Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The last dance of the blind dog in Bosporus

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Ιουλίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    P art one

    Message in the Virus Battle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 73
    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Perv ious ly
    Day 66

    Για μήνες το κυνηγητό κρατούσε, αλλά η Ηχώ στο τρέξε και τρέξε και αν φτάσεις πέσε η καλύτερη από όλους. Σαν τον ήχο γοργή και πρώτη, αλλά ο Πόθος τους πείσματος ο Άρης. Οι κόκκοι του Καφέ, σαν τρελοί πιστοί και αυτοί στο ξωπίσω τους, με το Χ στο χέρι.

    Δεν θα την έφτανε ποτέ και τα λόγια που της έριξε δεκάδες, μέχρι που…

    -Ο Νάρκισσος ζει. Και τότε η Ηχώ σταμάτησε. Λάχανα και μένος, οι κόκκοι του Καφέ γύρω της, να τον κοιτούν στραβά με τα χέρια τους στη μέση. Η Ηχώ του Λάκωνα παιδί.

    -Ζει;

    Στο σήμερα.

    -Η Νέμεσις μου είπε, πως ο Ερμής την γέλασε και τον Νάρκισσο δεν πέρασε στην λίμνη των Χαμένων, από του Άδη τις θήρες. Της είπε ψώμα, πως σε λουλούδι πέρασε η ψυχή του. Δεν ξέρει τι απέγινε ο Ναρκ, Κισσός ωμός ποτέ. Ο Πόθος από πάνω του τινάζει του ζωντανούς τους κόκκους του πλανήτη του Καφέ. Αυτοί των δαγκώνουν με μανία. Οξύς της καρδιάς ο πόνος.

    -Μα πως γίνεται να ζει; Τον έψαξα σε χαρτορίχτρες, σε μάγισσες, στα αστέρια φώναζα που γυρνά ο Νάρκισσος στις νύχτες και μετά κατέληξα, στις Καφετζούδες. Ο πιο γνωστός από αυτούς, του Beef ο Μεγάλος καφετζής, μου είπε, η εικόνα θολή, ασήμωσε κι άλλο για να δω κι εγώ ασήμωσα και μου είπε, να πιω μια γουλιά ακόμη και ήπια και με ρώτησε με γάλα ή χωρίς, μεγάλα του απάντησα, με πονάει η κοιλίτσα μου ο σκέτος και μου πε, πως θολό ακόμα είναι το γυαλί και δεν βλέπει τον Κισσό στο πουθενά. Και μετά μ’ έστειλε στον Γαλαξία τούτο, στο πλανήτη του ΚaFe, που τα πλάσματα που τον κατοικούσαν ήταν κόκκοι του ζωντανού καφέ. Αλλά μήτε αυτοί γνώριζαν το που κρύβεται, ο καλός, ο γλυκός, ο στυφός και αγα ποιμένος μου Νάρκισσος. Και αυτοί με λάτρεψαν και μου πρόσφεραν το σώμα τους για τροφή και εγώ ξέχασα τον πόνο και το γιατί και μετά ήρθ… Ο Πόθος το στόμα της κλείνει, με μία χούφτα από καφέ. Οι Κόκκοι με λατρεία της προσφέρουν τη ψυχή τους. ΗΧώ επανήρθε στη ροή της.

    -Μου είπε ακόμη, πως το λεπτό της ψυχής του Νάρκισσου, δεν το βρήκε, άρα ο Ερμής θα το έχει. Ξέρεις που βρίσκονται ο Άρης και ο Ερμής; Πόθος

    -Ναι, Πόθε μου γλυκέ και ψυχολατρεμένε, μη πεις τίποτε του Νάρκ αν το δεις, για αυτό που συνέβη μεταξύ μας, λάθος ήταν όχι σωστό. Ξέρω εγώ και θα σου πω που είναι.

    Ανάσα παίρνει, καταπίνει και…

    -Στο Γαλαξία του Βοσπόρου. Βοηθούν τα πλάσματα του πλανήτη της Χίνας, να κατακτήσουν ολάκαιρο το Γαλαξία. Από ψηλά τους βλέπει, από το βράχο του Modis.
    Θα στα πω στο δρόμο, πάμε, πάμε, άντε γεια σας κόκκοι, φεύγουμε από εδώ. Και η Ηχώ από τον χέρι το Πόθο τον τραβά και φεύγουν για τα στέρια.

    Οι Κόκκοι στον πλανήτη του Καφέ, χάσαν την θεά τους, την Ηχώ. Από τον γκρεμό της Σόκα βούτηξαν στη θάλασσα της Κόλα και πνίγηκαν χιλιάδες.

    (-Γιαγιάκα; Μικρό αθώο παιδί.
    -Πες μου μικρό μου. Γιαγια
    -Που βρίσκεται ο Γαλαξίας του Βοσπόρου; Μικ αθω παι
    -Στα νότια του Πούσια, από το προηγούμενα επί σόδεια. Του 72 αν θυμάμαι καλά. Για
    -ΑΑΑ. Μαπ)


     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/P ar t wo

    Message in the free Battle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 74
    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Ο πλανήτης της Χίνας, κατοικείται από τους Χινέζους. Πλάσματα αλλόκοτα που μοιάζουν με Μπάλες μεα γκίδες. Όταν θέλουν να μετακςινηθούν, μαζεύουν τις αγκίδες τους και γίνονται του τέλειου οι σφαίρες. Στο έδαφος ελάχιστη η σάρκα που ακουμπά και η τριβή μηδέν. Τότε απλά κυλούν.

    Έχουν διάμετρο του Ένα. Δεν έχουν αρσενικό ή θηλυκό. Ο πολλαπλασιασμός τους είναι μία εκκεντρική περίπτωση. Βρίσκονται σε δύο φάσεις. Στην φάση του ημέρου. Τότε απλά στέκονται, δεν κάνουν τίποτε, κοιμούνται και ζούνε του πολλού τα χρόνια.

    Όμως τότε ο πληθυσμός μένει απλά σταθερός.

    Υπάρχη ωμός και η φάση του αγρίου. Σε αυτή γίνονται επιθετικοί, αρπακτικά και αναζητούν τροφή και θηράματα. Τότε κυλούν στο άτακτο και ψάχνουν για ζωντανή τροφή. Η τροφή τους είναι οι μπάλες του Οζ. Αυτές είναι μεγάλες, τρώνε την χλωρίδα και πίνουνε νερό, μετά φουσκώνουν στο βιαστικά και διαιρούνται στα δύο. Και άντε πάλι από την αρχή.

    Μεγάλος ο πληθυσμός τους και οι πλανήτες όπου στον Γαλαξία του Βοσπόρου εδρεύουν, τουλάχιστον 250. Όταν οι Χινέζοι θέλουν να αναπαραχθούν, επιτίθενται στους Οζ. Όταν τους φτάνουν, βγάζουν τις αγκίδες τους και αρπάζονται από την ευαίσθητη σάρκα των Οζώων. Οι αγκίδες είναι κοφτερές, σαν του τροχού ψαλίδια. Ανοίγουν την σάρκα των Οζώων και στο μέσα τους εισβάλλουν. Από πίσω τους κλείνουν το πέρασμα, με ιστό από μετάξι και βελόνα από Χρυσό. Κάθονται και τρώνε, την μισή τροφή από αυτή που το Οζ μασάει, χρησιμοποιούν το σώμα, σα το σπίτι τους και όταν τα Οζ διαιρούνται στη μέση, από μέσα τους βγαίνουν οι δίδυμοι Χινέζοι.
    Αυτό συχνά δεν γίνοταν. Κάθε του 7 του γήινου τα χρόνια, η ταλάντωση διαρκούσε, μέχρι που ο Άρης του Πολέμου, με την συνοδεία του Ερμή, πήγε και τους ξεσήκωσε.

    -Είδα ένα όνειρο, τους είπε, ο Άρης ο ψηλός μοβόρος. Τα μάτια φωτιά ξερνούσαν και το στόμα λόγια της έπαρσης παιδιά.

    -Είδα πως μόνο σε 250 του πλάνη τες κατοικείται, Εφιάλτης. Και μετά είδα, ότι σηκώσατε κεφάλι, αντισταθήκατε στην υπο δούλωση στην τάξη και τον Πόλεμο τον Μέγα κάνατε. Τα μαλλιά του Άρη, του χάλκινου πυρός. Δίπλα του ο Ερμής, ένα του κεφαλαίου πιο κοντός. Ο Άρης δείχνει να κομπλάρει, σκύβει ο Ερμής και στο χέρι κάτι του βάζει. Πάλι ψηλός ο Άρης.

    -Είδα πως στον Γαλαξία του Βοσπόρου εξαπλωθήκατε και τώρα 250 χιλιάδες οι πλανήτες που σκλάβοι σας θα ναι. Τα βλέμματα των Χινέζων, μυστήρια, αδιάφορα, να μην μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτονται. Ναι ή όχι; Ο Άρης αμφιβάλει. Το κεφάλι πάλι σκύβει στον Γοργοπόδαρο Ερμή. Κάτι του λέει, κάτι του δίνει και πάλι στις σκιές.

    Ο Άρης στο στόμα φέρνει και τώρα Λιοντάρι στη σκηνή.

    -Σαν τάιζαν τα Όζ για χρόνια τώρα Πίο και σας έκαναν μαλθακούς, του υπό τους τακτικούς. Εγώ σας έφερα του Νίκο XτήνΥ. Με το χέρι σήμα δίνει και στο πλήθος βρέχει Μάνα εξ ουρανού. Βόλια μικρά από Νίκο ΧτηνΥ, πέφτουν ανάμεσα στο πλήθος.

    Στην αρχή οι Χινέζοι, του δισταγμού οι εραστές. Μερικοί τολμούν και δοκιμάζουν και μετά ξεκινάει ο χαμός. Αυτοί που πήραν, σκοτώνουν αυτούς που δεν πρόλαβαν, αλλά δεν πειράζουν στο καθόλου, αυτούς που στο ήδη έχουν πάρει.

    Ο λόγος;

    Όταν το Νίκο ΧτηνΥ παίρνουν, ο πυρήνας τους πάλλεται στης βίας τη μεγάλη κατηφόρα τον γοργό ρυθμό. Ο ρυθμός αυτός εκπέμπει μία του ραδίου και ιδίου του συχνότητα που αναγνωρίζει τον Αδερφό. Τότε οι υπό λύπη, εχθροί, τροφοί, σάκοι να ξεσκίσουν.

    Ο Νίκο ΧτηνΥ δεν κρατά πολύ. Μετά στου ήμερου ξανά τα μονοπάτια, αλλά ο θισμός βαθύς. Και το δίλλημα μεγάλο. Αν δεν πάρεις πεθαίνεις, από αυτόν που θα το πάρει.
    Αν όχι θα πρέπει να φύγει και να κρυφτείς, εκεί που δε θα σε βρει κανείς.
    Το δίλλημα δεν το σκέφτεται πολύ. Και οι Χινέζοι στρατιώτες του Άρεως κι αυτός τ’ Ερμή.

    Ο Πόλεμος Μεγάλος, αλλά το ποτέλεσμα το ίδιο, ξανά και ξανά. Σε μέρες 28, οι πλανήτες που τον οίκο τους κρατούσε και τους Οζ βασιλιάδες είχε, στις αγκίδες τους τώρα. Οι Οζ στο πουθενά. Οι Χινέζοι διπλάσιοι.

    Μετά ακολούθησαν οι Κάλι, οι Τζάμπα, οι Ραλοί, οι Άντα, οι Αφροί, οι Μέσοι, οι Ίτα και οι Γιώτα. Στους χίλιους οι πλανήτες που τώρα Χινέζοι βρίσκονταν, άλλος πια κανείς.
    Τώρα βρίσκονταν στο Χάσμα του Βλαψ. Μπροστά τους ο Ηνωμένος στρατός, των Νότα.

    Ο Ηνωμένος στρατός των Νότα, μέσα του είχε. Τα Αυγά που φέγγουν, μοχθηροί πολεμιστές, μηχανές που δεν έσβηναν ποτέ, είχε τους Φρα, της Ιδέας της μεγάλης εραστές, τους Γκλου γνωστοί για τις θανάτου τις φοβερές Χορδές, τους Ρας από τους παγωμένους κυβικούς πλανήτες , πρώην αντιπάλους των προηγούμενων.

    Είχε επίσης και τους Μεταναστάστες. Ένα κυρίαρχο είδος που δημιουργήθηκε από την πρόσμιξη πολιτισμών του περιθωρίου.

    Ο πόλεμος μεταξύ των Αυγών, Φρα, Γκλου, Μεταναστατών και Ρας, ήταν του αμφί, η ισορροπία να γέρνει, μία στο αριστερά και μία στο δεξιά. Μέχρι που ήρθαν οι Χινέζοι και τότε ενώθηκαν όλοι εναντίον τους.

    Η Ηχώ και ο Πόθος, φττάνουν στο Χάσμα του Βλαψ, καβαλώντας ένα κομήτη. Στο Χάσμα υπάρχουν οι Νησίδες του Ροζ, κατασκευασμένοι μικροπλανήτες, ώστε να φιλοξενούν το βράδυ τους ξενύχτες.

    -Άσε θα μιλήσω εγώ. Ο Πόθος του βαρύ, κουρασμένου, από ταξίδι μακρινό, πεπέ και ρασμένο.

    -Καλά, μικρέ, γλυκέ, του πολλά βαρύ και ναι και Χ, άντρα, Πόθε, παλικάρι…
    Με χαμόγελο ο Πόθος την κόβει, πριν οι πέτρες στο λιβάδι, όλες μαζί κυλήσουν.

    -Που ξέρεις πως είμαι άντρας;
    -Δεν είσαι; Τα μάτια της Ηχού γουρλώ. Μα τότε τι; Γυναίκα; Γυναίκαντρας, αντρογυναίκα, γυναιγυναίκα, άντραντρας… Με το χέρι του στο στόμα, τον λόγο αφαιρεί.

    -Είμαι ότι είναι, ο πόθος αυτού που βλέπει. Μπορεί να ποθεί πλάσμα ζωντανό, μπορεί και αντικείμενο τα’ ψύχου. Αλλά τώρα σώπα.

    Σπάνιο, μα η Ηχώ σωπαίνει. Και σπηλιά κλείνουν, ευρύχωρη μεγάλη. Κρεβάτια του δύο. Η Ηχώ σεμνή του παιδιού φιλή. Στο δρόμο ωμός για τη σπηλιά στα όπισθεν του Πόθου, το Νάρκισσο μυρίζει.

    -Αν αγάπη, ε ρώτα, μέλι, σιρόπι της αυγής, κρασί στις νύχτες και το πω και κο του πιάνει. Με γέλιο ο Πόθος στα χέρια την αρπάζει και στην αγκαλιά την παίρνει. Η Ηχώ το φιλή ξεχνά και σε φιλιά γεμίζει, του λαιμού το καρναβάλι. Την Θήρα νοίγει ο του Ναρκ, ο Πό του νο οr θος και μπροστά τους η Νέμεσης.

    Την αφήνει στο απότομα να πέσει. Στα μαλακά της πέφτει, αλλά χτυπάει.

    -Ωχ ωχ και ωχ και ο κόλος μου πονεί. Σιγά καλέ με πόνεσες. Ααα ποια είναι αυτή, α σε ξέρω, εσύ δεν είσαι η Νε, η Ναι, η Νέμεσις;

    (-Μα ρε γιαγιά ένας ξεκίνησε ο Πόθος και μόνος του τα είχε βάλει με τους Θεούς, Τροία βλέπω τώρα. Ο γόνος το κεφάλι του ξύνει, μοιάζει η εξέλιξη να μη του αρέσει. Η για και για για, γελά και με το γέλιο του χαμού του λέ.
    -Από ένα σημείο ή μία ευθεία, περνούν άπειρα επίπεδα, αλλά αν ωμός θέλεις όμως να εστιάσεις σε μονάχα ένα, χρειάζεσαι Τρία σημεία. Γιαγια Γεια.)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/P art 三

    Message in the Red wOOf Battle 9th

    “Το Κάστρο”
    Day 75

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Ο Άρης του πολέμου ο Θεός, τρέμει και αμφιβάλλει. Μέσα στη μάχη θεριό του Πάντα είναι, αλλά εκτός; Ψάρι έξω από το νερό. Έξω δεκάδες τρις εκατομμύρια Χινέζοι του αγρίου, έτοιμοι να ξεχυθούν με ένα του μόνο λόγο.

    Ο Ερμής σκουπίζει από το στόμα του το σπέρμα του Άρη. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να χύσει. Λιγοστεύει στο μετά του έτσι.

    Στο χέρι του το Λεπτό του Νάρκισσου. Στον Άρη πλησιάζει και το χέρι του σκίζει. Με αίμα το Λεπτό ποτίζει και στο στόμα του Άρη φέρνει.

    -Πιες και φάε και την τόλμη σου θα βρεις. Ο Άρης τρέμει, μέσα του το Λεπτό μαι μα. Στο ξάφνου η ΨΧ του πλημυρίζει. Στις φλέβες του Κισσός καρπίζει. Τα’ δύναμο στην αρχή, αλλά στην ώρα μεγαλώνει. Ξύλο το σκληρό, φωτιά που καίει τα σωθικά του. Νιώθει ο Ένας, ο Μέγας, του Χαμένου ο Κανένας. Στα ρουθούνια του καπνός, στα χέρια του οι φλόγες, στο πουλί του Πυρήνα, η Μανία στο Αστάρι. Μέσα του ξεσπά, η οργή, ο θυμός, η δίψα για τον Θάνατο. Βγαίνει στο πλήθος και μία μόνο Λέξη.
    -ΕΠΙΘΕΣΗ!!! Οι ορδές των Χινέζων, της βενζίνης ο αιθέρας, εκρήγνυνται. Στους εχθρούς, του Ηνωμένου του στρατού του ΝάτΡας, επιτίθενται.

    Στους πρώην του Νότα το στρατό, τ Αυγά, οι Φρα, οι Γκλου και οι Κυρίαρχοι Μεταναστάτες. Τώρα μαζί τους και οι Ρας, οι προηγούμενοι άσπλαχνοι εχθροί. Όλοι μαζί οι ΝατΡας. Περιμένουν. Οι Χινέζοι κυλούν στον χώρο με μανία, στο δρόμο τους κάποιοι λυγίζουν και πέφτουν, οι από πίσω τους κατασπαράζουν και συνεχίζουν.

    Οι ΝατΡας φοβούνται, αλλά περιμένουν.

    Στο πιο πριν σε ένα δωμάτιο, σπηλιάς σκηνή. Η Ηχώ, ο Πόθος και η Νέμεσης.
    Η Ηχώ ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Η Νέμεσης παγόβουνο μεγάλο. Ο Πόθος με τη βία το χαμόγελο του κρύβει.

    -Μου πήρες τον άντρα, τον λεβέντη, τον έρωτα τα ‘γιατρευτό και χρυσό μου παλικάρι. Γιατί μωρή μάνα σου η Σκύλα και πατέρας σου η Χάρυβδη; Τι σου έφταιξε, πες και πες και πε μου; Τα νύχια της με γάλα του φιδιού μουλιασμένα, το πρόσωπο της Νεμέσεως σιμά κι οδεύουν.

    -Δεν τον πήρα εγώ, μικρή μου. Η ώρα του ήταν και στον Άδη, εγώ τον περίμενα να βγει. Αλλά όχι, δεν ήρθε. Στα χείλια της Νεμέσεως φέγγει η πείνα. Και στου Άνω και στου Κάτω κόσμου. Ο Πόθος αφήνει, μία μικρή ανάσα, να ξεφύγει. Ποίημα της Σαπφούς.

    Η Ηχώ, από τον κόμπο της λυτρώνεται, στο ενθουσιασμό φλογίζει, στο Ποίημα του Πόθου το αμέθυστο δεν έχει, ερεθίζεται, φουντώνει και ορμάει.

    Με ορμή της Νέμεσις τα ρούχα τα ξεσκίζει, κλωστές από σίδηρο, μετάξι που στον αέρα μένουν. Η Νέμεσης λυγίζει και στο κρεβάτι πέφτει, με τα πόδια νυχτά. Η Χώ τα ρούχα της τα βγάζει και στη φωτιά πετάει. Τα υγρά της τρέχουν, ποτάμι φουσκωμένο. Με τα νύχια της σκίζει, γδέρνει, γράφει, στο βαθιά της Μέσης. Ποτάμι τα υγρά του Κόλπου, κόκκινο, λευκό και μαζί του Ροζ. Με ένα σάλτο η Ηχώ, στο κεφάλι της Νεμέσεως ανεβαίνει και με τη γροθιά της, τα δόντια σπάει και η πύλη ξεχειλώνει.

    Αφήνει τα χρυσά υγρά της, να γεμίσουν το ντεπό και Ζήτω. Η Νέμ από κάτω σπάρτα Rai, το ίσο και την ροπή της χάνει και γέρνει στο πάτωμα πιο κάτω. Σώμα το φιδίσιο, λυγίζει, τεντώνει, φωνάζει, χύνει και ξανά στον κύκλο μπαίνει. Η Ηχώ, όρθια Μαινάδα, στο όρθιο πάνω της πηδά. Με τα πόδια σκίζει το στήθος της Νεμέσεως και το γαλά πλώνει, στην κοιλιά της. Με το γάλα το δικό της, την Νέμεσης ποτίζει. Πάνω της βαδίζει, με το γέλιο του τρελού. Αφήνεται να πέσει, με τα οπίσθια προς της Νεμ.

    Στο γάλα, πηχτή πούλπα του καφέ και η Νέμ στο Χ ψυχή δεν έχει για να δώσει. Τρώει, πίνει και ξανά.

    Η Ηχώ το κεφάλι της κατεβάζει και τα δόντια της μπήγει στο άνοιγμα που τρέμει. Το τραβά, το ξεχειλώνει. Τα ντέρια στο φως, συνέχι και ζει, τώρα στη καρδιά. Φτύνει, αίμα, σάρκα και π λιγούρη και της Μίας την κραυγή…

    Την καρδιά του ζώου που ακόμα και στο στόμα της χτυπά. Μασάει, κομματιάζει και καταπίνει. Η Νέμεσης Νεκρή, του δικαίου η Ιεροσύνη χάθηκε στο μάχη της Ηχούς.

    Με τα μάτια που σε καίνε, το κόκκινο και πράσινο το πρόσωπο, υγρά και Μαρξ της μάχης, στον Πόθο 7 λέξεις πετά.

    -Τελείωσα. Τώρα πάμε να βρούμε τον Κισσό.

    (-Μα γιαγιά τόσο κακός ήταν ο Κακός ο Λύκος, ώστε να του κάνεις όλα υτά του φοβερού τα πράγματα; Μικρό παιδί.
    -Τόσο, όσο, έπρεπε, του Κόκκινου σκουφιά και αγάπη μου γλυκιά. Γιαγιά)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/P art τέσσρα

    Echo in the Καρχινέζων Battle 9th

    “Το Κάστρο”
    Day 76

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    -Μη μου μιλάς καταπραϋντικά για τον θάνατο, ένδοξε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να υπηρετώ ως μισθοφόρος κάποιου άλλου, παρά να είμαι ο αφέντης των νεκρών που χάθηκαν.

    Οι Χινέζοι ρέουν στο Χάσμα με του πλ ήθους τη μανία, στο δρόμο τους κάποιοι λυγίζουν και πέφτουν, οι από πάνω τους οι άλλοι στο κατά σπαράζουν στη συνοχή τους ζουν.

    Οι ΝατΡας με τρόμο βλέπουν, τον Άδη καβαλάρη του Πρώτου και ακόλουθους τις ορδές των νεκρών του Καρ κι από πίσω τους του απείρου πλήθους τους Χινέζους αλλά στο ακίνητο του παρά τους μένουν.

    Ο Μ αίγα ς τρατηγός Ντε Ράμπ, το κουμπί κατεβάζει και στο Μέγα Φωνή Μεγά Λι.

    -Στρα και τιώτες. Ήρθε η Ώρα που ο Ιστός στη Ρία θα γράψει για εμάς. Μη τρέμετε και μη του φοβού Αστέ. Δεν είναι του Καλού παιδιά του πλάσματος οι Χινέζοι. Είναι μία μάχη του Καλού με το κακό, του Άνω με το κάτω, του Λευκού με το μαύρο, του Θετικού, με το αρνητικό. Τιώτες και στρα, δεν είναι αυτοί του ποδηλ το Μεγάλο Άτι, είναι Καρ του Χινέζου μόνο, είναι ΚΑΡΧΙΝΕΖΟΙ.

    -FIRE!!!

    Η μάχη ήταν φοβερή, αλλά άνιση. Για κάθε στρατιώτη του Ηνωμένου του Στρατού και του δέκα οι Χινέζοι. Με τάνκς, αεροπλάνα, του διαστήματος τα πλάνα, σπαθιά, καρφιά, σφυριά, πιάτα, δίσκους, βάζα, καρέκλες, πλαστικά και πυρηνικά, παλεύουν, χτυπούν σκοτώνουν, αλλά το κύμα δεν υποκύπτει. Τρώει τους νεκρούς του και φουσκώνει.

    Με πέτρες, χημικά, σφαίρες, τσεκούρια και σπαθιά, οι ηρωικοί στρατιώτες του Ηνωμένου του Στρατού, μέτρο με μέτρο υποχωρούν. Η μάχη του κάλου με το Bad, χαμένη. Τα όπλα των Καρ και Χινέζων, τα κόκκαλα και οι αγκίδες.

    Το τέλος του Καλού, μοιάζει αναπόφευκτο. Στην δεξιά μεριά του Χάσματος, στην κορυφή των Σχάσεων, βουνά στον πλανήτη του Μηδέν, ο Άρης και ο Ερμής, να δίνουν οδηγίες. Ο δεύτερος στον Πρώτο και ο Πρώτος στους Χινέζους.

    Στην αριστερή μεριά του Χάσματος, ο Ντε Ραμπ, να ξηλώνει σώβρακα για να φτιάξει της Λευκής θωριάς τη σημαία. Μήπως και κάποιοι γλυτώσουν.

    Μην πως και οι Καρ και Χινέζοι, επιτρέψουν αιχμαλώτους, μη και μη και μη και πως…
    Η Ηχώ και ο Πόθος από την τρύπα τη Μαύρη τη μεγάλη βγαίνουν, στο κενό του Χάους.

    Ηχώ φλόγες βγάζει σα ήλιος που θυμώνει. Να ορμήσει θέλει, τα λόγια της επιλαμβανόμενης Ηχούς.

    -Που ναι που ναι που ναι που ναι ο Άρης και ο Ερμής; Το Ν άρκ, το Ν άρκ, το Ν άρκ, το Ν άρκ, εγώ πίσω μου να πάρω, του Αγά ποιμένο μου Κισσό.

    -Πίσω και σταπάνω, αλλά στο δρόμο σου στο άπειρο να τείνει το πλήθος των Καρ και των Χινέζων. Θα περιμένεις και όταν σου πω τω ρά, ορμάς.

    Ηχώ του Αν υπάκουη, αλλά στον Πόθο την χάρη κάνει, για ώρες δυο.

    Ο Πόθος την Πίπα βγάζει και με καπνό του Ασύγχρονου γεμίζει. Την ανάβει, την φουντώνει και ψηλά στέλνει το βαρύ το νέφος της αταξίας. Ο καπνός, ενώνεται με τα παγωμένα νέφη των υδρατμών και πιο πυκνός στο Νάου.

    Κεραυνοί, αστραπές, βροντές, του Δία οι πιο μεγάλες Εποχές. Στης Μάγχης το πεδίο οι εχθροί στο ψΧψ ηλά κοιτούν.

    -Τι είναι, τούτο, τι ναι, πάλι;

    Και η βροχή ξεσπά. Σταγόνες παγωμένες με του Καθαρού νερό. Μία βροχή, που καλύπτει τρία εκατομμύρια φορές την επιφάνεια της Γης…

    (-Γιαγιά; Μικρό παιδί.
    -Ναι πουλί μου; Γιαγιά
    -Γιατί τα ζωντανά πλάσματα κάνουν πόλεμο; Μικρό παιδί.
    -Για να πεθάνουν κουτί μου. Γιαγά. )

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/P art 5

    Echo the last Warrior in the Καρχινέζων Battle 9th

    “Το Κάστρο”
    Day 77th

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Ο καπνός του Ασύγχρονου Πόθου, ερωτεύεται τα παγωμένα νέφη του Γαλαξία του Βοσπόρου. Στα αδιέξοδα των ανερμάτιστων μισών, του Η του διδύμου με το απόλυτο Ο ενώνονται με του τρυφερού το πάθος.

    Κεραυνοί, αστραπές, βροντές, του Δία οι πιο μεγάλες Εποχές, που έζησαν μαζί. Στης Μάγχης το πεδίο οι εχθροί στο χΨχ ηλά κοιτούν.

    Τα βρέφη τους οι σταγόνες της βροχής. Οι γονείς τους αγκαλιά πεθαίνουν και οι σταγόνες ορφανά παιδιά. Δίχως στήριγμα, δίχως βαρύτητα, sτους πολεμιστές του Χάσματος, αναζητούν ψιλά. Πέφτουν.

    Στην αρχή χαλάζι και νιφάδες του νερού. Μετά λιώνουν, ορφανές σταγόνες του νερού. Στο κενό του χάσματος, οι θερμοκρασίες του χαμηλού ναι και η υγρή μορφή τη στερεά συναγωνίζεται μαζί. Η θέρμη όμως της ορμής την αέρια ράβει, στην πλάτη της στερ και υγρής ψυχής και τώρα πλάσμα των τριών. Η τέταρτη μορφή της ύλης.

    Φτάνουν στους πολεμιστές και τους π ιάνουν στου χρόνου το ταξίδι. Κάθε ένας και σταγόνες 70 στο μέσα του μπαίνει και λογά. Οι του ΝατΡας φουσκώνουν, αλλά δίχως
    Νίκο ΧτηνΥ, ο παλμός αλλιώς. Στους ΚαρΧίνους, οι σταγόνες εισχωρούν και το σώμα τους γεμίζουν. Αλλά με την Νίκο ΧτηνΥ, ο παλμός τους ίδιος μεταξύ τους, με τους άλλους διαφορετικός.

    Ο Πόθος του ικανού η Ποίηση στη καρδιά του χαμηλώνει το ρυθμό και το πρόσωπο του γέρνει προς την Ηχώ.

    -Τώρα. Η Ηχώ χέρια και πόδια ανοίγει και ανάσα του βαθιά, μνήμη πρώτη.
    Η μέρα πρώτη που χάζευε στους θάμνους και τον Κισσό της είδε. Άνοιξη, γέλασε στην καρδιά της και παιδί μικρό που γέλασε ξανά. Τρέξαν, παίξαν, του αστείου, τα φιλιά. Ο Νάρκισσος, το σορτάκι του φορά, λευκό το δέρμα του, χαμηλό του βλέμμα του, σχήματα που χάραζε στην άμμο.

    Ηχώ που κλαίει, τα δάκρυα μικρά, οι ανάσες της κοφτές, κύματα του ήχου τα μωρά.
    Τα κύματα της Ηχούς τους πολεμιστές συναντούν και το νερό που μέσα τους φωλιάζει ταράζεται στο χτύπο. Ανάσα πιο βαθιά, στα πνευμόνια της Ηχούς, οι θύμησες μιλούν.

    Μνήμη δεύτερη.

    Ξαπλωμένη στο έδαφος, στο χέρι της στηρίζεται και με στάχυ στο στόμα της να βλογά. Ο Νάρκισσος, εμπρός της, όρθιος, να λέει, για ιστορίες του παλιά, μύθους του βοριά, τα πράγματα που τον έκανan και γέλασε, που τον πόνεσαν, που τον χλόμιασαν και η φλόγα του να ξεχειλίζει από τις κινήσεις του. Δεν προσέχει αυτά που λέει, αλλά το πάθος με τα οποία τα πιστεύει. Την κάνει να πιστεύει και αυτή. Σε τι; Τι σημασία να χει.

    Φωνή με κλάμα, το Ε δυνατό το γράμμα, τα κύματα τα κάνει της ορμής σκυλιά. Έφηβοι που τρέχουν. Τα κύματα του ήχου, μεστά, τα ναι και ρα στους πολέ μιστές δονούν, τα όρια τανύζονται. Αλλά κόμα ντέχουν. Βαθιά πνοή, στα τέρματα των πνευμάτων μόνων. Μνήμη τρίτη. Ο Νάρκισσος στο πλοίο, αυτή θυμωμένη, λέξεις που δεν ήθελε να πει, ο Κισσός της πληγωμένος, στον ωκεανό της γαίας, λυγά και πέφτει. Τον Νάρκισσο στο ποτέ της, δεν συνάντησε ξανά. Ουρλιάζει, Η που κοχλάζει, το κύμα του τυφώνα. Στα σώματα των πολεμιστών ξερνά.

    Μνήμη του τέσσερα, το χάος στο σπίτι που καταρρέει. Πέτρες που θρυμματίζονται, η Ηχώ να λυγίζει και να πέφτει, ο Κισσός, από τους ώμους πιάνει, φιλί της δίνει, το φτυάρι παίρνει και σκάβει στα βαθιά. Θεμέλια ξανά. Η Ηχώ φωνάζει, χορδές πάλλονται στον ψηλό ρυθμό.

    Πέμπτη μνήμη, η Ηχώ στημόνι, στον πλανήτη του Καφέ. Να κοιτάει, να κούει, να ψάχνει, κανένα να μη βρίσκει, παρά μόνο τους Κόκκους του Καφέ. Ιστοί, που πάνω της κολλούν, προσκυνάνε και πιστεύουν. Αυτή να πονάει, να συνθλίβει και ο ήχος από μικρά κορμιά και κόκκαλα καφέ, που χάνουν την συν κι ενοχή τους. Αυτά να συνεχίζουν και να θε να σταματούν, με τα μικρά τους γαλάζια μάτια στα δικά της να κοιτούν. Η Ηχώ λυγίζει και αγκαλιά μεγάλη δίνει στους μικρούς του Κόκκους του καφέ με του βαθύ γαλάζια μάτια.

    Γουφ της κάνουν αυτά, γουφ τους κάνει και αυτή. Γλώσσα του μεγάλου βγάζουν αυτά και στη μούρη την πασά μου κι αλείβουν. Γλώσσα του μικρού, ροζ και επί του δεξιού και αριστερού, βγάζει κι αυτή και τους γλύφει στις μικρές μουσώνες .

    -Μμμ τι πικροί που είστε. Το κύμα μέσα σκάει και η Ηχώ παίρνει μπροστά. Από την τσέπη της βγάζει μια χούφτα από Κόκκους του Καφέ, στο στόμα, καταπίνει. Η συχνότητα του ανέμου, μεγάλη. Η ταλάντωση της βίας, η γοργή. Το στόμα κλείνει και φωνάζει με όλη της τη δύναμη. Ήχος που κλειδώνει, στα μάγουλα που πάλλονται. Το κύμα τα μόρια του λίγου, στο κενό του διαστήματος μαστιγώνουν. Αυτά οργίζονται, τρέμουν και πάλλονται σε υψηλές ιδιοσυχνότητες. Το κύμα εξαπλώνεται με ταχύτητα, σαν Ντόμ ινο που πέφτει και φτάνει στου πολέμου τους ληστές.

    Στους ΝάτΡας, το κέλυφος αντέχει, στους ΚαρΧίνους όμως Χ. Το κέλυφος ραγίζει, η δομή γκρεμίζει, η αλυσίδα σπάει και το περιεχόμενο ξεΧίνεται σα νερό θολό. Τα τρισκαρτομμύρια των Καρ και Χίνων όλα τους νεκρά. Ο Άδης στο σάκο του τους βάζει και τον Πόθο ρωτά.

    -Εγώ να φεύγω πρέπει, θεούς στους δώδεκα δεν ήμουν, τη ζωή μου να τελειώσεις, νόημα δεν έχει, αφού πάλι στακάτω θα μαι. Και κλείνει το Χάσμα πίσω του.

    Η Ηχώ πάνω από το πλήθος των πληγών, στην κορυφή των Σχάσεων, ο Άρης και ο Ερμής.

    Με του φωτός την ταχύτητα Η Χώ προς αυτούς κινείται. Μαζί της και ο Πόθος.

    (-Γιαγιά έχω δύο απορίες. Μικρό παιδί.
    -Πες μου μικρό μου και μέσα σου μη το κρατάς. Γιαγιά
    -Τα Μι Νιο Ν είναι οι Χινέζοι; Μι δι
    -Τα Μιν ιον είναι τα τομα της Αγοράς. Κίτρινα από την έλλειψη Ηλίου. Γι ια
    -Τι μένει μετά την εξαφάνιση ενός πολιτισμού. Μι
    -Η Ηχώ τους μικρό μου. Γα)



     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/P art s ix

    Message in the Castle Battle 9th
    Day 78th

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    «Ὁ Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων• παιδὸς ἡ βασιληίη» • Τελεσφόρος διελαύνων τοὺς σκοτεινοὺς τοῦ κόσμου τόπους, καὶ ὡς ἀστὴρ ἀναλάμπων ἐκ τοῦ βάθους, ὁδηγεῖ «παρ' Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων»

    Η Ηχώ στο δρόμου τα πληγωμένα μονοπάτια διασπάται. Κάθε της μόριο κι ένα μικρό κορίτσι. Ακούει κάθε ήχο, κάθε ψίθυρο, κουβέντα, λέξη, πρόταση του σύμπαντος. Φήμες, νέα, παλιά, το τώρα, θόρυβο, γαύγισμα, βροντή, το χτύπημα ενός όπλου, μία πέτρα που πέφτει από το γκρεμό, το κύμα που σβήνει στην ακτή, τον ήλιο που τεντώνεται καθώς ανατέλλει, που φουσκώνει και εκρήξεις δίνει όταν μεσουρανεί, το τρίξιμο των βαριών μετάλλων, καθώς πεθαίνει, το κλάμα ενός μωρού, μίας γυναίκας, ενός άντρα που έχασε την πίστη του, το κυνήγι των μικρών Τυ από τα θηριώδη Πα, την παγίδευσή ενός Ερ από ένα αρπακτικό Ιφ. Τα δόντια του Ιφ που κλείνουν στο δίχως κόκκαλα σώμα του Ερ, τις κραυγές του πρώτου, στο στομάχι του δευτέρου, ένα πλάνο τους σαλαμιού Αέρος που γκρεμίζεται, μία Γέφυρα που την ημέρα χτίζεται, ένα κερί π’ ανάβει, μία φωτιά που πεινάει, ένα Σαχ που ενηλικιώνεται και με την κραυγή δίνει το έναυσμα για τους πανηγυρισμούς, το κουπί μίας βάρκας στο χάραμα, ενός βότσαλου που βουλιάζει στις θάλασσες των νεφών του Φαγγ, δύο ήλιους που συγκρούονται και σκορπίζονται του χρόνου και του χώρου τα σημεία, μία μαύρη τρύπα που καταπίνει και τους δύο, τον πόλεμο μεταξύ των μαύρων τρυπών, την νίκη της Μεγάλης, ένα χαστούκι, ένα δέντρο που μιλάει καθώς γέρνει, ήχοι που από κάθε μία Ηχώ, ευλαβικά μαζεύονται, σε ένα μικρό κεφάλι.

    Τα μόρια συγκλίνουν και στην κορφή των Σχάσεων, ενώνονται. Ο Άρης και ο Ερμής, θεοί του πρέπει, του μεγάλου θέλω, της απληστίας, της στιγμής που φθίνει. Ο Άρης την ασπίδα του ψηλά σηκώνει, να σταματήσει τις Ηχούς τα μύρια μικρά. Ο Ερμής τον Άρη ψηλά σηκώνει, ώστε τα σκάγια να μην τον πιάσουν.

    Η Ηχώ στην ασπίδα του κύκλου φτάνει και σε άπειρα ρεύματα του ήχου, από την περιφέρεια της ξεφεύγει. Τον Άρη προσπερνά και σαν μυριάδες μέλισσες στου δύο του προσανατολισμού τις άκρες Διά και χωρίζεται. Το ένα απ’ το αριστερό και το άλλο απ’ το δεξί αυτί του Ερμή εισβάλλουν. Του τυμπάνου την αντίσταση στου υπαρκτού φυγή και μέσα στον Εγκέφαλο του Ερμή συναντιόνται. Το κεφάλι του Ερμή, γεμίζει με κάθε αυτού του σύμπαντος. Κάθε τι που θα μπορούσε να ειπωθεί, να μεταδοθεί, να ειδωθεί, σε ένα μικρό σημείο του μυαλού του μπαίνει.

    Ο χρόνος παγώνει, ο χώρος κρύβεται πίσω από τον πρώτο, το σύμπαν της συνείδησης του Ρμη καταρρέει. Σε ένα σημείο λα. Τα μάτια του εκρήγνυνται στης αφόρητης αντοχής την πίεση. Ο Ερμής πρώτα κουφός. Μετά τυφλός, τα πάντα μέσα του μαυρίζουν και πέφτει.

    Η κορυφή στα βουνά των Σχάσεων 101 των χιλίων τα μετρά. Τα νέφη δεν τον θέλουν, στην άκρη κάνουν να περάσει. Τα δέντρα μαζεύουν τα κλαδιά τους, τα ιπτάμενα Βαγόνια τα δεκάμετρα φτερά τους χτυπούν, αποφεύγοντας την πτώση να μειώσουν.

    Τα φτερά στα πόδια του Ερμή ξεραίνονται και πέφτουν, τα μαλλιά του, τρίχες της φλόγας στον αέρα. Η σάρκα πλώνεται σαν μουσαμάς που σκίζεται. Τα κόκκαλα του α θανάτου, λεία από τους πειρατές του Κάτω. Του σωτερικού τα όργανα, μεζές για τους Δράκους στους πρόποδες των Σχάσεων και στο έδαφος φτάνει μόνο η καρδιά του.

    Με ορμή πέφτει και χιλιάδες κομμάτια σπάει. Από πίσω φτάνει η Ηχώ, με μανία της βίας την οργή, στα κομμάτια ψάχνει του Ναρκίσσου το Λεπτό. Στο πουθενά.

    Το βλέμμα της υψώνει στα ψηλά, βλέπει τον Άρη, βράχο να κυλά. Η Ηχώ τα πόδια της βυθίζει, στον χώμα και τις φωνές των νεκρών μαζεύει. Όλων αυτών που στον πόλεμο του Άρη, τερματίσαν. Στην ψυχή της, οι ψυχές τους, τα γόνατα λυγίζει και τεντώνει. Με δύναμη επιτίθεται και τον χρόνο τον πληγώνει, καθώς τον προσπερνά. Φτάνει στον Άρη, πριν ο Ερμής στο έδαφος.

    Στο μπρος του κάθεται και το κεφάλι του αρπάζει με τα λευκά της χέρια. Φιλί του δίνει, με τον μέγιστο τον πόνο και μέσα στο λαρύγγι του χύνει, τις ψυχές όλων των νεκρών του Άρη. Νεκροί αμέτρητοι. Τόσοι όσο οι ζωντανοί κι άλλοι τόσοι κι άλλοι κι άλλοι…

    Οι ψυχές στο μέσα του θεού αρπάζονται, από όπου ο καθένας βρίσκει και τη σάρκα τρώνε, ώστε να νιώσουν για λίγο ζωντανοί. Ο Άρης, ο του πολέμου, ο Θεός ξεφουσκώνει σαν κούκλου του αέρα. Στο τέλος το δέρμα μόνο, μία στρα στολή τηγού, η άδεια.

    Η Ηχώ την πιάνει και σε δεκάδες κομμάτια κάνει. Κλωστές που το αγέρι παίρνει μακριά. Και τότε το βρίσκει. Το Λεπτό του αγαπημένου της Κισσού.

    Στον κόρφο της το βάζει, μαζί της φυλαχτό. Ο Πόθος στον πόνο της ρίχνει λάδη από κερί. Η Ηχώ γονατίζει και τα κλάσματα των ματιών της, νερά ρίχνουν στο χώμα. Ο Πόθος κοντά της, μία με την ψυχή του αγκαλιά.

    Οι ώρες περνούν, η Ηχώ κοιμάται, στην γκαλιά του Πόθου. Οι νύχτες τους σκεπάζουν, οι μέρες τους ζεσταίνουν, οι μήνες τους τρέφουν και μία του Αυγούστου, η Ηχώ σηκώνεται και…

    -Πόθε μου του μύρου ερωμένε, θα φύγω. Επιστρέφω στον κόσμου του Καφέ. Ναό θα χτίσω, θα τον θυμάμαι και μαζί με τους Κόκκους για τη ζωή θα τραγουδάμε. Η Αφροδίτη σου, είναι στα παλάτια του Ποσειδώνα. Δραπέτευσε και στον Πόσει ζήτησε άσυλο.

    Πριν ο Πόθος προλάβει να μιλήσει, ένα φιλή στο στόμα για να κλείσει. Η Ηχώ σε ήχους, ανεβαίνει και στη σκοτεινή κουρτίνα του κενού, φεύγει και χάνεται.

    (-Γιαγιά; Μετρώ, μετρώ και ξανά μετρώ. Ήφαιστος, Εστία, Δήμητρα, Διόνυσος, Απόλλωνας, Δίας, Ήρα, Άρτεμις, Αθηνά, άρης και Ερμής, 11 θεοί του, πάνε και μείναν δυο. Η Αφροδίτη και ο Ποσειδών. Καλά τα λέω, γιαγιάκα μου γλυκιά. Μικρό παιδί. Η γιαγιά γελά.

    -Δέκα φύγαν πήγανε στον Άδη, αλλά τρεις ακόμα ζωντανοί. Για Για.
    -.- Μικρό παιδί, ξύνει το κεφάλι, όχι από ψείρες, α λλά α πό α πώ ρία.)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    ¿The last dance of the blind dog in Bosporus/the end

    Message in the time of the video clip bOttle 9th
    Day 79th

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Ο Πόθος μένει μόνος.
    Το σύμπαν του τρίγωνο, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, μέρα ή νύχτα;
    Τα χρώματα μόνο δύο.
    Ο παίχτης ένας.
    Λίγο πριν το 0.

    Τίποτε στον αέρα δεν λυγίζει, ο χρόνος άγαλμα, τα πιόνια στη θέση τους, το ρολόι δίχως δείκτες. Το κεφάλι του γέρνει, προς κάθε κατεύθυνση. Ένας ήχος, την προσοχή του θέλει.

    Μία σταγόνα της βροχής στη σιωπή σα παιδί που παίζει. Τα πλοκάμια του αργά, στο κενό πλέει και την φτάνει.

    -Γεια σου μικρή μου. Του καθαρού σταγόνα, καθρέπτης του ειδώλου.
    -Είσαι έτοιμος. Ο Η . Ένας Πόθος που την αντ ανά κλάση κοιτά.
    -Δεν crash αρε, το σύστημα, το τέλος δεν βρήκε την αρχή. Πόθος που στον καθρέπτη του μιλά.
    -Αυτή ήταν η δοκιμή. Η σύζευξη επετε ύχ θη. Τα τρία σημεία ενώθηκαν. σΤο επίπεδο των τριών είσαι. Η Η.

    -Δύο οι θεοί που μένουν, η Αφροδίτη και ο Ποσειδώνας. Πόθω.
    -Ένας και άπειροι ακόμη μικρέ μου Πόθε. ΤΟ Η

    -Ποιος είναι ο δρόμος και ποιο είναι το πότε; Ωθώ

    -Στο Χάσμα του Βό ς πορου, υπάρχει ένα βαθύ Ποτάμι. Αφέσου στον αφρό του και τα μάτια σου κλειστά. Την αντίσταση παράτησε και στους κυματισμούς θα ακούσεις τη μουσική. Του χορού η τελευταία ράψω Δία, μόνη θα ρθει να σε βρει. Η
    Ο Πόθος τα μάτια κλείνει στο Χάσμα του Βοσπόρου βυθίζεται αργά. Στη μέση του κενού, ρεύμα δυα δικής ροπής. Στη κρούση των αντίθετων ροπών, μία σχεδόν ελικοειδής χοάνη, στο μέσα της τραβά. Δεν αντιστέκεται, αφ ήν ει, στο πάτο ξέροντας πως θα βγει.

    Της λογικής και της τάξεως όμως, η χοάνη είναι για θνητούς.

    Που θέλουν, να γνωρίζουν, την απάντηση του ένα. Αυτή που ναυτία δε θα φέρνει στης ανασφάλειας την συνεχή αμφί και βόλου μία.

    Λίγο πριν το τέλος, το κύτταρο του Πόθου, διασπάται και σε άπειρα σημεία, η ύλη πλένεται.

    Λίγο πριν τη σχάση, ο Πόθος θυμάται…

    -Ποια είναι η σωστή απάντηση σε κάθε ερώτηση; Πόθος.
    -Όλες. Διά λεξε την απάντηση που την καρδιά σου κάνει, να ηρεμεί και ας είναι διαφορετική από το πριν και το μετά. Όλες είναι αλήθεια. Τα Η.

    -Γιατί το Π έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία; Θ
    -Για να διαλέγεις αυτό που θέλεις ως τελευταίο. Η

    (-Γιαγιά; Να σταματήσουμε; Ναυτία παιδεύει την κοιλιά μου, στης κυκλικής της ρόδας τον ατέρμονο ρυθμό. Μικρό παιδί.
    -Φυσικά μικρό μου, ανάσα πάρε και όποτε θες, στο Ξ ανά το Ι στο υφαίνεις. Για Γεια?