Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Resurrection, ή Όσα έφερε το κύμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 19 Ιουνίου 2023.

  1. skia

    skia Contributor

    Α, δε ξέρω. Εδώ είναι 6 μόνο.
    Άκου αχάριστη!!!! Δε φτάνει που κάνουμε ακροατήριο, μας λένε κι αχάριστη.    
     
  2. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Τα λεφτά μας πίσω!!
    Ακροατήριο ενωμένο, ποτέ νικημένο!
     
  3. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Και όχι, δεν είμαι ο Κουτσούμπας.
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέτοχος είσαι αλλά δε θα πω σε τι, θα αφήσω τον κόσμο να αναρωτιέται για τις διαπλοκές σου!
     
  5. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

       

    Ούτε ποτό. Θα τα πληρώσετε όλα μέχρι το τελευταίο ευρώ.
    Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, θα υπάρξει και υπερχρέωση.
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο - Πιανίστας σε μπουρδέλο, not!

    Η Αναστασία γύρισε ξανά μέσα στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει με γρήγορες απλωτές φροντίζοντας ωστόσο να μην απομακρυνθεί πολύ. Έκανα κι εγώ ένα μακροβούτι αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχα τις αντοχές της, ούτε δέκα μέτρα δεν έκανα πριν χρειαστεί να βγω έξω για να πάρω ανάσα. Δεν έκανα δεύτερο, συνέχισα κι εγώ με απλωτές μέχρι που την έφτασα, πρέπει να ήμασταν σε απόσταση καμιά 30 μέτρα από την παραλία.

    - «Πόσο βαθιά είναι εδώ;» με ρώτησε.
    - «Δεν έχω ιδέα αλλά νομίζω ότι είναι πάνω από 10-15 μέτρα, κοίτα, ίσα που φαίνεται ο βυθός». Αντί απάντησης έκανε μια βουτιά και την έχασα για μισό λεπτό.
    - «Παραπάνω είναι» μου είπε όταν βγήκε. «Βούτηξα μέχρι που άρχισαν να πονάν τα αφτιά μου και δεν είχα φτάσει καν στη μέση. Πώς το ανακαλύψατε το μέρος;»
    - «Δεν το ανακαλύψαμε εμείς, η Αγγελική το είχε μάθει από κάποιον πρώην της, την πρώτη φορά που ήρθαμε οι δυο μας εδώ, τρομάξαμε να το βρούμε. Από τον δρόμο φαίνεται σαν πλάτωμα που είναι μπροστά στο γκρεμό και αν δεν ξέρεις ότι ο κατσικόδρομος βγάζει κάπου, δεν ρισκάρεις να κατέβεις αυτό το δρόμο με αυτή την κλίση. Εμείς να φανταστείς τις πρώτες φορές αφήναμε το αυτοκίνητο πάνω αλλά μια μέρα κατεβήκαμε και είδαμε κάποιο ζευγάρι που είχε κατέβει με αυτοκίνητο που δεν είχε ούτε καν τη μισή ροπή του δικού μας. Και καλύτερα έτσι να σου πω, από τη μία έχεις το κεφάλι σου ήσυχο ότι δε θα σου ανοίξει κανείς το αυτοκίνητο όσο είσαι εδώ και από την άλλη συνεχίζεις να κρατάς το μέρος κρυφό.»
    - «Εκεί που με πήγες χθες το βράδυ;» με ρώτησε πονηρά.
    - «Α, αυτό το ανακάλυψα μόνος μου ένα βράδυ που είχα βγει βόλτα με τη μηχανή. Θα γελάσεις, το βρήκα επειδή με έπιασε… κόψιμο στη μέση του πουθενά. Τι να σου πω, στάθηκα τυχερός, θα τολμούσα να πω ξεκωλώθηκα!» της είπα κάνοντάς τη να σκάσει γέλια.
    - «Μπα σε καλό σου, θα με κάνεις να πνιγώ!»
    - «Θα με υποστείς!» της είπα με τη σειρά μου.

    Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα αλλά η Αναστασία άρχισε να κρυώνει οπότε βγήκε έξω και ξάπλωσε για να κάνει ηλιοθεραπεία. Βγήκα κι εγώ προς τα έξω αλλά κάθισα μέσα στο νερό και ο Ράντι άρπαξε την ευκαιρία και ήρθε και με έγλειψε στα μούτρα. Μετά άρχισε να χτυπάει τα πόδια του στο νερό σα φώκια, κάνοντας την Αναστασία που μας έβλεπε να σκάσει στα γέλια. Της βγήκε ξινό γιατί ο Ράντι πήγε να της κάνει χαρές και επειδή ήταν βρεγμένος έριξε κι ένα τίναγμα κάνοντάς την σύσκατη και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που έβαλα τα γέλια.

    - «Έλα εδώ ρε μούργο, άσε το κορίτσι ήσυχο» του είπα και με έγραψε στα μεγαλοπρεπέστατα μαύρα παπάρια του και ξάπλωσε πάνω στην ψάθα μου γιατί θα του κακόπεφτε το βότσαλο του κυρίου. Είχα κορακιάσει από τη δίψα οπότε βγήκα και πήρα μια μπύρα από το ψυγειάκι. «Αναστασία, θέλεις μπύρα;»
    - «Μωρέ θέλω αλλά το στομάχι μου είναι άδειο!»
    - «Έχω φροντίσει εγώ γι’ αυτό δεσποινίς, τι προτιμάτε, γαλοπούλα, ζαμπόν ή σολομό;»
    - «Σολομό!» μου απάντησε με ενθουσιασμό. Έβγαλα από το ψυγειάκι δύο καναπεδάκια και της τα έδωσα με μια χαρτοπετσέτα. Πήρα και δύο με γαλοπούλα για λογαριασμό μου και σε λίγο μασουλούσαμε ντουέτο, πράγμα το οποίο πολύ κακοφάνηκε στον Ράντι που τον είχαμε αφήσει στην απ’ έξω και ήρθε να μας κάνει το ζήτουλα. Δεν τον είχα ξεχάσει ούτε αυτόν, άνοιξα το ψυγειάκι και έβγαλα ένα τάπερ στο οποίο είχα κόψει ένα ολόκληρο σαλάμι για σκύλους και του έδωσα το μισό και αφού το έκανε δυο χαψιές ήρθε πάλι να μας κοιτάζει παρακλητικά σαν τον φτωχό συγγενή που τον έχουμε πετάξει έξω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
    - «Ουφ, τον λυπάμαι τον φουκαρά!»
    - «Του έδωσα μισό σαλάμι του κιλού. Μη του δίνεις θάρρος»

    Ανοίξαμε τις μπύρες μας και ήπιαμε μερικές γουλιές. Ο Ράντι κλαψούρισε και κατάλαβα ότι διψούσε. Έβγαλα το δοχείο του που το είχα βυθίσει μέσα στη θάλασσα για να κρατηθεί δροσερό, άλλαξα καπάκι και του το έβαλα στην ποτίστρα του. Από τα 4,5 λίτρα που είχε αρχικά, η στάθμη έπεσε κάτω από το μισό, έπινε νερό κανένα τρίλεπτο να πούμε. Όταν τελείωσε άλλαξα πάλι καπάκι και το ξαναέβαλα στη θάλασσα.

    - «Έχω μια ιδέα» της είπα «αλλά θα χρειαστεί να φύγουμε από εδώ νωρίτερα»
    - «Τι ιδέα;»
    - «Χθες σε πήγα στο ένα βουνό, σήμερα να σε πάω στο άλλο. Λέω να γυρίσουμε σπίτι να ξενταλακιάσουμε και από τον ήλιο και νωρίς το απογευματάκι να ανέβουμε στην Πάρνηθα. Θα πάρουμε και τον Ράντι μαζί μας να τον ξαμολύσω να τρέξει λίγο να ξελυσσάξει»
    - «Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα να τον πάρουμε μαζί; Είχα διαβάσει κάπου ότι υπάρχουν λύκοι και να μην πηγαίνει ο κόσμος με τα κατοικίδιά του.»
    - «Αφενός δεν είναι χειμώνας και αφετέρου σε συνάντηση μεταξύ Ράντι και λύκων, αυτοί που θα κινδυνέψουν είναι οι λύκοι και όχι εκείνος. Μην τον βλέπεις που στην καθημερινότητά του είναι φλούφλης, έχει καταγωγή από ράτσες που φτιάχτηκαν για να προστατεύουν τα κοπάδια από λύκους και αρκούδες.»
    - «Μα αν είναι πολλοί;»
    - «Θα αφαλοκόψει στα γρήγορα τον αρχηγό της αντίπαλης αγέλης και εκεί θα σταματήσει το πανηγύρι. Θα πρέπει να είναι σε πολύ φρικτή πείνα ένα κοπάδι λύκων για να αποπειραθεί να ορμίσει σε τσομπανόσκυλο -και δη αυτού του μεγέθους- και δεν είναι χειμώνας. Άλλωστε η Πάρνηθα είναι γεμάτη από ελάφια και αγριογούρουνα, με εμάς θα ασχοληθούν;»
    - «Έχει ελάφια, αλήθεια;»
    - «Αν έχει λέει. Μάλιστα -καθότι είναι προστατευόμενα και απαγορεύεται αυστηρά το κυνήγι τους- έχουν ξεθαρρέψει και κυκλοφορούν άφοβα ανάμεσα σε ανθρώπους. Τώρα βέβαια με το Ράντι κοντά μας δε νομίζω ότι θα μας πλησιάσουν.
    - «Μήπως τα κυνηγήσει εκείνος;»
    - «Θα ήταν ενδιαφέρουσα άσκηση να προσπαθούσε να τα μαντρώσει αλλά όχι, σου είπα είναι εκπαιδευμένος. Άλλωστε θα πάρω και το μπαλάκι του και το frisbee και σε διαβεβαιώ ότι αυτά είναι πολύ περισσότερο του γούστου του από το να τραμπουκίζει ελάφια. Η αλήθεια είναι ότι ο άλλος λόγος που θέλω να πάμε εκεί είναι για να τρέξει μέχρι να φτύσει τα πνευμόνια του, οι καθημερινές βόλτες, ακόμα και οι μεγάλες, δεν αρκούν για να τον εκτονώσουν.»
    - «Προλαβαίνω να κάνω μερικές βουτιές να μου φύγει το ίρτζι;» με ρώτησε με λαχτάρα.
    - «Προλαβαίνεις σουσουραδίτσα, άντε, πήγαινε!»

    Φόρεσε το μαγιό της και τα παπούτσια της και σκαρφάλωσε σαν κατσίκι στο βράχο. Μου πέταξε τα παπούτσια της και πήγε στην άκρη του βράχου και κοίταξε προς τα κάτω. Έριξε ένα σάλτο και έκανε μια άψογη βουτιά με το κεφάλι. Βγήκε έξω τουρτουρίζοντας αλλά ξαναφορώντας τα παπούτσια της ανέβηκε πάλι πάνω και αυτή τη φορά έκανε βουτιά με φόρα, και πάλι άψογη. Το όλον αυτό επαναλήφθηκε τρεις-τέσσερις φορές ακόμα και την τελευταία φορά έκανε και περιστροφή στον αέρα.

    - «Άουτς, αυτό πόνεσε» είπε όταν βγήκε γιατί ναι μεν έκανε περιστροφή αλλά δεν έπεσε κατακόρυφα όπως τις προηγούμενες φορές.
    - «Μου ήθελες και κόλπα!» την πείραξα. Η κοιλιά της και το στήθος της είχαν κοκκινήσει, όντως δεν είχε πέσει καθόλου καλά.
    - «No pain, no gain» μου απάντησε.

    Καλά, να σε δω μικρή όταν θα κάνεις τη γνωριμία με το paddle. Και κοίτα να δεις που το είχα δέσει μέσα μου ότι θα την κάνει!

    - «Λοιπόν τσαπερδόνα, μάζεψε τα πράγματά σου να φύγουμε. Ράντι, μη μου κάνεις εμένα το ψόφιο χταπόδι, έλα να μπεις στο αυτοκίνητο»

    Όπως και να έχει και επειδή το αυτοκίνητο το έβλεπε ο ήλιος, το άνοιξα και έβαλα το air-condition για να δροσίσει λίγο πριν μπούμε μέσα γιατί ούτε εμείς ούτε πολύ περισσότερο ο Ράντι θα την παλεύαμε. Οι εποχές είχαν γίνει κουλουβάχαρτο, 37άρια τέλη Σεπτέμβρη δεν το λες και φυσιολογικό. Μαζέψαμε τα πράγματα και ανεβήκαμε την ανηφόρα προς το τελευταίο πλάτωμα το οποίο χωρούσε αυτοκίνητα. Και επειδή όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, γύρισα πίσω να φέρω το νερό του Ράντι το οποίο το είχα ξεχάσει μέσα στη θάλασσα. Του έβαλα να πιει λίγο νερό πριν μπει μέσα και η στάθμη κατέβηκε άλλο ένα λίτρο. Όταν δρόσισε επαρκώς το εσωτερικό του αυτοκινήτου, άνοιξα την πίσω πόρτα και ο Ράντι, αφού βεβαιώθηκε ότι η θερμοκρασία μέσα ήταν της αρεσκείας του, έκανε ένα σάλτο μέσα, στριφογύρισε και πάλι δυο-τρεις φορές και ξάπλωσε στα πίσω καθίσματα.

    Από το κινητό μου άναψα και τα κλιματιστικά στο σπίτι για να το βρούμε δροσερό όταν θα φτάσουμε. Να τι είχα ξεχάσει να πω στην Αναστασία, το ίδιο μπορούσε να κάνει και εκείνη με τα δικά της αν είχα θυμηθεί να της το δείξω και το registration του κινητού με τα κλιματιστικά έπρεπε να γίνει εκεί. Η ώρα ήταν περίπου 16:00 και ήμασταν από το πρωί με μισό τοστ ο καθένας μας.

    - «Δε μου λες, πεινάς;» την ρώτησα.
    - «Σαν λύκος» μου εξομολογήθηκε.
    - «Ωραία, ψήνεσαι για KFC?»
    - «Αμέ!»
    - «Έκλεισε! Σε παρακαλώ πάρε το κινητό μου και παράγγειλε»
    - «Από τώρα;»
    - «Έχεις δίκιο. Όχι, περίμενε να κάνεις την παραγγελία όταν μπούμε Αττική οδό. Από εκεί δε θα μας πάρει πάνω από 20-25 λεπτά.»

    Όταν φτάσαμε Αττική οδό μου πρότεινε το κινητό μου για να βάλω το αποτύπωμα ώστε να ξεκλειδώσει.

    - «Τι θέλεις να φας εσύ;»
    - «Έλεγα να πάρουμε ένα mega bucket και 4 πουρέδες και να τα μοιραστούμε αλλά αν θέλεις να φας κάτι άλλο, θα πάρω μικρότερο bucket.»
    - «Για να δω… όχι, μια χαρά μου φαίνεται, μη σου πω ότι παρά είναι μεγάλο. Αυτό. Εγώ πάντως δε θέλω δύο πουρέδες.»
    - «Δεν πειράζει, θα τον φάω εγώ αυτόν που θα περισσέψει» τη διαβεβαίωσα.
    - «Εντάξει… λοιπόν… εδώ… με κάρτα ή μετρητά;»
    - «Κάρτα, την έχει αποθηκευμένη»
    - «Κάρτα… όχι δε θέλουμε κάτι άλλο… θέλουμε κάτι άλλο;»
    - «Εγώ όχι, εσύ αν θες»
    - «Δε θέλουμε κάτι άλλο… και γυρίζει… γυρίζει… γυρίζει… Ωραία, σε 35 λεπτά!»

    Στα 25 ήμασταν στο σπίτι.

    - «Κάτσε να τον πλύνω λίγο το μούργο να του φύγουν τα αλάτια.»
    - «Αμέ!» είπε και πήγε προς τη μοτοσυκλέτα και άρχισε να την πασπατεύει.
    - «Έλα εδώ εσύ! Ράντι, μη μου κάνεις την κουφή τυρόπιτα, έλα εδώ είπα!»

    Άνοιξα το λάστιχο και τον κατάβρεξα με το Ράντι να κάθεται ακίνητος φορώντας το ύφος της λυπημένης θλίψης αλλά όσο και αν τον λυπόμουν, δεν έπρεπε να αφήσω να μείνει αλάτι στο τρίχωμά του. Όταν τελείωσα και έκλεισα τη βρύση λέγοντάς του «τους ζυγούς λύσατε» ο κερατάς ήρθε και τινάχτηκε δίπλα μου κάνοντάς με σύχρηστο.

    - «Ρε κερατά!» τον απείλησα αλλά αυτός το πήρε για παιχνίδι και άρχισε να χοροπηδάει δίπλα μου ενώ η Αναστασία είχε σκάσει στα γέλια. «Έτσι είσαι;» της είπα και άνοιξα και πάλι το λάστιχο και την έκανα μούσκεμα. Η Αναστασία τσίριξε καθώς το νερό ήταν κρύο και έκανε να φύγει αλλά εγώ την κυνήγησα με το λάστιχο με το Ράντι να χοροπηδάει και να γαυγίζει χαρούμενος. Εκείνη τη στιγμή και νωρίτερα από το προγραμματισμένο ήρθε το KFC και πήγα να πάρω το φαγητό.
    - «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» μου είπε όταν γύρισα κρατώντας το λάστιχο στο χέρι της.
    - «Μηηηη, δε λυπάσαι το φαγητό;»
    - «Δε σε σώζει τίποτα» μου είπε και άνοιξε το λάστιχο και με έκανε μούσκεμα.
    - «Θα σε σκίσω» της φώναξα τρέχοντας προσπαθώντας να προστατέψω το φαγητό.
    - «Μωρέ θα σου δείξω εγώ πόσα απίδια χωράει ο σάκος!» συνέχισε εκείνη αμείλικτη.

    Έτσι είσαι;

    Παράτησα τη σακούλα με το φαγητό κάτω και άρχισα να την πλησιάζω απειλητικά παρά το γεγονός ότι μου έριχνε το νερό. Έκανε μερικά βήματα πίσω για να απομακρυνθεί αλλά μπουρδουκλώθηκε στον Ράντι και έπεσε με τον κώλο στο γκαζόν. Βρήκα την ευκαιρία και αρπάζοντας το λάστιχο πήγα από πάνω της και πήρα το αίμα μου πίσω ενώ η Αναστασία τσίριζε και προσπαθούσε να απομακρυνθεί, κάτι που δεν ήταν εύκολο με το βρεγμένο γκαζόν.

    - «Εσύ τα φταις» όλα είπα γυρίζοντας ξαφνικά προς το Ράντι που προσπάθησε απελπισμένα να φρενάρει βλέποντας το έργο να έρχεται. Αμ δε, πρόλαβα και τον έκανα και αυτόν μούσκεμα και πάλι πριν προλάβει να απομακρυνθεί σχεδόν σπινιάροντας στο γκαζόν.
    - «Φφφ» έκανα φυσώντας το λάστιχο σα να κρατούσα όπλο. Η Αναστασία σηκώθηκε και παρόλο που φορούσε μαγιό κάτω από το παρεό οι ρώγες της πετάγανε λες και προσπαθούσαν να το σκίσουν.
    - «Δεν ντρέπεσαι καθόλου να βρέχεις ένα μικρό και ανυπεράσπιστο κορίτσι;»
    - «Εδώ δεν ντράπηκα να σου κάνω άλλα κι άλλα, σε αυτό θα κολλούσα;»
    - «ΙΙΙΙΙ, είσαι τελείως ξετσίπωτος!»
    - «Ό,τι μπορούμε κάνουμε, δεσποινίς μου. Λοιπόν, άσε τη γκρίνια, πήγαινε στο σπίτι σου να αλλάξεις και έλα πάνω να φάμε.»
    - «Πριτς, έτσι θα έρθω βρεγμένη, για να μάθεις»
    - «Έχω ανοίξει τον κλιματισμό και το είχα βάλει στους 18 για να δροσίσει, be my guest!»
    - «Ορίστε, εμένα γιατί δεν μου τα έμαθες αυτά τα κόλπα;»
    - «Γιατί το ξέχασα. Ωραία, πάμε πρώτα στο σπίτι σου για να σετάρουμε το κινητό σου να μπορεί να λειτουργεί τον κλιματισμό αλλά και το θερμοστάτη για το χειμώνα»

    Ο Ράντι έμεινε κάτω, όχι ότι θα τον άφηνα να μπει μέσα σε αυτά χάλια. Ανεβήκαμε στο σπίτι της Αναστασίας και μου ξεκλείδωσε το κινητό της και μου το έδωσε. Μέχρι να κατεβάσω το app και να το κάνω register με τις συσκευές του σπιτιού, η Αναστασία είχε αλλάξει. Αυτή τη φορά επέλεξε φανελάκι και από κάτω ένα πολύ κοντό σορτσάκι, που τόνιζε τα υπέροχα κωλομέρια της. Δηλαδή τι «τόνιζε», ο μισός κώλος ήταν έξω. Ξεροκατάπια και αναρωτήθηκα φευγαλέα αν την είχαν δει ποτέ οι δικοί της να κυκλοφοράει έξω με δαύτο. Προσπάθησα καθαρίσω το μυαλό μου καθώς η σκέψη των δικών της δεν μου ήταν ακριβώς ευχάριστη, έτσι και το μάθαιναν κι εγώ δεν ξέρω τι θα γινόταν.

    - «Τι με θωρείς ακίνητος, που τρέχει ο λογισμός σου;»
    - «Πάει αυτός, τον έχασα βλέποντας τον ποπό σου» προσπάθησα να αστειευτώ.
    - «…»
    - «Όχι ε;»
    - «Τσούκου»
    - «Θα πνίξω τον πόνο μου στο φαγητό!»
    - «Κάνοντας πράξη το “καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς”;»
    - «Μικρή, για μαζέψου!»
    - “Or else?” με ρώτησε προκλητικά και χωρίς να χάσω την ευκαιρία της έριξα μια αρκετά δυνατή στο κωλομέρι κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας. Καύλωσα και πάλι αλλά νηστικό αρκούδι δε χορεύει!
    - «Πάμε, σουσουράδα! Έχω λυσσάξει!»

    Ανεβήκαμε πάνω και ανέβασα τη θερμοκρασία στα air-conditions πριν γίνει το σπίτι ψυγείο. Η κουζίνα ήταν πιο ζεστή από το υπόλοιπο σπίτι αλλά όχι σε σημείο η ζέστη να είναι ενοχλητική, οπότε κάτσαμε και φάγαμε το φαγητό μας εκεί.

    - «Λοιπόν, πήγαινε σπίτι σου να αλλάξεις, δε θα μου έρθεις στο βουνό έτσι, και έρχομαι να σε πάρω να φύγουμε. Φόρα φόρμα και αθλητικά, θα έχει κάμποσο περπάτημα.»
    - «Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα!»
    - «Αμάν, δίκιο έχεις. Ναι, κατέβα να κάνεις το ντουζάκι σου και θα περάσω να σε πάρω σε 20 λεπτά, ναι;»
    - «Δε θέλεις να κάνουμε παρέα;» με ρώτησε προκλητικά.
    - «Σαν τρελός αλλά έτσι όπως με έχεις κάνει με το σορτσάκι σου δεν θα περιοριστούμε στο ντους, αν μ’ εννοείς.»
    - «Σάτυρε!»
    - «Ενώ εσύ είσαι καλόγρια, να πούμε!»
    - «Τώρα μιλάμε για σένα!»
    - «Πήγαινε να ετοιμαστείς βρε διάολε!»
    - «Aye-Aye Sir» μου είπε χαιρετώντας με στρατιωτικά. Ορίστε, μας πήρε πάλι στο δούλεμα το νιάνιαρο.

    Μπήκα και έκανα ένα ντουζάκι για να φύγουν τα αλάτια και ντύθηκα στα γρήγορα με φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Το βραδάκι που θα γυρνούσαμε θα ήμασταν ξεθεωμένοι, ό,τι πρέπει για ένα καλό και χαλαρωτικό μπανάκι στο υδρομασάζ. Παρέα, εννοείται. Όσο και αν με έκανε να αισθάνομαι άσχημα η σκέψη των δικών της, όσο και αν ακόμα μέσα μου ένιωθα τύψεις σα να πρόδιδα την Αγγελική μου, ήταν πλέον αργά για δάκρυα. Και αφού είχα μπει στο χορό, δε μου έμενε παρά να χορέψω όσο με βαστούσαν τα πόδια μου, πόσο μάλλον όταν η ντάμα μου ήταν γυναίκα σαν την Αναστασία. Και εκεί επέστρεψαν πάλι οι τύψεις και η ντροπή, η Αναστασία καίτοι ενήλικη, στα μάτια μου ήταν ακόμα κοριτσόπουλο και ακόμα χειρότερα τη γνώριζα από σχεδόν παιδούλα.

    Και να ήταν μόνο αυτό; Διαπίστωσα ότι είχα αρχίσει να τη δαγκώνω γερά με την πάρτη της. Γεροντοέρωτας; Δεν ξέρω, αυτό που ξέρω ήταν ότι ήθελα να την έχω συνεχώς μαζί μου και χθες είχα ζοριστεί κάμποσο να πάω να ξαπλώσω μόνος μου. Αν και άνθρωπος που του αρέσει να έχει τον προσωπικό του χώρο η μοναξιά μου τα δύο τελευταία χρόνια δεν ήταν επιλογή μου και με είχε ρημάξει. Δεν ήταν ότι δεν είχαν προσπαθήσει τόσο η αδερφή μου όσο και οι φίλοι μου να αρχίσω να κυκλοφορώ και πάλι, απλά δεν ήθελα, είχα χάσει κάθε διάθεση για ζωή και απλά συνέχιζα στον αυτόματο. Η παρουσία, η φροντίδα, και, κυρίως, η αγάπη του Ράντι, άρχισε σιγά-σιγά να με ξυπνά. Αρχές Ιούνη, και μόλις έχοντας παραγγείλει το αυτοκίνητο που μου άρεσε, πήγα και πήρα ξανά μηχανή. Όταν είχα πουλήσει την παλιά, το σχέδιό μας με την Αγγελική ήταν να πάρουμε μια μεγάλη touring αλλά baby steps. Αγόρασα και πάλι Vulcan, όντας χρόνια ερωτευμένος με το σουλούπι της και λες και το ήξερα, αντί για μονόσελη τελικά την αγόρασα με πλήρες σετ συνεπιβάτη, μέχρι και στήριγμα για την πλάτη.

    Και όλα αυτά γιατί ένα κύμα πήρε το πάνω μέρος του μαγιό μιας νεαρής γυναίκας που την ήξερα από κοριτσάκι και «χάνοντας το φως μου» το βρήκα και πάλι.

    Πέντε χρόνια πριν

    - «Αντώνη, τι διαβάζεις;» άκουσα την φωνή της Αναστασίας, η οποία μας είχε γίνει αυτοκόλλητη. Κάπου ήθελα την ησυχία μου αλλά η παρουσία της ξυπνούσε το μαμαδίστικο της Αγγελικής παρά το φανερό crush που είχε η μικρή μαζί μου ή μάλλον *και* μαζί μου.

    Αναστέναξα, η γυναίκα μου λάτρευε τα παιδιά αλλά δε μπορούσε να κάνει δικά της, στην εφηβεία της είχε χτυπηθεί από καρκίνο στη μήτρα και ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει ήταν να την αφαιρέσει. Και δεν ήταν μόνο ότι της είχε στερήσει τη δυνατότητα να γίνει βιολογικά μητέρα, της δημιούργησε και φόβο ότι κάποια στιγμή ο καρκίνος θα επιστρέψει με αποτέλεσμα να μην ακούει κουβέντα ούτε για υιοθεσία. Δεν είχα επιμείνει, η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν ψηνόμουν για παιδιά. Είχαμε υιοθετήσει ένα τρόπο ζωής που θα τον έλεγες και εξεζητημένο και φοβόμουν πως ο ερχομός ενός παιδιού θα τον άλλαζε άρδην.

    - «Συγνώμη κορίτσι μου, δεν άκουσα» της είπα προσπαθώντας να δικαιολογηθώ για τη σιωπή μου. «Τι με ρώτησες;»
    - «Τι διαβάζεις;»
    - «Τα οικονομικά αποτελέσματα μιας εταιρίας» της απάντησα και στην πραγματικότητα δεν ήταν μιας οποιασδήποτε εταιρίας, ήταν μια εκ των ανταγωνιστών. Μόλις είχα κλείσει το δεύτερο χρόνο μου ως διευθυντής λειτουργείας της εταιρίας στην οποία εργαζόμουν και τον Απρίλη θα μεταπηδούσα ως οικονομικός διευθυντής, καθώς ο τρέχων θα έπαιρνε σύνταξη, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία καθώς η κρίση μας είχε γονατίσει. Είχαμε μπροστά μας ένα επίπονο μετασχηματισμό που ήταν απαραίτητος αν θέλαμε να επιβιώσουμε.
    - «Τι δουλειά κάνεις;» με ρώτησε και προσπάθησα να της απαντήσω με όσο πιο απλά λόγια μπορούσα.

    Η μικρή αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά έξυπνη και κατάλαβε σε γενικές γραμμές και τον τωρινό και τον μελλοντικό μου ρόλο όσο και γιατί το αντικείμενο της εταιρίας που εργαζόμουν έκανε απολύτως απαραίτητη τη θητεία μου ως διευθυντή operations πριν αναλάβω ως οικονομικός διευθυντής. Για δεκατριών χρονών οι ερωτήσεις της ήταν εξαιρετικά στοχευμένες, πραγματικά με είχε εντυπωσιάσει.

    - «Ρε συ, τι σπίρτο είναι η πιτσιρίκα;» είπα στην Αγγελική το βράδυ όταν πέσαμε να κοιμηθούμε. Με κοίταξε εξεταστικά για να δει αν μιλούσα σοβαρά ή ειρωνευόμουν. «Δεν ειρωνεύομαι, με ρώτησε το απόγευμα με τι ασχολούμαι και το έπιασε αμέσως, και δεν εννοώ τον τίτλο!»
    - «Αφού δεν της είπες πιανίστας σε μπουρδέλο, πάλι καλά να λέω!»
    - «Ε, δε θα έλεγα αυτό το πράγμα σ’ ένα παιδάκι, για όνομα ρε Αγγελική»
    - «Σε πειράζω, χαζούλη μου!»
    - «Ψιτ, κάτσε καλά θα γαμηθούμε!» την πείραξα.
    - «Ε άντε ντε, μ’ έσκασες!» μου είπε και μου ρίχτηκε.

    Την άλλη μέρα είχαμε προγραμματίσει να πάμε βόλτα με τη βάρκα. Θα πηγαίναμε στον Ερημίτη, την παραλία που είχαμε δει την Αναστασία να ζωγραφίζει. Η Αγγελική της είχε τάξει ότι αν την άφηναν οι παππούδες της θα την παίρναμε μαζί μας. Οι παππούδες της μας είχαν δώσει την ευχή τους και γύρω στις 07:00 ξεκινήσαμε, θα μας έπαιρνε κανένα σαραντάρι λεπτά να φτάσουμε εκεί και ούτε σε μένα, ούτε στην Αγγελική μας άρεσε να μας νταλακιάζει ο ήλιος, προτιμούσαμε ή το πολύ πρωινό ή το πολύ απογευματινό μπάνιο. Το μωρό μου είχε φτιάξει αποβραδίς διάφορων ειδών τοστ και τα είχε κόψει σε τέσσερα κομμάτια το καθένα. Μαζί μας είχαμε νερό, μπύρες και για την Αναστασία είχαμε πάρει και πορτοκαλάδα με ανθρακικό που της άρεσε.

    Λόγω της ώρας που είχαμε πάει η παραλία ήταν άδεια οπότε έβγαλα το φουσκωτό σχεδόν μέχρι έξω. Η παραλία ήταν όντως υπέροχη αλλά καθώς πίσω από τους θάμνους -θάμνους είχε, όχι καλάμια όπως είχε ζωγραφίσει η Αναστασία- έχει μια λίμνη, δεν ήταν να πας εκεί ώρες που κυκλοφορούν κουνούπια. Το νερό δεν ήταν ιδιαίτερα κρύο αλλά η πιτσιρίκα αποδείχτηκε κρυουλιάρα και της πήρε κάμποσο για να πάρει απόφαση να μπει. Αν και δεκατριών χρονών δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω, όταν έμεινε με το μαγιό της, πως ήταν αρκετά αναπτυγμένη.

    Η Αγγελική πήρε την Αναστασία από το χέρι και πήγαν στα βράχια που υπήρχαν στα δεξιά -όπως τη βλέπεις από μέσα- της παραλίας, έχοντας βρει σημείο από το οποίο μπορούσες να βουτήξεις ελεύθερα. Η Αγγελική το κατείχε το σπορ, βουτούσε σαν αθλήτρια καταδύσεων. Η Αναστασία στις πρώτες φορές βούτηξε με τα πόδια, ακόμα και από το χαμηλότερο σημείο που δεν είχε καν ένα μέτρο ύψος από την επιφάνεια του νερού. Με την ενθάρρυνση της Αγγελικής έκανε την πρώτη ατσούμπαλη βουτιά της με το κεφάλι και αν και δεν έπεσε και με τον καλύτερο τρόπο στο νερό, σίγουρα βούτηξε καλύτερα απ’ όσο μπορούσα να βουτήξω εγώ, δεν το έχω με την καμία.

    Δεδομένου ότι πίσω από τα βράχια είχε δέντρα που σε κάλυπταν με τη σκιά τους, κάτσαμε εκεί μέχρι που πήγε 13:30. Από τις 10:00 και μετά πάντως, είτε με βάρκες, είτε με καραβάκια, είτε για τους περιπετειώδης με ποδαρόδρομο, η παραλία είχε αρχίσει να μαζεύει κόσμο. Όταν επιστρέψαμε οι παππούδες της Αναστασίας μας είχαν στρωμένο το τραπέζι ως ευχαριστώ που είχαμε πάρει την πιτσιρίκα μαζί μας. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές φορές που η Αναστασία θα μας συνόδευε είτε για βαρκάδες, είτε για ψάρεμα, είτε ακόμα και για μονοήμερες ή ακόμα και διήμερες ή τριήμερες εκδρομές, δεν την είχαμε πάρει μόνο στα Πόζαρ, αφήνοντάς την στην επιστροφή στους γονείς της στη Θεσσαλονίκη, είχε έρθει μαζί μας και σε μια διήμερη που είχαμε πάει στους Παξούς και σε μονοήμερες σε Οθωνούς και Ερεικούσσα.​

    Σήμερα

    Επέστρεψα στο παρόν, της είχα πει είκοσι λεπτά και είχε περάσει μισή ώρα. Κατέβηκα και της χτύπησα την πόρτα.

    - «Και έλεγα ότι με ξέχασες!» μου είπε παραπονιάρικα.
    - «Ξεχνιέσαι εσύ νιάνιαρο;» της απάντησα πειρακτικά.

    Κατεβήκαμε κάτω και χρειάστηκε να δείξω στον Ράντι το σαμάρι του για να τον πείσω να ανέβει στο αυτοκίνητο. Γέμισα το 5λιτρο δοχείο του με φρέσκο νερό και ξεκινήσαμε. Βγήκαμε εθνική από Καλυφτάκη και κατεβήκαμε μέχρι την έξοδο της Μεταμόρφωσης και από εκεί πήραμε το δρόμο για το βουνό. Όταν φτάσαμε στο πάρκο των Ψυχών παρκάραμε και βγήκαμε έξω. Δεν είχε πολύ κόσμο αλλά δε θα το έλεγες και άδειο, οπότε όταν έβγαλα έξω τον Ράντι του φόρεσα το λουρί.

    - «Ελάφια! Ελάφια!» φώναξε χοροπηδώντας η Αναστασία.
    - «Στο είπα, δεν στο είπα; Δεν τα πειράζει κανείς και έτσι έχουν ξεθαρρέψει, μερικά κάθονται ακόμα και να τα χαϊδέψεις! Πήγαινε αν θες να τα δεις από πιο κοντά, αν πάρω τον κόπρο μαζί μου θα κόψουνε ρόδα μυρωμένα.»

    Ο φουκαράς ο Ράντι ήθελε να πάει και αυτός μαζί αλλά τον κράτησα σφιχτά και του είπα να κάτσει κάτω. Κλαψούρισε για λίγη ώρα και μετά ξαφνικά κοκάλωσε. Δεν το είχα δει αλλά ένα ελάφι -προφανώς με περισσότερη περιέργεια από μυαλό- μας πλησίασε επιφυλακτικά για να δει αυτό το παράξενο καφέ πράγμα που γκρίνιαζε. Μύρισε τον αέρα επιφυλακτικά και προχώρησε μερικά βήματα ακόμα. Κρατώντας τον γερά με το λουρί τον άφησα σιγά-σιγά να πλησιάσει κι εκείνος το ελάφι, το οποίο ρουθούνισε και κάθισε ακίνητο. Ο Ράντι του γαύγισε παιχνιδιάρικα και εκείνο έκανε δύο βήματα πίσω. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει ο φουκαράς για να παίξει μαζί του αυτό το περίεργο ζώο, ξάπλωσε στο χώμα και γαύγισε και πάλι παιχνιδιάρικα κουνώντας την ουρά του και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.

    Το ελάφι μύρισε και πάλι τον αέρα επιφυλακτικά και αν και αποφάσισε ότι δεν κινδύνευε από αυτή την περίεργη καφέ αρκούδα, δεν μας πλησίασε περισσότερο, πήγε αριστερά και άρχισε να μασουλάει τα φύλλα από ένα θάμνο. Εκεί συνειδητοποίησα πως όλη αυτή την ώρα η Αναστασία τραβούσε βίντεο.

    - «Αχ είναι κουκλιά!» είπε και ο Ράντι σηκώθηκε και πήγε να της κλαφτεί για να του κάνει χάδια. «Ραντουλίνι μου, δεν σε παίζουν τα κακά ελάφια;» του είπε χαϊδεύοντάς τον και ο μεσιέ, παίρνοντας θάρρος σκαρφάλωσε πάνω της.
    - «Λοιπόν, πάμε να απομακρυνθούμε να τον λύσω κι εγώ να ξελυσσάξει». Φτάσαμε μέχρι το δάσος των Γιγάντων για να μείνουμε μόνοι μας και εκεί τον αμόλησα. Ο Ράντι έβαλε κάτω τη μύτη, δίκην λαγωνικού, και άρχισε να εξερευνά τις περίεργες μυρωδιές. Συνεχίσαμε το περπάτημα και με το Ράντι να μας ακολουθεί, από κάποια απόσταση μεν σταθερά δε, φτάσαμε μέχρι το πυροφυλάκιο. Εκεί έβγαλα από την τσάντα το μπαλάκι και το frisbee και παίξαμε μέχρι που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του, όχι ότι εμάς δε μας έφτασε η γλώσσα στα πόδια, να πούμε.

    Όταν γυρίσαμε στο αυτοκίνητο είχε πάει σχεδόν 20:00 και είχε αρχίσει να κάνει και ψύχρα. Ο Ράντι σχεδόν άδειασε το πεντάλιτρο δοχείο με το νερό, είχε λυσσάξει με τόσο τρέξιμο που είχε ρίξει. Πήραμε το δρόμο τις επιστροφής και σχεδόν μία ώρα αργότερα φτάσαμε σπίτι.

    - «Αχ, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου» παραπονέθηκε η Αναστασία.
    - «Ένα ζεστό μπανάκι και θα γίνεις περδίκι. Το κατάστημα διαθέτει και μπουρμπουλήθρες» της είπα κάνοντάς της την ανήθικη πρότασή μου.
    - “I do” μου απάντησε λες και της έκανα πρόταση γάμου.
    - «Ωραία, πήγαινε πάρε μια αλλαξιά ρούχα να έχεις μαζί σου και θα πάω να ετοιμάσω το υδρομασάζ. Αλήθεια, τι ώρα πρέπει να πας στη σχολή αύριο;»
    - «Στις 09:00»
    - «Άρα 8:10 – 8:20 max θα πρέπει να είσαι στο τραίνο.»
    - «Ε ναι αλλά δίπλα είναι, όχι ότι έχω να κάνω και κανένα ταξίδι για να πάω στο σταθμό»
    - «Άλλο λέω βρε χαζούλα, προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα πρέπει να σηκωθείς»
    - “I do!!!” μου είπε αυτή τη φορά με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό κάνοντας με να βάλω τα γέλια.
    - «Άντε σουσουράδα, πήγαινε να ετοιμαστείς, πάω κι εγώ πάνω και σε περιμένω»
    - «Τσακίζομαι!» μου είπε και μπήκε στο διαμέρισμά της φουριόζα.

    Ακόμα χαμογελαστός ανέβηκα πάνω και γεμίζοντας την κατσαρόλα με τρία κιλά barf και μισό κιλό κροκέτες, την έβγαλα στη βεράντα, όπως και την ποτίστρα με το νερό, καθότι δεν τον ήθελα αυτό το βράδι να είναι μέσα στα πόδια μας. Ο Ράντι ρίχτηκε στο φαγητό και γυρίζοντας στο σαλόνι έκλεισα την μπαλκονόπορτα και όχι για να μην ζεσταθεί το σπίτι. Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν! Πήγα στο υδρομασάζ και άνοιξα το νερό. Όταν βεβαιώθηκα ότι είχε τη θερμοκρασία που θέλω, έβαλα την τάπα και την άφησα να γεμίσει, θα έπαιρνε κανένα δεκάλεπτο.

    Ένιωσα ξαφνικά λιγούρα και πήγα στην κουζίνα και έβγαλα από το φούρνο το bucket που είχαμε πάρει το απόγευμα από τα KFC και έφαγα δυο-τρία κομμάτια βουτώντας τα στον πουρέ. Ο τρίτος είναι οροφοδιαμέρισμα και έτσι είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή, την άκουσα να κλείνει οπότε κατάλαβα ότι είχε έρθει και η Αναστασία, η οποία φορούσε ένα μπουρνούζι και είχε μαζί της ένα ταξιδιωτικό σάκο και μια νάιλον σακούλα.

    - «Θα πας ταξίδι;» την ρώτησα.
    - «Αύριο με το τραίνο» μου απάντησε κοροϊδευτικά και πέρασε μέσα. «Δε μου λες εσύ, έτσι θα μπεις στο μπάνιο, μπίχλας;»
    - «Αν και νομίζω πως η κεντρική ιδέα πίσω από το μπάνιο είναι αυτή ακριβώς, έλεγα να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα!»
    - «Εγώ έκανα ήδη, να πας. Θα σε περιμένω μέσα!» είπε και προχώρησε με αέρα στο μεγάλο μπάνιο. Ρε μπελά που βάλαμε στο κεφάλι μας!

    Ναι, πες πως δε σ’ αρέσει κιόλας και αν δε φας την ταράτσα στο κεφάλι θα είναι επειδή δεν υπάρχει δικαιοσύνη στο σύμπαν!

    Πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και τελικά κατέληξα να κάνω με κρύο νερό μπας και κατεβάσω θερμοκρασία, δεν ήταν να πάω έτσι να τη βρω στο μπάνιο, θα πήγαινε το δούλεμα σύννεφο. Όταν κατάφερα να τον μαζέψω σκουπίστηκα στα γρήγορα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο μεγάλο μπάνιο για να μην του δώσω χρόνο να πάρει θάρρος. Καλά πήγε αυτό, την ώρα που μπήκα στο μεγάλο μπάνιο η Αναστασία είχε σκύψει μπροστά από το υδρομασάζ για να δοκιμάσει το νερό, μοστράροντάς μου τον κώλο της σε όλο του το μεγαλείο.

    - «Δε βοηθάς» της είπα με το όργανό μου να έχει γίνει και πάλι κατάρτι.
    - «Αμάν, ο Καζαμπούμπου» μου είπε βάζοντας τα γέλια.
    - «Πού στο καλό το θυμήθηκες αυτό;» την ρώτησα.
    - «Το είχε την περασμένη εβδομάδα το Σταρ»
    - «Μπες μέσα μικρή γιατί θα έχουμε άλλα!»
    - «Αχ ναι, ταπείνωσέ με, εξευτέλισέ με, τρύγησε το άγουρο κορμί μου!»
    - «Άμα ήταν έτσι τα άγουρα…» είπα αναστενάζοντας. «Χμμμ, ιδέα!» της είπα.
    - «Για πες!»
    - «Μπες μέσα, θα δεις. Επιστρέφω Δημήτριος!»
    - «Εντάξει Μήτσο μου!»
    - «Δεν επέστρεψα ακόμα, προς το παρόν με λένε Αντώνη»
    - «Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό, μένα με λένε Αντώνη, κι αν είσαι άντρας έλα εδώ, στο μαρμαρένιο αλώνι!» μου είπε τραγουδιστά.
    - «Ναι, απ’ αυτό» της είπα και βγήκα και πήγα στο ψυγείο όπου είχα ένα Rosa Regale το οποίο ήταν πολύ του γούστου μου, γλυκό ροζέ σαμπανιζέ κρασί, ήμουν σίγουρος ότι θα της άρεσε κι εκείνης. Αφού το άνοιξα, πήρα το μπουκάλι και δύο ποτήρια και επέστρεψα στο μπάνιο και τη βρήκα να έχει μπει ήδη μέσα.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Γλυκό σαμπανιζέ κρασί, θα σ’ αρέσει» είπα και αφήνοντας το κρασί και τα δυο ποτήρια στο πίσω πλάτωμα, μπήκα μέσα στο καυτό νερό νιώθοντας το κορμί μου να λιώνει. Η Αναστασία είχε ανοίξει ήδη το μηχανισμό και αφέθηκα στην περιποίηση του νερού, κλείνοντας τα μάτια μου για μερικά λεπτά. Γύρισα και έβαλα κρασί και στα δύο ποτήρια και της έδωσα το δικό της. «Στην υγειά μας» της είπα τσουγκρίζοντάς την.
    - «Στην υγειά μας» μου αντευχήθηκε και ήπιε μια δοκιμαστική γουλιά που έκανε το πρόσωπό της να φωτίσει. «Καλέ, αυτό είναι πολύ ωραίο!»
    - «Είναι, δεν είναι;»

    Ήπιαμε το πρώτο ποτήρι, ήπιαμε και το δεύτερο, απολαμβάνοντας το χαλαρωτικό μασάζ που μας έκανε το νερό και τη σιωπηλή παρέα ο ένας του άλλου. Κάποια στιγμή η Αναστασία, ήρθε προς τα εμένα και κάθισε γονατιστή μέσα στο νερό μπροστά μου. Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφερα να τραβήξω το βλέμμα μου από τα στήθη της και να το σηκώσω πάνω της.

    - «Σάτυρε» με πείραξε και έγειρε προς το μέρος μου. Τη χάιδεψα για μερικές στιγμές στο πρόσωπο και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Την έβαλα να γυρίσει και να ξαπλώσει με την πλάτη στο στέρνο μου και ένιωσε το ορθωμένο μου όργανο στην μέση της. «Χμμμ» είπε και πέρασε το χέρι της πίσω, παίρνοντάς τον στη χούφτα τους. «Το λες και όπλο» συνέχισε το πείραγμα.
    - «Μπορεί, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι χάρηκα που σε είδα» της απάντησα στον ίδιο τόνο και ανταποδίδοντας άρχισα να τρίβω την κλειτορίδα της, κάνοντας να της ξεφύγει ένα μικρό βογγητό. Την έπαιζα για λίγη ώρα και μετά σταμάτησα απότομα.
    - «Μη σταματάααααας» μου είπε με παραπονιάρικη φωνή.
    - «Μπάνιο πρώτα. Σήκω τεμπέλα!»
    - «Ουφ» γκρίνιαξε αλλά σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Την έλουσα με το σαμπουάν που είχε φέρει μαζί της και μετά αντί να χρησιμοποιήσω σφουγγάρι, έβαλα μπόλικο από το αφρόλουτρο -που επίσης είχε κουβαλήσει- στο χέρι μου και την έτριψα απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μένοντας πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν στα στήθη της. Ξέπλυνα τα χέρια μου και την έπλυνα στα χαμηλά της με τα περιεχόμενα ενός τρίτου μπουκαλιού, πολλά μπουκάλια αδέρφια, κάνοντάς την και πάλι να αρχίσει να βογκάει. Την ξέπλυνα προσεκτικά και όταν ήρθε η σειρά μου, μου το ανταπέδωσε με τόκο και λέω με τόκο γιατί αφού με ξέπλυνε, το χέρι της το ακολούθησε το στόμα της. Η πίπα αυτή ήταν καλύτερη και από τις δύο προηγούμενες μαζί, τόσο που δε μου έκανε καρδιά να τη σταματήσω.
    - «Με τρελαίνεις» της είπα σχεδόν ξέπνοος. Η Αναστασία σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και με κοίταξε στα μάτια.
    - «Σ’ αρέσει Αντώνη μου;»
    - «Άμα συνεχίσεις έτσι θα το διαπιστώσεις και μόνη σου».

    Αντί απάντησης με ξαναπήρε στο στόμα της και αν και δεν μπορούσε να με πάρει πολύ βαθιά, η τέχνη της, τόσο με τα χείλη, όσο και με τη γλώσσα της, ήταν εξαιρετική. Έπιασε από τη βάση του το όργανό μου και άρχισε να με παίζει κάνοντας με την χούφτα της κυκλικές κινήσεις ενώ ταυτόχρονα με έπαιρνε όσο πιο βαθιά μπορούσε, παίζοντάς με και με τα χείλη της και με τη γλώσσα της. Αν και λατρεύω τις πίπες, δεν μου είναι εύκολο να τελειώσω, συνήθως παίρνει αρκετή ώρα οπότε όταν ένιωσα ότι μου έρχεται ο οργασμός σχεδόν γούρλωσαν τα μάτια μου από την έκπληξη και άρχισα να βογκάω. «ΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα και η Αναστασία με κράτησε ακίνητο στο στόμα της ενώ με το χέρι της συνέχισε να με παίζει. Για πολλοστή φορά μέσα στις τελευταίες μέρες, είδα και πάλι αστεράκια και πεταλουδίτσες καθώς το όργανό μου σχεδόν χοροπηδούσε μέσα στο στόμα της σε κάθε του έκρηξη. Καταπίνοντας για τελευταία φορά, σήκωσε τη ματιά της προς το μέρος μου και είδα πάλι το ίδιο πράγμα στο βλέμμα της: Λατρεία.

    Τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο και αφού τη βοήθησα να σηκωθεί την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα βαθιά και για πολλή ώρα. Όταν τελειώσαμε την περίμενα να σκουπιστεί και μετά να στεγνώσει τα μαλλιά της. Η καρδιά μου μέσα στο στέρνο μου είχε αρχίσει και πάλι το ταμπούρλο, δεν είχα απλά αρχίσει να δαγκώνω τη λαμαρίνα, κομμάτι είχα κόψει. Αν και ήταν μόλις το τρίτο της στοματικό, είχε καταφέρει να με στείλει για σπίρτα, φαντάσου πως θα μ’ έκανε να νιώσω όταν αποχτούσε ακόμα μεγαλύτερη εμπειρία και μάθαινε να με παίρνει πιο βαθιά στο στόμα της. Ήταν τέτοιας έντασης οι οργασμοί μου που σχεδόν με έκαναν να αρχίσω να πιστεύω ότι ο λόγος που είχα αμφιβολίες για το μέλλον ήταν ο κρυφός μου φόβος ότι κάποιος από αυτούς τους οργασμούς θα με άφηνε στον τόπο.

    Την περίμενα υπομονετικά να τελειώσει, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω έτσι. Αφενός γιατί για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισε να μου αρέσει πραγματικά να τρώω μουνάκι, ούτε για την Αγγελική δεν έκανα έτσι, και αφετέρου γιατί ήθελα να της προσφέρω -με τόκο αν γινόταν- την ηδονή που μου χάρισε. Υπήρχε ωστόσο και μια τρίτη παράμετρος που με ζόριζε κάμποσο να ομολογήσω στον ίδιο μου τον εαυτό. Οι σεξουαλικές εμπειρίες της Αναστασίας περιορίζονταν σε δύο πιτσιρικάδες, ο ένας συνομήλικος της και ο άλλος δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερος και κανείς από τους δύο δεν είχε καταφέρει να τη φτάσει σε οργασμό. Αύριο ξεκινούσε τα μαθήματα και θα γνώριζε τους νέους της συμφοιτητές. Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μου, ήθελα να της δείξω ότι κανένας πιτσιρικάς δε θα μπορούσε να την κάνει να νιώσει όπως την έκανα εγώ. Αν και η Αναστασία δεν ήταν ιδιοκτησία μου να τη μαρκάρω, το ανομολόγητο μυστικό μου είναι πως αυτό ακριβώς έκανα.

    - «Φόρα κάτι ελαφρύ, πάμε να συνεχίσουμε το κρασί μας στη βεράντα, να κάνω κι ένα τσιγάρο» της είπα όταν τέλειωσε.
    - «Εχμ, δεν έχω φέρει μαζί μου ρούχα πέραν αυτών που θα φορέσω αύριο το πρωί»
    - «Θα σου φέρω εγώ ένα μποξεράκι μου να το φορέσεις σαν σορτς και ένα μπλουζάκι»
    - «Εντάξει τότε»

    Γύρισα μετά από λίγο και της τα έδωσα να τα φορέσει.

    - «Looney toons?» με ρώτησε γελώντας όταν είδε το μποξεράκι, μου το είχε αγοράσει η Αγγελική που της άρεσε να μου παίρνει μποξεράκια με σχέδια.
    - «Πάντα!»

    Ξεροκατάπια όταν φόρεσε το μποξεράκι καθώς τόνιζε υπέροχα το σμιλευτό της κωλαράκι. Η μπλούζα από την άλλη της έπεφτε μεγάλη, ήταν από αυτές που φορούσα μέχρι και πριν δύο χρόνια και τώρα ήμουν 20 κιλά ελαφρύτερος. Για τη δουλειά είχα αγοράσει νέα ρούχα καθώς δε μπορούσα να πηγαίνω σα να φοράω σακιά από πατάτες αλλά τα πρόχειρα καθημερινά για μέσα στο σπίτι χρειάζονταν ανανέωση. Αρχές Ιούνη που είχα πάει για το πρώτο μου μπάνιο, είχα διαπιστώσει ότι μέσα στο παλιό μαγιό μου χωρούσα άλλη μία φορά και ναι μεν είχα πάρει νέο μαγιό και σορτσάκια αλλά δεν είχα μπει στον κόπο να πάρω καινούργια μπλουζάκια.

    Πήγα στο μπαρ και πήρα την παγωνιέρα και αφού τη γέμισα παγάκια από τον καταψύκτη, έβαλα μέσα το μπουκάλι με το κρασί και βγήκα έξω στη βεράντα όπου με περίμενε ήδη η Αναστασία. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει δίπλα στα πόδια της και ροχάλιζε του καλού καιρού. Ξαναγύρισα μέσα στο γραφείο μου για να πάρω ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα και επέστρεψα στη βεράντα. Γέμισα ξανά τα ποτήρια με το κρασί.

    - «Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν γλυκιές σαμπάνιες»
    - «Δεν είναι σαμπάνια, σαμπανιζέ κρασί είναι»
    - «Δεν ξέρω από ποτά, να σου πω την αλήθεια. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το αλκοόλ και εκτός από μπύρα και άντε λίγο σαγκρία μια στο τόσο, δεν πίνω. Το μοσχοφίλερο χθες δε μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά αυτό είναι πολύ ωραίο. Και το ουίσκι που μου έβαλες προχθές ήταν πολύ ωραίο, τουλάχιστον σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που έχω κατά καιρούς αποπειραθεί να δοκιμάσω, αυτό το ήπια ευχάριστα.»
    - «Αναστασία, έχεις ξεκινήσει να βγάλεις δίπλωμα;» τη ρώτησα αλλάζοντας την κουβέντα απότομα.
    - «Όχι, πότε να προλάβω; Μόλις τον Ιούλη έκλεισα τα 18, το ξέχασες;»
    - «Όχι δεν το ξέχασα, έλεγα μήπως ξεκίνησες να κάνεις μαθήματα.»
    - «Άλλη όρεξη δεν είχα καλοκαιριάτικα και μετά από τόσο κουραστική χρονιά. Και έπειτα με το που τελείωσα τις πανελλαδικές πήγα Κέρκυρα, που θα έκανα μαθήματα;»
    - «Σωστό και αυτό. Αλήθεια, μου έκανε ανέκαθεν εντύπωση, ειδικά όταν άρχισες να μεγαλώνεις, που δεν γκρίνιαζες που τα καλοκαίρια έχανες τις παρέες σου ερχόμενη Κέρκυρα!»
    - «Συνήθεια είναι, από δύο χρονών -και με εξαίρεση τις διακοπές που πάω με τους γονείς μου- περνούσα κάθε καλοκαίρι μου στην Κέρκυρα με τον παππού και τη γιαγιά. Τους άλλους παππούδες μου τους έχω Θεσσαλονίκη και τους βλέπω όλο το χρόνο.»
    - «Ναι βρε παιδί μου αλλά στην Κέρκυρα δεν έχεις και πολλές παρέες.»
    - «Ούτε στη Θεσσαλονίκη έχω πολλές παρέες και με ξέρεις, είμαι από αυτές που προτιμούν την ησυχία τους.»
    - «Νιώθω λίγο άσχημα που λόγω της πρότασής μου να κατέβετε με το αεροπλάνο δεν πήρες μαζί σου το αρμόνιο»
    - «Εννοείς δεν πήρα το μεγάλο μου, έχω φέρει το μικρό μου το Casio, αυτό που φέρνω και στην Κέρκυρα!»
    - «Χαχαχα, σε ακολουθεί όπου και αν πας, ε;» ρώτησα λίγο πιο χαλαρωμένος.
    - «Αφού με ξέρεις βρε Αντώνη μου, μπορώ να πάω πουθενά χωρίς τα βιβλία μου, τη ζωγραφική μου και τη μουσική μου;»
    - «Οφείλω να ομολογήσω ότι νιώθω αρκετά καλύτερα τώρα.»
    - «Αλήθεια, οι του διπλανού μου διαμερίσματος πού είναι, δεν τους έχω δει, μόνο αυτούς του πρώτου!»
    - «Έχουν μετακομίσει, έχει μείνει άδειο από τότε που το πούλησαν!»
    - «Κάτσε, δεν είναι δική σου η πολυκατοικία;»
    - «Όχι βρε, ο τρίτος και το μικρό τριάρι που μένεις είναι δικά μου. Όταν αγοράσαμε το σπίτι ο ιδιοκτήτης δεν έβρισκε να πουλήσει το τριάρι, το οποίο είναι εξαιρετικό για κάποιον που μένει μόνος του ή για ζευγάρι χωρίς παιδιά, αλλά μικρό για οικογένεια και επειδή ήθελε μετρητά κυριολεκτικά το “σκότωνε”. Το αγοράσαμε με την ιδέα κάποια στιγμή στο μέλλον η Αγγελική να το κάνει ατελιέ. Μέχρι τότε το επιπλώσαμε με τη λογική να το νοικιάσουμε σε καμιά εταιρία ώστε να το χρησιμοποιεί για τα εκτός Αθηνών στελέχη της. Στην αρχή το είχε πάρει ένας εργένης και στη συνέχεια για δύο χρόνια ένας φοιτητής, σαλονικιός και του λόγου του. Εσύ είσαι η τρίτη που μπαίνεις στο διαμέρισμα.»
    - «Είχα αυτή την εντύπωση γιατί ο κήπος μου φάνηκε περίπου σαν ιδιοκτησία του Ράντι.»
    - «Χαχαχα, όχι-όχι. Απλά και οι δύο οικογένειες που μένουν στον πρώτο τον λατρεύουν καθότι τον γνωρίζουν από ενάμιση μηνών κουτάβι, όταν τον έφερα, και αφετέρου όσο και αν είναι ασφαλής η γειτονιά, όσο και αν υπάρχει συναγερμός, σίγουρα νιώθεις καλύτερα αν στον κήπο υπάρχει μια καφέ αρκούδα να σε φυλάει. Ο Ράντι τους γνωρίζει, όπως σου είπα, όλους από κουτάβι και στο σκυλίσιο μυαλό του, όποιος μένει σε αυτή την πολυκατοικία είναι υπό την προστασία του.»

    Η εν λόγω καφέ αρκούδα -που κατά τα άλλα έκανε τον ψόφιο κοριό- κούνησε την ουρά του στο άκουσμα του ονόματός του, σηκώθηκε ίσα για να αλλάξει πλευρό και ξανασωριάστηκε στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Καθίσαμε στον κουνιστό καναπέ συνεχίζοντας το κρασί μας και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων μέχρι που η ώρα πήγε σχεδόν 22:30. Η Αναστασία που αρχικά είχε γείρει στην αγκαλιά μου, ξάπλωσε το αριστερό της μάγουλο στα μπούτια μου.

    - «Νύσταξες;» τη ρώτησα χαϊδεύοντάς της αφηρημένα τα μαλλιά.
    - «Όχι, απλά βολεύτηκα καλύτερα. Δεν σ’ ενοχλώ, έτσι;»
    - «Ναι, δε με βλέπεις πόσο ενοχλημένος είμαι;» τη ρώτησα πειρακτικά συνεχίζοντας να την χαϊδεύω.
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που πήρα.

    Το χέρι μου κατέβηκε πιο χαμηλά, στο σημείο που ενώνεται το στήθος της με τον κορμό της και από εκεί στη μέση της μέχρι το δεξί μέρος του γλουτού της. Συνέχισα για λίγη ώρα το χάδι, αυξάνοντας την «τολμηρότητα» του κάνοντας να της ξεφύγουν μικρά βογγητά ικανοποίησης. Είχα καυλώσει και πάλι.

    - «Σάτυρε» με πείραξε καθώς τον ένιωσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
    - «Είναι η καλή παρέα» της απάντησα στον ίδιο τόνο.

    Αντί για απάντηση στριφογύρισε και το στόμα της βρέθηκε εκατοστά πάνω από το εξόγκωμα στο μποξεράκι μου. Έσκυψε και με χουχούλιασε κάνοντας το εξόγκωμα να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Κατέβασε ελαφρά το μποξεράκι αφήνοντας αμολητό το θεριό, το κοίταξε για μερικές στιγμές και το πήρε και πάλι στο στόμα της. Ακούμπησα το χέρι μου στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό αλλά για να τη χαϊδέψω τρυφερά στα μαλλιά. Έκλεισα τα μάτια μου και ξάπλωσα προς τα πίσω αφήνοντας τον εαυτό μου να γευτεί την απόλαυση που μου πρόσφεραν τα χείλη και η γλώσσα της. Την άφησα να το συνεχίσει για μερικά λεπτά ακόμα και τη σταμάτησα.

    - «Πάμε μέσα μωρό μου». Αντί απάντησης μου έκανε καταφατικό νεύμα και σηκώθηκε. Έκλεισα τη τζαμαρία και παίρνοντάς την από το χέρι την πήγα στο δωμάτιό μου, το οποίο ήταν υπέροχα δροσερό. Την γύρισα προς το μέρος μου και την φίλησα για λίγο και μετά της σήκωσα την μπλούζα ενώ η Αναστασία σήκωσε τα χέρια της για να με βοηθήσει. Μου κατέβασε το μποξεράκι και όπως είχε γονατίσει για να μου το βγάλει με ξαναπήρε στο στόμα της. Την σταμάτησα μετά από λίγο, και με τη σειρά μου της κατέβασα το μποξεράκι μου που φορούσε και τη βοήθησα να το βγάλει.

    Την ξάπλωσα απαλά στο κρεββάτι και καθισμένος στα τέσσερα άρχισα, φιλώντας, πιπιλώντας και γλείφοντας, να κατεβαίνω προς τα κάτω. Από το αυτί της στο σαγόνι της, από το σαγόνι της στο λαιμό της και από το λαιμό της στα στήθη της. Ξάπλωσα στο πλάι και χουφτώνοντας το δεξί της στήθος άρχισα να πιπιλάω το αριστερό της, κάνοντάς τις ανάσες της να γίνουν και πάλι κοφτές. Γευόμουν το σώμα της και με τη γεύση και με την αφή, η δύναμη με την οποία μάλαζα το δεξί της στήθος αυξήθηκε, όπως αυξήθηκε και η ένταση με την οποία πιπιλούσα και δάγκωνα την αριστερή της ρώγα, κάνοντας τα «ΜΜΜΜΜ» της να είναι μείξη καύλας και πόνου.

    Χαμήλωσα και πάλι την ένταση του πιπιλίσματος και το δεξί μου χέρι κατέβηκε χαϊδεύοντάς την με τα ακροδάχτυλα από το στήθος στην κοιλιά και από εκεί στη μέση και μετά ανάμεσα εκεί που ενώνεται το πόδι με τον κορμό, κάνοντας το σώμα της να τεντωθεί από την προσμονή. Πέρασα από την κορυφή του εφηβαίου της πάλι στο σημείο που ο κορμός ενώνεται με το πόδι, χωρίς ούτε στιγμή να περάσω τα χέρια μου από το μουνάκι της. Συνέχισα αυτό το γύρω-γύρω, βασανίζοντάς την γλυκά για αρκετή ώρα, απολαμβάνοντας κάθε φορά πως το σώμα της τεντωνόταν από την προσμονή και μόνο.

    - «Σε θέλω! Σε θέλω»

    Ενώ το χέρι μου συνέχισε να την περιπαίζει, το στόμα μου κατέβηκε από το στήθος της στην κοιλιά της και από εκεί στην κορυφή του εφηβαίου της και όταν επιτέλους η γλώσσα μου χάιδεψε ανάλαφρα την κλειτορίδα της, η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε. Τα βογγητά της εντάθηκαν όταν την πήρα επιτέλους στα χείλη μου και το σώμα της τρεμούλιασε. Σταμάτησα για λίγη ώρα ανασαίνοντάς την. Έβαλα το μεσαίο δάχτυλό μου στο μουνάκι της κάνοντάς την να τεντωθεί και πάλι μουγκρίζοντας. Το βούτηξα όλο μέσα της και άρχισα να την γαμάω με το δάχτυλο, μέχρι που την έφτασα να με ικετεύσει να μπω μέσα της. Έβγαλα το δάχτυλό μου από το μουνάκι της και της το έτριψα στην πίσω τρυπούλα της, κάνοντας το σώμα της να τρεμουλιάσει για ακόμα μία φορά. Χωρίς δισταγμό άρχισα να το βυθίζω σιγά-σιγά στο κωλαράκι της και όταν το έβαλα όσο πήγαινε, άρχισα να της το γαμάω κάνοντας κυκλικές κινήσεις.

    - «Σε παρακαλώ… σε θέλω… σε παρακαλώ… μέσα μου… σε θέλω μέσα μου…»

    Τράβηξα απότομα το δάχτυλό μου από το κωλαράκι της κάνοντάς να της ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό. Τα πόδια της άνοιξαν ασυναίσθητα όταν σηκώθηκα στα τέσσερα και πλησίασα προς τα πάνω της. Έτριψα το όργανό μου πάνω στα χείλη της, εντείνοντας την ένταση των παρακαλετών της. Ο πρώτος της οργασμός ήρθε σχεδόν με το που μπήκα μέσα της.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Άρχισα να κινούμαι αργά καθώς έτσι που με είχε κάνει πύραυλο από το μπαλκόνι δεν ήμουν σίγουρος ότι θα αντέξω για πολλή ώρα, παρά το γεγονός της πίπας που είχε προηγηθεί στο μπάνιο. Όσο και αν η αίσθηση μέσα στο μουνάκι της ήταν απίστευτη, αυτό που πραγματικά ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν το υπέροχο κωλαράκι της. Αν και ήμουν σίγουρος ότι θα μου το έδινε, φτάνει να της το ζητούσα, ήθελα να το κάνω με τέτοιο τρόπο ώστε να το ευχαριστηθεί, στο βαθμό που ήταν δυνατό, και εκείνη. Κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να επιταχύνει -και δεν ήταν καθόλου εύκολο- ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα άλλες δύο φορές.

    Τραβήχτηκα από μέσα της και την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, πράγμα που έκανε υπάκουα. Αντί ωστόσο να βυθίσω το όργανό μου μέσα της, έπεσα ανάμεσα στους γλουτούς της και άρχισα να της τρώω το κωλαράκι, κάνοντάς την να κοκκαλώσει.

    - «Σ’ αρέσει μωρό μου;»
    - «Πολύυυυυυυυυυ… μη σταματάς… Θεέ μου… σε παρακαλώ, μη σταματάς….»

    Χαμογελώντας από μέσα μου έπεσα και πάλι να της τρώω το κωλαράκι ενώ με το χέρι μου έπαιζα το μουνάκι της, κάνοντας τη να δει το Θεό και πάλι. Σταμάτησα για μισό λεπτό για να πάρω από το συρτάρι του κομοδίνου μου το λιπαντικό και πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, επέστρεψα στο παιχνίδι της γλώσσας και του χεριού. Τράβηξα το δεξί μου χέρι από κάτω της, ίσα για να πιέσει το μπουκαλάκι ώστε να πέσει λίγο λιπαντικό στα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου και μετά επέστρεψε στο παιχνίδι του με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.

    Έτριψα τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού ώστε να απλωθεί το λιπαντικό και όταν τελείωσα της άπλωσα λίγο με τα ακροδάχτυλά μου στην πίσω της τρυπούλα. Της έβαλα σιγά-σιγά και πάλι το μεσαίο δάχτυλο όσο πήγαινε πίσω της και άρχισα να τη γαμάω με κυκλικές κινήσεις, πράγμα το οποίο, η αλήθεια είναι, αποσυντόνισε κάπως το δεξί χέρι. Το ταυτόχρονο παιχνίδι σε μουνάκι και κωλαράκι, έκαναν την Αναστασία να το χάσει τελείως.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»
    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»
    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Σταμάτησα και έβαλα ένα μαξιλάρι από κάτω της.

    - «Μωρό μου ξάπλωσε πάνω στο μαξιλάρι» της είπα και τη βοήθησα να το ταχτοποιήσει εκεί που πρέπει. «Αν δεις ότι πονάς και δεν αντέχεις, πες μου να σταματήσω»
    - «Αντώνη… σιγά… σιγά σε παρακαλώ» μου είπε καταλαβαίνοντας τι έχω στο μυαλό μου.
    - «Σιγά θα πάω μωρό μου και στο ξαναλέω, αν δεις ότι πονάς και δεν αντέχεις, πες μου να σταματήσω». Αυτή τη φορά έριξα λιπαντικό στο δεξί μου χέρι και βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της προσπαθώντας να την ανοίξω. «Σ’ ενοχλεί μωρό μου; Σε πονάει;»
    - «Όχι… ίσα-ίσα… μ’ αρέσει… πολύ…»

    Όταν έκρινα πως ό,τι μπορούσε το δάχτυλό μου να κάνει το είχε κάνει, έριξα λιπαντικό στο όργανό μου και το άπλωσα. Έπειτα έριξα λίγο ακόμα λιπαντικό στην πίσω της τρυπούλα και ανέβηκα πάνω της, κρατώντας το όργανό μου με το χέρι. Το ακούμπησα πίσω της και το έσπρωξα απαλά, ίσα να μπει το κεφαλάκι. Το «ΜΜΜΜΜ» της ήταν μείξη πόνου και καύλας, όχι μόνο πόνου, οπότε το έσπρωξα λίγο ακόμα μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα «ΜΜΜΜΜ». Δε με σταμάτησε οπότε άρχισα να κινούμαι ελαφρά μπρος πίσω μπαίνοντας κάθε φορά ελάχιστα. Σταμάτησα και έσπρωξα λίγο πιο δυνατά και το όργανό μου άρχισε να βυθίζεται σιγά-σιγά μέσα της, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»
    - «Πονάς μωρό μου;»
    - «Λίγο…»
    - «Θες να σταματήσω;»
    - «Όχι… όχι… αντέχω… και… πονάει λίγο… αλλά… αλλά είναι ωραία…»

    Τραβήχτηκα σιγά-σιγά προς τα έξω και άρχισα και πάλι να βυθίζομαι μέσα της, μέχρι που το όργανό μου έφτασε σχεδόν μέχρι τη ρίζα. Άρχισα να κινούμαι μπαινοβγαίνοντας αργά μέσα της και σταδιακά η αντίσταση χαλάρωσε και το όργανό μου άρχισε να γλιστράει απαλά.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΚΙ ΑΛΛΟ… ΚΙ ΑΛΛΟ»

    Παίρνοντας θάρρος άρχισα να κινούμαι με μεγαλύτερη ταχύτητα ενώ από τα βογγητά της Αναστασίας είχε χαθεί κάθε ίχνος πόνου, ήταν μόνο ηδονής. Θυμήθηκα πόσες φορές φέτος τον Αύγουστο τον είχα παίξει για την πάρτη της, πόσες φορές είχα φαντασιωθεί να γαμάω το υπέροχο κωλαράκι της και να που τώρα το ζούσα. Δεν ήταν κάποιο υγρό καλοκαιρινό όνειρο, ήταν η πραγματικότητα. Το λιπαντικό είχε βοηθήσει όχι απλά για να διευκολύνει την είσοδο και να μειώσει τον αναπόφευκτο πόνο της εισβολής στην πίσω της τρυπούλα αλλά ταυτόχρονα χάριζε όσο ήταν δυνατό πιο κοντινή αίσθηση κόλπου και για μένα τουλάχιστον, όσο και αν μου αρέσουν οι πίπες και τα κωλαράκια, τίποτα δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του οργάνου μου μέσα σε ένα καυλωμένο και πρόθυμο μουνάκι.

    Για την Αναστασία η ανακάλυψη ότι μπορεί να της έρθει οργασμός με αυτό τον τρόπο της ήρθε σαν ευχάριστη κεραμίδα και οι φωνές της ηδονής της ήταν αυτό που μέσα σε χρόνο ρεκόρ έφερε και τον δικό μου οργασμό. Καρφώθηκα ακίνητος και ένιωσα με κάθε σπασμό να μου φεύγει και ένα κομμάτι της ψυχής μου, ήταν τόσο έντονο όσο αυτό που είχα βιώσει χθες στην Πεντέλη, σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα και πάλι. Αν μου ερχόταν ντουβρουτζάς εκείνη τη στιγμή η μόνη μου στεναχώρια ήταν ότι θα άφηνα μόνο του το κορίτσι να προσπαθεί να εξηγήσει σε γιατρούς και πιθανώς σε αστυνομία τα ανεξήγητα.

    Κατέβηκα από πάνω της και μου ζήτησε συγνώμη και έφυγε τρέχοντας να πάει τουαλέτα. Χαμογελώντας πήγα στο μικρό μπάνιο και μπαίνοντας στο ντουζ έκανα ένα σχολαστικό πλύσιμο στα χαμηλά μου, πιο πολύ για να μου φύγουν τα λιπαντικά που είχαν μείνει και όχι γιατί είχα λερωθεί. Γύρισα στο κρεββάτι και την περίμενα, ήρθε μετά από λίγα λεπτά, ελαφρώς κόκκινη.

    - «Τι είναι ματάκια μου;» τη ρώτησα.
    - «Ε… καταλαβαίνεις» μου είπε.
    - «Μην αισθάνεσαι άσχημα, είναι φυσιολογική αντίδραση, ειδικά την πρώτη φορά.»
    - «Ξέρεις… όπως… όπως και το στοματικό… μου το είχαν ζητήσει και ο Χάρης και ο Νίκος»
    - «Τέτοιο υπέροχο κωλαράκι που έχεις, δεν τους αδικώ» την πείραξα.
    - «Έλα, μη με πειράζεις!»
    - «Δεν σε πειράζω!»
    - «Τους είχα πει όχι, φυσικά!»
    - «Φυσικά;
    - «Δεν ξέρω… εννοώ, δε μου είχε πέσει και κεραμίδα στο κεφάλι, η Τίνα το έχει κάνει και αυτό, αλλά και στους δύο είπα ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση.»
    - «Γι’ αυτό λένε “μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις”»
    - «Όσον αφορά τους δυο τους, το λόγο τον κράτησα! Εσύ όμως…»
    - «Εγώ όμως…;»
    - «Με αγγίζεις και με κάνεις και τρέμω. Ομολογώ ότι δεν περίμενα ότι θα…»
    - «Θα έχεις οργασμό με αυτό τον τρόπο;»
    - «Δεν το περίμενα αλλά δεν ήθελα να πω αυτό… Όταν… όταν μου είπες να γυρίσω από την άλλη κατάλαβα τι είχες στο μυαλό σου… Όμως… εννοώ ακόμα και αν σου είπα σιγά-σιγά ήμουν με κάποιο τρόπο σίγουρη… Εννοώ… Ακόμα και αν δε μου… ακόμα και αν δε μου άρεσε εσύ από μόνος σου θα το έκανες ανεχτό. Πόσο μάλλον… αυτό που ένιωσα. Δεν το περίμενα… δεν το περίμενα με την καμία. Στην αρχή πονούσε και ήταν κάπως δυσάρεστο… ένιωθα σα να θέλω να πάω τουαλέτα… Δεν ήθελα όμως να σε σταματήσω… και… μετά έγινε απλό τσούξιμο… και μετά το τσούξιμο εξαφανίστηκε λες και το πήρε ο αέρας. Πονούσε, ένιωθα τον πόνο αλλά δεν ξέρω πως να στο πω… αν δεν υπήρχε… δεν ήμουν σίγουρη ότι θα… θα είχα αυτή την έκρηξη. Πως να στο πω… τον ένιωθα… αλλά ήταν… όπως όταν με πιπιλάς ή με δαγκώνεις στα στήθη… κάποιες φορές ο πόνος είναι οξύς αλλά… ευχάριστος και δυσάρεστος μαζί.»
    - «Κάτι έχω καταλάβει» της είπα χαμογελώντας.
    - «Έλα, μη με πειράζεις πάλι!»
    - «Δε σε πειράζω, Αναστασία μου. Δεν είναι μυστικό ότι ο πόνος μπορεί να έχει ηδονική χροιά. Και τα χαστούκια στον κώλο το ίδιο πράγμα είναι.»
    - «Δεν είμαι μαζοχίστρια!»
    - «Δεν χρειάζεται να είσαι μαζοχίστρια για να έχει ο πόνος ηδονικές αποχρώσεις!»
    - «Δεν ξέρω…»
    - «Αναστασία μου, ένα πράγμα έχεις να απαντήσεις στον εαυτό σου. Περνάς καλά; Αν ναι, το συνεχίζεις. Αν όχι το σταματάς. Περνάς καλά;»
    - «Με ρωτάς;»
    - «Όχι, εσύ πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου.»
    - «Δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω.»
    - «Και;»
    - «Είμαι εδώ και δε θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο.»
    - «Τότε, την έχεις την απάντησή σου»
    - «Εσύ;»
    - «Εγώ τι;»
    - «Εσύ έχεις ρωτήσει τον εαυτό σου;»
    - «Κάμποσες φορές από προχθές αλλά όχι για τους λόγους που φοβάσαι.»
    - «Ξέρεις τι φοβάμαι;»
    - «Όχι μόνο ξέρω, στο απάντησα και χθες όταν σου έβαλα λίγο τις φωνές.»
    - «Το χρειαζόμουν»
    - «Το ξέρω!»
    - «Ωραία. Εσύ τι απάντηση έχεις δώσει στον εαυτό σου;» Δεν της απάντησα, την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Δε θα μου απαντήσεις;»
    - «Μόλις το έκανα» της είπα, σφίγγοντάς την ακόμα περισσότερο.

    Καθίσαμε για λίγη ώρα έτσι, σιωπηλοί, μέχρι που μας έπιασε και τους δύο η νύστα.

    - «Άντε σουσουραδίτσα και αύριο είναι η πρώτη σου μέρα στο Πανεπιστήμιο!»
    - «Εσύ τη θυμάσαι την δική σου πρώτη μέρα;»
    - «Ξεχνιέται; Κάπως έτσι θα είσαι και εσύ σε μερικά χρόνια.»
    - «Ανυπομονώ»
    - «Να είσαι έτσι σε μερικά χρόνια;»
    - «Ουφ, όλο με πειράζεις! Για την αυριανή μέρα λέω!»
    - «Το ξέρω ματάκια μου, λογικό είναι. Δες το κι έτσι, είναι η πρώτη μέρα της νέας σου ζωής!»
    - «Η τρίτη»
    - «Πονήρω!»
    - «Θα το υποστείς!»
    - «Έχω να σου ζητήσω κάτι»
    - «Αμέ, ό,τι θέλεις!»
    - «Κάτσε να το ακούσεις πρώτα. Θέλω να βάλεις ξυπνητήρι αύριο στις 07:00 και να σηκωθείς να φτιάξεις καφέ, ξέρεις να χειρίζεσαι την καφετιέρα μου, είναι σαν αυτή που έχετε στην Κέρκυρα.»
    - «Αμέ, πολύ ευχαρίστως!»
    - «Δεν τελείωσα. Θα φτιάξεις τον καφέ και θα με ξυπνήσεις… με το γλυκό σου στοματάκι.»
    - «Χμμμ…»
    - «Καληνύχτα σουσουραδίτσα!»
    - «Καληνύχτα Αντώνη μου» είπε και έγειρε και πάλι στην αγκαλιά μου.

    Παρά το χμμμ της ήμουν βέβαιος ότι θα το κάνει. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό και χωρίς να το καταλάβω βυθίστηκα στον ύπνο. Το πρωί με ξύπνησε η αίσθηση του οργάνου μου μέσα σε στόμα. Γύρισα δεξιά μου, στο κομοδίνο μου είχε μια κούπα με καφέ. Χαμογελώντας, χάιδεψα απαλά το μαλλί της Αναστασίας που εκείνη τη στιγμή ήταν αφοσιωμένη με όλη της την ψυχή στο έργο της. Σήκωσε το κεφάλι και, χαμογελώντας μου κι εκείνη με τη σειρά της, επέστρεψε με ακόμα μεγαλύτερη διάθεση στην πίπα. Συνεχίζοντας να χαμογελάω σα χαζός, την έπιασα απαλά από το κεφάλι και άρχισα να της δίνω ρυθμό. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το με όλες μου τις αισθήσεις. «Όταν τελειώσει θα την βάλω κάτω και θα την κάνω να έχει ακόμα ένα λόγο να θυμάται την πρώτη της μέρα στο Πανεπιστήμιο». Ήταν η υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, η πρώτη της μέρα θα ξεκινούσε οργασμικά!

    Είχα μπει στο χορό, θα χόρευα όσο με βαστούσαν τα πόδια μου.

    --- ΤΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  7. iDontKnow

    iDontKnow Regular Member

    Και όπως πάντα, πρώτα λάικ και μετά διάβασμα.   
     
  8. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Je suis Ράντι.

    ( τον αγάπησα τον μπούρδα!)
     
  9. ομολογω οτι μετα το πρωτο μερος δεν εχω διαβασει. θα το δω ολοκληρωμενο. αλλα like για τα τόσο μεγαλα κειμενα.
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο - Ρε μπας και είμαστε για δέσιμο;

    Στη δουλειά η επόμενη εβδομάδα ήταν πολύ ζόρικη με αποτέλεσμα κάθε μέρα να έρχομαι μετά τις 20:00 και με το κεφάλι καζάνι. Αν και ο καθημερινός περίπατος που έκανα με το Ράντι, και δυο φορές και με την Αναστασία, το βοηθούσε να καθαρίσει κάπως, μετά ήμουν πολύ κουρασμένος. Έτοιμο φαγητό απ’ έξω, μπάνιο και μετά χαλάρωμα στη βεράντα μέχρι που έκλειναν τα μάτια μου. Αυτό που ξέρω ωστόσο είναι ότι η μικρή δεν παραπονέθηκε, αφενός γιατί δεν ένιωθε ότι την έπαιρνε και αφετέρου αυτό το ζούσε συχνά και με τους γονείς της, να γυρίζουν κουρασμένοι και να μην είναι για πολλά-πολλά.

    Ακόμα και έτσι δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω πόσο ευεργετική ήταν η παρουσία της, αυτές τις δυο φορές και ας μην κάναμε τίποτα παραπάνω από το να πάμε μαζί περίπατο τον Ράντι, να φάμε παρεούλα και μετά να πιούμε ένα κρασάκι -το Rosa Regale της άρεσε πολύ- ακούγοντας να μου μιλάει για τη μέρα της. Πέραν του πρωϊνού της Δευτέρας και της χθεσινοβραδινής πίπας, δεν είχαμε κάνει τίποτε περισσότερο. Η ιδέα μου ήρθε φεύγοντας από το γραφείο. Αύριο Παρασκευή θα φρόντιζα να ξεμπερδέψω νωρίς. Έκανα τα απαραίτητα τηλεφωνήματα και αφού κανόνισα αυτό που είχα στο μυαλό μου, όταν γύρισα στο σπίτι αντί να πάω επάνω, της χτύπησα το κουδούνι, ελπίζοντας να είναι μέσα.

    - «Καλησπέρα!» μου είπε με το χαμόγελο να φωτίζει το γλυκό της προσωπάκι όταν μου άνοιξε.
    - «Καλησπέρα» της απάντησα χαμογελαστός και την πήρα στην αγκαλιά μου φιλώντας την τρυφερά, το δίπλα διαμέρισμα ήταν ξενοίκιαστο οπότε δεν είχαμε το φόβο να μας δει κάποιος.
    - «Έχεις φάει;»
    - «Όχι, τώρα θα ανέβαινα πάνω να παραγγείλω και πέρασα να σε ρωτήσω αν θέλεις να μου κάνεις παρέα.»
    - «Αμέ! Αλλά δε χρειάζεται να παραγγείλεις, όταν γύρισα το απόγευμα έφτιαξα μακαρονάδα και δεν έχω φάει ακόμα. Όχι πάλι καρμπονάρα, κόκκινη με σάλτσα ντομάτας και ελιάς»
    - «Αντέχεις να πάω μια βόλτα τον Ράντι; Αν φάω μετά δε θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου.»
    - «Θες να έρθω μαζί για παρεούλα;»
    - «Και το ρωτάς; Πήγαινε να αλλάξεις, πάω κι εγώ και θα περάσουμε να σε πάρουμε.»
    - «Deal!» μου απάντησε.

    Ανέβηκα πάνω και άλλαξα στα γρήγορα. Ο Ράντι σήμερα το πρωί είχε προτιμήσει βεράντα, το οποίο σημαίνει ότι έπρεπε να κάνω αλλαγή πάνας και να ρίξω και λίγο νερό για να φύγει η μυρωδιά. Πέντε λεπτά αργότερα και συνοδεία του Ράντι που κλαψούριζε από ανυπομονησία κατέβηκα στον δεύτερο. Η Αναστασία ήταν έτοιμη οπότε κατεβήκαμε κατευθείαν κάτω και πήγαμε τη συνήθη διαδρομή από την πίσω μεριά του σταθμού. Η μικρή είχε πολλά κέφια και σε όλο τον περίπατο κελαηδούσε, φτιάχνοντάς μου ακόμα περισσότερο τη διάθεση. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να της άρεσε η ιδέα μου, αν μου έριχνε άκυρο θα έτρωγα μεγάλη χλαπάτσα. Δεν της είπα πάντως όσο βολτάραμε με το Ράντι, ήθελα να της το πω με το κρασάκι.

    - «Λοιπόν, πάω πάνω να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι και θα σε περιμένω» της είπα όταν επιστρέψαμε 45 λεπτά αργότερα.
    - «Κάτσε θα έρθω μαζί σου, το φαγητό είναι έτοιμο και ακόμα ζεστό, μόνο σερβίρισμα χρειάζεται.»

    Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου και πήγα σφαίρα να κάνω το ντουζάκι μου. Όταν τέλειωσα η Αναστασία είχε ήδη σερβίρει το φαγητό στη βεράντα και με περίμενε, μέχρι και το κρασί είχε βγάλει.

    - «Το συγκεκριμένο δεν πάει με τη μακαρονάδα» παρατήρησα.
    - «Εμένα μου αρέσει!»
    - «Θέλω να δοκιμάσεις από αυτό που θα φέρω. Θα το κάνεις αφού φας δυο-τρεις πιρουνιές μακαρόνια και αν δεις ότι δεν σου αρέσει, πιες αυτό που έφερες.»
    - «Ουφ, εντάξει!» μου είπε. Σηκώθηκα και πήγα και έφερα ένα μπουκάλι με Αγιωργίτικο Νεμέας. Δεν γέμισα το ποτήρι της, της έβαλα ίσα όσο χρειαζόταν για να δοκιμάσει.
    - «Καλή μας όρεξη» της είπα και ξεκινήσαμε να τρώμε. Τρεις-τέσσερις πιρουνιές αργότερα πήρα το ποτήρι μου και ακολουθώντας με το πήρε και εκείνη. Τσουγκρίσαμε και ήπια μια γουλιά, παρατηρώντας την. «Είδες που σου έλεγα;»
    - «Αχ όντως, είναι πολύ ωραίο!»
    - «Και δένει και με τη γεύση. Το άλλο ταιριάζει καλύτερα με φρούτα, σαλάτες ή θαλασσινά. Να το πάω μέσα;»
    - «Θα το πάω εγώ!» μου είπε και πράγματι σηκώθηκε και το επέστρεψε στο ψυγείο. Στο μεταξύ εγώ της γέμισα το ποτήρι και πάλι, αυτή τη φορά με κανονική ποσότητα.
    - «Πώς ήταν η μέρα σου;». Για τη δική της μου είχε κελαηδήσει κατά τη διάρκεια της βόλτας και εγώ απλά την άκουγα κάνοντάς την χάζι.
    - «Κουραστική όπως και οι προηγούμενες αλλά αύριο Παρασκευούλα ζάχαρη! Εσένα ποιο είναι το πρόγραμμά σου;»
    - «Έχω μαθήματα μέχρι τις 17:00 και μετά έλεγα να πάω για καφέ με συμφοιτητές.»
    - «Αν μπορείς να το αναβάλεις έχω να σου κάνω μια καλύτερη πρόταση.»
    - «Είμαι όλη αφτιά!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα ακόμα λαμπερό χαμόγελο.
    - «Αύριο θα κοιτάξω να σχολάσω νωρίς, να είμαι γύρω στις 19:00 το αργότερο εδώ. Μετά…» είπα και άφησα την πρόταση να αιωρείται.
    - «Έλααααα, πες μουυυυυ» μου είπε παραπονιάρικα.
    - «Μετά λέω να πάρουμε τη μηχανή και να πάμε εκδρομή στο Ναύπλιο, όλο το Σ/Κ» της είπα κάνοντας τον χαλαρό αλλά η ψυχούλα μου το ήξερε, αν έτρωγα χυλόπιτα δε θα πήγαινε καθόλου καλά αυτό.
    - «Και ο Ράντι;»
    - «Μην ανησυχείς γι’ αυτό, έχω κάνει τα κουμάντα μου, αρκεί να πεις το ναι»
    - «Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» είπε απαντώντας με παιδιάστικο ενθουσιασμό.
    - «Δε θα πάρουμε πολλά συμπράγκαλα μαζί μας, δύο ταξιδιωτικούς σάκους χωράει η μηχανή»
    - «Αθώε! Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνω να χωρέσει σε ένα σάκο» μου απάντησε κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Ομολογώ ότι δεν το έχω με το πακετάρισμα, τις βαλίτσες -ακόμα και στα επαγγελματικά ταξίδια που πήγαινα μόνος- μου τις έφτιαχνε η Αγγελική.»
    - «Εγώ είμαι εδώ, πες μου τι θέλεις να πάρεις κι εγώ θα τα κάνω να χωρέσουν!»
    - «Αισιόδοξο, μ’ αρέσεις!»
    - «Όχι, παίζουμε!»
    - «Έχω να σου κάνω άλλη μια ανήθικη πρόταση!»
    - “I do!” μου απάντησε και πάλι.
    - «Τι ρωτάω…»
    - «Αθώε boomer!»
    - «Sharon Agathon» προσπάθησα να αστειευτώ, ματαίως. Η Αναστασία δεν είχε ιδέα από Battlestar Galactica και με κοίταξε με απορία. Λατρεύω την επιστημονική φαντασία και αυτή η σειρά, και δεν εννοώ την cheesy του 1979 αλλά το reimaging του 2003, ήταν η αγαπημένη μου όσον αφορά το είδος. Εδώ είχε φάει χοντρό κόλλημα με δαύτη η Αγγελική που άκουγε sci-fi και άλλαζε πεζοδρόμιο, τι να λέμε;

    15 χρόνια πριν

    - «Αγγελική, θέλω να κάτσεις να δούμε μια σειρά για την οποία έχω ακούσει ότι είναι αριστούργημα.»
    - «Ναι; Για πες!»
    - «Battlestar Galactica, το remake του 2003»
    - «Ώπα! Επιστημονικής φαντασίας είναι; Κάτι μου θυμίζει το όνομα!»
    - “I’m pleading the fifth”
    - «Έλα ρε μωρό μου αφού το ξέρεις ότι τα βαριέμαι!»
    - «Έτσι μου έλεγες και τα αστυνομικά και τελικά είδαμε και τις 7 σαιζόν του “The Shield” μέσα σε ένα μήνα.»
    - «Σιγά μην είναι σαν το the shield!»
    - «Άκου, θα δούμε την ταινία πιλότο και το πρώτο επεισόδιο. Αν δεν σε πείσει μέχρι τότε, θα τη συνεχίσω μόνος μου.»
    - «Μόνο αν κάτσεις να δούμε παρέα Grey’s Anatomy!»
    - «Ρε εκβιάστρια!»
    - “That’s the deal, take it or leave it”

    Όταν τέλειωσε και το «33» η Αγγελική διαπίστωσε ότι το σαγόνι της είχε φτάσει στο πάτωμα.

    - «Βάλε το επόμενο, ΤΩΡΑ!»
    - «Κάτσε να πάω να ρίξω ένα κατούρημα, έχω σκάσει!»
    - «Ακόμα εδώ είσαι; Θα σε σκίσω!»

    Ένα έχω να πω, είδαμε και τις τέσσερις σαιζόν σε μία εβδομάδα. Το λάτρεψε τόσο πολύ ώστε με απάλλαξε από την υποχρεωτική παρακολούθηση του Grey’s anatomy. Win-Win. ​

    Σήμερα

    - «Όταν θα έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο -και αν έχεις διάθεση- θα ήθελα να δούμε μαζί μια σειρά: Το Battlestar Galactica.»
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Είναι επιστημονικής φαντασίας, μην ξινίζεις τα μούτρα σου.»
    - «Δεν μου αρέσουν αυτά.»
    - «Έτσι έλεγες και για τα κρασιά. Trust me on this.»
    - «Εντάξει, αλλά γιατί όταν έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο; Πόσο μεγάλη είναι;»
    - «Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τέσσερις σαιζόν αλλά ο λόγος που χρειάζεται πολύ ελεύθερος χρόνος είναι άλλος.»
    - «Ποιος;»
    - «Όταν και αν με το καλό την ξεκινήσουμε θα διαπιστώσεις ότι θα σου είναι αδύνατο να μη θέλεις να δεις το επόμενο επεισόδιο όταν τελειώσει το προηγούμενο.»
    - «Υπερβάλεις λίγο.»
    - «Καθόλου. Της Αγγελικής εξίσου δεν της άρεσε η επιστημονική φαντασία. Σε πληροφορώ ότι το BSG το είδαμε ολόκληρο μέσα σε μία εβδομάδα, ούτε διάλειμμα για κατούρημα δε με άφηνε να κάνω!»
    - «Επιφυλάσσομαι!»
    - «Θα σου βάλω και στοίχημα, αν αφού δούμε τον πιλότο και το πρώτο επεισόδιο δεν αρχίσεις να παρακαλάς θα…» είπα και κόλλησα.
    - «Θα;»
    - «Δεν έχω ιδέα, κόλλησα. Σκέψου εσύ κάτι.»
    - «Χιχιχι, μη με βάζεις σε πειρασμό, είμαι εξαιρετικά εφευρετική!»
    - «Εσύ και οι Αμερικάνοι δικαστές!»
    - «Καλά… μετά μην έρθεις να μου κλαις!»
    - «Δεν πρόκειται, έτσι κι αλλιώς εγώ θα κερδίσω το στοίχημα!»
    - «Αν χάσεις φουκαρά μου δε θα έχεις που να κρυφτείς!»
    - «Αν!»
    - «Αντωνάκη μου -που έλεγε και η Ελενίτσα- εγώ δεν είμαι ο Φίλιππος!»
    - «Τόσα χρόνια που με ξέρεις, με έχεις δει πολλές φορές να πέφτω έξω σε κάτι που σου είχα προτείνει και σου είχα πει ότι θα σ’ αρέσει, ό,τι και αν αυτό αφορούσε, από βιβλίο και ταινία μέχρι τραγούδι και μουσικό συγκρότημα;»
    - «Όχι» παραδέχτηκε απρόθυμα. «Όμως για όλα υπάρχει η πρώτη φορά!»
    - «Ισχύει. Τέλος πάντων, με στοίχημα ή χωρίς είμαι σίγουρος ότι θα την λατρέψεις τη σειρά!»
    - «Με στοίχημα, it’s more intriguing this way!»
    - «Σύμφωνοι, σκέψου κάτι και το ξανασυζητάμε!»
    - «Εσύ;»
    - «Θα σκεφτώ κι εγώ κάτι!»

    Τελειώσαμε το φαγητό και πήγαμε και κάτσαμε στον κουνιστό καναπέ. Η Αναστασία κούρνιασε στην αγκαλιά μου, αν ήταν γάτα θα χουρχούριζε. Σήμερα θα κοιμόμασταν και πάλι αγκαλίτσα και ποιος ξέρει, ίσως το ξάπλωμα πλάι της να μου έφερνε και πάλι σεξουαλική διάθεση, κάτι που αυτή τη στιγμή απουσίαζε τελείως καθότι με την κούραση που είχα και έχοντας μόλις φάει, ένιωθα σα βόας. Απόδειξη είναι πως ενώ από το άνοιγμα στις μασχάλες της χαλαρής μπλουζίτσας που φορούσε φαίνονταν ξεκάθαρα τα στήθη της, και το κωλόπαιδο πάλι είχε έρθει χωρίς σουτιέν, το όργανό μου έκανε τον ψόφιο κοριό.

    - «Να σε ρωτήσω κάτι;» μου πέταξε κάποια στιγμή.
    - “I’m listening”
    - «Μου… μου ζήτησε ένα συμφοιτητής μου να βγούμε»
    - «Και…;»
    - «Εννοώ ραντεβού!»
    - «Ναι, το κατάλαβα!»
    - «Να βγω;»
    - «Μου ζητάς άδεια, Αναστασία;»
    - «Δεν ξέρω… Εννοώ…»
    - «Σου αρέσει;» τη ρώτησα και δίστασε να απαντήσει. «Από τη σιωπή σου συμπεραίνω ότι η απάντηση είναι καταφατική»
    - «Ναι, μου αρέσει. Νιώθω μπερδεμένη»
    - «Να σε βοηθήσω να το ξεμπερδέψεις.»
    - «Εσένα δε σε πειράζει;»
    - «Που σου αρέσει ένας συμφοιτητής σου;»
    - «Ναι»
    - «Όχι δεν με πειράζει και δεν με πειράζει γιατί το να σου αρέσει ένας συμφοιτητής σου είναι το φυσιολογικό, το παράλογο θα ήταν να μην υπήρχε κανείς ή καμία που να σου αρέσει!»
    - «Ναι αλλά… είμαστε… είμαστε μαζί… δεν είμαστε;»
    - «Για όσο πάει»
    - «Έστω κι έτσι… αυτή τη στιγμή είμαστε μαζί. Πώς… πώς είναι δυνατόν να μη σε πειράζει;»
    - «Εσένα θα σε πείραζε αν σου έλεγα ότι μου αρέσει μια άλλη γυναίκα;»
    - «Δε θα μου άρεσε.»
    - «Be that as it may, you should deal with it. Αναστασία, δεν μπορείς να ελέγξεις τα γούστα των άλλων ανθρώπων, το να σ’ ενοχλεί κάτι που ούτε σε αφορά και ούτε είναι του χεριού σου να ελέγξεις είναι περιττή σπατάλη ενέργειας.»
    - «Πώς δε με αφορά;»
    - «Γιατί όταν κάνεις με κάποιον σχέση, δεν σου ανήκει. Μοιράζεται μαζί σου το χρόνο του και την παρουσία του, όπως κάνεις κι εσύ, αλλά εκτός και αν μιλάμε για BDSM δεν ανήκει ο ένας στον άλλον. Και, τι λέω, ούτε καν εκεί, μόνο σε συγκεκριμένα είδη συσχετισμών.»
    - «BDSM? Τι είναι πάλι τούτο;»

    Τώρα μπαίναμε σε βαθιά νερά, πάνω στην κουβέντα μού είχε ξεφύγει η αναφορά σε κάτι το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος να συζητήσω μαζί της. Εμένα κυρίως με απασχολεί το S/M μέρος του ακρωνυμίου και όσο και αν λαχταρούσα να το εξερευνήσω ως ένα βαθμό μαζί της, μπορούσα μια χαρά να κάνω και χωρίς δαύτο αν η Αναστασία δεν έδειχνε προθυμία. Πλέον δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν μαζί μου ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια. Μου είχε γίνει ολοφάνερο ότι της άρεσε να με ικανοποιεί και να μου προσφέρει -και δεν εννοώ μόνο σεξουαλικά- αλλά ο χρόνος που ήμασταν μαζί δεν ήταν αρκετός ώστε να μπορώ να διακρίνω που τελειώνει η φυσική της δοτικότητα και που αρχίζει η εξάρτηση από τα συναισθήματά της για μένα.

    I was treading a very fine line και από τη σχέση μας -που ήξερα ότι έχει ημερομηνία λήξης, ακόμα και αν δεν ήξερα το πότε- ζητούσα δύο πράγματα, πρώτον να περάσουμε όμορφα όσο κρατούσε και, δεύτερον, στο μακρινό μέλλον τα όσα ζήσαμε μαζί να έμεναν σ’ εκείνη σαν μια όμορφη ανάμνηση, ακόμα και αν εμένα με έπαιρνε ο διάολος και με σήκωνε. Μπορεί να ήταν ενήλικη αλλά για μένα δεν έπαυε να είναι μια κοπελίτσα που την ξεμυάλισε η ανταπόκριση που της έδειξε το εφηβικό της crush, μετατρέποντάς το μέσα σε λίγες μέρες σε σφοδρό έρωτα.

    - «Δε θα μου πεις;» με ρώτησε ενώ προσπαθούσα να βρω τι θα της απαντήσω.
    - «ΟΚ. Το BDSM είναι αρκτικόλεξο που περιγράφει ένα διαφορετικό από το συνηθισμένο τρόπο ερωτικού σχετίζεσθαι. Προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Bondage, Discipline, Dominance, Submission, Sadism, and Masochism, οι οποίες σχηματίζουν ζευγάρια μεταξύ τους. To Bondage με το Discipline, το Dominance με το Submission και το Sadism με το Masochism.»
    - «Ξέρω τι είναι σαδιστής και τι μαζοχιστής, τα άλλα δεν τα γνωρίζω»
    - «Τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Κοίτα, η λέξη σαδιστής έχει και άλλες έννοιες πέραν αυτή που φαντάζομαι ότι γνωρίζεις, δηλαδή του ενεργητικού αλγολάγνου. Ομοίως και το μαζοχιστής σημαίνει περισσότερα πράγματα από παθητικός αλγολάγνος.»
    - «Δεκτόν. Το «Δέσιμο και Πειθαρχία» ή το «Κυριαρχία και υποταγή», τι ακριβώς σημαίνουν; Όταν λέμε δέσιμο εννοούμε αυτό με το σκοινί ή το “είναι για δέσιμο”;»

    Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έβαλα τα γέλια. Το δέσιμο μου φαίνεται πολύ βαρετό και χαριτολογώντας έλεγα στην Αγγελική -που το λάτρευε- ότι απλά της άρεσε γιατί και η ίδια ήταν για δέσιμο.

    - «Όχι, όχι. Μιλάμε για το δέσιμο με σχοινί και, αν και του λόγου μου το βρίσκω εξαιρετικά βαρετό, είναι πραγματική τέχνη.»
    - «Τέχνη» είπε ειρωνικά.
    - «Κι όμως, είναι τέχνη και στο λέω εγώ που το βαριέμαι απίστευτα. Αν δεις τι κάνουν -και δεν είναι λίγοι αυτοί που το αγαπάνε- θα σου πέσει το σαγόνι στο πάτωμα.»
    - «Να κάτι που αδυνατώ να φανταστώ!»
    - «Θα άξιζε να πας σε κάποιο event. Μπορεί όντως στο τέλος να σου φανεί βαρετό, ωστόσο αν οι performers το έχουν πραγματικά, αν δεν μαζέψεις το σαγόνι σου από το πάτωμα βλέποντάς τους, δε θα με λένε Αντώνη!»
    - «Event; Τι event;»
    - «Διοργανώνονται κατά καιρούς διάφορα και στο ξαναλέω, δεν υπερβάλω, είναι τέχνη, δίνουν παράσταση!»
    - «Μα τι του βρίσκουν;»
    - «Πέραν από το τελετουργικό, σκέψου, τι συμβολίζει το δέσιμο με σχοινί γι’ αυτόν που δένει και τι γι’ αυτόν που δένεται;»
    - «Για τον δεύτερο η απάντηση είναι εύκολη, περιορισμός! Για τον πρώτο… δεν ξέρω; Περιορισμός και πάλι; Εννοώ, ενεργητικός;»
    - «Ακριβώς. Αυτός που δένει του αρέσει να περιορίζει και αυτός που δένεται του αρέσει να περιορίζεται.»
    - «ΟΚ, το κατάλαβα, νομίζω δηλαδή. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Γιατί χαμογελάς;»
    - «Θυμάσαι την πρώτη μας βόλτα με τον Ράντι;»
    - «Ναι» απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει.
    - «Θυμάσαι που είχε προηγηθεί πρόσκληση να κοιμηθούμε παρέα;»
    - «Φυσικά και το θυμάμαι αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω που το πας»
    - «Όταν γυρίσαμε σου είπα να πας σπίτι σου και να έχεις μια αλλαξιά για το πρωί. Θυμάσαι τι έγινε όταν γύρισες;»
    - «Ξεχνιέται; Αλλά εξακολουθώ να μην… Oh… Oooooh»
    - «Ακριβώς!»
    - «Κοίτα να δεις!» είπε μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή της.
    - «Είδες λοιπόν που αυτή η πράξη του περιορισμού μπορεί να κρύβει ερωτισμό και μάλιστα από δύο ακριβώς αντίθετες μεταξύ τους οπτικές;»
    - «Ναι, ναι! Γουάο. Και το Discipline;»
    - «Θα ανατρέξω και πάλι στο πρόσφατο παρελθόν. Θυμάσαι τι μου είπες όταν το κάναμε για πρώτη φορά από πίσω; Θυμάσαι που σου εξήγησα ότι ο πόνος μπορεί να έχει ερωτική χροιά;»
    - «Ναι, το θυμάμαι.»
    - «Σου είχα πει επί λέξη: Δεν χρειάζεται να είσαι μαζοχίστρια για να έχει ο πόνος ηδονικές αποχρώσεις!»
    - «Ναι, μου το είχες πει.»
    - «Θυμάσαι τι άλλο σου αρέσει από αυτά που έχουμε κάνει που έχει πόνο;»
    - «Ναι, όταν με πιπιλάς ή με δαγκώνεις δυνατά στις ρόγες»
    - «Και;»
    - «Αυτό… Αααααα… ναι, έχεις δίκιο. Οι ξυλιές στον ποπό μου. Τι σχέση έχει αυτό;»
    - «Οι ξυλιές στον ποπό, τι συμβολίζουν;»
    - «Τιμωρία!»
    - «Ακριβώς. Η τιμωρία λοιπόν μπορεί να συμβολίζει δύο πράγματα, ερωτικό παιχνίδι αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι και εργαλείο συμμόρφωσης.»
    - «Σε τι;»
    - «Και τώρα πάμε στις πιο πολύπλοκες έννοιες, Κυριαρχία και υποταγή. Και εδώ λοιπόν υπάρχει ένα συμπληρωματικό δίπολο, εκείνοι που αρέσκονται να ηγούνται και εκείνοι που αρέσκονται να ακολουθούν»
    - «Να ηγούνται με ποιο τρόπο;»
    - «Να αποφασίζουν, να ελέγχουν, να έχουν το λεγόμενο πάνω χέρι. Ομοίως υπάρχει και η αντίθετη, και συνάμα συμπληρωματική, μεριά. Εκείνοι που αρέσκονται να ελέγχονται, να αποφασίζει κάποιος άλλος για εκείνους.»
    - «Δεν το καταλαβαίνω, δηλαδή τι γίνεται; Πάει ο ένας και λέει στον άλλον, έλα να σε κυριαρχήσω και ο άλλος απαντάει αχνε, οδήγησέ με, πάτησέ με, πέτα με στα βράχια;»
    - «Χαχαχα, όχι, δεν δουλεύει έτσι. Απ’ όσο γνωρίζω με κάποιο τρόπο ο κυριαρχικός επιβάλλει την παρουσία του κάνοντας τον υποτακτικό να νιώθει ότι δεν μπορεί αλλιώς παρά στα πόδια του πρώτου.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Να τον ακολουθεί… να τον υπηρετεί…»
    - «Να τον υπηρετεί; Πώς να τον υπηρετεί;» με ρώτησε με το στόμα ανοιχτό.
    - «Σύμφωνα με τις επιθυμίες του κυριαρχικού. Υποτίθεται ότι αφού γίνει αυτή η αναγνώριση τότε ο υποτακτικός ζητάει από τον κυριαρχικό να τον αναλάβει, δηλαδή να μπει στην υπηρεσία του. Εκεί ξεκινάει η εκπαίδευσή του ώστε να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες του κυριαρχικού με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Η τιμωρία, λοιπόν, μπορεί να είναι απλά ένα σεξουαλικό παιχνίδι, όπως οι σφαλιάρες που σου ρίχνω καμιά φορά στον ποπό σου, μπορεί ωστόσο να είναι και εργαλείο συμμόρφωσης του υποτακτικού στις επιθυμίες του κυριαρχικού!»
    - «Ο Χριστός και η Παναγία!»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί να θέλεις να υπηρετήσεις κάποιον;»
    - «Γιατί με κάποιο τρόπο σε γεμίζει. Τι να σου πω, ούτε εγώ στην πραγματικότητα μπορώ να καταλάβω τον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων, το έχω αποδεχτεί όπως αποδέχομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που έλκονται σεξουαλικά από το φύλο τους.»
    - «Το δεύτερο είναι καθαρά θέμα προτιμήσεων!»
    - «Η σεξουαλικότητα δεν είναι κάτι που επιλέγεις και/ή προτιμάς. Όπως εμένα δεν είναι επιλογή μου να με έλκουν σεξουαλικά γυναίκες ομοίως για κάποιους άλλους άντρες δεν είναι επιλογή τους να τους έλκουν σεξουαλικά άλλοι άντρες και φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες.»
    - «Έστω κι έτσι, αυτό που μου είπες πριν για τους κυριαρχικούς και τους υποτακτικούς, είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.»
    - «Είναι;»
    - «Δεν είναι;»
    - «Θα σου απαντήσω με δύο λέξεις: Δευτέρα πρωί»
    - «…»
    - “You see my point?”
    - «Αυτό κάνεις Αντώνη; Προσπαθείς να κυριαρχήσεις πάνω μου;»
    - «Όχι τσαούσα μου, μην φουντώνεις. Πέραν του κρεβατιού αυτοί οι συσχετισμοί δεν είναι της αρεσκείας μου. Μ’ αρέσει να με περιποιούνται και μ’ αρέσει να έχω εγώ την πρωτοβουλία στο σεξ αλλά ως εκεί.»
    - «Κι εμένα μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι και να σε ικανοποιώ αλλά όχι κι έτσι!»
    - «Δεν υπάρχει ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι. Υπάρχει μόνο το “είμαι καλά εδώ που είμαι;” και το “τι κάνω γι’ αυτό;”»
    - «Εννοώ… δεν είναι φυσικό να θες να περιποιείσαι και να ικανοποιείς κάποιον για τον οποίον τρέφεις συναισθήματα;»
    - «Αυτό που έχει σημασία για κάποιον για τον οποίον τρέφεις συναισθήματα είναι να είναι ικανοποιημένος με τον τρόπο που τον γεμίζει.»
    - «Δεν είπα κάτι διαφορετικό!»¨
    - «Το «ικανοποιώ» είναι ενεργητική φωνή ενώ το «ικανοποιημένος» είναι παθητική μετοχή.»
    - «Μάλιστα… νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω.»
    - «Και μπράβο σου, εμένα μου είχε πάρει κάμποσο καιρό για να τα καταλάβω αυτά. Και για να επανέλθουμε λοιπόν και στην αρχική σου ερώτηση, εσύ τι θες να κάνεις; Θέλεις να βγεις μαζί του ή όχι;»
    - «Αν… αν δεν υπήρχες εσύ… Φαντάζομαι… Ναι, φαντάζομαι πως για ένα καφέ στο φιλικό δε θα ήταν πρόβλημα.»
    - «Ενώ τώρα που υπάρχω εγώ, ο καφές στο φιλικό, είναι;»
    - «Συγνώμη, δεν το έθεσα σωστά. Ήθελα να πω πως από τη στιγμή που υπάρχεις εσύ, ο καφές θα είναι απλά στο φιλικό όσον αφορά εμένα, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα.»
    - «Αναστασία, αυτό που έπρεπε να κάνεις, το έκανες. Μου το είπες. Από εκεί και πέρα το τι θα πράξεις είναι δική σου απόφαση, αυτό προσπαθούσα να σου πω. Δεν έχουμε το είδος της σχέσης στο οποίο χρειάζεται να μου ζητήσεις άδεια για το οτιδήποτε.»
    - «Μα δε θέλω να κάνω κάτι που θα σε πείραζε!»
    - «Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι η όποια σου επιλογή είναι δική σου και είναι ελεύθερη. Ωστόσο η *κάθε* επιλογή έχει το δικό της τίμημα, αυτό είναι που οφείλεις να ζυγίσεις πριν την πάρεις. Από τη στιγμή που την παίρνεις σου ανήκει. Επιλέγεις ότι προτιμάς να μην κάνεις κάτι που θα μπορούσε να σου αρέσει επειδή δυνητικά αυτό μπορεί να με πειράξει. Θα μπορούσες να κάνεις αυτό που θέλεις παίρνοντας το ρίσκο να μη σου αρέσει το πως θα αντιδράσω εγώ. Σε κάθε περίπτωση οι καρποί που δρέπεις ή οι συνέπειες που πληρώνεις σου ανήκουν, αν σου βγει δεν έχεις παρά να συγχαρείς τον εαυτό σου, αν δεν σου βγει, μόνον αυτόν έχεις να κατηγορήσεις. Με ρώτησες πως είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αποφασίζουν κάποιοι άλλοι για εκείνους. Είναι, γιατί για κάποιους ανθρώπους η έλλειψη επιλογής, το να μη χρειάζεται να πάρουν οι ίδιοι τις όποιες αποφάσεις είναι λυτρωτικό.»
    - «Όπως το θέτεις έχεις ένα point. Τέλος πάντων, για να επιστρέψω σε αυτό που είπες πριν, από τη στιγμή που δεν θα είμαι σίγουρη για πως θα πάρεις κάτι που θα κάνω θα σε ρωτάω, ναι;»
    - «Αρκεί να μην το θεωρείς ως ότι ζητάς άδεια.»
    - «Συλλαμβάνεσαι να πέφτεις σε αντίφαση. Έχει σημασία πως το θεωρώ στην υποθετική περίπτωση που δε θα επιλέξω να κάνω κάτι επειδή δε θα σου αρέσει; Τι ουσιαστική διαφορά έχει από το να σου ζητούσα άδεια;»
    - «Γιατί αν μου ζητούσες άδεια εγώ θα μπορούσα να στη δώσω ακόμα και αν αυτό με δυσαρεστούσε. Η επιλογή ως επιλογή θα ήταν δική μου. Από τη στιγμή ωστόσο που οι ίδια ζυγίζεις τα κέρδη έναντι των πιθανών συνεπειών η όποια επιλογή κάνεις είναι δική σου και μόνο.»
    - «Ωραία, θα σε ρωτήσω λοιπόν στα ίσια, θα σε πείραζε να πάω για καφέ με το συμφοιτητή μου ή όχι;»
    - «Θα σου απαντήσω κι εγώ στα ίσια. Δε θα με πείραζε ακόμα και αν πήγαινες με το συμφοιτητή σου με σκοπό να βγάλετε τα μάτια σας. Θα με πείραζε αν αυτό σε έκανε να με παρατήσεις για την πάρτη του, but such is life!»
    - «Ορίστε;» με ρώτησε αποσβολωμένη.
    - «Ανάσα!»
    - «Πώς… πώς είναι δυνατόν να μη σε νοιάζει;» με ρώτησε με μάτια που γέμισαν δάκρυα από τη μια στιγμή στην άλλη.

    Danger Will Robinson! Μεγάλε πρόσεχε λίγο, δεν είναι καμιά περπατημένη!

    - «Δεν είπα αυτό, Αναστασία.»
    - «Αλλά τι είπες;»
    - «Είπα πως δεν με πειράζει το recreational sex με τρίτους, εννοείται εφόσον αυτό γίνεται με ασφάλεια. Επίσης είπα πως θα με πείραζε αν αυτό οδηγούσε στο να με παρατήσεις για κάποιον άλλον, αλλά είναι μέρος του παιχνιδιού. Αν βουτάς στη θάλασσα με καρχαρίες αποδέχεσαι το γεγονός ότι μπορεί να πας άκλαυτος.»
    - «Γιατί να το κάνεις αυτό; Γιατί να θέλεις να βουτήξεις στη θάλασσα με τους καρχαρίες;»
    - «Γιατί θέλεις να δεις από κοντά αυτά το υπέροχα πλάσματα, να κολυμπήσεις μαζί τους στο φυσικό τους περιβάλλον και όχι να τα δεις πίσω από ένα τζάμι, φυλακισμένα σε ένα ενυδρείο.»
    - «Για την αδρεναλίνη;»
    - «Όχι, Αναστασία μου, όχι για την αδρεναλίνη. Δεν περιμένω να το καταλάβεις αμέσως, κι εμένα μου πήρε πολύ καιρό να καταφέρω να το δω όπως το βλέπω τώρα. Δέξου το λόγο μου, αυτό που σου είπα δεν σημαίνει ότι δεν δίνω δεκάρα για σένα». Με κοίταξε χωρίς να δείχνει να έχει πειστεί οπότε αναγκάστηκα να καταφύγω στα μεγάλα μέσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και της το μπουμπούνισα. «Η Αγγελική πήγαινε και με άλλους, άντρες και γυναίκες. Εσύ τι λες, μου ήταν αδιάφορη;»
    - «Ε;;;;»
    - «Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής μας. Είχαμε ο ένας τον άλλον αλλά είχαμε και την ελευθερία να μπορούμε να κάνουμε recreational sex και με άλλους. Και εμένα ντουβρουτζάς μου είχε έρθει στην αρχή αλλά… αλλά δεν μπορούσα να πω όχι σε αυτή τη γυναίκα. Και δεν έκανα την ανάγκη φιλοτιμία, πραγματικά ήρθα στα λόγια της. Η ζωή… η ζωή είναι μία φορά Αναστασία μου. Όλα είναι περαστικά, εμείς οι ίδιοι είμαστε περαστικοί, σύντομες, στιγμιαίες λάμψεις στα σκοτάδια της αιωνιότητας. Δεν βαρεθήκαμε ποτέ ο ένας τον άλλον γιατί ποτέ δεν το είδαμε σαν υποχρέωση. Το οτιδήποτε το κάναμε γιατί το θέλαμε και όχι γιατί έπρεπε. Είμασταν ελεύθεροι, αυτό που μας ένωνε ποτέ δεν το είδαμε σα σχοινί.»
    - «Εγώ δεν μπορώ να το δω έτσι.»
    - «Ίσως να μην μπορέσεις και ποτέ να το δεις έτσι. Αυτό που θέλω να βάλεις καλά στο μυαλό σου είναι το εξής: Από εμένα έχεις το ελεύθερο να εξερευνήσεις την σεξουαλικότητά σου με όποιον ή όποιαν επιλέξεις. Αν εσύ δεν θέλεις να το κάνεις γιατί δεν νιώθεις άνετα να το κάνεις, είναι δική σου επιλογή και είναι σεβαστή. Θα πρέπει να αποδεχτείς ωστόσο το γεγονός πως τώρα ή στο μέλλον, το αν θα πάω με οποιαδήποτε άλλη είναι δική μου επιλογή και όχι δική σου.»
    - «Θέλεις να πας με άλλη;»
    - «Αυτό τον καιρό σίγουρα όχι. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί ότι μπορεί να το επιθυμήσω στο μέλλον. Στο είπα και θα στο ξαναπώ, το μέλλον είναι κάτι που δεν υπάρχει, *θα* υπάρξει. Το παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί και δεν αλλάζει. Η ζωή είναι στο τώρα.»
    - “Yolo;”
    - «Ναι και όχι. Ναι γιατί ζούμε μια φορά. Όχι, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Το γεγονός ότι η ζωή είναι στο τώρα δεν σημαίνει ότι δεν δίνουμε δεκάρα για το μέλλον, το μέλλον μπορεί να είναι κάτι που τώρα δεν υπάρχει αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να είναι κάτι που διαμορφώνεται από τις επιλογές που κάνουμε.»
    - «Δεν ξέρω… δεν ξέρω… Προσπαθώ απεγνωσμένα να βρω κάτι που να είναι… Εννοώ… Σε κάθε τι έχεις και απάντηση και ακόμα χειρότερα, απάντηση στην οποία δεν βρίσκω να ανταπαντήσω. Με… νιώθω να με πνίγει που δεν μπορώ να θυμώσω με αυτά που λες.»
    - «Θέλεις ακόμα να πάμε μαζί στο Ναύπλιο;»
    - «Με ρωτάς γιατί θέλεις να μάθεις αν έχω ξενερώσει εγώ ή γιατί έχεις ξενερώσει εσύ;»
    - «Με προσβάλεις και δεν σου έχω δώσει τέτοια δικαιώματα» της είπα αυστηρά.
    - «Συγνώμη» μουρμούρισε.
    - «Θα σε ρωτήσω για δεύτερη και τελευταία φορά, η μη απάντηση θα θεωρηθεί απάντηση, είμαι σαφής;» τη ρώτησα στον ίδιο τόνο με πριν. «Είμαι σαφής;» επανέλαβα.
    - «Ναι, είσαι» μου είπε ελαφρά ταραγμένη.
    - «Θέλεις ακόμα να πάμε μαζί Ναύπλιο, ναι ή όχι;» Δε μου απάντησε. «Θέλεις περισσότερο χρόνο να το σκεφτείς;»
    - «Δεν ξέρω. Συγνώμη… αυτό είναι μη απάντηση. Θέλω… θέλω λίγο να το σκεφτώ αλλά φοβάμαι… φοβάμαι πως θα το πάρεις.»
    - «Θα το πάρω ως ότι η απόφασή σου, όποια και αν είναι, θα είναι συνειδητή επιλογή.»

    Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα.

    - «Θέλω.»
    - «Θαυμάσια!» της απάντησα χαμογελαστός και, μεταξύ μας, κάμποσο ανακουφισμένος. «Και για να πάμε στην αρχική-αρχική ερώτηση, θέλω να βγεις με το συμφοιτητή σου αν αυτό το θέλεις κι εσύ.»
    - «Ναι, δεν γίνεται. Μου πρότεινε να πάμε αύριο το απόγευμα αλλά έχω άλλα σχέδια» μου απάντησε, επιτέλους χαμογελαστή.

    Έγειρα προς το μέρος της και τη φίλησα στο στόμα και αυτή τη φορά το έκανα κτητικά. Είμαστε περίεργα ζώα η άνθρωποι, όλη αυτή η συζήτηση έγινε με αφορμή τις επίκτητες πεποιθήσεις μου περί ελευθερίας και το φιλί ήταν κτητικό. Παρά την κούραση μου, το διανοητικό μπρα ντε φερ με είχε ερεθίσει απίστευτα, πάντα με ερέθιζε, ήταν το μόνο πράγμα που μου ξυπνούσε τη σαρκική επιθυμία κυριαρχίας. Αυστηρά σαρκική, ασχέτως αν εγώ ήμουν ο νικητής ή ο χαμένος. Είχα αναρωτηθεί για το γιατί αλλά δεν είχα βρει ικανοποιητική απάντηση. Και πάει στο διάολο, αν είσαι ο χαμένος είτε έχει υπάρξει ισοπαλία, πες ότι θες κατά κάποιο τρόπο να βγάλεις τα σπασμένα, να βγεις εσύ με κάποιο τρόπο από πάνω. Γιατί το ήθελα με την ίδια ένταση ακόμα και αν ήμουν ο νικητής; Το χέρι μου βρέθηκε να ψαχουλεύει τα στήθη της και γρήγορα -και παρά το γεγονός ότι βρισκόμασταν στη βεράντα- την άφησα γυμνή από πάνω. Μπορεί να μη φαινόμασταν εύκολα από το απέναντι μπαλκόνι που ήταν καμιά 40ια μέτρα μακριά, καθώς τόσο η δική μου πολυκατοικία όσο και οι απέναντι ήταν βαθιά χωμένες μέσα, με μεγάλους μπροστινούς κήπους, αλλά δεν ήταν και αδύνατο. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαξε, με ένοιαζε μόνο η ξαφνική μου ανάγκη.

    - «Πάρε με στο στόμα σου» της είπα. Μέχρι τώρα είτε το έκανε μόνη της, είτε της είχα πιέσει εγώ το κεφάλι προς τα κάτω για να λάβει το μήνυμα. Αυτή τη φορά η ανάγκη μου ήταν διαφορετική, την είχα διατάξει και ήθελα να υπακούσει.

    Η Αναστασία αντί απάντησης έσκυψε προς το μέρος μου. Μου τράβηξε σορτς και μποξεράκι προς τα κάτω και με πήρε στο στόμα της. Έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό, απλά για να αναπαυθεί. Ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση για μένα ήταν το γεγονός ότι η πίπα δεν ήταν διεκπεραιωτική, με όλους τους περιορισμούς της απειρίας της, έδινε τον καλύτερο της εαυτό, προσπαθούσε να με πάρει όσο βαθιά μπορούσε στο στόμα της, χρησιμοποιώντας όσο καλύτερα μπορούσε τα χείλη της και το στόμα της.

    Πριν προλάβω να της πω να γονατίσει μπροστά μου ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει και το χέρι της, το έκανε η ίδια και το μόνο που έκανα ήταν να τη βοηθήσω να μου κατεβάσει και να μου βγάλει τελείως σορτς και μποξεράκι. Η προσθήκη του χεριού της, ώστε να βοηθήσει το έργο του στόματός της, βελτίωσε ακόμα περισσότερο την ποιότητα της πίπας, το χέρι μου, που είχε βρεθεί ξανά στο κεφάλι της, δεν χρειάστηκε καν να της δώσει ρυθμό.

    Με το αριστερό χέρι πήρα το ποτήρι μου και ήπια μια γουλιά κρασί. Μου είχε έρθει και πάλι όρεξη για τσιγάρο αλλά όχι τόση ώστε να με κάνει να διακόψω την Αναστασία από το έργο της. Χωρίς να σταματήσει να με παίζει με τη χούφτα της, έβγαλε το όργανό μου από το στόμα της και άρχισε να το γλείφει σε όλο του το μήκος, αυτό δεν το είχε ξανακάνει. Το είχε δει κάπου ή ήταν ένστικτο; Ό,τι και αν ήταν πάντως με απογείωσε ακόμα περισσότερο. Συνέχισε εναλλάσσοντας αυτό που έκανε, πότε να με παίρνει στο στόμα της και πότε να γλείφει το μέλος μου για πάνω από 20 λεπτά, χωρίς ούτε μία στιγμή να μειωθεί η όρεξη με την οποία το έκανε.

    Ένιωσα το τέλος να έρχεται και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου και εκεί ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα το χέρι μου, κράτησα το κεφάλι της ακίνητο καθώς τελείωνα μέσα στο στόμα της με ηδονικούς σπασμούς, βιώνοντας και πάλι οργασμό απίστευτης έντασης και διάρκειας. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και την είδα, είχε τα μάτια της κλειστά, τα χείλη της να έχουν αγκαλιάσει το όργανό μου και οι μύες του λαιμού της συσπώνταν καθώς κατάπινε τις αλλεπάλληλες ριπές που πλημμύριζαν το στόμα της. Κατάπιε για τελευταία φορά και τραβήχτηκε απαλά.

    Πήρα το χέρι μου από το κεφάλι της και έφερα το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της, σπρώχνοντάς το προς τα πάνω. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε. Της χαμογέλασα και με το ίδιο δάχτυλο τη χάιδεψα ανάλαφρα στο μάγουλο. Το βλέμμα της ήταν το ίδιο, πάντα το ίδιο. Λατρεία. Μόνο μια γυναίκα -από τις πολυάριθμες παρτενέρ που είχα την τύχη να έχω- στη ζωή μου με είχε κοιτάξει έτσι. Οι τύψεις ήρθαν και πάλι για να με τυραννήσουν. Το παρελθόν δεν αλλάζει, η μοίρα μου είχε πάρει την μόνη γυναίκα που είχα πραγματικά αγαπήσει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Είτε που θα προχωρούσα μπροστά είτε που θα θαβόμουν ζωντανός μαζί της και για δύο ακριβώς χρόνια αυτό είχα κάνει.

    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρώτησε ακόμα γονατισμένη μπροστά μου.
    - «Να μου εξομολογηθείς, καρδιά μου» της είπα βοηθώντας την να σηκωθεί.
    - «Μπορείς να μου βάλεις λίγο κρασί ακόμα σε παρακαλώ;»
    - «Βεβαίως» της απάντησα και της γέμισα το ποτήρι. «Λοιπόν, σ’ ακούω»
    - «Είναι αστείο… ουφ… Όταν… όταν άρχισες να με φιλάς, ήθελα… ήθελα να σε πάρω στο στόμα μου και να σε κάνω να τελειώσεις.»
    - «Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε» της είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Αυτό είναι το αστείο… Δεν ήθελα απλά να σε πάρω στο στόμα μου, ήθελα εσύ να με βάλεις να σε πάρω στο στόμα μου.»
    - «Επειδή φαντάζομαι ότι λέγοντας «αστείο» εννοείς «ειρωνεία», ποια είναι για σένα;»
    - «Όλη αυτή η κουβέντα που κάναμε… το σημείο περί ελέγχου και υποταγής. Που μου φαινόταν περίεργο… που αντιδρούσα… και όμως… λαχταρούσα να με βάλεις εσύ να το κάνω. Τι με κάνει αυτό; Εννοώ σε σχέση με τους όρους που μου είπες.»
    - «Καρδούλα μου δεν είναι ανάγκη να ταιριάζεις σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους.»
    - «Μα το να θέλω να πάρεις εσύ τον έλεγχο δε με κάνει υποτακτική;»
    - «Όχι, δεν σε κάνει. Με τους όρους του BDSM σε κάνει ταπεινό μποτομάκι»
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Είναι οι άνθρωποι που τους αρέσει να παραδίδουν τον έλεγχο ΑΥΣΤΗΡΑ στο σεξουαλικό παιχνίδι και μόνο για όσο διαρκεί αυτό. Εγώ είμαι από την αντίθετη μεριά του φάσματος αλλά πάλι η επιθυμία μου για έλεγχο εξαντλείται ΑΥΣΤΗΡΑ στο σεξουαλικό παιχνίδι, επίσης για όσο αυτό διαρκέσει.»
    - «Και τη διαφορά έχει από το άλλο;»
    - «Αφενός στο δίπολο κυριαρχίας/υποταγής δεν παραχωρείς τον έλεγχο, τον αποσπά από τα χέρια σου ο κυριαρχικός κάνοντάς σε να πεις και ευχαριστώ, και αφετέρου ο έλεγχος αυτός μπορεί να μην εξαντλείται στο σεξουαλικό κομμάτι αλλά να απλώνεται και σε άλλους τομείς της ζωής του υποτακτικού.»
    - «Δηλαδή;»
    - «Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Για παράδειγμα να δίνεις λεπτομερή αναφορά για το τι έκανες όλη μέρα. Να απαιτείται άδεια σε ό,τι ορίσει το κυριαρχικό μέλος. Δεν υπάρχει κάτι στάνταρ, αυτές οι σχέσεις διαμορφώνονται σύμφωνα με τις επιθυμίες του κυριαρχικού και τις δυνατότητες του υποτακτικού.»
    - «Μπρρρρ»
    - «Κι εγώ κάπως έτσι το βλέπω αλλά περί ορέξεως. Για όλους έχει. Εμένα μου αρκεί ο έλεγχος στο σεξουαλικό κομμάτι αλλά μπορώ μια χαρά να ζήσω και χωρίς αυτό.»
    - «Πολλή πληροφορία για μια μέρα.»
    - «Ισχύει, εμένα μου πήρε πολύ καιρό να τα καταλάβω και δεν είμαι καν σίγουρος ότι τα καταλαβαίνω όλα.»
    - «Ξέρεις τι μου άρεσε σε σένα από τότε που σε γνώρισα;»
    - «Για πες;»
    - «Οι συζητήσεις που κάναμε όταν μας δινόταν η ευκαιρία. Η Αγγελική ήταν διαφορετική, μαζί της λάτρευα τις δραστηριότητες, να πηγαίνουμε για κολύμπι, να ακούμε παρέα μουσική, να ζωγραφίζουμε, να κάνουμε περιπάτους… Με σένα ήταν οι συζητήσεις, πάντα πρόθυμος να μου απαντήσεις τις όποιες απορίες, πάντα υπομονετικός και όταν κάτι δεν καταλάβαινα προσπαθούσες να μου το πεις με διαφορετικό τρόπο, μέχρι να το καταλάβω αλλά το κυριότερο, μου μιλούσες σαν ίσος προς ίση. Πόσες και πόσες άγνωστες μέχρι τότε λέξεις δεν έμαθα επειδή εσύ μου μιλούσες σαν να μιλούσες σε κάποιον ενήλικο χωρίς να περιορίζεις το πλούσιο λεξιλόγιό σου; Δεν με έβλεπες σαν το παιδάκι ή έστω δεν με αντιμετώπιζες έτσι. Μπορεί να σας έβλεπα 10-15 μέρες το χρόνο αλλά η Αγγελική, και ακόμα περισσότερο εσύ, διαμορφώσατε ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αυτού που σήμερα είναι η Αναστασία.»
    - «Ξέρεις κάτι; Αυτό που μου είπες είναι από τα ομορφότερα πράγματα που έχω ακούσει στη ζωή μου. Με κάνει περήφανο, με τιμάει!»
    - «Δεν ήταν ένα απλό παιδικό crush, Αντώνη. Μπορεί να ξεκίνησε έτσι αλλά διαμορφώθηκε σε αυτό που αισθάνομαι για εσένα. Ακόμα και ακούσια, είναι δικό σου έργο, δικό σου και μόνο. Δε θέλω να μου απαντήσεις κάτι, στο είπα γιατί όφειλα να στο πω.»

    Δεν έβρισκα παρά έναν και μόνο τρόπο να της απαντήσω και αυτός δεν ήταν τα λόγια. Της έπιασα το χέρι και την πήγα στο δωμάτιο. Την ξάπλωσα στο κρεββάτι, ξάπλωσα πλάι της και γυρίζοντας το σώμα μου, ξεκίνησα να τη φιλάω. Το χέρι μου ταξίδεψε τρυφερά πάνω στο σώμα της ίσα όσο χρειαζόταν για να κάνει το όργανό μου να ορθωθεί. Η Αναστασία ήταν έτοιμη. Εγώ ο ίδιος την ετοίμαζα χωρίς καν να το έχω καταλάβει και το κύμα δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από το να μου δείξει με εμφατικό τρόπο πως απέναντί μου δεν είχα κάποιο κοριτσάκι αλλά γυναίκα. Και αν το σώμα της ήταν η ενσάρκωση των σεξουαλικών μου πόθων ήταν το μυαλό της που με είχε κάνει να αρχίσω να δαγκώνω τη λαμαρίνα για πάρτη της.

    Χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκα μέσα της και άρχισα να κινούμαι. Είχε και πάλι σφαλιστά κλειστά τα μάτια της και κάθε κίνηση μου την έκανε να δαγκώσει το κάτω της χείλος. Γρήγορα το δάγκωμα αντικαταστάθηκε από σιγανά στην αρχή και έπειτα πιο δυνατά βογγητά που κάποιες φορές εναλλάσσονταν με στεναγμούς.

    - «Κοίτα με» της είπα μιλώντας σχεδόν με κομμένη ανάσα. «Κοίτα με!»

    Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε και χωρίς να αυξήσω ταχύτητα πολλαπλασίασα την ένταση της κίνησής μου μέσα της. «ΜΜ ΜΜ ΜΜ ΜΜ» μου ξέφευγαν κάθε φορά που καρφωνόμουν και τα δικά μου βογγητά συνοδεύονταν από τα δικά της, σε ένα ιδιότυπο ντουέτο. Άρχισα να αυξάνω ταχύτητα αλλά καθώς έχοντας τελειώσει πριν λίγη ώρα στο στόμα της η κορύφωση αργούσε να έρθει οπότε λίγη ώρα αργότερα έκοψα και πάλι το ρυθμό μου καθώς το σώμα μου δεν άντεχε να τον ακολουθήσει. Ένιωσα το σώμα της από κάτω μου να τρεμουλιάζει και πάλι και με τα μάτια ανοιχτά με κοίταζε χωρίς να με βλέπει.

    - «Κοίτα με!» της είπα ακόμα πιο επιτακτικά και με κάμποσο κόπο κατάφερε να εστιάσει το βλέμμα της. Σταμάτησα να κινούμαι και χαμηλώνοντας προς το μέρος της τα στόματά μας βρέθηκαν και πάλι ενωμένα, ενωμένα όπως τα σώματά μας. Σταύρωσε τα χέρια της πίσω από το σβέρκο μου, ανασηκώθηκα και κοιτώντας την στα μάτια ξεκίνησα και πάλι να κινούμαι όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά και όλο και πιο γρήγορα και όλο πιο δυνατά…

    Καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της και κάθισα ακίνητος και οι οργασμικές εκρήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, εκρήξεις που συνοδεύονταν από τα δικά της αναφιλητά ηδονής. Όταν τελείωσα έπεσα σχεδόν ξέπνοος πάνω της αλλά δεν τραβήχτηκα. Ανασήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα ενώ εκείνη μου έπιασε το πρόσωπο και με τα δυο της χέρια. Δεν ξέρω πως ήταν το βλέμμα μου, πιθανά σαν του τρελού, το δικό της ωστόσο έλαμπε. Έλαμπε. Κατέβηκα από πάνω της και ξάπλωσα ανάσκελα ενώ η Αναστασία γύρισε στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι με το χέρι της.

    - «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα.
    - «Ήταν… έντονο!»
    - «Ενώ ας πούμε τις άλλες φορές το είχες ρίξει στο ροχαλητό;»
    - «Έλα, μη με πειράζεις!»
    - «Πες μου ότι δε σ’ αρέσει και το κόβω μαχαίρι!»
    - «Εκβιαστή!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Λοιπόν;»
    - «Δεν ξέρω… ήταν… ήταν διαφορετικό. Δεν… δεν ξέρω. Μέχρι… μέχρι που το κάναμε για πρώτη φορά την προηγούμενη Παρασκευή, το σεξ για μένα ήταν κάτι απλά ευχάριστο, δεν καταλάβαινα γιατί αρέσει τόσο στον κόσμο. Εννοώ ότι μόνη μου… μόνη μου το ευχαριστιόμουν περισσότερο. Ωστόσο εδώ και μια σχεδόν εβδομάδα, κάθε φορά κάνεις τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Ούτε καν είχα φανταστεί από… ξέρεις… ότι μπορεί να είναι κάτι τόσο δυνατό, τόσο ηδονικά υπέροχο.»
    - «Άρα;»
    - «Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς… Σήμερα μου ζήτησες να σε κοιτάω στα μάτια και… ήταν πολύ όμορφα να σε βλέπω. Συνήθως… συνήθως χάνομαι… ακόμα και σήμερα με ανοιχτά τα μάτια, με πολύ δυσκολία εστίαζα κάποιες φορές και όταν το κατάφερνα… η εικόνα σου την ώρα που μ’ έκανες δική σου…» είπε και κόμπιασε και πάλι κοιτάζοντάς με απολογητικά.
    - «Εντάξει» της είπα χαμογελώντας. «Έχω μια τάση να το υπεραναλύω και μερικές φορές δεν χρειάζεται, απλά δεν χρειάζεται. Είναι αυτό που είναι.»
    - «Ο όμοιος στον όμοιο, που λένε, σάμπως εγώ είμαι καλύτερη;»
    - «Η καλυτεροτερότερη!»
    - «Αυτά μου κάνεις!»
    - «Και όχι μόνον αυτά!»
    - «Ναι! Χιχιχιχι»
    - «Λοιπόν, νάνι τώρα γιατί αύριο έχουμε πρωινή έγερση! Αλήθεια, τι ώρα έχεις μάθημα;»
    - «Αύριο έχω στις 11:00»
    - «Σε ζηλεύω»
    - «Ναι αλλά το πρωί που θα ξυπνήσεις θα βρεις το καφεδάκι σου έτοιμο!»
    - «Έλα εδώ βρε μαμούνι!» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Ορίστε, να’τα και τα υποκοριστικά. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου!»
    - «Καληνύχτα μπούμερ μου!»

    Το πρωινό ξύπνημα ήταν και πάλι …οργασμικό, καθώς παρόλο που δεν της το είχα ζητήσει, με ξύπνησε όπως το πρωί της Δευτέρας, μόνο που σε αντίθεση μ’ εκείνη την μέρα δεν πρόλαβα να της το ανταποδώσω γιατί η αλήθεια είναι ότι κοιμηθήκαμε λίγο παραπάνω. Δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα και η Αναστασία κατέβηκε στο διαμέρισμά της για να ετοιμαστεί ενώ εγώ πήγα στη δουλειά μου.

    Το καλό με το να είσαι δεύτερος στην ιεραρχία της εταιρίας στην οποία εργάζεσαι είναι ότι δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό παρά μόνο στον CEO, οπότε στις 17:00 το έκλεισα. Είχα συνεννοηθεί με την αδερφή μου και έτσι όταν γύρισα σπίτι, πήρα τον μαντράχαλο και τα συμπράγκαλά του και τον πήγα στην αδερφή μου που μένει στην Άνοιξη. Τα ανίψια μου, που λατρεύουν τον Ράντι, χοροπηδούσαν από τη χαρά τους που θα τον είχαν δυο μέρες. Βέβαια για να τον βγάλουν βόλτα ούτε λόγος, εκτός και αν πήγαιναν καβάλα να πούμε, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα καθώς μένουν σε μονοκατοικία με πολύ μεγάλο κήπο. Βέβαια είχαμε και το δράμα μας καθώς το παραπονεμένο βλέμμα του και γαύγισμά του όταν κίνησα να φύγω μου ράγισε την καρδιά. Έσφιξα τα δόντια μου και έφυγα πριν το μετανιώσω και τον πάρω και αυτόν μαζί μου γιατί τα ανίψια μου θα με έγδερναν ζωντανό, χώρια που είχα τάξει μηχανή στην Αναστασία.

    Στις 18:30 ήμουν σπίτι και είχα λίγη δουλίτσα ακόμα. Αρχικά ξεβίδωσα το μαμίσιο κιτ συνεπιβάτη και το άλλαξα με αυτό που είχα αγοράσει για ταξίδι και επειδή η Vulcan είναι urban cruiser και όχι σχεδιασμένη για ταξίδια, τέτοια custom made kit κόστιζαν ένα νεφρό και μισή σπλήνα. Από την άλλη η πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη ήταν πιο ψηλή και αρκετά πιο αναπαυτική και επιπλέον είχε και προέκταση για να τοποθετήσεις πάνω του δυο μεγάλες πλαστικές μπαγκαζιέρες, μία σε κάθε πλευρά, που πέραν του αποθηκευτικού χώρου εφάρμοζαν και στις γάμπες του συνεπιβάτη, κάνοντας ακόμα πιο αναπαυτικό το ταξίδι και κόστιζαν άλλη μισή σπλήνα.

    - «Καλώς τον!» μου είπε η Αναστασία και με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε, όταν της χτύπησα την πόρτα.
    - «Ήρθα να σου φέρω την μπαγκαζιέρα σου για να βάλεις τα πράγματά σου. Όταν τελειώσεις, έλα σε παρακαλώ πάνω για να με βοηθήσεις να φτιάξω κι εγώ τη δική μου»
    - «Βεβαίως!» μου είπε όταν της έδωσα τη μπαγκαζιέρα. «Σε 20 λεπτά το πολύ θα είμαι πάνω.»
    - «Ωραία, να προλάβω να κάνω κι ένα ντουζάκι. Θυμήσου να ντυθείς ελαφρά από πάνω καθώς θα φορέσεις το ειδικό προστατευτικό μπουφάν. Από κάτω τζιν και ει δυνατόν και φόρμα μέσα από το τζιν, δεν ξέρω αν θα σου κάνει το κάτω μέρος της στολής. Αν έχεις αθλητικό μποτάκι το φοράς, αν όχι τα αθλητικά σου, σε καμία περίπτωση πέδιλα.»
    - «Εντάξει Αντώνη μου»

    Ανέβηκα πάνω και πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Όταν ανέβηκε φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και από κάτω τζιν με αθλητικά παπούτσια. Με κοίταξε απολογητικά.

    - «Τα τζιν μου είναι εφαρμοστά, δεν μπορώ να φορέσω και τζιν και φόρμα.»
    - «Για δοκίμασε αυτό σε παρακαλώ» της είπα και της έδωσα το κάτω μέρος της φόρμας που κάποτε φορούσε η Αγγελική. Όταν την έχασα είχα κρατήσει κάμποσα ρούχα της που δεν μπορούσα να αποχωριστώ και σε αυτά περιλάμβαναν και το σετ της μηχανής. Η Αναστασία έβγαλε το παντελόνι της, από κάτω φορούσε ένα απλό μαύρο εσώρουχο αλλά ακόμα και έτσι δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τις στιγμιαίες μου καύλες. Πήρε τη φόρμα και τη φόρεσε, μια χαρά της ερχόταν. Με πολλή δυσκολία κατάφερα να πνίξω το στεναγμό μου.
    - «Μου είναι λίγο μεγαλούτσικη αλλά κατά τα άλλα μια χαρά. Νομίζω ότι θα μπορούσα να φορέσω το τζιν από μέσα.»
    - «Όχι δε χρειάζεται, μη σκάσεις κιόλας. Λοιπόν, αυτά είναι που θέλω να πάρω μαζί μου» είπα και της έδειξα τα ρούχα που είχα απλώσει στο κρεββάτι καθώς και μια σακούλα με ένα ζευγάρι sneakers, ένα ζευγάρι πλαστικά παπούτσια θάλασσας και ένα ζευγάρι σαγιονάρες. «Τι λες, χωράνε;»
    - «Όχι απλά χωράνε, θα περισσέψει και χώρος.» μου είπε και σε πέντε λεπτά ήταν όλα μέσα στη μπαγκαζιέρα τακτοποιημένα άψογα και με μπόλικο χώρο να περισσεύει κιόλας. «Εγώ πήρα και πράγματα για τη θάλασσα, με τα τριαντάρια που κάνει υπέθεσα ότι θα πάμε για μπάνιο!»
    - «Αμάν, ναι! Να τι είχα ξεχάσει!» είπα και πήγα και έβγαλα το μαγιό μου πετώντας το πρακτικά μέσα στη μπαγκαζιέρα. Η Αναστασία το πήρε και αφού το δίπλωσε προσεκτικά, το έβαλε και πάλι πίσω. «Τα υπόλοιπα θα τα πάρω από το αυτοκίνητο όταν κατέβουμε»
    - «Αλήθεια, που θα μείνουμε;»
    - «Θα δεις!» της απάντησα αινιγματικά.
    - «Ουφ, θα με σκάσεις!»
    - «Ένα θα σου πω, χθες που μου ήρθε η ιδέα για την εκδρομή, το τηλεφώνημα για την κράτηση το έκανα για την τιμή των όπλων. Όταν μου είπε ότι το ΣΚ υπήρχε διαθεσιμότητα λόγω μιας απρόοπτης ακύρωσης ένιωσα σα να κέρδισα το Τζόκερ!»
    - «Βάζεις πολύ ψηλά τον πήχη, αγαπητέ!»
    - «Μωρέ κάτσε να το δεις και αν δεν κάνεις κωλοτούμπες από τη χαρά σου, να μη με λένε Αντώνη!»
    - «Και πώς θα σε λένε, κυρία Ελένη;»
    - «Σε τρώει το ποπουδάκι σου, μικρή;»
    - «Λίγο μόνο!» απάντησε χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο.
    - «Άντε σουσουράδα, πάμε!» της είπα.

    Είχε πάρει ό,τι χρειαζόταν μαζί της οπότε πήγαμε κατευθείαν στον κήπο χωρίς να χρειαστεί να περάσουμε από το διαμέρισμά της. Τοποθέτησα τις μπαγκαζιέρες στη θέση τους και τις ασφάλισα. Η αλήθεια είναι ότι το μέγεθός τους σε συνδυασμό με το πως έπρεπε να κάτσει ο συνεπιβάτης έκαναν τον δεύτερο να χρειαστεί κάτι σε γιόγκα για να ανέβει αλλά άπαξ και το κατάφερνε, ήταν βασιλιάς!

    - «Αχ καλέ τι βολικά που είναι! Όχι, μπράβο σου!»
    - «Είδες; Στα ώπα-ώπα σ’ έχω» της είπα και της έδωσα το κράνος της.
    - «Είσαι ο καλυτεροτερότερος!»
    - «Είμαι!»

    Ξεκινήσαμε και κατεβαίνοντας την Κηφισίας μέχρι το Μαρούσι, μπήκαμε στην Αττική οδό. Μέχρι τώρα την είχα πάει όλη και όλη μια βόλτα μέχρι την Πεντέλη και της Αναστασίας δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να δει τη μηχανή να ανοίγει. Ακόμα και με δύο επιβάτες μπορούσε να πιάσει άνετα τα 170 ωστόσο δεν είχα κανένα σκοπό να πατήσω τόσο πολύ το γκάζι και η αλήθεια είναι, ότι και να ήθελα, η Αττική οδός στο ύψος που μπήκαμε και μέχρι το ύψος της Εθνικής είχε αρκετά πυκνή ροή. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία την άνοιξα και με μεγάλη δυσκολία συγκρατήθηκα και δεν την πήγα πάνω από 120. Όταν βγήκαμε στην Αθηνών-Κορίνθου την ανέβασα στα 140 και ως εκεί, όσο και αν με φαγούριζε να γκαζώσω κι άλλο.

    Παρά το γεγονός ότι ήταν Παρασκευή και παρά το αφύσικα ζεστό για την εποχή Σ/Κ που ερχόταν, ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος και άδειασε ακόμα περισσότερο μετά τα Μέγαρα. Όπως και να έχει, δύο ώρες και κάτι από την ώρα που ξεκινήσαμε, φτάσαμε στον προορισμό μας. Έσβησα τη μηχανή και ξεκαβαλήσαμε και οι δυο, βγάζοντας τα κράνη μας.

    - «Λοιπόν, με λένε Αντώνη ή όχι;»
    - «ΓΟΥΑΟΥ!»
    - «Είναι όλη δική μας!»

    Θέλοντας να έχω την απομόνωσή μας, είχα διαλέξει να κλείσω βίλα έξω από το Ναύπλιο, γιατί ο κόσμος είναι μικρός και ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Εντάξει, δε θα κάναμε και τους ιερομόναχους, αλλά όσο μπορούσα προσπάθησα να πάρω τα μέτρα μου. Η βίλλα ήταν υπέροχη, είχε υπέροχη θέα, μεγάλη πισίνα και αν και την είχαμε όλη δική μας, ήταν κανονικά για έξι άτομα. Ήταν πολύ περιζήτητη και για να βρεις ελεύθερο ΣΚ ακόμα και μέσα στο χειμώνα, έπρεπε να κάνεις τάμα να πούμε.

    - «Έχεις όρεξη για μια βουτιά στην πισίνα;» την ρώτησα όταν τακτοποιηθήκαμε.
    - «Τέτοια ώρα; Έχει και μια δροσούλα είναι η αλήθεια!»
    - «Η πισίνα είναι εσωτερική και θερμαινόμενη»
    - «Δε θα μας κοιτάνε περίεργα;»
    - «Ποιος παιδί μου; Μόνοι μας είμαστε!»
    - «Η κυρία που μας περίμενε;»
    - «Γύρισε σπίτι της όταν μας έδωσε τα κλειδιά, εδώ θα καθόταν;»
    - «Αντώνη; Πόσο σου πήγε;» με ρώτησε με κάποιο ίχνος ανησυχίας.
    - «Να μη σε νοιάζει» της απάντησα.
    - «Απλά δεν…»
    - «Ούτε δεν ούτε μεν. Λοιπόν, πάμε για ένα γρήγορο ντουζάκι και μετά βουτιά στην πισίνα;»
    - «Ναι, πάμε!»

    Κάναμε στα γρήγορα το ντουζάκι μας και επιστρέψαμε στο δωμάτιο να βάλουμε τα μαγιό μας και μετά πήγαμε στην πισίνα.

    - «Βγάλε το πάνω μέρος του μαγιό σου» της είπα. «Σου είπα, μόνοι μας είμαστε!»
    - «Εντάξει» είπε και απελευθέρωσε τα στήθη της από την κομψή φυλακή τους κάνοντάς με να καυλώσω αυτοστιγμεί και πάλι καλά που το μαγιό-βερμούδα επέτρεπε τέτοια ζογκλερικά.
    - «Αχ, είναι υπέροχο το νερό» της είπα όταν ξεμύτησα μετά τη βουτιά που έκανα. «Έλα φοβητσιάρα, βούτα, σου είπα είναι θερμαινόμενη!»
    - «Δεν τη λες και ζεστή» είπε βουτώντας διστακτικά το πόδι της.
    - «Θερμαινόμενη είναι, όχι ιαματικό λουτρό! Μπες μέσα ρε βάσανο!»
    - «Άμα κρυώνω το κρίμα στο λαιμό σου» μου είπε και βούτηξε με τη σειρά της. «Εντάξει, καλή είναι» παραδέχτηκε όταν ξεμύτησε.

    Χαζολογήσαμε γύρω στη μια ώρα και τότε το στομάχι μου μου υπενθύμισε εμφατικά πως ή ώρα ήταν δέκα και κάτι και εγώ ήμουν όλη μέρα με ένα τοστ που είχα φάει το μεσημέρι.

    - «Αναστασία, πεινάς;»
    - «Νόμιζα ότι δε θα με ρωτούσες ποτέ! Αν πεινάω λέει;»
    - «Ωραία, πάμε να ντυθούμε και θα κατεβούμε Ναύπλιο για να φάμε»

    Δεδομένης της μηχανής η γκαρνταρόμπα ήταν περιορισμένη αλλά ακόμα κι έτσι η Αναστασία κατάφερε να μου πετάξει τα μάτια έξω. Φορούσε μια υφασμάτινη πανταλόνα που τόνιζε υπέροχα τα οπίσθιά της ενώ το τοπ της, αποκαλυπτικό όσο πρέπει, κάλυπτε μέχρι και λίγο κάτω από το στήθος της, αφήνοντας γυμνό το στομάχι της και έδενε σταυρωτά πίσω από το λαιμό της. Από κάτω φορούσε χαμηλά γοβάκια.

    - «Το ξέρω, αθλητικά θα φορέσω, θα πάρω τα γοβάκια μαζί μου» είπε προλαβαίνοντάς με.
    - «Είσαι κούκλα… είσαι… Θεέ μου… είσαι… κούκλα! Κούκλα!»
    - «Κι εσύ είσαι υπέροχος, ασπρομάλλη μου!» με πείραξε τρυφερά.
    - «Παππούς ο σέξι και όποια αντέξει!»
    - «Όχι παππούς! Μέχρι σέξι μεσήλικας σου επιτρέπω!»
    - «Ορίστε, με δουλεύει πάλι!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που έλαβα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Φόρεσε προσεκτικά το κάτω μέρος της φόρμας και από πάνω το προστατευτικό μπουφάν. Έβαλε τα γοβάκια της μέσα στο σάκο που της έδωσα και κατεβήκαμε στη μηχανή. Τοποθέτησα το σάκο στη θέση του πίσω από την πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη και αφού φορέσαμε τα κράνη μας ανεβήκαμε στη μηχανή, χωρίς τις δύο μπαγκαζιέρες το ανέβασμα ήταν φοβερά πιο εύκολο.

    Παρά τη ζέστη που είχε κατά τη διάρκεια της μέρας, το βράδυ είχε αρκετή δροσιά αλλά με τα προστατευτικά μπουφάν και παντελόνια, η δροσιά δεν ήταν πρόβλημα. Το μέρος που ήταν η βίλλα ήταν κάμποσο έξω από το Ναύπλιο ωστόσο ακόμα και έτσι, σε 20 λεπτά ήμασταν στο λιμάνι. Βγάλαμε μπουφάν και φόρμες και αν και εμένα θα μου έβγαζε την ψυχή, η Αναστασία τα πακέταρε χωρίς καν να ιδρώσει. Έβαλε τις γόβες της, ζαλώθηκα κι εγώ το σακίδιο στην πλάτη και πήγαμε να βρούμε που θα πάμε να φάμε.

    - «Θέλω καλαμαράκια!» μου δήλωσε.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι!»

    Τελικά και καλαμαράκια πήραμε, και χταποδάκι πήραμε, και γαύρο ξιδάτο πήραμε, και γαρίδες σαγανάκι πήραμε, με αποτέλεσμα όταν τελειώσαμε το φαγητό να μου έχει φτάσει μέχρι τα αφτιά, η Αναστασία είχε αρκεστεί στα καλαμαράκια της και λίγο σαγανάκι και χταπόδι, οπότε σε ποιον θα έπεφτε ο κλήρος για να μην πάνε χαμένα; «Ναι φουκαρά μου, και σε χάλασεεεε» με μάλωσα από μέσα μου. Σε κάποιο από τα διπλανά τραπέζια καθόταν με την παρέα της μια από αυτές τις διάσημες ινφλουένσερ που ναι μεν είχε μυαλό κουκούτσι αλλά ως γυναίκα ήταν εντυπωσιακά όμορφη. Και όμως με όλη της την ομορφιά στα μάτια μου δεν έπιανε μπάζα στην απλά κοριτσίστικα γλυκούλα Αναστασία μου. Μου; Μου; Μου;;;; Μπορεί να μη το χάσαμε το κορμί πατριώτη αλλά αρχίσαμε να χάνουμε τα μυαλά μας.

    Καλά θα πήγαινε αυτό…

    --- ΤΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 6ο - Η αδερφή του Μεγαλέξανδρου. Όχι αυτή, η άλλη!

    - «Αναστασία, πάμε να περπατήσουμε λιγάκι γιατί έχω νιώθω σα βόας! Μη με κοιτάς έτσι, εσύ τα φταις!»
    - «Τι έκανα;»
    - «Με άφησες να τα φάω όλα αυτά μόνος μου!»
    - «Στο είπα Αντωνάκη, πολλά πήραμε»
    - «Και πάει και το μου»
    - «Μωρέ ας μην είμασταν σε δημόσιο μέρος και θα σου έλεγα πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»
    - «Αχνε, τρύγησε το άγουρο κορμί μου, ρίξε με στο βούρκο της ακολασίας, κύλισέ με στο βόρβορο, πέταξέ με στο φαράγγι της μαύρης ντροπής!»
    - «Με δουλεύεις Αντωνάκη *μου*;»
    - «Αν είναι δυνατόν, φωτιά να πέσει να κάψει τους ανταγωνιστές μας κυρία Ελενίτσα!»
    - «Καλά, θα τα πούμε όταν είμαστε οι δυο μας!»
    - «Αυτό είναι απειλή, μπόμπιρα;»
    - «Υπόσχεση είναι μπάρμπα!»
    - «Μπαρμπαριά και Τούνεσι!»
    - «Μπάρμπα! Μπάρμπα! Μπάρμπα!»
    - «Καλά, θα τα πούμε όταν είμαστε οι δυο μας!»
    - «Αχνε, τιμώρησέ με, ταπείνωσέ με, πέτα με στα βράχια!»
    - «Σήκω, βάσανο!»

    Βγήκαμε στο λιμάνι και περπατώντας την παραλία φτάσαμε μέχρι και το Ξενία. Από το ναυτικό όμιλο και μετά δεν υπήρχε ψυχή και εκεί βρήκα την ευκαιρία και πήρα το χέρι της στο χέρι μου. Κάναμε ένα μεγάλο κύκλο και γυρίσαμε μέσα από τα στενάκια μέχρι το ύψος της προβλήτας του φάρου. Κοίταξα το tracker μου του ρολογιού μου, έγραψε 3 Km, λογικά θα ήταν γύρω στα 2,5 καθώς το ρολόι είχε μια τάση να υπερβάλει. Ρολόι που κόντευε να ξεμείνει από μπαταρία και είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το φορτιστή του. Δε βαριέσαι, κινητό, αυτουνού τον είχα θυμηθεί τουλάχιστον. Πήγαμε στην άκρη και καθίσαμε κάτω από το φάρο.

    - «Τι όμορφα που είναι!»
    - «Που να δεις την παραλία στην οποία θα σε πάω αύριο, σπόρε!»
    - «Χιχιχι, δε θέλεις να κάτσουμε σπίτι και να είμαστε άτακτοι;»
    - «Ορίστε, μου βγήκε καβλοράπανο η πιτσιρίκα!»
    - «Είμαι και φαίνομαι!»
    - «Δε με λυπάσαι μεσήλικα άνθρωπο;»
    - «Θες να σε λυπηθώ;»
    - «Έλα δε θέλω αηδίες!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Πώς σου φάνηκε το ταξίδι με τη μηχανή;»
    - «Πολύ ωραίο ήταν αλλά δε μου άρεσε που δε μπορούσαμε να μιλήσουμε!»
    - «Ε ναι, με το κράνος δεν είναι εύκολο αλλά υπάρχει λύση, δεν έχεις ψύλλους;»
    - «Όχι, μόνο τσιμπούρια!»
    - «Καλά… λέγε εσύ, λέγε!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Θα σε δείρω σπίτι καθότι πολιτισμένος.»
    - «Ω σκληρέ και βάναυσε, λυπήσου αυτό το αθώο κορίτσι!»
    - “I have spoken!”
    - «Θα σου απαντήσω κι εγώ βιβλικά: So it was written, so it shall be done!»
    - «Αφενός αυτό δεν είναι βιβλικό, είναι από τις 10 εντολές του Cecil De Mille και η φράση που είπε ο Yul Brynner ήταν “So let it be written. So let it be done”. Αφετέρου το “I have spoken” είναι από το the Mandalorian!»
    - «Παραδίνομαι!»
    - «Παραδώσου λοιπόν, άνευ όρων μωρό μου, μην προβάλλεις αντίσταση μπορεί να πληγωθείς!» απάντησα τραγουδιστά.
    - «Τράτζικ!»
    - «Όντως δεν είναι και από τα καλύτερα του Πασχάλη. Πάντως θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερο, όπως το τσάι στο μπαλκόνι του Δάκη. Ξέρεις, τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι και η αγωνία μου φουντώνει, πότε θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά»
    - «Όχι δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω! Ήμαρτον!»
    - «Μωρέ το δεσπότη Παναγιώτη θα πεις!»
    - «Χίλιες φορές να μου κάνεις τον κώλο μαύρο!»
    - «Το ένα δεν απαγορεύει το άλλο. Θα πέσει ξύλο μετά μουσικής!»
    - «Το cruel and unusual το έχετε ακούσει mister; Θα σας καταγγείλω στο δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!»
    - «Καλά, θα πέσει μόνο μουσική!»
    - «Σκέτο ξύλο, μπα;»
    - «Κοίτα να δεις το νιάνιαρο!»
    - «Είναι ωραία όταν μου τις ρίχνεις στο κωλαράκι» μου είπε ντροπαλά. Μάλιστα, τώρα την πιάσανε οι ντροπές της.
    - «Κάποια στιγμή θα πρέπει να σου δείξω το paddle!»
    - «Paddle; όπως λέμε κουπί; Τι σχέση έ… oh! Ooooooh!»
    - «Μπράβο ρε Μαρίνα, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!»
    - «Έχεις τέτοιο πράγμα;» με ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον.
    - «Αμέ, τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;»
    - «Αμ δεν μας τα είχες πει αυτά Αντωνάκη!»
    - «Τι να πω, είμαι γεμάτος εκπλήξεις»

    Και εκείνη τη στιγμή γράφοντας στα παπάρια μου το γεγονός ότι ήμασταν έξω, σε δημόσιο μέρος και με κόσμο, την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα, αιφνιδιάζοντάς την για ελάχιστα δευτερόλεπτα και μετά χαλάρωσε και αφέθηκε, δηλαδή τι αφέθηκε, έλιωσε στην αγκαλιά μου. Ε ρε και να έσπαγε κανένας διάολος το ποδάρι του και να μας έβλεπε κανένας γνωστός. Αγνόησα τη παράνοιά μου και συνέχισα το φιλί για λίγη ώρα ακόμα. Όταν τραβήχτηκα η Αναστασία έμεινε για λίγες στιγμές με τα μάτια κλειστά, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    - «Τέτοια μου κάνεις και λιώνω» μου δήλωσε όταν βρήκε τη μιλιά της.
    - «Πρόσεξες ποια καθόταν παραδίπλα μας, όταν τρώγαμε;»
    - «Ναι! Αυτή ήταν; Η Φίκου; Νόμιζα ότι έκαναν πουλάκια τα μάτια μου!»
    - «Προς τι ο ενθουσιασμός; Σιγά την προσωπικότητα. Αν ήταν τραγουδίστρια θα την περιγράφαμε ως από φωνή μουνί αλλά από μουνί φωνάρα.»
    - «Ξέρεις πόσοι την κάνουν follow?»
    - «Φαντάζομαι πολλοί αλλά ωραία γυναίκα είναι, γιατί όχι; Οι φάτε μάτια ψάρια δεν είναι το πρόβλημα ή μάλλον δεν είναι το σοβαρότερο, το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ακατοίκητη είναι influencer και γυναίκες σαν την Πέτρου την ξέρουν οι συνάδελφοί της, συγγενείς και φίλοι.»
    - «Πέτρου; Την Ευδοκία Πέτρου εννοείς;»
    - «Χαίρομαι που εσύ τουλάχιστον την γνωρίζεις!»
    - «Αλίμονο βρε Αντώνη!»
    - «Πόσοι συνομήλικοί σου νομίζεις ότι την ξέρουν; Τι ρωτάω, οι μισοί και βάλε δεν μπορούν να γράψουν μια πρόταση της προκοπής, θα μπορούσαν να σου πουν με την παραμικρή λεπτομέρεια για τον κάθε απίθανο απιθανόπουλο στο survivor αλλά ανάθεμα και αν ξέρουν ποια είναι η Ευδοκία Πέτρου, πόσο σημαντικό είναι αυτό το βραβείο Fields και τι κατάφερε ώστε να το κερδίσει.»
    - «Ούτε εγώ το ήξερα, να σου πω. Το έμαθα πέρσι το καλοκαίρι.»
    - «Η ουσία Αναστασία μου είναι ότι εσύ είδες κάτι που σου έκανε εντύπωση και κάθισες και το έψαξες. Λογικό ήταν να μην το ξέρεις αυτό από πριν, όμως όταν έμαθες σπατάλησες έστω και πέντε λεπτά να κάτσεις να διαβάσεις τι είναι αυτό το ρημάδι το Fields, τι αξία έχει και τι έκανε η Πέτρου για να το αξίζει. Και δεν είναι ότι δεν υπάρχουν και άλλα παιδιά σαν εσένα, αλίμονο. Το πρόβλημα είναι ότι είστε η μειοψηφία και όχι η πλειοψηφία. Δεν ξέρω αν την έχεις προσέξει την Πέτρου αλλά εγώ είχα την τύχη να τη γνωρίσω από κοντά σε κάποια εκδήλωση πέρσι το καλοκαίρι. Την έχω στο Facebook, την ακολουθούμε καμιά 50αριά άτομα. Αν είχε βάλει φωτογραφία με μαγιό θα ήταν 50.000 οι followers, εμφανισιακά είναι εξίσου εντυπωσιακή γυναίκα με το φίκο -όνομα και πράγμα- που έτρωγε παραδίπλα μας.»
    - «Έχεις δίκιο όπως το θέτεις.»
    - «Τέλος πάντων παρασύρθηκα, αλλού ήθελα να το πάω.»
    - «Πού;»
    - «Ότι ο φίκος δεν έπιανε μπάζα μπροστά στον κορίτσαρο που έχω την τύχη να συνοδεύω!»
    - «Δεν είναι τύχη!» μου δήλωσε και αυτή τη φορά ήταν εκείνη που μου όρμισε και με φίλησε.
    - «Δεν το λες και ατυχία, πάντως!» της είπα πειρακτικά όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε. «Πάμε για ποτάκι;»
    - «Αμέ!» μου είπε χαρούμενη.

    Καθώς πηγαίναμε να βρούμε μπαρ να κάτσουμε σα να μου φάνηκε ότι είδα κάποιο γνωστή φάτσα από την εταιρία και η παράνοιά μου επανήλθε και πάλι. Γιατί καλά να σε πετύχουν για ένα καφέ το πρωί στην Αθήνα, πώς θα δικαιολογούσα την παρουσία μου στο Ναύπλιο με την πιτσιρίκα αλαμπρατσέτα; «Μη βλέπεις παντού φαντάσματα» μάλωσα τον εαυτό μου αλλά η αλήθεια είναι ότι επιτάχυνα το βηματισμό μου. Δεδομένου ότι αυτός που νόμιζα ότι είδα ήταν με δύο πιτσιρίκια, αποφάσισα να μπούμε γρήγορα σε ένα μπαρ καθότι είτε τον ήξερα πράγματι, είτε -το πιθανότερο- ήταν ιδέα μου, στο μπαρ δε θα μπορούσε να έρθει με τα μικρά. Ήμουν τυχερός, βρήκαμε άδειο ένα απόμερο τραπέζι το οποίο ως added bonus ήταν και πιο μακριά από τα ηχεία γιατί η μουσική που έπαιζε το μπαρ δεν ήταν ακριβώς του γούστου μου.

    - «Τι θα πάρεις;» με ρώτησε η Αναστασία.
    - «Για μπύρα λέω, άλλωστε είμαστε και με το μηχανάκι.»
    - «Θα πάρω κι εγώ μπύρα, δεν ξέρω εδώ που τα λέμε και από ποτά, μέχρι τρεις μήνες πριν δεν επιτρεπόταν καλά-καλά να αγοράσω!»
    - «Μπορείς να πάρεις κάτι γλυκό και ελαφρύ. Αν θυμάμαι καλά σου αρέσει ο ανανάς, σωστά;»
    - «Ναι!»
    - «Ωραία, μπορείς να πάρεις pina colada. Είναι γλυκό, ελαφρύ και δροσιστικό κοκτέιλ από ρούμι, χυμό ανανά και γάλα καρύδας.»
    - «Sold!»

    Λίγη ώρα μετά ήρθε και η σερβιτόρα να πάρει την παραγγελία μας.

    - «Κερνάω εγώ!» μου είπε.
    - «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου» της είπα μη θέλοντας να της χαλάσω το χατίρι.
    - «Για πες μου, πού θα πάμε για μπάνιο αύριο;»
    - «Στο Βιβάρι θα πάμε, εκεί που βρίσκεται και το σπίτι που νοικιάσαμε»
    - «Είναι κρύο το νερό;»
    - «Χαχαχα, κρυουλιάρα. Όχι καλό είναι!»
    - «Μήπως να κάτσουμε στην πισίνα! Θα είμαι και γυμνόστηθη που σ’ αρέσει!»
    - «Γιατί, ποιος σου απαγορεύει να είσαι γυμνόστηθη στην παραλία;»
    - «Ε, τι στον κόσμο;»
    - «Γιατί, κλεμμένα τα έχεις;»
    - «Όχι αλλά… δεν το έχω ξανακάνει!»
    - «Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Μόνο που εγώ μιλάω σοβαρά. Αν θες να τα πετάξεις κανείς δεν σ’ εμποδίζει!»
    - «Δε θέλω εγώ! Εσύ θέλεις, σάτυρε!»
    - “Be that as it may! Saved again by the bell!” είπα καθώς εκείνη την ώρα μας έφεραν τα ποτά. «Άντε στην υγειά μας!» της είπα αφού γέμισα το ποτήρι μου.
    - «ΑΑΑ!!! Είναι πολύ ωραίο αυτό!» είπε και τράβηξε στο καπάκι μια δεύτερη ρουφηξιά.
    - «Βρε μην το πιείς μονοκοπανιά, δεν είναι χυμός!»
    - «Ουφ καλά!»

    Εγώ το είπα, εγώ το άκουσα, ήπιε το κοκτέιλ της μέσα σε πέντε λεπτά και μετά με κοίταζε σαν κουτάβι. Την άφησα να παραγγείλει και δεύτερο αφού μου υποσχέθηκε ότι θα έδειχνε μεγαλύτερη εγκράτεια. Όσον αφορά εμένα, από εγκράτεια άλλο τίποτα, έβαλα το χέρι μου στο πόδι της και άρχισα να την χαϊδεύω και καθώς καθόταν από μέσα και το τραπέζι μας ήταν και απόμερο το χάδι ήταν πολύ τολμηρό. Έκανα χάζι την αντίδρασή της, από τη μία κοκκίνησε αλλά από την άλλη ήταν ολοφάνερο ότι της άρεσε. Το χέρι μου τελικά κατέληξε ανάμεσά στα πόδια της και άρχισα να την τρίβω πάνω από το παντελόνι. Προσπάθησε να μου πάρει το χέρι από εκεί που ήταν αλλά έβαλα δύναμη και το κράτησα εκεί. Όπως ήταν κάτω από το τραπέζι δε φαινόταν αλλά η Αναστασία κόντεψε να μου μείνει όταν ήρθε η γκαρσόνα και άφησε το ποτό της ενώ εγώ της έπαιζα το μουνάκι πάνω από τα ρούχα.

    - «Δεν έχεις το θεό σου!»
    - «Καθόλου. Πήγαινε στην τουαλέτα, βγάλε το κιλοτάκι σου και φέρ’το μου!»
    - «Τι;;;;;»
    - «Καλά άκουσες» της είπα διασκεδάζοντας με την αντίδρασή της. Με κοίταξε καλά-καλά προσπαθώντας να δει αν σοβαρολογώ ή της έκανα πλάκα. Αναστέναξε, πήρε το τσαντάκι της και μου έκανε νόημα να σηκωθώ για να περάσει και όπως το έκανα της τσίμπησα τον κώλο κάνοντάς την να χοροπηδήσει. Απομακρύνθηκε γρήγορα, μάλλον φοβούμενη ότι θα έπεφτε και δεύτερο τσίμπημα, και πήγε στην τουαλέτα. Εγώ είχα καυλώσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι το όργανό μου θα σπάσει μέσα στο μποξεράκι, με καυλώνει απίστευτα η σεξουαλική υπακοή. Σήμερα -φτάνει να μην με προλάβαινε κανένα έμφραγμα- θα την έπαιρνα από παντού. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε ακόμα πιο κόκκινη.
    - «Νόμιζα πως με κοιτάει όλο το μαγαζί!»
    - «Έχουν ξαναδεί, φαντάζομαι, άνθρωπο να πηγαίνει τουαλέτα!» την πείραξα.
    - «Έλα μη με κοροϊδεύεις! Εννοώ με κοίταζαν σα να ήξεραν!»
    - «Ποιο πράγμα;»
    - «Αυτό που μου ζήτησες να κάνω!»
    - «Τι σου ζήτησα να κάνεις;»
    - «Δεν ξέρεις;»
    - «Θέλω να μου πεις τι σου ζήτησα να κάνεις!» της είπα σε πιο επιτακτικό τόνο.
    - «Να… να βγάλω το… το κιλοτάκι μου και… και να στο φέρω!»
    - «Δώσ’το μου». Κοίταξε αριστερά και δεξιά και μου το έδωσε σα να μου έδινε φούντα, να πούμε. Αυτό που δεν περίμενε με την καμία ήταν να το πάρω, να το φέρω στο πρόσωπό μου και να το ανασάνω, παραλίγο να μου μείνει.
    - «Αχ θα με πεθάνεις εσύ!» μου είπε όταν προς μεγάλη της ανακούφιση το πήρα και διπλώνοντάς το προσεκτικά το έβαλα στο δικό μου τσαντάκι.
    - «Και που είσαι ακόμα!» της απάντησα πειρακτικά ενώ το χέρι μου ξαναβρέθηκε πάνω από το παντελόνι της ανάμεσα στα πόδια της.
    - «Μηηηηηηη» μου είπε. «Σε παρακαλώ… θα λερωθεί το παντελόνι»
    - «Γι’ αυτό υπάρχουν τα πλυντήρια» της είπα χωρίς να σταματήσω.
    - «Είναι άσπρο… θα… θα…ααχ… μη…αααχ αααχ»
    - «Καλά, αφού είναι άσπρο…»

    Ξεροκατάπιε και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχό της. Την έκανα χάζι βρίσκοντας τη, μεταξύ μας απολύτως δικαιολογημένη, αμηχανία της εξαιρετικά χαριτωμένη. Χωρίς να τολμήσει να με κοιτάξει πήρε το ποτήρι της και με τα δυο της χέρια και το έφερε προς το στόμα της, τραβώντας, παρά τις υποσχέσεις περί εγκράτειας, άλλες δυο γερές ρουφηξιές, αδειάζοντας σχεδόν το μισό ποτήρι. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της.

    - «Η μητέρα μου είναι!» μου είπε με μια δόση πανικού.
    - «Ε, απάντησέ της!»
    - «Και τι να της πω;»
    - «Ότι είσαι έξω! Απάντησέ της παιδί μου!»
    - «Καλησπέρα μαμά! Καλά, μια χαρά, εσείς; Κάτσε δε σε ακούω έχει λίγη φασαρία εδώ. Είμαι έξω. Όχι δε φαντάζομαι να αργήσω. Ναι καλά είμαι. Έλα λες και είμαι κανένα μωρό, προχθές τα είπαμε. Ε θα σ’ έπαιρνα το πρωί, τι ήθελες να σας ξυπνήσω μέσα στη μαύρη νύχτα που θα γυρίσω; Καλά είναι, χθες φάγαμε μαζί, δηλαδή εγώ του είπα να έρθει να φάει, είχα φτιάξει μακαρόνια. Ευχαρίστως θα του τα μεταφέρω αν τον δω. Ναι. Έλα μαμά… ναι δώσε μου και το μπαμπά. Γεια σου μπαμπακούλη! Χαχαχα ναι, ξεπόρτισα σήμερα. Άντε πάλι Γιάννη τα καράβια, όχι δε θ’ αργήσω. Εσύ καλά; Τι; Πάλι Λονδίνο; Σοβαρά τώρα, πρωί θα πας βράδυ θα γυρίσεις; Δεν είμαστε με τα καλά μας. Ναι… ναι… χθες τον είδα, το είπα και στη μαμά. Ξέρω ‘γω; καλά μου φάνηκε, κουρασμένος. Ναι θα του μεταφέρω και τους δικούς σου χαιρετισμούς. Εντάξει μπαμπά, φιλάκια. Καληνύχτα». Πήρε βαθιά ανάσα και ήπιε ακόμα μια ρουφηξιά από το ποτό της. «Ουφ, καλά πήγε αυτό!»
    - «Γιατί να μην πήγαινε καλά;»
    - «Ειρωνικά το λέω, μου πήγε τρεις-δύο»
    - «Γιατί παιδί μου; Χαλάρωσε, δεν είσαι κανένα δεκαπεντάχρονο πλέον!»
    - «Δίκιο έχεις μωρέ Αντώνη αλλά…» Δεν τέλειωσε τη φράση, ήπιε ακόμα μια ρουφηξιά, ουσιαστικά αδειάζοντας το ποτήρι της.
    - «Καλά που υποσχέθηκες ότι θα είσαι εγκρατής!»
    - «Ναι, βγάλε τώρα τη σκούφια σου και βάρα με, γερο-παραλυμένε!»
    - «Εσύ υποσχέθηκες ότι θα είσαι εγκρατής μικρή, όχι εγώ!»
    - «Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι εγώ φταίω!»
    - «Στο είπα ότι θα πέσει ξύλο μετά μουσικής, δεν στο είπα;»
    - «Αυτό είναι bullying!»
    - «Wooly bullying»
    - «Αυτά τα dad jokes σου…»
    - «Έτσι ε;» Έβαλα πάλι το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. «Μηηηηηηη!»
    - «Σιωπή! Κάνε νόημα στην γκαρσόνα να έρθει να μας φέρει το λογαριασμό»
    - «Αααχ… μμμ Δε… δε θα πληρώσουμε;»
    - «Δεν είπες ότι θα με κεράσεις; Ιδού η Ρόδος. Όοοχι, το χέρι μου δεν θα πάει πουθενά, φώναξε την γκαρσόνα είπα»

    Τι να κάνει η φουκαριάρα, έκανε νόημα στην γκαρσόνα να έρθει. Την έκανα απίστευτο χάζι που προσπαθούσε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή ενώ το χέρι μου κάτω από το τραπέζι και ανάμεσα στα πόδια της είχε εντείνει την ένταση του παιχνιδιού, χέρι το οποίο τράβηξα μόνο όταν έφυγε η γκαρσόνα. Ήπια τις τελευταίες δυο γουλιές που είχαν μείνει στο ποτήρι μου και σηκώθηκα, βάζοντας το σάκο με τα ρούχα για της μηχανής στην πλάτη μου. Σηκώθηκε και εκείνη και προχωρήσαμε προς την έξοδο και ναι, ένας μικρός λεκές είχε εμφανιστεί στο παντελόνι της.

    - «Κατουρήθηκες από τη χαρά σου που φεύγουμε;»
    - «Θα σου έλεγα τώρα!»

    Δεν της απάντησα, συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι που φτάσαμε εκεί που είχα αφήσει τη μηχανή. Έβγαλα από το σάκο τα ρούχα της και τα αθλητικά της και της τα έδωσα. Όταν τελειώσαμε με το ντύσιμο, έβαλα πάλι το σάκο στη θέση του και ξεκινήσαμε. Σταμάτησα σε ένα περίπτερο και πήρα μια εξάδα μπύρες, άλλη μια εξάδα μπουκαλάκια breezers, ένα χυμό φράουλα, ένα χυμό μπανάνα, ένα πακέτο τσιγάρα και ένα αναπτήρα καθώς ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο και είχα ξεχάσει τα τσιγάρα μου στην Κηφισιά. Τα έχωσα και αυτά στο σάκο πίσω από την πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη, ανέβηκα στη μηχανή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στη βάση μας.

    - «Πάμε έξω στη βεράντα, έχει ξαπλώστρες.»
    - «Κάτσε να αλλάξω.»
    - «Θέλεις μπύρα ή breezer;»
    - «Breezer»

    Πήγα γρήγορα στην κουζίνα και έβαλα τις μπύρες, τους χυμούς και τα υπόλοιπα breezers στο ψυγείο, κράτησα μόνο τα δύο που θα πίναμε. Πήγα στο νεροχύτη και έπλυνα σχολαστικά τα μπουκάλια. Όταν επέστρεψα η Αναστασία ήταν ήδη στη βεράντα, ξαπλωμένη στη μία από τις δύο ξαπλώστρες. Φορούσε ένα μπλουζάκι από πάνω ενώ από κάτω ήταν μόνο με ένα κιλοτάκι. Της έδωσα το μπουκάλι της και ψάρεψα ένα τσιγάρο από το πακέτο που μόλις είχα ανοίξει. Κάθισα κι εγώ στην ξαπλώστρα, άναψα το τσιγάρο και ρούφηξα ηδονικά μια τζούρα καπνό. Είχα τρελές καύλες, το παιχνίδι που της είχα κάνει στο μπαρ με είχε κάνει πύραυλο.

    - «Έλα εδώ μωρό μου» της είπα. Ήρθε και όπως ήμουν ξαπλωμένος πίσω κάθισε πάνω μου χαμογελώντας μου πονηρά. «Βγάλε τη μπλούζα σου»
    - «Κρυώνω λιγάκι» μου είπε.
    - «Θα ζεσταθείς. Βγάλε τη μπλούζα σου σε παρακαλώ» και έβγαλε υπάκουα τη μπλούζα της. Οι ρώγες στο στήθος της ήταν πετρωμένες και όχι μόνο λόγω της ψύχρας. Τράβηξα ακόμα μια τζούρα και με το άλλο χέρι τη χάιδεψα με το δάχτυλο γύρω από τη ρώγα. «Πάρε με στο στόμα σου». Η Αναστασία έκανε πίσω και αφού έβγαλα το σορτς και το μποξεράκι μου ξάπλωσε μπρούμητα με το κεφάλι της σε απόσταση μερικών εκατοστών από το όργανό μου. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε. Της ένευσα και με πήρε στο στόμα της.

    Τράβηξα ακόμα μια τζούρα και έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας την πίπα που μου έκανε. Προς το παρόν ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της χρησιμοποιώντας μόνο τα χείλη της.

    - «Σ’ αρέσει να με παίρνεις στο στόμα σου;» τη ρώτησα διακόπτοντάς την.
    - «Πολύ!» μου απάντησε χαμογελαστή.
    - «Το κάνεις πολύ καλά αλλά θέλω να προσπαθήσεις να με πάρεις πιο βαθιά στο στόμα σου». Μου ένευσε καταφατικά και με πήρε και πάλι στο στόμα της και κατέβασε το κεφάλι της σταδιακά κάτω όσο της επέτρεψε το gag reflex της. «Κράτα τον εκεί, μην κουνήσεις το κεφάλι σου». Έπνιξε κάτι σα βήχα αλλά δεν τραβήχτηκε. «Πιο βαθιά» της είπα. Προσπάθησε αλλά σταμάτησε καθώς ένιωσε να πνίγεται. Τραβήχτηκε και πήρε βαθιές ανάσες. «Πάμε πάλι μωρό μου. Θα φτάσεις μέχρι εκεί που αντέχεις, θα κρατηθείς ακίνητη και μετά θα προσπαθήσεις να το πάρεις πιο βαθιά». Το επανέλαβε μερικές φορές ακόμα μέχρι που άρχισε να βουλώνει η μύτη της και εκεί τη σταμάτησα.
    - «Συγνώμη» μου είπε απολογητικά.
    - «Μη ζητάς συγνώμη μωρό μου, προσπαθείς, το βλέπω ότι προσπαθείς. Θέλει υπομονή μέχρι να μάθεις να με παίρνεις βαθιά μέσα σου.»
    - «Θα το μάθω!» μου υποσχέθηκε.
    - «Είμαι σίγουρος» της απάντησα χαϊδεύοντάς της τρυφερά το μάγουλο. «Αναστασία, γιατί μου είπες ψέματα ότι δεν το είχες ξανακάνει;»
    - «Συγνώμη» μουρμούρισε μην τολμώντας να με κοιτάξει.
    - «Δε μου απάντησες»
    - «Δεν ξέρω… ντράπηκα…»
    - «Δε θέλω να μου λες ψέματα»
    - «Συγνώμη Αντώνη μου, δε θα το ξανακάνω. Δε θα το ξανακάνω!»
    - «Δεκτή. Το έχεις κάνει και με τους δύο ή μόνο με τον έναν;»
    - «Και με τους δύο» μουρμούρισε, πάλι χωρίς να με κοιτάζει.
    - «Κατάπινες;»

    Δεν απάντησε.

    - «Αναστασία, κάτι σε ρώτησα.»
    - «Στο Χάρη όχι. Στο Νίκο… με… μερικές φορές»
    - «Τέλειωναν στο στόμα σου, όμως;»
    - «Γιατί… γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις;»
    - «Δε μου απάντησες» επέμεινα και πάλι.
    - «Του Χάρη του άρεσε… του άρεσε να… να τελειώνει στο πρόσωπό μου. Ο Νίκος… του Νίκου του… του άρεσε να… να τελειώνει στο στόμα μου.»
    - «Έχεις κάνει κάτι άλλο που δε μου έχεις πει;»
    - «Σαν τι;»
    - «Από πίσω, εννοώ.»
    - «Όχι… στο ορκίζομαι όχι… εσύ… εσύ ήσουν ο πρώτος.»
    - «Δεν χρειάζεται να ορκίζεσαι, σε πιστεύω. Και επίσης δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Σου άρεσε; Αν ναι δεν έχεις να δώσεις λόγο σε κανέναν.»
    - «Μου άρεσε… μου άρεσε πως τους έκανα να νιώθουν. Η πράξη καθ’ αυτή… εντάξει, δεν είναι… εννοώ δεν είναι άσχημη αλλά με… με αυτούς τους δύο δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.»
    - «Με εμένα;»
    - «Με σένα δε μου αρέσει απλά το πως σε κάνω να νιώθεις, το λατρεύω. Η… όμως… Η διαφορά… με σένα μ’ αρέσει και η ίδια η πράξη.»
    - «Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα, πάμε μέσα μωρό μου. Πάρε και το μπουκάλι μαζί σου, θα πάρω κι εγώ το δικό μου. Πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και χωθήκαμε κάτω από το σεντόνι και το κουβερλί. Άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. «Πάρε με πάλι στο στόμα σου, κανονικά αυτή τη φορά, θέλω να με κάνεις να τελειώσω.»

    Με φίλησε στο στήθος και αφού χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα ένιωσα και πάλι το όργανό μου στο στόμα της. Αυτή τη φορά χρησιμοποίησε και το χέρι της και έκλεισα και πάλι τα μάτια μου απολαμβάνοντας την πίπα. Δεν της έδωσα ρυθμό, την άφησα να ακολουθήσει το δικό της και ήμουν τόσο καυλωμένος που γρήγορα κατάλαβα ότι το τέλος δε θα αργήσει να έρθει. Καλύτερα έτσι, γιατί ήθελα να την πάρω και από μπρος και από πίσω και με τις καύλες που είχα δε θα άντεχα λεπτό, ειδικά μέσα στο μουνάκι της. Παρά το γεγονός ότι το τέλος δεν ήταν μακριά, αυτό ήρθε τόσο απότομα και ήταν τόσο έντονο που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου και εγώ δεν είμαι φασαριόζος σαν του λόγου της.

    Η ίδια έχοντας καταλάβει από τις προηγούμενες φορές τι μου αρέσει με το που ένιωσε το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα της, κράτησε το κεφάλι της ακίνητο, παίζοντας με μόνο κυκλικά με το χέρι της τη βάση του. Αν και το πρωί με είχε ξυπνήσει με πίπα, είχε μαζευτεί πολύ πράγμα, οι σπασμοί ήταν ατελείωτοι, σχεδόν μου γύρισαν τα μάτια από την απίστευτη ηδονή. Έχυνα κι έχυνα κι έχυνα και εκείνη κατάπινε και κατάπινε και κατάπινε και τελειωμό δεν είχε. Όταν τελείωσε έκανε να τραβηχτεί αλλά δεν την άφησα, ήθελα να συνεχίσει μέχρι να μου γίνει κατάρτι και πάλι.

    - «Μη σταματήσεις, συνέχισε μέχρι να τον κάνεις να σηκωθεί και πάλι» και η Αναστασία επέστρεψε στο έργο της υπάκουα. Τράβηξα τα σκεπάσματα στην άκρη. «Μωρό μου, γύρνα προς τα μένα.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Εννοώ να έρθεις προς τα μένα και να με πάρεις και πάλι στο στόμα σου» της είπα και τελικά κατάλαβε τι είχα στο μυαλό.

    Όταν πήρε τη θέση που της ζήτησα, ανέπνευσα για λίγο το υπέροχο μουνάκι της ενώ εκείνη είχε επιστρέψει στην πίπα. Γραπώνοντας τα μεριά της άρχισα να τη γλείφω στο μουνάκι, πράγμα που την αποσυντόνισε για λίγο. Το μουνάκι της σχεδόν έσταζε, σταμάτησα να γλείψιμο και έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της και άρχισα να την παίζω, πράγμα που την αποσυντόνισε εκ νέου. Τράβηξα το δάχτυλό μου από το μουνάκι της και κάνοντάς το κωλοδάχτυλο… της έκανα κωλοδάχτυλο, βυθίζοντάς το όσο πήγαινε στο κωλαράκι της. Κοκκάλωσε για μερικές στιγμές όταν άρχισα να τη γαμάω με το δάχτυλο και με κάποια δυσκολία επέστρεψε στην πίπα που μου έκανε.

    - «Φτάνει» της είπα. «Έλα πάνω και ξάπλωσε μπρούμητα». Υπάκουσε παρά το γεγονός ότι νόμιζε ότι ήθελα να την πάρω και πάλι από το κωλαράκι. Που ήθελα δηλαδή αλλά το ήθελα γι’ αργότερα και όχι με αυτή τη στάση. Σήμερα θα την έπαιρνα από πίσω στα τέσσερα αλλά αυτό ήταν για αργότερα. «Κλείσε τα πόδια σου» τη διέταξα όταν ξάπλωσε όπως ήθελα.

    Πήγα από πίσω της και ανεβαίνοντας πάνω της οδήγησα το όργανό μου μέσα της, κάνοντας τη να της ξεφύγει ένα δυνατό «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ». Της τράβηξα το κεφάλι προς τα πίσω από τα μαλλιά και άρχισα να την καρφώνω κουνώντας μόνο τη λεκάνη μου κάνοντας τα μουγκρητά της να αυξηθούν τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα.

    - «Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει μωρό μου;»
    - «Πολύ! Πολύ!» μου απάντησε με λαχανιασμένη φωνή.
    - «Τι; Πες μου τι;» τη ρώτησα κι εγώ εξίσου λαχανιασμένος.
    - «Που με παίρνεις έτσι… που με κάνεις δική σου…»
    - «Τι σε κάνω; Πες μου, θέλω να το ακούσω!»
    - «Δική σου! Δική σου! Δική σου!»
    - «ΑΑΑΧ ναι… δική μου… ΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΧ… με τρελαίνεις!»
    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ»

    Μα από τι ήταν φτιαγμένο αυτό το μουνάκι και μου χάριζε αυτή την απίστευτη αίσθηση όταν ήμουν μέσα του; Έχω πάει με πολλές γυναίκες αλλά κανένα μουνάκι, ούτε αυτό της γυναίκας της ζωής μου δεν έκανε το όργανό μου να αισθάνεται έτσι. Είμαι από τους άντρες που τους αρέσει να παίρνουν κώλο, ειδικά αν αυτός είναι σαν της Αναστασίας που αν τον είχε άλλη γυναίκα, όχι πρωτάρα, θα την τον είχα κάνει χωνί αλλά ακόμα και με τέτοιο υπέροχο κωλαράκι, η αίσθηση που είχε το όργανό μου μέσα στο μουνάκι της δεν συγκρίνονταν.

    Έχοντας εκτονωθεί από την πίπα που είχε προηγηθεί μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να νιώσω τον οργασμό να έρχεται. Η Αναστασία από την άλλη δεν είχε τέτοιους περιορισμούς και απ’ όσο μπορώ να καταλάβω μια γυναίκα πρέπει να είχε τελειώσει δυο-τρεις φορές. Καυλοράπανο, όχι αστεία, είχε πολλαπλούς οργασμούς *κάθε* φορά που το κάναμε, κάτι που δεν είχα καταφέρει με καμιά γυναίκα στη ζωή μου. Μέσα μου ήξερα πως αυτό δε θα κρατήσει -εννοώ το να τελειώνει κάθε φορά που κάναμε σεξ- αλλά όσο κρατούσε σκόπευα να την κάνω να το απολαύσει όσο περισσότερο γινόταν. Ένιωσα την έκρηξη μέσα μου και καρφώθηκα για τελευταία φορά και έμεινα ακίνητος απολαμβάνοντας και πάλι τους πέραν πάσης περιγραφής σπασμούς ηδονής που έκανε το όργανό μου αδειάζοντας μέσα της. Κατέβηκα από πάνω της και έπεσα τάβλα προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου.

    - «Αχ Θεούλη μου» είπε ξαπλώνοντας στην αγκαλιά μου.
    - «Για τους φίλους Αντώνης»
    - «Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά!»
    - «Α, ναι; Για πες, με τρώει η περιέργεια.»
    - «Ο Θεός δεν νομίζει ότι είναι Αντώνης! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Εντάξει, τι να κάνει και αυτός; Ουδείς τέλειος!»
    - «Βλάσφημε!»
    - «Θα πάω που θα πάω στην κόλαση γιατί παρέσυρα αθώες κορασίδες στο βόρβορο, να πάω τουλάχιστον σα θρύλος!»
    - «Ένα-ένα μου τα βγάζεις, έχεις παρασύρει κι άλλες αθώες υπάρξεις στην ακολασία;»
    - «Αμ τι νόμιζες, μπρίκια πεταλώνουμε; Αν και ομολογώ ότι είσαι η μικρότερη σε ηλικία απ’ όλες όσες έχω πάει. Μέχρι την περασμένη Παρασκευή η νεότερη ήταν εικοσάρα»
    - «Πώς και σου είχαν ξεφύγει οι συμμαθήτριές σου;»
    - «Γιατί είχα το μυαλό μου στο διάβασμα και όχι στο σορολόπ, όπως μερικές-μερικές!»
    - «Μμμμ… εγώ μπήκα πρώτη και με μεγαλύτερους βαθμούς απ’ ότι εσείς μεσιέ!»
    - «Μην κοιτάς εσύ, εσύ είσαι έξυπνη!»
    - «Γιατί εσύ τι είσαι, χαζός;»
    - «Χαζός δεν είμαι αλλά ταυτόχρονα το μυαλό μου δεν είναι τόσο κοφτερό όσο το δικό σου.»
    - «Υπερβολές»
    - «Δεν είναι υπερβολή, η ξερή αλήθεια είναι και το ξέρεις. Αναστασία μου, δεν μιλάς με παιδάκι και δεν είσαι ούτε εσύ παιδάκι. Ναι ξέρω πολλοί άνδρες δεν αντέχουν μια γυναίκα που είναι πιο έξυπνη από δαύτους αλλά εγώ δεν είμαι από αυτούς. Δε θα χαμηλώνεις εσύ τα στάνταρ σου, θα πρέπει οι άλλοι να φτάνουν τα δικά σου. Αποδέξου λοιπόν ότι είσαι πιο έξυπνη από την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που θα γνωρίσεις στη ζωή σου και προχώρα.»
    - «Δεν είμαι και ο Αϊνστάιν ρε Αντώνη, χαλάρωσε!»
    - «Μπορεί να μην είσαι η Πέτρου ή η άλλη πιτσιρίκα… δε θυμάμαι το όνομά της, αλλά αυτό δεν αναιρεί αυτά που σου είπα.»
    - «Stolsberg!»
    - «Ποιος ήρθε;»
    - «Φανή Stolsberg, αυτή δε λες;»
    - «Πάει με αποσυντόνισες τώρα. Τι λέγαμε;»
    - «Για το ότι εσύ δεν το είχες ρίξει στο σορολόπ.»
    - «Ισχύει. Ήμουν αυτό που λένε φύτουλας και όχι ακριβώς δημοφιλής»
    - «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω!»
    - «Κι όμως, ήμουν αρκετά συνεσταλμένος. Στο πανεπιστήμιο άρχισα να ανοίγομαι περισσότερο, καθότι συνειδητοποίησα την μεγάλη αλήθεια.»
    - «Η οποία είναι;»
    - «Αν θες να αρέσεις στους άλλους πρώτα απ’ όλα πρέπει να αρέσεις στον εαυτό σου. Άρχισα να φροντίζω την εμφάνισή μου και διαπίστωσα ότι οι γυναίκες με έβρισκαν γοητευτικό. Επίσης έμαθα πως όταν πέφτεις κάτω, με το να μένεις κάτω δεν κερδίζεις τίποτα. Σηκώνεσαι και πας γι’ άλλα. Κοντολογίς έμαθα να δέχομαι την απόρριψη ως έχει και αν δεν έκανα για x γυναίκες υπήρχαν y για τις οποίες έκανα μια χαρά. Η αυτοπεποίθηση είναι κάτι που καλλιεργείται. Από εκεί και πέρα τα πάντα είναι διαχείριση ρίσκου: προσέχεις που ποντάρεις και φροντίζεις να έχεις εναλλακτικές για όταν κάτι δεν πάει όπως το υπολογίζεις. Και εδώ είναι το τρίτο μυστικό, μπορείς να το μαντέψεις;»
    - «Ρίσκα παίρνεις υπολογίζοντας και όχι ελπίζοντας;»
    - «Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο; Α-Κ-Ρ-Ι-Β-Ω-Σ. Όταν πηγαίνεις ελπίζοντας και όχι υπολογίζοντας, δεν ρισκάρεις, τζογάρεις!»
    - «Στο έχω πει πόσο λάτρευα τις συζητήσεις μαζί σου. Πάντα είχες κάτι ενδιαφέρον να μου πεις, κάποιο ορίζοντα να μου ανοίξεις.»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά. Πιστεύεις ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει με οποιοδήποτε πιτσιρίκι αν δεν είχε μυαλό κοφτερό σαν το δικό σου; Ακόμα θυμάμαι που όχι απλά είχες καταλάβει πολύ καλά ποιος θα ήταν ο νέος μου ρόλος, είχες καταλάβει και γιατί απαιτούνταν να έχω περάσει από το πόστο που ήμουν εκείνο τον καιρό και ήσουν δεκατριών χρονών νιάνιαρο.»
    - «Χιχιχι!»
    - «Μουσίτσα!»
    - «Λίγο μόνο!»
    - «Σήκω και ντύσου!»
    - «Θα βγούμε έξω;»
    - «Όχι βρε, βάλε το εσώρουχό σου και το μπλουζάκι σου» της είπα ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκα κα φόρεσα το μποξεράκι μου και ένα μπλουζάκι. Η Αναστασία έχοντας ακόμα την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο σηκώθηκε και έκανε το ίδιο.
    - «Θα μου χαρίσεις αυτό το βαλς;»
    - «Πολύ θα ήθελα αλλά δεν ξέρω βαλς!»
    - «Είναι εύκολο καρδούλα μου, απλά ακολούθησέ με»

    Άνοιξα το τηλέφωνό μου και βρήκα το τραγούδι που ήθελα. Ο γλυκός ήχος του μαντολίνου και του ακορντεόν πλημμύρισε το δωμάτιο και σε λίγο τον ακολούθησε και η αγγελική φωνή του Γιάννη Βογιατζή. Ακολουθώντας με διαφορετικό τρόπο τους στίχους του τραγουδιού πήρα τα χέρια της στα χέρια μου και αρχίσαμε να γυρίζουμε απαλά.

    Άσε τα χέρια σου στα δυο μου χέρια,
    κοίτα το πέλαγος, κοίτα τ’ αστέρια,
    που τρεμοσβήνουνε στον ουρανό,
    χλωμό μου όνειρο, νυχτερινό.
    Έλα να φύγουμε στο μαύρο πέλαγος,
    στο μαύρο πέλαγος το σκοτεινό.

    Έλα να φύγουμε και που θα πάμε,
    ας μη νοιαζόμαστε, ας μη ρωτάμε.
    Πάμε στο πέλαγος το σκοτεινό,
    στ’ άστρα που τρέμουνε στον ουρανό.
    Πάμε να φύγουμε χλωμό μου όνειρο,
    χλωμό μου όνειρο, νυχτερινό.


    Όταν τέλειωσε το τραγούδι η Αναστασία είχε δακρύσει. Της χαμογέλασα και τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο, περνώντας απαλά την πίσω μεριά του δάχτυλού μου για να μαζέψω τα δάκρυα που είχαν κυλίσει στο προσωπάκι της.

    - «Ήταν υπέρο-χο» είπε βάζοντας τα κλάματα για τα καλά. Την έσφιξα πάνω μου και την κράτησα στην αγκαλιά μου, χαϊδεύοντάς την τρυφερά και πότε-πότε φιλώντας τη στα μαλλιά. Προηγουμένως ο πόθος μου ήταν καθαρά σαρκικός αλλά όταν τον χόρτασα δε γύρισε μέσα μου και πάλι το παγωμένο κενό που ένιωθα εδώ και δύο χρόνια. Δεν είχα αυταπάτες, πίσω από τον κυνικό πραγματισμό μου που είχα αναπτύξει σα μηχανισμό συναισθηματικής επιβίωσης, κρυβόταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευαίσθητος και τρωτός. Και αν αυτός ο πραγματισμός μου με έχει φέρει στη θέση που είμαι, αυτό δεν αρκούσε. Χρειαζόμουν κι εγώ την παλάτζα μου και για δεκαπέντε χρόνια την είχα, μέχρι που μου τη στέρησε ο Θεός, παίρνοντας την Αγγελική μακριά μου. Αν και αγνωστικιστής ήθελα να υπάρχει Θεός, ήθελα να υπάρχει κάτι με το οποίο θα μπορούσα να θυμώσω μαζί του. Αν δεν υπήρχε, αν ζούσαμε σε ένα τυφλό, τυχαίο και ψυχρό σύμπαν που το διαφέντευε η τύχη, τι νόημα είχε ο θυμός για την απώλεια της Αγγελικής μου; Δεν τον είχε ο πραγματιστής Αντώνης ανάγκη το Θεό, ο ευαίσθητος τον είχε. Είχα πρακτικά παραιτηθεί όταν την έχασα και αν δεν υπήρχε αυτός ο θυμός ούτε η αδερφή μου, ούτε οι φίλοι μου, ούτε κανείς δε θα μπορούσε να με σώσει.

    Δεν υπήρχε παγωμένο κενό, το είχε πάρει μαζί του το κύμα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

    - «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ακόμα στην αγκαλιά μου όταν ηρέμισε.
    - «Την ξέρεις την αδερφή του Μεγαλέξανδρου;» τη ρώτησα αλλάζοντας θέμα.
    - «Τη γοργόνα;»
    - «Όχι αυτή, την άλλη. Την πραγματική!»
    - «Α ναι, η Θεσσαλονίκη!» είπε μη μπορώντας να κρύψει την περηφάνια της.
    - «Την άλλη Παρασκευή θα πρέπει να ανέβω Θεσσαλονίκη. Αν μπορείς να κάνεις κοπάνα από τα απογευματινά μαθήματα της Πέμπτης και όλη την Παρασκευή, τι θα έλεγες για ένα road trip, να δεις και τους δικούς σου δυο μέρες και να πάρουμε μαζί και το κανονικό σου αρμόνιο ή και άλλα πράγματα που δεν μπορούσες να πάρεις στο αεροπλάνο;»
    - «Πες μου ότι μιλάς σοβαρά!»
    - «Φυσικά και μιλάω σοβαρά βρε μπούφο, θα σου έκανα πλάκα σε ένα τέτοιο θέμα;»
    - «Και το ρωτάς τότε;»
    - «Μια χαρά. Όταν το πεις στους δικούς σου ρώτα τους αν έχουν κανονίσει τίποτα το Σάββατο το βράδυ, αν όχι θα σας βγάλω όλους για φαγητό!»
    - «Γιατί μόνο το Σάββατο;»
    - «Την Παρασκευή θα βγούμε με συναδέλφους από τα γραφεία μας εκεί. Βασικά πέντε άτομα θα πάμε πάνω αλλά λογικά οι άλλοι τέσσερις θα πάνε με αεροπλάνο και θα γυρίσουν Αθήνα Σάββατο πρωί. Ουφ, μου έφυγε ένα άγχος γιατί αυτή τη φορά το ρίσκο άγγιξε τα όρια του τζόγου, να φανταστείς ότι είπα ήδη στη Χαρά να μην κλείσει εισιτήριο για μένα.»
    - «Ποια είναι η Χαρά;»
    - «Η γραμματέας μου, το ταξίδι γίνεται για υπηρεσιακούς λόγους της διεύθυνσής μου οπότε πέραν των άλλων έχει να κλείσει και τα εισιτήρια για τους υπόλοιπους.»
    - «Ναι, θυμάμαι που μου είχες πει ότι έχεις συχνά ταξίδια και όχι μόνο εντός Ελλάδας.»
    - «Σωστά, κι εγώ έχω φάει το Λονδίνο στη μάπα τα τελευταία χρόνια και…» αλλά εκεί πρόλαβα να σταματήσω πριν της πω περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν να γνωρίζει.
    - «Και;»
    - «Και όχι μόνο!»

    Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ένα μυστικό που το ξέραμε μόνο πέντε άτομα στην εταιρία και για προφανείς λόγους δεν ήταν ανακοινώσιμο. Είχε εκδηλωθεί αρχικό ενδιαφέρον για εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών από αμερικάνικο κολοσσό. Όσο και αν μας είχε χτυπήσει η κρίση καταφέραμε να ορθοποδήσουμε και, παρά τα όσα συνέβησαν αρχικά με την καραντίνα και στη συνέχεια με την εισβολή στην Ουκρανία, ήμασταν η μία από τις δύο θυγατρικές του μητρικού εγγλέζικου κολοσσού οι οποίες παρουσιάζαμε σταθερά κέρδη και μάλιστα σημαντικά. Λογικό ήταν, είχαμε αρχίσει να επεκτεινόμαστε, αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια σε Βουλγαρία και Ρουμανία, παίρνοντας σημαντικό κομμάτι από τις τοπικές πίττες και οι προοπτικές ανάπτυξης -ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη γνώριζε ένα είδος μίνι ύφεσης, ήταν εξαιρετικές. Με τέτοιες προοπτικές και έχοντας επιπλέον ως εταιρία μηδενικό δανεισμό και πολύ ψηλά ταμειακά διαθέσιμα, είχαν αρχίσει κάμποσοι να μας βλέπουν σαν ξερολούκουμο. Η μητρική είχε μεγάλη ανάγκη ρευστού και έτσι στις ερχόμενες εβδομάδες θα γινόντουσαν οι ανακοινώσεις καθώς θα ξεκινούσε το audit από την Ernst & Young για την αποτίμηση της εταιρίας. Αν προχωρούσε η αγορά, λογικά προς τα τέλη του 2024 το Λονδίνο θα αντικαθίσταται από τη Νέα Υόρκη -και δε λέω, μ’ αρέσει η Αμερική και έχω πάει κάμποσες φορές, και όχι μόνο στη Νέα Υόρκη- αλλά άλλο το δύο ώρες στο αεροπλάνο, άλλο δέκα. Πέραν των πέντε ατόμων στην εταιρία και κάποιων μελών της κυβέρνησης κανείς άλλος, οπότε δεν μπορούσα να δώσω περισσότερες εξηγήσεις στην Αναστασία, τέτοιο θέμα ούτε καν στην Αγγελική δε θα το έλεγα μέχρι να μαθευόταν δημοσίως.

    - «Θα βάλεις κι άλλο;»
    - «Αμέ!» είπα και έψαξα και βρήκα στο YouTube μια playlist με γνωστά βαλς. Την πήρα στα χέρια μου και αρχίσαμε και πάλι να χορεύουμε, μ’ εμένα να οδηγώ και την Αναστασία να ακολουθεί χωρίς να κάνει ούτε ένα λάθος.
    - «Τι όμορφα που είναι» μου είπε με χαμόγελο που έκανε το γλυκό της πρόσωπο να λάμπει σαν Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
    - «Είναι, δεν είναι; Αν και έμαθα να χορεύω βαλς σχετικά μεγάλος, γρήγορα έγινε αγαπημένος μου. Δεν ξέρω, ίσως παρά είμαι ρομαντικός.»
    - «Υπέροχος είσαι, αυτό είσαι!»
    - «Το ίδιο σκεφτόσουν και στο μπαρ;»
    - «Χαχαχα, εκεί και αν ήσουν υπέροχος. Λες να μην κατάλαβα ότι μ’ έπαιζες; Ή ότι δεν μ’ άρεσε;»
    - «Για το ότι σ’ άρεσε είχαμε και οπτικές αποδείξεις.»
    - «Δεν είμαι χαζή που λέει και ένας άνθρωπος που έχω σε τεράστια εκτίμηση!»
    - «Όχι μωρό μου δεν είσαι.»
    - «Είσαι υπέροχος άνθρωπος και μέσα και έξω από το καβούκι σου» μου πέταξε αφήνοντάς με λίγο μαλάκα, να τα λέμε αυτά. Έκανα να το ρίξω στην πλάκα μα μ’ έκοψε αφήνοντάς με και πάλι παγωτό. «Δεν υπάρχει λόγος να αμύνεσαι, όχι σε μένα, Αντώνη μου.»
    - «Δεν το κάνω επίτηδες» της ομολόγησα. «Είναι καθαρά αντανακλαστικό»
    - «Θυμάσαι τι μου είπες πριν; Το μεγάλο μυστικό για να αρέσεις στους άλλους είναι πρώτα απ’ όλα να αρέσεις στον εαυτό σου. Αλλά μεγάλε και σοφέ κύριε Αντώνη υπάρχει και ένα άλλο μυστικό»
    - «Είμαι όλος αφτιά»
    - «Όταν τα χώνεις όλα κάτω από το χαλί δεν κάνεις τίποτα παραπάνω από το να κρύψεις τη σκόνη για λίγο, το σπίτι ωστόσο εξακολουθήσει να είναι βρώμικο.»

    Είχαμε σταματήσει να χορεύουμε, οι ματιές μας πάλευαν η μία την άλλη… και αυτή τη φορά ήμουν εγώ εκείνος που κατέβασα πρώτος το βλέμμα μου αποδεχόμενος την ήττα μου. Μικρή ή όχι, άπειρη ή όχι, βλέποντάς με 10-15 μέρες κάθε χρόνο, με είχε διαβάσει όσο με έχουν διαβάσει ελάχιστοι άνθρωποι στη ζωή μου. Οι συνειδητοποιήσεις σε μορφή βροχής τούβλων είχε καταντήσει τσουνάμι από εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα στην κυματισμένο νερό.

    Δεκέμβρης, 2021

    Η Αγγελική μου χαϊδεύει αδύναμα το χέρι. Η αρρώστια την έχει θερίσει, έχει μείνει η μισή. Προσπαθώ να πνίξω τα δάκρυά μου. Της έχει μείνει ελάχιστος χρόνος, το καντήλι της κοντεύει να σβήσει. Δε θέλω να φύγει βλέποντάς με να κλαίω. Το σύμπαν τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μου και μ’ έριξε στην άβυσσο. Με τρομερή προσπάθεια βρίσκω την αυτοσυγκέντρωσή μου. Γυρίζω και της χαμογελάω.

    - «Τι είναι κοριτσάκι μου;»
    - «Ήταν όμορφη η ζωή μου, αγάπη μου. Ήταν όμορφη και πλήρης γιατί είχα εσένα να τη φωτίζεις, εσένα να τη γεμίζεις. Η μόνη μου στεναχώρια είναι ότι δεν θα κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη μηχανή στο Nordkapp». Δεν της απάντησα, δεν είχα τι να της απαντήσω. Δεν είχαν νόημα τα ψεύτικα λόγια πως θα γίνει καλύτερα, πως θα κάνουμε αυτό το ταξίδι μαζί. Εδώ και λίγες μέρες κάθε μέρα που δεν ήταν η τελευταία της ήταν ένα μικρό θαύμα. «Αντώνη, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι.»
    - «Ό,τι θέλεις αγάπη μου.»
    - «Το πρώτο είναι αυτό που σου έχω ζητήσει, να σκορπίσεις τις στάχτες μου στη Γαύδο.»
    - «Σε παρακαλώ, μη μιλάς γι’ αυτό!»
    - «Θέλω κάτι ακόμα, όμως. Θέλω να μου υποσχεθείς, θέλω να μου ορκιστείς στην ψυχή μου ότι θα κάνεις εσύ αυτό το ταξίδι στο Nordkapp. Δε με νοιάζει αν το κάνεις μόνος σου ή το κάνεις με κάποιαν άλλη, δε με νοιάζει αν θα το κάνεις με μηχανή ή με αυτοκίνητο, μου αρκεί απλά να το κάνεις. Μου αρκεί να σταθείς εκεί στην άκρη του ακρωτηρίου και αντικρύζοντας τον ήλιο του βορρά να βάλεις να ακουστεί το αγαπημένο μου τραγούδι.»
    - «Θα το κάνω Αγγελικούλα μου… θα το κάνω γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο ποτέ δεν μπόρεσα και ποτέ δεν θέλησα να πω όχι.»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου. Είμαι τόσο κουρασμένη… κράτα μου το χέρι»
    - «Εδώ θα είμαι μωρό μου, δεν πάω πουθενά» είπα και της έπιασα το χέρι. Έσκυψα και την φίλησα τρυφερά. «Εδώ θα είμαι…»

    Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο
    Να’ χεις στο ταξίδι συντροφιά
    Και από το φιλί το τελευταίο
    Κράτησε στα χείλη τη δροσιά.


    Ξεψύχησε ήσυχα μέσα στον ύπνο της κοντά στο χάραμα. Ξημέρωσε, και το φως εκείνης της μέρας με έριξε στα ατέλειωτα σκοτάδια.

    Η καρδιά μου φύλλο-φύλλο
    Ματωμένη τριανταφυλλιά
    Στο Αιγαίο και στον ήλιο
    Θεέ μου πόση νιώθω μοναξιά

    Σήμερα

    Δεν ξέρω πως βρέθηκα να κλαίω γερμένος στο στήθος της. Να κλαίω με λυγμούς, να μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Όταν είχα χάσει την Αγγελική μου είχα πέσει σε κατατονία, δεν είχα ούτε ένα δάκρυ να ρίξω. Η ψυχή μου είχε μουδιάσει και αυτό το μούδιασμα μόλις τους τελευταίους λίγους μήνες είχε αρχίσει να περνάει. Μα όταν πέρασε το μούδιασμα ήρθε στην επιφάνεια ο πόνος, πόνος τόσο δυνατός που μου ξέσκιζε τα σπλάχνα και εγώ εκεί, πίσω από τη μάσκα, να χώνω κάτω από το χαλί και άλλο… και άλλο… και άλλο… μέχρι που δεν χωρούσε τίποτα πλέον, μέχρι που η σκόνη σηκώθηκε και μ’ έπνιξε. Τα δάκρυά μου είχαν μουσκέψει τη μπλούζα της και εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε ρούπι, μόνο μου χάιδευε τα μαλλιά αφήνοντάς με να ξεσπάσω, να βγάλω από μέσα μου ό,τι κοντά δύο χρόνια τώρα πίστευα πως είχα καταχωνιάσει τόσο βαθιά που δε θα έβγαιναν στην επιφάνεια.

    Μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα είχε μόλις σε μία εβδομάδα καταφέρει ό,τι δεν είχαν καταφέρει όλοι οι υπόλοιποι μαζί, από εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα του Νοέμβρη που ο γαμημένος ο Θεός μου πήρε την Αγγελική μου. Άφησα το θυμό μου να κυλίσει, πρώτα σαν ρυάκι και στη συνέχεια σα μανιασμένος χείμαρρος, ένιωσα τα μέσα μου να αφρίζουν και όμως… εκείνο το απαλό χάδι, τον έδιωξε, τον έκανε πέρα.

    Κάνε το δάκρυ σου χαρά
    και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι
    τώρα που πάλι λαχταρά
    ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.


    Σε καρτερώ τόσον καιρό
    να ’ρθείς και πάλι στην παλιά πηγή
    σε καρτερώ πικρό νερό.


    Στο ορκίστηκα Αγγελική μου, στο ορκίστηκα στο νεκροκρέβατό σου με τον πιο βαρύ μου όρκο. Ήξερα γιατί μου ζήτησες να σκορπίσω τη στάχτη σου στο απέραντο γαλάζιο του Λιβυκού. Όπως ήξερα γιατί μου ζήτησες να πάω στο βορειότερο άκρο της Ευρώπης και να τραγουδήσω το αγαπημένο σου τραγούδι κοιτώντας τον ήλιο του βορρά. Να σου πω το τελευταίο αντίο και να σε αφήσω να φύγεις… μέχρι να συναντηθούμε ξανά… εκεί…στην απέναντι όχθη. Μακριά… πέρα…

    Κάνε το δάκρυ σου χαρά
    και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι
    τώρα που πάλι λαχταρά
    ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.

    Στου γυρισμού την αμμουδιά
    έχω κρυμμένο το παλιό μας το φεγγάρι
    να στο χαρίσω μια βραδιά
    που θα φανείς μέσα απ’ των άστρων τα κλαδιά.


    - «Σ’ ευχαριστώ» της είπα κοιτώντας της στα μάτια όταν ηρέμισα, όταν στέγνωσε και το τελευταίο δάκρυ.
    - «Το κάνεις με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς, δε χρειάζεται να πεις τίποτα.»
    - «Θέλω να καπνίσω. Θέλεις να έρθεις στη βεράντα να μου κάνεις παρέα;»
    - «Πολύ ευχαρίστως, ευαισθητούλη γεράκο μου!»
    - «Σήμερα δεν μου πάει η καρδιά να σε δείρω. Από αύριο πάλι!»
    - «Κάτι έχω καταλάβει αλλά δεν μπορείς να πεις, επενδύω στο μέλλον» μου απάντησε κάνοντάς με να με πιάσει βήχας από το γέλιο.
    - «Πάμε βρε σαμιαμίδι!»
    - «Πήρα προαγωγή από σπόρος; Σαμπάνια έχουμε ν’ ανοίξω;»
    - «Η επένδυση που κάνεις να ξέρεις ότι έχει πολύ υψηλή απόδοση, σπόρε!»
    - «Και ξαναέγινα σπόρος.»
    - «Σήκω βρε βάσανο!»
    - «Τώρα μιλάς σωστά!»

    Ε, δεν γινόταν να μην της χώσω μία δυνατή στον κώλο, που την έκανε να χοροπηδήσει, όταν πέρασε από μπροστά μου.

    - «Άουτς!»
    - «Θεώρησέ το ως early payoff. Move it, move it, move it!»

    Είχαμε βγει μόνο με τις μπλούζες μας και τα εσώρουχα μας και σάμπως να παραέκανε δροσούλα και σα να μην έφτανε αυτό η μπλούζα της ήταν και ψιλομούσκεμα από τα δάκρυα του υποφαινόμενου λίγη ώρα πριν. Αποτέλεσμα ήταν να γυρίσουμε σχετικά γρήγορα στο κρεββάτι και να χωθούμε εκ νέου κάτω από τα σκεπάσματα.

    - «Λοιπόν, σουσουραδίτσα, ύπνο τώρα και αύριο το πρωί μπανάκι στη θάλασσα.»
    - «Δε μου λες, σοβαρά τώρα θέλεις να κάνω μπάνιο χωρίς το τοπ μου;»
    - «Είναι ένα από τα πολυάριθμα βίτσια μου, μ’ αρέσει να κοιτάνε τις γυναίκες που συνοδεύω, αν και ομολογώ ότι όταν είχαμε πάει στα Πόζαρ ήθελα να ανοίξω μπόλικα κεφάλια για τον τρόπο που σε κοίταζαν, δεκαέξι χρονών παιδί.»
    - «Γιατί, εσύ δε με κοίταζες;»
    - «Όχι δα! Δεν μπορώ να πω ότι δεν είχα παρατηρήσει πόσο ανεπτυγμένη είσαι αλλά σε καμία περίπτωση δεν σε έτρωγα με τα μάτια, αυτό θα έλειπε!»
    - «Γιατί, που το ήξεραν οι υπόλοιποι ότι είμαι 16 χρονών;»
    - «Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να μου ανάψουν τα λαμπάκια!»
    - «Ντρέπομαι λίγο»
    - «Να μη ντρέπεσαι, δεν τα έχεις κλεμμένα. Κορμί σαν το δικό σου είναι κρίμα να μη μπορεί να το θαυμάσει ο κόσμος. Τέλος πάντων, αν αύριο πλακώσει κόσμος σε απαλλάσσω.»
    - «Τότε ας ελπίσουμε να μην έχει!»
    - «Όχι ας έχει; Τις ξεπεράσαμε κιόλας τις ντροπές;»
    - «Όχι! Προτιμώ να έχω χαρούμενο τον Αντώνη μου και εδώ που τα λέμε, πότε μ’ άρεσε η πολυκοσμία;»
    - «Τον Αντώνη σου τον κάνεις χαρούμενο με το να είσαι κι εσύ χαρούμενη κάνοντας πράγματα μαζί του.»
    - «Ακριβώς το ίδιο ισχύει και από την ανάποδη, σέξι μεσήλικά μου!»
    - «Έλα εδώ βρε σαμιαμίδι» της είπα ανοίγοντας την αγκαλιά μου, στην οποία χώθηκε αγκαλιάζοντάς με χέρια και με πόδια σα χταπόδι. Την φίλησα τρυφερά στα χείλη. «Καληνύχτα κοριτσάκι μου!»
    - «Καληνύχτα γεράκο μου!»

    Αν εξαιρέσεις τις δυο φορές που σηκώθηκα το βράδυ για κατούρημα -ου γαρ έρχεται μόνον- κατά τα άλλα δεν κοιμήθηκα απλά, ξεράθηκα, σε σημείο που κατάφερα να ξυπνήσω αργότερα από την Αναστασία που όχι τίποτε άλλο αλλά είναι μεγάλη υπναρού. Σηκώθηκα και μιας και δεν την βρήκα στο δωμάτιο, υπέθεσα ότι θα ήταν στη βεράντα. Η βίλλα είναι πλήρως εξοπλισμένη και η Αναστασία είχε φτιάξει περιποιημένο καφέ, με τον αφρό του παρακαλώ. Η ίδια ήταν ξαπλωμένη topless και έκανε ηλιοθεραπεία στον, πολύ καλοκαιρινό για φθινόπωρο, ήλιο.

    - «Καλημέρα μωρό μου»
    - «Καλημέρα Αντώνη μου. Σου έχω φτιάξει καφεδάκι, έχει ζέστη οπότε υπέθεσα ότι θα τον ήθελες κρύο. Τον έχω βάλει στο ψυγείο να μη ζεσταθεί, κάτσε να στον φέρω!»
    - «Κάτσε εκεί που είσαι, κοριτσάρα μου, χεράκια/ποδαράκια έχω. Άλλωστε θέλω να πάω να πλύνω και τα δόντια μου.»
    - «Μην αργήσεις!» μου είπε.
    - «Στις διαταγές σας!» της απάντησα πειρακτικά και πήγα μέσα στο μπάνιο. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγα μόνο για να πλύνω τα δόντια μου αλλά το έκανα και αυτό. Όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο, δεν πρέπει να ήταν πολλή ώρα που τον είχε φτιάξει τον καφέ, η κρέμα ήταν ακόμα στις δόξες της.
    - «Λοιπόν, τι έχει το πρόγραμμα για σήμερα;» με ρώτησε όταν βγήκα έξω και κάθισα στη διπλανή ξαπλώστρα.
    - «Θα κατέβουμε για μπανάκι στην παραλία και θα κάτσουμε μέχρι το μεσημέρι. Μετά θα γυρίσουμε εδώ να κάνουμε κανένα ντουζάκι και μετά κατεβαίνουμε Ναύπλιο να φάμε. Αν προτιμάς, μπορούμε εναλλακτικά να πάμε να ψωνίσουμε πράγματα και να σου μαγειρέψω εγώ για αλλαγή.»
    - «Ναιιιιιιιιιιι! Αυτό! Αυτό!!!!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι. Το απόγευμα καθόμαστε στην πισίνα με τους χυμούς μας και τις καφεδάρες μας και το βραδάκι θα κατέβουμε Ναύπλιο για το βραδινό και αν έχουμε όρεξη πάμε μετά και για ποτό.»
    - «Αγόρασα!»
    - «Χαχαχα, εντάξει. Λοιπόν, κάτσε να πιούμε τα καφεδάκια μας και κατεβαίνουμε παραλία.»
    - «Πόδια ή μηχανή; Δε μου φαίνεται μακριά η θάλασσα.»
    - «Δεν είναι μακριά αλλά δεν έχω καμία όρεξη να πάρω την ανηφόρα αφού με έχει νταλακιάσει ο ήλιος και έπειτα, έχουμε να πάμε μετά και στο σούπερ μάρκετ.»
    - «Πρέπει να φορέσουμε πάλι φόρμες;»
    - «Όχι μωρέ, δύο λεπτά δρόμος είναι μέχρι κάτω, εντάξει. Όταν είναι να πάμε σούπερ μάρκετ όμως θα τις φορέσουμε κανονικά»
    - «Εντάξει Αντώνη μου»

    Ήπιαμε το καφεδάκι μας και κατά τις 11:00 κατεβήκαμε στην παραλία, η οποία για τα δεδομένα της εποχής είχε αρκετό κόσμο. Δε βαριέσαι, θα μπορούσε να βγάλει το τοπ της και να κάνει ηλιοθεραπεία μπρούμητα. Η παραλία είναι υπέροχη, λεπτό βότσαλο έξω και άμμος μέσα, με το χρώμα των νερών να θυμίζει εξωτική παραλία. Απλώσαμε ο ένας στον άλλον τα αντηλιακά μας και κινήσαμε για να βουτήξουμε. Η θάλασσα ήταν αρκετά δροσερή, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα, δεν μιλάω για την Αναστασία που πάλευε κανένα πεντάλεπτο με τον εαυτό της μέχρι να το πάρει απόφαση και να κάνει βουτιά. Θαύμασα την αντοχή του μαγιό της, αφού οι ρώγες της δεν το τρύπησαν τώρα, δε θα το τρυπούσαν ποτέ.

    Κολυμπήσαμε και παίξαμε και γελάσαμε για πολλή ώρα αλλά η Αναστασία άρχισε να κρυώνει οπότε αποφάσισε να βγει έξω να κάνει τη λιαστή ντομάτα. Μόνος μου δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να κάτσω οπότε πήγα και ξάπλωσα δίπλα της πέντε λεπτά αργότερα. Είχε βάλει την πετσέτα της σαν μαξιλάρι πάνω στην ψάθα και είχε ξαπλώσει ανάσκελα και παρά τα γυαλιά ηλίου είχε βάλει τον πήχη της ακριβώς από πάνω τους για να την προστατέψει από την αντηλιά. Ξάπλωσα κι εγώ ανάσκελα αλλά προτίμησα να βάλω το καπέλο μου αντί του χεριού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και χαλάρωσα τόσο που με πήρε ο ύπνος.

    Ξύπνησα -δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα- από κοριτσίστικες τσιρίδες χαράς, μάλλον είχε έρθει δίπλα μας κάποια οικογένεια. Βλαστήμησα από μέσα μου, τόσο χώρο είχε, δίπλα μας βρήκαν να κάτσουν; Σηκώθηκα βγάζοντας το καπέλο για να πω στην Αναστασία να ξαναπάμε για βουτιά και εκεί το Σύμπαν αποφάσισε να δικαιώσει την παράνοιά μου.

    - «Αντώνη;» άκουσα μια πολύ γνωστή φωνή. Ήταν ένας από τους άλλους τέσσερις που θα ανεβαίναμε Θεσσαλονίκη, program manager στο εμπορικό.
    - «Μίλτο;» απάντησα κεραυνοβολημένος και πασχίζοντας να κρύψω την ταραχή μου. Αμ δεν είχαν κάνει πουλάκια τα μάτια μου χθες! Ήταν με δύο κοριτσάκια, το ένα πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε και το άλλο γύρω στα οχτώ, τα οποία υπέθεσα ότι ήταν οι κόρες του. Μαζί του ήταν επίσης μια πολύ γλυκιά μαυρομάλλα με μακρύ σγουρό μαλλί, όχι παραπάνω από 25 χρονών, μην πω και μικρότερη. Μου έκανε εντύπωση, ο Μίλτος ήταν σχεδόν συνομήλικός μου.
    - «Βουνό με βουνό δε σμίγει!»

    Εμένα μου λες;

    - «Να σας κάνω τις συστάσεις, το μεγάλο τερατάκι είναι η Μυρτώ και το μικρό τερατάκι είναι η Ευτυχία. Και το μεγαλύτερο τερατάκι απ’ όλα, ναι εσένα λέω, μην μας παριστάνεις την αθώα τυρόπιτα, είναι η Μυρσίνη»

    --- ΤΕΛΟΣ ΕΚΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  12. Rupa

    Rupa New Member

             

    παραενθουσιαστηκα!!!