Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Resurrection, ή Όσα έφερε το κύμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 19 Ιουνίου 2023.

  1. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Χα!

    Λ-Α-Τ-Ρ-Ε-Μ-Ε-Ν-Ο
     
  2. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Ερωτευμένη ξανά! Το πόσο μου φτιάχνουν τη διάθεση οι ιστορίες σου!
            
     
  3. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Πόσο, μα πόσο μου αρέσει που μπλέκεις τις ιστορίες σου!!!
     
  4. skia

    skia Contributor

    Και το Στέφανο με την Ευδοκία θέλει το κοινό.
     
  5. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    @Arioch συγγνώμη που πετάγομαι σαν το γνωστό πουλί, αλλά…
    Αν έχει καμία σημασία..ΑΝ ΛΕΩ..

    Έναν Στέφανο δηλαδή δεν μπορούμε να βγάλουμε απ την ντουλάπα επιτέλους;;;; 

    Je suis @skia  
     
  6. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    αχ ο Στέφανος    
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο - Μπήκαν μωρέ μπήκαν τα γίδια στο μαντρί

    Είναι να μη σου λάχει, αν σου λάχει έλα χέσου. Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine. Εντάξει, δεν ήταν gin joint, ήταν παραλία και δεν ήταν “she”, ήταν ένας μαντράχαλος που δουλεύει στο εμπορικό, αλλά είναι δυνατόν γαμώ την τύχη μου; Και δε λες πάλι καλά που η Αναστασία δεν τα είχε πετάξει; Δεν διαφήμιζα την προσωπική μου ζωή ωστόσο όλοι από ένα επίπεδο και πάνω στην Εταιρία γνώριζαν, έστω και σε γενικές γραμμές, τι μου είχε συμβεί το Δεκέμβρη του ’21.

    - «Χαίρω πολύ» είπα διατηρώντας την ψυχραιμία μου αλλά από μέσα η ψυχή μου το ήξερε. «Εγώ είμαι ο Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς αριστερά είναι η Αναστασία, κόρη οικογενειακών φίλων και νοικάρισσα του φοιτητικού διαμερίσματος στην πολυκατοικία μου. Αναστασία, από εδώ ο Μίλτος, συνάδελφος στην Εταιρία»
    - «Χαίρω πολύ» είπε με την υπέροχη καμπανιστή φωνή της η Μυρσίνη με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά. Τα δύο κοριτσάκια δεν είπαν τίποτα, μόνο έμειναν να μας κοιτάζουν ντροπαλά. Τον πάγο με τις μικρές τον έσπασε η Αναστασία.
    - «Τι όμορφα μαγιό είναι αυτά που φοράτε!»
    - «Σ’ αρέσει;» ρώτησε η μεγάλη, η Μυρτώ.
    - «Αμέ, είναι πολύ όμορφο και το δικό σου και της αδερφούλας σου!» της απάντησε κάνοντας και τις δύο να της χαρίσουν ένα ντροπαλό χαμόγελο.
    - «Για ελάτε εδώ σουρτούκες να σας βάλω το αντηλιακό σας» τους είπε η Μυρσίνη
    - «Καλά το λένε, μικρός που είναι ο κόσμος» είπε ο Μίλτος.

    Μικρός, δεν λες τίποτα!

    - «Είναι!» απάντησα ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν χαρούμενες τσιρίδες από τις μικρές καθώς η Μυρσίνη τους άπλωνε το αντηλιακό τους.
    - «Σήμερα ήρθατε;»
    - «Όχι, ήμαστε εδώ από εχθές το βράδυ»
    - «Μια από τα ίδια» μου είπε.

    Αμ δεν το ξέρω; Καλά σε είχα δει χθες!

    - «Και πολύ καλά κάνατε, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» απάντησα προσπαθώντας να πιάσω μια πιο χαλαρή κουβέντα.
    - «Εμείς θα πάμε για βουτιές. Αναστασία, θέλεις να έρθεις μαζί μας για να αφήσουμε τα αγοράκια μόνα τους; Θα αρχίσουν να μιλάνε για εμπορικές πολιτικές και οικονομικά αποτελέσματα και δεν το αντέχει άλλο η μύτη μου!»
    - «Αμέ πολύ ευχαρίστως» είπε και σηκώθηκε. «Η μύτη σου;» τη ρώτησε καθώς απομακρύνονταν.
    - «Inside joke, ο Μιλτιάδης μου λέει ότι με τρώει η μύτη μου για ξύλο όταν του γκρινιάζω που μιλάει για τη δουλειά…». Τη συνέχεια δεν την άκουσα καθώς είχαν απομακρυνθεί, αυτό που κατάλαβα είναι ότι κάτι απάντησε η Αναστασία και έσκασαν στα γέλια και οι δυο τους.
    - «Άκου να δεις η λασπολόγα» απάντησε ο Μίλτος και συνέχισε «λες και άλλη όρεξη δεν είχα όπου σταθώ και όπου βρεθώ…» και μετά σαν να το ξανασκέφτηκε για λίγο καθότι είχε απέναντί του και τον δεύτερο τη τάξη μέσα στην εταιρία οπότε και συμπλήρωσε «με το συμπάθιο κιόλας.»
    - «Η δουλειά τελειώνει με το που περνάμε την έξοχαχαχαχαχαχαα» του είπα και βάλαμε και οι δύο τα γέλια. «Κοίτα τες πως κάνουν» συνέχισα, δείχνοντάς του την τετράδα να παίζει μέσα στο νερό, τα γέλια και οι χαρούμενες τσιρίδες των κοριτσιών ακούγονταν μέχρι εδώ.
    - «Ευτυχώς αυτό δεν ήταν πρόβλημα, οι μικρές μου λάτρεψαν τη Μυρσίνη από την πρώτη φορά που την είδαν και απ’ ότι βλέπω η κόρη των φίλων σου έχει πέσει under her spell.»
    - «Χαχαχα, πράγματι. Γνωρίζω την Αναστασία και τους δικούς της από τις διακοπές που πηγαίναμε στην Κέρκυρα κάθε χρόνο με τη συγχωρεμένη, όταν την πρωτογνωρίσαμε ήταν 13 χρονών κοριτσάκι. Όσο τη θυμάμαι ήταν μοναχικό και ήσυχο παιδί, μόνο με την Αγγελική ξεθάρρευε. Την είχαμε… την είχαμε σαν κόρη μας, έστω και αυτές τις 10-15 μέρες το χρόνο που τη βλέπαμε. Τέλος πάντων» είπα αναστενάζοντας στις θύμισες που πλημμύρισαν το μυαλό μου, συνοδευόμενες και πάλι από τύψεις.
    - «Οπότε έγινες και πάλι παρένθετος χαζομπαμπάς, ε;» με ρώτησε προκαλώντας μου άλλο ένα γερό τσίμπημα το οποίο αντιμετώπισα γυρίζοντας το στο καλαμπούρι.
    - «Ήταν να μη γίνει η αρχή. Πρώτα έγινα χαζομπαμπάς του καυκάσιου μπουνταλά μου και όπως λένε no good deed gets unpunished. Δεν έχω παράπονο, είναι απίθανοι και οι δυο τους. Την προηγούμενη εβδομάδα την πήρα μαζί μου για καφέ πριν την πάω να πάρει το λάπτοπ της από τον Κωτσόβολο της Εθνικής και εκεί πετύχαμε τον Βασίλη, ναι, αυτόν που κατάλαβες εννοώ, που είχε πάει και αυτός να πιει καφέ με τη γυναίκα του. Η μικρή τον άφησε χαζό αλλά τι λέω, εδώ άφησε εμένα χαζό που την ξέρω και πέντε χρόνια!»
    - «Περήφανος χαζομπαμπάς!» είπε καθώς χωρίς να γνωρίζει νόμιζε ότι η περηφάνια μου προερχόταν από τα πλέον ανύπαρκτα πατρικά μου συναισθήματα για την Αναστασία.
    - «Σ’ όποιον δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια… έστω και με τη γενικευμένη έννοια».

    Και όταν δεν δίνει ανίψια, στέλνει κύματα, να πούμε!

    - «Εμένα μου τα έδωσε με λάθος γυναίκα, ωστόσο βλέποντας τις τσαπερδόνες μου οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν το ομορφότερο λάθος της ζωής μου. Και αν η Μυρσίνη είναι αρκετά χρόνια μικρότερή μου, πλέον μου έχει διαλυθεί κάθε ίχνος αμφιβολίας ότι εκείνη -και όχι η μητέρα των παιδιών μου- είναι η γυναίκα της ζωής μου.»
    - «Μακάρι να είστε πάντα ευτυχισμένοι. Και ό,τι και να συμβεί, υγεία να υπάρχει πάνω απ’ όλα. Υγεία, όλα τα άλλα βρίσκονται»
    - «Ευχαριστώ. Αλήθεια, τι έχετε κανονίσει για μεσημέρι; Θέλετε να πάμε να φάμε παρέα στο Ναύπλιο;»

    Μεταξύ μας προτιμούσα να ξεμοναχιαστώ με την Αναστασία στο σπίτι μας ωστόσο ήθελα να είμαι όσο casual θα ήμουν υπό κανονικές συνθήκες.

    - «Έχω μια καλύτερη ιδέα. Έχω νοικιάσει μια βίλλα που κανονικά είναι για έξι άτομα, όπως καταλαβαίνεις δεν θα ήταν καλή ιδέα να είμαι έστω και σε δίκλινο μαζί της, δεν θέλω να μπαίνουν λάθος ιδέες στον κόσμο. Θα έχουμε την ησυχία μας και επιπλέον το σπίτι διαθέτει και πισίνα την οποία θα λατρέψουν οι κορούλες σου. Έλεγα σήμερα να κάτσω να μαγειρέψω εγώ, όχι τίποτε άλλο αλλά το κορίτσι με έχει ταΐσει και δυο-τρεις φορές και θέλω να της το ανταποδώσω. Θέλετε να έρθετε κι εσείς; Θα ψήσουμε στο barbeque και μετά θα κάτσουμε να πιούμε οι μεγάλοι τις μπυρίτσες μας και η μικρές τους χυμούς τους στην πισίνα.»
    - «Ευχαρίστως» μου απάντησε χωρίς περιττές τζιριτζάτζουλες. Ο Μίλτος όσο τον γνώριζα από τη δουλειά ήταν άμεσος, λίγες κουβέντες και καλές, με γνώσεις και προπάντων ικανότητες. «Με μια συμφωνία όμως, τα κρέατα θα τα βάλουμε εμείς και δεν είναι μόνο επειδή εσείς βάζετε το σπίτι! Έρχομαι χρόνια εδώ και έχω τα κονέ, θα φέρουμε τα καλύτερα κρέατα που μπορείς να βρεις στις γύρω περιοχές!»
    - «Θαυμάσια!»
    - «Δε μου λες, πάμε να βουτήξουμε να το πούμε και στα κορίτσια;»
    - «Και δεν πάμε;» του απάντησα και σηκωθήκαμε και πήγαμε μέσα, όπου και οι τέσσερίς τους είχαν ξελυσσάξει, μέχρι και η Αναστασία είχε ξεχάσει ότι είναι κρυουλιάρα.
    - «Γεια σας, θα μας παίξετε κι εμάς;» ρώτησε ο Μίλτος.
    - «Κορίτσια τι λέτε, να αφήσουμε το μπαμπά να παίξει μαζί μας;» τις ρώτησε η Μυρσίνη.
    - «Ναιιιιιιιιιιιιιιιι!» τσιρίξανε ενθουσιασμένες και οι δύο πιτσιρίκες.
    - «Πώς περνάτε εσείς δεσποινίς;» ρώτησα την Αναστασία.
    - «Υπέροχα! Αχ τώρα που ήρθατε εσείς να κολυμπήσουμε και λίγο, Μυρσίνη έχεις όρεξη;»
    - «Αμέ! Καλή διασκέδαση!» μας είπε χαρίζοντάς μας ένα αστραφτερό χαμόγελο και αμ έπος, αμ έργο, απομακρύνθηκαν με γρήγορες απλωτές.

    Ο Μίλτος έπαιζε αεροπλανάκι πότε με την μια του κόρη, πότε με την άλλη, οπότε έμεινα να κρατάω το φανάρι. Αν και τους έκανα χάζι η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα δικά μου παιδιά και όταν ένιωθα ότι μου έλειπαν, πήγαινα στα τερατάκια της αδερφής μου και ξεθεωμένος μετά από ένα δίωρο-τρίωρο, θυμόμουν το γιατί. Η ειρωνεία ήταν πως η Αγγελική μου θαρρείς πως ήταν πλασμένη γι’ αυτό, δεν είχα συναντήσει πιτσιρίκι που να μην την κάνει να χαμογελάει και να μην το κάνει να τη λατρέψει μέσα σε μερικά λεπτά… και ο καριόλης ο Θεός της το είχε στερήσει και αυτό, πριν στο τέλος θερίσει και την ίδια. Γύρισα από την άλλη μεριά και σκούπισα βιαστικά κάποια δάκρυα που δεν είχα καταφέρει να συγκρατήσω.

    - «Μίλτο, πάω κι εγώ μέσα να βρω τα κορίτσια»
    - «Ναι, πήγαινε!» είπε κάνοντας για λίγο διάλειμμα από το παιχνίδι με τις κόρες του. Ξεκίνησα και με σταθερές απλωτές ανοίχτηκα προς τα μέσα, όχι ότι είχαν ανοιχτεί ιδιαίτερα, καμιά τριανταριά άντε σαράντα μέτρα είχαν πάει.
    - «Γεια σας!» τους είπα. «Τι κάνετε τσούπρες;»
    - «Καλώς τον!» είπε η Αναστασία. «Εδώ, τα λέγαμε με τη Μυρσίνη!»
    - «Τι λέγατε;»
    - «Για την Θεσσαλονίκη, και η Μυρσίνη από εκεί είναι, από τη Νεάπολη»
    - «Όποια πέτρα και αν σηκώσεις, που λένε» είπε η Μυρσίνη.
    - «Είπαμε με τον Μίλτο να φάμε μαζί το μεσημέρι, θα πάμε στο σπίτι που έχουμε νοικιάσει και θα ψήσουμε στο barbeque»
    - «Αχ, σας ευχαριστούμε!!!» είπε η Μυρσίνη με ένα χαμόγελο από τη μία μεριά μέχρι την άλλη. «Με συγχωρείτε, μου κάνει νόημα ο Μιλτιάδης» είπε και κίνησε προς τα έξω.
    - «Αυτά είναι τα εκτός προγράμματος, που λένε»
    - «Δεν πειράζει Αντώνη μου. Τι του είπες;»
    - «Τη μισή αλήθεια, τι να του έλεγα; Όταν πάμε στο σπίτι θα πρέπει προσωρινά να μεταφέρουμε τα πράγματά σου σε άλλο δωμάτιο, όπως τα κανονίσαμε θα πάνε εκείνοι να πάρουν κρέατα, οπότε θα έχουμε το χρόνο. Τέλος πάντων, από τις ανάποδες που θα μπορούσαν να μας συμβούν, αυτό το λες και ελαφρύ.»
    - «Όχι ότι η Μυρσίνη είναι πολύ μεγαλύτερη, εικοσιπέντε χρονών είναι, και είναι με τον Μίλτο κοντά ενάμιση χρόνο.»
    - «Εσύ τι της είπες;»
    - «Πάνω κάτω τα ίδια με αυτά που είπες και εσύ στο Μίλτο αν και νομίζω ότι οι μπορεί να έπιασαν οι κεραίες της ότι είμαι, αν όχι ερωτευμένη, τουλάχιστον τσιμπημένη μαζί σου, απλά το πιθανότερο είναι να νομίζει πως εσύ δεν έχεις ιδέα ή πως κάνεις ότι δεν έχεις ιδέα.»
    - «Από που το συμπέρανες αυτό;» τη ρώτησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
    - «Gut feeling, δε μου είπε κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί και να λέω χαζομάρες, όπως χθες, που νόμιζα πως όλοι ήξεραν τι είχα στο τσαντάκι μου επειδή το ήξερα εγώ.»
    - «Αναστασία μου…» πήγα να της πω αλλά με διέκοψε.
    - «Αντώνη, είναι αυτό που είναι. Πριν από λίγο που κουβεντιάζαμε με την Μυρσίνη, μου είπε ότι είχε χάσει τον πατέρα της μικρή και μου ανέφερε μια φράση που τη βρίσκω πολύ σοφή. Αυτά τα φύλλα μου μοίρασαν, μ’ αυτά τα φύλλα θα παίξω, ήταν μια από τις αγαπημένες του πατέρα της.»

    Την κοίταξα προσεκτικά προσπαθώντας να καταλάβω αν τα πίστευε αυτά που έλεγε ή απλά προσπαθούσε να τα πιστέψει. Η στάση της έκρυβε ένα πραγματισμό και μια ωριμότητα που δεν ταίριαζε καθόλου με την ηλικία της αλλά σάμπως ήταν και το μόνο; Πέραν από την εμφάνισή της, τίποτα δεν ταίριαζε με την ηλικία της και ήταν ο λόγος που ο αρχικά καθαρά σαρκικός μου πόθος είχε αρχίσει να αποκτά έντονη συναισθηματική χροιά. Και τότε θυμήθηκα αυτό που είχε πει, ότι ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι της, σε σχέση με το χρόνο που είχαμε περάσει μαζί από τότε που τη γνωρίσαμε, το είχα διαμορφώσει εγώ ο ίδιος. Άρχισα να αναρωτιέμαι στα σοβαρά αν ο λόγος που είχε επιλέξει τις οικονομικές από τις πολιτικές επιστήμες δεν ήταν τα μαθηματικά αλλά το γεγονός ότι είχα κάνει κι εγώ την ίδια επιλογή 27 χρόνια πριν. Δεν είχα ανοσία στο confirmation bias and it is a very slippery road.

    - «Τι σκέφτεσαι;»
    - «Ότι αν ισχύει αυτό που μου είπες, ότι δηλαδή έχω διαμορφώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αυτού που είσαι, το έκανα πολύ καλά. Τόσο, που με κάνει να αναρωτιέμαι για το θετικό αυτής της επιρροής»
    - «Αν αναφέρεσαι τον όποιο μου πραγματισμό, σε μεγάλο κομμάτι πράγματι οφείλεται σε εσένα. Δεν ήξερα καν τη λέξη, από εσένα την έμαθα.»

    Τέσσερα χρόνια πριν

    Βγήκα στη βεράντα μετά το μεσημεριανό μου ύπνο και τις βρήκα να κάθονται στο τραπέζι. Η Αγγελική έλυνε σταυρόλεξο, τα λάτρευε, ειδικά τα σκανδιναβικά, ενώ η Αναστασία ήταν απορροφημένη διαβάζοντας ένα χοντρό βιβλίο.​

    - «Γνωστός διάλογος από την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου» είπε φωναχτά η Αγγελική
    - «Αθηναίων-Μηλίων» απάντησε η Αναστασία χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το βιβλίο.
    - «Ναι, το Μηλίων ταιριάζει!» απάντησε η Αγγελική.

    Είχαν πάψει πια να μου προκαλούν έκπληξη οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις της Αναστασίας. Αφενός διάβαζε τα βιβλία με τον τόνο και αφετέρου, μικρή ή όχι, είχα διαπιστώσει, από τα δεκατρία της κιόλας, ότι διέθετε ένα απίστευτα κοφτερό μυαλό το οποίο συνοδευόταν από ένα εξαιρετικά πλούσιο για τα δεδομένα της ηλικίας της λεξιλόγιο. Στην αρχή την έβλεπα ως φόρτωμα αλλά το χαμόγελο που έφερνε η παρουσία της στο πρόσωπο της Αγγελικούλας μου, γρήγορα με έκανε να το ξεπεράσω. Αν και προσπαθούσα να κρατήσω κάπως τις αποστάσεις, καθώς με το crush που είχε μαζί μου δεν ήθελα να της δίνω αέρα, ήταν αδύνατο να μη με κερδίσει. Σε αντίθεση με την Αγγελική, ποτέ δεν είχα επιθυμήσει ιδιαίτερα να γίνω γονιός, ωστόσο αν είχα παιδί θα ήθελα να είναι σαν την Αναστασία.

    Η μικρή έπαιρνε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά -και μεταξύ μας, το είχε κερδίσει με το σπαθί της- οπότε κι εγώ όποτε συζητούσα μαζί της την αντιμετώπιζα ως ενήλικη, αν όχι στη θεματολογία, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο της μιλούσα. Σχεδόν πάντα τα έπιανε με την πρώτη, πολύ σπάνια είχε χρειαστεί να διατυπώσω κάτι διαφορετικά. Αν άκουγε κάποια άγνωστη λέξη τη σημείωνε, αφήνοντας με να τελειώσω αυτό που έλεγα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατάφερνε να εκμαιεύσει την ερμηνεία της άγνωστης λέξης από τα συμφραζόμενα.

    - «Νομίζουμε, αντιθέτως, ότι επιβάλλεται να επιδιώξουμε, κι εσείς κι εμείς, εκείνο που θεωρούμε αληθινά κατορθωτό, αφού πραγματικά, και οι δύο γνωρίζομε ότι κατά τη συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, το επιχείρημα της δικαιοσύνης έχει αξία μόνο μεταξύ ίσων, καθώς ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του» τους είπα ψάχνοντας λίγο στο τάμπλετ.
    - «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Αγγελική.
    - «Διάλογος Αθηναίων και Μήλιων» απάντησε η Αναστασία αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη, έχοντας αναγνωρίσει το απόσπασμα.
    - «Είναι το πρώτο ιστορικό παράδειγμα realpolitik. Οι Αθηναίοι, ανατριχιαστικά κυνικοί, προσπαθούν να δώσουν στους Μήλιους να καταλάβουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να υποταχτούν και πως η έννοια του δικαίου, την οποία επικαλούνται οι Μήλιοι, είναι αδιάφορη εφόσον η αντιπαράθεση δεν είναι μεταξύ ίσων» εξήγησα.
    - «Τι σημαίνει realpolitik;» ρώτησε η Αναστασία.
    - «Ο όρος realpolitik σημαίνει εφαρμογή πολιτικών και θέσεων που καθορίζονται από την ψυχρή, τετράγωνη λογική και τις επικρατούσες περιστάσεις και ανάγκες την δεδομένη στιγμή, με στόχο καθαρά το υλικό κέρδος, χωρίς ιδεολογικούς ή ηθικούς φραγμούς. Πολιτικός πραγματισμός, αν θες. Ξέρεις τι σημαίνει πραγματιστής;»
    - «Όχι αλλά συμπεραίνω ότι είναι αυτός που κινείται αυστηρά με βάση το συμφέρον του»
    - «Όχι αυτός που αναφέρεις είναι ο συμφεροντολόγος. Ο πραγματιστής είναι αυτός που κινείται, σκέφτεται και ενεργεί ψύχραιμα και λογικά βάσει της πραγματικότητας, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, κι όχι του συναισθήματος ενώ ο συμφεροντολόγος αποβλέπει αποκλειστικά στο προσωπικό του όφελος. Ο πραγματιστής δεν είναι απαραίτητα ανήθικος. Βέβαια, σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων, όπως ορθά παρατήρησαν οι Αθηναίοι, οι έννοια του δικαίου και της ηθικής δεν είναι παρά μια αφαίρεση που δεν έχει εφαρμογή παρά μόνο μεταξύ ίσων, από τη στιγμή που ο ισχυρός μπορεί να επιβάλλει ό,τι του επιτρέψει η δύναμή του και ο αδύναμος να αποδεχτεί ότι του επιβάλει η αδυναμία του.»​

    Σήμερα

    - «Που ταξιδεύεις;»
    - «Στο παρελθόν, τέσσερα χρόνια πίσω, θυμήθηκα την συζήτηση που ξεκίνησε από ένα απλό σταυρόλεξο»
    - «Σε πειράζει να φύγουμε λίγο νωρίτερα;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
    - «Όχι μωρό μου, αν βαρέθηκες γυρίζουμε σπίτι.»
    - «Δεν βαρέθηκα!» μου είπε και αν και μου πήρε λίγη ώρα το έπιασα το υπονοούμενο.
    - «Εντάξει, πάμε να βγούμε έξω να στεγνώσουμε και την κάνουμε, άλλωστε εμείς είχαμε έρθει αρκετή ώρα πριν».

    Επιστρέψαμε στα ρηχά όπου ο Μίλτος έκανε με τη σειρά βουτιές και τις τρεις. Όπως σήκωσε την Μυρσίνη στους ώμους του δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι είχε αρκετά μεγάλο στήθος. Η αλήθεια είναι πως τα πολύ μεγάλα και τα πολύ μικρά δεν είναι του γούστου μου και έτσι κι αλλιώς έχοντας πρόσβαση στο ζευγάρι της Αναστασίας έκανε στα μάτια μου όλα τα υπόλοιπα ζευγάρια του κόσμου αδιάφορα.

    -«Μίλτο, Μυρσίνη, εμείς πηγαίνουμε γιατί ήμαστε εδώ αρκετή ώρα και έχει αρχίσει να μας βαράει ο ήλιος. Θα σου στείλω σε SMS το στίγμα του σπιτιού ώστε να το βρείτε εύκολα!»
    - «Εντάξει, άλλωστε κι εμείς θα φύγουμε σε λίγο, να περάσουμε πρώτα από το δωμάτιο που έχουμε κλείσει ώστε να κάνουμε ντουζάκι και να αλλάξουμε και έχουμε να περάσουμε και από το χασάπη. Μπύρες έχετε ή να φέρω;»
    - «Έχουμε μια εξάδα αλλά γυρίζοντας θα περάσουμε από το μίνι μάρκετ να πάρουμε και άλλη. Στο σπίτι έχω επίσης χυμό μπανάνα και φράουλα για τις μικρές, θέλεις να πάρω και κανένα αναψυκτικό;»
    - «Όχι για τις μικρές, αν και αν μπορούσες να πάρεις μία zero για τη …μεγάλη, θα το εκτιμούσα. Οι χυμοί είναι μια χαρά για τις μικρές, δόξα τω Θεώ, ούτε στη Μυρτώ ούτε στην Ευτυχία αρέσουν τα αναψυκτικά.»
    - «Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;» ψευτοαπολογήθηκε η Μυρσίνη.
    - «Εντάξει, θα πάρουμε και μια zero. Λοιπόν φεύγουμε και σας περιμένουμε.»
    - «Στις 13:30, άντε στις 14:00 θα ήμαστε εκεί» είπε ο Μίλτος κοιτάζοντας το ρολόι του.
    - «Τι ώρα είναι τώρα; Το δικό μου έχει μείνει από μπαταρία.»
    - «12:35» απάντησε ο Μίλτος.
    - «Ωραία, τα λέμε σε μία ώρα περίπου» τους είπα και αφού τους χαιρετίσαμε και οι δύο, βγήκαμε έξω και πήγαμε στις ψάθες μας. Σκουπιστήκαμε στα γρήγορα, φόρεσα εγώ τη μπλούζα μου και η Αναστασία το παρεό της, και αφού μαζέψαμε τα πράγματα πήγαμε στη μηχανή. Στο mini market κάναμε μια γρήγορη στάση και πήρα άλλη μια εξάδα μπύρες και μια zero του λίτρου και κινήσαμε για το σπίτι, στο οποίο φτάσαμε δύο λεπτά αργότερα.
    - «Λοιπόν, πάμε πάνω να βάλεις τα πράγματά σου σε διπλανό δωμάτιο, και μετά το ντουζ να ξαπλώσεις και λίγο ώστε να φαίνεται πως κάποιος έχει κοιμηθεί.»
    - «Μόνη μου;» με ρώτησε πονηρά. Ένα δίκιο το είχε. Πήρε τα πράγματά της και τα έβαλε στο διπλανό δωμάτιο. «Πάω να κάνω ντουζ!»

    Σιγά που θα την άφηνα να πάει μόνη της. Την ακολούθησα κι εγώ και στριμωχτήκαμε -και όχι γιατί δε χωρούσαμε, να τα λέμε αυτά- κάτω από τη ντουζιέρα αφήνοντας το νερό να ξεπλύνει από πάνω μας το αλάτι. Το έκλεισα και χωρίς να μιλήσω καθόλου, τη γύρισα από την άλλη και την έβαλα να ακουμπήσει με παλάμες και πήχεις στον τοίχο. Άρχισα να τη δαγκώνω και να τη γλείφω στο σβέρκο και το λαιμό ενώ και τα δυο μου χέρια είχαν περάσει μπροστά και μάλαζαν τα στήθη της.

    - «Με τρελαίνει όταν μου το κάνεις αυτό…» ξεκίνησε να λέει αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει κόλλησα πίσω της κατεβάζοντας το δεξί μου χέρι ανάμεσα στα πόδια της και ξεκινώντας να την παίζω. «ΜΜΜΜΜΜΜ» δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το βογγητό της καθώς ενώ το χέρι μου συνέχισε να την παίζει με το όργανό μου άρχισα να …γαμάω το εσωτερικό των μηρών της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ… Σε θέλω… σε θέλω…»
    - «Με θέλεις μωρό μου;»
    - «Πολύ! Πολύ!»
    - «Τι θέλεις;»
    - «Να με… να με πάρεις… να με κάνεις δικιά σου.»
    - «Είσαι δικιά μου, δε χρειάζεται να σε κάνω. Πες μου τι θέλεις.»
    - «Να με… να με… πάρεις…»
    - «Πες το μου αλλιώς.»
    - «Να με… να… να με γαμήσεις… Να με γαμήσεις…»
    - «Θέλεις να σε γαμήσω μωρό μου;»
    - «Ναι… ναι…σε παρακαλώ… πάρε… γάμησέ με… γάμησέ με…»

    Πήρα το αριστερό μου χέρι από το στήθος της και της έφερα το κεφάλι προς τα πίσω τραβώντας την πάνω στην καύλα μου αρκετά δυνατά από τα μαλλιά, κάνοντάς την να της ξεφύγει μια φωνή μείξη πόνου με καύλας.

    - «Πες το μου ξανά…» είπα εντείνοντας ακόμα περισσότερο την ένταση του παιχνιδιού μου με το μουνάκι της.
    - «Σε… ΑΑΑΑΑΑΧ… Σε παρακαλώ… Γάμησέ με… γάμησέ με…»
    - «Και αν αποφασίσω να πάρω το κωλαράκι σου;»
    - «ΑΑΑΑΑΧ… όπως… όπως θες εσύ… ΑΑΑΑΧ σε παρακαλώ…»
    - «Μπράβο το καλό κορίτσι» της είπα και έσπρωξα τη λεκάνη της προς το μέρος μου, κάνοντας την να καμπυλώσει ακόμα περισσότερο τη μέση της. Οδήγησα το όργανό μου στα χείλη της και γλίστρησα και πάλι μέσα της, μην μπορώντας εγώ αυτή τη φορά να πνίξω ένα βογγητό ηδονής. Το μουνάκι της… Θεέ μου το μουνάκι της… η αίσθηση μέσα του… Ένιωσα και πάλι σχεδόν να χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»
    - «Ναι… ΑΑΑΑΧ ναι… πόσο… πόσο μ’ αρέσει να… να γαμάω… ααααχ… να γαμάω αυτό το μουνάκι… αααχ… με… με τρελαίνει… ααααααχ αααααχ αααααχ»
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΜΜΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»
    - «Ναι… αααααχ… μμμμ ναααα ααααααχ να στο σκίζω… αααχ ααααχ…» Το είχαμε χάσει τελείως και οι δύο, κινούμουν μέσα της σα μανιακός, κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται και τις φωνές και τα βογγητά της τόσο δυνατά που κινδυνεύαμε να ακουστούμε μέχρι την παραλία. Παρά την απίστευτη ηδονή που ένιωθα μου πήρε πάνω από δέκα λεπτά μέχρι να έρθει το τέλος με μια έκρηξη τόσο δυνατή που νόμιζα ότι το σώμα μου θα γίνει χίλια μικρά κομματάκια. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναζα ενώ το όργανό μου άδειαζε με απανωτές εκρήξεις με τη μορφή σπασμών τόσο δυνατών και τόσης διάρκειας και έντασης που για ακόμα μία φορά μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα. «Ουφ ουφ ουφ» έκανα φυσώντας και ξεφυσώντας λες και είχα τρέξει μαραθώνιο.
    - «Μη μου μείνεις, γεράκο μου»
    - «Παππούς ο σέξι και όποια αντέξει» είπα με κομμένη ανάσα.
    - «Στην περίπτωσή μας το πρόβλημα δεν είναι η όποια αλλά ο παππούς!» είπε και άνοιξε το νερό για να ξεπλυθεί στα χαμηλά της.

    Έχοντας τελειώσει -pun intended- και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πήραμε από ένα breezer ο καθένας μας και βγήκαμε στη βεράντα να περιμένουμε μέχρι να έρθουν να μας βρουν Μίλτος και σία.

    - «Αντώνη, να σε ρωτήσω κάτι;»
    - «Μόλις το έκανες!»
    - «Έλα, μη με πειράζεις…»
    - “Good luck with that”
    - «Γιατί τέτοιος είσαι!»
    - «Τέτοιος και χειρότερος. Θα μου κάνεις την ερώτηση τώρα ή θα μείνεις με την απορία;»
    - «Χμμμ… Θυμάσαι τότε που μου εξήγησες για το BDSM?»

    Ξεχνιέται;

    - «Κοίτα, μεσήλικας είμαι, που λες κι εσύ, δεν έχω πάθει Αλτσχάιμερ!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Σαφώς!»
    - «Ουφ. Μου… μου είχες πει ότι είμαι ένα ταπεινό μποτομάκι επειδή μου αρέσει στο σεξ να έχεις τον έλεγχο εσύ.»
    - «Ναι…;»
    - «Αλλά εμένα δε μου αρέσει να έχεις απλά τον έλεγχο, μου αρέσει να σε ικανοποιώ.»
    - «Εεε, προσπαθώ να καταλάβω που το πας.»
    - «Είμαι υποτακτική και δεν το ξέρω;»
    - «Κι εμένα μου αρέσει να σε ικανοποιώ και σε διαβεβαιώ πως ούτε bottom είμαι, ούτε πολύ περισσότερο υποτακτικός. Το ότι σου αρέσει να έχω τον έλεγχο στο sex είναι ένα πράγμα, αυτό που ονομάζουμε υποταγή έχει πολύ πιο ευρεία εφαρμογή. Θες να παίρνει κάποιος άλλος τις αποφάσεις για εσένα σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλική σου ζωή ή ακόμα και σε θέματα πέραν αυτής;»
    - «Χμμμ… Οκ, μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι και σε πράγματα που δεν αφορούν το σεξ. Μου αρέσει να σου μαγειρεύω, μου αρέσει όταν σου γεμίζω εγώ το ποτήρι, μ’ αρέσει να σε λούζω και να σε πλένω με το σφουγγάρι και τα λειπά.»
    - «Αν σου πω πήγαινε ξεσκάτισε τον Ράντι, θα σου αρέσει;»
    - «ΙΙΙΙΧ, όχι!»
    - «Αν σου πω έλα σπίτι μου να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις, θα σ’ αρέσει;»
    - «Όχι, η αλήθεια είναι ότι δε θα πέταγα τη σκούφια μου»
    - «Θα το έκανες;»
    - «Δεν ξέρω… πιθανότατα ναι.»
    - «Να πω στην κυρά-Θοδώρα να σταματήσει να έρχεται;»
    - «Ποια είναι αυτή;»
    - «Η κυρία που έρχεται και μου καθαρίζει το σπίτι μια φορά την εβδομάδα»
    - «Όχι… εντάξει, καταλαβαίνω τι λες.»
    - «Το ότι είσαι δοτική, δεν σημαίνει ότι είσαι απαραίτητα υποτακτική»
    - «Γραμματική του Τριανταφυλλίδη το κάναμε!» αστειεύτηκε.
    - «Και εδώ πάμε στη χθεσινή κουβέντα… ούτε καν θέλω να σκέφτομαι πόσο μικρό είναι το ποσοστό των συνομήλικών σου που γνωρίζει ποιος είναι ο Τριανταφυλλίδης. Αν έλεγες Μπαμπινιώτης μπορεί και να το είχαν ακουστά και πιθανότατα από σπόντα!»
    - «Δεν ξέρω, ίσως είπα Τριανταφυλλίδης και όχι Μπαμπινιώτης γιατί επηρεάστηκα από κάτι που διάβασα τις προάλλες στο blog του Σαραντάκου.»
    - «Το γνωρίζεις κι αυτό ρε θηρίο;»
    - «Αμ τι, μπρίκια πεταλώνουμε, που λες κι εσύ. Αλήθεια, μπρίκια κολλάμε και μύγες πεταλώνουμε δεν είναι το σωστό;»
    - «Έτσι το είπα; Ου γαρ έρχεται μόνον»
    - «Δεινόν το γήρας γεράκο μου;»
    - «Επιθετική επενδύτρια, βλέπω!»
    - «Αμέ!» είπε χαρίζοντάς μου το χαμόγελο της Colgate.
    - «Λέγε εσύ, λέγε…»
    - «Εγώ να λέω ή εσύ να πράξεις;»
    - «Σε τρώει ο κώλος σου, νιάνιαρο;» Αντί απάντησης ήρθε και μου κούνησε προκλητικά το κωλαράκι της μπροστά στη μούρη μου κάνοντάς με να καυλώσω και πάλι.

    Κατάλαβες το κωλόπαιδο; Χαστούκια στο κωλαράκι θέλεις μικρή; Χαστούκια στο κωλαράκι θα λάβεις… και όχι μόνο!

    Σηκώθηκα όρθιος και την πίεσα στους ώμους. Η Αναστασία λαμβάνοντας το μήνυμα γονάτισε υπάκουα. Κατέβασα το σορτσάκι μου και της τον έχωσα στο στόμα και άρχισα να της το γαμάω, βάζοντάς τον κάθε φορά λίγο παραπάνω απ’ όσο άντεχε, κάνοντάς την έτσι να τον γεμίσει σάλια. Προτιμούσα το λιπαντικό, είναι η αλήθεια, αλλά δεν είχα σκεφτεί να το πάρω μαζί μου οπότε… σάλιο και υπομονή!

    Τη βοήθησα να σηκωθεί και τη γύρισα με πλάτη προς τα μένα και άρχισα να τη χουφτώνω βίαια στο στήθος κάνοντάς την πύραυλο από την καύλα. Το χέρι μου κατέβηκε και πάλι μέσα από το κιλοτάκι και βούτηξα στην αρχή ένα και στη συνέχεια δύο δάχτυλα στο μουνάκι της που ήταν πιο υγρό και από rainforest την εποχή των μουσώνων, να πούμε. Η Αναστασία άρχισε να βογκάει και πάλι και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμασταν και έξω. Εντάξει, το σπίτι ήταν απομονωμένο αλλά αν …γκάζωνε και εκείνη τη στιγμή τύχαινε να έρθει ο Μίλτος με τη φαμίλια, είναι εξαιρετικά πιθανόν να άκουγαν …άρια. Η σκέψη αυτή με καύλωσε ακόμα περισσότερο και παίρνοντας το χέρι μου από το μουνάκι της, έβαλα το μεσαίο μου δάχτυλο στο κωλαράκι της, κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό. Συνέχισα να τη γαμάω με το δάχτυλο για λίγη ώρα, ήθελα να την ανοίξω όσο μπορούσα πριν ακολουθήσει το όργανό μου.

    Την έπιασα και την έβαλα να σκύψει αγκαλιάζοντας το τραπέζι. Κρατώντας τη με το δεξί μου χέρι από το σβέρκο οδήγησα το όργανό μου στην είσοδο της πίσω της τρυπούλας. Άρχισα να σπρώχνω το γεμάτο σάλια όργανό μου μέχρι που κατάφερα να βάλω μέσα το κεφαλάκι, κερδίζοντας ένα βογγητό πόνου. Δε με σταμάτησε, οπότε άρχισα να πιέζω και πάλι και όπως σιγά-σιγά άρχισα να μπαίνω μέσα της ακούστηκε πάλι ένα «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» αλλά ήταν πόνου, όχι καύλας.

    - «Σε πονάω, μωρό μου; Θες να σταματήσω;»
    - «Πονάει… πονάει λίγο… αλλά μη… μη σταματάς.»
    - «Σε παρακαλώ αν κρίνεις ότι δεν αντέχεις ή δε θέλεις άλλο, να μου το πεις.»
    - «Δε… δε θέλω να σταματήσεις»

    Τραβήχτηκα έξω και ξαναμπήκα μέσα της αυτή τη φορά μέχρι τη μέση. Η Αναστασία μούγκρισε εκ νέου αλλά και πάλι δε μου είπε να σταματήσω. Επανέλαβα τις σιγανές σε ρυθμό κινήσεις μέχρι που ο σφικτήρας της παραδόθηκε κάνοντας την αντίσταση να μειωθεί. Άρχισα να επιταχύνω σιγά σιγά το ρυθμό μου και να αυξάνω το βάθος στο οποίο έμπαινα και η υφή των μουγκρητών της άρχισε να αλλάζει μέχρι που την άκουσα να λέει «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ…ΝΑΙ». Την σήκωσα τραβώντας την από τα μαλλιά και άρχισα να τη γαμάω με μεγαλύτερη ταχύτητα κάνοντας την να πολλαπλασιάσει τα καυλωμένα «ΜΜΜΜ» και «ΑΑΑΑΧ» της.

    Ομολογώ ότι η αίσθηση ήταν κατώτερη σε σχέση με αυτή της χρήσης λιπαντικού -δε συζητάμε για αυτή του μουνιού της- αλλά έτσι και αλλιώς, και τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, δεν ήταν η αίσθηση του οργάνου μου μέσα σ’ ένα κωλαράκι που με έκανε να το γουστάρω, όσο η ίδια η ιδέα του να γαμάω κώλο, πόσο μάλλον ένα κώλο σαν αυτό της Αναστασίας. Χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή να τη γαμάω, άρχισα να ρίχνω σφαλιάρες -δυνατές σφαλιάρες- εναλλάξ και στα δύο κωλομέρια της και στο ρεπερτόριό της προστέθηκε και το «ΑΟΥΥΥ».

    Νιώθοντας ότι πλησιάζω στο τέλος σταμάτησα τις σφαλιάρες και τη γράπωσα από τα κωλομέρια της μέχρι που πέρασα το σημείο της μη επιστροφής και χαλάρωσα λίγο το ρυθμό καθώς το τέλος ήταν ελάχιστα δευτερόλεπτα μακριά. Με μια τελευταία κίνηση καρφώθηκα όλος μέσα της και τα βογκητά μου συνόδεψαν τα δικά της καθώς το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα της. Ο κώλος της ήταν κατακόκκινος από τα χαστούκια και το ίδιο έγινε και το πρόσωπό της όταν διαπίστωσε ότι ήμουν ελαφρά λερωμένος.

    - «Μην τρελαίνεσαι, συμβαίνουν αυτά.»
    - «Συγνώμη!» μου είπε μην τολμώντας να με κοιτάξει.
    - «Βρε χαζούλα μη ζητάς συγνώμη. Δεν έγινε και τίποτα.»
    - «Πώς… πώς δεν έγινε;»
    - «Αναστασία, κώλος είναι. Αν θέλεις κώλο αποδέχεσαι ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Έλα, πάμε να πλυθούμε και σταμάτα να το σκέφτεσαι.»
    - «Ουφ πάμε!»
    - «Μην ξεχάσεις όταν τελειώσεις να ξαπλώσεις λίγο στο δωμάτιό σου για να φανεί ότι κοιμήθηκες εκεί. Και βάλε και τίποτα από τα τζιτζιμάτζαλα που έφερες μαζί στην τουαλέτα.»
    - «Φαντάζομαι ότι εννοείς το έπιπλο, ε;»
    - «Εμ!»

    Πήγαμε ο καθένας σε διαφορετικό μπάνιο, εγώ στο μεγάλο με το υδρομασάζ και η Αναστασία στο μικρότερο με το ντουζ και αφού πλύθηκα καλά βγήκα έξω. Αν και η αλήθεια είναι ότι το σεξ μου ανοίγει την όρεξη για τσιγάρο κρατήθηκα, γιατί σάμπως να το είχα παρακάνει τον τελευταίο καιρό και δεν ήμουν για τέτοια. Εκεί που κάπνιζα ένα στη χάση και στη φέξη, το πακέτο στην Κηφισιά το είχα πάνω από ένα χρόνο, είχα καταντήσει τις τελευταίες μέρες να κάνω ένα ή δύο την ημέρα.

    Βγήκα και πάλι στη βεράντα και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 13:00 και εκεί θυμήθηκα ότι δεν είχα στείλει το SMS στο Μίλτο. Και μετά θυμήθηκα ότι δεν τον είχα στις επαφές μου οπότε αναγκάστηκα να τον ψάξω στο teams και τελικά του έστειλα και SMS και μήνυμα στο teams, στο οποίο και απάντησε κάνοντας thumbs up. Μετά ακολούθησε δεύτερο μήνυμα ότι θα καθυστερούσαν λίγο γιατί είχαν αργήσει να φύγουν από την παραλία καθώς οι μικρές δεν ξεκολλούσαν. Του απάντησα να έρθουν με την ησυχία τους και αφού ήπια μια γουλιά από το breezer μου, πήγα μέσα να βρω την Αναστασία στο δωμάτιό της.

    - «Ήρθα να σου κάνω παρεούλα, τα παιδιά θα αργήσουν λίγο!»
    - «Παρεούλα το λέμε τώρα;»
    - «Πάλι στο κοκό πήγε το μυαλό σου βρε καβλοράπανο;»
    - «Είδες η κακούργα;»
    - «Κάνε πιο μέσα ρε βάσανο!» της είπα και χαχανίζοντας έκανε πιο μέσα ώστε να πέσω κι εγώ δίπλα της. Με το που άνοιξα την αγκαλιά μου χώθηκε μέσα της και με χταπόδιασε.
    - «Αντώνη μου;»
    - «Αναστασία μου;» Με κοίταξε λίγο σαν να έψαχνε τα λόγια. «Τι είναι μάτια μου;»
    - «Να… πριν… με πόνεσε αρκετά, πιο πολύ από την πρώτη φορά.»
    - «Χμμμ. Δε σου είπα βρε να μου πεις να το σταματήσω;»
    - «Δεν ήθελα να σε κόψω και άλλωστε όταν καταλάγιασε κάπως άρχισε να μου αρέσει πολύ. Εννοώ…. ναι με πονούσε και έτσουζε αρκετά, αλλά… δεν ξέρω… δεν ήταν μόνο το πως ένιωθα σωματικά… αν… αν όταν με έβαλες στο τραπέζι είχες μπει μπροστά μου θα με άκουγαν μέχρι το Ναύπλιο. Δεν ξέρω πως να στο πω… με είχες… με είχες ακινητοποιήσει και με χρησιμοποιούσες και όχι απλά δε θύμωσα αλλά σε ήθελα τόσο πολύ που παρά τον πόνο δεν ήθελα να το κόψω. Δεν ξέρω πως να στο πω χωρίς να θυμώσεις… γιατί σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτσι… ένιωσα… ένιωσα φτηνή… και αντί να νευριάσω ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο. Να… να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Και το ρωτάς, ψυχή μου; Μου αρέσει να μου μιλάς. Θέλω να μου μιλάς! Θέλω να ξέρω πως νιώθεις και ακόμα περισσότερο θέλω να ξέρω πότε ΔΕΝ σ’ αρέσει κάτι. Ναι, με καυλώνει κι εμένα η ιδέα να έχω μια γυναίκα πρόθυμη να μου ικανοποιεί όλες μου τις σεξουαλικές ορέξεις, με όποιο τρόπο και σε όποιο χρόνο το επιθυμήσω, αλλά επειδή δε ζούμε στις φαντασιώσεις μας, θέλω να ξέρω ότι αυτό το ευχαριστιέσαι κι εσύ.»
    - «Το ευχαριστιόμουν, Αντώνη μου, μπορεί να πόνεσα περισσότερο αλλά το ευχαριστιόμουν γιατί… για όλα αυτά που σου είπα.»
    - «Σε κάθε περίπτωση αν κάτι σε ζορίσει θέλω να μου το πεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα ξενερώσω, μου το υπόσχεσαι;»
    - «Στο υπόσχομαι!»
    - «Ωραία, τι άλλο ήθελες να μου εξομολογηθείς;»
    - «Να… ότι κάθε… ουφ… κάθε φορά που έπαιζα με τον εαυτό μου… φανταζόμουν εσένα. Ακόμα και όταν ήμουν με το Χάρη και μετά με το Νίκο αφού μαζί τους …δεν, όταν έπαιζα φανταζόμουν εσένα.»
    - «Γι’ αυτό με έπιαναν κρίσεις φταρνίσματος και νόμιζα ότι απέκτησα αλλεργίες στα γεράματα;» την πείραξα.
    - «Μπορεί!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα λαμπερό χαμόγελο.
    - «Τότε θα σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι. Το καλοκαίρι… τη μέρα που το κύμα σου κατέβασε το μαγιό… έβγαλα κάλους στα χέρια φέρνοντας αυτό στη μνήμη μου. Α, και όταν έσκυψες να πιάσεις την πετσέτα, μου έκανες τα μάτια να πεταχτούν έξω!»
    - «Αχ, ναι;;;;» ρώτησε ενθουσιασμένη. «Τι φαντασιωνόσουν;»
    - «Την πρώτη φορά τίποτα, απλά έφερα την εικόνα του γυμνού σου στήθους. Τη δεύτερη πάλι τίποτα, απλά έφερα την εικόνα σου όταν έσκυψες να πιάσεις την πετσέτα σου. Από εκεί και πέρα σκεφτόμουν… όλα όσα έχουμε κάνει. Να τελειώνω στο στόμα σου, στο μουνάκι σου, να παίρνω το κωλαράκι σου…»
    - «Έκφυλε!»
    - «Η αλήθεια είναι ότι αυτό συνοδευόταν και από τύψεις και όσο πιο πολύ ένιωθα τύψεις τόσο πιο πολύ καύλωνα και όσο περισσότερο καύλωνα τόσο περισσότερο ένιωθα τύψεις και ο κύκλος επαναλαμβανόταν.»
    - «I can relate to that. Εννοώ ότι πριν… ένιωθα… ουφ… ένιωθα…»
    - «Πουτανίτσα;»
    - «Αυτό… και ντρεπόμουν που μου άρεσε και όσο πιο πολύ ντρεπόμουν τόσο πιο πολύ μου άρεσε, κάτι σαν εσένα με τις τύψεις. Όπως και όταν με πήρες κανονικά και… και ήθελες να ακούσει να σου ζητάω να με… να με γαμήσεις.»
    - «Ξέρεις…; Είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο αυτό. Πολλοί άνθρωποι τους αρέσει να νιώθουν ταπείνωση και εξευτελισμό στο σεξ. Εμένα μου αρέσει να μιλάω βρώμικα αλλά δε μου αρέσει να προκαλώ ταπείνωση ή ακόμα περισσότερο εξευτελισμό. Θα στο πω αλλιώς, το πουτανίτσα έχει διαφορετική έννοια στο μυαλό μου απ’ ότι στο δικό σου. Εγώ το βλέπω ως πιπεράτο γλυκόλογο και όχι ως μέσο να σε ταπεινώσω, οπότε αν καμιά φορά μου ξεφύγει στην καύλα της στιγμής, θέλω να το πάρεις ακριβώς έτσι.»
    - «Στην περίπτωσή μου θα με ερέθιζε ακόμα περισσότερο, πάντως»
    - «Εντάξει, θα το έχω στα υπόψιν» της είπα πειρακτικά.
    - «Ξέρεις τι άλλο θα μου άρεσε;»
    - «Για πες!»
    - «Να… να τελειώσεις στο πρόσωπό μου ή στο στήθος μου.»
    - «Εν γένει προτιμώ να τελειώνω στο στόμα και να καταπίνεις αλλά γιατί όχι;»
    - «Όχι-όχι… αν προτιμάς το στόμα μου… όπου θέλεις εσύ!»
    - «Προτιμάω να έχουμε ποικιλία. Αφού αρέσει στο κορίτσι μου θα μπει στο ρεπερτόριο, στο είπα και πριν, για μένα το ζητούμενο είναι να το ευχαριστιούνται και οι δύο»
    - «Μου άρεσε που με είπες το κορίτσι μου.»
    - «Είσαι το κορίτσι μου!»
    - «Κι εσύ είσαι ο γεράκος μου!» είπε προσπαθώντας να με κάνει 50 αποχρώσεις του μωβ από το σφίξιμο. Καθίσαμε κάμποση ώρα αγκαλιασμένοι έτσι μέχρι που βούιξε το κινητό μου.
    - «Σήκω σουσουράδα, έρχονται τα παιδιά, πάμε να ντυθούμε»
    - «Τι να φορέσω;»
    - «Το μαγιό σου από μέσα και από πάνω ό,τι θες… ή μείνε και με το μαγιό. Barbeque θα κάνουμε, δεν πάμε για δείπνο στον πρέσβη!»
    - «Σωστά, μόνο για barbeque με τους πρεσβύτερους! Τι με κοιτάς έτσι, οι καλοί επενδυτές αφού πάρουν τα κέρδη τους, επενδύουν ξανά! Χα!»
    - «Τα σημειώνω αυτά, μικρή!»
    - «Και καλά κάνεις, είσαι και μιας άλφα ηλικίας!»
    - «Καλά…»
    - «Χιχιχι»
    - «Σήκω βάσανο!»

    Επειδή εγώ θα έψηνα έβαλα και μπλούζα αν και από κάτω απλά φόρεσα το μαγιό μου. Βγήκαμε και πάλι στη βεράντα και μέχρι να τελειώσουμε τα breezers μας ήρθαν και τα παιδιά, οπότε και κατεβήκαμε κάτω για να τους υποδεχτούμε.

    - «Καλώς τους» είπα εγώ.
    - «Γεια σας!» είπε η Αναστασία με τη σειρά της.
    - «Καλώς σας βρήκαμε» απάντησε για λογαριασμό όλων ο Μίλτος.
    - «Περάστε, περάστε!» τους είπα κάνοντας νόημα να περάσουν όλοι μέσα.
    - «Όμορφο που είναι!» είπε η Μυρσίνη.
    - «Και που να δείτε την πισίνα» τους είπα κοιτώντας τις μικρές οι οποίες έβαλαν τσιρίδες χαράς. «Και η πισίνα είναι και για μικρά και για μεγάλα παιδιά».
    - «Φέραμε τα κρέατα και επειδή δεν ξέρω τι έχει και τι δεν έχει η κουζίνα, πήραμε και λεμόνια και μπαχαρικά. Α, επίσης πήραμε και πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδι, πιπεριές και ελιές για χωριάτικη και φέτα και φυσικά ψωμί. Υπάρχει φριτέζα, έτσι;»
    - «Από ηλεκτρικές συσκευές έχει τα πάντα, από αλατοπίπερα νομίζω ότι έχει τα πολύ βασικά μόνο, δηλαδή αλάτι και πιπέρι οπότε καλά κάνατε. Μυρσίνη, Αναστασία, αν θέλετε μπορείτε να πάτε να κάτσετε στην πισίνα όσο να ψήσουμε τα φαγητά.»
    - «Φωνάξτε με αν είναι να έρθω να καθαρίσω τις πατάτες» είπε η Μυρσίνη.
    - «Γιατί εμείς χεράκια δεν έχουμε;» την ρώτησα.
    - «Μωρέ έχετε αλλά στις μικρές και στο Μίλτο αρέσουν πολύ οι ψιλοκομμένες και δε θέλω να σας βάλουμε σε φασαρία.»
    - «Εντάξει, θα σε φωνάξουμε όταν τις καθαρίσουμε» της είπα συμβιβαστικά.
    - «Και τώρα που το λύσαμε αυτό τι θα πιείτε;» ρώτησε η Αναστασία.
    - «Εμείς μέσα θα είμαστε οπότε θα πάρουμε μόνοι μας» της απάντησα.
    - «Εγώ θα πιώ λίγη zero. Είπατε ότι έχετε χυμούς;» ρώτησε η Μυρσίνη.
    - «Ναι, φράουλα και μπανάνα» απάντησε η Αναστασία. «Τι θέλετε κοριτσάρες μου;» ρώτησε τις μικρές
    - «Φράουλα!» απάντησαν και οι δύο.
    - «Μπορείς σε παρακαλώ να βάλεις από μισό ποτήρι και στις δύο; Μη διαμαρτύρεστε κιουρίες, μετά δε θα τρώτε το φαγητό σας!» είπε η Μυρσίνη.

    Πήγαμε και οι τρεις μέσα ενώ η Μυρσίνη πήρε τις μικρές και πήγαν στην πισίνα. Μέχρι να βγάλουμε τα κρέατα πήγα να ανάψω το BBQ υγραερίου που διαθέτει το σπίτι για να ανεβάσει θερμοκρασία. Όταν γύρισα ο Μίλτος ήταν μόνος του και είχε αρχίσει να παστώνει τα κρέατα ενώ η Αναστασία είχε πάει ήδη στην πισίνα.

    - «Τι θα πιείς;» ρώτησα το Μίλτο.
    - «Μπυρίτσα.»
    - «Προβατίνα;» τον ρώτησα βλέποντας τα κρέατα ενώ το στόμα μου γέμισε με σάλια.
    - «Αμέ! Σου λέω έχω τα κονέ, εδώ! Σιτεμένα τρεις μέρες, με το κρεμμυδάκι τους, με το σκορδάκι τους και με τα όλα τους. Και πήρα και λουκάνικα και κοτόπουλο παϊδάκια για τις μικρές. Κάτσε να τελειώσω με το μαρινάρισμα και να σε βοηθήσω στο καθάρισμα»
    - «Ου φροντίς, είμαι το γρήγορο πιστόλι. Με τη Αγγελική έτσι το μοιράζαμε, εγώ καθάριζα τις πατάτες και εκείνη τις έκοβε και τις τηγάνιζε. Ακόμα και στη φριτέζα αέρος, πάλι καλύτερες τις έκανε από μένα, δηλαδή για όνομα! Την ίδια ώρα τις βάζαμε!»
    - «Αμάν, τι φριτέζα έχει εδώ; Φέραμε ένα μικρό μπουκάλι λάδι, ίσα για τη σαλάτα!»
    - «Καλή ερώτηση» είπα και πήγα να δω τη φριτέζα. «Αέρος είναι, τυχεροί είμαστε!»

    Όπως το είπα έτσι κι έγινε. Μέχρι να τελειώσει ο Μίλτος το μαρινάρισμα -με το πινέλο παρακαλώ!- στα παϊδάκια, τόσο της προβατίνας όσο και του κοτόπουλου, είχα καθαρίσει τις πατάτες.

    - «Πάω να φωνάξω την Μυρσίνη, μη φοβάσαι για τις μικρές, η Αναστασία είναι εξαιρετικά υπεύθυνο παιδί, κάθε Ιούλη στην Κέρκυρα κρατούσε για ένα μήνα τα ξαδέρφια της. Μας το είχε πει η γιαγιά της όταν την πρωτογνωρίσαμε και τότε ήταν δεκατριών χρονών κοριτσάκι ενώ τα ξαδέρφια της ήταν περίπου στην ηλικία που έχουν οι κόρες σου.»
    - «Με όλο το θάρρος αλλά είσαι τελείως χαζομπαμπάς!»

    Ε, ρε και να μαθευτούν τα χαΐρια μου, θα πρέπει να φύγω μετανάστης σε καμιά στέπα, δε θα με ξεπλένουν ούτε ο Νείλος με τον Αμαζόνιο μαζί, να πούμε.

    - «Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!» του είπα αστειευόμενος, τι να του έλεγα, και πήγα έξω να φωνάξω τη Μυρσίνη. Χαμογέλασα βλέποντας τις μικρές να έχουν σκαρφαλώσει κυριολεκτικά στην Αναστασία και να τσιρίζουν από τον ενθουσιασμό τους, ενώ η Μυρσίνη είχε χαλαρώσει στην καρέκλα και έπινε την zero της. «Μυρσίνη, τις καθάρισα τις πατάτες, μπορείς να πας να τις κόψεις. Μην τις βάλεις τώρα να τηγανίζονται, θα τις βάλουμε όταν αρχίσουμε να ψήνουμε τα κρέατα.»
    - «Αμάν! Λάδι ξεχάσαμε να πάρουμε!»
    - «Δεν χρειάζεται, η φριτέζα που έχουμε εδώ είναι αέρος.»
    - «Αχ! Ωραία! Πάω!»
    - «Πώς τα περνάτε τσούπρες;» ρώτησα την Αναστασία όταν έφυγε η Μυρσίνη.
    - «Αχ, είναι γλύκες!» είπε η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο ενώ οι πιτσιρίκες το ρίξανε στο ντροπαλό τσάμικο.
    - «Λοιπόν, πάω κι εγώ, να αρχίσουμε να ψήνουμε.»
    - «Εγώ θα τις φάω έτσιιιιιιιιιι» είπε η Αναστασία προκαλώντας ένα νέο γύρο από χαρούμενες τσιρίδες από τις μικρές.

    Μωρέ θα τις φας μέχρι να βελάξεις και δεν εννοώ τις μικρές. Δε βαριέσαι, θα έχει και άπλα ο Ράντι στη Μογγολία, έχω ακούσει ότι έχει τις πιο trendy στέπες. Θα πάμε που θα πάμε στην κόλαση, let’s do it as fucking legends!

    Με αυτές τις θετικές σκέψεις γύρισα στην κουζίνα όπου η Μυρσίνη είχε σχεδόν τελειώσει με το κόψιμο των πατατών.

    - «Τη σαλάτα λέω να την κόψω όταν τελειώσει το ψήσιμο, έχω βάλει και τις τομάτες στο ψυγείο, να προλάβουν να κρυώσουν λίγο» με πληροφόρησε η Μυρσίνη. «Πόση ώρα θα πάρει το ψήσιμο; Ρωτάω για να υπολογίσω πότε να βάλω τις πατάτες.»
    - «Τα παϊδάκια θέλουν 5-6 λεπτά ανά πλευρά σε πολύ δυνατή φωτιά. Τα κοτόπουλα θέλουν γύρω στα 10 με 15 σε δυνατή, τα λουκάνικα θέλουν λιγότερη ώρα, οπότε σε κανένα εικοσάλεπτο, υπολογίζω» είπε ο Μίλτος
    - «Μπορούμε να βάλουμε τα λουκάνικα στην πάνω σχάρα προς το τέλος των κοτόπουλων για να τα βγάλουμε μαζί με της προβατίνας» είπα με τη σειρά μου.

    Αμ έπος, αμ έργο, σε μισή ώρα τα κρέατα, οι πατάτες και η σαλάτα ήταν έτοιμα. Ένα έχω να πω, τα κάναμε αριστούργημα, ένιωθα ότι θα αρχίσουν να μου βγαίνουν από τ’ αφτιά και δεν μπορούσα να σταματήσω να τρώω και βάλε και τις μπύρες, δεν ήταν να απορείς που όταν τελειώσαμε ένιωθα σαν βόας. Και παρακαλώ να σημειωθεί ότι δεν ήμουν μονάχος στις πομπές μου, μόνο οι μικρές έδειξαν κάποια στοιχειώδη αξιοπρέπεια.

    - «Έχω φάει τόσο πολύ που θ’ αρχίσω να βελάζω» δήλωσα.
    - «Μπεεεεεε» έκανε η Αναστασία προκαλώντας ένα γύρο γέλιων.
    - «Μη, θα μου βγει μέχρι και από τους πόρους!» είπα απελπισμένος.
    - «Μυρσίνη, Αναστασία, θα πάμε για μπάνιο στην πισίνα;» ρώτησε η Μυρτώ.
    - «Μπάνιο μετά από δύο ώρες!» τους απάντησε η Μυρσίνη τρυφερά αλλά αυστηρά.
    - «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Ευτυχία.
    - «Έχετε φέρει και παιχνίδια και ζωγραφιές και βιβλία» τους υπενθύμισε ο Μίλτος.
    - «Αναστασία, θα μας διαβάσεις;» ρώτησε η Μυρτώ
    - «Εγώ θέλω να ζωγραφίσω!» δήλωσε η Ευτυχία.
    - «Γιατί όχι και τα δύο; Εμένα μου αρέσει και να διαβάζω και να ζωγραφίζω!» τους είπε η Αναστασία.
    - «Ναιιιιι! Πάμε!!! Πάμε!!!!»
    - «Καθίστε βρε τερατάκια, αφήστε το κορίτσι να χωνέψει!» τους είπε ο Μίλτος.
    - «Δεν χρειάζεται, αρκεί να είμαστε φρόνιμες, θα είμαστε, έτσι κορίτσια;» απάντησε η Αναστασία!
    - «Θα είμαστε!» υποσχέθηκαν σε πρίμο σεκόντο και οι δυο τους.
    - «Ωραία, εμείς θα πάμε πάνω στο τραπέζι της βεράντας για να μην ενοχλούμε. Για να δούμε, που είναι τα βιβλία σας και οι ζωγραφιές σας;» τους είπε και τις πήρε πάνω κι έφυγαν.
    - «Καλέ, τι παιδί είναι αυτό;» είπε η Μυρσίνη
    - «Δεν έχεις ιδέα» της είπα γεμάτος υπερηφάνεια που ήλπιζα να εκληφθεί ως παρένθετη χαζομπαμπαδίαση. «Την ξέρω από δεκατριών χρονών, κάθε χρόνο με την Αγγελική την είχαμε σαν κόρη μας για δέκα-δεκαπέντε μέρες. Με το τάμπλετ και το κινητό της ασχολούνταν μόνο για να ζωγραφίσει ή να ακούσει μουσική και διάβαζε τα βιβλία με τους τόνους. Και να ήταν μόνο αυτό; Έχει απίστευτα κοφτερό μυαλό και με τα βιβλία που διάβαζε ήταν και είναι κινητή εγκυκλοπαίδεια. Το παιχνίδι ποιος θα γίνει εκατομμυριούχος, το ξέρετε, έτσι; Ε, υπάρχει και σε επιτραπέζιο και όποτε παίζαμε η Αναστασία πολύ σπάνια δεν έφτανε τουλάχιστον τις 250.000 και εγώ και η Αγγελική κάναμε πάρτι αν φτάναμε τις 50.000 να πούμε. Ναι το ξέρω ότι ακούγομαι σαν περήφανος χαζομπαμπάς αλλά έτσι ακριβώς νιώθω και ας μην είναι κόρη μου.»

    Άραγε σε τι μέγεθος καζάνι θα με βράζουν;

    - «Μακάρι να ήταν κι άλλα παιδιά σαν και την Αναστασία» συμπλήρωσα. «Μόλις χθες είχαμε μια σχετική κουβέντα, εκεί που τρώγαμε, παραδίπλα μας, καθόταν μια από αυτές τις ανθυποcelebrities που ανοίγουν το στόμα τους και πετάνε βατράχια σε ρυθμό μυδραλιοβόλου και έχουν followers με τους τόνους ενώ γυναίκες σαν την Πέτρου την ξέρουν οι συνάδελφοί της, συγγενείς και φίλοι»

    Ωραία, αν δεν ξέρουν την Πέτρου θα λένε ότι τους την είπα κι από πάνω. Μπράβο Φαίδων!

    - «Εχμ, την ξέρετε έτσι;» ρώτησα διστακτικά και η Μυρσίνη έσκασε στα γέλια. «Γιατί γελάτε;»
    - «Αν νομίζεις ότι ο κόσμος είναι μικρός επειδή συναντηθήκαμε στο Ναύπλιο, this will rock your world!» είπε ο Μίλτος.

    Αν δεν είχα εκείνη τη στιγμή το βλέμμα της αγελάδας να μη με λέγαν Αντώνη, να με λέγαν, ξέρω-γω, Θρασύβουλα!

    - «Η Ευδοκία είναι περίπου οικογενειακή φίλη!» είπε ο Μιλτιάδης
    - «Ορίστε;» τους είπα με το σαγόνι στο πάτωμα
    - «Για την ακρίβεια ο Στέφανος είναι, και την γνωρίσαμε από εκείνον»
    - «Συγνώμη, μιλάμε για την Ευδοκία Πέτρου και τον Στέφανο Stolsberg?»
    - «Ω ναι! Και αν σε έχει εντυπωσιάσει η Ευδοκία, που να γνωρίσεις την Φανή, την κόρη του!»
    - «Α! Αυτή δεν είναι η πιτσιρίκα που έλυσε ένα γρίφο που βασάνιζε τους μαθηματικούς 50 χρόνια;»
    - «Αυτή ακριβώς. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις αλλά και οι τρεις τους είναι από πέρσι στο San Fransisco, ο Στέφανος και η Ευδοκία ως καθηγητές στο Stanford και η Φανή ως φοιτήτρια, αν και όπως έχω καταλάβει σηκώνει πολλή συζήτηση το ποιος διδάσκει ποιον στα μαθήματα που παρακολουθεί. Μόλις 16,5 χρονών και ευρισκόμενη σε ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, περικυκλωμένη από ανθρώπους που θα έκαναν το μέσο μέλος της Mensa να νιώσει γιδοβοσκός, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν τα καταλαβαίνω αυτά, αλλά τόσο ο Στέφανος όσο και η Ευδοκία μας έχουν εξομολογηθεί ότι πολλές φορές τούς βγαίνει η ψυχή ανάποδα για να καταφέρουν ν’ ακολουθήσουν τους συλλογισμούς της, και μιλάμε για δύο από τους κορυφαίους μαθηματικούς στον πλανήτη!»
    - «Όχι εντάξει, η Αναστασία είναι πιο γήινη αλλά ακόμα κι έτσι της είπα ότι θα πρέπει να αποδεχτεί και να μάθει να διαχειρίζεται το γεγονός ότι θα είναι σχεδόν πάντα η πιο έξυπνη στο χώρο που θα βρεθεί και ξέρεις τι λένε, έτσι; Αν είσαι ο πιο έξυπνος σ’ ένα meeting room τότε είσαι σε λάθος meeting room!»
    - “Meetings, the bane of our existence” απάντησε αναστενάζοντας ο Μίλτος. «Με το συμπάθιο κιόλας» συμπλήρωσε ενθυμούμενος ότι απευθύνεται στον δεύτερο τη τάξη στην εταιρία που εργάζεται.
    - «Και όχι τίποτε άλλο αλλά για να το ρίξουμε και στο χαβαλέ, η Πέτρου εμφανισιακά είναι πιο εντυπωσιακή από τη Φίκου, την ανθυποcelebrity που σας έλεγα»
    - «Είναι όντως» απάντησε ο Μίλτος.

    Όχι ρε Μίλτο, δεν τα λένε έτσι αυτά μπροστά στο αμόρε!

    - «Είναι» απάντησε η Μυρσίνη.

    Ώπα, τι παίζει εδώ; Τι ονειροπόλο βλέμμα ήταν δαύτο; Σε δύο ταμπλό παίζει η μικρά; Αντώνη, το μαλάκα εσύ. Που δηλαδή μέχρι να έρθει η Αναστασία στην Αθήνα για ένα μήνα αυτό ήσουν, κάλους κόντεψες να βγάλεις.

    - «Έχω πάει κάμποσες φορές Αμερική αλλά δεν έχω πάει από Σαν Φρανσίσκο» είπα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα.
    - «Α, εμείς πήγαμε τον Αύγουστο, μας φιλοξένησε ο Στέφανος. Είναι πραγματικά υπέροχο!» απάντησε η Μυρσίνη. «Κάτσαμε τρεις ολόκληρες εβδομάδες εκεί και πέρασαν λες και ήταν δευτερόλεπτα!»
    - «Και όχι μόνο η πόλη» συμπλήρωσε ο Μίλτος.

    Κατά τις 17:00 πήγαμε όλοι στην πισίνα και κάτσαμε. Οι μικρές είχαν ερωτευτεί την Αναστασία και την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια. Μέχρι και σε αυτό έμοιαζε με την Αγγελική μου, δεν υπήρχε παιδί που να κάτσει μαζί του και να μην το κερδίσει μέσα σε λίγη ώρα. Όπως και να έχει πάντως όταν ο Μίλτος πήρε τη φαμίλια κατά τις 20:00 για να επιστρέψουν στη βάση τους, της Αναστασίας της είχε βγει η γλώσσα έξω.

    - «Αχ τα λατρεύω τα παιδιά αλλά με ξεθέωσαν!»
    - «Έτσι είναι τα παιδιά και αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να το έχεις σκεφτεί καλά πριν τα φέρεις στον κόσμο. Δεν έχει μα, μου είμαι κουρασμένος, δεν έχω όρεξη κλπ, τα παιδιά θέλουν χρόνο με τους γονείς τους.»
    - «Πονεμένη ιστορία» απάντησε με μια γερή δόση πίκρας, η αλήθεια είναι ότι η εργασιακή ζωή των γονιών της δεν τους άφηνε και πολύ ελεύθερο χρόνο.

    Και μετά απορείς πώς σε ερωτεύτηκε έστω και αν σ’ έβλεπε δέκα-δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Φτου σου αγόρι μου, τσακάλι είσαι. Λάκκος με ασβέστη ή πίσσα; Διλήμματα…

    - «Για πες μου κοριτσάρα μου, τι θέλεις να κάνουμε; Θες να βγούμε έξω το βραδάκι ή να κάτσουμε μέσα; Λέγαμε να πάμε για φαγητό αλλά εγώ έτσι όπως είμαι δε με βλέπω να τρώω ούτε μεθαύριο»
    - «Ούτε εγώ έχω ιδιαίτερη όρεξη για έξω, να σου πω την αλήθεια.»
    - «Άσχετο, θυμάσαι χθες που λέγαμε για την Πέτρου;»
    - «Ναι.»
    - «Δε θα το πιστέψεις μικρός που είναι ο κόσμος. Είναι οικογενειακή φίλη του Μίλτου και της Μυρσίνης!»
    - «Σοβαρά μιλάς;;;;»
    - «Ναι! Βασικά μου είπε ότι Stolsberg είναι φίλος του και την γνώρισαν από εκείνον. Κοίτα ρε φίλε πόσο μικρός είναι ο κόσμος, δηλαδή απίστευτο!»
    - «Να τους γνωρίσουμε κι εμείς!»
    - «Λίγο δύσκολο, είναι και οι τρεις στο San Fransisco!»
    - «Τρεις; Ποιοι τρεις;»
    - «Ο Stolsberg και η Πέτρου ως καθηγητές και η κόρη του ως φοιτήτρια, η οποία όπως μου την περιέγραψαν είναι περίπου εξωγήινη.»
    - «Με ποιο τρόπο;»
    - «Κάνει και τους δυο τους να αισθάνονται χαζοί μπροστά της.»
    - «Και μετά λες εμένα έξυπνη!»
    - «Έτερον εκάτερον. Το γεγονός ότι η πιτσιρίκα είναι περίπου εξωγήινη δεν αναιρεί το γεγονός ότι εσύ είσαι κατά πάσα πιθανότητα πιο έξυπνη από το 99.99% των ανθρώπων που θα γνωρίσεις στη ζωή σου. Ε, υπάρχει και το 0.01 % οπότε να διαλέγεις προσεκτικά τις παρέες σου»
    - «Εγώ προτιμώ τις κακές παρέες!» μου είπε και με κοίταξε περίπου ξελιγωμένη.
    - «Φρόνιμα μικρή, είμαι ένα πρόβιο παϊδάκι από το έμφραγμα!»
    - «Κι εσύ χριστιανέ μου, έπρεπε να φας όλο το μαντρί;»
    - «Δε μπορούσα να σταματήσω, ένιωθα ότι θα αρχίσει να μου βγαίνει μέχρι και από τους πόρους και απλά δεν μπορούσα να σταματήσω!»
    - «Η αλήθεια είναι πως ήταν λουκούμια. Ωραία, και τι θα κάνουμε;»
    - «Ξέρω γω; Πάμε να χωθούμε στο υδρομασάζ για αρχή και μετά να κάτσουμε να δούμε καμιά τηλεόραση; Ελπίζω να έχει τίποτα της προκοπής»
    - «Έχω το Netflix στο κινητό, αν μπορούμε να το συνδέσουμε με την τηλεόραση να δούμε καμιά ταινία εκεί.»
    - «Αν τα καταφέρεις πολύ ευχαρίστως. Δεν το κατέχω το σπορ, η τηλεόραση στο σπίτι είναι καθαρά διακοσμητική.»
    - «Άντε πάμε, να ξεπλύνουμε και τα χλώρια»

    Πήγα στο μεγάλο μπάνιο και το έβαλα να γεμίζει ενώ στο μεταξύ πήγαμε στο μικρό με το ντουζ για να ξεπλυθούμε. Τυλιγμένοι με τις πετσέτες επιστρέψαμε στο μεγάλο μπάνιο και περιμέναμε λίγη ώρα ακόμα μέχρι να γεμίσει. Χωθήκαμε και οι δύο με τον αγαπημένο μας τρόπο, ξάπλωσα πίσω-πίσω και η Αναστασία έγειρε πάνω μου.

    - «Για άνθρωπος που κατά δήλωση του απέχει ένα παϊδάκι από το έμφραγμα, σάμπως να σε βλέπω πολύ ζωηρό» με πείραξε η Αναστασία νιώθοντας τη διέγερσή μου.
    - «Ε, εντάξει… μπορεί να είναι και δύο, δεν τα μέτρησα!»
    - «Αντωνάκη πορνόγερε!»
    - «Πάει και το σέξι μεσήλικας, πάει και το μου!»
    - «Το μου είναι υπερτιμημένο, θα προτιμήσω το ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» απάντησε κάνοντας ένα πολύ καλό simulation του βογγητού ηδονής της.
    - «Κάτσε καλά φουκαριάρα μου γιατί θα πεις το ΑΑΑΑΑΑΧ με όρεξη.»
    - «Αχνε, χρησιμοποίησέ με, τρύγησε το άγουρο κορμί μου, χόρτασε πάνω μου τις αρρωστημένες σου ορέξεις, κύλισέ με στο βούρκο της αμαρτίας, πέτα με στο φαράγγι της μαύρης ντροπής!»
    - «Μόνο και μόνο για λίγες σταγόνες ευτυχίας, πήρες μια νύχτα το δρόμο της καταστροφής. Η περιπέτεια φέρνει μονάχα δυστυχία και στο φαράγγι σε ρίχνει, της μαύρης ντροπής» της τραγούδησα σαν φάλτσος Αιγύπτιος, σχεδόν Λίβυος να πούμε.
    - «Ο Χριστός και η Παναγία!»
    - «Μαρούσκα, το Εβιάν!»
    - «Από το στόμα μου το πήρες!»
    - «Όχι τώρα, αργότερα!»
    - «Βρε σάτυρε!!!!!!»
    - «There is no one like me, there is no possibility, through the walls I can see, I have a special ability» τραγούδησα κάνοντας πιθανότατα τα κόκκαλα του Μπονάτσου να τρίζουν.
    - «Παραδίνομαι! Όχι, μην τραγουδήσεις πάλι Πασχάλη, θα σε ταΐσω τρία παϊδάκια!»
    - «Χμμμ…»
    - «Μη μου πεις ότι πάλι πείνασες, θα φάω τις κοτσίδες μου!»
    - «Έτσι να σφίγγουν οι κώλοι!»
    - «Σάμπως και τους αφήνεις στην ησυχία τους, σάτυρε;»
    - «Εδώ οφείλω να παραδεχτώ πως ένα δίκιο το έχεις!»
    - «Φυσικά και έχ… Αντωνάκη, νομίζω ότι με χουφτώνεις!»
    - «Ιδέα σου είναι» της είπα μαλάζοντας τα στήθη της.
    - «Δεν το βλέπω; Δυο ιδέες στα στήθη μου και μία ύποπτα κοντά στο κωλαρίνι μου!»
    - «Και τι ιδέες, ε; Οι καλύτερες!»

    Είχα καυλώσει και πάλι, είχα γίνει πύραυλος. Της έκανα νόημα να σηκωθεί και την κόλλησα και πάλι στον τοίχο με την πλάτη προς εμένα, το ένα χέρι στο στήθος της και το άλλο χέρι στο μουνάκι της.

    - «Το τι στεναχώρια έχεις δεν λέγεται, έχεις μουσκέψει από το κλάμα!» την πείραξα. Αντί απάντησης μου τούρλωσε το κωλαράκι της οπότε τράβηξα το χέρι μου από το μουνάκι της και της έριξα μια γερή στο δεξί κωλομέρι για λόγους αρχής.
    - «ΑΑΑΑΑΑΧ»
    - «Εγώ στο είπα, θα το πεις με όρεξη!» της είπα και άρχισα να τρίβω το όργανό μου στα χείλη της, κάνοντάς την να δει πεταλουδίτσες και πουλάκια… από αυτά που κάνουν τσίου. Για να δει το άλλο… ήθελα να την παιδέψω λίγο.
    - «Σε θέλω!» μου είπε. «Σε θέλω… σε θέλω! Σε ΘΕΛΩ!»
    - «Με θέλεις; Με θέλεις πολύ;»
    - «Πολύ» απάντησε σχεδόν βογκώντας από καύλα.
    - «Παρακάλεσε με.»
    - «Σε παρακαλώ… πάρε… πάρε με…»
    - «Πες το σωστά! Πες μου τι θέλεις να σου κάνω.»
    - «Σε παρακαλώ… θέλω… θέλω να με γαμήσεις! Σε θέλω…»
    - «Να σε γαμήσω θέλεις; Τι είσαι; Πουτανάκι είσαι;»
    - «Ναι είμαι…είμαι πουτανάκι… το πουτανάκι σου»

    Ή που θα της τον έβαζα μέσα και θα την έπαιρνα κανονικά ή που θα τελείωνα τρίβοντάς τον στο μουνάκι της. Αποφάσισα το πρώτο οπότε τον οδήγησα σιγά-σιγά μέσα της κερδίζοντας ένα δυνατό βογγητό. Η αίσθηση μέσα της ήταν όπως και τις υπόλοιπες φορές πέραν πάσης περιγραφής.

    Δε βαριέσαι, αν είναι να πουλήσεις την ψυχή σου στο διάβολο, κάν’ το με στυλ.

    Άφησα τα στήθη της και τη γράπωσα από τη μέση και με τα δυο μου χέρια και άρχισα να τον καρφώνω μέσα της.

    «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

    Διάβολε, πότε πρόλαβε;

    Εγώ πάντως, και μπράβο μου, έδειξα χαρακτήρα, παρά το γεγονός της απίστευτης καύλας και αίσθησης μέσα της, συνέχισα να την λιμάρω πάνω από δεκάλεπτο, κερδίζοντας και άλλα «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ» της. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και τραβήχτηκα πριν φτάσω στο απροχώρητο, γυρίζοντάς την και βάζοντας την να γονατίσει μπροστά μου.

    - «Άνοιξε το στόμα σου» της είπα με φωνή πνιχτή από την καύλα και άρχισα να τον παίζω. «Κοίτα με!» τη διέταξα και άνοιξε τα μάτια της. Μερικά χτυπήματα ακόμα και ήρθε η έκρηξη. «ΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα προσπαθώντας να στοχεύσω το στόμα της, καλά πήγε αυτό.

    Επειδή φαντάζομαι είχε παλαιότερα ατυχή εμπειρία έκλεισε τα μάτια της όταν έπεσαν τα πρώτα και -μεταξύ μας- δεν την αδικώ. Κάμποσο πήγε στο στόμα της αλλά το υπόλοιπο την πιτσίλησε σε όλο το πρόσωπο. Μου πήρε και πάλι λίγη ώρα να βρω τις ανάσες μου ενώ η Αναστασία γονατιστή και με κλειστά τα μάτια της -και αυτή τη στιγμή το να τα ανοίξει θα ήταν εξαιρετικά ατυχής επιλογή- προσπαθούσε να μαζέψει με τη γλώσσα της ό,τι μπορούσε. Ως καλός Σαμαρείτης πρόσφερα απλόχερα τη βοήθειά μου, μαζεύοντας τα με το δάχτυλο και δίνοντάς το να το πιπιλήσει.

    Όχι, μπράβο μου, να τα λέμε αυτά!

    - «Μην ανοίξεις ακόμα τα μάτια σου μωρό μου» της είπα και γύρισα το νερό στο τηλέφωνο και αφού βεβαιώθηκα ότι η θερμοκρασία ήταν εντάξει, της έριξα νερό στο πρόσωπο για να καθαρίσει τελείως. Όταν τέλειωσα, ακόμα γονατιστή, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια.

    Με λατρεία.

    - «Είσαι το κάτι άλλο» της είπα.
    - «There is no one like me, there is no possibility, through the walls I can see, I have a special ability» μου τραγούδησε, με σαφώς καλύτερη φωνή και χωρίς φάλτσο.

    There is no one like you, indeed. Αντωνάκη… τη δαγκώσαμε τη λαμαρίνα. Με τις υγείες μας.

    --- ΤΕΛΟΣ ΕΒΔΟΜΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  8. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Το ότι ο Αντώνης μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του με αυτή τη λεπτεπίλεπτη ενσυνειδητοτητα αυτοσαρκασμού, κάνει το έβδομο μέρος της ιστορίας, το αγαπημένο μου!!!
     
  9. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    @sapfw μέχρι και το μέγεθος του καζανιού σκέφτεται. Έχει πρόγραμμα 
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 8ο - Γρανίτα από λεμόνι

    Τελικά αντί να δούμε τηλεόραση έχουμε βάλει την τηλεόραση να παίζει μουσική από το κινητό της. Η Αναστασία είναι κουρνιασμένη γυμνή στη αγκαλιά μου και με χαϊδεύει αφηρημένα στο στέρνο ενώ το δωμάτιο έχει πλημμυρίσει από το κλάμα της κιθάρας του Randy Rhoads, το όνομα του οποίου είχα δώσει και στο τετράποδο τερατάκι μου, στο Mr. Crowley. Αν και μεγάλος φαν της rock και της metal, δεν οφείλονταν σε εμένα τα μουσικά της γούστα, τα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της ο οποίος στα νιάτα του έπαιζε και drums. Το τραγούδι τέλειωσε και αυτό που ακολούθησε αντικατόπτριζε πλήρως τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.

    Μπορεί το σύμπαν να γαμιέται πατόκορφα αλλά έχει χιούμορ, του το αναγνωρίζω.

    But I'm in a trance
    Hey baby, tell me, can't you hear me calling?
    I'm in a trance
    I take too much in the Saturday night
    Hey, hey


    Παραδέξου το γερο-μπισμπίκη, την έχεις δαγκώσει πολύ χοντρά τη λαμαρίνα με ένα κοριτσάκι, που θα μπορούσε να είναι κόρη σου, και όσο και αν σου έχει πάρει τα μυαλά το ξέρεις ότι είναι σαν τον αστακό, την πούτσα την έχει στο λογαριασμό. Και εσύ να τη φας και να σου φτάσει μέχρι τον οισοφάγο, η Αναστασία όμως;

    Έχω και μια δόση μαζοχιστικής ενοχικότητας στα προσωπικά μου οπότε ήρθε και έδεσε το γλυκό και φυσικά το πρόβλημα μου δεν ήταν ακριβώς η ηλικία της αλλά το γεγονός ότι την ξέρω από κοριτσάκι και ότι οι γονείς της είναι οικογενειακοί φίλοι. Δηλαδή ήταν όσο υπήρχε οικογένεια, έστω και διμελής. Και αν όλα αυτά τα ξεχνούσα μόλις το αίμα ξεκινούσε να μαζεύεται στα χαμηλά, τα θυμόμουν και πάλι όταν το αίμα άρχιζε και πάλι να κυκλοφορεί. Αν ήμουν μόνος μου θα είχα καβαλήσει τη μηχανή και θα είχα βγει να τη φτάσω στα όριά της, να νιώσω τον αέρα να με μαστιγώνει και το σώμα μου να πλημμυρίζει από την αδρεναλίνη της ταχύτητας. Είμαι άνθρωπος που έχει πολύ έντονη την ανάγκη τον προσωπικό του χώρο και ένας από τους λόγους που είχαμε ταιριάξει τόσο καλά με την Αγγελική ήταν ότι το είχε αποδεχτεί και το σεβόταν χωρίς να την πληγώνει.

    Μεγάλε, δική σου ήταν η ιδέα να έρθεις ΣΚ με την Αναστασία στο Ναύπλιο, δε σου φορτώθηκε στο σβέρκο. Cause and effect, που τόσο σ’ αρέσει να λες.

    Δεν ήταν παράξενο που της άρεσε η συντροφιά μου και ούτε περίεργο που ήθελε να περνάει μαζί μου όσο περισσότερη ώρα μας επέτρεπαν τα προγράμματά μας, στην τελική-τελική, αυτό δεν είναι που αποζητάει ο κάθε ερωτευμένος; Έστω, σχεδόν κάθε ερωτευμένος, εγώ ήμουν ανέκαθεν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Όχι ότι είχα ερωτευτεί και πολλές φορές στη ζωή μου, δύο φορές χωρίς ανταπόκριση και άλλη μία με. Δύο, διόρθωσα τον εαυτό μου και, αν και η Αναστασία δεν έδειχνε να το έχει καταλάβει, μου αρκούσε που το είχα καταλάβει ο ίδιος. Δεν ήθελα να το καταλάβει, ήθελα να την έχω προσγειωμένη, όσο μεγαλύτερο το ύψος, τόσο χειρότερη η πτώση και εδώ δεν έχει terminal velocity, επιταχύνεις μέχρι να βρεις πάτωμα.

    - «Δε μου λες, έχεις όρεξη για μια νυχτερινή βόλτα με τη μηχανή;»
    - «Αμέ, γιατί όχι;»
    - «Ωραία, ντύσου να ξεκινήσουμε!»
    - «Πού θα πάμε;»
    - «Έχεις όρεξη για παγωτό;»
    - «Αμέ!!!!»
    - «Ωραία, πάμε να βολτάρουμε και στο γυρισμό παίρνουμε και παγωτάκι. Τι ώρα είναι;»
    - «Εννιά» απάντησε αφού έριξε μια ματιά στο κινητό της.
    - «Ωραία, ντύσου!» της είπα και σηκώθηκα και ντύθηκα κι εγώ.

    Ντυμένοι και οι δύο με τα μπουφάν μας και τις προστατευτικές φόρμες, ανεβήκαμε στη μηχανή και ξεκινήσαμε. Δεν είχα στο νου μου κάτι συγκεκριμένο, απλά ήθελα να με χτυπήσει λίγο ο νυχτερινός αέρας. Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στην Επίδαυρο και εκεί συνέχισα μέχρι που φτάσαμε στην Αρχαία Επίδαυρο και χωρίς να σταματήσουμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Γύρω στις 22:30 ήμασταν στο Ναύπλιο όπου κατεβήκαμε να διαλέξουμε τα παγωτά μας, και είκοσι λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει στο Βιβάρι. Όντως την είχα μεγάλη ανάγκη τη βόλτα, όταν επιστρέψαμε, επέστρεψαν μαζί μου καλή διάθεση και καύλες. Τον είχα που τον είχα σχεδόν δυο χρόνια μόνο για κατούρημα, είχα χάσει και είκοσι κιλά και είχα και την πιτσιρίκα με το απίστευτο σώμα πρόθυμη να με ικανοποιήσει όποτε και όπως το θελήσω, δεν είναι να απορείς που έκανα σαν καυλωμένος δεκαπεντάρης.

    - «Βάλε το παγωτό σου στην κατάψυξη, θα τα φάμε αργότερα»
    - «Ουφ, εγώ τώρα το θέλω!»
    - «Πολύ μιλάς, βάλτο στην κατάψυξη»
    - «Μάλιστα» μου μουρμούρισε.

    Την πήγα στο δωμάτιο μου και την έγδυσα τελείως. Πήρα μια μπλούζα και της την έδωσα, κλείνοντάς της τα μάτια. Την καθοδήγησα στο κρεββάτι και την έβαλα να ξαπλώσει αφού έστρωσα από κάτω μια πετσέτα.

    - «Μην κουνηθείς και μη βγάλεις τη μπλούζα που σου έχω δέσει» τη διέταξα.
    - «Μάλιστα» μου αποκρίθηκε υπάκουα.

    Γύρισα στην κατάψυξη και πήρα το παγωτό που είχα διαλέξει, γρανίτα λεμόνι ξυλάκι και επέστρεψα στο δωμάτιο. Ανέβηκα πάνω στο κρεββάτι και έβαλα δάχτυλο στο μουνάκι της που είχε γίνει βρύση… και δεν ήταν αυτό ο λόγος για τον οποίο είχα στρώσει από κάτω της πετσέτα.

    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

    Μωρέ θα σε κάνω εγώ, άλογο!

    - «Βάλε τα χέρια σου πίσω από το κεφάλι σου» τη διέταξα και με υπάκουσε. «Δε θα τα πάρεις από εκεί για κανένα λόγο, κατανοητό;»
    - «Μμ-Μάλιστα!»

    Πήρα το παγωτό και το ακούμπησα στη ρώγα του δεξιού της στήθος κάνοντάς τη να χοροπηδήσει, χωρίς ωστόσο να πάρει τα χέρια της από πίσω από το κεφάλι της. Άρχισα να της τρίβω τη ρόγα με το παγωτό κάνοντάς το πέτρα. Χωρίς ούτε στιγμή να το σηκώσω, άρχισα να την τρίβω σε όλο το στήθος και το έσυρα μέχρι το άλλο στήθος όπου επανέλαβα το παιχνίδι. Μέχρι τώρα το έκανα με τη μύτη του παγωτού αλλά όταν κατέβηκα και από το άλλο της στήθος της ακούμπησα το παγωτό με το πλατύ του μέρος, κερδίζοντας ακόμα ένα σπαρτάρισμα του κορμιού της συνοδευόμενο από «ΑΑΑΧ» που δεν ήταν ηδονής. Για την κρυουλιάρα την Αναστασία αυτό ήταν το τέλειο σαδιστικό παιχνίδι. Κατέβασα το παγωτό -που είχε αρχίσει να λιώνει- στο στομάχι της και μετά πήγα στα πλευρά της, εκεί να δείτε χοροπήδημα. Το κατέβασα σαδιστικά αργά ρουφώντας τις αντιδράσεις της, μέχρι που το έφτασα στο μουνάκι της και άρχισα να το τρίβω.

    -«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε ένα δυνατό ξεφωνητό, μείξη καύλας και δυσφορίας αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε όταν έβαλα το παγωτό στο μουνάκι της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΗΗΗΗΗΗΗΗ ΜΗΗΗΗΗΗ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ…» Δεν είχα εξερευνήσει σοβαρά τις αντοχές της οπότε το πήρα κατά γράμμα. Βέβαια αυτό δε με εμπόδισε να της σηκώσω ελαφρά τα πόδια και να επαναλάβω την ίδια κίνηση στην πίσω της τρυπούλα και εκεί είχαμε νέα άρια. Χωρίς να σηκώσω το παγωτό από πάνω της το έσυρα στο εσωτερικό των μηρών της και από εκεί στις γάμπες και στο πέλμα της. Ξεκίνησα στο άλλο πόδι με την αντίθετη πορεία μέχρι που ξαναέφτασα ανάμεσα στα πόδια της και επανέλαβα τις ίδιες κινήσεις και με το μουνάκι της και με το κωλαράκι της. Ανέβηκα προς τα πάνω μέχρι τα στήθη της και μετά στο λαιμό της και ξανά κάτω, μέχρι που το παγωτό έλιωσε τελείως.

    Εκεί ακολούθησε το στόμα μου, την έγλειψα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κάνοντάς το σώμα της να σπαρταράει και πάλι και αυτή τη φορά από την ηδονή και μόνο. Όταν έφτασα στο μουνάκι της και άρχισα να το πιπιλάω τα αναφιλητά ηδονής έγιναν σχεδόν λυγμοί, με το παιχνίδι μου είχα κάνει την Αναστασία να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα όπως δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή της, την έκανα να χύσει καταρράκτη και δεν είχα ούτε κατά διάνοια τελειώσει μαζί της. Χωρίς να της επιτρέψω να βγάλει τη μπλούζα που της είχα δέσει στα μάτια, τη διέταξα να κάτσει στα τέσσερα και πεσμένος κι εγώ στα τέσσερα άρχισα να της τρώω το κωλαράκι ενώ με το δεξί μου χέρι άρχισα να παίζω και πάλι το μουνάκι της, όπου εκεί επακολούθησε και νέα άρια, opera house το είχαμε κάνει, μέχρι και φάντασμα είχε.

    ΤΙ ΛΕΣ ΜΩΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;

    Κακό χιούμορ, το παραδέχομαι. Μερικά εσωτερικά μπινελίκια αργότερα επέστρεψα στο θεάρεστο έργο μου αλλά αυτή τη φορά το δάχτυλο το ακολούθησε το όργανό μου. Η Αναστασία την είχε ακούσει στέρεο, ούτε να φωνάξει δεν είχε δύναμη, μόνο κάτι πνιχτά βογκητά συνόδευαν, τα αρκετά πιο φασαριόζικα, δικά μου. Σταμάτησα ξαφνικά και ξάπλωσα στο κρεββάτι.

    - «Πάρε με στο στόμα σου» τη διέταξα και η μικρή χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή έσκυψε από πάνω μου και το έκανε. «Όσο πιο βαθιά μπορείς και χρησιμοποίησε και το χέρι σου». Με κοίταξε, ίσα για να μου νεύσει καταφατικά, και με ξαναπήρε στο στόμα της. Προσπάθησε να ακολουθήσει τη διαταγή μου μέχρι που πνίγηκε και άρχισε να βήχει.
    - «Συγνώμη Αντώνη μου…»
    - «Καρδούλα μου, όταν λέω όσο πιο βαθιά μπορείς εννοώ χωρίς να πνίγεσαι. Σιγά-σιγά, δε μας βιάζει κανένας»

    Αντί απάντησης μου χαμογέλασε και πιάνοντας τη βάση του οργάνου μου με το χέρι της και αρχίζοντας να με παίζει με κυκλικές κινήσεις, ξεκίνησε ταυτόχρονα να το γλείφει από πάνω μέχρι τη βάση του. Χωρίς να σταματήσει με το χέρι της -και χωρίς να της το πω εγώ- κατέβηκε ακόμα πιο κάτω και άρχισε να μου γλείφει τα μπαλάκια για λίγη ώρα. Με τη γλώσσα της επέστρεψε ξανά μέχρι το κεφαλάκι και εκεί με ξαναπήρε στο στόμα της, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίηση που μου πρόσφερε με το στόμα και το χέρι της. Δεν έβαλα το χέρι μου να της δώσει ρυθμό, ήθελα και αυτή τη φορά να με κάνει να τελειώσω με το δικό της ρυθμό και όσο της έπαιρνε και εδώ που τα λέμε, ακόμα και αν δεν μπορούσε να με πάρει τόσο βαθιά όσο θα ήθελα, το τσιμπούκι που μου έκανε κάθε άλλο παρά άσχημο, θα το έλεγες.

    Πέρασε κανένα εικοσάλεπτο και ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να κουράζεται, ο ρυθμός του χεριού της δεν ήταν σταθερός και δεν συγχρονιζόταν και σωστά με το ρυθμό που ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της έχοντας με μέσα στο στόμα της. Τη σταμάτησα αρπάζοντάς την από το μαλλί με το αριστερό χέρι και την κράτησα σε απόσταση μερικών εκατοστών από την άκρη του οργάνου μου ενώ ταυτόχρονα με το δεξί άρχισα να τον παίζω, αρκετά καλύτερα είναι η αλήθεια.

    40 χρόνια φούρναρης, για να μην αναφέρουμε την εντατική εξάσκηση του τελευταίου μήνα, αυτό που λέμε «περήφανος μαλάκας»

    Ένιωσα το τέλος να έρχεται και την έσπρωξα με δύναμη προς τα κάτω, χώνοντας το όργανό μου αρκετά βαθιά μέσα στο στόμα της, προσέχοντας ωστόσο μην την πνίξω, και κρατώντας την σε αυτή τη θέση ακίνητη, τελείωσα απολαμβάνοντας τους ηδονικούς σπασμούς που έκανε το όργανό μου μέσα στο στόμα της αδειάζοντας ότι είχε απομείνει από τις προηγούμενες φορές. Όταν τέλειωσα την άφησα να τραβηχτεί και μιας και δεν είχε προλάβει να τα καταπιεί όλα, λίγο σπέρμα κύλισε πάνω στο κεφαλάκι.

    - «Καθάρισέ με καλά» της είπα και κατέβηκε στη βάση του οργάνου μου και ρούφηξε το λίγο σπέρμα που είχε φτάσει εκεί. Μετά με τη γλώσσα και με τα χείλη της καθάρισε σχολαστικά και το υπόλοιπο.
    - «Συγνώμη Αντώνη μου!»
    - «Ε; Για ποιο πράγμα;»
    - «Δεν… δεν το έκανα καλά ενώ… ενώ εσύ πριν… Θεέ μου…»
    - «Θα μάθεις σιγά-σιγά να με παίρνεις πιο βαθιά, δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.»
    - «Δεν… δεν τελείωσες όπως ήθελες.»
    - «Με είδες να παραπονιέμαι, βρε;»
    - «Όχι αλλά… τόση ώρα και δεν το κατάφερνα… και κουράστηκα… και δεν το έκανα καλά. Εσύ… εσύ πριν…»
    - «Μωρό μου έχω τελειώσει κάμποσες φορές σήμερα και ανεξάρτητα του ότι με κάνεις να νιώθω σαν καυλωμένος δεκαπεντάχρονος, δεν είμαι. Δεκαπεντάχρονος, όχι καυλωμένος, να το διευκρινίσουμε αυτό!» συνέχισα πειρακτικά θέλοντας να μη χαλάσει η διάθεσή της.
    - «Ουφ…»
    - «Έλα καρδούλα μου τώρα, μη το σκέφτεσαι και χαλιέσαι χωρίς λόγο. Άλλωστε ο σκοπός του όλου μου παιχνιδιού ήταν πρώτα και κύρια να το ευχαριστηθείς εσύ με τρόπο που δεν το λες και συνηθισμένο. Πώς σου φάνηκε το παγωτό;»
    - «Σάμπως και το δοκίμασα, στην κατάψυξη είναι! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Το δικό σου, το δικό μου το δοκίμασες, τρόπον τινά!»
    - «Αυτό να λέγεται, χιχιχι. Θυμάσαι που πήγες να μου μείνεις στην Πεντέλη; Ε, κάτι τέτοιο ένιωσα κι εγώ, ήταν τόσο δυνατό, τόσο μεγάλης διάρκειας και με τόσες …επαναλήψεις, που πραγματικά από ένα σημείο και πέρα ήθελε προσπάθεια ακόμα και η ανάσα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα φάω παγωτό με τέτοιο τρόπο.»

    Αν σου άρεσε έτσι, που να σου είχα δέσει και τα χέρια, και αν σε έχω κόψει καλά, που να γνωρίσεις και το κερί. Οψόμεθα!

    - «Μπορεί να γίνει και καλύτερο» τη διαβεβαίωσα.
    - «Χρησιμοποιώντας την δική σου αναλογία, ήμουν ένα οργασμό από το έμφραγμα!»
    - «Ε καλά, να μην το ξαναδοκιμάσουμε…»
    - «Για τόλμα!» με απείλησε.
    - «Με μπέρδεψες» της είπα κάνοντας τον χαζό. «Να το ξαναδοκιμάσουμε ή να μην το ξαναδοκιμάσουμε!»
    - «Αντωνάκη! Αντωνάκη, λέω!»
    - «Χωρίς μου;»
    - «Ψιτ, όπως λέει και ένας γνωστός μου, σάμπως να παραγνωριστήκαμε!»
    - «Γνωστός σου, ε; Τον ξέρω;»
    - «Επειδή είμαι πολιτισμένη θα σε δείρω μετά το μπάνιο!»
    - «Ναι, αυτό δεν είναι καλή ιδέα να γίνεται καλοκαίρι που κυκλοφορούν διάφορα ζουζούνια!»
    - «Μπλιαχ! Πάω για ένα γρήγορο ντουζάκι»
    - «Να πας, εγώ θα πάω στη βεράντα. Θα έρθεις μετά να μου κάνεις παρέα;»
    - «Αμέ; Να σου πω, δε θέλω να πιώ κάτι αλκοολούχο. Θα μου βάλεις χυμό;»
    - «Και το ρωτάς; Τι θέλεις;»
    - «Δεν έχει μείνει και πολύ φράουλα, οπότε άδειασέ όσο έχει μείνει και ανακάτεψέ τον με της μπανάνας.»
    - «Όπως διατάξατε»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

    Σηκώθηκε να πάει προς το μπάνιο και αφού της έριξα -πάντα για λόγους αρχής- μια γερή στα καπούλια κάνοντάς την να χοροπηδήσει, ντύθηκα στα γρήγορα και πήγα στην κουζίνα για να πάρω τη μία μπύρα που είχε μείνει και για να φτιάξω το κοκτέιλ με τους χυμούς που μου ζήτησε. Βγήκα στη βεράντα και διαπίστωσα πως δεν ήταν για κοντομάνικο μπλουζάκι, οπότε γύρισα στο δωμάτιο να φορέσω κάτι πιο ζεστό.

    - «Αναστασία όταν τελειώσεις μη βγεις με κοντομάνικο έξω, κάνει ψύχρα!»
    - «Εντάξει αγάπη μου» μου πέταξε.

    DANGER WILL ROBINSON! Το μαλάκα, εσύ. Είτε περήφανος σκέτο, είτε περήφανος στ’ αφτιά, το μαλάκας παραμένει σταθερή αξία. Μπράβο Φαίδων!

    Κάνοντας πως δεν τ’ άκουσα πήγα έξω στη βεράντα. Η υπόθεση σήκωνε τσιγάρο, εγκράτεια από Δευτέρα, σαν τη δίαιτα ένα πράγμα. Ψάρεψα ένα από το πακέτο και τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά που κατάφερε να με πνίξει. Πήρα την μπύρα και κατέβασα δυο-τρεις γερές γουλιές, απολαμβάνοντας τη γεύση της και την κάψα της στο στόμα μου. Τέλειωσα το τσιγάρο και η Αναστασία ακόμα να εμφανιστεί αλλά για να της δώσω και τα δίκια της, είχε και μια μαλλούρα να στεγνώσει. Νιώθοντας κομμάτι πιασμένος, πήγα και έκατσα αναπαυτικά στην ξαπλώστρα και ευτυχώς η μικρή πρόλαβε να έρθει πριν με πάρει ο ύπνος. Τράβηξα τα πόδια μου για να της δώσω να καταλάβει ότι ήθελα να κάτσει και εκείνη στην άκρη της και όπως έχω πει πολλάκις, το κορίτσι είναι σαΐτα.

    - «Τρίψε μου λίγο τα πόδια, σε παρακαλώ»
    - «Τι θα κάνουμε αύριο;» με ρώτησε ενώ, παίρνοντας στα χέρια της το δεξί μου πόδι, άρχισε να μου τρίβει απαλά την πατούσα κάνοντάς με σχεδόν να λιώσω.
    - «Λέω το πρωί να πάμε για μπανάκι στη θάλασσα και μετά να κατεβούμε Ναύπλιο για να φάμε. Επιστρέφουμε εδώ, καθόμαστε μέχρι το απόγευμα και μετά τα μαζεύουμε και επιστρέφουμε στα πάτρια εδάφη.»
    - «Μπορούμε να κάτσουμε εδώ αύριο το πρωί; Χώρια ότι το νερό της πισίνας είναι πιο ζεστό, προτιμώ να λιαστώ στην ξαπλώστρα από την πετσέτα»
    - «Ναι μωρό μου φυσικά»
    - «Και θα έχει και βυζάκια έξω, που σ’ αρέσει!»
    - «Ναι αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμος!»
    - «Και ποιος σου ζήτησε να είσαι;»
    - «ΑΑΑΑΧ, βρε εσύ είσαι καλή!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες!»
    - «Και που τα έμαθες όλα αυτά, για να έχουμε καλό ρώτημα;»
    - «Είμαι φυσικό ταλέντο!»
    - «Υπενθυμίζω ότι τα ίδια μου έλεγες και για το στοματικό!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Και το άλλο ποδάρι μανούλα το έκανε!»
    - «Γκρινιάρη!»
    - «Κράζεις; ΘαυμΑΑΑΑΑΑΑΧ...»
    - «Και μπράβο μου!»

    Το μασάζ στις πατούσες με είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που παραλίγο να με πάρει ο ύπνος, τα βλέφαρά μου λες και ζύγιζαν ένα τόνο, να πούμε, οπότε και αποφάσισα να σφυρίσω λήξη.

    - «Κοριτσάρα μου πάμε για ύπνο γιατί κουτουλάω;»
    - «Ναι Αντώνη μου, πάμε»

    Πήγαμε στο δωμάτιο μου και ξαπλώσαμε κάτω από τα σκεπάσματα, με την Αναστασία να κουρνιάζει και πάλι στην αγκαλιά μου. Τα πόδια της ήταν κρύα οπότε όπως την είχα κουτάλα έκλεισα τα πόδια της ανάμεσα στις γάμπες μου για να τα ζεστάνω.

    - «Το πρωί θα με ξυπνήσεις με τον αγαπημένο μου τρόπο»
    - «Αμέ!» μου είπε νυσταγμένα αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος για να καυλώσω. Δε βαριέσαι, το πρωί με τον καφέ. Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    Το πρωί με ξύπνησε η Αναστασία ακριβώς με τον τρόπο που της είχα ζητήσει. Τη σταμάτησα από το θεάρεστο έργο ίσα-ίσα για να φτιάξω τα μαξιλάρια και να κάτσω καθιστός για να μπορέσω να πιώ και μια γουλιά καφέ γιατί καλή η πίπα αλλά ξυπνάει μόνο το κάτω κεφάλι. Έχοντας πάρει το χθεσινό μάθημα της, ότι δηλαδή να με παίζει γρήγορα με το χέρι της θα την κουράσει, είχε αλλάξει τακτική. Clever girl! Μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός καθότι σε κάποια από τις κινήσεις της κατόρθωσε να με πάρει πολύ πιο βαθιά απ’ ότι είχε συνηθίσει. Ο αναστεναγμός μου αυτός της έδωσε θάρρος και το δοκίμασε και πάλι προσεκτικά μερικές κινήσεις αργότερα, κερδίζοντας και δεύτερο.

    - «Ξάπλωσε στο πλάι» της είπα και ξάπλωσα κι εγώ στο πλάι. «Βάλε το χέρι σου στο σημείο που μπορείς να με παίρνεις στο στόμα σου χωρίς να πνίγεσαι». Πιάνοντάς την από το κεφάλι για να το κρατάω σταθερό, άρχισα να της γαμάω το στόμα κουνώντας τη λεκάνη μου. Παρόλο που είχε το χέρι της πάνω του δεν μου κρατούσε κόντρα όταν τον έβαζα πιο βαθιά μέσα στο στόμα της με αποτέλεσμα κάποιες φορές να πνίγεται ωστόσο παρά το γεγονός ότι με είχε γεμίσει σάλια δε με έκοψε ούτε μια φορά, άφησε σε μένα να το κάνω με τον τρόπο που θέλω και με την ίδια να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στον τρόπο με τον οποίο έπαιρνε ανάσες. Η αλήθεια είναι ότι το deep throat είναι ένας συνδυασμός της εκπαίδευσης του gag reflex αλλά και του τρόπου που αναπνέεις και το να πάρεις ανάσες με το σωστό χρονισμό έχοντας ένα μαρτζαφλάρι να σου φτάνει μέχρι τον οισοφάγο είναι αρκετά πιο δύσκολο απ’ όσο ακούγεται. Όπως και να έχει η δοκιμή ήταν επιτυχής, έτσι μπορούσα να της τον βάλω μέσα στο στόμα αρκετά πιο βαθιά και αυτό δίνοντας και εγώ το ρυθμό που θέλω.

    - «ΑΑΑΧΜΜΜΜ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα και καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα στο στόμα της τελειώνοντας με ηδονικούς σπασμούς και κρατώντας το όργανό μου μέσα του μέχρι να καταπιεί και για τελευταία φορά. «Καθάρισέ με καλά!» τη διέταξα, και όπως και χθες, με άφησε μόνο όταν με γυάλισε με τα χείλη και τη γλώσσα της. Μετά την τράβηξα να έρθει προς το μέρος μου και τη φίλησα βαθιά στο στόμα. «Είσαι υπέροχη, μωρό μου!»
    - «Καλημέρα κιόλας!» μου είπε πειρακτικά.
    - «Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Τι ώρα είναι;»
    - «10:30, μας πήρε λίγο ο ύπνος!»
    - «Δεύτερη σερί μέρα που κοιμήθηκα περισσότερο από εσένα!»
    - «Έβαλα ξυπνητήρι μεσιέ, είχα να φτιάξω και τους καφέδες και να πιώ και μερικές γουλιές απ’ τον δικό μου για να ανοίξει το μάτι πριν σε ξυπνήσω όπως μου ζήτησες!»
    - «Η ιδέα είναι να έχεις ανοιχτό το στόμα σου, το μάτι μπορεί να παραμείνει κλειστό!»
    - «Άμα σου τραβήξω καμιά δαγκωνιά θα σου δείξω εγώ!»
    - «Ψιτ, αυτά τα επαναστατικά δε θα περάσουν εδώ. Ορίστε, στο τέλος θα μου ζητήσει να συνδικαλιστεί κιόλας!»
    - «Υπάρχει σωματείο ταπεινών μποτομακίων;»
    - «Γιατί, ενδιαφέρεσαι;»
    - «Για μια φίλη ρωτάω!»
    - «Σήκω βάσανο, πάμε να πιούμε τον καφέ μας στη βεράντα σαν άνθρωποι!»
    - «Ε βέβαια. Με χρησιμοποίησες καλά-καλά για να χορτάσεις τις ορέξεις σου και όταν το έκανες και με το πήρες αυτό που ήθελες…»
    - «Αυτό δε μου ζήτησες χθες το βράδυ βρε τρισάθλιο άτομο;».
    - «Προσπαθούσα να καταπιέσω την τραυματική εμπειρία του να μου τραγουδάς και το πήρε κι αυτό η μπάλα!»
    - «Πάμε, βάσανο!»
    - «Δεν πάμε καλύτερα κάτω στην πισίνα;»
    - «Όπου θέλει το κορίτσι» της είπα και φόρεσα το μαγιό μου.
    - «Κατέβα εσύ και έρχομαι κι εγώ, πάω να πάρω τον καφέ μου από τη βεράντα»

    Όταν κατέβηκα κάτω αποφάσισα ότι προτιμώ να πιώ τον καφέ μου μέσα στην πισίνα και όχι στο τραπέζι, οπότε τον άφησα στην άκρη και βούτηξα μέσα. Θα προτιμούσα το νερό πιο δροσερό είναι η αλήθεια αλλά τι να κάνουμε; Το ποτήρι το είχα αφήσει σε σημείο που το νερό μου έφτανε μέχρι το ύψος του στήθους, οπότε το πήρα στο χέρι μου και τράβηξα μια δυνατή ρουφηξιά και για καφές με κάψουλα τον είχε φτιάξει πολύ καλό.

    - «Άσε τον κι εσύ δίπλα και βούτα» της είπα όταν ήρθε. «Και βγάλε το τοπ σου!»
    - «Στας διαταγάς σας» μου απάντησε πειρακτικά και έβγαλε το τοπ της κάνοντας με να καυλώσω παρά την πίπα που είχε προηγηθεί ούτε καν δέκα λεπτά πριν. Αν ανέβαζε τις φωτογραφίες της σε κανένα Instagram θα μάζευε σε χρόνο dt τους δεκαπλάσιους από τη Φίκου, που ναι μεν είναι αντικειμενικά ωραία γυναίκα και με όμορφο κορμί, αλλά δεν είχε την κοριτσίστικη γλυκύτητα που είχε η Αναστασία και παρά το ότι είχε όμορφο κορμί, δεν έπιανε μπάζα μπροστά σε αυτό της πιτσιρίκας μου.

    Και μετά σου λένε για τις ύαινες, φαφούτες θα είχαν μείνει αν είχαν δαγκώσει τόσο δυνατά τη λαμαρίνα όσο εσύ μεσιέ!

    Βούτηξε στην πισίνα με τη σειρά της και αφού έκανε κάμποσες απλωτές -και η πισίνα είναι μεγάλη, όχι αστεία- γύρισε προς το μέρος μου και κάθισε ακουμπώντας και τα δυο της χέρια στα πλακάκια. Χωρίς να χάσω χρόνο πήγα και κόλλησα από πίσω της.

    - «Και επειδή δεν έχεις όπλο συμπεραίνω ότι πολύ το χάρηκες που με είδες!» με πείραξε.
    - «Τι να πεις, η καυλωμένη τσουτσού, ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται!»
    - «Ναι, δεν το λένε ακριβώς έτσι αλλά αντιλαμβάνομαι το πνεύμα σας, μεσιέ!»
    - «Clever girl» της είπα και χουφτώνοντας τα στήθη της άρχισα να τα μαλάζω απολαμβάνοντας τα με την αφή μου.
    - «Θα με αφήσεις να πιώ τον καφέ μου χωρίς να με παρενοχλείς;»
    - «Θεός φυλάξοι» της απάντησα εντείνοντας τη δύναμη με την οποία της μάλαζα τα στήθη.
    - «Από αύριο θα πρέπει να προσέχουμε όταν τελειώνεις μέσα μου. Σήμερα πήρα το τελευταίο χάπι για το μήνα σύμφωνα με το πρόγραμμα που μου έχει δώσει η γυναικολόγος μου. Βέβαια η ίδια μου είπε ότι αυτό με προστατεύει για μια εβδομάδα ακόμα αλλά δεν ξέρω, δεν θέλω να πάρω τέτοιο ρίσκο.»
    - «Οπότε θα σου έρθει και περίοδος, σωστά;»
    - «Ναι, λογικά Τετάρτη, άντε το αργότερο Πέμπτη»
    - «Πέμπτη έχουμε ταξίδι το βράδυ, δε θα πονάς;»
    - «Τις πρώτες δύο μέρες πονάει λιγάκι αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ζούσα πριν μου γράψει τα χάπια η γυναικολόγος μου.»
    - «Εντάξει ματάκια μου, από αύριο προφυλακτικό. Θα πάρω και με φράουλα, που σ’ αρέσει!» την πείραξα.
    - «Για εκεί που προορίζεται η γεύση του δεν έχει σημασία! Στο άλλο, προτιμώ τη δική σου γεύση και μυρωδιά. Τώρα αν καταφέρεις να κάνεις το σπέρμα σου να έχει γεύση φράουλα, δε θα πω όχι!»
    - «It’s an acquired taste, οφείλω να ομολογήσω.»
    - «Να σε ρωτήσω κάτι; Αααχ, μην τσιμπάς καλέ!»
    - «Ναι, πες μου ότι δεν σ’ αρέσει!»
    - «Με αποσυντονίζεις και με τα χέρια σου και με τον απαυτό σου που τρίβεται ύποπτα στα οπίσθιά μου!»
    - «Τι να πω, τέτοιος είμαι» της είπα και αν δεν ήμουν μέσα στην πισίνα θα ήμουν ήδη μέσα της. «Για ρώτα!»
    - «Πότε… πότε το έκανες για πρώτη φορά;»
    - «Μεγαλύτερος από εσένα, στα 19 μου»
    - «Έχεις… έχεις πάει με πολλές γυναίκες;»
    - «Δεν έχω κάτσει να τις μετρήσω αλλά ναι, έχω πάει με κάμποσες.»
    - «Μέχρι που γνώρισες την Αγγελική;»
    - «Τις περισσότερες ΑΦΟΥ γνώρισα την Αγγελική, νομίζω ότι στο έχω πει.»
    - «Ααααχ αααχ» ήταν η απάντησή της καθώς στο μεταξύ είχα κατεβάσει το δεξί μου χέρι κάτω της και περνώντας το μέσα από το μαγιό της άρχισα να την παίζω.
    - «Κάνε μου κι άλλες ερωτήσεις»
    - «Ααααχ… είχατε… αααχ μμμμ… είχατε…»
    - «Είχαμε;» τη ρώτησα αυξάνοντας την ένταση του παιχνιδιού.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΧ… είχατε… είχατε πάει με… με άλλους… μαζί; ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ»
    - «Πολλές φορές. Μου άρεσε να τη βλέπω να κάνει σεξ και με άλλες γυναίκες και με άλλους άντρες. Της άρεσε πολύ να κάνει πίπα ή να γλείφει και εγώ να την παίρνω από πίσω.»
    - «ΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜ… δε…ΑΑΑΑΑΑΧ… δε σε… ΑΑΑΑΧ πείραζε;»

    Δεκαέξι χρόνια πριν

    Πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να πω όχι σε αυτό τον άνθρωπο; Αλλά σάμπως, έτσι αρνητικός δεν ήμουν όταν μου ζήτησε για πρώτη φορά να την κάνω να νιώσει πόνο; Έξι μήνες πριν ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου και πλέον είμαι καλλιτέχνης με το whip. Ομολογώ πως όταν πήγαμε με τη φίλη της, κόντεψα να δω τα ραδίκια ανάποδα από την καύλα. Μου έδειξε με τις πράξεις της ότι η ίδια δεν έχει πρόβλημα να με δει με την οποιανδήποτε. Πήρα την Εύα απ’ όλες τις τρύπες ενώ η Αγγελική μου μας παρακολουθούσε παίζοντας με τον δονητή της και χάνοντας το λογαριασμό στους οργασμούς. Κρατούσα την Εύα ακίνητη από το κεφάλι ενώ έχυνα το στόμα της και αντί να φωνάζω εγώ, φώναζε εκείνη «Χύσε… χύσε την… χύσε την… ααααααχ αααααχ χύνω κι εγώ… αχ… ααααααααχ χύνουμε μαζί»

    Και δεν ήταν η μόνη φορά, η Εύα είχε γίνει πλέον τακτική play partner και βλέποντάς την να γαμιέται με την Αγγελική δεν είχα νιώσει ίχνος ζήλειας. Είχα προετοιμάσει όσο δυνατόν μπορούσα να τον εαυτό μου αλλά η θέα του Γρηγόρη να χαϊδεύει -πάνω από τα ρούχα κιόλας- το στήθος της Αγγελικής ενώ φιλιόντουσαν μου έφερε το αίμα στο κεφάλι και με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν όρμισα να τους σταματήσω. Γρήγορα η Αγγελική έμεινε από πάνω μόνο με ένα φανελάκι της και από κάτω δεν φορούσε σουτιέν. Τα στήθη της ήταν μετρίου μεγέθους αλλά καλοσχηματισμένα και οι καυλωμένες ρόγες της διακρίνονται καθαρά κάτω από το φανελάκι. Της τράβηξε το φανελάκι κάνοντάς τη να μείνει γυμνή από πάνω αλλά δε σταμάτησε εκεί, τη βοήθησε να βγάλει και το παντελόνι της.

    Η συμφωνία μας ήταν ότι για πρώτη φορά θα έφτανε μέχρι στοματικό. Εγώ μέσα μου φούσκωνα και ξεφούσκωνα στην εικόνα κάποιου άλλου άντρα να χουφτώνει και να μαλάζει τα στήθη της και αν αυτό ήταν μία φορά ζόρικο για μένα, όταν το χέρι του έφυγε από εκεί και κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια της και μέσα από το εσώρουχο, έγινε δέκα φορές χειρότερο. Πραγματικά δεν ξέρω πως κατάφερα να συγκρατηθώ, δεν είχα καυλώσει στο παραμικρό, ένιωθα μόνο θυμό. Η Αγγελική μου από την άλλη είχε κλείσει τα μάτια της και το απολάμβανε. Έσφιξα τις γροθιές μου και προσπάθησα να καταπιώ αυτό που ένιωθα. Της είχα δώσει το λόγο μου ότι θα προσπαθήσω και είμαι από εκείνους που το λόγο τους τον κρατάνε.

    Τα πρώτα αισθήματα καύλας τα ένιωσα όταν τον είδα να γονατίζει και να αρχίσει να τη γλείφει στο μουνάκι. Η ίδια μου είχε πει ότι λατρεύει να της κάνουν στοματικό αλλά εγώ δεν πετούσα και τη σκούφια μου αλλά και από την άλλη δε μου έκανε καρδιά να της το στερήσω. Βέβαια η δική μου τέχνη δεν συγκρινόταν με την αντίστοιχη δική της στην πίπα, πράγμα που διαπίστωνα με τα ίδια μου τα μάτια βλέποντας τις αντιδράσεις της στο στοματικό που της έκανε ο Γρηγόρης. Η καύλα έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν κάποια στιγμή -και χωρίς να σταματήσει αυτό που έκανε- σήκωσε το χέρι του και άρχισε να της μαλάζει το αριστερό στήθος.

    Τον έβγαλα έξω σε …ημίσκληρη κατάσταση και άρχισα να τον παίζω ενώ η τέχνη του Γρηγόρη έκανε την Αγγελική να τραντάζεται ξεφωνίζοντας «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ». Τι τα θες, το κορίτσι μου είναι φασαριόζικο. Ατσάλωσα τον εαυτό μου για αυτό που θα ερχόταν αλλά όταν του κατέβασε το παντελόνι και γονάτισε μπροστά του παίρνοντάς τον στο στόμα της ένιωσα από το πουθενά το τέλος να έρχεται, γεμίζοντας το χαλί με χύσια. Αν και ξεκίνησαν εκείνος όρθιος και η Αγγελική γονατιστή, τον έβαλε να …χυθεί στον καναπέ και τον ξαναπήρε με όρεξη στο στόμα της, κάνοντάς με και πάλι πύραυλο, αυτή τη φορά από σκέτη καύλα.

    Το κέρατό μου μέσα, κυριολεκτικά όμως!

    Ο Γρηγόρης ήξερε από πριν ότι είχε άδεια να τελειώσει όπου αυτός προτιμάει αλλά σε αντίθεση με την Αγγελική εκείνος δεν φώναξε, κατάλαβα από τα αγκομαχητά του ότι πλησίαζε στο τέλος ενώ εγώ είχα ακόμη κάμποσο. Αμ δε! Όταν τον είδα σχεδόν να τεντώνεται βογκώντας από ηδονή, όταν είδα να κρατάει ακίνητο το κεφάλι της Αγγελικής και να χύνει μέσα του, όταν είδα τις κινήσεις του στόματος και του λαιμού της ενώ κατάπινε, μου ήρθε κι εμένα από το πουθενά ο οργασμός με αποτέλεσμα το χαλί να γίνει ακόμα χειρότερο.

    Τράβηξε το στόμα της από το όργανό του και άφησε λίγο χύσι που είχε μείνει να κυλίσει πάνω του. Τον κοίταξε για λίγο στα μάτια και με τη γλώσσα της και με τα χείλη της ρούφηξε κάθε σταγόνα που είχε πέσει πάνω του.​

    Σήμερα

    - «Την πρώτη φορά που την είδα να χαμουρεύεται μπροστά μου με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν όρμισα. Παράξενο δεν είναι, μου ήρθε κατακέφαλα όταν είδα να της ψαχουλεύει τα στήθη πάνω από τα ρούχα αυτός που ήταν μαζί μας, αλλά όταν άρχισε να τον τσιμπουκώνει είχα τέτοια καύλα που τέλειωσα σχεδόν με το που άρχισα να τον παίζω και συνέχισα να είμαι τόσο καυλωμένος που άρχισα να τον παίζω και πάλι σχεδόν στα καπάκια και με το που κατάλαβα ότι τελείωσε στο στόμα της, έχυσα για δεύτερη φορά.»
    - «ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε η Αναστασία στην κορύφωση του οργασμού της αλλά δεν σταμάτησα να την παίζω, συνέχισα μέχρι που φώναξε «Αντώνη, όχι άλλο… ααααχ όχι άλλο σε παρακαλώ… ααααχ…» Σταμάτησα να παίζω το μουνάκι της αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να σταματήσω να παίζω μαζί της. Όπως έβγαλα το δάχτυλό μου μέσα από το μουνάκι της το βούτηξα μέσα στο κωλαράκι της, κερδίζοντας ακόμα ένα «ΜΜΜΜΜΜΜ»
    - «Ρώτα με κι άλλα» τη διέταξα ενώ έκανα κυκλικές κινήσεις με το δάχτυλό μου.
    - «ΜΜΜΜΜΜ… θα… θα ήθελες να… να το κάνεις αυτό… αυτό… μαζί μου;»
    - «Εξαρτάται, θα το άντεχες. Θα άντεχες να με βλέπεις με άλλη;»
    - «Δεν… ΑΑΑΧ… δεν ξέρω»
    - «Θα ήθελα να σε δω και με άλλον και με άλλη αλλά εσύ δεν είσαι εγώ, δεν θα το κάνω αν δεν το θελήσεις από μόνη σου και η ίδια. Όχι να το αντέξεις, να το θελήσεις!»
    - «Δεν… δεν σε πειράζει;»
    - «Με πειράζει δεν με πειράζει, είναι αυτό που είναι. Θέλω να περνάμε και οι δυο μας όμορφα, ακόμα και ο πόνος που μου αρέσει να προκαλώ, θέλω να είναι γλυκός, όπως αυτό που σου έκανα χθες με το παγωτό. Σου άρεσε, δε σου άρεσε;»
    - «Δεν ήταν πόνος αυτό… δεν λέω, ήταν δυσάρεστη αίσθηση, ειδικά όταν το έβαλες μπροστά και πίσω μου, αλλά δεν ήταν πόνος… και επιπλέον… ακόμα και αν η αίσθηση ήταν δυσάρεστη, είχε τόσο πολύ ερωτισμό αυτό το παιχνίδι…»
    - «Όπως τώρα;» ρώτησα και ξεκίνησα να της γαμάω και πάλι το κωλαράκι με το δάχτυλο.
    - «ΜΜΜΜ… ναι… νιώθω… ΑΑΑΑΧ είναι… είναι λίγο δυσάρεστο στην αρχή.»

    Αντί απάντησης την τράβηξα και βγήκαμε από την πισίνα. Της κατέβασα και το κάτω μέρος του μαγιό και την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου στο γκαζόν. Κράτησα το κεφάλι της ακίνητο και άρχισα να της γαμάω το στόμα, βάζοντάς τον βαθιά μέσα της.

    - «Έτσι… ρούφα με… σάλιωσέ με καλά… σάλιωσέ τον καλά»
    - «ΜΜΜΜΜΜΦΜΦΜΦ» είπε καθώς το στόμα της ήταν γεμάτο. Όταν θεώρησα ότι τον σάλιωσε επαρκώς την έβαλα και ξάπλωσε μπρούμητα πάνω στο γρασίδι και ξάπλωσα κι εγώ πάνω της. Την τράβηξα από το μαλλί κάνοντας το κεφάλι της να σηκωθεί.
    - «Ξέρεις τι θέλω να κάνουμε τώρα , έτσι;»
    - «Ναι…» μου απάντησε. «Σιγά-σιγά, σε παρακαλώ.»
    - «Αναστασία, αν δεις ότι δεν το αντέχεις να μου το πεις.»
    - «Θα σου το πω.»

    Τον οδήγησα στην πίσω της τρυπούλα και άρχισα να τον σπρώχνω μέχρι που ένιωσα την αρχική αντίσταση να υποχωρεί και το κεφαλάκι μου μπήκε μέσα της.

    - «ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε αλλά δεν ήταν πόνος ή για την ακρίβεια δεν ήταν μόνο πόνος, ήταν και καύλα. «Σε θέλω… Σε θέλω!!!»
    - «Με θέλεις μωρό μου» τη ρώτησα πνιχτά ενώ τον βύθισα ακόμα πιο βαθιά.
    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ναι… πολύ… δεν… δεν είναι σαν χθες… μ’ αρέσει… μ’ αρέσει…»
    - «Κάνε μου και άλλες ερωτήσεις» της είπα πνιχτά ξεκινώντας να κουνιέμαι.
    - «ΜΜΜΜ… ΑΑΑΑΑΧ… Τι… ΑΑΑΑΧ… τι άλλα θα… ΑΑΑΑΧ ήθελες να κάνουμε;»
    - «Role play… ΑΑΑΧ… η φυλακισμένη και ο δεσμοφύλακας… η αιχμάλωτη ΑΑΑΑΧ και ο ανακριτής… ααααχ… ο καθηγητής και η μαθήτρια… Ο Ρωμαίος και η σκλάβα του… αααααχ ααααχ» κατόρθωσα να πω χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω να γαμάω το κωλαράκι της.
    - «ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ναι… ναι… αααχ… μ’ αρέσει…ΑΑΑΑΧ»
    - «Σ’ αρέσει πουτανάκι μου;»
    - «Πολύ… ΑΑΑΑΧ κι άλλο…»
    - «Σ’ αρέσει που σου σκίζω το κωλαράκι;»
    - «ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ναι… με σκίζεις… ΑΑΑΑΧ κι άλλο… ΑΑΑΑΧ»
    - «Πες το μου… θέλω να το ακούσω…»
    - «Είμαι… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ είμαι… το πουταΝΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… το πουτανάκι σου. ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»

    Έφτασα στο σημείο της μη επιστροφής χωρίς να το καταλάβω, την γράπωσα και πάλι από το μαλλί και κυριολεκτικά καρφώθηκα μέσα της τόσο δυνατά που σχεδόν στραμπούλισα τα μπαλάκια μου πάνω της, κερδίζοντάς της ένα ακόμα ξεφωνητό καύλας, και φωνάζοντας «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ» κάθισα ακίνητος αδειάζοντας με σπασμούς μέσα της. Τραβήχτηκα πλάι της και ξάπλωσα ανάσκελα προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου. Ποιος να μου το έλεγε τη μέρα που το κύμα μου θύμισε ότι το πουλί μου λειτουργεί ακόμα, πως ένα μήνα αργότερα θα είχα το αντικείμενο των πόθων μου, έχοντας την πάρει με όλους τους δυνατούς τρόπους.

    - «Ουφ…» έκανε η Αναστασία γυρίζοντας στο πλάι προς το μέρος μου. «Τα πόδια μου δε θα μπορώ να πάρω!»
    - «The good way, φαντάζομαι!»
    - «The best way imaginable… τι λέω, σάμπως τα είχα φανταστεί όλα αυτά;»
    - «Τι φανταζόσουν όταν έπαιζες με τον εαυτό σου!»
    - «Εσένα, αφού στο είπα.»
    - «Αυτό μου το είπες, τι φανταζόσουν δεν μου είπες!»
    - «Ντρέπομαι μωρέ λιγάκι!»
    - «Γιατί μωρό μου;»
    - «Να… γιατί όταν άρχισα να… να σε χρησιμοποιώ ως αντικείμενο φαντασιώσεων ήμουν μόλις δεκαπέντε»
    - «Αργά ξεκίνησες να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου»
    - «Όχι… είχα αρχίσει από πιο μικρή… αλλά μόνο τότε… άρχισα να φαντάζομαι εσένα.»
    - «Τι φανταζόσουν;»
    - «Έμπαινα στο αυτοκίνητο σου και με πήγαινες κάπου απόμερα. Έχεις διαβάσει «τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας;» Δεν πειράζει… Μια… μια παραλλαγή της σκηνής της Meggy με τον Luke στο αυτοκίνητό του μετά το πάρτι που είχαν πάει. Έγερνα στην αγκαλιά σου και με φιλούσες ενώ τα χέρια σου με χάιδευαν απαλά… στην αρχή στην πλάτη και μετά… στο στήθος… και μου ξεκούμπωνες τα κουμπιά και περνούσες το χέρι σου μέσα χουφτώνοντάς με δυνατά πάνω από το σουτιέν. Μου… Με έγδυνες από πάνω και… και άρχιζες να με φιλάς στα στήθη και μετά… έπαιρνες τις ρώγες μου στο στόμα σου και τις πιπιλούσες σα να ήσουν μωρό. Το χέρι σου μετά κατέβαινε πιο χαμηλά… εντάξει από εκεί και πέρα αυτά δεν τα είχε η σκηνή που σου ανέφερα. Ως εκεί πήγαινα στην αρχή… δηλαδή να με χαϊδεύεις κάτω. Ε σιγά-σιγά και με τον καιρό έγιναν πιο προχωρημένες.»
    - «Θα μου τα πεις το βράδυ… όταν θα μπορείς να μιλάς, δηλαδή» της είπα κλείνοντας της πονηρά το μάτι.
    - «Έκφυλε!»
    - «Και μετά θα σε βάλω να μου διηγηθείς και ιστορίες σου με τους δύο που έχεις πάει.»
    - «Εεε…»
    - «Θα το ξεπεράσεις!» της είπα χαμογελώντας της και χαϊδεύοντάς την στο πρόσωπο.
    - «Ουφ…»
    - «Έλα, πάμε να βουτήξουμε και πάλι»

    Καθίσαμε στην πισίνα μέχρι το μεσημέρι όπου κατεβήκαμε στο Ναύπλιο για να φάμε και όταν τελειώσαμε με το φαγητό πήγαμε στις καφετέριες στο λιμάνι και ήπιαμε καφεδάκι. Πήρα τηλέφωνο την ιδιοκτήτρια και της ζήτησα γύρω στις 18:00 να είναι εκεί για να της δώσω τα κλειδιά. Γυρίσαμε στο σπίτι γύρω στις 17:00 και μαζέψαμε τα πράγματά μας και τα βάλαμε στις μπαγκαζιέρες τις οποίες φόρτωσα στα πλαϊνά της μηχανής. Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε, ανεβήκαμε στη βεράντα για να πιούμε τα δύο breezers που είχαν μείνει.

    - «Τι θα κάνεις αφού γυρίσουμε;»
    - «Θα πάω να πάρω το Ράντι από την αδερφή μου και θα κάτσω και καμιά ώρα να τους δω. Ε, μετά θα γυρίσω σπίτι και θα μπω στη μπανιέρα να λιώσω.»
    - «Μόνος σου;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι.
    - «Στην μπανιέρα όχι, ελπίζω να έχω παρέα!»
    - «Θα έχεις!» μου είπε με τόσο ενθουσιασμό ώστε δεν μου πήγε καρδιά να την πειράξω.
    - «Και όχι μόνο στη μπανιέρα.»
    - «Κατάλαβα, δε θα χρειαστεί να πάρω πρωινό στη σχολή.»
    - «Και Πέμπτη απογευματάκι κατά τις 18:00 φεύγουμε για Θεσσαλονίκη. Θα πάρουμε μαζί και το Ράντι για να τον αφήσω και πάλι στην αδερφή μου.»
    - «Και τον Ράντι; Με το τζιπάκι θα πάμε;»
    - «Όχι, με το καινούργιο. Αααα κατάλαβα, έχω παραγγείλει το ειδικό σκέπασμα για τα πίσω καθίσματα, θα περάσω την Τρίτη το απόγευμα από το pet shop για να το πάρω.»
    - «Θα φτάσει μία φόρτιση για Θεσσαλονίκη;»
    - «Όχι με την καμία, θα σταματήσουμε Λάρισα και θα το αφήσουμε να φορτίσει όσο εμείς θα πίνουμε το καφεδάκι μας»
    - «Στο βενζινάδικο θα πιούμε καφέ;»
    - «Όχι παιδάκι μου, τι είναι αυτά που λες; Στο parking των τοπικών μας γραφείων θα το αφήσουμε»
    - «Και θα είναι ανοιχτά;»
    - «Θα είναι» τη διαβεβαίωσα.

    Το να είσαι ο δεύτερος στην ιεραρχία σε μια εταιρία έχει και τα πλεονεκτήματά του, να τα λέμε αυτά!

    Αν και ήθελα να καπνίσω συγκρατήθηκα ακριβώς για το λόγο αυτό. Στις έξι παρά ήρθε και η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην οποία έδωσα τα κλειδιά, αφού έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση στο σπίτι. Βοήθησα την Αναστασία να ανέβει στη μηχανή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά -και επειδή οι δρόμοι ήταν άδειοι- πάτησα λίγο παραπάνω τη μηχανή και μιάμιση ώρα αργότερα ήμασταν Κηφισιά. Έβγαλα τις μπαγκαζιέρες αλλά αποφάσισα να κρατήσω την πλάτη στήριξης που πήγαινε μαζί με τη σχάρα τους, καθώς ούσα πιο ψηλή, ήταν αρκετά πιο βολική για τον συνεπιβάτη απ’ ότι η μαμίσια. Πήγα μέχρι το διαμέρισμα της Αναστασίας για να βγάλει τα πράγματά της και αφήνοντάς την επέστρεψα στο σπίτι μου όπου άδειασα και τη δική μου και έβαλα τις μπαγκαζιέρες και τα κράνη στο αποθηκάκι. Άλλαξα στα γρήγορα μιας και με το αυτοκίνητο δε χρειαζόμουν μπουφάν και προστατευτική φόρμα και κατέβηκα να πάω να πάρω το καμάρι μου από την Ειρήνη.

    Το τι χαρές έκανε ο μούργος όταν με είδε, δεν λέγεται, έκλαιγε από τη χαρά του και χοροπηδούσε πάνω μου και με πήρε αγκαλιά και μου έγλειψε μέχρι και το δεξί αυτί, κοίτα να δεις πράγματα που συμβαίνουν. Με το Ράντι να μην ξεκολλάει από το πλάι μου, κάθισα με την Ειρήνη και το Μανώλη και τα είπαμε για καμιά ώρα. Της υπενθύμισα ότι θα της άφηνα και πάλι το Ράντι, από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι και την Κυριακή. Δεν το συζητάμε ότι με το που άνοιξα την πόρτα ο Ράντι μπήκε μ’ ένα σάλτο και θρονιάστηκε, ούτε καν το συνηθισμένο του γύρω-γύρω δεν έκανε. Όταν φτάσαμε σπίτι δεν κάθισε στον κήπο, ανέβηκε μαζί μου πάνω και επειδή ήθελα να κάνω και ένα μπανάκι χωρίς τον μπανιστιρτζή, του έδωσα ένα κόκκαλο για να τον απασχολήσω.

    - «Σε περιμένω» της είπα στο κινητό.
    - «Ανεβαίνω!» μου απάντησε και ούτε δυο λεπτά αργότερα μπήκε μέσα με μια σακούλα στο χέρι, είχε φέρει τα ρούχα της και για αύριο.
    - «Βρε αυτά γιατί τα κουβάλησες μαζί σου, δεν είναι ότι έχεις να κάνεις και ταξίδι για να πας σπίτι σου αύριο το πρωί που θα κατεβούμε!»
    - «Δεν έχω φέρει τα ρούχα μου… θα δεις!» μου είπε με ένα τόνο γεμάτο υποσχέσεις!

    Me like-y! Me like-y very very much!

    - «Πάω να ετοιμάσω το μπάνιο, θα έρθεις όταν σου πω!».
    - «Εντάξει» της απάντησα χαμογελώντας.

    Μην έχοντας τι άλλο να κάνω βγήκα στη βεράντα όπου ήταν ο Ράντι και μασούλαγε ευτυχισμένος το κόκαλό του. Το άφησε κάτω ίσα για να μου ρίξει μια ματιά και να μου κουνήσει την ουρά του και μετά επέστρεψε σ’ αυτό με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη. Μέσα στην εβδομάδα θα έπρεπε να τον πάω να κάνει το δεύτερο εμβόλιο για το Καλαζάρ καθώς κόντευε να περάσει χρόνος από το πρώτο. Ευκαιρία να τον ζυγίσω κιόλας, την τελευταία φορά ήταν 90 κιλά, λογικά τώρα πρέπει να ήταν κάπου στα 95. Ο γιατρός μου είχε πει ότι θα μεγαλώνει μέχρι τα δύο του αλλά το τελικό του ύψος δεν θα άλλαζε, τουλάχιστον όχι σημαντικά και τουλάχιστον όπως τον παρατηρούσα εγώ, κάτι τέτοιο έβλεπα.

    - «Έλα» άκουσα την Αναστασία από την μπαλκονόπορτα. Τράβηξα τις κουρτίνες και έκλεισα την μπαλκονόπορτα αφήνοντας λίγο χώρο για να μπορεί ο Ράντι να μπει μέσα αν το αποφάσιζε. Πήρα δυο κρασοπότηρα από το bar και περνώντας από την κουζίνα, έβγαλα από το ψυγείο τη σαγκρία που είχα πάρει ειδικά για τη μικρή, ήθελα να της το κάνω έκπληξη και με το ταξίδι αστραπή στο Ναύπλιο την είχα ξεχάσει. Έβγαλα και έκοψα στα γρήγορα ένα μήλο σε φέτες και τις έριξα στα ποτήρια πριν τα γεμίσω μέχρι πάνω με το γλυκό κρασί. Έβαλα ξανά το μπουκάλι στο ψυγείο και πήγα στο μεγάλο μπάνιο. Η Αναστασία ήταν χωμένη μέσα και το νερό δεν φαινόταν από τους αφρούς.
    - «Δεν έχεις μόνο εσύ εκπλήξεις, σου έχω κι εγώ!» της είπα και αφήνοντας στο πεζούλι τα ποτήρια, γδύθηκα και χώθηκα στο υπέροχα ζεστό νερό. «Τσιν τσιν» της είπα δίνοντάς της το ποτήρι της.
    - «Αχ! Σαγκρία! Είσαι υπέροχος!»
    - «Και όχι μόνο εγώ!»
    - «Ήταν υπέροχο το διήμερο στο Ναύπλιο, σ’ ευχαριστώ Αντώνη μου»
    - «Ήταν όντως αλλά δεν έχεις κανένα λόγο να μ’ ευχαριστείς»
    - «Ώρες-ώρες δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είμαστε μαζί, τρομάζω στη σκέψη ότι ξαφνικά θα ξυπνήσω και θα συνειδητοποιήσω πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο!»
    - «Τόσο που σε έχω τσιμπήσει αν ήταν όνειρο θα είχες ξυπνήσει, όχι;»
    - «Χαχαχα ναι, είναι και αυτό! Ουφ…»
    - «Γιατί ξεφυσάς πάλι;»
    - «Γιατί όσο χαίρομαι που θα δω τη μαμά και το μπαμπά, στεναχωριέμαι που θα είμαι δύο μέρες χωρίς εσένα. Το Σάββατο τι θα κάνεις όλη μέρα;»
    - «Θα δω κανένα φίλο, δεν έχω μόνο εσάς γνωστούς στη Θεσσαλονίκη.»
    - «Εντάξει τότε»
    - «Κυριακή θα φύγουμε σχετικά νωρίς πάντως, δεν είναι Ναύπλιο.»
    - «Ναι, το καταλαβαίνω!»
    - «Θα περάσουμε να πάρουμε το Ράντι και μετά you’ll be mine μουαχαχαχα»
    - «Θα έχω περίοδο…»
    - «Το γεγονός ότι όταν είμαι μαζί σου με κάνει να μη θέλω να κλείσεις μπούτι δε σημαίνει ότι δεν περνάω όμορφα και τον υπόλοιπο χρόνο μαζί σου, χαζούλα. Μπορούμε να κάνουμε τόσα πράγματα, να μιλήσουμε, να ακούσουμε μουσική, να μου πάρεις τα σώβρακα στο ποιος θα γίνει εκατομμυριούχος κλπ!»
    - «Χαχαχα, έχω πολύ καιρό να παίξω!»
    - «Το ξέρω» είπα αναστενάζοντας, την τελευταία φορά που είχαμε παίξει ήταν τον Αύγουστο του ’21, το τελευταίο μας βράδι στο Πόζαρ.
    - «Συγνώμη»
    - «Μη ζητάς συγνώμη, μωρό μου»
    - «Μερικές φορές νιώθω ενοχές που… που είμαι εδώ.»
    - «Κι εγώ μωρό μου αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είναι παρά δικές μας προβολές. Εσύ νιώθεις ενοχές επειδή με είχες καψουρευτεί και ζήλευες την Αγγελική που με είχε, εγώ νιώθω ενοχές που τα έμπλεξα με μια γυναίκα που την ξέρω από ,κοριτσάκι και που οι γονείς της είναι φίλοι μου αλλά στο τέλος της ημέρας δεν είναι παρά αυτό που σου είπα στην αρχή, δεν είναι παρά δικές μας προβολές. Δεν ευθύνεται κανείς από τους δυο μας για το χαμό της. Nature abhors a vacuum που έλεγε και ο Αριστοτέλης»
    - «Οφείλω να ομολογήσω ότι τα αγγλικά του ήταν εξαιρετικά»

    Πόσο μου είχε λείψει αυτό το teasing και η Αναστασία είναι ακόμα μεγαλύτερο πειραχτήρι απ’ ότι ήταν η Αγγελική.

    - «Ορίστε, πάλι με δουλεύει το κωλόπαιδο!»
    - «Μπορεί, αλλά με τι κώλο, ε;»
    - «Σε τρώει πάλι; Δεν στον έξυσα επαρκώς;»
    - «Των φρονίμων τα παιδιά!»
    - «Ορίστε, καλόμαθε η γριά στα σύκα!»
    - «Ε όχι και γριά, μπουμπούκι είμαι!»
    - «Αμ δεν το βλέπω;»
    - «Αααχ… αυτό με το γκαζόν να το ξανακάνουμε!»
    - «Οπωσδήποτε, να το χαρούν και οι γείτονες!»
    - «Αντωνάκη!»
    - «Μου… δεν;»
    - «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»
    - «Κάνε μου λιγάκι μμμμμμ κι εγώ αμέσως θα σου κάνω μμμμμμ» της απάντησα τραγουδιστά.
    - «Ίλεος ίλεος ίλεος. Ίλεος ίλεος νεεεε εεεεεε εεεεεμια!» μου απάντησε επίσης τραγουδιστά.
    - «Τόσο χάλια τραγουδάω;»
    - «Δεν είναι το πόσο χάλια τραγουδάς αλλά τι τραγουδάς! Cringe!»
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Να διαμαρτυρηθείς στο αντίστοιχο σωματείο!»
    - «Υποτίθεται ότι εγώ καταπιέζω!»
    - «Ναι, μη τους το πεις αυτό, θα σε διαγράψουν ως ντροπή των καταπιεστών!»
    - «Για έλα προς τα εδώ, νεαρά!»
    - «Θα είστε φρόνιμος;»
    - «Αυτό θα έλειπε!»
    - «Θα με κυλίσεις στο βόρβορο της αμαρτίας;»
    - «Τουλάχιστον!»

    Ήρθε σε μένα και έγειρε την πλάτη της πάνω μου και περνώντας τα χέρια μου μπροστά της την έσφιξα. Έγειρε το κεφάλι της και με κοίταξε με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της. Με το δάχτυλό μου της έκανα ένα απαλό πινκ στη μύτη προκαλώντας της χαχανητό. Πόσο μ’ αρέσει να την ακούω να γελάει.

    - «Μια πεντάρα για τη σκέψη σου!»
    - «Είναι υπέροχα μέσα στην αγκαλιά σου. Νιώθω ζέστη, νιώθω ασφάλεια.»
    - «Αύριο το βράδυ θέλω να σου μαγειρέψω εγώ, για αλλαγή.»
    - «Αμέ! Τι θα φτιάξεις;»
    - «Γενικά δεν το έχω με το φαγητό αλλά υπάρχει ένα που το κάνω πολύ καλά και το λάτρευε και η Αγγελική… και εσύ!»
    - «Σουφλέ; Θα φτιάξεις σουφλέ;» σχεδόν τσίριξε από τη χαρά της. Το είχα φτιάξει δυο φορές στην Κέρκυρα και η Αναστασία το είχε λατρέψει.
    - «Θα φτιάξω σουφλέ» της απάντησα χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό της.
    - «Αααααχ όμορφη δεν είναι η ζωή, Κατερίνα;»
    - «Έχεις δει τα κόκκινα φανάρια;»
    - «Φυσικά και τα έχω δει, τι ερώτηση είναι αυτή;»
    - «Θεέ μου, τι παιδί είσαι εσύ; Ξέρεις χθες που φάγαμε με τα παιδιά, όταν πήρες τις μικρές να πάτε να διαβάσετε και να ζωγραφίσετε, ακριβώς την ίδια αντίδραση με μένα είχε και η Μυρσίνη, είπε «Τι παιδί είναι αυτό;». Φούσκωσα από την περηφάνια μου και τους μίλησα για σένα με τόση ζέση που για να το μαζέψω πέταξα και ένα «ναι, ακούγομαι σαν περήφανος χαζομπαμπάς» ενώ στην πραγματικότητα μιλούσα σαν ερωτευμένος έφηβος.»
    - «Μπάρμπα έφηβος!» μου απάντησε πειρακτικά.
    - «Κράτα το ερωτευμένος»

    Ναι, ξέρω… Αλλά πλέον δεν μπορούσα να μην της το πω. Ήταν υποκρισία, δεν φοβόμουν να το πω για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα, όχι πραγματικά. Άλλου τα μυαλά φοβόμουν μην πάρουν αέρα αλλά…

    - «Αλήθεια το λες;» με ρώτησε με σπασμένη φωνή.
    - «Αλήθεια το λέω» της είπα και την έσφιξα ακόμα πιο δυνατά πάνω μου. «Αλήθεια λέω μωρό μου»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε με ακόμα πιο σπασμένη φωνή.
    - «Κι εγώ» της απάντησα και εκεί η Αναστασία έσπασε και έβαλε τα κλάματα.

    Είναι να μη βραχείς…

    --- ΤΕΛΟΣ ΟΓΔΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  11. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Μα γιατί το λέτε αυτό;;;
     
  12. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ώπα, ώπα... Αυτό είναι από άλλο έργο!!!