Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Through a Glass, Darkly

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 1 Απριλίου 2009.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Bλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι...
    (Α΄ Κορινθίους 13:12)

    =================================================================

    "Έμπλεξα. Βρήκαν μια ασθενή μου νεκρή στο ιατρείο μου. Πάνω στο εξεταστικό κρεβάτι."

    Η φωνή του τρέμει, είναι λαχανιασμένη και ασταθής. Δεν είμαι σε θέση να σχολιάσω άμεσα την είδηση.

    Βλέπετε, κοιμόμουν.

    Βρίσκομαι στο πάτωμα του διαμερίσματός μου με τον υπολογιστή ανοιχτό να παίζει το Βlues for Pablo. Είναι οι τελευταίες νότες. Έχει κολλήσει, και ξαναρχίζει απ'την αρχή. Μικρό το κακό. Υπάρχουν χειρότερα κομμάτια που μπορεί να ακούγονται την ώρα που ξυπνάς με το χειρότερο πονοκέφαλο που έχει χτυπήσει άνθρωπο, ενώ ένας απ'τους λίγους ανθρώπους που θα μπορούσες να υποστηρίξεις οτι είναι φίλοι σου ανακοινώνει οτι του έχουν απαγγείλει κατηγορία για φόνο.

    Δεν ξέρω πόση ώρα χτύπαγε το τηλέφωνο πριν ανοίξω τα μάτια μου. Το πρώτο πράγμα που είδα είναι ένα άδειο μπουκάλι Cardhu ξαπλωμένο στο πλάι πάνω στη μοκέτα μου. Οι γωνίες του αντανακλούσαν το φως που πέφτει απο τo φωτιστικά, μικρά άυλα διαμάντια είχαν σχηματιστεί στις καμπύλες του. Ήμουν ακόμα βαθειά μέσα στην ομίχλη του. Ο κόσμος μέσα απ'τον πάτο του είναι διαφορετικός, κυμματιστός. Έχει φως, αλλά είναι ύποπτο, στραβό, σκατένιο, σκοτεινό φως.

    Συνεχίζει: "Μπορείς να έρθεις; Και πάρε και αυτόν, τον, τον..." Το μυαλό του δυσκολεύεται να βρει λέξεις, ανασαίνει βαριά. "Πάρε το δικηγόρο, γιατί δε νομίζω οτι θα μ'αφήσουν να τηλεφωνήσω ξανά. Είκοσι τέσσερα, σαράντα πέντε..."

    "Έξι είκοσι οχτώ. Το έχω. Θα'μαι εκεί σε μισή ώρα."

    Οδηγάω, αργά, δεξιά, ακόμα μεθυσμένος. Η πόλη φαίνεται λες και τη βλέπω σε μια τηλεόραση χωρίς κεραία. Ξεχωρίζω τις παλιές πολυκατοικίες, τους σκουπιδοτενεκέδες, τα πεζοδρόμια και τις μισο-φωτισμένες βιτρίνες των μαγαζιών, αλλά όλα είναι λες και είναι φτιαγμένα από μικρές γκρι και πορτοκαλί ψηφίδες, όλα κυμματίζουν μέσα στην αστάθεια της νυχτερινής ομίχλης.

    Ο δικηγόρος Μαρίνος Ταχτσίδης είναι ένας κοντός και αδύνατος άνθρωπος με γυαλιά. Ένας απ'αυτούς που δε σου γεμίζουν το μάτι. Φοράει τζην παντελόνι, μαύρη μπλούζα και δερμάτινο μπουφάν, και όταν μπαίνει στο αυτοκίνητό μου το κάνει με ευελιξία και ταχύτητα, παρά τα γκρίζα μαλλιά του. Αν δεν ήταν κι αυτά θα έμοιαζε περισσότερο με πιτσιρικά που γυρίζει χαράματα απ'τα μπιλιαρδάδικα. Στην πραγματικότητα είναι ένας από τους πονηρότερους νομικούς της πόλης, ένας μικροσκοπικός εκρηκτικός μηχανισμός που τινάζει στον αέρα στοιχεία ή άλλοθι, ανάλογα με το αν θέλει να σώσει ή να χαντακώσει.

    "Εγώ είμαι ο δικηγόρος του," μου λέει με το που κάθεται, "εσένα το μπάτσο τί σκατά σε θέλει; Υπάρχει περίπτωση να έχεις κολλητηλίκια που δεν τα ξέρουμε; Πραγματικά απορώ. Πειράζει να καπνίσω;" Και ένα μακρύ καφέ τσιγάρο ανάβει μπροστά απ'τη μύτη του. Το αρπάζω και το πετάω απ'το παράθυρο.

    "Εγώ είμαι φίλος του," απαντάω κοφτά.

    Βγάζει απ'το πακέτο άλλο τσιγάρο. "Νευράκια, ε; Εντάξει. Θα το κρατήσω απλά στο στόμα μου. Μη μου πεις οτι έχεις δυο βδομάδες να καπνίσεις."

    "Δεκαεφτά μέρες."

    Στην αρχή γελάει αθόρυβα, μετά χλιμιντρίζει σα μουλάρι. "Σε θαυμάζω. Άρα ο ύποπτός μας σου χρωστάει ένα κατοστάρικο. Ή είναι ήδη κατηγορούμενος;"

    "Δεν ξέρω. Δεν τον κατάλαβα καλά. Μάλλον του έχουν ήδη απαγγείλει κατηγορία. Και μου χρωστάει πολύ περισσότερα."

    "Τί ξέρεις;"

    "Οτι βρήκαν μια γυναίκα νεκρή στο ιατρείο του."

    "Πότε;"

    "Δεν ξέρω."

    "Πότε τον πιάσανε;"

    "Δεν ξέρω."

    "Προφυλακίσθηκε;"

    "Δε νομίζω, αφού με πήρε τηλέφωνο πριν μια ώρα."

    "Ποιος ιατροδικαστής τη βλέπει;"

    "Δεν έχω ιδέα."

    Παρκάρω έξω απ'το τμήμα στη Βασιλέως Παύλου και δείχνω την ταυτότητά μου στον αστυφύλακα. Βγαίνω απ'το αυτοκίνητο. Ο Μαρίνος Ταχτσίδης κλείνει την πόρτα του συνοδηγού δυνατά και με κοιτάει απαξιωτικά.

    "Τελικά είσαι όντως ανίδεος."

    "Ένα ξέρω," απαντάω καθώς ακούω δυο-τρεις ψιχάλες να σκάνε στους ώμους μου, "οτι δεν ξέρω τίποτα."

    =================================================================

    Ο νεαρός αστυνόμος που μου δείχνει το βίντεο είναι στριμωγμένος μέσα στο άσπρο πουκάμισό του, με κοιλιά που εξέχει απ'το παντελόνι του προς όλες τις κατευθύνσεις και μάγουλα που μοιάζουν σα να μην έχουν βγάλει ποτέ γένια. Είναι συνεπαρμένος από την εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή του.

    "Άρα βλέπετε οτι μπαίνει στις εννιά το πρωί... και τώρα λίγη υπομονή... πέντε... έξι... εφτά.. οχτώ το απόγευμα..." Μια σταγόνα σάλιου φεύγει απ'το κάτω χείλος του καθώς μιλάει και καρφώνεται στο κέντρο της οθόνης.

    "Νάτος. Μπλε κουστούμι. Μαύρη βαλίτσα. Στις οχτώ και σαρανταπέντε ακριβώς. Βγαίνει." Φτύνει πάλι. Γυρνάει και με κοιτάει στα μάτια. "Αυτή πέθανε ανάμεσα στις δύο και τρεις το μεσημέρι," μου λέει σα να ανακοινώνει το τέλος του κόσμου.

    Βλέπω το γιατρό να περπατάει στην πάροδο της Πατησίων μέχρι να χαθεί απο το εύρος εικόνας της κάμερας ασφαλείας, και τότε το ύφος του νεαρού αστυνομικού μου φαίνεται οτι πράγματι αρμόζει στην περίπτωση.

    Μυρωδιά καπνού. Η καρδιά μου χοροπηδάει με λαχτάρα για νικοτίνη. Η κούπα μου είναι ακόμα γεμάτη μέχρι τη μέση με καφέ, τον κατεβάζω μονορούφι.

    Ένα χέρι στον ώμο μου, το χέρι του Μαρίνου Ταχτσίδη. "Δύσκολα τα πράγματα."

    "Θα το εκτιμούσα αν δεν κάπνιζες εδώ μέσα."

    "Ζόρικα. Θα τον ανακρίνουν αύριο."

    "Δεν υπάρχει κίνητρο."

    "Τον είδε πολύς κόσμος. Παρασκευή είναι κλειστό το ιατρείο του, δε βάζει ποτέ ραντεβού, δεν είχε λόγο να είναι εκεί. Η Μαύρου ήταν η μοναδική ασθενής. Η νοσοκόμα είχε ρεπό."

    "Είσαι ένας απ'τους πιο άχρηστους δικηγόρους που υπάρχουν."

    "Έι." Τα μικρά χέρια του πιάνουν τους ώμους μου και με γυρίζουν απέναντί του. Φάτσα με φάτσα τώρα, ο Μαρίνος Ταχτσίδης με κοιτάζει στα μάτια, φέρνει το πρόσωπό του λίγα εκατοστά απ'το δικό μου. "Είναι και δικός μου φίλος."

    Μ'ένα νεύμα μου ο παχουλός νεαρός καρφώνει τις άκρες των δαχτύλων του στο καπέλο του και φεύγει απ'το δωμάτιο. Σωριάζομαι στην καρέκλα του.

    "Τον βρήκαν στο σπίτι του σχεδόν λιπόθυμο, τίγκα στην πρέζα πάλι. Ήξερες οτι είχε ξαναρχίσει;"

    Κρύο, κρύο μέσα στο στομάχι μου, λες κι έχω καταπιεί τόνους πάγου. "Όχι."

    =================================================================

    Η Αλίκη Μαύρου πέθανε ανάμεσα στις δύο και τρεις το μεσημέρι στις 17 Μαρτίου, ανήμερα των γεννεθλίων της, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση ισχυρής δόσης πανκουρόνιου.

    Η Αλίκη Μαύρου, τριτοετής φοιτήτρια της ΑΣΟΕΕ και ημιεπαγγελματίας παίκτρια του βόλλεϊ, ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, ψηλή, στυλάτη, με μικρό στήθος με μυτερές ροζ ρόγες, μπλε μάτια και αγορίστικα κομμένα ξανθά μαλλιά, καμάρι των γονέων της και του αρραβωνιαστικού της. Ο νεαρός ήταν αυτός που την είδε για τελευταία φορά, καθώς έφευγε απο το διαμέρισμά τους την Παρασκευή το πρωί βιαστικά, έχοντας αργήσει για τον ετήσιο καρδιολογικό έλεγχο που απαιτεί η ομοσπονδία. Οι γονείς σκοτωμένοι - ζωντανοί από τη συμφορά. Ο άτυχος μνηστήρας, φοιτητής της ιατρικής (τί ειρωνία!) είναι λιγομήλιτος αλλά συνεργάσιμος - και εμφανώς εύθραυστος.

    Η Αλίκη Μαύρου, θύμα, είναι πανέμορφη, ακόμα και νεκρή, ξαπλωμένη πάνω στο μεταλλικό κρεβάτι του Δημήτρη Κοσκινά.

    Ο Δημήτρης Κοσκινάς, ιατροδικαστής, δεν έχει μαλλιά. Είναι σχετικά νέος, γεροδεμένος. Μιλάει χαμηλόφωνα και στρωτά.

    "Δεν την βίασε. Ούτε καν την άγγιξε. Πραγματικά, δεν την ακούμπησε καθόλου. Φόραγε ακόμα το παντελόνι της και τα παπούτσια της όταν τη βρήκαν. Απλά ήταν γυμνή απ'τη μέση και πάνω με τα ηλεκτρόδια του καρδιογράφου στο στήθος της. Μόνο την ένεση της έκανε. Τη σκότωσε όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα μπορούσε. Αυτή δεν κατάλαβε τίποτα."

    Παλεύω να μη βλέπω στο μυαλό μου το φίλο μου να βάζει τη βελόνα στη φλέβα της νέας γυναίκας, να βλέπει με ικανοποίηση το θανατηφόρο υγρό να χύνεται στον οργανισμό της, λέγοντάς της λόγια καθησυχαστικά.

    Παλεύω να τον θυμηθώ όπως ήταν παλιά, πριν κατηφορίσει το δρόμο που του έδειξα εγώ, τις πανίσχυρες συγκινήσεις της πρέζας, τα όμορφα, ξεκάθαρα, απλά τοπία που φτιάχνει ο εγκέφαλος υποβοηθούμενος από ουσίες πονηρές και νόστιμες, καθώς η φαντασία οργίαζει σπρωγμένη από την ανακούφιση του φοβερού εθισμού.

    Εγώ σταμάτησα. Αυτός συνέχισε. Τον άφησα μόνο του. Οι ερινύες του θα βάλουν κι εμένα στα τακτικά νυχτερινά ραντεβού τους.

    Τον βλέπω, για λίγα δευτερόλεπτα, ντυμένο με ένα παλιό τζην και μια φανέλα, γεμάτο μπογιές, να μας κερνάει μπύρες στο φρεσκοβαμμένο πρώτο του ιατρείο.

    "Γιατί να έκανε κάτι τέτοιο;"

    "Το ίδιο θα σε ρώταγα κι εγώ."

    Εγώ και ο ιατροδικαστής Δημήτρης Κοσκινάς κοιταζόμαστε αμίλητοι πάνω απ'το αθλητικό, αψεγάδιαστο, νεκρό της σώμα.

    =================================================================

    Ο Μαρίνος Ταχτσίδης αδειάζει στο ποτήρι μου τις τελευταίες σταγόνες ουίσκι και αφήνει το μπουκάλι στο τραπέζι με θόρυβο.

    "Πρέπει να καπνίσω. Χέσε μας, είσαι ακόμα ενοχλητικότερος ως μη καπνιστής. Ανάβω."

    Κοιτάζω το πάτωμα. Τα άσπρα πλακάκια είναι διακοσμημένα με μοτίβα που τα κάνουν να μοιάζουν δήθεν πέτρινα. "Γιατί τον παρατάς;"

    Φυσάει τον καπνό του με θόρυβο. "Χέσε μας ρε φίλε. Δεν τον παρατάω. Νομίζεις οτι μόνο εσύ τον νοιάζεσαι; Τί θέλεις να κάνω; Ήταν εκεί, με αυτή, μόνος του, φίσκα στη μαστούρα. Ένας θεός ξέρει τί του ήρθε. Δεν είναι δα και η πρώτη φορά."

    Εγώ ξαπλωμένος στον καναπέ, ο Ταχτσίδης χυμένος στην πολυθρόνα. Μου θύμισε άλλες νύχτες που είχαμε πάρει τους δρόμους για να ξεμπλέξουμε τον παιδικό μας φίλο από προσβολές της δημόσιας αιδούς, διαταράξεις της κοινής ησυχίας, παράνομα χαρτοπαίγνια, ξυλοδαρμούς, κατοχή ναρκωτικών, επιθέσεις με αιχμηρά αντικείμενα...

    Γιατί ένας άνθρωπος που γνωρίζαμε τόσο καλά ήταν τόσο βαριά καταδικασμένος μια μέρα να καταστραφεί; Γιατί δε μπορέσαμε ποτέ να δούμε τί τον βασανίζει και να τον κρατήσουμε πιο κοντά μας; Γιατί οι δικές μας μικρές αμαρτίες ήταν πάντα τα δικά του εγκλήματα; Με ποιόν ακριβώς διαφορετικό τρόπο καταλάβαινε τον κόσμο γύρω του; Γιατί δεν τον ρωτήσαμε ποτέ;

    "Και γιατί, ενώ το ραντεβού της ήταν στις 10 το πρωί, αυτός έμεινε εκεί μέχρι τις 9 το βράδι;"

    "Έμεινε μαζί της για 6 ώρες αφού την είχε σκοτώσει."

    "Γιατί; Γιατί να το κάνει; Δε βγάζει νόημα."

    "Μιλάς λες και δεν ξέρεις πώς είναι να πίνεις αυτά που έπινε."

    "Τον αφήνεις να πάει φυλακή για φόνο βασισμένος στο γεγονός οτι είναι πρεζάκιας."

    "Δεν τον αφήνω να πάει πουθενά. Θα τον υπερασπιστώ. Απλά δεν ξέρω πώς. Έι. Μη μου λες μαλακίες... ο τύπος είναι πρώτη μούρη στην κάμερα ασφαλείας, μπαίνει αυτός, μπαίνει αυτή, βγαίνει αυτός, δε βγαίνει αυτή. Ποιός λες να τη θανάτωσε με ένεση σαν κατάδικο στη Νεμπράσκα, ο θυρωρός;"

    Σηκώνομαι όρθιος. Θέλω να γεμίσω το ποτήρι μου, αλλά το μπουκάλι είναι άδειο. Παίρνω μια μπύρα απο το ψυγείο. Έχει ωραία γεύση μετά το ουίσκι, δροσερή και γλυκειά.

    "Μπορείς να στριμώξεις κάποιον βασισμένος μόνο στο βίντεο; Για όνομα του θεού, θα πίστευε κανείς οτι εσείς οι δικηγόροι έχετε κάποιο τρόπο να το αμφισβητείτε σαν πειστήριο... Δε λέω οτι δεν προσπαθείς, Μαρίνο... Λέω οτι δεν προσπαθείς αρκετά."

    Σκύβει το κεφάλι του και αναπνέει βαθειά. "Κοίτα... αν είχε γνώση και ανάμνηση του που ήταν και τί έκανε εκείνες τις ώρες, αν δεν ήταν τόσο μαστουρωμένος που η ζωή του μπήκε σε παρένθεση και άφησε το κωλο-γαμημένο υποσυνείδητό του να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, ίσως να μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Μιλάμε για τον άνθρωπο που χάνει τα κλειδιά του κάθε δεύτερη βδομάδα και τη βαλίτσα του κάθε πρώτη του μηνος! Τί θέλεις να κάνω εγώ όταν ο ίδιος βλέπει ως λογικότερη στρατηγική την ομολογία;"

    Πιάνω το κεφάλι μου. Τρίβω τα μάτια μου δυνατά. Έχει αφύσικη ζέστη για την εποχή και υγρασία απόψε. Θέλω να καπνίσω.

    "Πώς είναι;"

    Χαμογελάει. Κουνάει το κεφάλι του. Παίρνει μεγάλες τζούρες, λες και το κάνει επίτηδες για να με προκαλέσει.

    "Του άφησα ένα πακέτο τσιγάρα."

    Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε. Ο Μαρίνος Ταχτσίδης φεύγει χωρίς καληνύχτα, κι εγώ αποκοιμιέμαι στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και τη μυρωδιά του καπνού του δικηγόρου να γαργαλάει άλλον ένα εθισμό που προσπαθώ να υπερνικήσω.

    =================================================================

    Πίσω απ'την κορδέλα που απαγορεύει την είσοδο, το καρδιολογικό ιατρείο είναι καθαρό, τακτοποιημένο, έτοιμο να δεχθεί τους ασθενείς. Μόνο που αυτό δε θα ξανασυμβεί. Αντ'αυτού, ερευνώ μόνος μου, υπο το βλέμμα ενός βαριεστημένου φρουρού που δε βλέπει την ώρα να με ξεφορτωθεί για να επιστρέψει στο παιχνίδι που με τόσο ζήλο έπαιζε στο κινητό του όταν τον διέκοψα.

    Μελετάω τη βάση δεδομένων με τους ασθενείς του, χαρτιά που είχε στριμώξει στα συρτάρια του, ένα πακέτο με δυο-τρία τσιγάρα. Το στηθοσκοπιό του κουλουριασμένο σα φίδι σε χειμερινή νάρκη πάνω στο γραφείο, η πέννα του στη θήκη της, η μολυβοθήκη του και η σφραγίδα του ευθυγραμμισμένα παράλληλα με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του.

    Το ιατρείο είναι μια ωδή στην τάξη, διαψεύδει την τρικυμία που προκαλούσαν στο μυαλό του οι αγαπημένες του ουσίες. Είναι ένα μέρος που σε πείθει για τον επαγγελματισμό του ανθρώπου που εργάζεται εκεί, άψογο, τετραγωνισμένο, ούτε ένας κόκκος σκόνης δε μπορεί να βρεθεί πουθενά, ούτε ένας λεκές, μια μουτζούρα.

    Δεν είναι σωστό. Δεν ταιριάζει. Δεν υπάρχει. Όλα εδώ μέσα φαίνονται σωστά, αλλά κάτι πρέπει να είναι λάθος.

    Με την άκρη του ματιού εντοπίζω επιτέλους την απαραίτητη ατέλεια. Ένας λεκές στο πάτωμα, χρώμα γκρι ανοιχτό, μια μικρή μακρόστενη κηλίδα και δίπλα της μια άλλη, πολύ μικρότερη.

    Βάζω τα δάχτυλά μου στο κρύο μάρμαρο. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί που να μπορεί να το εντοπίσει η αφή. Για δευτερόλεπτα μένω αμήχανος, αγγίζω πιο δυνατά, τρίβω το πάτωμα με την παλάμη μου. Ο λεκές υπάρχει αλλά δεν υπάρχει, σαν οφθαλμαπάτη.

    Είναι σκιά.

    Είναι η σκιά που ρίχνει στο πάτωμα ο λεκές που βρίσκεται πάνω στο παραβάν πίσω απ΄το οποίο ο γιατρός επιτρέπει στους ασθενείς του να γδυθούν με αξιοπρέπεια.

    =================================================================

    Ο χοντρούλης αστυνόμος με ειδοποιεί στο τηλέφωνο οτι το σπέρμα ανήκει στο συνετριμένο αρραβωνιαστικό. Στη ντουλάπα του βρίσκονται ρούχα όμοια με αυτά που φόραγε ο γιατρός, το μπλε κουστούμι, η μαύρη δερμάτινη βαλίτσα. Στον υπολογιστή του εκατοντάδες αρχεία βίντεο με αναπαραστάσεις δολοφονιών γυναικών με θανατηφόρο ένεση. Ο γιατρός έμεινε σπίτι εκείνη τη μέρα, ευτυχισμένος μέσα στη θολούρα των ουσιών, ανενεργός και αμέτοχος στο θάνατο της όμορφης Αλίκης. Ο γιατρός είχε έναν πιστό ακόλουθο που βρήκε εύκολα μια ευκαιρία να του κλέψει τα κλειδιά (από το σπίτι ή από την τσάντα του - δεν θα ερευνηθεί γιατί δεν είναι ουσιώδες).

    Αλλά τα μαθαίνουμε όλα αυτά πολύ αργά, γιατί ο γιατρός έχει ήδη βρεθεί νεκρός στο κελί του, πνιγμένος. Είχε καταπιεί τα τσιγάρα που του άφησε ο δικηγόρος του, έξι ολόκηρα, μέχρι να μην περνάει καθόλου αέρας. Σπαρτάρισε, μάλλον, για λίγο, πριν ξεψυχήσει, στερημένος απο τις απολαύσεις που αποκλείεται να τον ευχαριστούσαν, αλλά τουλάχιστον τον ανακούφιζαν δίνοντάς του λόγο ύπαρξης.

    Πίνουμε πολλές φορές ακόμα, εγώ και ο Μαρίνος Ταχτσίδης, και αναρωτιόμαστε μαζί γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Δεν καταλήγουμε ποτέ σε κάτι συμπαγές, αλλά έχουμε τουλάχιστον αφορμή να θυμόμαστε οτι η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα μπορεί να είναι θολή, σαν ομίχλη τα ξημερώματα.

    Σαν τηλεόραση που δεν έχει κεραία.

    Σα να τη βιώνουμε μέσα από τον πάτο ενός άδειου μπουκαλιού, στραβά, κυμματιστά, σκοτεινά.
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014