώ από το αεροδρόμιο και αφού έβλεπαν το σπίτι θα τις κατέβαζα εγώ με το αυτοκίνητο να κάνουν όσα ψώνια χρειάζονταν. Πράγματι, στις 08:00 το πρωί του Σαββάτου ήμουν στο αεροδρόμιο. Η πτήση έφτασε χωρίς καθυστέρηση.

    - «Καλωσήρθατε και επισήμως στην Αθήνα» τους είπα.
    - «Καλώς σε βρήκαμε» είπε η Ελένη ενώ η Αναστασία χαμογέλασε ντροπαλά.
    - «Πότε ξεκινάς τα μαθήματα;» τη ρώτησα.
    - «Αρχές Οκτώβρη ξεκινάμε αλλά πρέπει να κάνω ένα σωρό εξετάσεις» είπε η Αναστασία.
    - «Όλα θα γίνουν, μην ανησυχείς.»
    - «Αυτό της λέω κι εγώ» είπε η Ελένη. Πήρα τη μια βαλίτσα -μα τι διάολο, τούβλα κουβαλούσε;- ενώ η Ελένη έσουρνε μια δεύτερη βαλίτσα και η Αναστασία είχε ένα σάκο στον ώμο και μια τρίτη βαλίτσα στο χέρι. «Άστα να πάνε, άλλο ένα εισιτήριο πληρώσαμε σχεδόν!» είπε.
    - «Τι, χωρίς τα βιβλία μου θα κατέβαινα;» παραπονέθηκε η Αναστασία.
    - «Αντώνη, χρειάζεται να πάρουμε και ένα λάπτοπ» είπε η Ελένη.
    - «Μην ανησυχείτε, έχω γνωστό στον Κωτσόβολο. Θα πάμε να τον πάρουμε από εκεί, θα του πω μάλιστα να μου προτείνει ο ίδιος κάποιον!»
    - «Έχω βρει ποιον θέλω!» μου δήλωσε η Αναστασία.
    - «Εντάξει, θα πάμε και θα βρούμε» την καθησύχασα. «Άντε, πάμε και σε περιμένει και το φιλαράκι σου» της είπα.
    - «Ποιο φιλαράκι μου;» με ρώτησε γεμάτη απορία.
    - «Ο Ράντι βρε!»
    - «Αχ, ο Ραντουλίνος! Μου έχει λείψει!»

    Σε μισή ώρα ήμασταν Κηφισιά. Έβαλα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο να τους δείξω το διαμέρισμα και αν κρίνω από τις αντιδράσεις τους ξετρελάθηκαν αμφότερες κάνοντάς με να χαμογελάσω με τον ενθουσιασμό της Αναστασίας.

    - «Είναι υπέροχο! Υπέροχο!» φώναζε ξανά και ξανά. Γνωρίζοντας τα γούστα της το είχα βάψει σε διάφορες ανοιχτές αποχρώσεις του μωβ το οποίο λάτρευε. Η ανακαίνιση δεν είχε μείνει απλά στο βάψιμο και στη συντήρηση των ηλεκτρικών συσκευών, είχα λουστράρει και την κουζίνα και τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Το διαμέρισμα το είχε διακοσμήσει η Αγγελική μου βάζοντας όλη της την τέχνη, διακοσμήτρια γαρ. Όλα τα έπιπλα ήταν μοντέρνα και με γούστο σε απαλά χρώματα. Αφήσαμε την Αναστασία να χοροπηδάει σαν κατσίκι τριγυρίζοντας όλο το σπίτι, μένοντας μόνος μου με την Ελένη.
    - «Αισθάνομαι σχεδόν άσχημα να σου δίνουμε μόνο 400 το μήνα. Θα μπορούσες να ζητήσεις τα διπλάσια και βάλε!»
    - «Δεν μου λείπουν τα χρήματα, Λενιώ μου» της είπα. «Από το να μπει κάποιος άγνωστος, χίλιες φορές προτιμότερο να το νοικιάσω σε εσάς.»
    - “Internet?” ρώτησε η Αναστασία που επέστρεψε φουριόζα στο σαλόνι.
    - «Το σπίτι έχει έτοιμη υποδομή για οπτική, το μόνο που χρειάζεται είναι να περάσουμε από ένα Γερμανό να κάνετε αίτηση.»
    - «Cosmote;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Δική τους είναι η ίνα, γενικά εγώ προτιμώ να έχω πάροχο αυτόν που δίνει και τη δικτυακή υποδομή αλλά αν θέλετε μπορείτε να επιλέξετε άλλον ή ακόμα και να πάρετε δίκτυο από εμένα, μένω ακριβώς από πάνω και έχει καλό σήμα. Να δείτε!» τους είπα και τους έδειξα το κινητό που το WiFi του είχε τέσσερις μπάρες. «Οπτική έχω κι εγώ οπότε η ταχύτητα δεν είναι πρόβλημα, ειδικά αν το κινητό σου ή το laptop σου υποστηρίζει WiFi-6»
    - «Α, μη μου αρχίζετε τα κινέζικα!» είπε η Ελένη.
    - «Λοιπόν, σας αφήνω να τακτοποιηθείτε. Όταν είστε έτοιμες πείτε μου που θέλετε να σας πάω να κάνετε ψώνια»

    Τις άφησα και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου. Βγήκα στη βεράντα να συνεχίσω τον καφέ μου, χαζολογώντας στο tablet. Μία, μιάμιση ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο η Ελένη.

    - «Το σπίτι τα έχει σχεδόν όλα, απλά αν δεν σου κάνε κόπο θα ήθελα να πεταχτούμε από ένα ΙΚΕΑ να πάρουμε διάφορα μικροπράγματα»
    - «Αμέ, πολύ ευχαρίστως! Δε μου λες, έχεις πιει καφέ;»
    - «Όχι!» μου είπε με φωνή γεμάτη απελπισία.
    - «Ωραία, πάμε εδώ στην Πολιτεία να πιούμε ένα καφέ σαν άνθρωποι και μετά σας πάω στα ΙΚΕΑ»
    - «Ερχόμαστε! Πετάμε!»
    - «Βασικά στον κήπο πρέπει να κατέβετε» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

    Όταν κατεβήκαμε κάτω μας περίμενε καμαρωτός ο Ράντι που προηγουμένως ένας θεός ξέρει που είχε εξαφανιστεί, η ντροπή της τούντρας. Το τι χαρές έκανε όταν είδε την Αναστασία δεν λέγεται και όχι τίποτε άλλο αλλά η Αναστασία είναι λίγο παραπάνω από τα μισά κιλά του, παραλίγο να τη ρίξει κάτω πάνω στη χαρά του.

    - «Κάτσε καλά βρε ντροπή της ρούγας» τον ψευτομάλωσα και ο Ράντι με γαύγισε αποδοκιμαστικά. Και μετά το ξανασκέφτηκε καλύτερα και ανέβηκε πάνω μου να χορέψουμε βαλς. «Κάτσε καλά βρε κοπρόσκυλο» προσπάθησα να τον ηρεμίσω ενώ Ελένη και Αναστασία κόντεψαν να κατουρηθούν από τα γέλια ενώ ο Ράντι μου έγλειφε ευτυχισμένος το αριστερό μου αυτί, του έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όπως είπα είναι εκπαιδευμένος οπότε όταν άνοιξα την γκαραζόπορτα ο Ράντι κάθισε δίκην τροχονόμου αριστερά από την πόρτα. Βγήκαμε και στρίψαμε αριστερά στην Όθωνος και στο φανάρι έστριψα αριστερά για να πάμε Πολιτεία. Βρήκα να παρκάρω σχεδόν έξω από το best friends, είχε όμορφη μέρα και καθίσαμε στον κήπο.

    - «Τι κάνει Μιχάλης;» τις ρώτησα όταν παραγγείλαμε τους καφέδες μας.
    - «Καλά είναι, είχε πάει Λονδίνο την προηγούμενη εβδομάδα, προχθές γύρισε.»
    - «Όμορφο είναι το Λονδίνο!» της είπα.
    - «Σάμπως και το χάρηκε; Για δουλειά πήγε και είχε και κωλόκαιρο.»
    - «Εσύ έχεις ανοίξει κανονικά, ε;» τη ρώτησα αναφερόμενη στο ιατρείο της, η Ελένη είναι καρδιολόγος.
    - «Ναι. Δε μου λες εσύ, έχεις κάνει τις εξετάσεις σου;»
    - «Ναι μαμά» της είπα πειρακτικά. «Τις κάνω κάθε χρόνο»
    - «Έτσι μπράβο, θα πρέπει να προσέχεις στην ηλικία σου!»
    - «Ορίστε, είχε δεν είχε με λέει γέρο» είπα.
    - «Αντώνη, σταμάτα τις σάχλες» με μάλωσε η Ελένη. Η Αναστασία είχε συνέχεια το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου, το άλλαζε μόνο όταν γύριζα να την κοιτάξω. «Α, καλά…» σκέφτηκα μέσα μου.

    Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και κατά τις 13:00 σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στα ΙΚΕΑ, στο αεροδρόμιο. Ευτυχώς που κάνω πεζοπορία αλλιώς θα μου είχε πέσει το νεφρό, πρέπει να κάναμε κάμποσα χιλιόμετρα. Δεν πήραν πολλά πράγματα πάντως, κάτι πετσέτες, κάμποσα διακοσμητικά μαξιλάρια -μα τι μανία είναι αυτή που έχουν ορισμένες γυναίκες με δαύτα;- και διάφορα άλλα ψιλομπιχλιμπίδια για τακτοποίηση ρούχων, παπουτσιών κλπ. Α επίσης πήραν και κάμποσα πιάτα και ποτήρια και ανάθεμα και αν κατάλαβα το γιατί, η κουζίνα είχε απ’ όλα, μέχρι και χύτρα ταχύτητος.

    Όταν επιστρέψαμε περάσαμε πρώτα από το mega-Κωτσόβολο στην Εθνική ώστε να παραγγείλει το laptop που ήθελε.

    - «Καλά βρε κορίτσι μου, τι το θέλεις τόσο ακριβό laptop;»
    - «Ε, τι, να μην παίζω κανένα παιχνίδι;»
    - «Και είναι ανάγκη να έχει την 4090 και Intel I9-13900ΗΧ;»
    - «Μου αρκούσε και η 4070 αλλά το μοντέλο με δαύτην δεν έχει ξεκλείδωμα με iris και αποτύπωμα!»

    Εγώ πάντως 5000 για λάπτοπ δε θα έδινα όση οικονομική επιφάνεια και αν είχα. Θα μου πεις εγώ δεν είμαι 18χρονη ενθουσιασμένη κοπελίτσα και εδώ που τα λέμε τα χρήματα δεν τους λείπουν και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε περάσει και πρώτη στη σχολή της οπότε κάπου τους καταλαβαίνω που δεν ήθελαν να της χαλάσουν το χατίρι. Και να πεις ότι έμειναν στο λάπτοπ; Πήραν και μια 50άρα τηλεόραση για το σαλόνι, με όλα της τα σέα και τα μέα. Δεν βλέπω τηλεόραση οπότε δεν το κατέχω το σπορ.

    Δεν ξέρω, εμένα το όλο σκηνικό μου φάνηκε too much αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό, δική τους είναι η κόρη. Τουλάχιστον η Αναστασία θα μένει για τα επόμενα χρόνια σε ήσυχη και ασφαλή περιοχή. Το λάπτοπ θα το έφερναν σε μερικές μέρες, δεν το είχαν στο κατάστημα, ωστόσο την τηλεόραση την είχαν. Δεν ήταν ιδιαίτερα βαριά αλλά μιας και το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο, την βάλαμε στην πλάτη του πίσω καθίσματος. Δεν ήταν ιδιαίτερα βολική η επιστροφή για την Αναστασία αλλά η απόσταση δεν ήταν και μεγάλη, 5-6 χιλιόμετρα και αν, από το Mega Κωτσόβολο της Εθνικής μέχρι το σπίτι στην Κηφισιά.

    Όταν γυρίσαμε τις βοήθησα να ξεφορτώσουν και μετά μαμά και κόρη πετάχτηκαν στον Θανόπουλο για να ψωνίσουν καθώς όπως μου δήλωσαν θα μου έκαναν το τραπέζι. Τα κλειδιά τους τα είχα δώσει οπότε ανέβηκα στο σπίτι μου και έκανα ένα γρήγορο ντουζ για να ξεπλύνω τον ιδρώτα. Ο Ράντι μου γαύγισε από κάτω και κατέβηκα και του άνοιξα την πόρτα και ανεβήκαμε παρέα από τις σκάλες. Έχοντας γίνει χαζομπαμπάς στα γεροντάματα -και έχοντας έντονη ανάγκη για παρέα- ο Ράντι έμενε μαζί μου και όταν πήγαινα δουλειά -ανάλογα με τα κέφια του- είτε έμενε στη βεράντα είτε κατέβαινε μαζί μου και καθόταν στον κήπο. Από την άλλη με μέγεθος γαϊδάρου, ατσούμπαλος και τριχωτός δεν θα τον έλεγες ιδανικό για σπίτι αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα, το ρομποτάκι και η κυρία-Θοδώρα να είναι καλά.

    Κατά τις 17:00 με πήραν τηλέφωνο και κατέβηκα κάτω για να φάμε. Τις ρώτησα το βράδυ αν ήθελαν να κατέβουμε παραλιακή αλλά ήταν και οι δύο κουρασμένες και προτίμησαν να κάτσουν μέσα. Την Κυριακή ωστόσο τις πήρα και πήγαμε στο Σχοινιά όπου και ήπιαμε τα καφεδάκια μας, και κάναμε το μπανάκι μας και φάγαμε το μεσημεριανό μας. Μαζί μας είχε έρθει και ο Ράντι ο οποίος παρά το εκφοβιστικό μέγεθός του είναι φλούφλης και καθότι και κούκλος -είναι ο κερατάς- όπου πάει γίνεται ατραξιόν με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει μεγαλύτερος δημοσιοσχεσίτης και από τον πιο φιλόδοξο βλαχοδήμαρχο. Σήμερα είχε πάρει απόφαση να ακολουθεί σαν σκυλάκι -pun intended- την Αναστασία, όχι ότι την χάλασε, να τα λέμε αυτά.

    All in all το ΣΚ πέρασε πολύ γρήγορα. Η Ελένη έμεινε μέχρι και την Παρασκευή, και το απόγευμα έφυγα νωρίτερα από το γραφείο για να την πάω στο αεροδρόμιο. Ένα κλάμα το είχε εκείνη την ημέρα και από τις δυο τους αλλά έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Τα παιδιά απλώνουν τα φτερά τους και πετάνε. Στο γυρισμό η Αναστασία ήταν σιωπηλή και προσπάθησα να της φτιάξω τη διάθεση.

    - «Κερνάω κρέπα» ήταν η λέξη κλειδί.
    - «Αχ ναι!» μου απάντησε! «Θέλω σοκολάτα! Και μπανάνα! Και μπισκότο!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Η πλατεία Πλατάνου είναι και αυτή πολύ κοντά στο σπίτι οπότε αφού έβαλα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ, ανεβήκαμε την Ανδριανού ποδαράτο. Πήραμε τις κρέπες μας και πέντε λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει. Ο Ράντι που έκανε τον σκοπό στην πύλη μας ακολούθησε όταν μπήκαμε μέσα. «Ανέβα εσύ με το ασανσέρ γιατί με δαύτον δεν χωράμε! Άντε, καληνύχτα» της είπα.
    - «Δε θα φάμε παρέα;» με ρώτησε παραπονεμένη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα αυτό στο μυαλό μου όταν της πρότεινα να πάμε για κρέπες, απλά ήθελα να της αποσπάσω την προσοχή.
    - «Καλά, πάμε πάνω να τις φάμε στη βεράντα» της είπα υποχωρώντας. «Τι θες να πιείς; Έχω και zero και sprite» της είπα.
    - «Μπύρα» μου απάντησε.
    - «Μόνο με υπογραφή του κηδεμόνα σου» προσπάθησα να αστειευτώ.
    - «Έχω κλείσει τα 18 από τις αρχές Ιούλη!» με πληροφόρησε, λες και δεν το ήξερα! Τι να την κάνω, της έφερα ένα κουτάκι μπύρα. Εγώ από τη μεριά μου προτίμησα να πιώ sprite.

    Το να τρως με τον Ράντι να σε κοιτάει σα ζήτουλας με κουταβίσιο βλέμμα παρότι ολόκληρο μοσχάρι, δεν το λες και εύκολη υπόθεση αλλά εγώ τουλάχιστον τον έχω συνηθίσει. Η Αναστασία από την άλλη πάλι όχι, οπότε τη μισή της κρέπα την έφαγε ο κύριος. Βασικά δεν κάνει να δίνεις γλυκά στα σκυλιά αλλά για μια φορά το άφησα να πέσει κάτω.

    - «Ε, δε θα σου δώσω και τη μπύρα μου, παλιοζήτουλα!» τον ψευτομάλωσε με το Ράντι να την κοιτάζει γεμάτος προσμονή κουνώντας την ουρά του.
    - «Κάτσε φρόνιμος βρε ρεμάλι!» του είπα εγώ και με έγραψε εκεί που δεν παίρνει μελάνι. Τι να τον κάνω, πήγα μέσα και του έφερα ένα τεράστιο κόκκαλο με κρέας που του έπαιρνα με τα κιλά από το petshop, το οποίο σε κανονικά σκυλιά θα την έβγαζε τη μέρα. Με τον Ράντι το προσδόκιμο ζωής του κόκκαλου ήταν μια ώρα και αν. Αναρωτήθηκα φιλοσοφικά πόσο διαφορετικά γούστα έχουμε, εμένα αυτό το πράγμα μου βρώμαγε ενώ για το Ράντι ήταν αρωματικό σαν αρνάκι που βγήκε από τη σούβλα, να πούμε.
    - «Πότε γράφεσαι;» τη ρώτησα.
    - «Τώωωωρα, γράφτηκα από προχθές» μου δήλωσε.
    - «Και πότε ξεκινάνε με το καλό τα μαθήματα;»
    - «Στις 2 Οκτωβρίου»
    - «Α, μεθαύριο δηλαδή! Τα κεφάλια μέσα και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!»
    - «Ούτε καν! Δεν βλέπω την ώρα!»
    - “That’s the spirit” της είπα χαμογελαστός. «Για πες, πώς σου φαίνεται μέχρι στιγμής η Αθήνα;»
    - «Μην προσβληθείς αλλά όσο έχω δει δε με έχει εντυπωσιάσει»
    - «Σιγά μην προσβληθώ»
    - «Από την άλλη Λ-Α-Τ-Ρ-Ε-Υ-Ω το σπίτι μου» μου είπε.
    - «Πολύ χαίρομαι που σου αρέσει!»
    - «Ομολογώ ότι δεν στο είχα να έχεις τόσο καλό γούστο!»
    - «Δεν ήταν το δικό μου γούστο» της είπα αναστενάζοντας.
    - «Ωχ, συγνώμη»
    - «Έλα, μη ζητάς συγνώμη. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπούσε… Πόσο θα χαιρόταν αν… αν ήταν… αν ήταν εδώ»
    - «Κι εγώ την αγαπούσα. Πολύ!»
    - «Το ξέρω ματάκια μου.»
    - «Κι εσένα σ’ αγαπάω!» μου είπε.
    - «Το ξέρω βρε χαζούλα» της είπα. «Κι εγώ σ’ αγαπάω και πραγματικά χαίρομαι που το σπίτι το έδωσα σε εσένα. Το ξέρω ότι η Αγγελική θα μας βλέπει από εκεί ψηλά και θα χαμογελάει.»

    Η Αναστασία αντί για απάντηση έβαλε τα κλάματα.

    - «Έλα Αναστασία μου, μην κλαις γιατί θα με πάρουν κι εμένα τα ζουμιά και κλαίω και φάλτσα» της είπα και το κλάμα της μετατράπηκε σε κλαυσίγελο.
    - «Βάλε λίγο μουσική» μου είπε όταν ηρέμισε. «Καλή ιδέα», σκέφτηκα, και πήγα μέσα και άνοιξα το ραδιόφωνο, το οποίο ήταν μόνιμα συντονισμένο στον Rock FM. Πέσαμε σε αλλαγή τραγουδιού και σε λίγο οι πρώτες νότες από τα keyboards του child in time πλημμύρισαν τον χώρο. Αναστέναξα, ήταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της Αγγελικής και έκανα να γυρίσω προς το μπαλκόνι και κυριολεκτικά στούκαρα πάνω στην Αναστασία. «Χορεύουμε;» με ρώτησε και την κοίταξα διστακτικά. Από τη μία ένιωθα εξαιρετικά ευάλωτος και ένας Θεός ήξερε ότι δεν ήθελα να της δώσω περισσότερο θάρρος. Από την άλλη με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο ικετευτικό που μου ράγιζε την καρδιά και μόνο η σκέψη να της αρνηθώ.
    - «Γιατί όχι» της είπα και πήγα και χαμήλωσα τα φώτα και τράβηξα και τις κουρτίνες. ΟΚ, ένας χορός ήταν αλλά δεν ήθελα να φαινόμασταν απ’ έξω. Γύρισα λίγο αμήχανα, και διστακτικά άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Δεν είμαι ψηλός, είμαι γύρω στο 1,75. Η Αναστασία είναι λίγο πιο κοντούλα από εμένα, λογικά κάπου μεταξύ 1,65 και 1,70. Έγειρε το κεφάλι της πάνω μου και με έσφιξε. Ένιωσα τα στήθη της στο στέρνο μου και μου έγινε με τη μία κατάρτι αλλά ευτυχώς η θέση του ήταν τέτοια που η Αναστασία δεν το κατάλαβε.

    You’d better close your eyes
    Ooooh
    bow your head
    Wait for the ricochet.
    Ooooh
    Ooooh


    Με την Αναστασία να με σφίγγει σαν πύθωνας γυρίζαμε αργά ενώ μέσα στο κεφάλι μου πάλευαν οι άγγελοι με τους χειρότερούς μου δαίμονες. Το ορκίζομαι στην ψυχή της Αγγελικής, ούτε που κατάλαβα το πως αρχίσαμε να φιλιόμαστε.

    ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;;; ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;;; ούρλιαζε ο μισός μου εαυτός.
    ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ, αντιστεκόταν το άλλο μου μισό.

    Το είχα ανάγκη, το είχα τόσο μεγάλη ανάγκη. Ήταν σχεδόν δύο χρόνια που η καρδιά μου είχε πάψει να χτυπά και να την, χοροπηδούσε μέσα μου, δείχνοντάς μου ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Ότι ήμουν ακόμα ζωντανός. Η Αναστασία με κρατούσε σφιχτά ενώ τα χέρια της είχαν πλεχτεί πίσω από τα μαλλιά μου, τα άσπρα μαλλιά μου, και μου τα χάιδευε. Οι γλώσσες μας αγκάλιαζαν και πάλευαν και χάιδευαν η μία την άλλη, πότε στο γλυκό της στόμα, πότε στο δικό μου. Το τραγούδι τέλειωσε και μετά ήρθε και το επόμενο και το επόμενο και εμείς εκεί, στροβιλιζόμενοι σε μια ακατανίκητη δύνη, μια ανίερη και συνάμα τόσο μεθυστική έλξη, με τα στόματά μας κολλημένα και τις γλώσσες μας σε ένα ατελείωτο, παθιασμένο χορό.

    Half my life's in books' written pages
    Live and learn from fools and from sages
    You know it's true
    All the things come back to you

    Sing with me, sing for the year
    Sing for the laughter, sing for the tear
    Sing with me if it's just for today
    Maybe tomorrow the good Lord will take you away


    Έφυγες Αγγελική μου. Έφυγες και με άφησες μόνο μου, μαγκούφη. Δύο χρόνια σχεδόν, άδειος και έρημος περίφερα το σαρκίο μου σα χαλασμένη μαριονέτα, ευχόμενος κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, να με σπλαχνιστεί ο Χάρος και να με πάρει, να με φέρι κοντά σου. Μα ζω ακόμα. Ανασαίνω ακόμα και η καρδιά μου χτυπάει. Συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με!

    Dream on, dream on, dream on
    Dream until your dream come true
    Dream on, dream on, dream on
    Dream until your dream come true

    Dream on, dream on, dream on
    Dream on, dream on
    Dream on, dream on, ah


    - «Όχι άλλο» είπα και έσπρωξα απαλά αλλά σταθερά την Αναστασία. «Όχι άλλο, Αναστασία μου» της είπα πιο γλυκά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
    - «Σ’ αγαπάω. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου από την πρώτη μέρα που σας γνώρισα. Την… την αγαπούσα την Αγγελική, την αγαπούσα και τη ζήλευα. Όμως… στο ορκίζομαι, ποτέ… ποτέ δεν επιθύμησα το κακό της, όσο ερωτευμένη και αν ήμουν μαζί σου. Πίστεψέ με, σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…» μου είπε και ξέσπασε σε κλάματα με λυγμούς. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, την έσφιξα στην αγκαλιά μου.
    - «Δεν χρειάζεται να το πιστέψω, Αναστασία μου. Το ξέρω. Το ξέρω πως την αγαπούσες.» Την έσφιξα κι άλλο πάνω μου ενώ εκείνη δεν έκλαιγε σα γυναίκα, έκλαιγε σαν κοριτσάκι με λυγμούς που την ξέσκιζαν και της έκοβαν την ανάσα. Εγώ έκανα το μόνο που μπορούσα να κάνω, την έσφιγγα και την χάιδευα τρυφερά λέγοντάς της γλυκόλογα, προσπαθώντας να ηρεμίσω την καταιγίδα που τάραζε την ψυχή της. Η συνειδητοποίηση ότι η ζήλεια της που ένιωθε για την Αγγελική ούσα ερωτευμένη μαζί μου έκανε την ψυχή της να ρημάζεται από τύψεις λες και ευθυνόταν η ίδια για τον χαμό της, έπεσε πάνω μου σαν σωρός από τούβλα. Είδα και έπαθα να την κάνω να ηρεμίσει και ευτυχώς τα κατάφερα πάνω στην ώρα που την πήρε η μητέρα της τηλέφωνο, έχοντας φτάσει σπίτι.

    - «Αναστασία;» της είπα όταν έκλεισε το τηλέφωνο. «Σταμάτα να βασανίζεσαι ψυχή μου, δεν ορίζουν σκέψεις μας τα πεπρωμένα μας, μόνο οι πράξεις.»
    - «Νιώθω σα να φταίω» μου είπε με φωνή που έσπασε και πάλι. «Μακάρι να είχε πάρει εμένα…»
    - «Μην το ξαναπείς αυτό!» της απάντησα με έντονο ύφος ξαφνιάζοντάς την. «Ποτέ μην το ξαναπείς αυτό! Αφενός γιατί ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ και αφετέρου ούτε εγώ ούτε πολύ περισσότερο η Αγγελική θα δεχόταν ποτέ της τέτοιο αντάλλαγμα. Ποτέ μην το ξαναπείς αυτό, μ’ ακούς; Ποτέ να μην το ξαναπείς!»
    - «Συγνώμη» μου είπε με ουδέτερη φωνή.
    - «Μη ζητάς συγνώμη, Αναστασία μου. Δεν έχει νόημα να ζητάς συγνώμη για κάτι για το οποίο δεν ευθύνεσαι η ίδια.»
    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε με χαμηλωμένο κεφάλι, κάνοντας και πάλι την καρδιά μου χίλια κομμάτια. Όσο και αν το σώμα μου την ήθελε, όσο και αν την λαχταρούσε, αυτό δεν μπορούσα να της το ανταποδώσω. Δεν ήθελα να την πληγώσω αλλά δεν ήθελα και να της δώσω ψεύτικες ελπίδες. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε σταθερά στα μάτια. «Το ξέρω ότι δεν μπορείς να το ανταποδώσεις»

    Την κοίταξα διστακτικός και χαμήλωσα τα μάτια μου νιώθοντας σαν παιδάκι που το έπιασαν στα πράσα να κάνει κάποια αταξία. Και ας ήμουν εγώ ο σαρανταπεντάρης και ας ήταν η Αναστασία το πιτσιρίκι.

    - «Αναστασία μου… εγώ… θα μπορούσα να είμαι ο πατέρας σου.»
    - «Δεν είσαι, όμως… Και το ξέρεις» μου είπε τονίζοντάς το και κοιτάζοντας με θαρρετά στα μάτια.

    Ο προσωπικός μου Ρουβίκωνας. Τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά.

    Αlea jacta est

    --- ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  2. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Εντάξει… μόνο ένα προς το παρόν:

    Ιιιιιιιιιιιιιι!!!!!!!   
    Θου Κύριε..
     
  3. απιστευτη ιστορια. δiαβαζω κηφησια θανοπουλο mega κωτσοβολο ηλικια σας 45. τωρα δεν ξερω πόσο ειστε. παιζει και να εχουμε συναντηθει σε κάποιο δρόμο.ως το 2002 που εμενα αθηνα.μενω στην απωλεια σας ( δεν λεω ποτε ευχολόγια του τύπου "συλληπητήρια" ) που εχει κοινα πολλά κοινα με την δική μου.αναμενω με τεραστιο ενδιαφερον την συνεχεια.
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    @feet-lover Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια αλλά η ιστορία είναι φανταστική, δε βασίζεται σε προσωπικά βιώματα.
     
  5. ευτυχως που ειναι φανταστικη. ακομα και ετσι ομως ειναι πολυ ωραια.
     
  6. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

     
    Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο - Τρεις μέρες και εικοσιεφτά χρόνια

    Η Αναστασία είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, γυμνή όπως κι εγώ, με τα σώματά μας ιδρωμένα. Την χαϊδεύω τρυφερά ενώ το μυαλό μου ταξιδεύει, προσπαθεί ακόμα να επεξεργαστεί αυτά που συνέβησαν. Εκείνη με σφίγγει, λες και θέλει να μπει μέσα μου, λες και θέλει τα σώματά μας να ενωθούν και πάλι και να ξαναγίνουν ένα. Δεν ξέρω πως το βίωσε η ίδια, και δεν εννοώ σωματικά, μπορώ μόνο να κάνω υποθέσεις. Η Αναστασία είναι ένα ερωτευμένο κοριτσόπουλο που μόλις έκανε έρωτα με τον άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη από την αρχή της εφηβείας της. Εγώ… εγώ είμαι ένας 45άρης που έκανε το σεξ της ζωής του με μια 18χρονη πιτσιρίκα.

    Νιώθω τις τύψεις να με συντρίβουν. Ήμουν με την Αγγελική μου δεκαπέντε χρόνια μέχρι που ο Θεός αποφάσισε να μου την πάρει. Την είχα ερωτευτεί σχεδόν από την πρώτη ματιά, την αγαπούσα τόσο που σχεδόν με πονούσε. Η Αγγελική μου ήταν πολύ απελευθερωμένος άνθρωπος, ήταν εκείνη που διέλυσε με περιφρονητική ευκολία τον έμφυτο συντηρητισμό μου. Ήθελε να πειραματίζεται στο σεξ και είχαμε δοκιμάσει ό,τι πιθανό και απίθανο της περνούσε από το μυαλό, ήταν εκείνη η μία στην οποία αδυνατούσα να πω τη λέξη «όχι». Μα ό,τι και αν κάναμε μαζί, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που έζησα με την Αναστασία πριν λίγη ώρα.

    Ένιωθα φτηνός, ένιωθα προδότης. Μα η σάρκα έχει τις δικές της ανάγκες, τα δικά της θέλω και ως κριτής είναι εξίσου σκληρός και αμείλικτος. Και η ξερή, ωμή αλήθεια που έκανε μέσα μου τις ερινύες να θεριεύουν είναι ότι το απλό ορθόδοξο ιεραποστολικό με την Αναστασία μου πρόσφερε τόσο δυνατό, τόσο έντονο οργασμό, που στα 25 χρόνια της ερωτικής μου ζωής δεν είχα ξαναζήσει, ούτε καν με τη γυναίκα της ζωής μου.

    Μία ώρα πριν

    - «Αναστασία μου… εγώ… θα μπορούσα να είμαι ο πατέρας σου.»
    - «Δεν είσαι όμως… Και το ξέρεις.» μου είπε τονίζοντάς το και κοιτάζοντας με θαρρετά στα μάτια.

    Λένε πως το ασυνείδητο παίρνει τις αποφάσεις του πολύ νωρίτερα από το συνειδητό. Έτσι είναι ή τουλάχιστον έτσι το έζησα. Πριν καν συνειδητοποιήσω τι κάνω, την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα. Εκείνη με αγκάλιασε ξανά πίσω από το σβέρκο και τα χέρια της χώθηκαν μέσα στα μαλλιά μου ενώ με τα χείλη μου γευόμουν τα γλυκά της χείλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος μου, όσο λάθος και αν ήταν αυτό που κάναμε ένιωθα και πάλι να ανήκω στον κόσμο των ζωντανών. Η σάρκα μου, η σάρκα μου ζητούσε ικανοποίηση. Ζητούσε σάρκα αλλά όχι για να τραφεί από αυτή, αλλά να ενωθεί με αυτή. Το όργανό μου μέσα στο παντελόνι μου κόντευε να σπάσει, με πονούσε. Ψυχικά δεν μπορούσα να ανταποδώσω τον πόθο της, τουλάχιστον όχι ακόμα. Σωματικά όμως την ήθελα, την λαχταρούσα, την είχα ανάγκη.

    Τραβήχτηκα απαλά και την κοίταξα στα μάτια. Χαϊδεύοντας την στο πρόσωπο άρχισα να τη γυρίζω προς τα πλάγια. Το χέρι μου τη χάιδεψε στο λαιμό και κατέβηκε αργά προς τα κάτω. Το χέρι της αγκάλιασε το δεξί μου χέρι στο δρόμο προς το δεξί της στήθος. Το ένιωσα κάτω από την παλάμη μου και της Αναστασίας της ξέφυγε ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης. Κάτω από το φόρεμά της δεν φορούσε σουτιέν. Η ρώγες της ήταν πετρωμένες. Η αίσθηση του στήθους τους κάτω από το χέρι μου ήταν… δεν… δεν έχω λόγια να το περιγράψω. Μαλακό και ταυτόχρονα σκληρό, υπέροχο στην όψη και στην αφή, στητό και μεγάλο νεανικό στήθος. Συνέχισα να τη χουφτώνω απαλά ενώ όλα τα μέσα μου ούρλιαζαν να το πιέσω δυνατά, να το μαλάξω με δύναμη.

    Κατάφερα να κρατηθώ και συνέχισα με το χέρι μου να κάνει απαλές κυκλικές κινήσεις, απλά χουφτώνοντας και χωρίς να μαλάζω το μέρος του στήθους της που χωρούσε στην παλάμη μου. Απαλά και χωρίς βιάση άφησα το στήθος της και κατέβασα το χέρι μου ακόμα πιο κάτω, χαϊδεύοντας την κοιλιά της. Το χέρι της που μου αγκάλιαζε το χέρι, το άφησε να την εξερευνά και το σήκωσε μέχρι που το πέρασε πίσω από το σβέρκο μου. Κοιτώντας με και με το στόμα της ανοιχτό γύρισε να με φιλήσει καθώς το δεξί μου χέρι περνώντας κάτω από εκεί που τέλειωνε το φόρεμά της, της το σήκωσα ελαφρά και περνώντας το χέρι μου από κάτω του, το έβαλα να αναπαυτεί ανάμεσα στα πόδια της, στο κέντρο της θηλυκότητάς της.

    Το στόμα της άφησε το στόμα μου και κάθε καυτή της ανάσα ήταν και ένας αναστεναγμός ικανοποίησης και ηδονής. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το κιλοτάκι της και με τα ακροδάχτυλά μου διέτρεξα το μουνάκι της από πάνω ως κάτω, κάνοντάς την να της κοπεί η ανάσα. Ήταν υγρή, ήταν μούσκεμα. Έτριψα απαλά την κλειτορίδα της και η ένταση των αναστεναγμών της αυξήθηκε στο πολλαπλάσιο. Την έπαιξα εκεί για λίγη ώρα και μετά βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της, κερδίζοντας τα βογγητά της.

    Δεν ήταν παρθένα. Αυτό ταυτόχρονα με ανακούφισε και με εξόργισε για τον ίδιο ακριβώς λόγο, γιατί δεν ήμουν εγώ ο πρώτος της. Τράβηξα το δάχτυλό μου έξω και άρχισα να την χαϊδεύω και πάλι στην κλειτορίδα, κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις, με ολοένα και αυξανόμενη ένταση που οδηγούσε σε ανάλογη αύξηση της έντασης των βογγητών της. Οι φωνούλες της ηδονής της, με την κοριτσίστικη χροιά τους ακούγονταν στα αφτιά μου πιο όμορφες και από τις καλύτερες ροκ μπαλάντες, τα αναφιλητά της ηδονής της ήταν το riff που έπαιζαν τα χέρια μου στην κιθάρα του κορμιού της.

    Sidewalk crouches at her feet
    Like a dog that pegs for something sweet
    Do you hope to make her see you, fool?
    Do you hope to pluck this dusky jewel?

    Hello! Hello! Hello! Hello! Hello! Hello! Hello!
    I want you, hello, I need my baby
    Hello, hello, hello, hello


    Το σώμα της να τραντάζεται λες και το διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Τα μάτια της ανοιχτά να ατενίζουν το άπειρο. Το στόμα ορθάνοιχτο. Το ένα χέρι της στο σβέρκο μου, το άλλο χέρι της πάνω στο χέρι μου που την έπαιζε, σαν συνοδηγός στο ταξίδι της τής ηδονής.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Το κρεσέντο.

    - «Σε θέλω! Σε θέλω!» σχεδόν μου ούρλιαξε.

    Το στόμα της που ακόμα πάσχιζε να βρει τις ανάσες του, γύρεψε το δικό μου. Κρατώντας την ακόμα στο πλάι και χωρίς να σταματήσω ούτε μια στιγμή να τη φιλάω, άρχισα να σηκώνω το φόρεμά της. Διακόψαμε το φιλί ίσα για να της βγάλω το φόρεμα και να μείνει ηθελημένα για πρώτη της φορά με το στήθη της γυμνά, μπροστά μου. Τα θαύμασα και πάλι, αυτά δεν ήταν στήθη, ήταν… ήταν θαρρείς σμιλεμένα από γλύπτη ερωτευμένο με τη Μούσα του. Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο όμορφα, χωρίς ούτε καν το παραμικρό ψεγάδι πάνω τους; Με όσες γυναίκες και αν είχα πάει, και δεν έχω πάει με λίγες, και όσα στήθη και αν έχω δει, ποτέ μου δεν είχα δει ζευγάρι τόσο συμμετρικό, τόσο αψεγάδιαστο, σχεδόν αλαβάστρινο. Θα μπορούσα να κάθομαι να τα χαζεύω ώρες, θαρρείς πως μπροστά μου δεν είχα ένα ανθρώπινο πλάσμα αλλά το avatar των ερωτικών μου φαντασιώσεων.

    Φιλώντας την απαλά στο σβέρκο πήρα και τα δύο της στήθη -ή τουλάχιστον όσο χωρούσε από αυτά- στα χέρια μου και άρχισα να τα μαλάζω και να τα ζουπάω απαλά κάνοντας και πάλι κυκλικές κινήσεις. Θαρρείς… θαρρείς πως αυτά τα χέρια είχαν φτιαχτεί για αυτά τα στήθη ή… αυτά τα στήθη είχαν φτιαχτεί για αυτά τα χέρια. Το όργανό μου πονούσε αλλά δεν του έδινα καμία σημασία, όλες μου οι αισθήσεις είχαν ξεθωριάσει και οι μόνες που λειτουργούσαν ήταν η γεύση της αλμύρας του κορμιού της, η μουσική της ανάσας της και το οργιαστικό πανηγύρι της αφής.

    - «Σε θέλω! Σε θέλω!»

    Πέραν από τις κοφτές της ανάσες και τους στεναγμούς ευχαρίστησης, ήταν ο μόνος ήχος που έβγαινε από το στόμα της. Την ήθελα… την ήθελα σαν τρελός, την είχα ανάγκη όπως ο διψασμένος την όαση με το δροσερό νερό κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Ωστόσο το καλό κρασί δεν το πίνεις μονορούφι, το απολαμβάνεις γουλιά-γουλιά. Δεν βιαζόμουν, παρά τις ικεσίες της συνέχισα να της χαϊδεύω τα στήθη και να τη φιλάω στο λαιμό και στο σβέρκο απολαμβάνοντας όσο μπορούσα το πανηγύρι των αισθήσεων.

    Συνεχίζοντας να τη φιλάω και να την πιπιλάω απαλά, κατέβηκα από το σβέρκο στην πλάτη της, ακολουθώντας την διαδρομή της ράχης της. Όταν δεν μπορούσα να σκύψω άλλο, γονάτισα και συνεχίζοντας να την φιλάω στο ύψος της μέσης, με τα χέρια μου κατέβασα απαλά το κιλοτάκι της που πριν είχα κάνει απλά στην άκρη. Οι γλουτοί της ήταν και εκείνοι με τη σειρά τους πανηγύρι της όψης και της αφής, θαρρείς πως μπροστά μου δεν είχα την Αναστασία αλλά τη Γαλάτεια, σαν ένας άλλος Πυγμαλίωνας αλλά με πλάστρια την ίδια την Αφροδίτη που έδωσε μορφή στο ιδανικό πλάσμα της φαντασίας μου.

    Φίλησα τους γλουτούς της και ακολουθώντας το δεξί της πόδι, συνέχισα να τη φιλάω στο πίσω μέρος, μέχρι που έφτασα στις γάμπες. Την γύρισα προς το μέρος μου, ακόμα γονατισμένος, και τις έβγαλα τα πέδιλα που έδεναν αγκαλιάζοντας χαμηλά τις γάμπες της και θαυμάζοντας τα όμορφα, τα υπέροχα δάχτυλά της, της σήκωσα το πόδι, και χαμηλώνοντας το πήρα στο στόμα μου. Η Αναστασία σα να ξαφνιάστηκε, έκανε ενστικτώδη κίνηση να τραβήξει το πόδι της αλλά εγώ την κράτησα σταθερά ενώ τα χείλη μου και η γλώσσα μου εξερευνούσαν το αλαβάστρινο κάτω μέρος του ποδιού της.

    Η ίδια ιεροτελεστία επαναλήφθηκε και με το αριστερό της πόδι, εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν ο Αντώνης με την Αναστασία αλλά ο ιεροφάντης που Λάτρευε τη Θεά του. Εκεί, γονατισμένος, εξερεύνησα με τα χείλη και τη γλώσσα μου κάθε μέρος του κορμιού της, από τα πόδια της στο μουνάκι της, από το μουνάκι της στο κωλαράκι της, από τους γλουτούς στη μέση και στην κοιλιά. Σηκώθηκα με το πρόσωπο κολλημένο στην κοιλιά της μέχρι που το μέτωπό μου και μετά η μύτη μου και στο τέλος το στόμα μου συνάντησαν τα στήθη της, αυτά τα στήθη που με ξετρέλαναν όταν το παιχνιδιάρικο κύμα με έκανε να χάσω σχεδόν το φως μου.

    Όχι, ανόητε, δεν έχασες το φως σου. Το βρήκες! Το βρήκες και πάλι.

    Από τη στιγμή που την έφερα ξανά στην αγκαλιά μου, από τη στιγμή που ήμουν εγώ που κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της, είχα διαβεί τον προσωπικό μου Ρουβίκωνα, το σημείο της μη επιστροφής ήταν παρελθόν. Ναι, ήμουν ακόμα ευάλωτος και μεθυσμένος από τον πόθο της αλλά σε καμία απολύτως περίπτωση δεν θα φόρτωνα την δική μου επιλογή στους ώμους της Αναστασίας. Ήταν το μότο μου, ήταν η προσωπική μου φιλοσοφία, ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν εγώ τον κόσμο. Κάνεις τις επιλογές σου, εύκολες ή δύσκολες, ευχάριστες ή δυσάρεστες και σου ανήκουν. Οι επιλογές έχουν συνέπειες και το κόστος επιβαρύνει έναν και μόνο, αυτόν που τις κάνει.

    Ένιωθα lightheaded, θαρρείς και η γεύση του κορμιού της με είχε μεθύσει. Όμως το να την πάρω από το χέρι και να την οδηγήσω στην κρεβατοκάμαρά μου, την κρεβατοκάμαρα που για 15 σχεδόν χρόνια μοιραζόμουν με την Αγγελική, ήταν πλήρως συνειδητή. Αν ήταν να καώ στις φωτιές της κολάσεως, τουλάχιστον να είχα ευχαριστηθεί πριν… και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι έπαιζα με τις φλόγες. Πώς το έλεγε το τραγούδι; «Αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις»

    Εγώ ας καιγόμουν, ας μ’ έπαιρνε ο διάολος και ας με σήκωνε. Την Αναστασία όμως; Ήξερα πως πρέπει να είμαι προσεκτικός μαζί της αλλά στην πραγματικότητα δεν φοβόμουν για εκείνη. Εννοώ… ότι και να πίστευε η ίδια, ένα εφηβικό ξεμυάλισμα ήταν αυτό που είχε μαζί μου και ας διαρκούσε σχεδόν πέντε χρόνια αυτός της ο νταλκάς. Πώς θα μπορούσε να είναι έρωτας; Πώς θα μπορούσε να είναι πραγματικός έρωτας για έναν άνθρωπο που τον έβλεπε για 10-15 μέρες το χρόνο χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως επικοινωνία στο ενδιάμεσο;

    Όχι, δεν φοβόμουν για εκείνη. Τα δικά μου μούτρα ήταν αυτά που φοβόμουν μη φάω. Οι ενοχές και οι τύψεις που ένιωθα τόσο στην ανάμνηση της Αγγελικής όσο και στη σκέψη των δικών της, οι οποίοι μου την είχαν ουσιαστικά εμπιστευτεί και αυτό κατόπιν δικής μου πρότασης. Ό,τι και αν γινόταν μεταξύ μας, όσο έντονο ή όχι μπορούσε να είναι, δεν είχε μέλλον. Είχε μόνο παρόν, όπου πάει, όσο πάει. Ποτέ δεν ήμουν του «όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα αρπάξει ο κώλος μας» αλλά υπάρχουν μερικές στιγμές που το μόνο που πραγματικά μετράει για σένα είναι να το ζήσεις, ό,τι και αν είναι αυτό, όπου και αν σε βγάλει. Γιατί θα έρθει η ώρα που θα πρέπει να λογοδοτήσεις στον εαυτό σου, και αν το για όσα έκανες είναι μια φορά δύσκολο, για όσα δεν έκανες είναι δέκα. Εκατό.

    Life is a waterfall
    We drink from the river
    Then we turned around
    And put up our walls.


    Μόνοι μας χτίζουμε τις φυλακές μας, μόνοι μας φοράμε τις αλυσίδες μας. Μόνοι μας πρέπει να τις σπάσουμε, μόνοι μας πρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας φυλακίζουν. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο, μόνο να βρούμε το προσωπικό μας κίνητρο.

    'Cause we are the ones that want to play
    Always want to go, but we never want to stay
    And we are the ones that want to choose
    Always want to play but we never want to lose


    Ξάπλωσα απαλά την Αναστασία στο κρεββάτι και ανέβηκα πάνω της ξεκινώντας να τη φιλώ, στο στόμα, στο λαιμό και στα στήθη.

    Aerials in the sky
    When you lose small mind
    You free your life.

    Τώρα

    Σέρνει τα δάχτυλά της στο στέρνο μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Βάζει ένα σιγανό γελάκι, σαν παιδάκι που έκανε κάποια αταξία. Ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι της και με κοιτάζει στα μάτια, με το σκανταλιάρικο χαμόγελο ακόμα ζωγραφισμένο. Της ανταποδίδω το χαμόγελο, η αναδρομή στα όσα συνέβησαν την τελευταία ώρα λες και σήκωσε από πάνω μου το βράχο που με καταπλάκωνε. Την κοιτάζω κι εγώ σκανταλιάρικα και αρχίζω να την γαργαλάω. Η Αναστασία βάζει τα γέλια και ο γάργαρος ήχος τους ομορφαίνει την πλάση. Δεν κάνει κίνηση να διώξει το χέρι που τη γαργαλάει, υπομένει το γλυκό βασανιστήριο που της κάνω. Σταματώ για να την αφήσω να βρει της ανάσες της.

    - «Δεν… δεν είχα ούτε καν τολμήσει να ονειρευτώ αυτές τις αισθήσεις» μου είπε. Την κοίταξα χωρίς να της απαντήσω. «Δεν… δεν ήταν η πρώτη μου φορά, φαντάζομαι ότι το κατάλαβες. Αλλά…»

    Το χέρι της άρχισε πάλι να με χαϊδεύει αφηρημένα στο στέρνο.

    - «Με… με το Χάρη τα είχαμε από τα τέλη της πρώτης λυκείου. Μπορεί… μπορεί η καρδιά μου να ήταν σε σένα από τότε που σε πρωτογνώρισε αλλά… ναι… ξέρω, θα πεις παιδιάστικος ενθουσιασμός. Ίσως να είναι και έτσι, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι…»

    Τικ-τοκ-τικ-τοκ-τικ-τοκ

    - «…είναι πως με έκανες να νιώσω. Αν δεν είναι σημάδι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι.»

    Εμπειρία, είναι χαζούλα μου. Δεν αμφιβάλλω ότι είχες δαγκωμένη τη λαμαρίνα με την πάρτη μου, το είχα καταλάβει από τις πρώτες στιγμές. Αλλά αυτό που ένιωσες δεν οφειλόταν στην δαγκωμένη λαμαρίνα, ή τουλάχιστον δεν οφείλονταν εξ ολοκλήρου σε δαύτη. Το σώμα σου είναι Στραντιβάριους και ο Χάρης σου πιτσιρικάς. Οι μουσικές ιδιοφυΐες, οι άνθρωποι που μπορούν σχεδόν ενστικτωδώς να παίξουν ένα τέτοιο όργανο σε όλο του το μεγαλείο, είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Όλοι οι υπόλοιποι χρειάζεται να μοχθήσουμε, να μελετήσουμε, να ματώσουμε, και ακόμα και έτσι, ποτέ να μην φτάσουμε το μεγαλείο του γνήσιου, του πηγαίου, του αυθεντικού ταλέντου. Ωστόσο ακόμα και έτσι η εμπειρία είναι μεγάλο πράγμα. Δεν κελάηδησες επειδή είμαι ο ερωτικός Μότσαρτ, κελάηδησες γιατί το όποιο φυσικό μου ταλέντο, το καλλιέργησε η εμπειρία.

    - «…και δεν λέω, όμορφα ήταν μαζί του, με έκανε να αισθάνομαι όμορφα αλλά αυτό… αυτό ούτε καν είχα ονειρευτεί ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τόσο υπέροχο. Είναι… είναι σα να συγκρίνεις τη γλυκιά ζεστασιά της σόμπας με τις φλόγες στο κέντρο του Ήλιου. Και… και δεν ήταν απλά… εννοώ ότι… ότι αυτό που έζησα στο σαλόνι ήταν σαν… σαν κεράκι μπροστά σε προβολέα σε σύγκριση με… με όταν μπήκες μέσα μου, με όταν μ’ έκανες δική σου. Νόμιζα… νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω από την ηδονή, οι… οι εκρήξεις μέσα μου διαδεχόντουσαν η μία την άλλη και…»

    Μία ώρα πριν

    Ξάπλωσα απαλά την Αναστασία στο κρεββάτι. Κάθισα για λίγο όρθιος θαυμάζοντας την κάτω από το απαλό φως του δωματίου. Γδύθηκα στα γρήγορα και στάθηκα από πάνω της, βασταζόμενος στα χέρια μου. Χαμήλωσα και την φίλησα απαλά στα χείλη και από εκεί στο σαγόνι και μετά στο λαιμό και σιγά-σιγά κατέβηκα στα στήθη της. Έγλειψα ανάλαφρα τη ρόγα του δεξιού της στήθους μέχρι που δεν άντεξε και μου πίεσε το κεφάλι προς τα κάτω. Την πιπίλισα απαλά ενώ η γλώσσα μου συνέχιζε να τη γλείφει προκαλώντας της ένα αβάσταχτο ηδονικό μαρτύριο. Χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τη ρουφάω σαν αχόρταγο βρέφος, το άλλο μου χέρι αναπαύτηκε πάνω στο αριστερό της στήθος και μετά άρχισα να το μαλάζω βάζοντας σταδιακά περισσότερη δύναμη. Πόσο θα ήθελα να στάξω καυτό λιωμένο κερί πάνω της… αλλά ήταν ακόμα πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, οπότε το παιχνίδι του πόνου -που το λατρεύω- περιορίστηκε σε άλλοτε ελαφρά και άλλοτε δυνατά τσιμπήματα της ρόγας του αριστερού της στήθους, είτε με δυνατές πιπιλιές και δαγκώματα στη ρόγα του δεξιού.

    Τα βογγητά, άλλοτε της ηδονής, άλλοτε του ελαφριού πόνου και οι κοφτές της ανάσες ακούγονταν σαν μελωδία στα αυτιά μου. Άφησα το στήθος της και δαγκώνοντας και πιπιλώντας απαλά κατέβηκα στην κοιλιά της και μετά στην κορυφή του εφηβαίου της. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να είναι ξυρισμένη, μα σάμπως περίμενα -ούτε καν ένα μήνα πριν- όλα όσα συνέβησαν την τελευταία ώρα; Το μουνάκι της ήταν και αυτό ποίημα, ροδαλό και ομορφοσχηματισμένο και παρά το γεγονός ότι δεν μου αρέσουν τα τελείως ξυρισμένα, θες η όψη του; Θες η μεθυστική απαλή γυναικεία μυρωδιά του; με έκαναν να θέλω να το τρώω με τις ώρες, παρόλο που γενικά προτιμάω να μου κάνουν στοματικό παρά να κάνω ο ίδιος.

    Θέλοντας να παρατείνω το γλυκό βασανιστήριο που της έκανα, δεν πήρα το μουνάκι της στο στόμα μου αλλά, χωρίς να περάσω από εκεί, κατέβηκα στο εσωτερικό των μηρών της και από εκεί πιο κάτω, μέχρι τις γάμπες της και το πέλμα της. Άλλαξα πόδι και ακολουθώντας την αντίθετη φορά ανέβηκα προς τα πάνω, μέχρι που το πρόσωπό μου βρέθηκε πάλι μπροστά από το κέντρο της θηλυκότητάς την. Την ανάσανα για μερικές στιγμές και μετά ρίχτηκα αχόρταγα πάνω του, κάνοντας τα βογγητά της να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο. Με τα χείλη μου πιπιλούσα την κλειτορίδα της ενώ ταυτόχρονα την έπαιζε και η γλώσσα μου κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται. Συνέχισα να τη ρουφάω και να την πιπιλάω για μια άχρονη αιωνιότητα μέχρι που το σώμα της τεντώθηκε θαρρείς σαν τόξο καθώς ο οργασμός της είχε φτάσει στο κρεσέντο του.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Από τη μεριά μου δεν χρειαζόμουν κανένα άλλο προκαταρκτικό, η μόνη μου ανησυχία ήταν η ποιότητα του προφυλακτικού, το κουτί ήταν σχεδόν δύο χρόνια στο συρτάρι μου. Σταμάτησα και άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου.

    - «Τι κάνεις;»
    - «Ψάχνω αυτά!» της απάντησα, δείχνοντας το κουτί με τα προφυλακτικά.
    - «Παίρνω αντισυλληπτικά»
    - «Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπα χωρίς να καταφέρω να κρύψω την έκπληξή μου. Παρά ήταν «προχώ» η νέα γενιά.
    - «Για να σταθεροποιήσω τον κύκλο μου τα παίρνω, πριν τα ξεκινήσω ήταν εξαιρετικά ασταθής και είχα πολύ δυνατούς πόνους». Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί. Κοίταξα αβέβαιος το κουτί με τα προφυλακτικά αλλά θα μου πεις… εγώ είχα δύο χρόνια να πάω με γυναίκα και όσο ζούσε η Αγγελική μου έκανα τακτικά τεστ για αφροδίσια καθότι ως ζευγάρι, μας έλεγες και περιπετειώδες. Ήθελα να της πω πως τα προφυλακτικά δεν προστατεύουν μόνο από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλά δεν ήταν ώρα για κηρύγματα. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα την αγνοούσα αλλά…

    Γαία πυρί μιχθήτω!

    Ανέβηκα από πάνω της και οδήγησα το όργανό μου στην είσοδό της, τρίβοντάς το πάνω στα χείλη της, μέχρι που την έκανα να μην αντέχει άλλο από την προσμονή.

    - «Σε θέλω… σε θέλω μέσα μου… σε θέλω μέσα μου!»

    Άρχισα να το βυθίζω βασανιστικά αργά μέσα της και η Αναστασία το έχασε τελείως, δάγκωσε τα χείλη της και με αγκάλιασε με τα πόδια της προσπαθώντας να με σπρώξει μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της έκανε τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν. Δύο ολόκληρα χρόνια… Μην αντέχοντας άλλο μπήκα όλος μέσα της κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό. Τραβήχτηκα αργά και ξαναμπήκα όλος μέσα της. Επανέλαβα αυτές τις κινήσεις κάμποσες φορές, καθόμουν για λίγο ακίνητος μέσα της και μετά πάλι προς τα πίσω, και μετά πάλι μέσα της και… και δεν άντεξα άλλο, και άρχισα να μπαινοβγαίνω κάνοντας τα βογγητά της να πολλαπλασιαστούν.

    Δεν τολμούσα να επιταχύνω το ρυθμό μου όσο και αν τα μέσα μου ούρλιαζαν, ακόμα και με αυτό τον αργό ρυθμό ένιωθα να είμαι ένα κλικ από το να τελειώσω, και ήθελα να κρατήσει, ήθελα να το απολαύσω και να το απολαύσει. Χαμήλωσα και το βάρος του κορμιού μου στηρίχτηκε πάνω της, και αυτή η αίσθηση του βάρους μου δυνάμωσε την ένταση των βογγητών της. Τα μάτια της ήταν σφαλιστά κλειστά ενώ τα χέρια της και τα πόδια της με είχαν αγκαλιάσει, απαγορεύοντάς μου να βγω από μέσα της.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Τα βογγητά της, τα αναφιλητά της, οι ανάσες της που έβγαιναν θαρρείς με δυσκολία, με έκαναν να μην μπορώ να κρατηθώ άλλο, άρχισα να επιταχύνω ξέροντας ότι με αυτό το ρυθμό δεν θα αντέξω ούτε λεπτό. Οι ανάσες μου έβγαιναν κοφτές, το μέτωπό μου είχε ιδρώσει, ο κόσμος μου, ολάκερο το σύμπαν είχε καταρρεύσει στην εικόνα της, να την έχω από κάτω μου και να την κάνω δική μου.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Αν ήταν μουσική, θα ήταν το κρεσέντο της καλοκαιρινής καταιγίδας από τις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Αν ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν η έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ. Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ένταση του οργασμού μου, ένιωσα να γίνεται μέσα μου έκρηξη τέτοιου μεγέθους που μπροστά της μια σούπερ νόβα θα φαινόταν στράκα-στρούκα. Και δεν ήταν μία… ήταν απανωτές, κάθε σπασμός καθώς άδειαζα το είναι μου μέσα της και μια έκρηξη, και κάθε έκρηξη πιο δυνατή από την προηγούμενη, δεν είχα βιώσει ποτέ στη ζωή μου ούτε τέτοια ένταση, ούτε τέτοια διάρκεια… και οι αλλεπάλληλες εκρήξεις συνεχίζονταν, μέχρι που ένιωθα ότι δεν θα αντέξω άλλο.

    Αν υπάρχει ηδονή τόσο έντονη που η έντασή της και μόνο μπορεί να σε σκοτώσει, ήταν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Έπεσα ξέπνοος πάνω της και εκείνη με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά, ακόμα πιο δυνατά.

    - «Μην βγεις… κάτσε μέσα μου… μείνε μέσα μου… μέσα μου» μου είπε δακρυσμένη. Τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι, όπως πριν μερικές στιγμές είχαν ενωθεί τα κορμιά μας. Το φιλί όμως δεν ήταν άγριο και παθιασμένο, ήταν γλυκό, τρυφερό. Το ένα χέρι της ήταν πίσω από το κεφάλι μου, χωμένο μέσα στα μαλλιά μου και μου τα χάιδευε. Το άλλο της χέρι μου χάιδευε απαλά το πρόσωπο με τα γένια των λίγων ημερών. Το σφίξιμο των ποδιών της δεν είχε χαλαρώσει, δεν με άφηνε να φύγω, με κρατούσε εκεί, μέσα της…​

    Τώρα

    - «Εσένα… εσένα σου άρεσε;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία. Αν μου άρεσε λέει; Να μείνω, κόντεψα.
    - «Δεν το κατάλαβες;» της απάντησα χαμογελαστός.
    - «Θέλω να μου το πεις. Θέλω να σε ακούσω να μου το λες»
    - «Ήταν υπέροχο. Με ένα πλάσμα σαν εσένα, πώς θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο;»
    - «Σε θέλω!»
    - «Κι εγώ. Αλλά άσε με να βρω τις ανάσες μου, δεν είμαι πλέον εικοσάρης»
    - «Δεν συγκρίνεσαι με κανέναν εικοσάρη!» μου είπε και μετά σαν να το ξανασκέφτηκε. «Δεν ακούστηκε καλά αυτό» συμπλήρωσε, κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ, βάζοντας κι εκείνη με τη σειρά της τα γέλια.
    - «Όντως, δεν ακούστηκε καλά»
    - «Θα σε πείραζε;»
    - «Ποιο πράγμα;»
    - «Να… να είχα περισσότερες εμπειρίες»
    - «Με εικοσάρηδες;»
    - «Έλα, μη με κοροϊδεύεις!» μου είπε παραπονιάρικα.
    - «Δε θα με πείραζε. Θα μου έκανε εντύπωση, αλλά δε θα με πείραζε.»
    - «Γιατί θα σου έκανε εντύπωση; Η Τίνα έχει πάει με πάνω από δέκα και είναι και μισό χρόνο μικρότερη»
    - «Δεν ξέρω τι κάνει η Τίνα και ούτε και μου πέφτει λόγος. Εσύ -όσο σε γνωρίζω τουλάχιστον- ήσουν πάντα διαφορετική από την παρέα σου, ή τουλάχιστον από την παρέα σου στην Κέρκυρα. Δεν ασχολούσουν με το κινητό σου παρά μόνο για να ακούς μουσική, δεν ασχολούσουν με το τάμπλετ σου παρά μόνο για να ζωγραφίζεις με την πένα του, και όταν δεν ζωγράφιζες ήσουν με ένα βιβλίο στο χέρι και διάβαζες. Ξέρεις τι μου έλεγε η Αγγελική; Αν είχα κόρη θα ήθελα να ήταν όπως η Αναστασία.»
    - «Εσύ τι έλεγες;»
    - «Τότε συμφωνούσα.»
    - «Τι άλλαξε;»
    - «Τώρα χαίρομαι που δεν σε έχω κόρη» της είπα και κόλλησα το στόμα μου στο στόμα της, κάνοντάς την να λιώσει ενώ το χέρι μου ταξίδεψε και πάλι στο κορμί της, χουφτώνοντας αρχικά τα στήθη της και μετά πηγαίνοντας ανάμεσα στα πόδια της. Για πρώτη φορά και το δικό της χέρι κατέβηκε στο όργανό μου και άρχισε να το χαϊδεύει, κάνοντάς το να θεριέψει στο χέρι της. Τραβήχτηκε απαλά και άρχισε να με φιλάει στο σαγόνι και μετά στα μάγουλα και στα αφτιά. Από εκεί στο λαιμό και κατέβηκε προς το στέρνο μου, μη σταματώντας ούτε μια στιγμή είτε να με φιλάει, είτε να με γλείφει. Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά, μέχρι που το πρόσωπό της βρέθηκε δίπλα στο ορθωμένο σαν κατάρτι όργανό μου. Το κοίταξε με μια μείξη θαυμασμού και δέους -δεν έχω άλλο τρόπο να περιγράψω το βλέμμα της- όπως το κρατούσε μέσα στη χούφτα της.
    - «Δεν το έχω ξανακάνει αυτό» μου είπε πριν πάρει διστακτικά το κεφαλάκι στο στόμα της. Το κράτησε εκεί, σαν να μην ήξερε -ή σα να προσπαθούσε να θυμηθεί- τι έπρεπε να κάνει. Έπαιξε το κεφαλάκι διστακτικά με τη γλώσσα της και παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου, τον πήρε αποφασιστικά μέσα στο στόμα της. Για πρώτη φορά το πήγαινε όχι απλά καλά, εξαιρετικά θα έλεγα. Χρησιμοποιούσε με τέχνη τα χείλη της και τη γλώσσα της ενώ τα δόντια της δεν με ακούμπησαν ούτε μια φορά. Βέβαια δεν μπορούσε να με πάρει τόσο βαθιά όσο άλλες γυναίκες, με πρώτη και καλύτερη την Αγγελική μου, αλλά αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται.

    Ορίστε, να που βρέθηκα να κάνω σχέδια κιόλας, καθώς με το όργανό μου αφημένο στην περιποίηση που μου πρόσφερε με το γλυκό της στοματάκι, το μυαλό μου ταξίδευε σε πράγματα που ήθελα να κάνω μαζί της. Το ένστικτό μου σχεδόν μου ούρλιαζε ότι η Αναστασία ήταν δοτική, γιατί πρόθυμη ήταν χίλια τα εκατό, και αυτός είναι ο τύπος των γυναικών που μ’ αρέσουν. Πρόθυμες να μου προσφέρουν αλλά και να δεχθούν ευχαρίστηση, πρόθυμες να δοκιμάσουν πράγματα, πρόθυμες να πειραματιστούν.

    Το playroom που ήταν αραχνιασμένο σχεδόν δύο χρόνια, ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι θα γνωρίσει νέες μέρες δόξας. Η Αγγελική ήταν μαζοχίστρια και ο πόνος την ηδόνιζε. Στην αρχή μου είχε έρθει ντουβρουτζάς αλλά αυτή η γυναίκα είχε τον τρόπο της. Διέλυσε τις άμυνές μου και τον έμφυτο συντηρητισμό μου με περιφρονητική ευκολία, ανοίγοντάς μου τους ορίζοντες σε ένα θαυμαστό κόσμο που ούτε τον είχα φανταστεί, μέχρι που τη γνώρισα. Σε νέες και πρωτόγνωρες αισθήσεις, σαγηνευτικές που κάποιες φορές τίναζαν την αδρεναλίνη στα κόκκινα.

    Η Αναστασία είχε επιταχύνει το ρυθμό της και δεν χρησιμοποιούσε μόνο το στόμα της καλά, χρησιμοποιούσε και το χέρι της. «Δεν το έχω ξανακάνει αυτό» my ass, δεν μπορεί η πρώτη της πίπα να ήταν τέτοιας ποιότητας. Όταν είχε αρχίσει πριν λίγη ώρα, ο σκοπός μου ήταν να την αφήσω να με περιποιηθεί με το στόμα της για λίγο, και μετά να την ξαναπάρω. Πλέον δεν ήμουν βέβαιος ότι ήθελα να σταματήσει, η επιθυμία να τελειώσω στο γλυκό της στοματάκι έγινε ακατανίκητη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή την είχα αφήσει να δώσει το δικό της ρυθμό ωστόσο όταν πήρα την απόφασή μου, έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και άρχισα να της δίνω εγώ ρυθμό -πιο γρήγορο- τον οποίο ακολούθησε πρόθυμα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται σχεδόν από το πουθενά. Κράτησα το κεφάλι της ακίνητο με το όργανό μου να κάνει εκρηκτικούς σπασμούς που με έκαναν να δω αστεράκια. Δεν έκανε καμία κίνηση να τραβηχτεί και από τις κινήσεις των μυών της στα μάγουλα και στο λαιμό κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να καταπίνει τις πρώτες ριπές. Όταν το όργανό μου σταμάτησε τους σπασμούς, αδειάζοντας ό,τι είχε να αδειάσει, τραβήχτηκε -και την άφησα- και αφού κατάπιε για τελευταία φορά, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε.

    Τη χάιδεψα τρυφερά στο σαγόνι και στο μάγουλο και της έκανα νόημα να έρθει προς τα εμένα, πράγμα που έκανε προχωρώντας στα τέσσερα. Πέρασα το χέρι μου πίσω από το κεφάλι της και την έσπρωξα κτητικά προς τα μένα και τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι. Η γλώσσα μου μπήκε στο στόμα της χωρίς ίχνος δισταγμού και εκείνη παραδομένη αφέθηκε στο χάδι της. Το φιλί κράτησε πολλή ώρα και όταν τραβήχτηκε τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο, φέρνοντας το δάχτυλό μου στα χείλη της. Με κοίταξε σκανταλιάρικα και παίρνοντας το χέρι μου στο χέρι της, το έσπρωξε μέσα στο στόμα της και προχώρησε σε επανάληψη των όσων είχε κάνει πριν λίγο στο όργανό μου. Το άφησε μετά από λίγη ώρα και καθισμένη στα γόνατά της, με κοίταξε προκλητικά.

    Ανασηκώθηκα και πέρασα το χέρι μου ανάλαφρα πάνω από την ρόγα του αριστερού της στήθους που ήταν και πάλι σαν πέτρα. Θεέ μου, ήταν σα να έχω άγαλμα μπροστά μου, άγαλμα φτιαγμένο με τέτοια τέχνη που θα έκανε τον Πραξιτέλη να νιώσει αδαής ερασιτέχνης. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα από σάρκα και οστά με σώμα τέτοιας ομορφιάς; Αν ποτέ της άνοιγε κανένα κανάλι σε sites τύπου onlyfans μέσα σε λίγους μήνες θα έλυνε το -ανύπαρκτο- οικονομικό μέχρι και των δισέγγονών της.

    - «Ήσουν υπέροχη» της είπα χαϊδεύοντας της και πάλι τη ρόγα με την πίσω πλευρά της παλάμης μου. «Τόσο που με κάνει να αναρωτιέμαι…» συμπλήρωσα σκανταλιάρικα.
    - «Στο ορκίζομαι, δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Μου το είχε ζητήσει και ο Χάρης και ο Νίκος αλλά αηδίαζα και μόνο στη σκέψη!»
    - «Ο Νίκος; Ποιος Νίκος; Έναν-έναν μου τους ξετρυπώνεις» την πείραξα.
    - «Ο εικοσάρης!» μου απάντησε τινάζοντας αδιάφορα τους ώμους της. «Ο Χάρης είναι συμμαθητής μου»
    - «Άλλους σκελετούς στη ντουλάπα έχεις;»
    - «Όχι!» είπε βάζοντας στα γέλια. «Καλά το λένε, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη…»
    - «Τρεις και το λουρί της μάνας»
    - «Και το μπουρί του Αντώνη» με διόρθωσε βάζοντας και πάλι τα γέλια και κάνοντάς με κι εμένα να ξεκαρδιστώ.
    - «Είσαι απίθανη» της είπα όταν ηρέμισα, με γνήσιο θαυμασμό.
    - «Ναι, είμαι!» μου είπε και μου έβγαλε τη γλώσσα της. «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Έλα εδώ μωρή μουσίτσα» της είπα και όρμισα πάνω της και ξαπλώνοντάς την άρχισα να τη γαργαλάω μέχρι που κόπηκε σχεδόν η ανάσα της. Μου έκανε εντύπωση πως δεν δοκίμασε καν να αμυνθεί, κάθισε και υπέμεινε -όχι ακριβώς στωικά, κόντεψε να της βγει το πνευμόνι από το στόμα- το γλυκό βασανιστήριο που της έκανα. Σταμάτησα και την άφησα να βρει τις ανάσες της. Η στάση αυτή με είχε καυλώσει και πάλι. Τρίτη φορά μέσα σε μια ώρα είχα να το καταφέρω από τα μέσα των τριάντα μου και όμως το όργανό μου ήταν και πάλι σαν κατάρτι.

    Ξάπλωσα και την έβαλα να κάτσει πάνω μου, της πήρε λίγο για να το βρει, στη συγκεκριμένη στάση δεν είχε εμπειρία και φάνηκε. Με τέτοια υπέροχα στήθη απορούσα πως ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος της το είχαν ζητήσει. Ή ίσως να την το είχαν ζητήσει και να το είχε αρνηθεί, ποιος ξέρει; Σε κάθε περίπτωση τα χέρια μου χούφτωσαν και ζουλήξαν τα στήθη της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να βρει τι έπρεπε να κάνει. Όταν το κατάφερε άρχισε να κουνιέται με τον ενθουσιασμό του πρωτάρη που βρήκε το νόημα της ύπαρξης με αποτέλεσμα να αφήσω τα στήθη της και να την πιάσω από τη μέση, μη μου βγει κατά λάθος έξω και έχουμε ατύχημα έτσι που σχεδόν χοροπηδούσε πάνω μου.

    Δεν χρειάστηκε να πω κάτι, φαίνεται πως το κατάλαβε το υπονοούμενο και μετρίασε τον ρυθμό με τον οποίο κινούνταν, και έτσι τα χέρια μου ξαναβρέθηκαν στο αγαπημένο τους σημείο, πάνω στα στήθη της χουφτώνοντάς τα δυνατά. Ενώ το απολάμβανε, κρίνοντας από τα βογγητά της, ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να κουράζεται, οπότε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία άφησα τα στήθη της και βάζοντάς την να σκύψει προς εμένα, άρχισα να κουνάω τη λεκάνη μου, παίρνοντας εγώ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η αλήθεια είναι ότι είχα ξεμάθει και εγώ και άρχισα να κουράζομαι σχετικά γρήγορα. Όταν πια κόντευε να μου κοπεί η ανάσα, σταμάτησα και της ζήτησα να κατέβει από πάνω μου με την απογοήτευση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.

    - «Αναστασία μου, είσαι υπέροχη!» της είπα.
    - «Δεν τέλειωσες!» μου απάντησε.
    - «Γιατί δεν έχω αρχίσει καν» της είπα κλείνοντάς της το μάτι. «Κάτσε στα τέσσερα, μωρό μου, θα δοκιμάσουμε αλλιώς» Οκ, δεν ακούστηκε καλά αυτό, αλλά πριν προλάβω να πάω να το σώσω, η Αναστασία χωρίς να φέρει ίχνος αντίρρησης κάθισε υπάκουα στα τέσσερα, λυγίζοντας μέση και τουρλώνοντας τους γλουτούς της, κάνοντας το σαγόνι μου να πέσει και πάλι στο πάτωμα. Πήγα από πίσω της και το έτριψα στα χείλη της, για να τις διαλυθούν οι όποιοι φόβοι πως με το «αλλιώς» εννοούσα πραγματικά «αλλιώς». Που τέτοιο υπέροχο κώλο, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τον αφήσω αγάμητο ή να πεθάνω προσπαθώντας. Αυτά για αργότερα, είπα μέσα μου, σημειώνοντας ωστόσο την υπάκουη στάση της, και με απαλές κινήσεις τον βύθισα βαθιά μέσα στο μουνάκι της, κερδίζοντας και πάλι δυνατούς στεναγμούς.

    Έχοντας τελειώσει ήδη δύο φορές μέσα σε μια ώρα ήξερα ότι θα αντέξω να κρατηθώ σε οποιοδήποτε ρυθμό άντεχαν τα πνευμόνια μου να μου δώσουν, οπότε από τις πρώτες κινήσεις ο ρυθμός ήταν αρκετά γρήγορος. Το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της σαν πυρωμένο μαχαίρι σε βούτυρο, η αίσθηση ήταν και πάλι πέραν πάσης περιγραφής. Και το ακόμα καλύτερο -σε σχέση τουλάχιστον με την πίπα- ήταν ότι αυτό το ευχαριστιόμασταν και οι δύο εξ ίσου. Πότε την κρατούσα από τη μέση, πότε την κρατούσα από τους ώμους και πότε την τραβούσα από τα μαλλιά, εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Της τράβηξα μια υπολογισμένα δυνατή ξυλιά στον αριστερό γλουτό για να κόψω αντιδράσεις και το ρίσκο που πήρα με δικαίωσε, οπότε οι ξυλιές -και κάμποσες ήταν αρκετά δυνατές πάνω στην καύλα μου- μπήκαν και εκείνες στο ρεπερτόριο. Αν στο στοματικό και την πρώτη φορά που την πήρα είχε ακουστεί μία φορά, τώρα ακούστηκε για τα καλά, σε σημείο που ο Ράντι -τον οποίο είχα φροντίσει να κρατήσω έξω από το δωμάτιο- άρχισε να γαβγίζει.

    Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια και αν η Αναστασία δεν είχε πέσει σε τρανς εκείνες τις στιγμές, το ταβάνι να πέσει και να με πλακώσει.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»
    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»
    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»


    Γραπώνοντάς την από το μαλλί και τραβώντας την δυνατά προς τα πίσω κοκκάλωσα κι εγώ, πιάνοντας με τη σειρά μου συνομιλία με το Πάνθεο. Όταν τέλειωσαν οι εκρήξεις και καταλάγιασαν οι φωτιές, τραβήχτηκα από πίσω της και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι τα μεριά της ήταν κόκκινα από τις ξυλιές που της έριχνα πάνω στην ερωτική μας λύσσα. Έσκυψα και φίλησα τρυφερά και τους δύο γλουτούς και αφού τους χάιδεψα για τελευταία φορά, έπεσα ξεθεωμένος ανάσκελα, ανοίγοντας την αγκαλιά μου και κάνοντάς της νόημα να κουρνιάσει μέσα της. Ακόμη στα τέσσερα, έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό πεταχτό φιλί στο στόμα και γυρνώντας προς το μέρος μου ξάπλωσε στην αγκαλιά μου.

    - «Γάβγιζε ο Ράντι ή ήταν ιδέα μου;» με ρώτησε.
    - «Δεν ήταν ιδέα σου» της απάντησα, χτυπώντας την πολύ ελαφρά με το δάχτυλο στη μυτούλα της.
    - «Τι τον έπιασε νυχτιάτικα;» Την κοίταξα προσεκτικά να δω αν σοβαρολογεί ή μου κάνει πλάκα. Σοβαρολογούσε, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε πάρει χαμπάρι πόσο είχε ακουστεί. Πάλι καλά που το σπίτι έχει εξαιρετική ηχομόνωση και δόξα τω Θεώ να λέω που με φώτισε και έκλεισα και τη τζαμαρία της βεράντας, πριν έρθουμε στο δωμάτιο.
    - «Ποιος ξέρει;» της απάντησα κάνοντας το κορόιδο.
    - «Αντώνη;»
    - «Αναστασία;»
    - «Έλα, μη με κοροϊδεύεις!»
    - «Θεός φυλάξοι!»
    - «Σε… σε πειράζει να… να κοιμηθώ εδώ μαζί σου;»
    - «Ροχαλίζω» της απάντησα.
    - «Συγνώμη… δεν… δεν θέλω να γίνομαι φορτική… απλά…»
    - «Δεν σε διώχνω, Αναστασία μου. Σου το αναφέρω ως γεγονός ώστε, αύριο το πρωί που θα είσαι με την τσίμπλα στο μάτι από την αϋπνία, να μην μου λες ότι δεν σε προειδοποίησα!»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε αλλά αυτή τη φορά δεν είχε απάντηση. «Δε με νοιάζει, εγώ σ’ αγαπάω» μου επανέλαβε απαντώντας στη σιωπή μου.
    - «Βάλε το φόρεμά σου και πάμε να κάτσουμε λίγο στο μπαλκόνι»
    - «Αμέ! Χμμμ, που είναι το φόρεμά μου;»
    - «Εκεί που το παρατήσαμε» της απάντησα πειρακτικά κάνοντάς την να χαμογελάσει ντροπαλά, ήταν μια γλύκα.

    Σηκώθηκα και φόρεσα ένα σορτσάκι και μια μπλούζα. Η Αναστασία πήρε το φόρεμά της που το είχε πετάξει σε μια πολυθρόνα και το φόρεσε. Ο Ράντι ήρθε κλαψουρίζοντας, του είχε κακοφανεί που τον είχαμε αφήσει μόνο του αλλά… τι να κάνουμε Ράντι μου, θα το υποστείς.

    - «Πήγαινε στη βεράντα και έρχομαι» της είπα. Δε με ρώτησε τι είχα στο μυαλό μου, άνοιξε την συρόμενη πόρτα και συνοδεία του Ράντι πήγε και κάθισε στη βεράντα. Εγώ πήγα στο μπαρ και έβγαλα δυο ποτήρια και τα γέμισα κατά το ένα τρίτο με Talisker 30 ετών. Δεν ήξερα αν η μικρή πίνει ουίσκι αλλά η ασυνήθιστα φρουτώδης, πιπεράτη γεύση του ήλπιζα να της αρέσει. Καπνίζω εξαιρετικά σπάνια ωστόσο οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου και από μια κασετίνα έβγαλα ένα τσιγάρο και έβαλα τον αναπτήρα στην τσέπη. Βγήκα έξω στη βεράντα και πριν κάτσω, της έδωσα το ποτό της.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Ουίσκι»
    - «Αντώνη μου μην παρεξηγηθείς, σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες αλλά δε μου αρέσει το ουίσκι. Γενικά δεν μου αρέσει το αλκοόλ, στο τσακίρ κέφι να πιώ μια σαγκρία αλλά ως εκεί.»
    - «Δεν έχεις δοκιμάσει τέτοιο ουίσκι» της είπα με σιγουριά. «Το κρατάω για εξαιρετικές περιστάσεις, Αναστασία»
    - «Στην υγειά μας» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Στην υγειά μας» της απάντησα και έφερα το ποτήρι στα χείλη μου, αφήνοντας λίγο από το νέκταρ του να χυθεί στο στόμα μου. Το ίδιο -αν και για τελείως διαφορετικό λόγο- έκανε και η Αναστασία η οποία γούρλωσε τα μάτια της όταν επιτέλους ένιωσε τη γεύση στο στόμα της. Χαμογελώντας με την αντίδρασή της, έβγαλα από την τσέπη τον αναπτήρα και άναψα το τσιγάρο μου. Τράβηξα μια γερή ρουφηξιά απολαμβάνοντας την κάψα στο λαιμό μου.
    - «Είναι υπέροχο! Δεν… δεν το περίμενα, είναι… Γουάο!»
    - «Χαίρομαι που σ’ αρέσει» της απάντησα χαϊδεύοντάς της τρυφερά το χέρι.
    - «Είναι η πιο όμορφη βραδιά της ζωής μου» μου είπε κρατώντας το χέρι μου μέσα στο χέρι της.
    - «Εμείς να είμαστε καλά…» της είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Η αντίδρασή της ήρθε με τη μορφή του χαμόγελου που θαρρείς φώτισε τη νύχτα. Μου έσφιξε το χέρι δυνατά.

    Κάπνισα το υπόλοιπο τσιγάρο χωρίς να μιλήσουμε. Όταν τελείωσα, ήπιαμε ακόμα μια γουλιά ο καθένας μας. Η Αναστασία σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και χωρίς να της το ζητήσω άρχισε να μου τρίβει απαλά το λαιμό και τον ώμο. Τα χέρια της ήταν βάλσαμο, έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το απαλό μασάζ της. Που και που έσκυβε και μου φιλούσε την κορυφή του κεφαλιού, σα να μην πίστευε τα ίδια της τα μάτια και προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την παρουσία μου με την αφή των χειλιών της.

    - «Σουσουράδα» της είπα χρησιμοποιώντας το αγαπημένο μου υποκοριστικό «πρέπει να πάω τον Ράντι τη βόλτα του. Θέλεις να μου κάνεις παρέα;»
    - «Πολύ!»
    - «Να ξέρεις ότι έχει αρκετό περπάτημα, θα φτάσουμε μέχρι το Δάσος Συγγρού να τον αμολήσω, το πήγαινε-έλα από μόνο του είναι σχεδόν πέντε χιλιόμετρα και στην επιστροφή έχει ανηφόρα.»
    - «Λες και στην Κέρκυρα κάναμε μικρότερες βόλτες» μου υπενθύμισε και με το δίκιο της.
    - «Ωραία, κατέβα να φορέσεις τα αθλητικά σου παπούτσια και καμιά φόρμα»
    - «Αντώνη;»
    - «Αναστασία;»
    - «Ι-Ισχύει η… η πρόσκληση για… για μετά;»
    - «Ισχύει. Λοιπόν, πήγαινε να αλλάξεις και θα σε περιμένουμε κάτω!»
    - «Πάω!» είπε
    - «Εχμ, ξυπόλητη; Χωρίς το εσώρουχό σου;»
    - «Χιχιχι» είπε και παίρνοντας το κιλοτάκι της από την πολυθρόνα και φορώντας -χωρίς να τα δέσει- τα πέδιλά της έφυγε σα σίφωνας.
    - «Έλα ρεμάλι, βόλτα» είπα στο Ράντι που άκουσε τη μαγική λέξη και άρχισε να κλαψουρίζει από ανυπομονησία. Του φόρεσα το σαμάρι του -και είχα τρομάξει να βρω στο μέγεθός του- αλλά δεν τον έδεσα με λουρί, ο Ράντι ποτέ δεν απομακρυνόταν αν δεν του έδινα το ελεύθερο, αν και πάντα το κουβάλαγα μαζί μου για παν ενδεχόμενο. Φόρεσα τα ειδικά για το περπάτημα αθλητικά μου παπούτσια και κατεβήκαμε στον κήπο. Ένα λεπτό αργότερα μας ήρθε και μας βρήκε και η Αναστασία η οποία είχε φορέσει γκρίζα εφαρμοστή φόρμα με ροζ ρίγα. Θεέ μου, τι απίθανο κώλο είχε αυτό το κορίτσι; Το σκατόπαιδο πάλι δεν είχε φορέσει σουτιέν, αν κρίνω από τις κινήσεις που διέκρινα κάτω από το κοντομάνικο μπλουζάκι της. «Πάμε» είπα και άνοιξα τη μικρή πόρτα και βγήκαμε έξω. Κατεβήκαμε μέχρι το σταθμό και από εκεί πήραμε την Λαμπράκη μέχρι που φτάσαμε στο Κ.Α.Τ. Συνεχίσαμε μέχρι το φανάρι του Βενζινάδικου και εκεί περάσαμε απέναντι διασχίζοντας την Κηφισίας.
    - «Αύριο έρχεται το laptop μου. Θα… θα μπορέσεις να με πετάξεις μέχρι τον Κωτσόβολο; Αν δεν μπορείς δεν υπάρχει πρόβλημα, θα πάρω ταξί! Αλήθεια στο λέω!»
    - «Αύριο το πρωί θα πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην Πολιτεία, όπως κάναμε και το προηγούμενο Σάββατο, και μετά πάμε όπου θέλεις!»
    - «Είσαι υπέροχος!»
    - «Είμαι» απάντησα κάνοντάς την να χαχανίσει. «Και επειδή αυτό το Σ/Κ είναι το τελευταίο πριν καθείς κατεργαρέος βρεθεί στον πάγκο του, αύριο το βράδυ θα σε πάω να φάμε στην Βάρκιζα, αφού το προηγούμενο Σάββατο μου κάνατε τις δύσκολες, μάνα και κόρη»
    - «Ναι! Ναι!» είπε ενθουσιασμένη.

    Στο πεζοδρόμιο ανέβαινε μια παρέα και ο Ράντι πήρε θέση φύλακα. Η πιτσιρικαρία από την άλλη ενθουσιάστηκε με την πάρτη του και σταμάτησαν και άρχισαν να μου κάνουν ερωτήσεις, αν και μεταξύ μας, για το Ράντι ρωτούσαν, την Αναστασία έτρωγαν με τα μάτια τους. Κράτησα το σχόλιο για τον εαυτό μου και δυο-τρία λεπτά αργότερα συνεχίσαμε το δρόμο μας.

    - «Έχεις κάτι καλό να φορέσεις; Εννοώ ότι το μέρος είναι κυριλέ.»
    - «Ναι αμέ, έφερα και τα καλά μου φορέματα.»
    - «Καλά, δεν θα πάμε και για δεξίωση»
    - «Εσύ τι θα φορέσεις;»
    - «Πουκάμισο και παντελόνι, δεν πρόκειται να βάλω κουστούμι αν αυτό εννοείς»
    - «Κρίμα, σου πάει. Μου… μου είχε δείξει φωτογραφίες η Αγγελική, σου πάει πολύ αυτό το ντύσιμο»
    - «Κάποια άλλη φορά, ίσως» της είπα τερματίζοντας την εν λόγω συζήτηση.
    - «Αν… αν δεν έχεις κανονίσει την Κυριακή κάτι… θα… θα ήθελες να πάμε για μπάνιο;»
    - «Εξαιρετική ιδέα!» της απάντησα.
    - «Στο Σχοινιά;»
    - «Όχι, την Κυριακή θα κατεβούμε νότια, έχω μια εξαιρετική καβάντζα που θα τη λατρέψεις!»
    - «Είναι… είναι αυτό που νομίζω;» με ρώτησε με αγωνία.
    - «Ναι, αν νομίζω αυτό που νομίζεις.»
    - «Έλα… μην παίζεις με την λαχτάρα μου. Μπορείς να κάνεις βουτιές;»
    - «Ε, ναι λοιπόν!»
    - «Θα πάρουμε μαζί μας τον Ράντι;»
    - «Φυσικά, στο πηγάδι κατούρησε;»
    - «Μα είπες…»
    - «Είναι μικρή παραλία και μπορείς να μπεις και σαν άνθρωπος και σαν κατσίκι, καλή ώρα»
    - «Ναιιιιιιιιιι! Ναιιιιιιιιι» φώναξε μην μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

    Έχοντας πιάσει την πάρλα ούτε που κατάλαβα για πότε φτάσαμε στο δάσος Συγγρού. Μπήκαμε μέσα και έδωσα το ελεύθερο στον Ράντι ο οποίος έγινε καπνός. Η Αναστασία μου έπιασε διστακτικά το χέρι και το κράτησα σφιχτά μέσα στο δικό μου και πιασμένοι χεράκι-χεράκι ξεκινήσαμε τον αργό περίπατο μέσα στα δρομάκια του άλσους. Που και που ο Ράντι ερχόταν να μας βρει και αφού βεβαιωνόταν ότι δεν τον είχαμε παρατήσει να τον φάνε οι αρκούδες -αν και σηκώνει αρκετή συζήτηση για το ποιος θα έτρωγε ποιον σε μια τέτοια συνάντηση- εξαφανιζόταν και πάλι.

    - «Αλήθεια, πόσα κιλά είναι;»
    - «90 την τελευταία φορά που τον ζύγισα.»
    - «Ο Χριστός και η Παναγία, μέχρι πόσα θα φτάσει;»
    - «Οι καθαροί καυκάσιοι μπορούν να φτάσουν ή ακόμα και να ξεπεράσουν τα εκατό. Ο κτηνίατρος μου είπε ότι ίσως φτάσει και τα 95. Θα δούμε, τώρα είναι 16 μηνών, θεωρητικά μέχρι να κλείσει τα 2 του θα πάρει όγκο, αν και σε ύψος νομίζω ότι έφτασε όσο μπορεί να φτάσει»

    Την έσφιξα πάνω μου βάζοντας το χέρι μου στη μέση της και το ίδιο έκανε και εκείνη και έτσι συνεχίσαμε τον αργό μας περίπατο περιμένοντας τον Ράντι να ξελυσσάξει. Κόντευε να πάει 01:00 όταν ο κύριος μας έκανε την τιμή να έρθει λαχανιασμένος και με τη γλώσσα του να κρέμεται. Τον πήγα μέχρι τη βρύση και άφησα το νερό να τρέχει και ο Ράντι έχωσε μέσα την κεφάλα του και άρχισε να πίνει αχόρταγα και τραβήχτηκε μόνο όταν κόντεψε το νερό να αρχίσει να του βγαίνει από τ’ αφτιά. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής αυτή τη φορά χωρίς να μιλάμε -η επιστροφή είναι ανηφορική, άλλωστε- και μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στο σπίτι. Ανεβήκαμε με τα πόδια και στο δεύτερο όροφο η Αναστασία σταμάτησε.

    - «Θα με περιμένεις;»
    - «Δεν τον ξέρεις το δρόμο;» τη ρώτησα πειρακτικά.
    - «Ωραία, πάω να πάρω τις πιτζάμες μου και έρχομαι»
    - «Δεν θα χρειαστείς πιτζάμες» της είπα. «Πάρε μια αλλαξιά ρούχα για το πρωί»
    - «Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή.

    Την άφησα και ανεβήκαμε πάνω. Με το που μπήκαμε ο Ράντι πήγε ξεθεωμένος στην αγαπημένη του μεριά και σωριάστηκε σαν τούβλο. Εγώ πάλι είχα άλλα σχέδια, πήγα στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω το τζακούζι. Η Αναστασία δεν το ήξερε ακόμα αλλά η βραδιά δεν είχε τελειώσει. Δυο-τρία λεπτά αργότερα, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ακόμα με τη φόρμα αλλά στα χέρια της είχε μια σακούλα με τα ρούχα που θα φορούσε αύριο το πρωί. Έκλεισε την πόρτα αλλά δεν πρόλαβε να κάνει άλλο βήμα, την έσπρωξα προς τον τοίχο και την φυλάκισα ανάμεσα στα χέρια μου. Παράτησε τη σακούλα στο πάτωμα και σχεδόν μου όρμισε, το φιλί μας ήταν άγριο, ερωτικό… παθιασμένο. Της ανέβασα την μπλούζα και σήκωσε τα χέρια της βοηθώντας με να τη βγάλω. Της κατέβασα φόρμα και εσώρουχο μαζί, ίσα που πρόλαβε να βγάλει τα παπούτσια της. Γονάτισα και της έβγαλα τα σοσόνια και σηκώθηκα πάλι όρθιος, βγάζοντας και τα δικά μου ρούχα.

    - «Έλα μαζί μου» της είπα και την πήρα και πήγαμε στο δεύτερο WC, το οποίο έχει καμπίνα για ντουζ. Άνοιξα το νερό να τρέχει και όταν έφτασε σε θερμοκρασία που έκανε και στους δυο μας, χωθήκαμε από κάτω του και φιληθήκαμε παθιασμένα ενώ το νερό έτρεχε σαν καταρράχτης πάνω μας. Έκλεισα το νερό και της έδωσα μια μεγάλη πετσέτα για το σώμα και μια μικρότερη για τα μαλλιά. Σκουπίστηκα και εγώ, και τραβώντας την από το χέρι πήγαμε στο μεγάλο μπάνιο όπου το τζακούζι είχε γεμίσει. Η Αναστασία ΧΑΖΕΨΕ στην κυριολεξία. Πέταξα μέσα δυο βόμβες αφρού και μπήκα μέσα, κάνοντας της νόημα να με ακολουθήσει. Καθίσαμε και οι δύο αντικριστά ο ένας από τον άλλον και όταν βολευτήκαμε, άνοιξα το μηχανισμό.
    - «ΑΑΑΑΑΑΧ! Είναι σαν το ΠΟΖΑΡ!!!!!»

    Πόζαρ στο οποίο οι δυο τους με είχαν πετάξει με τις κλωτσιές από την σουίτα για να απολαύσουν το τζακούζι αφήνοντάς με μέ τις καλύτερες ευχές τους. Μωρέ ας ζούσε η Αγγελική μου και ας μην έσωνα να ξαναδώ τζακούζι στη ζωή μου. Και εκεί με έπιασαν και πάλι οι τύψεις αλλά πίεσα τον εαυτό μου να τα αφήσω όλα αυτά στην άκρη για να μη χαλάσω τη διάθεση της Αναστασίας που πλατσούριζε και γελούσε σα μικρό παιδί.

    Και όλα αυτά αποτέλεσμα ενός παιχνιδιάρικου κύματος. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.

    - «Έλα σε μένα» της είπα και όπως είχα τα πόδια μου ανοιχτά ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου, δίνοντας μου ένα παιχνιδιάρικο φιλάκι στο στόμα. Την γύρισα και την έβαλα να ξαπλώσει την πλάτη της στο στέρνο μου και μόλις βολεύτηκε έγειρε πάνω μου. Της σήκωσα τα χέρια και περνώντας τα δικά μου κάτω από τις μασχάλες της, τα άφησα να αναπαυτούν στο αγαπημένο τους μέρος, πάνω στα στήθη της. Έστριψε το κεφάλι της προς τα μένα και τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι. Δεν σταμάτησε να με φιλάει ακόμα και όταν της κοβόταν ελαφρά η ανάσα από τη δύναμη με την οποία της τσιμπούσα τις ρώγες. Θυμήθηκα και πάλι πόσο πολύ ήθελα να στάξω λιωμένο κερί στα στήθη της και στο μουνάκι της. Αν κρίνω από την ανταπόκρισή της στις ξυλιές, σχεδόν σίγουρα θα έκανε τη γνωριμία με το paddle και ίσως και με το crop ή τη βίτσα. Όχι φυσικά στο βαθμό που τα έκανα αυτά με την Αγγελική, δε νομίζω ότι η Αναστασία ήταν μαζοχίστρια, πιο πολύ για την ιδέα του πράγματος, για να καταλαγιάσουν οι φωτιές που είχαν αρχίσει και πάλι να φουντώνουν στα σωθικά μου.

    Δεν είμαι ακριβώς Σαδιστής και σε γενικές γραμμές δε μου αρέσει να προκαλώ δυσφορία στις ερωτικές μου παρτενέρ. Λατρεύω όμως αυτές τις αντιδράσεις, τα στιγμιαία τινάγματα, τον μικρό φόβο πριν το επόμενο χτύπημα. Ήξερα να χειρίζομαι και το whip και με την Αγγελική το φτάναμε μέχρι να ματώσει η πλάτη της αλλά, σε αντίθεση με το paddle ή τη βίτσα, η ιδέα να το χρησιμοποιήσω πάνω στην Αναστασία με απωθούσε. Οι γλώσσες μας ήταν ακόμα πλεγμένες μεταξύ τους ενώ τα χέρια μου συνέχισαν να μαλάζουν, και πότε-πότε να τσιμπολογούν, τα στήθη της.

    Όταν το νερό άρχισε να γίνεται χλιαρό, έκλεισα το μηχανισμό και τράβηξα την τάπα. Σηκώθηκα όρθιος και αφού βοήθησα και την Αναστασία να σηκωθεί, πήρα το απαλό σφουγγάρι και γεμίζοντάς το με αφρόλουτρο με άρωμα φρούτων, την έτριψα απαλά και αισθησιακά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και χωρίς να της το ζητήσω, μου το ανταπέδωσε με τον ίδιο αισθησιασμό καταφέρνοντας και πάλι να μου τον κάνει κατάρτι. Άνοιξα το νερό και όταν ξεπλυθήκαμε τελείως, γονάτισα μπροστά της και τραβώντας την από τους γλουτούς κόλλησα το στόμα μου στο μουνάκι της και ξεκίνησα να το τρώω. Το χέρι της ήταν πλεγμένο στα μαλλιά μου και με χάιδευε και -πάνω στην ηδονή της- κάποιες στιγμές μου το τραβούσε. Όταν τα βογγητά της άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τη γλείφω, να τη ρουφάω και να την πιπιλάω, βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της και ένιωσα τα μαλλιά μου σχεδόν να ξεριζώνονται από το σφίξιμο.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Τράβηξα το δάχτυλό μου έξω από το μουνάκι της και χωρίς ίχνος δισταγμού το ακούμπησα στην πίσω της τρυπούλα, και αφού τη χάιδεψα ανάλαφρα για μερικές στιγμές, άρχισα να το βυθίζω μέσα της, κάνοντας να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την ένταση των βογγητών της.

    - «ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗΗΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε, με το σώμα της να τραντάζεται λες και είχε πιάσει γυμνό καλώδιο και ένιωσα το πρόσωπό μου να πιτσιλιέται ταυτόχρονα με το κάψιμο από το δυνατό τράβηγμα των μαλλιών μου. «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ». Βύθισα το πίσω δάχτυλό μου όσο πιο βαθιά μπορούσα στο κωλαράκι της, μέχρι που η Αναστασία μην αντέχοντας άλλο την αβάσταχτη αίσθηση, κούνησε ασυναίσθητα τη λεκάνη της προς τα πίσω, προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τη γλώσσα μου. Την κράτησα σφιχτά, δεν την άφησα να φύγει και η ανταμοιβή μου ήταν… αυτό δεν ήταν βογγητό, ήταν σχεδόν ουρλιαχτό. Με το δάχτυλό μου ακόμα στο κωλαράκι της, κατέβασα σιγά-σιγά το ρυθμό που ρουφούσα το μουνάκι της, μέχρι που σταμάτησα τελείως. Τράβηξα απότομα το δάχτυλό μου από πίσω της, κάνοντας να της ξεφύγει ένα τελευταίο βογγητό. Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα χαμογελαστός, το πρόσωπό μου ακόμα γεμάτο από τα υγρά της ηδονής της.
    - «Κοίτα με» της είπα και ανοίγοντας τα μάτια της -που τα είχε σφαλιστά κλειστά- χαμήλωσε το βλέμμα της προς τα μένα. Έγλειψα προκλητικά με τη γλώσσα μου όσα υγρά της είχαν μαζευτεί γύρω από το στόμα μου και σηκώθηκα όρθιος. Η Αναστασία, που δεν είχε κατά τα φαινόμενα σκουιρτάρει ποτέ στη ζωή της, με κοίταξε χωρίς να έχει καταλάβει ότι τα υγρά στο πρόσωπό μου ήταν δικά της. Δεν έχει σημασία, την άρπαξα από το σβέρκο και κόλλησα το στόμα της στο δικό μου.

    Αποτραβήχτηκα απαλά και πιέζοντας την ελαφρά στους ώμους της έδειξα να καταλάβει τι ήθελα. Χωρίς ίχνος δισταγμού γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Κρατώντας την ακίνητη από την πίσω μεριά του κεφαλιού, άρχισα -και προσέχοντας να μην την πνίξω- να γαμάω το γλυκό της στοματάκι. Ήθελα να της το καρφώσω μέχρι το λαρύγγι αλλά γι’ αυτό είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας, ίσα που μπορούσε να τον πάρει ούτε καν μέχρι τη μέση, πριν αρχίσει να πνίγεται. Στο στοματικό και χωρίς τη βοήθεια χεριού, μπορώ να τελειώσω μόνο όταν η παρτενέρ μου μπορεί να με πάρει μέσα στο στόμα της μέχρι τη ρίζα. Δεν έχω ιδιαίτερα μεγάλο όργανο αλλά η Αγγελική ορκιζόταν ότι ήταν το πιο όμορφο πέος που είχε δει στη ζωή της και του λόγου της είχε δει πολλά!

    Το να τη μοιράζομαι δεν μου είχε φανεί καθόλου εύκολο στην αρχή, ζήλευα σαν τρελός. Μου πήρε κάμποσο καιρό να καταλάβω, να χωνέψω βαθιά μέσα μου, ότι το σεξ -όχι το να κάνεις έρωτα, το σεξ- είναι απλά μια διαφορετικού είδους απόλαυση και πως αν υπάρχει δέσιμο, αν υπάρχει πραγματικό, ουσιαστικό δέσιμο, η ζήλεια δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σκιάχτρο, ένας μπαμπούλας που σκάρωνε το ίδιο μας το μυαλό. Δεν είναι εύκολο, απαιτεί να ξεριζώσεις από μέσα σου ιδεοληψίες που πιθανώς να κουβαλάς από μικρό παιδί.

    Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
    τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
    ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
    ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.


    Πόσες μεγάλες αλήθειες έκρυβαν μέσα τους αυτοί οι στίχοι. Είχα βρει την Ιθάκη μου και την έχασα και μαζί της έχασα κάθε διάθεση να ζήσω. Χρειάστηκε ένα χαρούμενο και άγαρμπο κοπρόσκυλο και ένα παιχνιδιάρικο κύμα για να μου θυμίσουν ότι όσο ζούμε και αναπνέουμε τα όνειρα συνεχίζουν, το ταξίδι δε σταματά.

    Τραβήχτηκα από το στόμα της και κρατώντας της το κεφάλι ακίνητο άρχισα να τον παίζω με το κεφαλάκι να ακουμπάει τα χείλη της. Την κοίταξα, όπως την κρατούσα, με τα μάτια της κλειστά και το στόμα της ανοιχτό και η εικόνα αυτή αρκούσε για να ανάψει το φυτίλι και λίγες στιγμές αργότερα ήρθε η έκρηξη και ίσα που πρόλαβα να βάλω το όργανό μου μέσα στο στόμα της και οι σπασμοί του συνοδεύτηκαν αυτή τη φορά από τα δικά μου βογγητά. Η Αναστασία κατάπιε ξανά και ξανά και ξανά, οι σπασμοί σταμάτησαν και το όργανό μου έμεινε ακίνητο μέσα της. Τραβήχτηκα απαλά και όταν βγήκα τελείως έξω, άνοιξε τα μάτια της και σήκωσε το βλέμμα της προς τα μένα.

    Μπορεί αυτό το βλέμμα να το είχα δει μόνο σε μία άλλη γυναίκα σε όλη μου τη ζωή, ωστόσο το αναγνώρισα αμέσως. Λατρεία. Ξεροκατάπια προσπαθώντας να κρύψω την ξαφνική ταραχή μου, το εφηβικό ξεμυάλισμα είναι ένα πράγμα αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Σπρώχνοντας βίαια την ανησυχία μου πίσω ανέκτησα γρήγορα την ψυχραιμία μου και τη χάιδεψα απαλά στο μάγουλο χαμογελώντας της. Χαμογέλασε και εκείνη και τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου σαν κουτάβι που ήθελε χαδάκια.

    - «Πάμε μέσα μωρό μου» της είπα βοηθώντας την να βγει από τη μπανιέρα.
    - «Αντώνη μου, έχεις σεσουάρ; Δεν θέλω να ξαπλώσω με βρεγμένο μαλλί».

    Μου.

    - «Ναι, έχω». Πήγα και της έφερα το σεσουάρ και μαζί παντόφλες καθώς δεν ήθελα να στεγνώσει τα μαλλιά της ξυπόλητη, παρά το γεγονός ότι τα πλακάκια του μπάνιου ήταν στεγνά. Σκούπισα κι εγώ στα γρήγορα όση υγρασία είχε μείνει στα μαλλιά μου, το σώμα μου είχε στεγνώσει, και κάθισα στο πεζούλι της μπανιέρας του υδρομασάζ για να την κοιτάζω ενώ στέγνωνε βουρτσίζοντας τα μαλλιά της που έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης της. Που και που σταματούσε, με κοίταζε λες και προσπαθούσε να βεβαιωθεί ότι δεν είμαι φάντασμα και θα εξαϋλωθώ, και με το χαμόγελο στο γλυκό της πρόσωπο, επέστρεφε και πάλι στην ιεροτελεστία της. Τα μάτια της ήταν αμυγδαλωτά με ένα υπέροχο ανοιχτό καστανό χρώμα, περίπου το ίδιο με εκείνο των μαλλιών της.

    Πέντε χρόνια πριν…

    - «Όταν ταχτοποιηθείτε ελάτε δίπλα να σας κεράσουμε ένα καφεδάκι» μας είπε η κυρά-Τασία.
    - «Αχ να είστε καλά» της είπε η Αγγελική
    - «Πάμε πρώτα για μια βουτιά;»
    - «Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση! Άντε τεμπέλαρε, πάμε να ξεφορτώσουμε!»
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Καλά σου κάνω!»
    - «Αυτά κάνεις και η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, ενώ η διεθνής καπιταλιστική μεθοδολογία, σαμποτάρει την πρωτοβουλία της κολχόζνικης ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας σεχταρισμός που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης με ανεπανόρθωτες συνέπειες!»
    - «Εγώ τα πρόβατα βόσκαγα εδώ παραπέρα» μου απάντησε όταν ηρέμισε από τα γέλια. «Έλα τεμπελχανά, κουνήσου!»

    Μισή ώρα αργότερα είχαμε αδειάσει το τζιπάκι αλλά πριν προλάβω να μείνω με το μαγιό η Αγγελική μου υπενθύμισε ότι είχαμε πει στην κυρά-Τασία ότι θα πάμε να πιούμε ένα καφέ. Ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένος τυφώνας, ξαναφόρεσα το παντελόνι μου και την ακολούθησα. Βγήκαμε στο δρόμο, το σπίτι της κυρά-Τασίας ήταν το ακριβώς δίπλα. Ανεβήκαμε στη βεράντα, στο τραπέζι καθόταν μια όμορφη πιτσιρίκα, όχι πάνω από δώδεκα-δεκατρία, και ζωγράφιζε σε ένα τάμπλετ.

    - «Καλημέρα!» της είπε με όλη της τη γλύκα η Αγγελική.
    - «Καλημέρα» απάντησε και η πιτσιρίκα χαμογελαστή αφήνοντας κάτω το τάμπλετ της. «Η γιαγιά είναι μέσα, πάω να τη φωνάξω» μας είπε και πέρασε μέσα στο σπίτι. Γύρισε ούτε καν μισό λεπτό αργότερα. «Θα έρθει σε μισό λεπτάκι»
    - «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε η Αγγελική.
    - «Αναστασία! Εσάς;»
    - «Εγώ είμαι η Αγγελική και ο βαρύς και ασήκωτος αριστερά μου είναι ο Αντώνης». Η πιτσιρίκα με κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
    - «Χαίρω πολύ!» μας απάντησε. Το μάτι μου έπεσε στη ζωγραφιά που είχε στο τάμπλετ της και αυτό έκανε τα μάτια μου να γουρλώσουν. Η μικρή είχε εξαιρετικό ταλέντο.
    - «Τι ζωγραφίζεις;» την ρώτησα προσπαθώντας να γλυκάνω τη φωνή μου.
    - «Μ’ αρέσει να ζωγραφίζω τοπία.» μου απάντησε ντροπαλά.
    - «Μου επιτρέπεις;»
    - «Αμέ!» μου είπε και μου έδειξε το τάμπλετ της, στο οποίο είχε ζωγραφίσει μια ερημική παραλία με βότσαλα. Δεξιά στο βάθος υπήρχαν βράχια ενώ πίσω από την παραλία υπήρχαν καλαμιές.
    - «Είναι υπέροχο!» είπα με πραγματικό θαυμασμό και το έδειξα και στην Αγγελική. «Κοίτα!»
    - «Καλέ τι υπέροχο; Αριστούργημα είναι!» απάντησε εντυπωσιασμένη μην μπορώντας κι εκείνη με τη σειρά της να κρύψει τον θαυμασμό της.
    - «Σας ευχαριστώ πολύ!» απάντησε η Αναστασία χαμογελώντας ντροπαλά. «Είναι πραγματική παραλία ξέρετε, ο Ερημίτης, αλλά δυστυχώς χρειάζεται βάρκα για να πας.»
    - «Μάντεψε ποιοι φέραν μαζί τους τη βάρκα τους!» της είπε η Αγγελική και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε στην καρέκλα από τον ενθουσιασμό της. Πολύ την έκανα χάζι.

    Δυο μέρες αργότερα μας συνόδεψε, με την άδεια των παππούδων της, στην πρώτη μας βαρκάδα.​

    Σήμερα…

    Ο ύπνος την είχε πάρει στην αγκαλιά μου, τυλιγμένη πάνω μου σαν χταπόδι. Έχει πάει 04:00 και ο ύπνος δεν λέει να με πάρει. Η Αναστασία κάτι μουρμουρίζει στον ύπνο της και σφίγγεται ακόμα περισσότερο πάνω μου. Η διαφορά μας είναι τόσο μεγάλη που δεν μου επιτρέπει να κάνω σχέδια για το μέλλον. Το ξέρω μέσα μου ότι αυτό που ζω δε θα κρατήσει, όπως επίσης είμαι σχεδόν εκατό τα εκατό σίγουρος ότι στο τέλος εγώ θα είμαι αυτός που θα φάει τα μούτρα του. Προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου, δεν πρέπει να του επιτρέψω να ξεμυαλιστεί. Πώς θα αντικρύσω ξανά τους δικούς της; Ναι, είναι ενήλικη μα συνάμα είναι και παιδούλα… τουλάχιστον σε σύγκριση με μένα. Ο Μιχάλης και η Ελένη είναι σχεδόν συνομήλικοί μου, άντε να είναι δυο-τρία χρόνια μικρότεροι κι εγώ είχα κλείσει εδώ και σχεδόν δυο μήνες τα σαρανταπέντε μου. Γέλασα στη σκέψη ότι και οι δυο μας είμασταν γεννημένοι αρχές Ιούλη, τα γενέθλιά μας τα χώριζαν μόλις τρεις μέρες.

    …τρεις μέρες και 27 χρόνια.

    Δεν ξέρω τι μέλλον θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ μας αλλά… έτσι κι αλλιώς το μέλλον δεν υπάρχει, είναι κάτι που θα υπάρξει όσο η καρδιά χτυπάει μέσα στο στήθος μας. Και όσο αυτή η ρημάδα η καρδιά χτυπάει, το όνειρο δεν σβήνει, το ταξίδι δε σταματά.

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο - In-a-gadda-da-vida

    Αν και ο ύπνος άργησε πολύ να με πάρει, χαμένος όπως ήμουν στις σκέψεις μου, το πρωί, γύρω στις 09:00, το μάτι μου άνοιξε σαν της γαρίδας. Η Αναστασία ήταν γυρισμένη στα πλάγια και αν και δεν βρισκόταν στην αγκαλιά μου, το δεξί της χέρι ήταν απλωμένο πάνω μου. Της σήκωσα πολύ απαλά το χέρι για να μην την ξυπνήσω και σηκώθηκα. Ο Ράντι με περίμενε στην είσοδο του δωματίου κουνώντας χαρούμενος την ουρά του. Τον χάιδεψα παιχνιδιάρικα και πήδησε πάνω μου και μου έγλειψε το αριστερό αυτί. Πάντα το αριστερό αυτί, ποτέ το δεξί. Τι σκυλίσια μανία είχε με δαύτο, ένας Θεός ξέρει.

    - «Σιγά μούργο, μην το ξυπνήσουμε το κορίτσι» τον ψευτομάλωσα και κίνησα προς την κουζίνα και γέμισα μια κούπα με καφέ που είχα φτιάξει χθες το πρωί. Πλέον δεν ήταν ζεστός αλλά τη δουλειά του μπορούσε να την κάνει, δεν ήθελα τίποτα fancy, ίσα να ανοίξει το μάτι. Η κατσαρόλα του φαγητού του Ράντι ήταν άδεια. Αναστενάζοντας την πήρα μέσα και της άδειασα δύο συσκευασίες barf, μία των δύο κιλών, και μία του ενός, που είχα βγάλει να ξεπαγώσω αποβραδίς. Ο Ράντι ρίχτηκε στο φαγητό του σαν να μην υπάρχει αύριο και εγώ πήρα την ποτίστρα του και αφού ξέπλυνα το νερό που είχε μείνει, γέμισα το δοχείο και ήταν δέκα κιλά ανάθεμά το, αλλά με το Ράντι δεν έβγαζε ούτε δύο μέρες.

    Φορώντας μόνο το σορτσάκι μου, πήρα το τάμπλετ μου για να έχω κάτι να χαζολογώ και βγήκα έξω στη βεράντα. Είχε υπέροχη μέρα με ζέστη παρόλο που ήμασταν στα τέλη Σεπτέμβρη. Ξεφύλλισα γρήγορα τα ειδησεογραφικά sites που συνήθως παρακολουθώ αλλά δεν βρήκα κάτι ενδιαφέρον, οπότε το παράτησα στο τραπέζι και σηκώθηκα και ξεκίνησα να ποτίζω τα φυτά στη βεράντα. Μπορεί όταν έχασα την Αγγελική μου να σταμάτησα να τρώω και να πίνω, αν δεν με τάιζε και δεν με πότιζε με το ζόρι η Ειρήνη -η αδερφή μου-, αλλά τα φυτά, τα οποία τα είχε διαλέξει η Αγγελική μου ένα-ένα, δεν τα άφηνα ποτέ αφρόντιστα.

    Αναστενάζοντας πήγα στην επόμενη γλάστρα, την είχαμε πάρει στην ανθοκομική έκθεση της Κηφισιάς, όταν σταμάτησε έξω από ένα περίπτερο και σχεδόν άρχισε να χοροπηδάει ενθουσιασμένη. Ούτε καν ήξερα τα ονόματα των φυτών, θυμόμουν ωστόσο με την παραμικρή λεπτομέρεια από που είχαμε πάρει το καθένα. Η ανάμνησή της μου έφερε και πάλι δάκρυα στα μάτια, ήταν ο έρωτας της ζωής μου, ήταν η μία, ήταν το άλλο μου μισό. Σκούπισα γρήγορα τα μάτια μου, μπορεί να ξυπνούσε ξαφνικά η Αναστασία και δεν ήθελα να με δει έτσι.

    Όταν τελείωσα το πότισμα κάθισα και πάλι στο τραπέζι και ήπια ανόρεχτα μια γουλιά καφέ. Το μυαλό μου γύρισε στα χθεσινοβραδινά και το χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπό μου. Είχα την τύχη στη ζωή μου να πάω με πολλές γυναίκες όλων των ηλικιακών φασμάτων, από εικοσάρες μέχρι πενηντάρες και αρκετές -με πρώτη και καλύτερη την Αγγελική- ήταν μαστόρισσες στην τέχνη της σάρκας. Και όμως ούτε καν με τη γυναίκα της ζωής μου δεν είχα νιώσει τέτοια σαρκική έλξη. Το σεξ μαζί της ήταν πέραν πάσης περιγραφής. Δεν ήταν η τέχνη της, ήταν πρωτάρα και φαινόταν, αλλά δεν ήταν απλά το θεϊκό κορμί της. Αν και ούτε μία από όλες τις γυναίκες με τις οποίες είχα πάει δεν την έφτανε σε σύγκριση, κάμποσες είχαν απίστευτα σώματα και όμως από μόνο του δεν έφτανε, τουλάχιστον όχι όσον αφορά εμένα.

    «Μην κάνεις τον χαζό» μάλωσα τον εαυτό μου. «Ξέρεις πολύ καλά τι είναι αυτό». Ήταν το παράνομο, το κρυφό. Παράνομο… βαριά κουβέντα, νομικά δεν ήταν παράνομο αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν και κάτι που θα μπορούσες να το διαφημίσεις. Ούτε που τολμούσα να φανταστώ τι θα γινόταν αν το μάθαιναν οι δικοί της ή το περιβάλλον μου. Η Αναστασία δεν ήταν το δεκαοχτάχρονο με το οποίο ψωνίστηκα τυχαία σε κάποιο μπαρ, την γνώριζα από δεκατριών χρονών, η Αγγελική μου την έβλεπε σαν κόρη της, έστω και για δέκα-δεκαπέντε μέρες κάθε χρόνο γινόταν η μαμά της, και ας μην είχα δει ποτέ εγώ τον εαυτό μου σαν πατέρα της.

    Πώς να ήταν από τη μεριά της; Μπορεί στα δικά μου μάτια ο «έρωτάς» της στο πρόσωπό μου να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εφηβικό crush αλλά η ίδια ισχυριζόταν ότι ήταν ερωτευμένη. Μόνο η ίδια ήξερε πως πραγματικά αισθανόταν, κανείς άλλος. Για το επίπεδο της σαρκικής της απόλαυσης ήμουν βέβαιος και αν δεν ήταν η ηχομόνωση, μαζί μου θα είχε βεβαιωθεί και η υπόλοιπη Κηφισιά. Συναισθηματικά πώς να ήταν; Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος και δεν μου αρέσει να μιλάω για τον ψυχικό μου κόσμο και ανακλαστικά απέφευγα τις συζητήσεις και για τον ψυχικό κόσμο των άλλων ανθρώπων, όχι ότι είχα εξαρχής ιδιαίτερες κάψες να το κάνω.

    Σίγουρα με ενδιέφερε να μην γίνει κάτι και πληγωθεί, ήθελα αυτό που ζήσουμε κάποτε να το θυμάται σαν μια σειρά όμορφων αναμνήσεων και όχι σαν τραύμα. Από την άλλη ο πόθος μου ήταν σχεδόν αποκλειστικά σαρκικός και το γεγονός ότι εκείνη το έβλεπε περισσότερο συναισθηματικά, έκανε ένα εκρηκτικό μείγμα. Είναι σαν τα πυροτεχνήματα, όμορφα, φαντασμαγορικά, εντυπωσιακά, αν ωστόσο δεν έδινες την δέουσα προσοχή, μπορούσαν να σε κάνουν από σακάτη μέχρι μακαρίτη.

    You know it’s true…
    All the things, come back to you.

    Αυτό ήταν η μία όψη του νομίσματος. Αλλά υπήρχε και η άλλη, η πλανεύτρα, η ξελογιάστρα. Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.

    Dream on, dream on, dream on
    Dream until your dreams come true

    Κοίταξα το ρολόι μου, δεν είχε πάει καλά-καλά 09:30. Επίσης κόντευε να αδειάσει η μπαταρία, τι το ήθελα το ρημάδι το smart; Το ρολόι βούιξε, είδα ότι είχα μήνυμα στο teams. Τι διάολο θέλαν Σαββατιάτικα; Άνοιξα το teams στο tablet και είδα το μήνυμα από το HR

    «Σας υπενθυμίζουμε ότι σήμερα θα παραλάβετε από την εταιρία leasing το νέο σας εταιρικό αυτοκίνητο, καθώς είχατε ζητήσει να το παραλάβετε ο ίδιος και να μην γίνει η παράδοση στην Έδρα»

    Αμάν, το είχα ξεχάσει τελείως. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με τα αυτοκίνητα αλλά το EVT-6 GT ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και αφού η Εταιρία μου το έδινε τσάμπα, χαζός ήμουν να πω όχι; Γενικά -και σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους μου- δε μου αρέσει να κυκλοφορώ με το εταιρικό παρά μόνο για να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά, πες το παραξενιά, πες το όπως θες και άλλωστε τι θα το έκανα το παλιό μου renegade? Τέλος πάντων, θα τα έβρισκα αυτά αργότερα, προς το παρόν έπρεπε να κατέβω Συγγρού για να πάω να πάρω το καινούργιο μου αυτοκίνητο. Γύρισα μέσα και αφού έπλυνα τα δόντια μου στα γρήγορα, γύρισα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω αλλά και για να το πω στην Αναστασία, που εξακολουθούσε να κοιμάται του καλού καιρού.

    - «Αναστασία;» είπα και την σκούντησα ελαφρά. Τζίφος. «Αναστασία;» την ξαναφώναξα και την σκούντησα πιο δυνατά κατορθώνοντας να την ξυπνήσω και της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει που βρίσκεται. «Καλημερούδια» της είπα γλυκά.
    - «Καλημερούδια» μου απάντησε νυσταγμένα και με απίστευτη γλύκα.
    - «Πρέπει να κατέβω Συγγρού, σήμερα είναι να παραλάβω το νέο μου αυτοκίνητο και το είχα ξεχάσει. Όχι, όχι, μην σηκώνεσαι, συνέχισε τον ύπνο σου αν θέλεις. Σε ξύπνησα για να μην ανησυχήσεις αν ξυπνούσες μόνη σου και δεν μ’ έβρισκες.»
    - «Νυστάζωωωωωωωω» μου είπε και χαμογέλασα, ήταν αδύνατο να μην την κάνω χάζι.
    - «Κοιμήσου κοριτσάκι μου τότε, δεν θα αργήσω. Σε μία, άντε μιάμιση ώρα θα είμαι πίσω και όταν σηκωθείς θα πάμε και βόλτα με το νέο αυτοκίνητο»
    - «Φιλάκι;» με ρώτησε κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει. Έσκυψα και την φίλησα τρυφερά στα χείλη και της χάιδεψα τρυφερά το μάγουλο.
    - «Λοιπόν, πάω!» της είπα όταν τέλειωσα το ντύσιμο. Δεν πήρα απάντηση καθώς την είχε πάρει και πάλι ο ύπνος. Δεν χρειαζόταν να καλέσω ταξί, στην πλατεία Πλατάνου έχει πιάτσα και σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί. Μπήκα στο πρώτο διαθέσιμο ταξί και του είπα που πάμε. Τελικά μας πήρε γύρω στα 45 λεπτά για να φτάσουμε στον προορισμό μου.

    Το νέο μου αυτοκίνητο ήταν κουκλί. Αν και το κόκκινο μου άρεσε περισσότερο, καθότι εταιρικό είχα να επιλέξω μόνο μεταξύ του λευκού, του γκρι και του μαύρου, επιλέγοντας τελικά το λευκό. Καθότι καινούργιας τεχνολογίας είχε ένα σκασμό ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια τα οποία εκείνη τη στιγμή δεν είχα την ώρα να τα εξερευνήσω. Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν το heads-up display, πάνω στο παρμπρίζ. Επίσης θα έπρεπε να προσέχω πολύ με το «γκάζι», τα ηλεκτρικά δίνουν όλη τους τη ροπή από 0 στροφές και το μοντέλο που είχα επιλέξει είχε επιδόσεις αυτοκινήτου αγώνων να πούμε.

    Μην μπορώντας να αντισταθώ στην πειρασμό, αντί να επιστρέψω από το δρόμο που ήρθα αποφάσισα να κάνω τον γύρο και να πάω από εθνική και όταν βρήκα ευκαιρία του έδωσα και κατάλαβε, κόλλησα στο κάθισμα λες και ήμουν σε αεροπλάνο έτοιμο για απογείωση. Δεν το πάτησα πολύ γιατί την πρώτη φορά δεν ήταν πολύ φορτισμένο και δεν έλεγε να ξεμείνω στην παρθενική του βόλτα. Από την άλλη είχε ταχυφόρτιση και μπορούσε να βγάλει 100 χιλιόμετρα με μόλις μερικά λεπτά στην πρίζα, προς μεγάλη χαρά της ΔΕΗ θα ήθελα να δηλώσω. Σε κάθε περίπτωση -και όπως της είχα υποσχεθεί- μιάμιση ώρα αργότερα από την ώρα που έφυγα από το σπίτι, έβαλα το αυτοκίνητο μέσα και το έβαλα να φορτίζει. Το ρολόι μου από την άλλη είχε παραδώσει πνεύμα, καθότι μέσα στον ενθουσιασμό μου το είχα ξεχάσει.

    Η μικρή κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού. Έβαλα το ρολόι μου να φορτίσει και αμφιταλαντεύτηκα για μερικά δευτερόλεπτα για τον αν θα την ξυπνήσω. Αποφάσισα τελικά ότι θέλω παρέα, οπότε έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και άρχισα να της χαϊδεύω το χέρι που εξείχε πάνω από το σεντόνι, καταφέρνοντας λίγες στιγμές αργότερα να την ξυπνήσω.

    - «Καλημέρα» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Καλημέρα και πάλι!» της είπα και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Καλά που σε είχα ξυπνήσει για να σου πω ότι θα λείπω για λίγη ώρα και μην έχω το άγχος μην ξυπνήσεις και δεν με βρεις.»
    - «Πού είχες πάει;»
    - «Να πάρω το καινούργιο μου εταιρικό αυτοκίνητο, το είχα ξεχάσει τελείως.»
    - «Αχ, με γεια! Καλοτάξιδο!»
    - «Θα σηκωθείς κι εσύ για να σε βγάλω βόλτα με τον καινούργιο αυτοκίνητο; Να πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας και μετά να σε πάω και από τον Κωτσόβολο να πάρεις το λάπτοπ σου»
    - «Αμέ!» μου είπε και, πετώντας το σεντόνι, έκανε να σηκωθεί αλλά η θέα του γυμνού της κορμιού με έκανε να αλλάξω γνώμη.
    - «Καφέ αργότερα» της είπα σκανταλιάρικα, ξαπλώνοντάς την και πάλι στο κρεββάτι. Έβγαλα τα ρούχα μου σε χρόνο ρεκόρ και σχεδόν της όρμισα. Τα στόματά μας βρέθηκαν και πάλι κολλημένα ενώ το χέρι μου άρχισε το ταξίδι του στο λατρεμένο της κορμί. Όταν έφτασε ανάμεσα στα πόδια της διαπίστωσα ότι ήταν ήδη μούσκεμα, ωστόσο αυτό δε με εμπόδισε να αρχίζω να την παίζω με το χέρι μου, κερδίζοντας αμέσως τα πρώτα της βογγητά ηδονής.
    - «Σε θέλω!» μου είπε ούτε καν ένα λεπτό αργότερα και δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να της χαλάσω το χατίρι.

    Ανέβηκα πάνω της και μου άνοιξε πρόθυμα τα πόδια της. Μπήκα μέσα της χωρίς άλλες καθυστερήσεις και όπως χθες τα τύλιξε πίσω μου. Κάθισα για μερικές στιγμές ακίνητος και κουνώντας μόνο την λεκάνη μου άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της ήταν και πάλι πέραν πάσης περιγραφής, λες και ο κόλπος της είχε φτιαχτεί ειδικά για εμένα. Συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό για πολλή ώρα, θέλοντας να παρατείνω όσο περισσότερo γινόταν τη διάρκεια αυτής της υπέροχης αίσθησης. Τα βογγητά της είχαν αρχίσει και πάλι σιγά-σιγά να δυναμώνουν και τότε άρχισα να επιταχύνω απογειώνοντας τόσο τη δική μου αίσθηση, όσο και τη δική της.

    Καρφωνόμουν μέσα της, ξανά και ξανά και ξανά, και κάθε μου κίνηση συνοδευόταν από ένα ηδονικό βογγητό και κάθε βογγητό με έκανε να καρφώνομαι με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη, προκαλώντας ένα υπέροχο, ηδονικό feedback loop που αργά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια οδήγησε στην κορύφωση. Καρφώθηκα μέσα της για τελευταία φορά μην μπορώντας να συγκρατήσω άλλο την έκρηξη και το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ήταν τόσο δυνατό που ο Ράντι απ’ έξω άρχισε και πάλι τα γαυγίσματα. Κάθισα ακίνητος ενώ το όργανό μου έκανε σπασμούς, διαδοχικές εκρήξεις ατελείωτης ηδονής, πλημμυρίζοντάς την. Όταν τελείωσα, όταν δεν είχα τίποτε άλλο να της δώσω, έπεσα πάνω της σχεδόν ξέπνοος, χωρίς να τραβηχτώ. Με αγκάλιασε σφιχτά, κρατώντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, κοιτάζοντάς με στα μάτια καθώς μου το χάιδευε. «Σ’ αγαπάω» μου έλεγε με τα μάτια της. Της χαμογέλασα και αφού τη φίλησα τρυφερά στο στόμα, έκανα να τραβηχτώ από μέσα της και με άφησε απρόθυμα να ξαπλώσω δίπλα της.

    - «Πώς κοιμήθηκες» με ρώτησε.
    - «Δυσκολεύτηκα λίγο να με πάρει ο ύπνος αλλά όταν τα κατάφερα, ξεράθηκα»
    - «Τι ώρα ξύπνησες;»
    - «Γύρω στις 09:00. Δεν είναι γελοίο; Τις καθημερινές δεν ανοίγει το μάτι και θέλω να κλείσω το ξυπνητήρι και να συνεχίσω τον ύπνο και τα Σαββατοκύριακα από τις 09:00 το μάτι μου ανοίγει σαν της γαρίδας.»
    - «Καημενούλη μου» μου είπε με πειρακτικό τόνο.
    - «Από την άλλη, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Σάββατα, ξύπνησα έχοντας δίπλα μου ένα Ουρί που έπεσε από τον παράδεισο, ως βελτίωση την λες και θεαματική» της είπα κερδίζοντας το ντροπαλό χαχανητό της. «Άντε σουσουραδίτσα, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου να ξυπνήσεις να πάμε για καφεδάκι έξω»
    - «Αμέ! Μόνο δώσε μου ένα τεταρτάκι να πάω κάτω να κάνω ένα ντουζάκι και να πλύνω τα δόντια μου»
    - «Έχουμε και εδώ ντουζάκι»
    - «Ναι αλλά δεν έχετε την οδοντόβουρτσά μου!»
    - «Ναι, αλλά έχουμε δεύτερη οδοντόβουρτσα, καινούργια εννοείται!»
    - «Χμμμ… να το σκεφτώ!»
    - «Για να μην αναφέρω την υπέροχη παρέα!»
    - «Sold, που λέει και η μαμά!»

    Σηκωθήκαμε από το κρεββάτι και όπως πέρασε από δίπλα μου της έριξα ένα ελαφρύ σκαμπίλι στον αριστερό γλουτό κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας. Μπήκαμε και οι δυο κάτω από το ντους αλλά αυτή τη φορά δεν βρέξαμε τα μαλλιά μας. Όπως και χθες, έριξα αφρόλουτρο στο απαλό σφουγγάρι και την περιποιήθηκα, τρίβοντας την απαλά, από την κορυφή ως τα νύχια. Μου το ανταπέδωσε αν και μου έτριψε το όργανο ύποπτα περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν. Όχι δηλαδή πως εγώ ήμουν καλύτερος όταν της έτριβα τα στήθη, να τα λέμε αυτά.

    Ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν γονάτισα και πάλι μπροστά της για να της φάω το λαχταριστό της μουνάκι. Μάλλον βαθιά μέσα στο ασυνείδητό μου επικράτησε η ανάγκη για καφέ καθώς ήμουν από τις 09:00 με μισό φλυτζάνι από τον χθεσινό γαλλικό. Σκουπιστήκαμε και την άφησα μέσα να πλύνει τα δόντια της και πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Αναστασία, φέρνοντας μαζί της την σακούλα με τα ρούχα που χθες, πάνω στην ερωτική μας λύσσα, είχαμε παραπετάξει δίπλα στην είσοδο.

    Τα ρούχα που είχε επιλέξει ήταν μια ανοιχτή φούστα μέχρι το γόνατο και από πάνω ένα πολύ όμορφο αμάνικο που τόνιζε υπέροχα τα στήθη της. Οι ρώγες της διακρίνονταν καθαρά από κάτω αλλά δεν έκανα κανένα σχόλιο.

    - «Αχ, το σουτιέν ξέχασα» είπε και έβγαλε το φανελάκι και κάνοντας κατάδυση στη σακούλα έβγαλε ένα άσπρο γουστόζικο σουτιέν, χωρίς τιράντες, και το φόρεσε. Όχι ότι το είχε ιδιαίτερη ανάγκη, τα στήθη της έκαναν στην κυριολεξία κωλοδάχτυλο στην βαρύτητα. Όταν φόρεσε και πάλι το φανελάκι οι ρώγες της δεν φαινόντουσαν πλέον. Φόρεσε τα ίδια πέδιλα που φορούσε και χθες το βράδυ και βάζοντας λίγο άρωμα σε λαιμό και καρπούς μου φώναξε «Έτοιμη!»
    - «Μεσιέ, θα πας βεράντα ή κήπο;» ρώτησα τον μπουνταλά μου που μου κούνησε χαρούμενος την ουρά και προσπάθησε να χωθεί κάτω από τα πόδια, σπρώχνοντάς με μέ τη μουσούδα του. «Θες να πάμε καβάλα;» τον ρώτησα λαμβάνοντας ένα παιχνιδιάρικο «γουφ» ως απάντηση.

    Με τον Ράντι συνοδεία κατεβήκαμε στον κήπο. Αυτή τη φορά δεν ήρθε να κάνει τον τροχονόμο, πήγε στη μπανιέρα του και βούτηξε σαν ευτυχισμένη φώκια.

    - «Τα ντααααααά!» είπα στην Αναστασία δείχνοντας το καινούργιο μου αυτοκίνητο.
    - «Αχ, είναι κουκλί!!!!!» μου είπε. «Καλορίζικο, καλοτάξιδο!»

    Μπήκαμε μέσα και κίνησα προς Πολιτεία. Αν και γενικά προτιμώ τον κήπο του Best Friends από αυτόν του Chalet, δεν βρήκαμε κάποια καλή θέση στο πρώτο και έτσι πήγαμε στο δεύτερο, το οποίο προτιμούσα πάντα το χειμώνα αλλά ποτέ το καλοκαίρι. Βρήκαμε πάντως να κάτσουμε σε αρκετά καλή θέση, και αν και είχε αρκετό κόσμο δεν είχε ιδιαίτερη βαβούρα. Καθώς καθίσαμε και οι δύο από τη μεριά του καναπέ, γύρισα στο πλάι για να μπορώ να της μιλήσω αλλά πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, άκουσα το όνομά μου.

    - «Αντώνη;»

    Απαρτία!!!! Ήταν ο Βασίλης, ο CEO της εταιρίας, ο οποίος είχε έρθει και εκείνος με τη γυναίκα του για να πιούν το καφεδάκι τους.

    - «Καθίστε, καθίστε!» τους είπα και πράγματι κάθισαν στις απέναντι καρέκλες. «Να σας συστήσω, η όμορφη νεαρή δεσποινίς που μου κάνει την τιμή να με συνοδέψει σήμερα για καφέ, είναι η Αναστασία και είναι η κόρη δυο στενών οικογενειακών μας φίλων. Πέρασε, πρώτη παρακαλώ, στη σχολή της και μένει από κάτω μου, για την ακρίβεια της νοικιάζω το μικρό τριάρι του δεύτερου. Από εδώ, ο Βασίλης είναι ο εκτελεστικός διευθυντής της Εταιρίας στην οποία εργάζομαι και είμαι ένας από τους στενούς του συνεργάτες. Η Γεωργία είναι η σύζυγος του Βασίλη και είναι γιατρίνα, σαν τη μαμά σου.»
    - «Χαίρω πολύ» τους είπε και σηκώθηκε ντροπαλά και έδωσε το χέρι της. Ευχαρίστησα από μέσα μου την τύχη μου που θυμήθηκε να φορέσει το σουτιέν της, θα ήταν τουλάχιστον awkward να τους χαιρετούσε με την ρόγα να απειλεί να σκίσει το φανελάκι της.
    - «Σε ποια σχολή πέρασες;» την ρώτησε η Γεωργία.
    - «Στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου»
    - «Συγχαρητήρια! Και πρώτη μάλιστα!»
    - «Σας ευχαριστώ» τους απάντησε ντροπαλά.
    - «Άντε και με το καλό να τελειώσεις και να του φας τη θέση, έχω βαρεθεί να βλέπω τη φάτσα του» με πείραξε ο Βασίλης.
    «Οὐ φροντίς Ἱπποκλείδη!» του απάντησα και συμπλήρωσα «Α, επί τη ευκαιρία -και αυτό θα είναι το μοναδικό πράγμα που θα αφορά τη δουλειά- σήμερα μου ήρθε το νέου μου εταιρικό.»
    - «Καλοτάξιδο!» μου ευχήθηκαν και οι δυο τους.

    Εκείνο το πρωί η Αναστασία, η οποία ήξερα ότι είναι εξαιρετικά εύστροφη και οξυδερκής, απέδειξε ότι οι βιβλιοθήκες με τα βιβλία που διάβαζε από μικρή είχαν πιάσει τόπο, καθότι συμμετείχε πολύ ουσιαστικά στη συζήτηση που κάναμε πίνοντας τα καφεδάκια μας, διαθέτοντας πλούσιο λεξιλόγιο και στρωτό, καθαρό λόγο, εντυπωσιάζοντας και τον Βασίλη και τη Γεωργία. Αλλά τι λέω, εδώ εντυπωσιάστηκα και εγώ που την ήξερα πέντε χρόνια, πόσο μάλλον οι δυο τους που την είδαν για πρώτη φορά.

    Τον πρώτο καφέ τον ακολούθησε και δεύτερος καθώς ήταν τόσο όμορφη η συζήτηση που είχαμε ανοίξει που δεν έκανε σε κανέναν από τους τέσσερίς μας καρδιά να τη σταματήσουμε. Απόφοιτος και του λόγου μου του Οικονομικού Πανεπιστημίου και μετά αρχικά μεταπτυχιακός και στη συνέχεια διδακτορικός φοιτητής του London School of Economics, εκεί άλλωστε είχα γνωρίσει και τον Βασίλη, αναγνώρισα ότι η Αναστασία -εφόσον είχε τη θέληση- είχε όλα τα φόντα για να αναρριχηθεί στην κορυφή οποιασδήποτε εταιρίας.

    Με τούτα και με κείνα η ώρα πήγε 14:00 χωρίς να το καταλάβουμε και είχαμε να περάσουμε και από τον Κωτσόβολο να παραλάβουμε το λάπτοπ. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου, αν κρίνω από το δάγκωμα που έριξε η Γεωργία. Ο Βασίλης είπε ότι μας κερνάει τους καφέδες και ότι δεν σηκώνει κουβέντα και αφού και οι δυο τους επανέλαβαν πόσο τους εντυπωσίασε η Αναστασία και ευχόμενοι καλές σπουδές και καλή σταδιοδρομία, μας χαιρέτησαν και έφυγαν.

    - «Τους εντυπωσίασες και mark my words, ο Βασίλης είναι από τους ανθρώπους που εντυπωσιάζονται εξαιρετικά δύσκολα! Αλλά εδώ που τα λέμε, εδώ εντυπωσίασες εμένα που σε γνωρίζω από δεκατριών χρονών νιάνιαρο, τι ελπίδα είχε ο φουκαράς;»
    - «Αλήθεια;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με με λαχτάρα στα μάτια.
    - «Cross my heart and hope to die. Αν δεν σε ήξερα και με κάποιο τρόπο άκουγα σε ηχογράφηση τη συζήτηση που κάναμε δε θα σε έκανα με την καμία για δεκαοχτώ. Τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Τις εγκυκλοπαιδικές σου γνώσεις; Την ευφράδειά σου; Την οξυδέρκειά σου; Υπάρχουν τριαντάρηδες και σαραντάρηδες στην εταιρία που δεν ξέρουν καν τον Κίπλινγκ και εσύ χρησιμοποιούσες μεταφορές με τον άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς… να συζητάμε για realpolitik και να μας πετάς αποσπάσματα από τους Μήλιους διαλόγους… Από που να το πιάσεις και πού να το αφήσεις!»
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ!»
    - «Τι μ’ ευχαριστείς βρε;»
    - «Το ξέρεις! Το πολιτικών επιστημών ήταν η δεύτερη επιλογή μου και αν το οικονομικής επιστήμης με κέρδισε αυτό έγινε γιατί προτιμούσα περισσότερο τα μαθηματικά από την ιστορία…»
    - «Από μαθηματικά άλλο τίποτα. Η μισή μου διδακτορική διατριβή είναι γεμάτη εξισώσεις!»
    - «Πολύ θα ήθελα να τη διαβάσω κάποια στιγμή!»
    - «Θα πρέπει πρώτα να μάθεις καλά θεωρία πιθανοτήτων, στατιστική και στοχαστικές ανελίξεις αλλιώς δε θα μπορέσεις να το παρακολουθήσεις»
    - «Δεν είναι πρόβλημα, μπορεί να έχω σχεδόν φωτογραφική μνήμη, που βοηθάει όσο να ‘ναι στην ιστορία, αλλά αγαπώ πολύ περισσότερο τα μαθηματικά!»
    - «Η ουσία είναι μία, σουσουραδίτσα είσαι το κάτι άλλο, και το λέω με πλήρη επίγνωση του βάρους αυτών των λέξεων». Η Αναστασία χαμογέλασε ντροπαλά και κατέβασε τα μάτια της κάτω χωρίς να απαντήσει κάτι. «Λοιπόν, πάμε Κωτσοβολάρα να πάρουμε το φορητό σου θηρίο;»
    - «Ναι! Πάμε! Λάπτοπ! Me like-y!» μου είπε ενθουσιασμένη.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ακολουθώντας την Παλαιολόγου φτάσαμε μέχρι την Ισμήνης και από εκεί κατεβήκαμε μέχρι που συναντήσαμε τη Θησέως και από εκεί, κάνοντας δεξιά πιάσαμε τη Σαρανταπόρου μέχρι που βγήκα στον παράδρομο της Εθνικής, πάνω στον οποίο είναι το Megastore της Νέας Ερυθραίας. Εκεί παραλάβαμε απλά την κούτα με το λάπτοπ, δείχνοντας την απόδειξη αγοράς και, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, ούτε δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι.

    - «Αντώνη, τι θα φας;» με ρώτησε η Αναστασία, όταν την άφησα έξω από το διαμέρισμά της.
    - «Δεν ξέρω, μάλλον θα παραγγείλω κάτι!»
    - «Θες να φας μαζί μου; Σου αρέσει η καρμπονάρα; Μπορώ να φτιάξω μία στα γρήγορα, ούτε μισή ώρα δε θα μου πάρει!»
    - «Αμέ, γιατί όχι. Λοιπόν, πάω πάνω να φορέσω κάτι πιο ελαφρύ και θα κατέβω. Θες να φέρω τίποτα;»
    - «Αν φέρεις καμιά μπύρα θα με υποχρεώσεις, βαριέμαι να τρέχω στο Θανόπουλο»
    - «Εντάξει, θα φέρω τις μπύρες. Λοιπόν, πάω πάνω να αλλάξω και έρχομαι κάτω να σου κάνω παρέα για να μην μαγειρεύεις μονάχη σου»
    - «Ναι! Ναι!» μου είπε σχεδόν χοροπηδώντας από τον ενθουσιασμό της. Την άφησα να μπει μέσα και μετά ανέβηκα πάνω. Έκανε αρκετή ζέστη και δεν ήταν να απορείς που ο Ράντι είχε χωθεί στην μπανιέρα του στον κήπο και δεν έβγαινε από εκεί, μήτε σουβλάκι να του τάξεις. Άλλαξα στα γρήγορα, έβγαλα από το ψυγείο μια εξάδα κουτάκια μπύρες και κατέβηκα κάτω.

    Ούτε καν μια εβδομάδα δεν είχα να το δω και όμως το διαμέρισμα είχε αρχίσει να αποκτάει τις προσωπικές πινελιές της Αναστασίας. Είχαν κρεμάσει κάμποσα κάδρα και κάποια από αυτά ήταν ζωγραφιές της ίδιας, κάποιες ηλεκτρονικές και κάποιες άλλες με πινέλο ή κερί. Το ζωγραφικό της ταλέντο ήταν εντυπωσιακό, όταν στα δεκάξι της είχαμε μάθει ότι ήταν διχασμένη μεταξύ πολιτικών και οικονομικών επιστημών, είχα πραγματικά εκπλαγεί, πίστευα πραγματικά μέσα μου ότι η πρώτη της επιλογή θα ήταν η καλών τεχνών. Η Αναστασία έπαιζε και keyboards και ο λόγος που δεν το είχαν φέρει φαντάζομαι πως είναι επειδή ήρθαν με αεροπλάνο και όχι με το αυτοκίνητό τους. Ένιωσα στιγμιαίες τύψεις καθώς εγώ ήμουν που τους είχα πει ότι δεν χρειάζεται να κατέβουν με αυτοκίνητο.

    - «Το έχετε διακοσμήσει πολύ όμορφα»
    - «Σ’ αρέσει;»
    - «Πολύ, ειδικά οι ζωγραφιές σου!»
    - «Αντώνη… έχω… έχω φτιάξει μια ζωγραφιά που… που ήθελα να σας τη δώσω πέρσι…» μου είπε κάνοντας με πάλι να νιώσω άσχημο τσίμπημα στην καρδιά μου. Δεν το έδειξα, απλά της χαμογέλασα.
    - «Ορίστε, είμαι εδώ τώρα. Θέλεις να μου τη δείξεις;»
    - «Δεν την έχω τυπώσει… την… την είχα ζωγραφίσει στο tablet»
    - «Βρε άσε την πάρλα και δειχ’ την μου!»

    Πήγε μέσα στο δωμάτιό της και επέστρεψε με το τάμπλετ στο χέρι. Το ψαχούλεψε για λίγο και μου το έδωσε για να δω την ζωγραφιά της. Ήταν… ήταν υπέροχη. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό μου χωρίς να μπορέσω να το συγκρατήσω. Στη ζωγραφιά απεικονιζόμασταν εγώ με την Αγγελική, μέσα σε μια λιμνούλα με ένα καταρράχτη στο πίσω μέρος. Ήμασταν και οι δύο σκυμμένοι με τα πρόσωπά μας γελαστά και πετούσαμε ο ένας στον άλλο νερό. Τη θυμάμαι τη σκηνή, είχε γίνει στην εκδρομή που είχαμε πάει στο Πόζαρ ακολουθώντας το ποτάμι προς τα πάνω. Σε εκείνο τον καταρράκτη το νερό ήταν κρύο και το νερό στη λιμνούλα παγωμένο. Η Αγγελική μου διασκεδάζοντας με την αντίδρασή μου είχε σκύψει και με είχε πιτσιλήσει με αποτέλεσμα να βρεθούμε να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλον σκασμένοι στα γέλια, με την Αναστασία που είναι πολύ κρυουλιάρα να κάθεται σε απόσταση ασφαλείας. Είχε κρατήσει την εικόνα στο μυαλό της σαν φωτογραφία και στη ζωγραφιά είχε βάλει όλη της την αγάπη προς τα πρόσωπά μας και το κορίτσι διέθετε ταλέντο με το καντάρι, όχι αστεία.

    Αντί απάντησης, άφησα κάτω το τάμπλετ και την έσφιξα στην αγκαλιά μου, προσπαθώντας -και μην καταφέρνοντας- να σταματήσω τα μάτια μου να πλημμυρίσουν με δάκρυα. Την έσφιξα δυνατά πάνω μου και τη χάιδεψα και αυτή η αγκαλιά δεν είχε τίποτα το ερωτικό, εκείνη την ώρα η μόνη μου ανάγκη ήταν μια επαφή, ένα τρυφερό χάδι, μια σφιχτή αγκαλιά. Το κατάλαβε και η ίδια και δεν έκανε καμία κίνηση να με φιλήσει, μόνο με έσφιξε και εκείνη με τη σειρά της και με χάιδεψε τρυφερά στο σβέρκο και την πλάτη. Δεν την άφησα να φύγει από την αγκαλιά μου μέχρι να καταφέρω να ανακτήσω τον έλεγχο των ματιών μου. Ακόμα και έτσι, όταν την άφησα, σκούπισα με το πίσω μέρος του χεριού μου τα τελευταία δάκρυα. Δεν τα έκρυψα, ήθελα να τα δει.

    - «Σε ευχαριστώ Αναστασία μου. Είναι υπέροχη, δεν έχω λόγια. Είναι υπέροχη, υπέροχη! Σε παρακαλώ να μου τη στείλεις, θέλω να την τυπώσω σε αφίσα και να την κάνω κορνίζα. Δεν έχω λόγια κορίτσι μου, είναι πραγματικό αριστούργημα!»
    - «Υπήρξαν φορές που… που ήθελα να τη σβήσω γιατί… γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω. Την αγαπούσα την Αγγελική, την αγαπούσα πολύ. Ναι, τη ζήλευα αλλά ποτέ μου δεν την φθόνησα. Όταν… όταν μου είπε η μαμά για… όταν μου είπε η μαμά για ποιο λόγο την είχες πάρει τηλέφωνο αλαφιασμένος ένιωσα… ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μα αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτό που ένιωσα όταν η μαμά δυο μήνες αργότερα, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε… μου είπε «Αναστασία μου, η Αγγελικούλα… έφυγε τα ξημερώματα.» Έκλαιγα και έκλαιγα και έκλαιγα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Είχα πέσει σε μια άβυσσο και βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά και δεν ήξερα… δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν… δεν άντεξα να κατέβω μαζί με το μπαμπά και τη μαμά στην… στην κηδεία της. Δεν… δεν άντεχα να τη δω… να τη δω… μα πάνω απ’ όλα δεν άντεχα να δω εσένα να πονάς.»
    - «Χαίρομαι που δεν το έκανες» της είπα προσπαθώντας σκληρά να μη με πάρουν τα ζουμιά.
    - «Ξέρω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να την αντικαταστήσω» μου είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Άλλος ένας σάκος με τούβλα στο κεφάλι μου.
    - «Αναστασία, κοίταξέ με! Κοίταξέ με σε παρακαλώ. Δεν είσαι αναπληρωματική, δεν είσαι ρεζέρβα. Με προσβάλει και μόνο η σκέψη ότι μπορεί να πιστεύεις πως σε βλέπω έτσι. Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ. Κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απώλεια ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον όταν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κάποιος τυχαίος αλλά η ίδια σου η σύντροφος. Αυτό το κομμάτι που έχασα ποτέ δε θα γεμίσει, γιατί χάθηκε μαζί με τον άνθρωπο που το γέμιζε. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται και γνωρίζεις και άλλους ανθρώπους που ο καθείς σε γεμίζει με διαφορετικό τρόπο, μοναδικό για τον καθένα. Μπορεί αυτό… αυτό που κάνουμε να είναι ένα τεράστιο λάθος. Δε με νοιάζει, μ’ ακούς; Δε με νοιάζει. Αυτό που με νοιάζει είναι… κάποτε… στο μέλλον, να είμαι για σένα μια όμορφη ανάμνηση. Το μέλλον δεν υπάρχει, το μέλλον είναι κάτι που θα υπάρξει. Η ζωή είναι στο παρόν, το παρελθόν δεν αλλάζει και το μέλλον δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το παρόν. Δεν θα μπορέσεις να αντικαταστήσεις την Αγγελική γιατί δεν είσαι εδώ μαζί μου για να την αντικαταστήσεις, είσαι εδώ μαζί μου και είμαι εδώ μαζί σου για ένα λόγο και μόνο: γιατί είσαι αυτή που είσαι, επειδή είσαι αυτή που είσαι.»
    - «Συγνώμη» μου είπε κατεβάζοντας και πάλι το κεφάλι της.
    - «Μη ζητάς συγνώμη» της είπα και συνέχισα τραγουδιστά, ελπίζοντας να μην με πάρει με τα σάπια λάχανα.

    Oh, won't you come with me
    and take my hand?
    Oh, won't you come with me
    and walk this land?
    Please take my hand!

    - “In-a-gadda-da-vida, baby” μου απάντησε με τη σειρά της τραγουδιστά.
    - «Άσε τα γκάντα και πάμε για μακαρονάντα» προσπάθησα να αστειευτώ.
    - «Και ότι έλεγα να ανάψω το αρκουδίσιο!» μου είπε πειρακτικά.
    - «Ορίστε, μας δουλεύει και το μειράκιο τώρα!»
    - «Θα το υποστείς!» μου δήλωσε με στόμφο και συνέχισε «Move it, move it!» και μου έριξε μια απαλή στα κωλομέρια.
    - «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, νεαρά!»
    - «Θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε!» μου είπε μιμούμενη τον Χλαπάτσα.
    - «Προχώρα βρωμερή σκουληκαντέρα!» της απάντησα στο ίδιο ύφος.
    - «ΑΧΝΕ, ταπείνωσέ με, ξευτέλισέ με, πέτα με στα βράχια» μου είπε μιμούμενη αυτή τη φορά εμένα, όταν η Αγγελική με μάλωνε για κάτι.

    «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις» δεν λένε; Καλά να τα πάθω!

    Όπως είχε πει σε μισή ώρα η μακαρονάδα ήταν έτοιμη και όχι μόνο αυτό αλλά είχε βγει και πολύ νόστιμη. Ήπιαμε ένα κουτάκι μπύρας ο καθένας μας και όταν τελειώσαμε την άφησα για να παίξει με το laptop της και ανέβηκα πάνω. Ο Ράντι ήταν ακόμα στον κήπο και δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να ανέβει, οπότε πήγα στο κρεββάτι μου και έπεσα ξερός. Ξύπνησα γύρω στις 18:00 και, δεδομένης της αποψινής εξόδου, έπρεπε να βγάλω το Ράντι τη βόλτα του καθώς λογικά θα γυρνάγαμε μετά τα μεσάνυχτα. Ντύθηκα στα γρήγορα και κατεβαίνοντας χτύπησα το κουδούνι της Αναστασίας.

    - «Πάω μια βόλτα το Ράντι γιατί το βράδυ θα γυρίσουμε αργά. Θέλεις να έρθεις;»
    - «Θα προλάβω μετά να ετοιμαστώ;»
    - «Εννοείται βρε, δε θα είναι μεγάλη βόλτα όπως χθες, το πολύ σε μία ώρα θα έχουμε γυρίσει πίσω. Εκτός και αν θέλεις να κάτσεις να παίξεις με το λάπτοπ σου!»
    - «Χιχιχι, είναι υπέροχο το θηριάκι μου αλλά μπορεί να ζήσει και μια ώρα χωρίς εμένα. Θα με περιμένεις να αλλάξω;»
    - «Βεβαίως. Θα είμαι κάτω» της είπα και κατέβηκα στον κήπο. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει στο γκαζόν δίπλα από τη μπανιέρα του. Πετάχτηκε σαν ελατήριο όταν είδε το σαμάρι του και όπως πάντα άρχισε να κάνει σαν τρελός από την ανυπομονησία.

    Όταν κατέβηκε και η Αναστασία ξεκινήσαμε τον περίπατό μας. Αυτή τη φορά, μιας και ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα και είχε κόσμο, του είχα φορέσει και το λουρί. Κατεβήκαμε ανάποδα την Όθωνος και πήγαμε πίσω από το σταθμό. Προχωρήσαμε προς το αδιέξοδο και εκεί έλυσα το λουράκι του Ράντι αφήνοντάς τον να πηδήσει στο χαντάκι που ήταν γεμάτο θάμνους για να εξερευνήσει και να κάνει την ανάγκη του και συνεχίσαμε με την Αναστασία μέχρι που φτάσαμε στο τέρμα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και μας βρήκε και ο Ράντι και περνώντας του το λουρί περάσαμε πίσω από το δρόμο, το αδιέξοδο είναι για αυτοκίνητα, όχι για πεζούς. Κάναμε το γύρο του τετραγώνου και περίπου σαράντα λεπτά από την ώρα που ξεκινήσαμε είχαμε γυρίσει πίσω. Ο Ράντι δεν έδειξε διάθεση να ανέβει στο διαμέρισμα και έτσι μπήκαμε μέσα μόνοι μας.

    - «Λοιπόν, γύρω στις 21:00 θα περάσω να σε πάρω, να είσαι έτοιμη!»
    - «Θα είμαι!» μου υποσχέθηκε χαμογελαστή.

    Πήρα την αδερφή μου στο τηλέφωνο και της μίλησα και μετά βγήκα στη βεράντα με το βιβλίο που διάβαζα εκείνες τις μέρες και ευτυχώς που είχα βάλει alarm στις 20:30 αλλιώς θα είχα ξεχαστεί τελείως. Της είχα πει ότι θα περάσω στις 21:00 αλλά για εμένα το μισάωρο ήταν αρκετό και για να κάνω ντουζ και για να ξυριστώ και για να ετοιμαστώ. Φόρεσα ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και από πάνω ένα σπορ γκρι ανοιχτό σακάκι με το αντίστοιχο παντελόνι. Μου έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και, όταν βεβαιώθηκα ότι όλα ήταν εντάξει, κατέβηκα από το ασανσέρ και πετάχτηκα στην Πλατεία Πλατάνου και από τον ανθοπώλη πήρα ένα όμορφο μωβ τριαντάφυλλο. Πέντε λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά από την πόρτα της.

    Δεν ήταν υπερβολή να πω ότι μου κόπηκε η ανάσα όταν την είδα. Ήταν σαν άγγελος. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα αρχαιοελληνικού στυλ, δεν έχω άλλες λέξεις να το περιγράψω, μακρύ μέχρι τους αστράγαλους, με ένα απίθανο, αποκαλυπτικό όσο πρέπει, ντεκολτέ που τόνιζε υπέροχα το στήθος της. Και όχι δεν υπερβάλλω, πραγματικά μου κόπηκε η ανάσα, σχεδόν ξέχασα να της δώσω το τριαντάφυλλο.

    - «Το πιο όμορφο λουλούδι για το πιο όμορφο λουλούδι» της είπα και μπορεί να ήταν κλισέ του κερατά αλλά το πρόσωπό της έλαμψε. «Είσαι πραγματικά υπέροχη»

    - «Σ’ αρέσει;» με ρώτησε χαμογελαστή κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.
    - «Έχεις βαλθεί να με αποτρελάνεις, έτσι;»
    - «Λίγο μόνο!» μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. «Αντώνη, ποιανού είναι η μηχανή;»
    - «Του γείτονα» της απάντησα κοροϊδευτικά.
    - «Δική σου είναι;»
    - «Ναι, την πήρα αρχές του καλοκαιριού.»
    - «Δεν είχα ιδέα, δεν είπες και τίποτα στην Κέρκυρα!»
    - «Δεν το έφερε η συζήτηση. Λοιπόν, έμπα στο αυτοκίνητο να ξεκινήσουμε!»

    Με τον Ράντι να κάνει και πάλι τον σκοπό στην πύλη βγήκαμε έξω αλλά δεν ανέβηκα προς την Κηφισίας, συνέχισα ευθεία μέχρι να βγούμε στην Τατοΐου και από εκεί φτάσαμε μέχρι τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης. Το αυτοκίνητο ήταν πλήρως φορτισμένο και ήθελα να νιώσω και πάλι την αδρεναλίνη της επιτάχυνσης γιατί έχω να το λέω, επιτάχυνε σχεδόν σαν dragster.

    - «Ουάοοοοου!» φώναξε η Αναστασία όταν βγήκαμε στην Εθνική και μπόρεσα να πατήσω το γκάζι. Ουάου δε θα πει τίποτα, δεν χρειάστηκε ούτε 12 δευτερόλεπτα για να φτάσει τα 200 χιλιόμετρα την ώρα, όπου εκεί έκοψα και άφησα να πέσει γύρω στα 120.
    - «Και μπράβο μου» είπα συγχαίροντας τον εαυτό μου για την επιλογή αυτοκινήτου.
    - «Καλέ τι ήταν αυτό; Σαν αεροπλάνο που απογειώνεται!» είπε εντυπωσιασμένη η Αναστασία.
    - «Μόνο που αύριο θα πάμε για μπάνιο με το τζιπάκι γιατί θα έχουμε μαζί μας και το τριχωτό μαμούθ!»
    - «Αν ήταν να πάμε χωρίς τον Ράντι, θα προτιμούσα να πάμε με τη μηχανή» μου εξομολογήθηκε.
    - «Με τη μηχανή δε θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας το ψυγειάκι και πίστεψέ με, εκεί που θα πάμε θα το χρειαστούμε αλλιώς θα κορακιάσουμε»

    Καθότι Σαββατόβραδο και με καλοκαιρινό καιρό μετά την Κηφισιά η κίνηση άρχισε να πυκνώνει. Ομοίως σχετικά πυκνή κίνηση είχε και η Αττική οδός και ακόμα χειρότερη ήταν η Βάρης-Κορωπίου, με αποτέλεσμα να μας πάρει κοντά στη μία ώρα και κάτι για να φτάσουμε. Έχοντας κάνει κράτηση, καθίσαμε αμέσως στο τραπέζι μας.

    - «Τι προτείνεις;» με ρώτησε.
    - «Κατά σειρά προτίμησης, αστακομακαρονάδα, καραβιδομακαρονάδα και γαριδομακαρονάδα. Αν θες ψάρι, θα σου προτείνω συναγρίδα.»
    - «Εσύ τι θα πάρεις;»
    - «Αστακομακαρονάδα, εδώ φτιάχνουν την καλύτερη απ’ όλα τα μέρη που έχω δοκιμάσει»
    - «Sold! Τι θα πιούμε;»
    - «Εγώ θα πάρω μοσχοφίλερο. Αν δεν θέλεις κάτι αλκοολούχο, πάρε αναψυκτικό. Μπύρα δε θα σου πρότεινα, εμένα τουλάχιστον δεν μου δένει γευστικά με την αστακομακαρονάδα»
    - «Ωραία, θα δοκιμάσω κι εγώ κρασί και αν δεν μ’ αρέσει θα πάρω αναψυκτικό»
    - “That’s the spirit”

    Η αστακομακαρονάδα ήταν όπως πάντα αριστουργηματική, πράγμα με το οποίο συμφώνησε με ενθουσιασμό και η Αναστασία. Ήπιε και εκείνη κρασί και μπορεί να μην παραπονέθηκε αλλά δεν έδειξε τον ίδιο ενθουσιασμό. Η ώρα πάντως πέρασε πολύ ευχάριστα και γύρω στις 12:00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά δεν βρήκαμε ιδιαίτερη κίνηση και 40 λεπτά αργότερα φτάσαμε σπίτι. Μπήκαμε μέσα και αυτή τη φορά ο Ράντι μας ακολούθησε. Όταν φτάσαμε στο δεύτερο όροφο, σταμάτησα.

    - «Μην βγάλεις το φόρεμά σου ακόμα. Κατεβαίνω σε λίγο». Η Αναστασία δεν απάντησε, μόνο ένευσε καταφατικά με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της. Ανέβηκα πάνω και άνοιξα την πόρτα της βεράντας για να μπορεί ο Ράντι να βγει έξω. Τον άφησα στο διαμέρισμά μου και χωρίς καν να ξεντυθώ κατέβηκα στο διαμέρισμα της Αναστασίας, η οποία είχε αφήσει την πόρτα της ανοιχτή. Μπήκα μέσα και τη βρήκα να με περιμένει. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και την πλησίασα. «Βάλε μουσική» της είπα. Όπως και εγώ έτσι κι εκείνη άκουγε Rock FM. Την ώρα εκείνη έπαιζε την “Carry” των Europe αλλά ήταν στα τελειώματά του. «Χορεύουμε;» τη ρώτησα. Αντί απάντησης έβγαλε τις γόβες που φορούσε και έμεινε ξυπόλητη και ήρθε προς τα μένα. Έβγαλα κι εγώ τα παπούτσια μου και την πήρα στην αγκαλιά μου ενώ από το ράδιο ακούγονταν οι πρώτες νότες του Cat People. «Πέρασες όμορφα;»
    - «Ναι! Ήταν τόσο όμορφο το μέρος, για να μην αναφέρω το φαγητό! Εσύ;»
    - «Εμένα πάνω απ’ όλα μου άρεσε η παρέα» της απάντησα και τα χείλη μας βρέθηκαν και πάλι κολλημένα, με τα χέρια της σταυρωμένα πίσω από το σβέρκο μου και τα δικά μου να τη χαϊδεύουν στην πλάτη και στη μέση. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, όταν τραβήχτηκα απαλά έπαιζε το “Hell is living without you”. «Έχω μια ιδέα, πήγαινε μέσα να αλλάξεις.»
    - «Τι να βάλω;»
    - «Βάλε τη φόρμα σου και ντύσου καλά και από πάνω. Θα σε πάω μια βόλτα με τη μηχανή!»
    - «Ναιιιιιιιιιιι» μου απάντησε σχεδόν χοροπηδώντας.
    - «Πάω να αλλάξω και κατεβαίνω, περίμενέ με εδώ»

    Ανέβηκα πάνω και άλλαξα στα γρήγορα. Πήγα στο αποθηκάκι μου και πήρα το κράνος μου και το κράνος της Αγγελικής. Είχα πουλήσει την παλιά μου μηχανή πριν 2,5 χρόνια με σκοπό αργότερα να πάρω μια μεγάλη touring αλλά με πρόλαβε ο χαμός της. Μόλις τον Ιούνη είχα πάρει την καινούργια μου μηχανή αλλά δεν ήταν touring, ήταν και πάλι Vulkan, ήμουν ερωτευμένος με δαύτη. Η Αγγελική, αν εξαιρέσεις ότι είχε μικρότερο στήθος, είχε πάνω κάτω τον ίδιο σωματότυπο με την Αναστασία καθώς και το ίδιο ύψος, οπότε δεν είχα αμφιβολία ότι το κράνος θα της έκανε μια χαρά. Κατέβηκα και η Αναστασία με περίμενε στην πόρτα της. Κατεβήκαμε και οι δύο στον κήπο και ανεβήκαμε στη μηχανή. Πήρα το δρόμο προς την Πεντέλη. Ευτυχώς η Αναστασία με είχε ακούσει και είχε ντυθεί καλά καθώς, πέραν του ότι ήμασταν με τη μηχανή, εκεί που θα πηγαίναμε είχε ψύχρα.

    Η μηχανή είναι άλλο πράγμα, τελεία. Καλό το αυτοκίνητο αλλά ρε παιδί μου την αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει δεν μπορεί να στη δώσει κανένα αυτοκίνητο. Δεν ξέρω, είναι άλλο πράγμα να νιώθεις την ταχύτητα όχι μόνο από την αίσθηση της επιτάχυνσης αλλά και από το με πόση δύναμη σε χτυπάει ο αέρας. Η μηχανή είναι σαν το άγριο άλογο, την αγκαλιάζεις, γίνεσαι ένα με το σώμα της. Με την Αναστασία να με κρατάει σφιχτά από τη μέση και μισή περίπου ώρα αργότερα φτάσαμε στο σημείο που ήθελα.

    Γενικά στον πίσω δρόμο της Πεντέλης έχει πολλά μέρη για να πας αλλά τέτοια ώρα αρχίζει και πιάνει «πελατεία». Στο μέρος που ήξερα μπορούσες να πας μόνο με μηχανή, η καβάτζα ήταν απόμερη και δεν την ήξερε ο κόσμος. Το σημείο κρυβόταν από το δρόμο και είχε υπέροχη θέα προς την πόλη. Σταμάτησα και έβγαλα το κράνος μου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Κατεβήκαμε από τη μηχανή και πήγαμε μέχρι την άκρη για να της δείξω την υπέροχη θέα.

    - «Γουάο» ήταν η πρώτη της αντίδραση. Την αγκάλιασα από τη μέση.
    - «Χαίρομαι που σ’ αρέσει!»
    - «Σ’ ευχαριστώ!»
    - «Για ποιο πράγμα;»
    - «Για τις δύο τελευταίες μέρες, είναι οι ομορφότερες που έχω περάσει στη ζωή μου»
    - «Χαίρομαι που σ’ αρέσει αν και νομίζω ότι υπερβάλεις.»
    - «Καθόλου!» είπε και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. «Καθόλου» επανέλαβε.

    Την ένιωσα και πάλι να λιώνει στο φιλί μου αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Το φιλί έγινε πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Είχα καυλώσει, το χέρι μου άρχισε να ταξιδεύει και πάλι στο σώμα της. Της κατέβασα το φερμουάρ του πάνω μέρους της φόρμας και τη χούφτωσα πάνω από το κοντομάνικο που φορούσε από μέσα. Ένιωσα τις ρώγες της να θέλουν να το τρυπήσουν. Σταμάτησα το φιλί και της σήκωσα τη μπλούζα απελευθερώνοντας τα στήθη της από τη φυλακή τους. Έσκυψα και άρχισα να πιπιλάω εναλλάξ τις ρώγες της ενώ η Αναστασία μου χάιδευε τα μαλλιά. Την γύρισα με την πλάτη προς τα μένα και φιλώντας την στο σβέρκο χούφτωσα δυνατά και τα δυο της στήθη και άρχισα να τα μαλάζω. Το όργανό μου είχε γίνει πύραυλος και τριβόταν πίσω της. Με μια κίνηση της κατέβασα το κάτω μέρος της φόρμας και το κιλοτάκι, και εξακολουθώντας να την έχω με την πλάτη προς τα μένα, άρχισα να της παίζω με τα δάχτυλα το μουνάκι.

    Γύρισε ελαφρά προς το μέρος μου και πήρε το αριστερό μου χέρι που ήταν στη μέση της και το έφερε στο αριστερό της στήθος. Αύξησα την ένταση του παιχνιδιού μου με το μουνάκι της ενώ το αριστερό μου χέρι πότε χούφτωνε και πότε την τσιμπούσε στη ρώγα. Οι κοφτές ανάσες της έγιναν γρήγορα αναστεναγμοί και οι αναστεναγμοί γίναν βογγητά ολοένα και μεγαλύτερης έντασης. Το χέρι μου άφησε το στήθος της και ανέβηκε και της έκλεισε το στόμα, προσέχοντας να αφήσει τη μύτη της ελεύθερη. Το σώμα της άρχισε να τραντάζεται και πάλι και τα πνιχτά της βογγητά πολλαπλασιάστηκαν.

    «MMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMM»
    «MMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMM»
    «MMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMM»

    Ένιωσα το χέρι μου ξαφνικά να γεμίζει υγρά, η Αναστασία είχε σκουιρτάρει και πάλι. Μην αφήνοντας να βρει τις ανάσες της, κατέβασα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και την έβαλα να σκύψει πάνω στη μηχανή. Μπήκα μέσα της πισωκολλητά και ένιωσα λες και τον έβαζα σε λιωμένο βούτυρο. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε καθώς είχα ξεχαστεί και δεν της είχα κλείσει το στόμα, πράγμα που έκανα αμέσως τραβώντας την ταυτόχρονα προς τα πίσω και σηκώνοντάς την όσο περισσότερο όρθια μπορούσε στις εν λόγω περιστάσεις. Όπως και τις προηγούμενες φορές η απίστευτη αίσθηση του οργάνου μου μέσα στον κόλπο της με έκανε πολύ γρήγορα να το χάσω και να μπαινοβγαίνω μέσα της σα μανιακός ενώ τα πνιχτά της «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» άρχισαν και πάλι να αυξάνουν τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση. Ούτε που κατάλαβα για πότε μου ήρθε ο οργασμός μου και ήταν τόσο έντονος που σχεδόν έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Το χέρι μου χαλάρωσε και αυτή τη φορά το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» του οργασμού της ακούστηκε σχεδόν σαν ουρλιαχτό ενώ το όργανό μου μέσα της άδειαζε με ατελείωτους σπασμούς ηδονής, τόσο έντονης που πραγματικά κόντεψα να μείνω.

    Την άφησα και τραβήχτηκα από πίσω της πασχίζοντας να βρω τις ανάσες μου, ένιωσα σα να έχω τρέξει 400άρι σε ύψος 5 χιλιομέτρων. Χρειάστηκε να σκύψω και να πιάσω τα γόνατά μου, πραγματικά κόντεψα να καταρρεύσω σε βαθμό που η Αναστασία τα χρειάστηκε.

    - «Αντώνη; Αντώνη, είσαι καλά;»
    - «Υπέροχα. Βλέπω μια πανέμορφη καστανομάλλα Βαλκυρία, πρέπει να είμαι στη Βαλχάλα!»
    - «Έλα μωρέ Αντώνη, με κοψοχόλιασες!»
    - «Καλά είμαι μωρό μου, απλά ήταν τόσο έντονο που την άκουσα στέρεο»
    - “Boomer” μου είπε πειρακτικά.
    - «Είδαμε και το gen-Z πόσο ψύχραιμα το πήρε. Μωρέ αν δεν άρχισε πάλι τα γαβγίσματα ο Ράντι και ας είναι από την πίσω πλευρά του βουνού, να μην με λένε Αντώνη!»
    - «Υπονοείς ότι εγώ έκανα χθες τον Ράντι να γαβγίζει;»
    - «Δεν το υπονοώ» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
    - «Θεούλη μου, ρεζίλι γίναμε!»
    - «Μη φοβάσαι, το σπίτι μου έχει εξαιρετική ηχομόνωση»
    - «Και τότε γιατί με έφερες στις ερημιές; Ε;»
    - «Γιατί αν ήμουν στο δικό σου διαμέρισμα θα έπρεπε να σου βάλω μονωτική ταινία στο στόμα!»
    - «Μμμ, κρυάδες!»
    - “Better safe than sorry, που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι!”
    - «Θα σου έκανε καρδιά να μου βάλεις μονωτική ταινία;» με ρώτησε παραπονιάρικα.
    - «Καλά, δε θα σου βάλω μονωτική ταινία. Το γκαγκ κάνει την ίδια δουλειά» την πείραξα.
    - «Γκαγκ; Τι είναι αυτό;»
    - «Θα σου πω όταν μεγαλώσεις» της απάντησα πειρακτικά. «Ορίστε, οι περιπέτειες στο βουνό μου φέρνουν λιγούρα. Κερνάω κρέπα, ψήνεσαι;»
    - «Όχι ιδιαίτερα να σου πω την αλήθεια αλλά για ένα παγωτάκι δε θα έλεγα όχι!»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι.»

    Φτιάξαμε τα ρούχα μας και ανεβήκαμε στη μηχανή. Μισή ώρα αργότερα -και αφού σταματήσαμε στο περίπτερο απέναντι από τον τροχονόμο για να πάρουμε παγωτά- γυρίσαμε σπίτι. Αν και ήθελα σαν τρελός να κοιμηθούμε και πάλι αγκαλιά, συγκράτησα τον εαυτό μου γιατί δεν ήθελα να γίνει συνήθεια. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανέβηκα στο διαμέρισμά της μόνο για να φάω το παγωτό και αφού της είπα ότι αύριο θα φεύγαμε γύρω στις 11:00, την φίλησα καληνυχτίζοντάς την και ανέβηκα πάνω, όπου με περίμενε ο Ράντι κάνοντάς μου παράπονα που τον είχα αφήσει όλο το βράδυ μονάχο. Τι να κάνω, έκατσα άλλη μια ώρα για να παίξω με το μούργο και μετά πήγα ντουγρού στο κρεββάτι μου και ξεράθηκα.

    Κατάφερα να μην ξυπνήσω πριν τις 10:30 πράγμα που πολύ το ευχαριστήθηκα. Ήθελα καφεδάκι και αποφάσισα να παραγγείλω από το internet καθότι βαριόμουν να φτιάξω. Πριν παραγγείλω, πήρα τηλέφωνο την Αναστασία και κρίνοντας από το πόσο άργησε να απαντήσει, κοιμόταν του καλού καιρού.

    - «Καλημέρα μειράκιο. Θα παραγγείλω καφεδάκι, θέλεις να πάρω και για σένα;»
    - «Καλημέρα boomer» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Από που θα πάρεις;»
    - «Έχει σημασία μωρέ;»
    - «Θέλω Starbucks» μου δήλωσε.
    - «Τι να σε κάνω; Θα πάρω από εκεί» της είπα και την έβαλα να επαναλάβει τρεις φορές τι ήθελε.
    - «Καφές είναι μωρέ αυτός ή το χριστουγεννιάτικο σπέσιαλ;»
    - «Καφέ! Καφέ! Καφέ!» άρχισε τα συνθήματα.
    - «Μ’ έσκασες βάσανο! Λοιπόν, τον παραγγέλνω, ετοιμάσου, όταν μας έρθει θα ξεκινήσουμε»
    - «Με την τσίμπλα στο μάτι;»
    - «Και με το αποτύπωμα της παλάμης μου στο κωλαράκι σου, αν χρειαστεί!»
    - «ΑΧΝΕ, χτύπησέ με, ταπείνωσέ με, πέτα με στα βράχια»
    - «Κάτσε καλά σπόρε γιατί εκεί που θα πάμε *έχει* βράχια!»
    - «Ναιιιιιιιιιιιιιι!» απάντησε ενθουσιασμένη. «Ετοιμάζομαι! Πετάω!»

    Χαμογελώντας ακόμα σα χαζός παράγγειλα τους καφέδες μας. Ο Ράντι για τέτοιες διαδρομές δεν χρειαζόταν πλέον το σιρόπι για τη ναυτία, ωστόσο αντί για το συνηθισμένα του τρία κιλά barf, του έβαλα τις κροκέτες, τη μισή ποσότητα από το βραδινό του.

    - «Μη με κοιτάς έτσι μούργο, έχουμε βόλτα με το αυτοκίνητο» του είπα όταν με κοίταξε αποδοκιμαστικά αφού του έβαλα την κατσαρόλα του. «Γουφ» με μάλωσε. «Φάε ρε κέρατο!» του είπα και μετά από ένα δεύτερο αποδοκιμαστικό «γουφ» έσκυψε να φάει, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

    Ήθελα πάλι τσιγάρο, και παίρνοντας από το συρτάρι του γραφείου μου ένα, βγήκα να το καπνίσω στο μπαλκόνι. Πριν προλάβω να τραβήξω δεύτερη τζούρα, χτύπησε το κουδούνι μου. Άφησα το τσιγάρο στο τασάκι και πήγα να ανοίξω. Η μικρή μπήκε μέσα με φόρα και όταν έκλεισα την πόρτα με τράβηξε πάνω της και με φίλησε και ανταπέδωσα με τον δέοντα ενθουσιασμό. Φορούσε ένα υπέροχο φλοράλ και από μέσα το μαγιό της.

    - «Βαριόμουν να κάθομαι μονάχη» μου δήλωσε. «Ήρθε ο καφές; Θέλω καφέ!»
    - «Έχω προχθεσινό γαλλικό αν βιάζεσαι»
    - «ΙΙΙΙΧ, όχι! Θα περιμένω. Ραντουλίνι μουυυυυυυυυυυ» φώναξε και πήγε να κάνει χαρές στο κοπρόσκυλο, που άλλο δεν ήθελε και λίγες στιγμές αργότερα το έριξαν στο ταγκό καθώς ο Ράντι έχει μια αγάπη στο να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω σου.
    - «Σιγά βρε κοπρίτη, θα το διαλύσεις το κορίτσι!» μάλωσα τον Ράντι και αφήνοντάς τους γύρισα στη βεράντα να συνεχίσω το τσιγάρο μου. Δύο λεπτά αργότερα ήρθαν και οι δυο τους, ο Ράντι πήγε και ξάπλωσε στην αγαπημένη του θέση ενώ η Αναστασία κάθισε δίπλα μου.
    - «Είδα τι είναι το γκαγκ»
    - «Οκ…» είπα αβέβαιος.
    - «Άβολο. Χάθηκαν τα μαντίλια;» συνέχισε πειρακτικά.
    - «Χαλάω εγώ χατίρια;» της απάντησα στον ίδιο τόνο.
    - «Φρόνιμα, μας βλέπει το παιδί!»
    - «Προχθές που τα πέταξες όλα στο σαλόνι τί νόμιζες, ότι τον έστειλα κινηματογράφο;» της είπα αλλά πριν προλάβει να απαντήσει χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει οι καφέδες; “Saved by the bell” συνέχισα κοροϊδευτικά και πήγα και άνοιξα την πόρτα.

    Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν κάτω. Βάλαμε τα πράγματα στο πορτπαγκάζ και ανοίγοντας την πίσω πόρτα ο Ράντι μ’ ένα σάλτο μπήκε στο πίσω κάθισμα και αφού στριφογύρισε δυο-τρεις φορές, δείχνοντας εντυπωσιακή ευελιξία καθότι ο ίδιος έπιανε σχεδόν και τις τρεις θέσεις πίσω, ξάπλωσε αναστενάζοντας, κάνοντας την Αναστασία να βάλει τα γέλια. Αυτή τη φορά δεν είχε βόλτες, μπήκαμε στην Αττική οδό από το δαχτυλίδι στο Μαρούσι και 50 λεπτά αργότερα, βγήκα από την παραλιακή και μπήκα σε ένα κατσικόδρομο ο οποίος εκ πρώτης όψεως δεν έμοιαζε να βγάζει πουθενά. Την καβάτζα την ξέρουν ελάχιστοι και έτσι δεν απόρησα που σταματώντας δεν ήταν κανένα άλλο αυτοκίνητο, όχι ότι χωρούσαν εκεί περισσότερα από τρία-τέσσερα. Άνοιξα την πίσω πόρτα και ο Ράντι πήδηξε έξω.

    - «Πάρε σε παρακαλώ τις τσάντες με τα πράγματα» της είπα καθώς εγώ πήρα το φορητό ψυγείο. Με είχε ακούσει και είχε φορέσει αθλητικά παπούτσια, είχε κατάβαση μέχρι να φτάσουμε στο νερό και δεν ήταν για πέδιλα. Ο Ράντι άρχισε να κατεβαίνει πρώτος και ακολουθώντας τον κατεβήκαμε προσεκτικά μέχρι που φτάσαμε κάτω. Η Αναστασία στην αρχή χάζεψε και μετά άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένη. Η παραλία ήταν μικρή, 5-6 μέτρα, περικυκλωμένη από βράχια, στρωμένη με βότσαλα και βάθαινε απότομα, τέσσερα-πέντε βήματα και δεν πατούσες. «Αν θες να κάνεις βουτιές, από τα αριστερά καθώς ο βράχος βυθίζεται απότομα στη θάλασσα και το σημείο είναι βαθύ, πάνω από πέντε μέτρα. Από δεξιά, έχει βράχια μέσα στο νερό.
    - «Αργότερα» μου είπε χωρίς ωστόσο να μπορεί να κρύψει την έξαψή της.
    - «Επίσης αν θες μπορείς να κάνεις και γυμνισμό, εγώ τουλάχιστον θα τα πετάξω όλα»
    - «Θα είσαι φρόνιμος;»
    - «Θα σας ειδοποιήσουμε!» της απάντησα κλέβοντας τις απαντήσεις από τα σχετικά meme και κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Αμάν, ξέχασα να φέρω το δοχείο με το νερό του Ράντι!»
    - «Αφού σε είδα με τα μάτια μου να το βάζεις στο πορτπαγκάζ!»
    - «Δεν το ξέχασα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο το ξέχασα. Επιστρέφω σε λίγο, στρώσε σε παρακαλώ τις ψάθες» της είπα και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία ανέβηκα πάνω να φέρω το «μικρό» δοχείο με το νερό του, και λέω «μικρό» γιατί ήταν αυτό των πέντε λίτρων και όχι το θηρίο των δέκα. Όταν κατέβηκα και πάλι κάτω του έβαλα να πιει και όταν τελείωσε, πήρα το δοχείο και αφού έδεσα στο λαιμό του ένα σχοινί, έδεσα το σχοινί σε μια πέτρα και το βύθισα δίπλα από τα δεξιά βράχια για να παραμείνει δροσερό. «Να σου πω, ξέρω ότι είσαι εξαιρετική κολυμβήτρια αλλά μην ανοιχτείς πολύ, μέσα έχει δυνατά ρεύματα. Δεν χρειάζεται άλλωστε, το νερό εδώ είναι πολύ βαθύ, 20 μέτρα μέσα και σχεδόν δεν βλέπεις τον πάτο»
    - «Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή. «Έλα να σου βάλω αντηλιακό». Κάθισα και αφού με ψέκασε καλά-καλά, μου άλειψε το αντηλιακό και σε στέρνο, χέρια και ώμους αλλά και στην πλάτη μου. «Ψιτ, φρόνιμα» με πείραξε καθώς το όργανό μου είχε γίνει και πάλι κατάρτι. Το ότι χρειάστηκε να την αλείψω κι εγώ όταν τσιτσιδώθηκε με τη σειρά της, δεν βοήθησε την κατάσταση, θαρρείς πως όλο το αίμα μαζεύτηκε σε ένα σημείο.

    Γι’ αυτό μ’ αρέσει το κρύο το νερό. Η Αναστασία από την άλλη -που είναι πολύ κρυουλιάρα- δε χάρηκε καθόλου όταν έκανε τη γνωριμία της με το νερό της εν λόγω παραλίας αλλά τι να κάνει, έσφιξε τα δόντια και βούτηξε κάνοντας μερικές απλωτές μέχρι να ζεσταθεί. Ο Ράντι είχε κάτσει στην άκρη της παραλίας και μας γάβγιζε καθώς τα βαθιά νερά δεν είναι του γούστου του. Βγήκα προς τα έξω και με κάποια δυσκολία κατάφερα να τον πείσω να έρθει και αυτός εκεί που ήμουν. Βγήκα ακόμα πιο πολύ προς τα έξω σε σημείο που ο Ράντι πάτωνε, δηλαδή δύο βήματα από την άκρη του νερού και βρήκε την ευκαιρία και ήρθε και μου έγλειψε το αριστερό αυτί. Μετά αποφάσισε ότι αρκετά για την ώρα και πήγε και κάθισε με τον κώλο μέσα στον νερό ξαπλώνοντας έξω μόνο τα μπροστινά του πόδια.

    Η Αναστασία, ακούγοντας τη συμβουλή μου, δεν απομακρύνθηκε περισσότερο από 30 μέτρα από την παραλία. Της κούνησα το χέρι και κάνοντας ένα εντυπωσιακό μακροβούτι ήρθε προς τα έξω κάνοντας όλη τη διαδρομή κάτω από το νερό. Καθισμένος στα βότσαλα σχεδόν στην άκρη του νερού, ήρθε και κάθισε μπροστά μου βασταζόμενη στα δυο της χέρια. Αν και είχε μόνο το κεφάλι της έξω τα στήθη της διακρίνονταν πεντακάθαρα μέσα στο κρυστάλλινο νερό, κάνοντας όλο το αίμα μου να ξαναμαζευτεί στο ίδιο σημείο.

    - «Είναι υπέροχη η αίσθηση χωρίς το μαγιό»
    - «Είναι, αν και δημιουργεί τεχνικά προβλήματα!»
    - «Όπως;»

    Αντί απάντησης άνοιξα τα πόδια μου και το ορθωμένο μου όργανο εμφανίστηκε σε όλη του τη δόξα.

    - «Σάτυρε!» μου είπε και μου πέταξε νερό στα μούτρα.
    - «Θα σε τσουρουμαδήσω!» την απείλησα και εκείνη τσιρίζοντας και γελώντας απομακρύνθηκε με απλωτές. Κολυμπούσε σα δελφίνι, δεν υπήρχε περίπτωση να την προλάβω οπότε δεν έκανα καν την προσπάθεια. «Έλα εδώ να φας το ξύλο σου σαν άντρας, άτιμη!» της είπα.
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Καλά, κι εγώ θα πιώ τον υπόλοιπο καφέ σου» της είπα και έκανα απειλητική κίνηση να βγω έξω από το νερό.
    - «Μην τολμήσεις!» με απείλησε.
    - “Watch me” της είπα
    - «Παραδίνομαι!» μου φώναξε και άρχισε να έρχεται προς τα έξω. Μπήκα κι εγώ προς τα μέσα μέχρι περίπου το ύψος του στήθους και όταν με έφτασε την πήρα στην αγκαλιά μου ενώ εκείνη σταύρωσε τα χέρια πίσω από το σβέρκο μου.
    - «Τι θα σε κάνω, μου λες;»
    - «Φιλάκιιιιιιιιι» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Έγειρα το κεφάλι μου και ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της. Η αίσθηση των γυμνών στηθών της στο στέρνο μου με καύλωσε και πάλι σε χρόνο ρεκόρ. Την άρπαξα από τους γλουτούς και αγκάλιασε τη μέση μου με τα πόδια της. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν πάλι μέσα στα στόματά μας. Αυτή τη φορά ήμουν εγώ που είπα «Σε θέλω».

    Με τη βοήθεια του ενός μου χεριού οδήγησα το όργανό μου το οποίο κυριολεκτικά γλίστρησε μέσα της προκαλώντας της ένα σιγανό βογγητό ηδονής. Άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της, με τα μέτωπά μας να ακουμπάνε. Η Αναστασία είχε κλειστά τα μάτια και δάγκωνε τα χείλη της. Το «στα όρθια» είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω έξω από το νερό καθότι δεν έχω ούτε την απαραίτητη σωματική δύναμη, ούτε την αντοχή. Μέσα στο νερό όμως, του έδωσα και κατάλαβε. Τα βογγητά της άρχισαν και πάλι να αυξάνουν σε συχνότητα και ένταση και η ιδέα ότι οποιαδήποτε στιγμή κάποιος θα μπορούσε να κατέβει και να μας πιάσει στα πράσα να πηδιόμαστε μέσα στο νερό έδινε αυτή την υπέροχη πικάντικη αίσθηση σε ένα έτσι κι αλλιώς υπέροχο κυρίως πιάτο.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Η Αναστασία άρχισε να κορυφώνει πριν από εμένα και ευτυχώς αυτή τη φορά ο Ράντι δε γαύγισε γιατί αν μας έπιαναν τα γέλια, πολύ δύσκολα θα το συνεχίζαμε. Αύξησα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου κάνοντας την να εντείνει ακόμα περισσότερο τα βογγητά της ηδονής της. Με έσφιξε τόσο δυνατά πάνω της που σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα και ήταν αυτό το οποίο από το πουθενά οδήγησε στην δική μου έκρηξη… δηλαδή τι έκρηξη, σειρά εκρήξεων, μία για κάθε ηδονικό σπασμό του οργάνου μου βαθιά μέσα της.

    Θα γίνω κουραστικός που το επαναλαμβάνω αλλά η αίσθηση του να τελειώνω μέσα στο μουνάκι της είχε τέτοια ένταση που δεν είχα γνωρίσει στα 25 χρόνια της ερωτικής μου ζωής, ούτε καν με την Αγγελική. Ήταν σαν η Αναστασία να είχε πλαστεί κατά παραγγελία των πιο ερωτικών μου φαντασιώσεων, των πιο κρυφών μου πόθων. Και δεν ήταν μόνο το απίστευτο κορμί της, ήταν το γλυκό της πρόσωπο, ήταν τα γελαστά της μάτια, ήταν τα λαμπερά της μαλλιά, ήταν η γλυκιά κοριτσίστικη φωνή της, ήταν το χαρούμενο και παιχνιδιάρικο πνεύμα της και το εξαιρετικά κοφτερό μυαλό της. Είχε όλα όσα επιθυμούσα σε μια γυναίκα σε ποσότητες που σχεδόν ξεχείλιζαν.

    «Μαλάκα, έχεις αρχίσει και ερωτεύεσαι την Αναστασία» ήταν η συνειδητοποίηση που μου ήρθε κατακέφαλα, σα να μου έγινε η αποκάλυψη.

    - «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα πίσω από το σβέρκο μου και τα πόδια της να αγκαλιάζουν τη μέση μου.
    - «Ότι με έχεις ξεμυαλίσει» της απάντησα ειλικρινά.
    - «Αχ, τέτοια μου κάνεις και μετά απορείς γιατί είμαι ερωτευμένη μαζί σου!»
    - «Εχμ, να σας υπενθυμίσω νεαρά ότι κατά τα λεγόμενά σας ήσασταν ερωτευμένη μαζί μου πριν σας τα κάνω αυτά!»
    - «Ε, τώρα έχω ακόμα περισσότερους λόγους!»
    - «Μουσίτσα!»
    - «Είμαι και φαίνομαι» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της.
    - «Τι θα σε κάνω, μου λες;»
    - «Θα με υποστείς!» μου δήλωσε, κάνοντάς με να χαχανίσω σαν ερωτευμένος έφηβος.

    Πιτσιρίκα ή όχι, με μέλλον ή χωρίς, το γέλιο είχε επιστρέψει στη ζωή μου και πάλι.

    --- ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  9. skia

    skia Contributor

    Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη. Αιτούμεθα πέντε πέντε τα κεφάλαια.
     
  10. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    @skia συμφωνώ. Αίσχος!
     
  11. skia

    skia Contributor

    @Mystique, κι όχι τίποτα άλλο. Έχει αφήσει και το Daybreak στη μέση. Πίσσα και πούπουλα!!!
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ποια μέση βρε αχάριστη, 670 σελίδες είναι στο word, carpal έχω πάθει με την πάρτη της Φοίβης!!!!

    χμμμ... δεν ακούστηκε καλά αυτό