Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The War of Mortals

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 9 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Don't sing about love
    Think about the rhythm
    Sing about war

    Message in the Bottle 9th/Part B/The War of Mortals



    “Το Κάστρο” (Μέρα 14η)

    Mirror 6th


    “The War” A



    …εισπνέουμε τις λέξεις Του σαν τουλίπες από αιθέριο καπνό. Εισβάλλουν μέσα μας και αιχμαλωτίζουν τα νεύρα μας με του υπό χθόνου, τη σκοτεινή διάθεση. Στην αρχή αντιστεκόμαστε, όχι ανυποψίαστοι από το πλάσμα που στέκεται μπροστά μας. Μετά οι αντιστάσεις μας λυγίζουν και χαλαρώνουμε. Τότε ένας οξύς πόνος μας επαναφέρει.



    Κάθε Του λέξη και μία τέτοια δράση, παύση και ανάσα την εικόνα για να αντέξουνε τα αυτιά μας. Νιώθω ότι δεν μπορώ να αμυνθώ, κοιτάω δεξιά μου στην Ιχνηλάτρια . Πρέπει να βιώνει την ίδια αίσθηση, αλλά η καρδιά της το διαχειρίζεται διαφορετικά. Με ανοιχτό το στόμα για να απορροφήσει όσο το δυνατό περισσότερο, ένα χαμόγελο που δείχνει και προσμονή και ένα πνιγμένο βογκητό απόλαυσης την στιγμή του πόνου. Η εικόνα με πονάει περισσότερο και στρέφομαι προς τον Κυνηγό που με παρατηρεί.

    Καμία αντίδραση στο πρόσωπο του πέρα από την περιέργεια. Με βλέπει; Με βλέπει! Κοιτάω τα χέρια μου. Με βλέπω!! Τη σκιά μου θάβω, στα νομολόγητα σημεία.

    -Ναι φαίνεσαι άνθρωπε, κι άλλος πόνος. Άλλο ένα πνιγμένο βογκητό, κι άλλος πόνος από την ψυχή πλασμένος και πιο οδυνηρός. Την αγαπώ ακόμα και θα πονέσω για αυτό…

    -Τρεις κύκνοι διαφορετικοί στο δρόμο του θεού, ο Πόθος γελάει, ο άνεμος με το σίγμα του, με χαρά μας μαστιγώνει.



    Τρεις φιγούρες, μικρές τελείες, στο απέραντο συγκεντρωμένες. Η πίεση είναι αφόρητη, δεν είναι μόνο η εικόνα Του που διαβάλλει την ψυχική μας άμυνα. Η φωνή ενός Θεού, όπως εκατομμύρια πιστοί στους πιο θολούς εφιάλτες τους την συνέβαλλαν. Δεν μοιάζει με κάποιον που έμαθε να μιλάει ερχόμενος σε ένα κόσμο που ήδη μιλούσε, αλλά σαν αυτόν που όρισε τις λέξεις και τώρα στην αρχική τους μορφή, κοφτερές και πρωτότυπες, τις λαμβάνουμε.

    -Άρχοντα της πλάνης, βλέπω ότι θέλεις να δοκιμάσεις πάλι. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρεις;

    Ο Κυνηγός λόγω της πιο ευαίσθητης από τους απλούς ανθρώπους φύσης του, αντιλαμβάνεται τον πόνο σε υψηλότερα επίπεδα από εμάς. Το πρόσωπο του μία τεντωμένη μάσκα, μπροστά Του δείχνει γρέντζος, μικρός και βρώμικος. Ίσως και για αυτό επιλέγει την αλήθεια. Ίσως γιατί του τελείωσαν τα όπλα.

    -Δεν ανήκω στην φυλακή που μου χτίσατε. Η μίζερη αθωότητα που διατείνεστε ότι προστατεύετε, με καλεί συνεχώς. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρω, όσος χρόνος και να περάσει, δεν θα σε αφήσω ποτέ να χαλαρώσεις. Ένα ύπουλο σκυλί που μόλις βρει την ευκαιρία να είσαι σίγουρος ότι δεν θα σε δαγκώσει απλώς, η οργή του Κυνηγού φωτιά που με τα καρφιά της βίας με το ζόρι συγκρατείται. Φλόγα μικρή και διασκεδαστική για Τον Πόθο που τον πλησιάζει, με μια μικρή νότα προσμονής.

    Άραγε πόσο μεγάλη να ‘ναι;
    Αόρατες δυνάμεις δείχνουν να συνθλίβουν τον Κυνηγό που γονατίζει άτσαλα μπροστά Του. Ο Πόθος απλώνει το χέρι Του και το βάζει στο στόμα του Κυνηγού που προσπαθεί απεγνωσμένα να ανασάνει.

    -Δάγκωσε, πνεύματα που δεν μπορώ να διακρίνω παραμορφώνουν το πρόσωπο του Κυνηγού ή μήπως η προσπάθεια;

    Δεν έχει την δύναμη, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την απειλή του. Νιώθω ότι δεν είναι δίκαιο, νιώθω ότι συμπαθώ τον Κυνηγό. Να είναι άραγε αυτός και ο ύπουλος σκοπός του;

    Ο Πόθος συνεχίζει να προχωράει προς τον Κυνηγό. Αυτός γέρνει προς τα πίσω.

    Μπορεί ένα μικρό κλωνάρι να αντισταθεί σε ένα βουνό;

    Πέφτει κι απλώνεται σαν τσουβάλι, με γατιά γεμάτο όχι. Ο Πόθος συνεχίζει και απλώνει τώρα το πόδι Του. Γυμνό και αμόλυντο. Νευρώδες και στιβαρό, βυθίζεται στο στόμα του Κυνηγού, δίχως να σκιάζεται από την λάσπη που μπορεί να συναντήσει. Αφροί κυλάνε στα μάγουλα του Κυνηγού.

    -Δάγκωσε τώρα σκύλε. Μπορεί αυτός να σου φαίνεται πιο νόστιμος μεζές. Μπορείς;

    Ο Κυνηγός τελείως ανίκανος να ελέγξει οποιαδήποτε μυ του σώματος του, πνίγεται καθώς το πόδι Του Πόθου συνεχίζει να χάνεται από το οπτικό μας πεδίο, μέσα στη στοματική κοιλότητα του. Για μία απειροελάχιστη στιγμή με στοιχειώνει μια εικόνα. Το πόδι Του Πόθου να διαπερνάει το κρανίο Του Κυνηγού.

    -Ξεδοντιάρη, ο Πόθος σκάει στα γέλια. Απίστευτος πόνος σε όλο μας το σώμα, μας καταπίνει σαν καταιγίδα, χορταίνει και στη φωλιά της σέρνεται, κοιμάται. Με δυσκολία βλέπω.

    Ο Πόθος τραβάει το πόδι Του και κλοτσάει με δύναμη τον Κυνηγό. Η εικόνα του εξαερώνεται. Την μία στιγμή είναι εκεί, την άλλη όχι.

    -Θα τα πούμε σε λίγο σκύλε, γυρνάει προς το μέρος μας, ο πόνος μαλακώνει…


    Μόνο αποχρώσεις του μπλε χρωματίζουν τα βήματα Του καθώς με πλησιάζει. Κάθε Του κίνηση ικανή να με παρασύρει, θα μπορούσε και θα ήμουν ακόμα μαριονέτα Του, αν δεν…
    Η σκιά σαλεύει, σους της λέω, άγαλμα ακίνητο.


    Η Ιχνηλάτρια γυρνάει με κοιτάει. Το βλέμμα της αδιάφορο δεν με αναγνωρίζει. Η μικρή μου λατρεμένη…

    …δεν είχα θυμηθεί. Επιστρέφω το κεφάλι μου στο ύψος των γονάτων Του. Έχει σταματήσει. Η στάση Του προδίδει κάποια προφύλαξη, δεν έχει πεισθεί ακόμα. Πρέπει όμως. Μόνο έτσι θα χαλαρώσει. Ίσως είναι η μοναδική μας ελπίδα. Γέρνω το λαιμό μου προς τα πίσω και Τον κοιτάω με βλέμμα αληθινού έρωτα. Δεν είναι ψεύτικος, τα μάτια Του είναι τεράστια, μαύρα, πανέμορφα και καθαρά. Δύο μεγάλοι καθρέπτες και μέσα τους η αντανάκλαση του αγαπημένου μου.

    Η Ιχνηλάτρια χαμένη στα μάτια Του, αν είχα την δύναμη θα σηκωνόμουν και θα Τον κομμάτιαζα. Πρέπει να περιμένω, θα μου δώσει την ευκαιρία το ξέρω, θα θέλει να με κερδίσει σαν ίσος προς ίσο. Ή έτσι η ελπίδα με κάνει και νομίζω. Ίσως και αυτός.

    -Τι κάνουν τα μικρά μου κουταβάκια; Η φωνή ενός Κυρίου, κάτι πέρα από την λογική μου, σχεδόν με ωθεί να αρχίσω να κουνάω την ουρά μου. Η Ιχνηλάτρια ξαπλώνει με μία κίνηση απόλυτης υποταγής στο χώμα και γλύφει τα πόδια Του. Η ροζ της γλώσσα ακουμπά, με την τρυφερή της όψη το δέρμα του και υγραίνει το δρόμο που θα διαβεί. Τα κερασένια χείλια της αγκαλιάζουν με λαχτάρα το μεγάλο Του δάχτυλο και χιλιοστό με χιλιοστό το καταπίνουν, σαν το πιο νόστιμο απαγορευμένο καρπό που πόθησαν ποτέ.

    -Καλά εκπαιδευμένη η πουτάνα σου, δεν νομίζεις; Το χαμόγελο Του Πόθου απορροφά διψασμένο την οργή μου.

    Η σάρκα Του ποτισμένη λες με αφροδισιακό κάνει το σώμα μου να τρέμει. Δοκιμάζω τα δάχτυλα Του το ένα μετά το άλλο, σαν μικρά πέη που λαχταρώ να με ποτίσουν, να με πλημμυρίσουν και να με πάρουν με τη σειρά ή και όλα μαζί. Το σώμα μου το έχει κερδίζει με την μαγεία Του, αλλά όχι και την καρδιά μου.



    Αυτήν την έχω κρύψει μακριά από το σαρκοβόρο θέλω Του και τώρα στη σκιά χτυπάει. Στο ναό μου πλέει ένας άνεμος φθηνής ηδονής, που με τίποτα δεν μπορεί να μαγαρίσει τους πίνακες με την φιγούρα του θησαυρού μου. Άλλωστε οι μαύρες κουρτίνες που τους σκεπάζουν, θυμίζουν την νύχτα που κρύβει τα παιδιά της φοβισμένη. Και η τελευταία νύχτα δικιά μου θα ναι.

    Ένα τίναγμα με πετάει μακριά και το σώμα μου νιώθω να ελαφραίνει.

    -Φτάνουν τα παιχνίδια θα έχουμε χρόνο και μετά, η Ιχνηλάτρια όπως πριν ο Κυνηγός και αυτή σαν την ομίχλη χάνεται. Τελευταίος εγώ. Σκύβει από πάνω μου και απλώνει το χέρι Του στο πρόσωπο μου.

    -Εσύ θνητέ μαζί μου, θέλω την καρδιά σου… και γινόμαστε ένα. Ένα σώμα δυο ψυχές, ένας θεός και ένας θνητός. Ένας θεός που νιώθει και ένας θνητός που γεύεται το πάντα. Και μια σκιά που θεός δεν βλέπει.



    Πως είναι να είσαι εγκλωβισμένος μέσα στο σώμα ενός θεού;

    Πως είναι κάθε σου μόριο να έχει διασπαστεί και να πλέει στο εσωτερικό ενός αυγού;

    Η μία σου οντότητα να τεμαχίζεται σε άπειρες. Το συγκεκριμένο σου μέγεθος να απλοποιείται σε ατέρμονου πλήθους μηδενικά σημεία. Καθένα από αυτά να ανήκει σε διαφορετικό σύμπαν, να δέχεται άλλες βαρύτητες, θερμοκρασίες, ιξώδες και κανόνες αντίληψης.



    Τη μία στιγμή να σκέφτεσαι πως είναι δυνατό το μηδέν να μπορεί να νιώσει και την επόμενη, άλλη σκέψη να προσπαθεί να υποσκελίσει την πρώτη, η οποία παλεύει με μία τρίτη και ένας ορυμαγδός από πόλεμο απείρων συμπάντων που συγκρούονται μετωπικά σε ένα σύστημα αμέτρητων διαστάσεων, με σκοπό μονάχα ένα .



    Τα άπειρα να γίνουν ένα και το ένα να διασπαστεί και πάλι σε άπειρα. Στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς μου. Μια κίνηση επαναλαμβανόμενη.

    Μία μεγάλη έκρηξη.

    Η διασπορά.

    Το τέλος.

    Η επανένωση…

    Η δημιουργία μιας έκτασης που μοιάζει να τείνει στο άπειρο. Πλάσματα μύρια, παγωμένα σε μία στιγμή. Η ένταση στα σώματα τους, οι τένοντες σε μέλη που αποκομμένα αναζητούν τους ιδιοκτήτες τους, το αίμα σε όλες τις αποχρώσεις και σε όλα τα χρώματα, όλα σταματημένα, μία αχανής πετρωμένη σκηνή.

    Δεν υπάρχει αρχή και τέλος σε αυτό το πεδίο μάχης. Ο καθένας είναι εχθρός και κανείς δεν είναι φίλος. Δεν υπάρχουν δεδομένα, ούτε όπλα που επαναλαμβάνονται, μορφές που μοιάζουν, ανατομίες που ταιριάζουν. Ίσως μόνο μία κοινή βάση. Σκότωσε ότι είναι δίπλα σου, όποιον διασχίζει το πεδίο βολής, ότι σε εμποδίζει στο επόμενο στόχο σου. Ζήσε περισσότερο από τους άλλους, οδηγώντας τους στο χαμό πριν προλάβουν να σου χαρίσουν αυτοί την έννοια της ψευδαίσθησης του θανάτου.



    Ο χώρος μοιάζει επίπεδος, αλλά σώματα νεκρά φτιάχνουν λόφους που πρέπει να δρασκελίσεις, μηχανές και ακρωτηριασμένα θηριώδη κτήνη, ζούγκλες που παλεύεις να μη χαθείς. Λάκκοι και τρύπες από χτυπήματα που δεν βρήκαν το στόχο τους, μοιάζουν με παγίδες ικανές να σε αναγκάσουν να γονατίσεις και μετά να παλεύεις να σηκωθείς δίχως πια τα άκρα που θα μπορούσαν να σε στηρίξουν.

    Φωτιές παγωμένες που φέρνουν σε εξωτικές βάτους είναι οάσεις που μπορείς να χωθείς για να πάρεις μια ανάσα από τον πόνο, που σε σκεπάζει. Κτίσματα μόνο από σάρκα, φρέσκια και ακόμα ζωντανή, σε μια άναρχη και χαοτική δόμηση, σαν κάποιος γίγαντας απλώς τα στοίβαξε για να ανοίξει δρόμο. Ίσως και έτσι να έχει γίνει.

    Χιλιόμετρα μακριά σε ένα άνοιγμα στέκεται ο Πόθος γυμνός. Δεν είναι παγωμένος. Απλώς ατενίζει και ίσως να απολαμβάνει το έργο που έπλασε. Αντικείμενο στα χέρια Του, όπλο θανάτου άραγε, ένα μικρό καλάμι.

    Δεκάδες χιλιάδες σώματα πιο πέρα, η Ιχνηλάτρια. Το σώμα της χρωματισμένο μαύρο. Στα λεπτά και στο σκοτάδι του εβένου βαμμένα δάχτυλα της, ένα πινέλο ενός ζωγράφου. Το πρόσωπο της γαλήνιο και κατά άλλα ανέκφραστο, ένα άγαλμα που σε καλεί να ασελγήσεις πάνω του.

    Κάπου στο κέντρο του ολέθρου, χωμένος μέσα στη λάσπη, να ξεπροβάλλει απότομα από μέσα της, ο Κυνηγός. Στα χέρια του ένας λευκός μανδύας, καθαρός και αμόλυντος.

    Κι εγώ να κολυμπώ στο «είναι» του θεού.

    Σιωπή για μία στιγμή. Μία στιγμή που κρατάει μέρες ή αιώνες…

    Τα πάντα στατικά εκτός από το στήθος Του Πόθου που ανασαίνει. Ο ουρανός σε κάθε Του πνοή, σκουραίνει. Πνοές από τα σπλάχνα ενός θεού που ανεβαίνουν προς τα πάνω. Οι πνοές μεστώνουν και σε ρεύματα ανέμου θεριεύουν. Όσο πιο ψηλά τόσο πιο μεγάλα τα θεριά.



    Αναμειγνύονται με τους υδρατμούς των πολεμιστών και μαυρίζουν. Αποκτούν πυκνότητα και σύννεφα δειλά γεννιούνται. Ακόμα πιο ψηλά και γίγαντες υγροί έτοιμοι να στάξουν δηλητήριο, κατακτούν το παρθενικό γαλάζιο.

    Μία κίνηση αργή στο καλάμι του θεού και τα σύννεφα στροβιλίζονται. Συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο, σε μια πειθαρχημένη σειρά. Το καλάμι κινείται κυκλικά, το ίδιο και οι γίγαντες. Ο ρυθμός αυξάνει και τα θεριά αποκτούν νεύρο. Πιο γρήγορα και το νεύρο γίνεται θυμός.

    Ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και ο θυμός οργή. Ο ήχος που σκίζει τον αιθέρα από το καλάμι και μια λαίλαπα που μόνο από τα χέρια Του θεού θα μπορούσε να τιθασευτεί. Το κούφιο ξύλο στα χέρια του Πόθου φρενιασμένα μειώνει την ακτίνα των κύκλων και τα σύννεφα ακολουθούν.

    Και πλησιάζουν.

    Και συναντιούνται.

    Στο Κέντρο.

    Ένας κεραυνός πατέρας όλως αυτών που ξέρουμε ξεπηδάει από την σύγκρουση και σκάει στο κέντρου του πεδίου. Τα πάντα ζωντανεύουν.

    Πρώτα οι χτύποι της καρδιάς, ακολουθούν οι ανάσες, ύστερα η κίνηση και ο θόρυβος ξεκινά…

    …σε μια αρένα χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων. Εκατομμύρια πλάσματα μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις για την επιβίωση. Εχθροί του καθενός, όλοι οι υπόλοιποι. Μέταλλα, ξύλα, πέτρα, οργανικά και ανόργανα που συγκρούονται.



    Αίμα, ιδρώτας, σάλια, ούρα, οξέα, που τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Κεφάλια που αποχωρίζονται σε εκατοστά του δευτερολέπτου το σώμα που για χρόνια δέσποζαν, για να χρησιμοποιηθούν το επόμενο εκατοστό σαν φονικά όπλα στα χέρια αυτών που καταλήγουν. Ο ουρανός συμμετέχει στην τιτάνια αυτή μάχη ξερνώντας φωτιά και καίγοντας ότι ξεχωρίζει.



    Δίχως λόγο, δίχως σκοπό, ακολουθώντας ένα φρενιασμένο χορό η γη σκίζεται και τεράστια στόματα εμφανίζονται, με δόντια από κοφτερό γρανίτη και καταπίνουν, σκίζοντας με λαχτάρα ότι δεν καταφέρνει να τ’ αποφύγει.

    (-Σε παρακαλώ, θέλω κι άλλο, ικετεύει η ζωή τον θάνατο.


    -Θα έχει και τώρα σταματά να αναπνέεις…)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ιn the Battle 9th


    “Το Κάστρο” (D-Day 15)

    Mirror 6th


    “The War” Β



    Ένα πλάσμα που ο κορμός του θυμίζει ελέφαντα, αλλά το κεφάλι του είναι ανθρώπινο, εφορμά σε ένα όχλο από νάνους. Ποδοπατά, κρανία που τσακίζονται με εκκωφαντικούς θορύβους, κονιορτοποιεί, τη σάρκα τους που σκάει με ήχο υγρό, με το στόμα και τα ανθρώπινα αλλά τεράστια λόγω μεγέθους δόντια αφαιρεί και φτύνει οτιδήποτε μαλακό και αδύναμο βρίσκεται μπροστά του.



    Η μάχη δείχνει άνιση και τα δεκάδες σώματα των νάνων που δεν υποχωρούν, διαιρούνται σε εκατοντάδες μικρότερα κομμάτια. Ένας νάνος αποκόβεται από την ομάδα και στέκεται εμπρός στον ελέφαντα. Μικρό ποντίκι κλαίει; Ο δεύτερος σταματά και κοιτάει το μικροκαμωμένο πλάσμα που τόλμησε να τον αντιμετωπίσει μόνο μοναχό του μόνο. Ο νάνος σηκώνει ένα μεταλλικό μπαστούνι με τα δυο του χέρια πάνω από το κεφάλι του. Κάποιος μηχανισμός δίνει κι άλλο ύψος στο μπαστούνι που τώρα ξεπερνά τα τρία μέτρα και καταλήγει σε μια ακίδα που σημαδεύει τον ουρανό.



    Ο ελεφαντάνθρωπος τον κοιτάζει με απορία και καθυστερεί την επίθεση του. Είναι αρκετό, γιατί ο ουρανός δεν αργοπορεί καθόλου και στέλνει την φωτιά του με την μορφή ενός κεραυνού στο μπαστούνι. Ο μικρόσωμος πολεμιστής πεθαίνει ακαριαία, αλλά όχι άδικα. Ο ελεφαντάνθρωπος βρίσκεται σε απόσταση λίγων μέτρων και τυφλώνεται. Τα μάτια του λιώνουν από την λάμψη και την θερμοκρασία και εξαερώνονται. Ο πόνος είναι μεγάλος, αλλά η οργή του απίστευτη όταν συνειδητοποιεί το σφάλμα του.

    Στραβωμένος αρχίζει και κινείται άτσαλα προσπαθώντας να αμυνθεί. Οι νάνοι τον περικυκλώνουν αλλά ακόμα δεν τον πλησιάζουν. Το λαβωμένο ζώο δαγκώνει στον αέρα παλεύοντας να τρομάξει τους αόρατους διώκτες του και περιστρέφει το άγαρμπο σώμα του για να καλύψει τα αδύναμα νώτα του. Μπερδεύεται όμως σε μία μάζα από σάρκινα κομμάτια, πέφτει και οι νάνοι ορμούν.



    Κατά δεκάδες μέχρι που το σώμα του κτήνους σκεπάζεται. Πλάσματα μικρά που με μαχαίρια, με τα δόντια και με τα νύχια τους, σκάβουν μέσα σε ένα μικρό λοφίσκο από σάρκα που χαμηλώνει. Τα έχει παρασύρει η μανία σε τέτοιο βαθμό που χτυπούν όχι μόνο την σάρκα του ζώου, αλλά και ότι βρουν μπροστά τους. Χωμένοι μέσα στην κοιλιά του κτήνους μάχονται μεταξύ τους. Με τα εντόσθια και τους τένοντες του πνίγουν τους πρώην συντρόφους τους. Από πίσω συνεχίζουν να πέφτουν σαν ποτάμι οι υπόλοιποι που τώρα δεν κυνηγούν το ζώο, αλλά την δική τους σάρκα…

    Χιλιόμετρα πιο μακριά ένας παράξενος κυκλικός σχηματισμός, ένα τεράστιο άνθος.



    Πλάσματα που μοιάζουν με αφύσικα μικροσκοπικούς έφηβους, γυμνοί και με μέτωπο έξω από τον κύκλο αμύνονται με όλες τους τις δυνάμεις. Υποχωρούν και εφορμούν ξανά, αλλά έως μια συγκεκριμένη απόσταση από τον κέντρο του κύκλου. Από την πλάτη του καθενός ξεκινά ένας σάρκινος σωλήνας, ένας ομφάλιος λώρος. Δείχνει εύθραυστος αλλά δεν είναι. Είναι ζωντανός και με δύναμη κι ενέργεια το έλλογο τείχος τροφοδοτεί. Δεκάδες λώροι που δεν μπλέκονται μεταξύ τους και καταλήγουν όλοι στο σώμα που στέκεται γυμνό και ξαπλωμένο στο κέντρο του κύκλου.

    Θυμίζει γυναίκα που από το σώμα της ξεπηδούν σωλήνες, αλλά το ύψος της ξεπερνά τα μέτρα τρία. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σημείο του σώματος κενό. Οι οργανικές απολήξεις δείχνουν ριζωμένες και οι φλέβες που τις στηρίζουν χοντρές και ζορισμένες, έτοιμες να σκάσουν από την προσπάθεια. Μάτια δεν υπάρχουν, στη θέση ρίζες και σφηνωμένοι δίοδοι, που εξελίσσονται και αυτοί σε λώρους. Το ίδιο και στο στόμα και την μύτη, στα μάγουλα, στο στήθος, στα χέρια, στον κορμό, στα πόδια, από παντού ξεκινούν εκτός από το σημείο του αιδοίου. Οι λώροι μετακινούνται ακολουθώντας τα βήματα των πολεμιστών και η γυναίκα μοιάζει να ακολουθεί τις κινήσεις τους σε ένα άναρχο χορό οδύνης. Φίδια που στραγγίζουν και προκαλούν πόνο.

    Ο πόνος όμως πηγάζει από αλλού. Ανάμεσα στα πόδια της και όρθιο ένα μικρό αγόρι.



    Ένα πανέμορφο πλάσμα που δείχνει ψυχρό, ντυμένο με έναν λευκό μανδύα. Στο κέντρο του μετώπου, ένα μόνο μάτι μαύρο. Στην κορυφή του κεφαλιού φυτρώνει, ένα μεγάλο κατάλευκο κέρατο. Ήρεμο, σα να κοιμάται και να μην αντιλαμβάνεται τον ορυμαγδό. Στα χέρια του δεμένες ξύλινες χοντρές λαβές. Ουρές δερμάτινες που ξεκινούν και ξεπερνούν σε μήκος το μικρό του μπόι. Τα μαστίγια ξεδιπλώνονται στο χώμα πίσω από την πλάτη του και τελειώνουν σε κοφτερές σαν ξυράφια μεταλλικές αιχμές.

    Γύρω από τον κύκλο εκατοντάδες σκυλιά. Λυσσασμένα, με βολβούς λευκούς, επιτίθενται τυφλά προσπαθώντας να σπάσουν τον κλοιό και να φτάσουν στην γυναίκα.



    Οι έφηβοι οπλισμένοι με λεπτά σπαθιά τραυματίζουν, σκοτώνουν, αποκρούουν τ’ άγρια ζώα. Τα πληγωμένα την αμέσως επόμενη στιγμή γίνονται λεία για τους επίδοξους θηρευτές και το τείχος προσωρινά αντέχει. Ο αριθμός των σκυλιών όμως συνεχώς αυξάνει και η μάχη δείχνει άνιση. Από ψηλά, η εικόνα δείχνει σαν μικρή νησίδα ξηράς που αντιστέκεται στην παλίρροια.

    Ένα ξαφνικό κύμα αναγκάζει το τείχος να υποχωρήσει. Το παιδί ακίνητο σαν άγαλμα δεν ταράζεται καθόλου. Κοιτάζει ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας. Τα χείλια της φουσκωμένα, ανοιχτά και τεντωμένα. Σφήνες ξύλινες, μπηγμένες στην σάρκα της αφήνουν ακάλυπτο τον υγρό ναό και την ιέρεια που φυλάσσει την παρθένα είσοδο.

    Ένα δεύτερο κύμα, αναγκάζει τους υπερασπιστές να υποχωρήσουν κι άλλο. Το αγόρι ατάραχο κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Σηκώνει αργά τα χέρια του ψηλά και ανοιχτά. Οι ουρές των πλαισιώνουν σαν μαύρα μακριά μαλλιά.

    Ένα τρίτο κύμα και το τείχος φτάνει στα όρια του. Το αγόρι γυρνάει απότομα και βίαια γύρω από τον εαυτό του. Οι ουρές τον ακολουθούν σε μια πειθαρχημένη πορεία και οι αιχμές διαγράφοντας μια ακραία ενεργειακή τροχιά συναντούν με ορμή την τρυφερή σάρκα του ναού…



    …και ξεκινά ο πόνος. Σαν μια μεγάλη έκρηξη σε ένα κόσμο κοιμισμένο. Σαν την μέρα που πλάστηκε το φως, ένα δώρο δοσμένο με ατόφια παρθένα βία, που δεν απέχει πολύ από την απέραντη λατρεία ενός ερωτευμένου. Μετά το φως ή μέρα και στο τέλος της η νύχτα.

    Εκεί που το σκοτεινό με το φωτεινό διαχωρίζονται, που η ένταση με την σιωπή αγγίζουν η μία την άλλη με τα ακροδάχτυλα τους, εκεί που πόνος σβήνει και το σώμα απολαμβάνει μια στιγμιαία γαλήνη, πριν έρθει ο επόμενος, εκείνη την στιγμή η μήτρα της γυναίκας αποκαλύπτει τον καρπό της.

    Ενέργεια, δύναμη, κουράγιο, έμπνευση, μαγεία, ζωή, ατόφια αποστάγματα στο υγρό που ξεκινά από τις απολήξεις της μητέρας, για να καταλήξει στην ψυχή των αγοριών της.

    Τα σώματα τους αντιστέκονται στην λαίλαπα των βαρβάρων, χάνουν τα δάχτυλα τους στο στόμα των σκυλιών, αλλά η ψυχή τους σπρώχνει προς τα εμπρός.

    Τα κύματα σκάνε διαδοχικά και χωρίς ανάσα τον ένα πάνω στο άλλο, χιλιάδες ζώα που θέλουν απεγνωσμένα να τραφούν από την άσπιλη παρθένα, το παιδί ξαναχτυπά. Το κακό ενάντια στο καλό. Η αθωότητα απέναντι στην ενοχή, η μητέρα τινάζεται και αίμα αναβλύζει με δύναμη από τις πληγές της, μια πηγή που ποτίζει το χώμα.

    Οι πολεμιστές αντιστέκονται, μπουκώνουν με την σάρκα τους, τα στομάχια των πεινασμένων. Χέρια και άκρα που μοιράζονται σε δεκάδες συνειδήσεις. Αλλά δεν υποχωρούν, προελαύνουν κάποια ακόμα όρθια, κάποια γονατιστά μην έχοντας πόδια να βαδίσουν, άλλα σύρονται πάνω στις ανοιχτές κοιλιές τους, χρησιμοποιώντας την αύρα τους ως ασπίδα και το υπολείμματα του απτού τους σώματος ως όπλα.

    Το αγόρι χορεύει φρενιασμένο και χτυπά αδιάκοπα. Τα πόδια του βυθισμένα σε μια λιμνούλα αίματος. Σταγόνες που κυλούν στο λευκό μανδύα του και αφήνουν εικόνες πίσω τους. Η ιστορία της Μητέρας, του Πατέρα, ενός κόσμου ολάκερου . Λέξεις που δημιουργούνται και πάνω τους γράφονται άλλες, για να ακολουθήσουν οι επόμενες, ιστορίες μικρές καθημερινές γεμάτες από συναίσθημα.




    Ο μανδύας του παιδιού, ο καμβάς που αποτυπώνει την ιστορία της φυλής και αυτό να συνεχίζει να γυρνά και με τα όργανα του πόνου να οργώνει. Η γυναίκα να καρποφορεί ξανά και να στέλνει το υγρό της πλάσμα στα στερνά της.

    Η ώρα έφτασε και το τείχος των εφήβων ετοιμάζεται πέσει. Ένα τέλος, ηρωικό που θα χαθεί για πάντα μέσα σε αυτή την λάσπη. Το αγόρι χτυπά μανιασμένα, οι κινήσεις του δεν ξεχωρίζουν, μια θολή εικόνα από ενιαίες φωτογραφίες που αλλάζουν στάση καλπάζοντας ελεύθερα στο χρόνο. Σάρκα πια στην μητέρα δεν υπάρχει, την στιγμή που ο επιθανάτιος αδερφός την αγκαλιάζει, ο οργασμός της το τελευταίο άσμα που χαρίζει στην ύπαρξη.

    Η υποχώρηση του εδάφους, μια τρύπα που εμφανίζεται μέσα από την κόκκινη λίμνη, μια εισπνοή της γης και η μεγάλη εκτόνωση. Χιλιάδες εκρήξεις πλεγμένες σε μία, με επίκεντρο την μητέρα. Ένα κύμα παλιρροιακό στο χώμα, στο αίμα, στα σώματα, νεκρώνει ό,τι συναντά και κινείται προς τα έξω, καταπίνοντας τα πάντα. Το κύμα φτάνει σε διάμετρο ενός χιλιομέτρου και μετά σταδιακά χαμηλώνει, μέχρι που στο τέλος σταματά.

    Στον τεράστιο κυκλικό δίσκο που αφήνει πίσω της η έκρηξη, σιγή. Οι θόρυβοι απ’ έξω δεν εισδύουν. Κανένας χτύπος, κανένας σφυγμός, καμία ανάσα. Τίποτα ζωντανό, εκτός από έναν.

    Το παιδί στέκεται όρθιο και ατενίζει το χάος. Στο μανδύα του κυλούν οι τελευταίες σταγόνες της. Τον πιάνει στα χέρια του και τον τραβά. Απομακρύνεται από το σώμα του και μεταμορφώνεται. Μια φιγούρα απόκοσμη, μια οντότητα μοναδική.

    Ο Κυνηγός…



    (-Έχει και συνέχεια ρωτάει το κεφάλι το σπαθί;


    -Έχει στάσου τώρα ακίνητο…)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 9th War Bottle

    “Το Κάστρο” (Μέρα 16η)




    Δένδρα που παλεύουν μεταξύ τους. Πληγωμένα, άγρια, με ρόζους και κόμπους αιχμηρούς, με φύλλα διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων. Άλλα με κλαδιά χοντρά και στιβαρά σαν πόδια δεινοσαύρων και άλλα με κλαδιά επιδέξια και μακριά, ικανά να στραγγαλίζουν, να ξεριζώσουν και να εκσφενδονίσουν βράχους. Το δάσος πολεμά για το χώμα που κιοτεύει.

    Όλα όμως δένδρα είναι και αυτό δεν είναι το μοναδικό κοινό τους σημείο. Σε καθένα από αυτά και πάνω στον κορμό τους παγιδευμένη μια γυναίκα. Σε άλλα δεμένες με σχοινιά χοντρά που ματώνουν την τρυφερή τους σάρκα, σε άλλα με σφήνες καρφωμένες με το αίμα τους να ανακατεύεται με τα υγρά των ξύλινων πληγών.




    Κάποια με τα χαμηλά χλωρά κλαδιά και τις δεκάδες αγκίδες τους να κρατούν σφιχτά τα γυμνά γυναικεία κορμιά και κάποια λες και έθρεψαν πάνω από τους θηλυκούς μηρούς και τα λευκά τους χέρια, αφήνουν το απαλό τους σώμα έκθετο και ευάλωτο σε κάθε είδους παραβίαση.

    Δεν είναι όλες οι στάσεις των ανθρώπινων δολωμάτων ίδιες. Όρθιες με τα χεριά ελεύθερα και τα νύχια προτεταμένα προσπαθώντας να αντισταθούν στις επιθέσεις, αγκαλιάζοντας τον κορμό με την οπίσθια μεριά τους, να θολώνει την όποια κρίση των αντιληπτικών οργάνων.



    Τεντωμένες με τα χέρια και τα πόδια να δένονται από πίσω και τα στήθια τους να λάμπουνε υγρά και βαριά, ανάποδα με το κεφάλι κοντά στις ρίζες του δέντρου που τη φέρει και τα μαλλιά να μουσκεύουν στην λάσπη.

    Οι μάχες είναι τρομακτικές, οι ήχοι του ξύλου που θρυμματίζεται, συνοδεύονται από κραυγές απόγνωσης, πόνου, λαγνείας και θανάτου. Δεν υπάρχει εχθρός, δεν υπάρχει φίλος, αλλά ούτε και στρατόπεδα. Θυμίζει μια τιτάνια μάχη αρσενικών με στόχο την εξόντωση όλων των υπολοίπων και έπαθλο την κυριαρχία του ενός. Μία μάχη γυναίκα, που στη σπηλιά της, τα δύναμα αρσενικά θα παραδώσουν το σφυγμό τους.

    Η Ιχνηλάτρια δείχνει να βαδίζει ανάμεσα τους ανενόχλητη. Μόνο στην αρχή όμως…

    Σαν την ομίχλη που τη γη δεν ακουμπά, πλέει λίγο πιο πάνω από το έδαφος. Το σώμα της, από καπνό μοιάζει να είναι και το πιο μικρό ρεύμα την παρασέρνει στην πορεία του. Ανεπαίσθητες οι κινήσεις των χεριών της, σαν να κολυμπά αδιόρατα, κρατούν την συνοχή των μελών της που δείχνουν τόσο ευαίσθητα, έτοιμα να σπάσουν σε οτιδήποτε στερεό συναντήσουν.



    Και όμως, η θέληση θεό θέλει να λυγίσει. Και ικανή μοιάζει, το απέραντο στο τέρμα να κυλήσει.



    Οι γεμάτες ένταση μάχες των ξύλινων πλασμάτων, δημιουργούν τρικυμία στις λίμνες των αερίων που διασχίζει η Ιχνηλάτρια. Με επιδέξιες κινήσεις περνάει ανάμεσα τους, καβαλώντας τα αέρινα κύματα, στρίβοντας και αποφεύγοντας, καταφέρνει σαν έμπειρη καπετάνισσα να χώνεται όλο και πιο βαθιά στο πέλαγος των κλαδιών που κομματιάζουν το ένα το άλλο με μανία.
    Τρία κοντόχοντρα Ελαιόδεντρα, τραβούν με μανία τις ρίζες ενός έφηβου Πλατάνου. Το νεαρό δέντρο με τα χαμηλά μυώδη κλαδιά του σαρώνει τα κεφάλια των Ελαίων ξεριζώνοντας οτιδήποτε βρίσκουν στο δρόμο τους, προχωρώντας προς τους γέρικους στεγνούς κορμούς τους.




    Οι τρεις γριές δείχνουν ανήμπορες σε μια μάχη που το παλιό μάχεται με το νέο. Το χαμηλό τους ύψος και το πείσμα συναγωνίζεται τις στριγκές φωνές τους και ώρα με την ώρα η γελοία τους προσπάθεια νόημα αποκτά. Οι πιο πρόσφατες ρίζες του Πλάτανου υποχωρούν και σπάνε και η ισορροπία του ταράζεται.

    Η Ιχνηλάτρια αιωρείται ακίνητη μπροστά τους περιμένοντας να βρει το κατάλληλο κενό.



    Το νεαρό δέντρο νιώθοντας την απειλή, εντείνει τις επιθέσεις του και τα πληγωμένα κλαδιά του φτάνουν στην χαμηλή κορυφή της πιο ψηλής Ελιάς. Με δάχτυλα από ξύλο και χέρια γεμάτα πράσινους χυμούς αφήνει τις άλλες δύο, πιάνει την αρχή του κορμού της και παλεύει να την σκίσει.




    Το ουρλιαχτό της που θυμίζει μοιρολόι τρελής γυναίκας, η μοναδική αντίσταση της. Πάνω στο κορμό της δεμένη μια γριά που δείχνει κομισμένη. Οι άλλες δύο τραβούν με μεγαλύτερη δύναμη και άλλες ρίζες υποχωρούν με πνιχτούς υγρούς ήχους.

    Ο Πλάτανος συνεχίζει απτόητος και η νεαρή έφηβη που είναι μπλεγμένη στον φλοιό του κραυγάζει ρυθμικά παροτρύνοντας τον.

    Ένας μικρός ξερός ήχος για αρχή και ο κορμός της γριάς ανοίγει. Μία ρωγμή που ξεκινά από πάνω και η άμυνα καταρρέει. Το άνοιγμα αμβλύνεται και το σώμα της δεμένης γυναίκας ακολουθεί με ήχους που φέρουν σε αυτό που είναι. Θόρυβος από κόκαλα που εξαρθρώνονται, από σάρκα που τεντώνεται και μαζί με τα εσωτερικά όργανα, διαχωρίζονται δίχως καμιά αντίσταση στα δύο.

    Το νεαρό δέντρο κερδίζει αυτή τη μάχη και κάνει να γυρίσει στις άλλες δύο. Μια κίνηση που μετατοπίζει το κέντρο βάρος του και ένα μεγάλο κομμάτι ρίζας, που οι δύο γριές μαζί τραβούν με όλη τους την δύναμη, ξεκολλάει από το έδαφος.




    Ο Πλάτανος κάνει να στηριχθεί αλλά έχει ήδη διαμορφωμένη τροχιά και ο άξονας ισορροπίας σε αυτή τη θέση δεν υπάρχει πια. Αρχίζει να πέφτει. Όχι γρήγορα, όχι εύκολα, όχι χωρίς αντίτιμο, υπάρχουν ρίζες που μπορούν να τον στηρίξουν, αλλά στον αγώνα που κάνουν για να κρατήσουν το βάρος αφήνονται ακάλυπτες στις γριές που καραδοκούν.




    Τώρα λυγίζουν πιο εύκολα και ο Πλάτανος υποκύπτει. Η πτώση του μοιάζει ηρωική και οι γριές σαν πεινασμένα τσακάλια χιμούν πάνω στο αδύναμο κορμί του.

    Η πτώση του Πλάτανου δημιουργεί το κενό που η Ιχνηλάτρια προσδοκούσε και αθόρυβα περνάει από εκεί που δευτερόλεπτα πιο πριν στεκόταν ένας έφηβος πολεμιστής.

    Σε αυτήν την αλλόκοτη παράνοια κανένας δεν την αντιλαμβάνεται. Ή μάλλον θνητός, κανένας.

    Ψηλά, πολύ ψηλά πετάει ένα γεράκι. Στο ράμφος Του κρατημένο ένα καλάμι και τα μάτια Του καρφωμένα στην Ιχνηλάτρια…

    Το γεράκι ανοίγει το ράμφος του και το καλάμι πέφτει. Ακίνητο στο ξεκίνημα μα η ορμή του ξεπερνά την αντίσταση του μικρού του βάρους. Περιστρέφεται και από το μικρό του στόμιο, σκόνη ξεχύνεται που με το άνεμο παρασέρνεται προς τα πάνω.




    Κόκκοι μικροί και χιλιάδες που σαν μαντήλι από μετάξι ακολουθούν τα τερτίπια του ανέμου και λικνίζονται σε ένα μυστικό ρυθμό. Το καλάμι συνεχίζει να την διαδρομή προς τη γη δίχως πια από μέσα του τίποτα να δραπετεύει. Το γεράκι βουτάει με δύναμη, αποφεύγει το παράξενο μαντήλι, φτάνει το καλάμι και μια κίνηση μοναδική πιάνει πάλι το καλάμι στο ράμφος του και πετάει μακριά.

    Οι κόκκοι αιωρούνται, στέκονται, πορεία αλλάζουν και αργά γλιστρούν προς το έδαφος. Σταγόνες υγρασίας στο δρόμο συναντούν και ανακατεύονται όλα μαζί σε ένα μυστηριακό τελετουργικό. Ο κόκκοι απορροφούν τα σταγονίδια και φουσκώνουν. Σπόροι παράξενοι που καταπίνουν αέρα και νερό και φτάνουν στο μέγεθος μικρών καρυδιών μέχρι που pαγίζουνε και σπάνε.

    Το περίβλημα διαλύεται και χάνεται και κόκκινη και τρυφερή ψίχα στο δρόμο τον προηγούμενο ακολουθεί. Το αγέρι από την πτώση στα δειλά παιδιά θάρρος δίνει και η κόκκινη ψίχα ξεδιπλώνει το πέπλο της.

    Με χρώμα άλικο, πέταλα από λουλούδια ξεχωρίζουν και μια αιμάτινη βροχή, ένα σμήνος από αλλόκοτες πεταλούδες δίχως σώμα σχηματίζεται .

    Μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα η μάχη δεν δείχνει να σιωπά. Ξύλο και σάρκα ανθρώπινη με το υγρό χώμα αναμοχλεύονται. Χέρια και κλαριά παλεύουν μεταξύ τους και η Ιχνηλάτρια απαρατήρητη να πλέει ανάμεσα τους.

    Το σμήνος βλέπει το στόχο του και κινείται προς τα εκεί. Πέταλα που πετούν σαν πεταλούδες, φτάνουν και προσπερνούν τα δέντρα που πολεμούν.

    Δύο Κυπαρίσσια πέφτουν αγκαλιασμένα και η Ιχνηλάτρια κινείται προς το άνοιγμα που δημιουργείται. Δεν προλαβαίνει να περάσει κι ένα κόκκινο σύννεφο με τριανταφυλλένια υφή την τυλίγει. Πέταλα από ορφανά λουλούδια σκεπάζουν το σώμα της ολόκληρο. Δε νιώθει πόνο, μα μόνο μια γλυκιά θαλπωρή και το σθένος της βαραίνει.

    Δεν είναι όμως μόνο η ψυχή της που βάρος αποκτά, αλλά και η υλική της υπόσταση. Το δέρμα και τα μαλλιά της απορροφούν τα πέταλα και η ίδια χάνει την προκάλυψη της.




    Προσγειώνεται στο έδαφος όρθια, με έναν απαλό θόρυβο. Ένας ήχος που θα μπορούσε να πνιγεί στο ορυμαγδό που φωνάζει γύρω της, αλλά για έναν καθόλου αθώο λόγο, γίνεται από όλους αντιληπτός.

    Και η μάχη σταματά.

    Τα δέντρα στρέφονται προς το μέρος της.



    Η Ιχνηλάτρια, στυλώνει το σώμα της και σφίγγει το πινέλο, το μοναδικό της όπλο.

    Η ζούγκλα συσπειρώνεται προς τον νέο της εχθρό.

    Ένα τρυφερό κορίτσι, με δυνατό βλέμμα δίχως ίχνος φόβου μέσα της στο κέντρο του θανάτου, υψώνει το δεξί της χέρι και ζωγραφίζει στον αέρα. Οι ρίζες των δέντρων κινούνται προς το κορίτσι…

    …μια τεράστια κινούμενη θάλασσα, από κορμούς, άκρα, φύλλα και αιώνια οργή.

    Η Ιχνηλάτρια δουλεύει το χέρι της με επιδεξιότητα, σε ένα σχέδιο που ακόμα αόρατο μοιάζει. Τα πρώτα δένδρα φτάνουν σε μια απόσταση μερικών μέτρων από την κοπέλα που κινείται σε ρυθμό έκστασης, τραγούδι παιδικό και σταματούν.




    Ένας κύκλος γύρω από το κορίτσι που αδιαφορεί και σκίζει τον αέρα με το μικρό της πινέλο. Δέντρα συνεχίζουν να πλησιάζουν από πίσω με το πάχος της γραμμής να μεγαλώνει. Πέντε μέτρα, δέκα μέτρα, τριάντα μέτρα. Όσα γεμίζουν το κενό σταματούν και άλλα από πίσω τους συνεχίζουν να πλησιάζουν. Πενήντα μέτρα, εκατό μέτρα, η Ιχνηλάτρια τελειώνει με το σχέδιο και ξεκινά καινούριο λίγο πιο δίπλα.

    Τα κλαριά μπλέκονται το ένα με το άλλο, οι ρίζες σχηματίζουν δαιδαλώδη μωσαϊκά, διακόσια μέτρα, τριακόσια, πεντακόσια, χίλια.

    Η Ιχνηλάτρια, τελειώνει και ξεκινά ένα νέο χορό με το λευκό της χέρι. Χρώματα διαφόρων αποχρώσεων και πυκνοτήτων, πέντε χιλιάδες μέτρα, δέκα, είκοσι κι άλλο σχέδιο και άλλος ένα χορός με τα χέρια, με τα πόδια, με το κορμό, με τα μαλλιά της κι άλλο ένα και ακόμα ένα, μέχρι που του σώμα της συμπληρώνει μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών και τότε σταματά. Τα δέντρα όμως όχι.

    Το κορίτσι που σε μια άλλη ζωή το φώναζαν Πηγή, περνάει το πινέλο στη ζώνη που δένει στη μέση της και σηκώνει τα χέρια στο ύψος του στόματος της. Το πλήθος των ξύλινων εχθρών που κινείται πλησιάζει στο τέλος του. Ένας κυκλικός δίσκος με ακτίνα κάπου εκατό χιλιόμετρα και μ’ ένα μικρό κενό στο κέντρο.



    Στο κέντρο η Πηγή.

    Ενώνει τις χούφτες της και φυσάει μέσα. Οι φλέβες στο λευκό της δέρμα, διαγράφουν τις δικές τους διαδρομές, υπόγεια ποτάμια που πιέζουν την επιφάνεια σε μια ύστατη προσπάθεια απόδρασης.

    Απομακρύνει τα χέρια από τα χείλη της και με μια κίνηση ελπίδας τ’ ανοίγει απότομα απελευθερώνοντας την ενέργεια που είχε φυλάξει μέσα στις παλάμες της.

    Γύρη χρυσή που στο αέρα στέκεται αψηφώντας του φυσικού τους νόμους. Η κίνηση γύρω της έχει τελειώσει και κανείς δεν τολμά να κάνει την αρχή. Ίσως να φοβούνται, ίσως να περιμένουν , ίσως να ελπίζουν.

    Φουσκώνει τα μάγουλα της και στέλνει μια πολύχρωμη πνοή προς τη σκόνη που πετά. Αυτή αποκτά ζωή, ταλαντεύεται και με μια κίνηση τρυφερή αγγίζει το πρώτο σχέδιο και γεννιέται Φως.

    Το Φως αγκαλιάζει την υγρασία του Θανάτου που αιωρείται στην ατμόσφαιρα και ανθίζει ο Χρόνος.

    Ο Χρόνος χαμογελά και ο ήχος που χαρίζει φέρει Χρώμα.

    Χρώμα που κλαίει σα μωρό και προσφέρει το Άρωμα του.

    Το πρώτο σχέδιο ανασαίνει από το Άρωμα και αποκτά υπόσταση.

    Ένα παιδί μελαχρινό, που ανοίγει τα ματάκια του και χαμογελά.




    Τα δένδρα πισωπατούν.




    Ένα δεύτερο παιδί, ένα ξανθό κορίτσι που κάνει μία κωλοτούμπα για να δηλώσει την εμφάνιση του. Ένα τρίτο παιδί που αρχίζει να χορεύει, ένα τέταρτο που γουρλώνει τα μάτια του με αθώο θαυμασμό βλέποντας τα δέντρα, ένα τέταρτο, ένα πέμπτο, ένα έκτο, παιδιά που χορεύουν, που γελούν, πάνω στο έδαφος της βίας…

    …και τότε ένα παιδί αγγίζει ένα Κυπαρίσσι . Το δέντρο αρχίζει και μικραίνει, σε μια αντίστροφη διαδρομή από αυτή που ο χρόνος, μας έχει συνηθίσει. Το ίδιο και η γυναίκα που πάνω δεμένη στέκεται.

    Γυναίκα.

    Το δέντρο κλείνει τις πληγές του.

    Νεαρή.

    Λεπταίνει τον κορμό του.

    Έφηβος.

    Μαζεύει τους καρπούς του και τους ζωηρούς χυμούς του.

    Παιδί.

    Ένα ισχνό φυτό, που χαμηλώνει προς τη γη, μέχρι που χάνεται στο χώμα. Η γη αγκαλιάζει με αγάπη και πάλι τον καρπό της.

    Αγόρια και κορίτσια που τα δέντρα ακουμπούν απλώνονται στο δάσος και πληθαίνουν.





    Η Ιχνηλάτρια τα κοιτάει και χαμογελά ικανοποιημένη. Πίσω όμως μακριά και στην αρχή του δάσους, ένας Θεός την βλέπει και αγγίζει και Αυτός το δικό Του δέντρο. Ένας θεόρατος Πλάτανος που ακολουθεί και αυτός τη δική του ανάποδη πορεία. Μόνο όμως που καθώς ξανανιώνει, αλλάζει και σώμα.

    Κλαδιά, που άκρα γένονται.

    Φύλλα , όμορφα μαλλιά.

    Ο χάρτης του κορμού, τα σημάδια ενός παιδιού.

    Ο Πόθος το κοιτάει με το βλέμμα Του, ματιά που κρύβουν στο έρεβος στολίδια και πίσω από αυτά; Εγώ.

    Εγώ, εμείς, σκιές και φως, κομματιασμένος σε χιλιάδες σημεία. Βουτηγμένοι στις χιλιάδες ιστορίες του Πόθου.




    Κάποιοι από εμένα νεκροί στα πληγωμένα μονοπάτια. Άλλοι από εμάς, έχασαν το εγώ τους και με Τον Πόθο για πάντα ένα γίνανε . Πολλοί όμως αντιστεκόμαστε και ένας να δραπετεύσει ετοιμάζεται. Στις μοβ διαδρομές των χάλκινων φλεβών κυλάει και περιμένει.

    Το αγόρι με τους κατάλευκους οφθαλμούς του, Τον Θεό κοιτάει και αναμένει. Ο Πόθος με το αριστερό Του χέρι, πιάνει το κεφάλι του παιδιού και το γέρνει προς τα πίσω. Πλησιάζει το δεξί στο στόμα και το δαγκώνει. Ιχώρ που στο φως φανερώνεται πολύτιμος. Μοβ υγρό που κυλάει και με τις σταγόνες του κερνάει το χρώμα του, στα μάτια του αγοριού. Δίχως όμως ο Πόθος να το αντιληφθεί ένας από εμάς περνάει στο παιδί. Φοράμε τ’ άρωμα Του και μας περνάει για δικούς Του.

    -Πήγαινε και βρες τη μητέρα σου, το αγόρι Τον κοιτάει για λίγο. Ίσως να μην θέλει να Τον αποχωριστεί. Ίσως να θέλει απλώς να καταλάβει.

    Γυρνάει την πλάτη του στον Πόθο και αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Κουβαλώντας το δώρο Του και μαζί και εμένα, ψάχνοντας την μικρή μου λατρεμένη…

    Παιδιά που τρέχουν και τα δέντρα αγκαλιάζουν. Τα δέντρα κατά χιλιάδες εξαφανίζονται και χιλιάδες κορίτσια πίσω τους αφήνουν. Ο θάνατος με τη μορφή αγοριού ανάμεσα τους τρέχει.




    Ό,τι αγγίζει μαραίνεται. Ότι φιλάει πεθαίνει. Τα παιδικά σώματα κατά δεκάδες στο χώμα ξαπλωμένα, δείχνουν το δρόμο που έχει δρασκελίσει. Ένα πανέμορφο μωσαϊκό με χρώματα που ακόμα σπαρταρούν. Πουλιά χιλιάδες του θανάτου νεκροφάγοι, σηκώνονται και αφήνουν τις εστίες από τις μυριάδες μάχες που μαίνονται γύρω από το δάσος. Αίμα φρέσκο παιδικό, η πιο ακριβή τους λιχουδιά και ο ουρανός ψηλά από τα παιδιά μαυρίζει, από φιγούρες σκοτεινές και απόκοσμες.

    Η Ιχνηλάτρια, δεν προσέχει τον ουρανό. Στο χώμα καθισμένη, στης γης τον ακριβό θρόνο. Τα μάτια της κλειστά και οι φωνές των παιδιών η μελωδία που με δύναμη την ποτίζει. Με το πινέλο στο χώμα δίχως να βλέπει Λωτούς χαράζει. Κάθε φορά που το σχέδιο της ολοκληρώνει, μία σχισμή της γης στη θέση του εμφανίζεται και ένα χρυσό φρούτο με τρόπο μαγικό εμφανίζεται.




    Παιδιά χαρούμενα και πεινασμένα τρέχουν σιμά της παίρνουν τα φρούτα και φεύγουν.

    Ένας από μένα, βλέπει από τα μάτια του αγοριού. Δέντρα και παιδιά που σκιάζονται μπροστά μου. Ο Πόθος μέσα στο μυαλό του παιδιού ψιθυρίζει και καθοδηγεί. Λέξεις που δένουν σε μυθικά τραγούδια. Για ήρωες που κατακτούν, για δράκους που πεθαίνουν μέσα στις δικές τους, τις φωτιές, για μια γυναίκα που δαίμονας στο σώμα της κατοικεί και που ζει στο κέντρο αυτού του δάσους.

    Για ένα παιδί που θα την αγκαλιάσει και θα την φιλήσει και μόνο έτσι θα μπορέσει να τη σώσει.




    Στο δρόμο προς σε αυτήν, φύλακες του κακού μεταμορφωμένοι σε παιδιά θα προσπαθήσουν να τον παρασύρουν και το σκοπό του να ξεχάσει. Μα ένα άγγιγμα του μόνο φτάνει για να δοκιμάσουν το καλό και για πάντα στο χώμα να ξαπλώσουν. Ψίθυροι ενός θεού πλασμένοι για το παιδί που τρέχει και στην Κυρά του Φωτός σιμώνει.

    Ο Πόθος σηκώνει το καλάμι ψηλά και αέρινοι αετοί εμφανίζονται. Με ένα νεύμα πετούν πάνω από τους νεκροφάγους προς το κέντρο. Σε ένα κύκλο ακτίνας χιλιομέτρου σταματούν και τα μαύρα ζωντανά σύννεφα θανάτου διώχνουν μακριά. Ένα δώρο, μία πλάνη, ένα λουλούδι προς την Θάνη.

    Η Ιχνηλάτρια ακούει βήματα και τα κέρινα της βλέφαρα ανοίγει. Ένα γλυκό αγόρι στέκεται μπροστά της και την κοιτάει σαν να ‘ναι τρομαγμένο. Η ελπίδα στην ψυχή της για πρώτη φορά υποσκελίζει την θλίψη. Τα μάτια του, της θυμίζουν…



    Η Πηγή στέκεται για λίγο, αφήνει την πνοή της να βγει από μέσα της και ανοίγει την πόρτα.

    -Γεια σου όμορφε, το χαμόγελο της, δικό του και ας μην την βλέπει. Στα μάτια μοβ πέταλα που φράζουν την εικόνα. Δική της εντολή, της αρέσει να τον παιδεύει και να βλέπει την επιθυμία του να ρέει απ’ όλο του το σώμα…

    …τον θησαυρό της. Τα χέρια της απλώνει διώχνοντας μακριά από το παιδί όλο το κακό.

    -Γεια σου όμορφε. Μη φοβάσαι. Έλα εδώ… Φωνή λιωμένη και νοτισμένη.

    Το αγόρι δεν θέλει να προχωρήσει, αλλά κάτι μέσα του λέει να την αγκαλιάσει. Ανοίγει τα χέρια του και χάνεται μέσα στην αγκαλιά της…

    …όπως ο γιος στην μανούλα του.

    Η Άνοιξη φεύγει βιαστικά, σαν σύννεφο στο δυνατό αγέρι και στη θέση της ξερνά το Καλοκαίρι.

    Το παιδί κλαίει δίχως να γνωρίζει το γιατί.

    -Ηρέμησε όμορφε , μη φοβάσαι τώρα είσαι εδώ, η Ιχνηλάτρια τρυφερά απελευθερώνει το αγόρι, από την αγκαλιά της.

    Τα μάτια του βουρκωμένα, θάλασσες μοβ που ποτέ δεν γνωρίζεις τι κρύβουν στο βυθό τους.




    Ένα μόριο με ταχύτητα ανεβαίνει προς την επιφάνεια.

    Το αγόρι ρουφάει κάπως ανακουφισμένο τη μύτη του και ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια του με απορία.

    -Εί…χε δίκιο. Είχε δίκιο Πισωπατάει τρομαγμένο.


    -Είσαι μάγισσα! Είσαι μάγισσα, τα μαλλιά σου είναι λευκά !,! και ένας από εμάς εκρήγνυται, καθώς συναντά το τέλος της μοβ μεμβράνης.

    Η Ιχνηλάτρια με μια ενστικτώδη κίνηση πιάνει τα μαλλιά της.

    Είναι λευκά. Αναιμικά και τα δάχτυλα που τα κρατούν, γερασμένα και λειψά. Σηκώνει το κεφάλι και εστιάζει στο αγόρι. Ένα κόκκινο δάκρυ κυλάει από το μάτι του. Δάκρυ από αίμα. Ένας από εμάς νεκρός. Μία ανάμνηση ακόμα φιλάει τρυφερά στους κροτάφους την Λατρεμένη μου…

    Δεμένος στο κρεβάτι και γυμνός. Ευάλωτος κάτω από το νυστέρι Της, να χαράζει λόγια αγάπης στο δερμάτινο καμβά μου. Κάθε λέξη τρυφερά φυτεύει το πόνο στην ψυχή μου, βοηθώντας την να ανθίσει.

    -Πες μου, μια λέξη ακόμη, η φωνή της βυθισμένη σε μια αυγή από λαγνεία.

    Την κοιτάω και ξαφνικά νιώθω φόβο. Τρόμος ότι κάποτε θα τη χάσω. Της μοίρας το τερτίπι, ένα ατύχημα και ο θάνατος θα θελήσει να την κλέψει.

    -Κίνδυνος, το πάθος της απώλειας γεμίζει την φωνή μου.

    Χαμογελάει. Καταλαβαίνει.

    -Πως θα το γράψω; Ποιο σύμβολο θα μπορούσε να το χωρέσει;

    -Ένα δάκρυ Λατρεμένη μου. Ένα δάκρυ από αίμα να στάζει από το μάτι και να κυλάει προς τα χείλη μου...

    Στον κόσμο τούτο η Ιχνηλάτρια επιστρέφει. Το αγόρι κάνει ένα βήμα ακόμα προς τα πίσω.

    -Κίνδυνος, ψίθυρος συνειδητοποίησης που ξεφεύγει από το στόμα της. Το αγόρι όμως μοιάζει πραγματικά τρομαγμένο. Γιατί; Απορία που την πηγή της αναζητά…

    -Μου το είπε αυτό, ο Κύριος που με έστειλε, είσαι μάγισσα… και την βρίσκει γρήγορα. Τώρα πια η Ιχνηλάτρια γνωρίζει.

    -Μη! Μη μου κάνετε κακό. Μη…, ένα αγόρι πιόνι σε ένα παιχνίδι δόλου. Δικό της το φταίξιμο. Δική της ιδέα τα παιδιά και τώρα ένα απ’ αυτά πονάει εξαιτίας της. Δεν το σκέφτεται καθόλου, απλώνει τα χέρια της και πιάνει τα μικρά του παιδιού που προσπαθεί να την απωθήσει. Τον τραβά κοντά της…

    Το Καλοκαίρι ακούει τον κρότο, σηκώνεται και το βάζει στα πόδια.

    Το Φθινόπωρο, κορδωμένο και άμυαλο παίρνει τη θέση του. Η γη όμως τρέμει κάτω από τα γυμνά του πόδια και η ψυχή του είναι μικρή για να αντισταθεί.

    Η αγάπη μου γερνά. Ο Χειμώνας τα βήματά του σέρνει στο παγωμένο χώμα, ψάχνοντας ένα μέρος για να ξαποστάσει. Το βρίσκει, σε μια σπηλιά μακριά από τα μάτια των Θεών. Εκεί απιθώνει το σώμα της Λατρεμένης μου.



    Η Ιχνηλάτρια πεθαίνει για δεύτερη φορά. Σε άλλο κόσμο τώρα, αλλά και πάλι από βία. Στην ξέφρενη του χρόνου κούρσα, η τελευταία της ανάσα στην αγκαλιά ενός παιδιού…

    …και ποιος ξέρει ίσως σε έναν άλλο κόσμο θα βρεθεί. Ένας φάντασμα εγώ, φύλακας του Τύμβου.



    (-Και μετά; Ρωτάει το κόκκινο το δράκυ, το μάγουλο που ποτίζει…


    -Απλώσου μικρό μου και τα δάκρια ποτάμι που φέρνουν τη συνέχεια..)