Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The Cure of Can Cer(ferrytale)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 12 Νοεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Can cer( ferrytale 1/x)


    Message in the Fair Y Bot tale 9th/«Το Κάστρο»/51η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    (Πρίν το έργο η μουσι κή των τίτλων


    Το τραγού δι που ακού λουθεί


    Ή ρωες έχει πρωτα γωνιστές


    Το Ζελέ, τιν Πού και τη σοφή


    ΑμΕ συρώπη τίγκα.


    Χμμ συγ γνώμη την Αρτ έμιδα, τον Απ όλλων α και τον τράγω Διά.


    Ύμνος του Καλλίμαχου


    Σε μετάφραση του Θανάση Παπαθανασόπουλου


    1996 Εκδόσεις Νεφέλη,


    Play That Funky Music Joke Box)


    ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΙΔΑ


    Την Άρτεμη —αλίμονο στους αοιδούς που την ξεχνούν—
    υμνούμε, που αγαπάει τα τόξα και το κυνήγι του λαγού
    και τους απλόχωρους χορούς και τα παιγνίδια στα όρη,
    κι αρχίζουμε από τότε, στου πατέρα της που κάθονταν τα γόνατα,



    παιδάκι ακόμα κι έτσι στον πατέρα της μιλούσε:



    «Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουν
    μ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.
    Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτρα
    ούτε μεγάλο τόξο σού γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέλη



    θα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.



    Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ, κι ώσμε το γόνατο χιτώνα
    να ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.



    Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,
    όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναίκεια ζώνη.



    Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες, να τις έχω βάγιες
    τα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,
    όταν δεν θα χτυπάω λύγκες μήτε ελάφια.



    Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,
    γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.



    Στα όρη θα κατοικήσω, ενώ στις πόλεις θα ᾽ρχομαι μ᾽ ανθρώπους σ᾽ επαφή
    μονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριά
    θα με καλούν να τις βοηθήσω. Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,
    όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.



    Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,
    και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».



    Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα της
    να αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσε
    μήπως τα ψαύσει. Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,
    κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας:


    «Τέτοια οι θεές σαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάρας
    ούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μου
    κι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.



    Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,
    τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουν
    παρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.
    Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούς
    και στα μεσόγαια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλες
    βωμοί και άλση για την Άρτεμη. Στους δρόμους
    και στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε». Τούτα σαν είπε,
    το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι.


    Κι έβαινε η κόρη
    στο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,
    κι εκείθε στον Ωκεανό. Και νύμφες διάλεξε πολλές,
    όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.
    Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος, χαίρονταν και η Τηθύς,
    που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.


    (Του τράγου η ωδή τέλειωσε και τώρα ώρα για το έργο)


    «O Απόλλωνας στις Τρεϊς»




    -Τρεις μήπως εσύ; Στην καμάρα που τα κορίτσια συνήθιζαν να απλώνουν τα ευρώ τους, πάει. Του παρά η θύρα ανοιχτή. Του χαμού το γέλιο, στο γένι του Da γέρου και Va χρόνου.


    Ο νέος χρόνος του κ(α)λού την τούμπα κάνει και την Άρτεμη βρίσκει σε μικρό παγάκι, να κάθεται στου δρόμου τη γωνιά.


    Απέναντι στο κάκι, παιδιά που παίζουνε κρυφτό. Εννιά στον αριθμό, οκτώ κρυμμένα κι ένα να φυλάει. Το πρώτο πίσω από τους κέδρους και το άλλο απ τους κέρδους. Το τρίτο κάτω από τις πέτρες και το τέταρτο χωμένο μες το λάδι. Το πέμπτο στο μπου και μπούκι της τουλίπας και το έκτο κρατά ομπρέλα. Το έβδομο πίσω από το όγδοο και το στερνό μπροστά του.


    -Και αυτό που τα φυλά ;:!:;


    Το πιο μικρό, χρυσό πολύ, να ντρέπεται η θωριά σου.


    -Τέσσελα, Τία, ζύο, ένα…


    -Φτου θας βγαίνω..


    Η Άρτεμις σηκώνεται από τον πάγκο, το τόξο κουδουνίζει και το χρυσό το μπόμπιρα με θράσος προσεγγίζει!


    -Πατέρα, σταμάτα να παίζεις!! Σε χρειάζομαι!!! Ο μικρός τα μάτια του γουρλώνει, χαμογελά, ψηλώνει.


    -Άρτεμις του καλού μου η κόρη, πάντα σοβαρή, χαλαρή ποτέ. Να τελειώσω πρώτα, έχω φύλο. Λοιπόν…


    -Εργάτες μου καλοί, της πειθώς μου στρατιώτες. Κόψτε του Κέδρους και πουλήστε τους για κέρδος. Μετά σκλΗρά μου, παλικάρια την πέτρα στύψτε και πάρτε λάδια.


    -Και γω, των θεανθρώπων ο θεός, τα σύννεφα θα διώξω και στη Χαρά μου θα σας χώσω. Οι Του λίπες θ’ ανθίσουν, τις ομπρέλες θα κοιμίσουν και από το 8 θα βγάλω το εφτά και ελεύθερος can ένας.


    -Φτου σας παλιόπαιδα που νομίζατε ότι θα κρυβόσασταν από το Δία.


    Οκτώ παιδιά, από Δέντρα κρεμασμένα…


    [-Τι αυτό μόνο έχεις να μόνο να μου πεις; ( ο γραφιάς του Δήμου)


    -Ναι αυτά ήταν τα προκατασκευαστικά. Το έργο είναι ακριβό και θέλει πόρνους, πόρνες, πόρους, χορηγούς, διάλειμμα για του Δία τις φημή σεις. (Ο παράς του ημιαγωγού) ]

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Can σερ ? (Φέρυtale 2/x)


    Message in the Fair Y Bot tale 9th/«Το Κάστρο»/52η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    «O Απόλλωνας στις Tρεϊς»


    -Τρεις μήπως εσύ; Στην καμάρα που τα κορίτσια συνήθιζαν να απλώνουν τα καθαρά παιχνίδια τους, κει πάει. Η θύρα του παρά ορθά νυχτή. Του χαμού το δάκρυ, στο γένι του γέρου χρόνου, το κόσμημα του ψ αίματος.


    Ο Ήλιος του Νοτιά εκατό φορές πιο μεγάλος από τηs Γηs είναι.


    Οι πλανήτες που τον συντροφεύουν 1000 και ακόμα ένας. Αλλά στο μακριά και αγαπημένοι γιατί ο ήλιος του Νοτιά καυτός είναι και στον δικό του καύσωνα, πεθαίνεις.


    3000 οι του Fαεnight οι βαθμοί, στο πιο κοντά παιδί του. Το Νοτιά.


    Η Ξηρά δεν κοιμάται στο Νοτιά, παρά μόνο μία θάλασσα σιδήρου που τη πλάνη τη σκεπάζει. Στην σφαίρα του ατμού του, νέφη από Ψευδάργυρο. Βαριά, γεμάτα και πυκνά, ικανά να στέκονται κόντρα στους ανέμους του πλανήτη, που φτάνουν στα 1113 χιλιόμετρα την ώρα.


    Πάνω τους δύο μορφές, του ποια, ακόμα γνωστές δεν είναι.


    Ο ήλιος του Νοτιά, τα όνειρα του ξημερώνει. Οι Εφιάλτες του γατάκια που γλυκά του ναιουρίζουν, ψιθυρίζουν και τον σκύλο του γείτονα στον ήλιο τους καρφώνουν.


    Ο ήλιος σημασία καμιά δεν τους δίνει, λίγο γάλα μόνο και αυτό αρκεί. Τα γατάκια, τρώνε, πίνουν και στην ημέρα που πλυμένη έρχεται, ξαπλώνουν και κοιμούνται.


    Ο ήλιος του Νοτιά, τις ακτίνες του απλώνει.


    Μία εδώ, μία εκεί, την τρίτη στο πέρα του παρά, την τέτ αρτ η στο Βαν του Γκόγκ, την Πέμπτη στις Γαλλιά τισες του Ναίμου, την έκτη στου συμφώνου τα κενά.


    Την έβδομη, απλώνει, απλώνει, απλώνει, τεντώνει και στο ξάφνου. Πόνος οξύς, κοφτός, μία πρέζα αλμυρός.


    Ο ήλιος να πονά δε θέ και την οργή του κάλτσα που θυμώνει.


    -Ποιος τόλμη σε να με πονέσει;


    Δεύτερος ο πόνος…


    -Ωχ μανούλα μου γλυκιά, η έκτη ακτίνα φωνάζει γοερά. Ο ήλιος την δεύτερη του κάλτσα βάζει και τα παππού τσα ψάχνει. Δεν προλαβαίνει να τραβηχτεί όμως.


    Στην Πέμπτη καρφώνεται το βέλος και στα τρία σπάει. Στην τέταρτη το βέλος του θανάτου πιο γρήγορα από το φως και τα flowers του Sun, φωτιά παίρνουν και του έλα, χίστου τώρα ζωντανά. ΤΑ ζωντανά κριβά πολύ.


    Ο ήλιος τα παπούτσια βάζει και πετάγεται έξω με τα σώβρακα. Τέσσερες σαΐτες, την άμυνα του ρίχνουν και η κάθε μία και από αχτίνα μία αιχμαλωτίζουν.


    Στο τώρα ο ήλιος του Νοτιά, αιχμάλωτος πολέμου; Όχι, μία ήταν.


    Στα νέφη του ψεύτικου Αργύρη, ο Δίας και η Άρτεμις πατούν.


    Η Άρτεμις το τόξο κατεβάζει και ο Δίας τα χέρια του ψηλά.


    -Μπράβο κόρη μου τρανή, είσαι η Κορυφαία. Τα χειρός τα κροτήματα, σπίθες βγάζουν, κεραυνούς. Η Άρτεμις για ελάχιστα παιδί, μικρούλα του μπαμπά. Στο αμέσως τα δόντια σφίγγει και ταμ άτια της στο Δία στρέφει.


    -Δεν χρειάζομαι τα λόγια σου, ούτε την επιβεβαίωση σου. Γνωρίζω ποια είμαι και αμφί βολία μου καμιά. Το τόξο μου στεφάνι δε πρόκειται να βάλει. Αυτό που ζήτησες στο έκανα, ο ήλιος του Νοτιά τι σου ‘χει κάνει;


    -Μάζεψε στη πλάνη του πολλούς, ο γέρος Мир. Το νομα του αυτό και στην επικράτεια του χίλιοι και ένας, οι πλανήτες που ζεσταίνει. Το ανάστημα του ευθύ στο παρελθόν, στο μετά αψύ και στο τέλος στο Κούρδομένο πάνω. Σταμάτησε για ρχή να με αναγνωρίζει και χρειαζόταν μάθημα ξανά, την ιστορία να φρεσκάρει…


    Ο Δίας στο ρεύμα του σιδήρου, τη φόρα του ειρμού του δίνει, αλλά η Αρτέμιδα τον κόβει.


    -Την χάρη σου, στην έκανα και τώρα θέλω την δική μου. Ο Απόλλωνας που είναι;


    Οι λέξεις της, της βίας παστρικές, μαζί με το ναι και μία χρυσή φυσαλίδα από σάλιο δραπετεύει. Σαν Χρυσαλίδα στην αρχή κάνει να πετάξει, αλλά μετά στον ιστό της βαρύτητας του Νοτιά, τα φτερά της παγιδεύει. Του απελπισμένου οι κινήσεις να ξεφύγει. Στη θάλασσα του λειωμένου Fe στο τέλος καταλήγει.


    Στη δροσιά της Αρτέμιδος, το σάλιο απλώνεται και το υγρό Fe, στερεοποιείται. Η πρώτη γη, μία βραχονησίδα στο Νοτιά. Στο μέλλον που έρχεται καθώς η θερμοκρασία του Νοτιά θα πέσει, μετά την αιχμαλωσία του Мир, στη γη αυτή οι πρώτες μορφές ζωής. Φτερά θα έχουν και σαν πεταλούδες θα ριζώνουν.


    Ο Δίας στο χρόνο γδύνει, την εικόνα να καρπίσει. Η Άρτ, περιμένει και τα ν εύρα της σκυλιά, που γερά βαστά.


    -Ο Πόθος με τους πόθους σου, παίζει και τα ηνία σου θέλει να ποκτήσει.


    -Που το έμαθες;


    -Τίποτε κρυφό από τον Δία. Ένα γέλιο αυτά ρε σκιας και στη θάλασσα του Fe, δεύτερο νησί.


    -Κόρη μου, ευαίσθητο το πνεύμα σου, στην πρόκληση του Πρώτου, το δάχτυλα του μέσα του βουτάει και με τις πληγές σου, το μέλλον καθορίζει. Πρώτα τον Ήφαιστο, μετά η Εστία, η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Ένα έναν του θεούς τελειώ…


    -Πρώτος;!; Πρώτος!;! Άνδρας ο Θεός των θεών, για άνδρες ο πόλεμος, αρσενικό ο τελευταίος και ο Πρώτος!!!


    -Πρώτη είμαι πατέρα, πρώτη, η πρώτη των πρώτων και ποτέ μου μάχη δεν έχασα καμιά!!! Τα μάτια της οργή και τα σάλια της πουλιά, δεκάδες τα νησιά στη θάλασσα του Νοτιά, που πάνω τους τώρα φυτρώνουν, Φοίνικες. Το πρωί βλαστάρια, το μεσημέρι θεριά, το από γεύμα για τις φλόγες και την νύχτα από τις στάχτες στο Can σανά.


    -Ηρέμησε κόρη μου και στο σπίτι σου το αφεντικό, εσύ είσαι. Κανένας δεν την κυριότητα σου αμφισβητεί, στο μαζί είμαι εγώ και οι θεοί μία γροθιά να είναι πρέπει.


    -Μαζί μου; Μ αζί μου;; Πότε ήσουν μ αζί μου;;; Πότε ήσουν μαζί με κάποιο από τα παιδιά που έσπερνες σαν τη Χρυσή βροχή; Τον Κούκο, τον Κύκνο, το Φίδι, το Βοσκό;


    Βροχή η λέξεις της Αρτέμιδος, βουνά με ψηλές κορφές, ξεπηδούν από τη θάλασσα του Fe.


    -Επόπτης ήμουν μικρή μου, πατέρας του κόσμου και των θεών, ο άρχοντας των πάντων.


    Ταραγμένες οι δικές του, πεδιάδες που ριγούν στα υγρά του Fe sτου No.


    -Άρχοντας; Γιατί επειδή ήσουν άντρας, γιατί η αρχή φτερά να έχει να πετά; Και ποιος είσαι; Ποια είναι η πραγματική μορφή σου; Την…


    -Γιατί κόρη μου νομίζεις ότι ο πρώτος έξυπνος πως είναι, ο πρώτος που τα πυρά θα πάρει σε κάθε αντίδραση που… Η Αρτ τα λόγια του να πέσουν στο έδαφος δεν επιτρέπει.


    -Δεν με ενδιαφέρει, απασχόληση καμιά δεν έχουν του Πατρός μου οι αρχές. Ποιος είσαι; Γιατί την κρύβεις τη μορφή σου σαν δειλός… Ούτε τα δικά της ο των φίλων Ξένος. Τα λόγια της κοφτά. Της παγίδας και της τραπ πεζά.


    -Τι θέλεις Άρτεμις νύμφη του καλού και του κακού;


    -Τον Απόλλωνα, θέλω. Που βρίσκεται;


    -Στο πλανήτη των Ηλίανθων, στις Τρεϊς.


    -Τι κάνει εκεί;


    -Οι Ηλίανθοι είναι πλάσματα με κεφάλα σαν το άνθος του ηλίου στη γη. Τα σώματα τους σαν του ανθρώπου, με χέρια τέσσερα. Στις Τρεϊς, το πλανήτη που κατοικούν, από νερό σκεπάζεται ο κόσμος τους και οι ήλιοι που τον ζεσταίνουν τρεις. Σε μία συντονισμένη ηλιακή καταιγίδα και των τριών, ο πλανήτης βομβαρδίστηκε από ακτίνες Χ. Το σώμα των Ηλίανθων χτυπήθηκε αλύπητα και τώρα επιδημία καρκίνου, απειλεί να τελειώσει το πολιτισμό τους.


    -Και τι κάνει ο Απόλλωνας εκεί;


    -Θέλει να τους θεραπεύσει.


    -Πως;


    -Με τη μουσική του.


    (-Και μετά Μάστορα; Τι θα γίνει στο μετά; Η τακτική ρωτάει τον Σερ Μαέστρο. Να κοιμηθώ ή να περιμένω για τη συνέχεια;


    -Nes Sun dorma!




    -No Body shall sleep


    -Καν είς δε θα Κηγηθεί)




    Υ.Γ. Προς αποφυγή των παρεξηγήσεων.


    Ό,τι γράφω θαύματα δεν είναι, παρά μόνο φανταστικές εμπειρίες


    Των εξερευνήσεων των Συμbάντων του πρόστυχου μυαλού μου.
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Cancer ? (Fairytale 3/x)


    Message in the Fair Y Bot tale 9th/«Το Κάστρο»/53η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    «O Απόλλωνας στις Tρεϊς»


    [Ορφικος Υμνος Απόλλωνος]


    …σοὶ δ᾽ ἀρχή τε τελευτή τ᾽ ἐστὶ μέλουσα, παντοθαλής, σὺ δὲ πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι ἁρμόζεις, ὁτὲ μὲν νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων, ἄλλοτε δ᾽ αὖθ᾽ ὑπάτης, ποτὲ Δώριον εἰς διάκοσμον πάντα πόλον κιρνὰς κρίνεις βιοθρέμμονα φῦλα, ἁρμονίηι κεράσας {τὴν} παγκόσμιον ἀνδράσι μοῖραν, μίξας χειμῶνος θέρεός τ᾽ ἴσον ἀμφοτέροισιν, ταῖς ὑπάταις χειμῶνα, θέρος νεάταις διακρίνας, Δώριον εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνθος. ἔνθεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλήιζουσιν ἄνακτα, Πᾶνα, θεὸν δικέρωτ᾽, ἀνέμων συρίγμαθ᾽ ἱέντα οὕνεκα παντὸς ἔχεις κόσμου σφραγῖδα τυπῶτιν. κλῦθι, μάκαρ, σώζων μύστας ἱκετηρίδι φωνῆι.


    Εσύ το ξεκίνημα και το τελείωμα και αυτό που θα γίνει στο μέλλον, ο παντοθαλής, εσύ κάθε πόλο (άξονα της γης) με την πολύηχη κιθάρα εναρμονίζεις, άλλοτε μεν βαδίζοντας στα τέρματα της νεάτης (κατώτατη χορδή), άλλοτε εδώ στην ύπατη (υψηλότατη χορδή), κάποτε στη Δωρική παράταξη κάθε άξονα αναμειγνύεις (συνδυάζεις), διαχωρίζεις τα βιοσυντηρούμενα γένη, αναμιγνύοντας αρμονικά την παγκόσμια μοίρα των ανθρώπων. Ανέμιξες σε (δύο) ίσα μέρη το χειμώνα και το θέρος, ταξινόμισες τον χειμώνα στις ύπατες (ύψιστες), το θέρος στις νεάτες, (κατώτερες) και τον Δώριο (ήχο) στου πολυαγαπημένου έαρος το εποχιακό άνθος. (μεσαίες) Γι’ αυτό οι άνθρωποι σε προσφωνούν με την επωνυμίαν άνακτα. Πάνα, θεό με δύο κέρατα, που δημιουργείς τους συριγμούς των ανέμων. Αυτό επειδή κατέχεις την σφραγίδα που σημαδεύει τα πάντα στον κόσμο. Άκουσέ με μακάριε, και σώσε τους μυημένους με την ικετευτική φωνή.


    Ο Μουσηγέτης, Διδυμαίος και Αφήτωρ Απ σε ένα σύννεφο από υγρές νότες του αργύρου, κάθεται. Λίγο πιο ψηλά από τη στάθμη του νερού. Ο πλανή τη ς τις Τρεϊς, σκεπάζεται τρυφερά, από ρηχό νερό.


    Το βάθος του νερού πιο κάτω από τα τρία μέτρα δεν κοιμάται. Πιο πάνω από δέκα και τέσσερα δεν μολογάει. Σε αυτόν πλάσματα του ξένου του παρά, ζούνε και μιλούν τη γλώσσα του ανέμου. Μία γλώσσα που σύμφωνα δεν έχει, αλλά μόνο 939 φωνήεντα.


    Τα πλάσματα αυτά αυτοαποκαλούνται Ηεϊϊα. Έχουν κεφάλι σαν τους ηλίανθους της γης, κορμό πιο χοντρό από μέτρα δύο. Φολίδες από πράσινα λέπια και πορτοκαλί κουμπιά στολίζουν το κορμί τους. Στο νερό για πάντα ζουν. Τα χέρια τους τέσσερα, με μήκος του μέτρα δέκα. Πόδια δεν έχουν, αλλά μονάχα κλώνο ένα. Τα μονοκλωνικά κορμιά τους σε ρίζες παχιές στο Κατάρ λήγουν. Με αυτές πλέουν, χύνουν, στρίβουν, κολυμπούν και ριζώνουν στα γερά, όταν χρειάζεται κ’ αυτό.


    Στις Τρεϊς, οι ήλιοι που το φως ορίζουν τρεις. Δύο μικροί, δέκα φορές σαν της γης τον ήλιο και ο μεσαίος είκοσι φορές μεγαλύτερος.


    Σε διαφορετικές τροχιές, συνήθως στο γύρω του πλανήτη στο Ένδεια Μέσο χορεύουν Μοναχοί, αλλά στις περισσότερες φορές ο ένας από τους μικρούς, μαζί με το μεγάλο δύει και ανατέλλει.


    Κάθε όμως ένα εκατομμύριο της γης τα χρόνια, οι τρεις, στο καθένας μόνος, μαζί ποτέ, πλέουν. Κάθε όμως ένα εκατομμύριο τέτοιους κύκλους και οι τρεις, ταραγμένοι ‘ναι. Δυνατές του ηλίου οι καταιγίδες που πάνω τους, τη σάρκα τους ρημάζουν. Οργή, θυμός, ακτίνες του Χ ξερνούν στους ξένους.


    Μία τέτοια συντονισμένη τριπλή ηλιακή καταιγίδα χτύπησε τις Τρεϊς. Τα Ηεϊϊα, στο βαθιά βουτήξαν μήπως και σωθούν. Και τα κατάφεραν. Τον άμεσο τον θάνατο απέφυγαν, αλλά το σώμα του δέχθηκε βαριά κτηνοβολία από τις ακτίνες Χ. Και μετά ήρθε η αρρώστια.


    Όγκοι στο βία τα ‘στικό και πολλαπλασιασμούς δίχως τάξη και ρυθμό, άρχισε να γεννάει το πληγωμένο τους κορμί. Μία μορφή καρκίνου θέριζε τα λιβάδια από τα Ηεϊϊα.


    Τα κλάματα τους γοερά, μοιρό λογήματα ραδίου. Στον σύμπαν τα κύματα απλώθηκαν και στου Απόλλωνα το σπίτι φτάσαν. Ευαίσθητες οι χορδές της κιθάρας του Απ και άρχης αν να παίζουν. Ο Απ τη μελωδία άκουσε και σέλωσε τα λογα του νέμου. Γυμνός καβάλησε, μικρός ο χρόνος που μαζί του πήγε, γέρος όταν τους Ήλιους από μακρι ά ντίκrise.


    Στις Τρεϊς κατέληξε, με την μελωδία του, τα Ηεϊϊα να ιάνει.


    Η συναυλία του θάματος στο τώρα σιμώνει, καθώς δύο φιγούρες στις σκιές των νεφών του πλανήτη, γλιστρούν πετώντας στον αέρα.


    Ο Πόθος και η Άρτεμις.


    Δεν είναι οι μόνοι που με τα Ηεϊϊα, δε ταιριάζουν. Πλάσματα αλλόκοτα από τα πέρατα του σύμπαντος μαζεύτηκαν στου Απ τη συναυλία.


    Οι Λόφοι του Αχμάν, κτήνη θεόρατα, βουνά από σάρκα, τα άκρα τους δεκάδες, σαν δέντρα ξεφυτρώνουν από το υπόστρωμα τους.


    Τα Δίποδα του Φίχτρη. Τα χέρια τους φτερούγες και στο νερό αδιάβροχες μεμβράνες, τα πόδια τους γερά για να μπορούν να περπατούν. Στο νερό, στη ξηρά και στον αέρα, οι δρόμοι που ορίζουν.


    Οι Χαμλαίοντες της Ακσχ. Σώματα εύπλαστα, στο περιβάλλον που βαδίζουν προσαρμόζονται και τη μορφή που θέλουν παίρνουν.


    Ο Πόθος και η Άρτεμις την ανθρώπινη μορφή δεν έχουν. Ο Πόθος νέφος με σάρκα, στον αέρα πλέει ελαφρύς, τη μορφή των Εφ έχει από τον κόσμο των Τριδύμων. Η Άρτεμις Κένταυρο θυμίζει με φτερά. Δεν έχει χέρια, αλλά οχτώ λώρους. Στο λαιμό της περασμένο το χρυσό της τόξο, μπλεγμένο με τη κόκκινη τη χαίτη της. Στα πλαϊνά του από άλογο κορμού της, φαρέτρες με βέλη από ελαφρύ λευκόχρυσο, ουρές από μετάξι και αιχμές από οξύ διαμάντι.


    Ανάμεσα στο πλήθος των Ξένων πλέουν στη λιμνοθάλασσα της Ιηήου. Κυκλική η έκταση της, με διάμετρο 6,5 εκατομμύρια γήινα χιλιόμετρα.


    Στη θάλασσα, στις Τρεϊς, το νερό από μέρος σε μέρος, διαφορετική πυκνότητα και σύσταση έχει. Στη λιμνοθάλασσα της Ιηήου, η ολότητα του είναι γεμάτη από μικροσκοπικές φυσαλίδες αέρα. Μία λίμνη από αφρό. Γύρω του οι Ξένοι.


    Άλλοι στο νερό, έξω από τα σύνορα της, άλλοι στον αέρα να πετούν με φτερά δικά τους, κι άλλοι δίχως πόδια με μηχανικά κανιά να στηρίζουν τη λειψή μεριά τους. Και μέσα στον αφρό…


    Μία λίμνη από ήλιους. Έτσι ένιωσαν ο Πόθος και η Άρτεμις, όταν τα μάτια τους το είδαν. Τα Ηεϊϊα.


    Αν και ταλαιπωρημένα από τον βαθύ καρκίνο, με όγκους του ασύμμετρου να ταράζει την αρμονία στο σώμα τους, μύρια τα πλάσματα που στη νύχτα φέγγουν.


    Και οι τρεις οι ήλιοι του πλανήτη, στην αθέατη πλευρά τους βρίσκονται και η νύχτα, βουρκώνει πάνω από τα πονεμένα της παιδιά. Τρία σκληρά αστέρια που φέρθηκαν δίχως σεβασμό απέναντι στη ζωή του τόπου αυτού. Στο αντίθετο Η νύχτα τους, σαμάνα τρυφερά δροσίζει τα Ηεϊϊα που λάμπουν.


    Το αλλιώτικο στα πλάσματα αυτά, είναι πως την ημέρα, το φως μαζεύουν από τις κόρες των ηλίων. Στα δεκάδες μάτια που στο κεφάλι τους κοιτάνε, τα παράθυρα ανοίγουν και το φως των τριών αποθηκεύουν σε σωλήνες που στο σώμα των Ηεϊϊα, μέτρα της δωδεκάδας διατρέχουν.


    Και όταν οι τρεις τους στην πίσω μεριά του πλανήτη αυτού αποτραβηχτούν, κάτι που για δύο ώρες της γης μεγέθους, διαρκεί, τότε…


    Τα μάτια τους τυφλώνονται. Οι κόρες που κοιτούν και το φως με εικόνα απορροφούν, αποσύρονται και τις πύλες ανοιχτές αφήνουν. Στο τότε, το φως από τα έγκατα των Ηεϊϊα, απελευθερώνεται και δεκάδες οι πηγές, φωτίζουν.


    Ο Πόθος και η Άρτεμις, θεοί και οι δύο, αλλά σε τούτο το θαύμα δεν δύναται να μην αισθανθούν, το δέος, να μη δακρύσουν και ν αμήν σαν παιδιά γελάσουν. Εκατομμύρια οι Ηεϊϊα, που στη λιμνοθάλασσα της Ιηήου, με τις ρίζες τους στο λίκνο πλέουν στο ακόμα ζωντανά. Δεκάδες οι πηγές του φωτός από το κεφάλι του καθένα από αυτά. Και τώρα, δεκάδες μύρια από μικρές του δυνατού οι φλόγες που τον χώρο ξεπλένουν, από τον φόβο της σκιάς.


    Στην αρχή η αρμονία του χάους της διαφορετικής επιλογής, το που, το καθένα θα κοιτάξει. Τα πάντα γύρω τους λούζονται από αχτίνες του φωτός της. Οι Ξένοι, όπως και οι θεοί, δέχονται το βάπτισμα, παρασυρμένοι από την εικόνα τη μεγάλη και ξαφνικά…


    Μία, μία οι ακτίνες τη θέση τους αλλάζουν. Η μία με την άλλη στο κατόπιν, στο ίδιο σημείο στρέφονται. Οι Ξένοι, η Άρτεμις και ο Πόθος, στρέφουν προς τα κει, τα αντιληπτικά τους όργανα.


    Η εικόνα, του Κανένας.


    Το φως των Ηεϊϊα, στο πουθενά φωτίζει. Ώσπου μία μικρή κρυστάλλινη, μία νότα, παιδί του εννιάγραμμου του Απόλλωνα πλάσμα εξωτικό, κάνει δειλά την εμφάνιση της.


    Χαμόγελο παιδιού δωρίζει σε όλους κι όλοι σε αυτό ασυναίσθητα με χαρά γελούν.


    Και τότε σκάει, φυσαλίδα της σφαίρας του ατμού γεμίζει και στο φωτεινό των κυμάτων ακουστικό ωκεανό, τιτάνια η θωριά της…


    Η Νότα υποκλίνεται και αρχίζει να τραγουδάει..


    (Στον Αφρό της θάλασσας..


    Προσπαθεί να δραπετεύσει…


    Στην Ομίχλη του Γαλάζιου, περισσότερα τα Μονά που επιθετικά πολλαπλασιάζονται..



    Λίγα τα Άρτια που σε απλό ρυθμό προσμένουν…


    Τα Μονά, χρώμα έχουν και Μωβ βαθύ είναι..


    Τα Άρτια, ροζ λιτό…



    Τα Μονά σε μικρό χρόνο Ταλάντωσης..


    Τα Άρτια σε μεγάλο…


    Η Έλικα τα πτερά της χάνει και αλλοιωμένη καταρρέει.


    Λίγο πριν το τέλος φτάσει, η Νότα την αρπάζει και η μικρή η συχνότητα τους…


    Τώρα!)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Cancer?? ( ferry fire tale copter drop 4/x)


    Message in the Sun Bottle 9th/«Το Κάστρο»/55η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    «Το τέλος του Απόλλωνα»


    Λευκές οι φτερούγες που από την ράχη στο κενό βαστούν. Τρυφερό γαλάζιο το φως που εκπέμπουν τα χρυσά μαλλιά του. Ο Απόλλωνας το πρόσωπο στυλώνει, στη θάλασσα των Ηεϊϊα. Το χαμόγελο του κρασί που ποτίζει τις πονεμένες τους ψυχές. Τα Ηεϊϊα το χαμόγελο του επιστρέφουν και τα φώτα των ματιών τους, λούζουν τον ουρανό που τον περιβάλλει.


    Τα δάχτυλα αφήνει στην από κεχρί του θάρα. Στις χορδές ψιθυρίζουν το μικρό, αλλά ακριβό τους μυστικό. Αφήνει τα δάχτυλα πάνω τους να συρθούν, δίχως βία, δίχως πίεση, της ανάσας του μικρού του νέμου. Αυτές δειλά, χασμουριούνται, κοιτούν από ψηλά και το πλήθος βλέπουν.


    -Νόμιε μεγάλο το κοπάδι των ηλίων. Την θλίψη τους χαμόγελο με το ζόρι θε να κάνουν.


    -Τι είναι αυτό που τους βασανίζει;


    -Ο πόνος μικρές μου. Να τον ανακουφίσουμε μπορούμε. Τι λέτε; Στο μαζί μου θα ‘ρθετε;


    Η πρώτη χορδή από τα δάχτυλα, τις αγκίδες τις μικρές αφήνει και στο αέρα πάλει.


    Δάκρυ η πρώτη νότα που τη λίμνη του ανέμου βρίσκει. Μία λίμνη από μόρια που στέκονται ακίνητα. Στρατιωτάκια αμίλητα και στη νύχτα παγωμένα. Η νότα βρίσκει το πρώτο και το σπρώχνει απαλά. Μικρός ο κυματισμός που στην αρχή, το αέριο κύμα στο ήρεμο ταράζει.


    Αρμονικά κυλάει μέχρι τις επόμενες σταγόνες του αέρα. Ρυάκι γίνεται στη συνέχεια του Μαΐστρου, η ανατριχίλα. Το ρυάκι, σε ποτάμι δίνει και το ποτάμι στην άκρη του αέριου γκρεμού πάνω από τη λιμνοθάλασσα του Ιηήου φτάνει.


    Και πέφτει. Αλμυρός ο αφρός που λάμπει, γαλάζια η γαλήνη, στα σώματα του πόνου των Ηεϊϊα, καστανά προσφέρει.


    Η Άρτεμις το τόξο πιάνει, το βέλος βάζει και τον Απόλλων σημαδεύει.


    -Είσαι σίγουρη; Ο Πόθος τη ρωτάει.


    -Απόλυτα, η Αγηρώ του απαντά.


    Το κύμα, καταπίνει τους Ηεϊϊα, φωνές φωνηέντων και αγαλλίασης, ξεφεύγουν από τα φολιδωτά τους λέπια. Φτάνει στους ξένους σκεπάζει του Λόφους του Αχμάν και Κεντρίζει τον Πόθο και την Άρτεμις, ακριβώς πριν αυτή τη χορδή αφήσει.


    Ο αφρός από τα μάτια μπαίνει και στο παρελθόν την Αρτέμιδα γυρίζει. Στο τότε που σαν παιδί, αυτή και ο Διδυμαίος της ο αδερφός, ο Απόλλωνας, κάστρα έπλαθαν στην άμμο.


    Δηλαδή αυτή έπλαθε. Μεγάλα και τρανά. Τότε αυτός έκανε πως δήθεν πέφτει και πάνω τους θρονιαζόταν, σα χεσμένος γέρος.


    Αυτή θύμωνε και του πετούσε λάσπη και αυτός γελούσε και να της ξεφύγει έτρεχε, αγόρι μακριά. Χρυσό και γάργαρο το γέλιο του, στο μαζί και αυτή γελούσε. Από πίσω του έτρεχε και η θάλασσα έσβηνε τα ίχνη των παιδικών τρελών βημάτων τους.


    Η Άρτεμις το χέρι κατεβάζει.


    Ο αφρός επίσης. Τα Ηεϊϊα, με όγκους στο λιγότερο το τώρα. Οι ακτίνες τους λικνίζονται στο γλυκά στον ουρανό. Για λίγο όμως. Γιατί στο βάθος των σωμάτων, της καρδιάς και της αγνής ψυχής τους, βρίσκονται οι μεσαίοι, οι πονηροί. Αυτοί που μεσάζουν ανάμεσα στα άκρα. Ο πόνος επιστρέφει, μαζί και ο θυμός της Αρτ. Θυμάται τη μάνα της…


    -Μάνα, μητέρα και μαμά, γυρίσαμε, με χρυσή φωνή στέλνει λόγια αγάπης προς την Λητώ, ο Απ.


    -Καλώς το παιδί μου το Χρυσό. Το πρώτο. Το πρόσωπο της Λητούς χαμόγελο που θεριεύει. Στου Απ, το γέλιο. Και στης Αρτέμιδος το μέχρι πριν γλυκό το δείλι, πικραντήλι το μετά. Το χέρι σηκώνει. Το τόξο στο σήμα του οδεύει.


    Ο Απόλλωνας βλέπει τα μικρά σφαιρίδια του γκο που στη μελωδία του, σμικρύνονται, μικρά κι άλλο, πικρά κι άλλο στην ύπαρξη πια κανένα κι άλλο; Χι κι ανάσα παίρνει.


    Το κεφάλι του σηκώνει και προς τα κάτω οι οθόνες των ματιών του. Βλέπει τα Ηεϊϊα, πιο ελαφρά στο τώρα.


    Βλέπει τους Ξένους, δειλός ο φθόνος στις ανάσες τους, τοξικός. Του pro ο δότης των κροτημάτων της χαράς, του δήθεν και ίσος να ναι του Αλή η θεια.


    Αφήνει τον εαυτό του στο πιο μακριά να δει. Εκεί ανάμεσα στις σκιές, δύο πλάσματα. Το ένα ασήμαντο, μα το άλλο οικείο. Της ψυχής του το πιο αγαπημένο.


    -Η Άρτεμις, άρα μικρές, χορδές και νύμφες, το νέφος που δίπλα της λιμνάζει. Ο Πόθος.


    -Ακέστωρ αυτός στην Αγοραία, πρόκληση κυνήγι κι έπαθλο, το δικό σου κεφάλι, δεν έδωσε αυτός, ο Πόθος ο κακός;


    Ο Απόλλωνας, στις θύμησες του, παιδί που παλιά η μητέρα του κοιμίζει…


    Η Λητώ, βλέπει τα δίδυμα παιδιά της. Άγγελοι που ανέμελα κοιμούνται. Ένα φιλί απαλό για τον χαμογελαστό ακόμα και στον ύπνο του Απόλλωνα, ένα μεγάλο, βαθύ και με άχνη σκεπασμένο στη στρυφνή μου Άρτεμις. Στα αέρα περπατά και όχι στο γω στη γη, για να μη τα τρομά ξυ πνήσει.


    Τρία, δύο, ένα. Ο μικρός Απ το μάτι το δεξί ανοίγει. Αμέσως μετά και το αριστερό. Το χαμόγελο του, μουτράκι παιδικό που φιμώνει με τη παλάμη του. Δεν κοιμόταν, τη ξεγέλασε τη μάνα. Στο δίπλα του γυρνά και την Άρτ του βλέπει. Η μεγάλη του αδερφή ροχαλίζει. Τούτη τη φορά, το χαμόγελο ξεφεύγει και ο ήχος σκεπάζει τη βουτιά που πάνω της κάνει.


    -Ξύπνα!!! Η Άρτ πετάγεται στο πάνω και μπάτσο του δίνει, ανακλαστικό φιλί.


    -Είσαι βλαμμένος ρεε;;; Τι με ξύπνησες και όνειρο έβλεπα καλό. Ο Απ δε θυμώνει και
    της επιστρέφει μία σπρωξιά με όλη του τη δύναμη.


    -Τι έβλεπες στριμμένη; Με το χαμόγελο να τις συνοδεύει ακόμα και τα λόγια τα κακά, το δεύτερο κ για λάμδα κάνουν. Η Αρτ αφήνει τον εαυτό της να πέσει στα μαξιλάρια.


    -Έβλεπα, λέει πως ήμουν στην κορφή του Ολύμπου και όλοι με προσκυνούσαν και με θαύμαζαν και ήμουν η Κορυφαία, η Θεά των Θεών και των υπόλοιπων πλασμάτων αυτού του σύμπαντος…


    -Ξύπνα Ακέστωρ!!! Οι χορδές του γδέρνουν τα δάχτυλα του και από τις θύμησες τον αποτραβούν.


    -Αυτή θέλει το κακό σου, στο μακριά να φύγουμε γλυκέ μας Φοίβο! Ο Απόλλωνας πικρά στις χάμο του γελάει, τις χορδές.


    -Όχι, καλλίφωνες μου, το τραγούδι αυτό μέχρι το τέλος του θα πάει. Έτσι είδα, έτσι και εγώ θα βγω και την χορδή τη μεσαία τη βαριά, τραβά και στο απότομα αφήνει…


    (-Και πες μου Κάλχα του Θέστορα χάλκινο αγόρι, πως κατάφερνε ο Απόλλων ο Λοξίας το μέλλοντα να βλέπει. Ο Αγα και μέμνωντας τον μισόκουφο μάντη του ρωτά.


    -Δεν βλέπω, δεν μιλάω, δεν ακούω, αλλά ο Αφήτωρ ο Απόλλωνας στη συνέχεια θα παντήσει, σε ό,τι και αν ρωτάς…


    -Και μέχρι τότε;


    -Δες ένα κατατοπιστικό βίντεο.)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Oracular 5/x


    Message in the Future Memories Bottle 9th/«Το Κάστρο»/56η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    «Το τέλος του Απόλλωνα»


    -Και πως το κάνεις αυτό Απόλλωνα;


    -Ποιο Άρτ;


    -Να βλέπεις το μέλλον; Δεν μπορώ να καταλάβω, πως είναι δυνατόν να βλέπεις κάτι πριν καν συμβεί. Σα να είναι ήδη γραμμένο. Ο Απόλλωνας της χαρίζει ένα ζεστό χαμόγελο, σαν τον ήλιο που αργά στη θάλασσα βυθίζεται, για να συναντήσει τη Σελήνη που τον περιμένει στο μεταίχμιο.


    -Από τη πρώτη στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος, οι συνθήκες όλες μαζί, οι μεταβλητές προκαθορίζουν την διαδρομή των πάντων, από την αρχή μέχρι το τέλος.


    Η Άρτεμις δείχνει να το σκέφτεται, να πείθεται όμως όχι. Το πνεύμα της ελεύθερο, θέλει ακόμη έργα.


    -Καλά για τ’ άψυχα χώμα, πέτρες και συστήματα, αλλά η ελεύθερη βούληση των ζωντανών; Των ημί και ολάκερων θεών; Δεν αλλάζουν τη διαδρομή;


    -Είσαι σίγουρη πως το χώμα δεν είναι ζωντανό; Πώς δεν αποτελείται από μικροσκοπικές μονάδες, που είναι ζωντανές; Τα μάτια του Απόλλωνα παιχνίδια τάζουν, της Άρτεμις μισόκλειστα, κινέζου στρατηγού που ετοιμάζεται το σύνθημα να δώσει, για Επίθεση.


    -Με κοροϊδεύεις Απ. Τα μάτια της ναζιάρικα, σπάνια πετράδια. Προτιμά τα λόγια του Απόλλωνα παιχνίδια να ναι. Τα μάγουλα του πιάνει και κάνει τον θυμωμένο, σαν Μπόξερ στη Φορμόζα. Τα δόντια κλεισμένα έξω από το στόμα του, τα σάλια να διατρέχουν το πιγκούονι του. Μετά τα δόντια επιστρέφουν μέσα. Ένστολοι σε αλλαγή φρουράς.


    -Όχι, καλή μου Άρτ. Ας αφήσουμε το μέλλον και… Στο τρένο που κυλάει βράχος πέφτει από ψηλά. Η Άρτ το κόβει.


    -Κι εσύ πως το καταφέρνεις μικρέ μου αδερφέ; Ο Απόλλωνας την μηχανή τα’ τμού φρενάρει και με υπό της μονής της απαντάει.


    -Το άπειρο του κυνηγιού μου Μαία, δεν θέλει σκέψη για να το τιθασεύσεις, μα ούτε σκηνή και δάκρυ. Θέλει να μπορείς τα Πάντα να μπορείς ν’ αποδεχτείς, δίχως μωρό και παύση. Και τότε θα τ’ ακούσεις, να σου μιλάει και να σου ξεγυμνώνεται.


    -Χμφ και ουφ και φούι. Η Άρτ στρυφνή στριμμένη και του προ βλήμα που ξεφεύγει. Ο Απ τη κουβέντα στο ανάποδα γυρίζει.


    -Πως σου φαίνεται ο Υάκινθος, στο γλυκά κρυφό εσένα τηρεί και βλέπει. Η Αρτ γλυκαίνει, κορίτσι που στο χάμο γελάκι του χαρίζει.


    -Εγώ δε και όχι, μα υτός καίει και εγώ τον λευκό τον πάγο αγαπώ.


    -Και πως ξέρεις ότι καίει, μήπως κρυφά τον φίλησες μεγάλη μου αδερφή; Ο Απ ονηρά γελάει.


    -Ιηήου και μπλιαχ, η Άρτ και με θέση για παιχνίδι ξεκινά και τρέχει. Ο Απόλλωνας, όμως δεν την ακολουθεί. Δυνατός και οξύς ο πόνος στην καρδιά, που στα δύο τεμαχίζει. Στης Ιηήου την ακουστική θωριά, μνήμα με μνήμες πρόβαλλε από το μέλλοντα στενό.


    Αυτός να σβήνει και το τελευταίο πρόσωπο που βλέπει ζωντανός, το δικό της…


    Στο μπρος το πίσω δεν γυρίζει και στο παρελθόν, το μέλλον.


    -Όχι, καλλίφωνες μου, το τραγούδι αυτό μέχρι το τέλος του θα πάει. Έτσι είδα, έτσι και εγώ θα βγω και την χορδή τη μεσαία τη βαριά, τραβά και στο απότομα αφήνει…


    Κύμα γεννιέται αργό και βαρύθυμο. Τα μόρια του ανέμου, στο υπό τιμούν και τη γλώσσα βγάζουν. Μία στιγμή δική μας, δέκα οι δικές σου.


    Το κύμα καθώς προχωρά, τρώει, πίνει, μεγαλώνει και το παλάτι του ανέμου κατακτά. Τα μόρια παγώνουν από το δέος και δικά του γίνονται. Υπάρχουν κάποια που αντιστέκονται. Τώρα αφροί δεμένοι με αλυσίδες στο πίσω του τα σέρνει.


    Το κύμα φτάνει στο κέντρο της Ιηήου της πλατείας. Στο κέντρο της στέκεται και όγκος σε ύψος δίνει. Τα άκρα συριά και κνώνουν τα κρα τους στο μέσο τους ναυλώνουν. Το είναι του βουνού, του λεπτού διάμετρος και ψηλά στα στέρια το ύψος που του ήλιους τέλει. Άνε ένα μέτρο των χιλίων, μετά των μυρίων και στο τέρμα της απώτατης αρχής για μια στιγμή νεκρώνει.


    Και αρχίζει να καταρρέει, με ταχύτητα που θεριεύει σαν φωτιά στου Ξερού το δάσος. Η εικόνα και το φως, το σινά και αγωνίζονται να φτάσουν. Και λίγο πριν στο κέντρο των
    Ηεϊϊα φτάσει, μαζί του φτάνουν. Η κρούση μέρος του Τρου, στα κεφάλια των Ηεϊϊών μπαίνει και στο βαθιά πλατιά η ναι ρίζες πιάνει.


    Το κύμα από ήλεκτρο του κεχρ ιού το Μπάρι, στο μέσο του βυθού συναντά τους Μεσαίους. Το κύμα διαχωρίζεται σε άτομα του διαφορετικού, χαμαιλέοντες του Ένα. Κανένα με το άλλο δεν μοιάζει, το καθένα με το δίδυμο Μεσαίο του ταιριάζει.


    Μία γραφία του χορού, με ζευγάρια που άλλα δε θυμίζουν και στο τέλος του χωρού, σβήνουν, στο μικρό ρέουν και διά λύονται.


    Οι Μεσαίοι όγκοι, όλοι πια παιδιά του ανύπαρκτου. Σα να μην υπήρξανε ποτέ.


    Τα Ηεϊϊα της άλλα γής νιώθουν το γάλα ελαφρύ, σοκ που τα κρατά στην αρχή απέναντι ακίνητα και μετά όλα μαζί ουρλιά ζουν.


    Από χαρά.


    Η δεύτερη γραμμή άμυνας των καρκινικών όγκων έπεσε. Έμειναν οι ρίζες.


    Η Άρτεμις το τόξο με πυγμή βαστά, στον Απόλλωνα, ο στόχος που γυρεύει. Τίποτε δε μοιάζει να την σταματά. Μόνο μία θύμησα, μικρή, παιδούλα από τα πόδια την τραβά.


    -Αρτ αρτ αρτ, που είσαι του μεγάλου μου αδερφή. Ο Απόλλωνας όλους τους είχε βρει, πρόβλημα άλλωστε δεν είχε. Πως μπορείς να κρυφτείς από αυτόν που βλέπει το μέλλον;


    Κι όμως την Αρτέμιδα ψάχνει και δε βρίσκει. Με χαμόγελο στο πάντα και υγρό μπαμπού.


    Στο Ξάφνου η Αρτέμιδα από τη λάσπη ξεπηδά. Μέσα της κρυμμένη, με ένα καλάμι τη πνοή της στο έξω να φυσά. Τον Απόλλωνα στο προς περνά και στο δέντρο που φιλούσε πρώτη φτάνει. Ο Απόλλωνας κάνει πως θα τρέξει και μετά με χαμόγελο του πονηρού, αφήνεται να πέσει.


    -Ώχ και χω και ωχ, το πόδι μου πονεί. Βοήθεια, βοήθεια Τριστιανοί.


    Η Αρτ τον βλέπει και παγώνει. Γυρνά στο δέντρο.


    -Φτου ξελευτεριά και μετά στον πεσμένο Απ με αγωνία τρέχει.


    -Τι έπαθες αδερφούλη; Τι σε γονάτισε; Ο Απόλλωνας στο πρόσωπο του χαμόγελο που την γλώσσα συνοδεύει. Η Αρτ, θυμώ… στρυφνώ… μαλακώ… και μετά σε γέλιο νιώνει.


    Στο λίγο πιο μετά στης γης τη μεγάλη κλίνη ξαπλωμένα και τα δύο τους με το βλέμμα τους ψηλά.


    -Το ‘ξερες, βλαμμένε από την αρχή που ήμουν.


    -Λες τσι, με γάλη μου αδερφή; Μπορεί στο ναι, μπορεί στο χ. Άλλωστε εσύ είσαι η Κορυφαία και ποτέ σου τη πρωτιά δε χάνεις. Η Αρτ των κολάκων το μέλι πίνει και μετά ξινίζει. Ανακάθεται, γυρνά και τον Απόλλωνα τραβά.


    -Πες μου Απ, εσύ που βλέπεις τον μέλλοντα. Θα είμαι για πάντα η Κόρη η Ερφέα;


    Ο Απ συννέ και φιάζει. Το στόμα σφραγισμένο, δε μιλά. Η Άρτεμις, πείσμα ανυπόμονο, που μεριά δεν δίνει.


    -Πες μου, πες και πες μου, σε παρακαλώ πολύ. Η Αρτ ποτέ δεν παρακαλά, ο Απόλλωνας λυγίζει και το μυστικό προδίδει.


    -Μια φορά σε ένα καιρό, μεγάλη μου αδερφή, θα χάσεις. Μόνο μια φορά…


    Η Άρτεμις το τόξο κατεβάζει. Μέσα της μια φωνή φωνάζει.


    -Όχι μην ποτέ σου, μη δειλιάσεις, είσαι η Κορυφαία. Μην τη ψυχή σου στην Ήττα παραδώσεις. Θεριά και τέρατα οι δαίμονες που μέσα της κοιμούνται και το χέρι της ορθώνεται. Το βέλος τον Απόλλωνα κοιτά στα μάτια και ο Απόλλωνας τα μάτια τα δικά της…


    (-Μάα, μανούλα …ποιοι είναι οι Τριστιανοί;


    -Οι ιθαγενείς του Πατριστάν, μωρό μου. Το κορίτσι το στόμα του κλείνει και μετά ξανά νοιγει.


    -Και μπρε μα και μα και μα, γιατί δεν τους λένε Πατριστανούς; Η μητέρα της χαμογελά πώς θα μπορούσε και αλλιώτικα να κάνει;


    -Δεν ακούγεται καλά, γλυκό μου, δεν είναι εύηχο…


    -Μαααα, τι είναι έβηχο;


    -Σσσς μικρό μου σώπασε στο τώρα και η συνέχεια στα μουλωχτά έρχεται..)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Cancer 6/7


    Message in the Future Tragedy Memories Bottle 9th/«Το Κάστρο»/57η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Ο Θάνατος του Απόλλωνα


    Η Άρτεμις το τόξο στο κάτω βάζει. Στα παλάτια της ψυχής μια φωνή ουρλιάζει.


    -Όχι και μην, μη δειλιάσεις, είσαι η Κορυφαία. Μην τη ψυχή σου στην Ήττα δίχως μάχη δώσεις. Θεριά και τέρατα οι δαίμονες στο μέσα της γδέρνουνε τα σπλάχνα της στη προσπάθεια να βγούνε. Το ξο της ορθώνεται. Το βέλος τον Διδυμαίο της Απόλλωνα, στην καρδιά κοιτάει. Ο Απόλλωνας τα μάτια …


    Τη χορδή του αφήνει. Μικρές του Νότου οι νότες που τσαχπινιάρικα πετούν. Στην αρχή δύο, φιλιούνται, αγκαλιάζονται και άλλες δύο τώρα.


    Οι τέσσερις, οχτώ κι αυτές δεκάξι. Ο διπλασιασμός συνεχίζεται και η Άρτεμις στέκεται στο χιόνι…


    -Θα παγώσεις αδερφή, έλα μέσα. Ο Απόλλωνας του βατού προβιά στην πλάτη της απλώνει.


    -Όχι θα τον περιμένω. Θα ‘ρθει. Αυτή τη φορά σίγουρη είμαι, ο πατέρας θα ‘ρθει, την μέρα που γιορτάζω..


    1024 και οι νότες οι χαρούμενες, τις άκρες τους απλώνουν και σε κύκλο κλώνουν. Τα Ηεϊϊα στης, σα χαρά τη γήνης με τις αισθήσεις τους θαυμάζουν, τα δύο από τα τέσσερα τα χέρια σηκώνουν και σε κύκλο κλώνους βάζουν.


    Την Αρτέμιδα ο ύπνος τη ζεσταίνει και τον πάγο της πυκνώνει. Στο δίπλα το χρυσό παιδί, ευωδιαστό του πόρτου κάλι. Ψίθυροι ταράζουν του χιονιού, πετώ ψιλά νιφάδες.


    Η Αρτ τα μάτια ανοίγει. Θύτης είναι κυνηγός, ήχο κανένα δε αφήνει, στο χιόνι μονάχα βήματα. Στο σπίτι πλησιάζει, μέσα του η Λητώ, ήτανε μονάχα. Φωνή βαριά, οικεία κούει. Στο αθόρυβα πλησίον φτάνει και…


    Τα βήματα που κάνουνε οι νότες αρμονία δεν έχουνε καμιά. Η μία πάνω στην άλλη πέφτουν και αρχίζουν να γελάνε. Το γέλιο τους βαρύ, στα κάτο πέφτει. Τα Ηεϊϊα, με τα δύο χέρια τα ελεύτερα, πηδάνε να τις πιάσουν. Και τις πιάνουν. Μέσα τους γοργός ο ρυθμός που τρέχουν. Μια πνοή, στο βυθό βουτούν τις ρίζες του καρκίνου βρίσκουν.


    Άρρωστα παιδιά που γερνούν στη λάθος ώρα, θλιμμένα, βαριά και σκοτεινά. Μία νότα τα φτάνει και μιλά…


    -Καλέ πως έτσι είσαι σι, χοντρή πλατιά με αγκίδες, μια θεια είχα τέτοια και τις κρεμούσαμε σταφίδες. Και αρχίζει να γελά. Οι ρίζες στην αρχή στρυφνές, σα την αντανάκλαση της Άρτ. Η Άρτ…


    -Άργησες Δία και η κόρη σε περίμενε στο χιόνι.


    -Δουλειές είχα, εύκολο το βρίσκεις να κυβερνάς το σύμπαν; Μισό χαμόγελο στο πρόσωπο της Άρτ και μισώ το δάκρυ.


    -Δύο παιδιά έχεις, δικά μου μόνο δεν είναι και δικά σου ‘ναι.


    -Δύο μονάχα δεν έχω, δεκάδες στο μέσα τους το αίμα μου κυλά. Και άπειρα τα κλάσματα που ζούνε, αναπνέουν και πεθαίνουν στο νόμα μου. Το δάκρυ της Άρτεμις ολάκερο, το χαμόγελο κανένα.


    Στο Ξαφνικά γιατί με φαγούρα που υποφέρει, οι ρίζες πιάνουν την κοιλιά της, την κουνούν. Αριστερά γκρεμός. Στο δεξιά το ρέμα και στο κέντρο μία μεγάλη ανηφόρα. Στην κορύφωση του δράματος το βουνό σα φτάνουν, πέφτουν, γλιστρούν και τους παίρνει η κατηφόρα. Και αρχίζουν να γελούν. Να γελούν, να ξεκαρδίζονται, να τρέμουν, στρώματα που στο πάνω και στο κάτω, γίδια του τρελού χορεύουν.


    Αυτό σαν ιός του μετά ο δότης ο καλός είναι και απλώνεται στις ρίζες και εξαπλώνεται στα Ηεϊϊα.


    -Ο Απόλλωνας τι κάνει;


    -Ο ήλιος είναι και στο κόσμο το φως και το χαμόγελο άδολα μοιράζει. Ο Δίας χαμογελά.


    -Ναι είναι τέτοιος, αλλά για αυτό τη θέση μου να πάρει δεν γίνεται, δεν πρέπει. Ο κόσμος θέλει εξουσία στιβαρή, δίκαια, αλλά να μην χαρίζεται σε κανέναν.


    -Η Άρτεμις; Η Άρτ, με το δάκρυ παγωμένο, σταλακτίτες από τα μάτια της, ελπίδα που θερμαίνει.


    -Δυναμώνει, στο κυνήγι τα πάντα πιάνει. Αυτή είναι άξια τη θέση σου να πάρει;


    Οι ρίζες γελούν, στην αταξία του αβίαστου, στο ανέμελο το θέρος, νιώνουν, ξανανιώνουν, μικραίνουν, σπόρια γίνονται και στο αντίστροφο ταξίδι του χρόνου χάνονται. Η τρίτη σειρά του πολέμου του κάρ και κίνου πέφτει. Οι όγκοι ηττήθηκαν και στο πουθενά γυρίζουν. Τα Ηεϊϊα, νιώθουν το σώμα τους λαφρύ και το αίμα στο παιδικό τους το ποτάμι να κυλάει, καθαρό.


    Αρχίζουν να γελούν. Στο χορό τρελά παιδιά που με βλέμμα προς το αύριο, στη χαρά πετούν. Το γέλιο κύμα κάνει και στους ξένους φτάνει. Τα βουνά του Αχμάν αρχίζουν να καγχάζουν, βουνά από σάρκα που τρέμουν στο σεισμό. Το γέλιο φτάνει στο Πόθο και στην Άρτεμις.


    Ο Πόθος μία συννεφούλα βρίσκει και την παίρνει αγκαλιά. Σαν του έρωτα παιδιά, άγαρμπα χορεύουν.


    Η Άρτεμις αρχίζει να χαμογελά, το τόξο κατεβάζει. Ο Απόλλωνας από μακριά, το μάτι της κλείνει, τη φωνάζει.


    -Έλα κοντά μη κάνεις πίσω, το χέρι μου κράτα στα σκοτεινά.


    -Έλα κοντά να σου μιλήσω, για αυτά που μέσα δε χωράνε πια.


    Η Άρτ κάνει ένα βήμα μπρος, όμως ένα χέρι του μικρού την εμποδίζει. Η θύμησα που δεν γελά και κλαίει.


    -Άρτεμις; Άξια; Όχι, δεν θα παρέδιδα σε μία κομπλεξική την εξουσία. Στην Αθηνά πρόκειται να τη δώσω. Όπως και να έχει, μεταξύ της Άρτ και του Άπ, στον Απόλλωνα θα την έδινα φυσικά.


    Η Άρτεμις πληγωμένο τέρας και θηρίο. Το τόξο δίχως σκέψη το σηκώνει, τη χορδή στο τέρμα και το βέλος φήνει.


    Το βέλος σκίζει το αγέρι, σε χιλιάδες πληγωμένα του Μοριά τα ορφανά.


    Ο Απόλλωνας το βλέπει, στο πλάι δεν κάνει τα χέρια του σηκώνει και το πιο γλυκό του χαμόγελο της χαρίζει.


    Η Άρτ συνειδητοποιεί τι έκανε. Δεύτερο βέλος βάζει και στο βιαστικά στέλνει στο κατόπιν του πρώτου. Αυτό στο αέρα σφυρίζει, τον ήχο σπάει αλλά δεν προλαβαίνει.


    Το πρώτο στη καρδιά του Απόλλωνα φτάνει και στο βαθιά βυθίζεται. Διαμπερές ο διάδρομος που αφήνει, η αιχμή του διαμαντιού στο πίσω της. Ο Απόλλωνας με χαμόγελο ήλιος που γκρεμίζεται…


    ( -;


    !!∞!! )

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Cure of Cancer 7/7


    Apollo’s Death


    Message in the Past, Present and Future Memories Bottle 9th


    «Το Κάστρο»


    58η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Το βέλος στη καρδιά του Απόλλωνα στο βαθιά καρφώνεται. Κόκκινος και δια μπερές ο διάδρομος που πίσω του αφήνει. Η αιχμή από διαμάντι στο μπαλκόνι της σάρκας του θεού σαν κόσμημα στολίζει. Ο Απόλλωνας με χαμόγελο, ήλιος που στη δύση σβήνει…


    Η Άρτεμις το τόξο από τα χέρια της αφήνει. Το ξό πέφτει και στο νερό της Ιηήου εξ αφανίζεται. Στη πλατεία των χαμένων των ψυχών, η σιγή φωλιάζει. Και στο ξάφνου μία φωνή ουρλιάζει. Ζώο ο ήχος, τέρας που τα πάντα καταπίνει. Φωνή δίχως ανάσα, δίχως τέλος, δίχως τελεία. Της Άρτεμις οι τένοντες του λαιμού φίδια που σφαδάζουν.


    Τα πνευμόνια της αστέρια που φουσκώνουν. Τρύπες του μαύρου που την σιωπή στη καρδιά τους για πάντα κρύβουν.


    Φωνάζει, ο Απόλλων πέφτει, τα φτερά της χτυπάει και κοντά του φτάνει. Το υγρό το έδαφος στο σώμα του Θεού, στα χέρια του δεν βάζει.


    Οι Λώροι, πλοκάμια της Ανέμης, της Άρτεμις τα χέρια λέξεις που χλομιάζουν…


    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα του,
    Ένα παιδί μικρό,
    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.
    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.

    Σε σκότωσα μικρό μου, σ’ έστειλα στο θάνατο
    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα, εγώ που σε ήθελα αθάνατο.
    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου, το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ
    μη φεύγεις έτσι, τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.

    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το γιόμα
    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως, σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.
    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει
    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες, του κόσμου του φθαρτού, παντοτινά το βγάζει.



    Στα χέρια της Άρτ, ο μικρός αδερφός της ο Απόλλωνας.


    Στο πρόσωπο του χαμόγελα, τα μάτια που ανθίζουν. Ακόμα τρέμουν, λέξεις λίγες μα οι στερνές.


    -Αδερφούλα τα κατάφερες. Είσαι η πρώτη, ‘σαι η Κορυφαία. Τα Μαλλιά μου πάρε. Ο Ήλιος δύει, στη θάλασσα της Ιηήου για πάντα σβήνει. Η Άρτεμις το νεκρό του σώμα, στην αγκαλιά της δένει. Το μαχαίρι, στο ελεύθερο το χέρι της, αυτό που τη ζωή τελειώνει. Στα πληγωμένα του κυνηγιού της λεπτά.


    -Όχι δεν πρόκειται, ποτέ ξανά από τα χέρια μου να φύγεις.


    -Βλάκα, μπουμπούνα και βλαμμένε. Στις χρυσές κλωστές, τρίχες και μαλλιά, το μαχαίρι αφαιρεί του δρόμου την αρχή. Τα χρυσά μαλλιά του, γύρω από το λαιμό της στέκουν. Κόμπος στη ψυχή, κόμπος που με τον αδερφό της, στο τέλος βαίνει. Τα δάκρυα βροχή, που τον κόσμο στο ανά τινάζουν. Ο Πόθος δίπλα της χέρι μιαρό που τη ράχη της αγγίζει.


    -Τα κατάφερες, Λαφριά. Τον πρώτο στόχο τον επέτυχες, σου έμειναν άλλοι δύο. Η Άρτεμις θηρίο πληγωμένο τα μάτια της στον Πόθο της στυλώνει. Το μαχαίρι στο χέρι που κρατά, η λάμψη του Χρυσού, αυγή. Να τον τελειώσει; Όχι, στο Βολικό ο δρόμος του Πόθου ποτέ δε τελειώνει. Η φωνή της, στρατιώτης όρθιος μισός, και μίσος στα κομμάτια, ρωτά.


    -Και ο επόμενος;


    -Ο πατέρας σου. Ο Δίας.


    (-Τον πατέρα της; Της ζήτησε να σκοτώσει τον πατέρα της; Και αυτή τι πρόκειται να κάνει; Με τον Θεό των κεραυνών, του σύμβαν τος, θεών, ζώών κι ανθρώπων, θέλει να τα βάλει. Ο του Δήμου μόνιμος, ημί και αγωγός ρωτά, του Ήλεκτρου το Λόγο…


    -Εγώ Δήμιε μου δεν ξέρω από αυτά, εγώ τη βλάβη ήρθα για να δω. Άλλου η ευθύνη ‘ναι)


     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;