Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Till death do us part (short stories collection)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 11 Νοεμβρίου 2023.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

     

    Ο δαίμονας


    Generals gathered in their masses
    Just like witches at black masses
    Evil minds that plot destruction
    Sorcerer of death's construction

    Ήταν αυτό που λέμε "κοινωνιοπαθής". Χειριστικός, αμοραλιστής, δολοπλόκος δεν είχε κανένα ηθικό φραγμό στο να κάνει οτιδήποτε ώστε να αποκτήσει αυτό που θέλει.

    Μόνο που ποτέ δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ήθελε και δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένος με ότι αποκτούσε, με όποιο τρόπο. Η σάπια του ψυχή ήταν σαν το πιθάρι των Δαναΐδων δε γέμιζε με τίποτα. Δεν είχε νιώσει αγάπη για κανένα άνθρωπο στη ζωή του και ευχαριστιόταν σαδιστικά να δηλητηριάζει κάθε άνθρωπο που τον έκανε να τον αγαπήσει.

    Ω, είχε ταλέντο σε αυτό, με όπλο του το χιούμορ, την φαινομενικά easy going διάθεσή του μα πάνω απ' όλα με την ικανότητά του να παίζει τους άλλους ανθρώπους σαν τον πιο ταλαντούχο μαριονετίστα. Όσοι προλάβαιναν να τον καταλάβουν πριν να είναι αργά, έφευγαν μακρυά του σαν να τους κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης.

    - "Δεν είσαι άνθρωπος εσύ. Δεν είσαι"

    Πόσες και πόσες φορές δεν το είχε ακούσει;

    Συγκεντρώθηκε στο παρόν. Πήρε τη ζώνη στο χέρι και άρχισε να ρίχνει απανωτές και δυνατές στο τρέχον θύμα του. Παντρεμένη, με δυο παιδιά, μπουχτισμένη από το γάμο της και την καθημερινότητα, γύρεψε να ζήσει το όνειρο. Την ψάρεψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την έπαιξε σαν φτηνή κιθάρα.

    Δεν ήθελε να τη φτάσει στα άκρα της, ω σε αυτό είχε φοβερή υπομονή. Έβραζε τα θύματά του αργά-αργά σαν τους βατράχους στην κατσαρόλα, ήταν αριστοτέχνης σε αυτό. Έβγαλε τη ζώνη, σάλιωσε το όργανό του και την πήρε από τον κώλο χωρίς πολλά-πολλά, κάνοντάς τη να βελάξει.

    - "Σκάσε" της φώναξε με παγωμένη φωνή και εκείνη το βούλωσε.

    Όταν τέλειωσε στον κώλο της και χωρίς πολλά-πολλά, την πακέταρε και την έστειλε σπίτι της.

    - "Δεν είμαι για χόρταση" της δήλωσε.

    Τον ίδιο καιρό πολιορκούσε -και το έκανε με εξαιρετικό τρόπο- μια νεαρή που δούλευε ως εξωτερική συνεργάτης στην εταιρία στην οποία εργαζόταν και ο ίδιος. Όντας εξαιρετικά γοητευτικός, με χιούμορ και αυτοπεποίθηση περηφανευόταν στον εαυτό του -δεν είχε φίλους, που να τους βρει άλλωστε;- ότι δεν είχε φάει ούτε μια χυλόπιτα στη ζωή του. Αυτές που λάκιζαν στα γρήγορα όταν τον έπαιρναν γραμμή δεν τις θεωρούσε χυλόπιτες, άλλωστε δεν υπήρχε κυνηγός σε αυτή τη γη που είχε 100% kill rate στα θηράματά του.

    Δεν ήταν αλγολάγνος, δεν απολάμβανε τον πόνο του άλλου, για εκείνον ο πόνος ήταν απλά ένα από τα εργαλεία του. Αυτό που απολάμβανε ήταν το αργό σπάσιμο του άλλου. Σωματικά δεν ήταν ποτέ βίαιος, πέρα από τα S/m παιχνίδια δεν είχε σηκώσει το χέρι του να χτυπήσει κανέναν, είχε το δικό του τρόπο. Όταν είχε διαβάσει το foundation μικρός του είχε κάνει φοβερή εντύπωση το ρητό του Salvor Hardin, “Violence is the last refuge of the incompetent.” και το είχε υιοθετήσει σαν προσωπικό του μότο.

    Ούτε που αναγνώριζε ότι η βία έχει πολλές μορφές και η δική του ήταν η απολύτως χειρότερη.

    Κατάφερε να παγιδέψει την κοπελίτσα στον ιστό του ενώ συνέχισε να σιγοβράζει την παντρεμένη. Στη νεαρή είχε κρύψει την ύπαρξη της παντρεμένης, αλλά στην παντρεμένη όχι, το χρησιμοποιούσε ως ακόμα ένα δηλητηριασμένο βέλος στην φαρέτρα του. Σωματικά η παντρεμένη είχε πολλές αντοχές, πολλές φορές έφτασε να τον κουράζει μέχρι να τη σπάσει στα sessions του, αλλά ψυχικά ήταν κουρέλι και αυτός την έκανε ακόμα χειρότερα παίζοντας με τους φόβους και τις ανασφάλειες της.

    Όταν μπήκε με τη νεαρή σπίτι του είδε πως κάτω είχε ένα φάκελο. Τον σήκωσε αλλά δεν τον άνοιξε να τον διαβάσει, είχε άλλα να τον απασχολούν.

    Καθόταν στην πολυθρόνα αναπαυτικά και με το χέρι του στο κεφάλι της έδινε ρυθμό στην κοπελίτσα που τον τσιμπούκωνε. Χωρίς να το σκεφτεί -και χωρίς να τη σταματήσει- έβγαλε με το άλλο του χέρι το φάκελο που είχε βάλει στην τσέπη του πουκαμίσου του και τον άνοιξε.

    Δε θα ζητήσω από το Θεό να σε συγχωρέσει και να σπλαχνιστεί την ψυχή σου, είμαι πλέον σίγουρη ότι εσύ δεν έχεις ψυχή. Δεν είσαι άνθρωπος, είσαι δαίμονας της κόλασης. Θέλω να ξέρεις ότι εσύ μου όπλισες το χέρι, εσύ είσαι που θα μου κόψεις τις φλέβες, εσύ είσαι η αιτία που ο άντρας μου και τα παιδιά μου θα με βρουν νεκρή στη μπανιέρα. Όχι γιατί θα στεναχωρηθείς, αλίμονο. Όχι, θέλω να ξέρεις ότι εσύ είσαι που κατάφερες να με κάνεις να αποζητήσω τη λύτρωση. Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα. Είμαι λεύτερη. Δικό σου έργο.

    Τσαλάκωσε το χαρτί και επικεντρώθηκε στην πίπα που του έκανε η κοπελίτσα.

    "Another one bites the dust" ήταν η μόνη του σκέψη τη στιγμή που ο οργασμός του κορυφώθηκε.
     
    Last edited: 12 Νοεμβρίου 2023
  2. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Υπέροχα κυνικό/ς.
     
  3. ArtLover

    ArtLover Eleotris Margaritacea

    Υπέροχη γραφή όπως πάντα, αλλά σιχάθηκα την ώρα και τη στιγμή που το διάβασα.. Στόχος επετεύχθη!
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Στην υγειά σου

    - «Έφερα το ουίσκι που σ’ αρέσει» είπε χωρίς να πάρει απάντηση. Αναστέναξε και κάθισε κάτω γεμίζοντας τα δύο ποτήρια. «Ήταν δύσκολη μέρα στη δουλειά σήμερα. Ναι, αυτό που κατάλαβες, τρέχουμε σαν τους τρελούς χωρίς ορατό σημάδι τέλους. Στο είχα ξαναπεί, ώρες-ώρες νομίζω ότι τρέχουμε σαν ακέφαλα κοτόπουλα. Έχω βαρεθεί να κάνω τον πυροσβέστη, έχω βαρεθεί να κάνω το δάσκαλο και το νηπιαγωγό, λες και έχω να κάνω με παιδάκια και όχι με ενήλικες. Τέλος πάντων δε θέλω να σε ζαλίσω με την πεζή μου καθημερινότητα. Να σου πω να γελάσεις; Θυμάσαι την κοπελίτσα στο καφέ μου μου έλεγες ότι με γουστάρει. Χθες βρήκε το θάρρος και μου έδωσε το τηλέφωνό της. Ήταν γλύκα έτσι όπως χαμογέλασε ντροπαλά. Θεέ μου τι κάθομαι και λέω στη γυναίκα μου, χαχαχα. Γελάς ε; Δεν είσαι μόνο ο έρωτας της ζωής μου, μωρό μου, είσαι και η καλύτερή μου φίλη. Θυμάσαι πριν δυο εβδομάδες στο μπαράκι που σχολιάζαμε τα κωλαράκια που βλέπαμε; Πόσα ζευγάρια ξέρεις που θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό σα να είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου; Μάρκο, δες ένα μανάρι, Θεέ μου, θέλω να τον βάλω κάτω να τον ξεζουμίσω. Εύα, κοίτα κωλαράκι η ρουφιάνα. Χαχαχα, έμπαινες, ε; Ναι, το θυμάμαι. Αχ βρε μωρό μου, ποια καλή μοίρα μας έφερε εκείνη την ξαφνική καλοκαιρινή καταιγίδα κάνοντας και τους δυο μας να χωθούμε κάτω από τη στάση;»

    Τα δάκρυά του δεν φαινόντουσαν κάτω από τη βροχή που του μαστίγωνε το πρόσωπο. Σήκωσε το ποτήρι με το ουίσκι αγνοώντας το νερό που είχε πέσει μέσα του.

    «Στην υγειά σου μωρό μου, σ’ αγαπάω!» είπε και τράβηξε μια γερή γουλιά. Σηκώθηκε από φρεσκοσκαμένο μνήμα της, αφήνοντας πάνω του το μπουκάλι με το ουίσκι και το ποτήρι της που δε θα το άδειαζαν ποτέ ξανά τα χείλη της.
     
    Last edited: 12 Νοεμβρίου 2023
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Κοιμήσου μωρό μου, εδώ είμαι εγώ…

    25 χρόνια πριν

    - «Θέλω να μου το ορκιστείς σε ό,τι πιο ιερό έχεις»
    - «Σοβαρά τώρα;»
    - «Σοβαρότατα. Ορκίσου το, ορκίσου το στην ψυχή μου»
    - «Στο ορκίζομαι, εντάξει;»
    - «Δε θέλω να μου το πεις για να λες ότι μου το είπες. Ορκίσου το σε παρακαλώ. »
    - «Στο ορκίζομαι μωρό μου»
    - «Σ' ευχαριστώ»

    Σήμερα

    Ήταν όμορφη μέρα. Ήταν σπάνιες οι μέρες που είχε αναλαμπές και σήμερα ήταν μία από αυτές. Το πρωί που είχε ξυπνήσει την είχε αναγνωρίσει και σηκώθηκε και πήγε στον κήπο και της έκοψε ένα λουλούδι και την ξύπνησε φιλώντας την.

    Λίγη ώρα αργότερα και πάλι είχε ξεχάσει ποια ήταν. Και μετά είχε πάλι αναλαμπές και μετά πάλι ξεχνούσε. Ήταν όμως από εκείνες τις σπάνιες μέρες που οι αναλαμπές του διαρκούσαν κάμποση ώρα πριν το βλέμμα του βυθιστεί ξανά στο κενό και την κοιτάξει πάλι με απορία.

    Το βράδυ όταν τον έβαλε για ύπνο δεν την αναγνώρισε. Έσφιξε τα δόντια της και πήγε μέσα στο σαλόνι με το σκύλο και τις τέσσερις γάτες. Είχαν γεράσει και αυτά, είχαν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από εκείνο το όμορφο καλοκαιρινό μεσημέρι που είχαν φέρει την τριχωτή μπαλίτσα σπίτι. Ένα χρόνο αργότερα βρήκαν και τα τέσσερα γατιά παρατημένα και παρά το γεγονός ότι ο γιατρός τους είχε πει να προετοιμαστούν ψυχολογικά ότι δε θα ζήσουν όλα, να και τα τέσσερα ξαπλωμένα δίπλα από τον τεράστιο καφετί σκύλο.

    Ανέκαθεν ήταν αφηρημένος και ξεχνούσε και έλεγε πειραχτικά «τι να κάνω, γεννήθηκα με Αλτσχάιμερ». Μέχρι που τον χτύπησε και σταμάτησε να αναγνωρίζει το περιβάλλον του, με εξαίρεση κάποιες σπάνιες αναλαμπές.

    Αναστέναξε και άναψε ένα τσιγάρο. Το είχαν κόψει πολλά χρόνια πριν αλλά όταν χτύπησε το σύντροφό της το Αλτσχάιμερ το άρχισε και πάλι. Έβαλε στο ποτήρι λίγο ρούμι και κάθισε στην πολυθρόνα χαϊδεύοντας μηχανικά το κεφάλι του σκύλου.

    Τον άκουσε που σηκώθηκε αλαφιασμένος και πήγε μέσα στο υπνοδωμάτιό τους.

    - «Που είσαι;»
    - «Εδώ είμαι μωρό μου!»
    - «Είδα πάλι τον εφιάλτη ότι είχαμε χωρίσει και ότι είχες φύγει»
    - «Εδώ είμαι μωρό μου, εδώ είμαι» του είπε και τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και του φίλησε απαλά το μέτωπο.
    - «Νυστάζω πολύ» της είπε.
    - «Πέσε να κοιμηθείς μωρό μου, εδώ είμαι.»
    - «Κράτα μου το χέρι»
    - «Πάντα» του είπε δακρυσμένη.

    Εκείνος έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Είχε έρθει η ώρα να τηρήσει τον όρκο που του είχε δώσει. Ουρλιάζοντας από μέσα της και με χέρια που έτρεμαν πήρε το μαξιλάρι και του σφάλισε με αυτό το πρόσωπο, πιέζοντας με όλη τη δύναμη που της έδινε ο πόνος και η απελπισία.

    - «Κοιμήσου μωρό μου, εδώ είμαι εγώ…» έλεγε ξανά και ξανά κλαίγοντας μέχρι που το σώμα του σταμάτησε να παλεύει.
     
    Last edited: 12 Νοεμβρίου 2023
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    A Christmas Carol

    Άγια Νύχτα, σε προσμένουν
    Με χαρά οι Χριστιανοί

    Λίγο πριν ξημερώσει…

    Σηκώθηκε ανόρεχτα από το κρεββάτι του και πήγε σούρνοντας μέχρι την κουζίνα να φτιάξει καφέ. Έβαλε γαλλικό να γίνεται και το ίδιο ανόρεχτα πήγε στην τουαλέτα να κάνει την καθημερινή του ρουτίνα. Μέχρι να τελειώσει και με το πλύσιμο των δοντιών του ο καφές είχε γίνει.

    Χριστούγεννα… Είχε ξεχάσει πόσα χρόνια είχε να περάσει Χριστούγεννα μόνος του. Αν και άνθρωπος που του άρεσε γενικά η μοναξιά του η ερημιά που ένιωθε μέσα του σχεδόν τον πάγωνε. Έξω έπεφτε πυκνό χιόνι, είχε ξεκινήσει από τα ξημερώματα, τα φετινά Χριστούγεννα θα ήταν άσπρα.

    «Άσπρα» σκέφτηκε ειρωνικά μέσα του. Έσουρε τα βήματά του μέχρι το σαλόνι και κάθισε μπροστά στο σβηστό τζάκι, άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι και έστριψε μηχανικά ένα τσιγάρο. Κοίταξε το άδειο τζάκι και παρά το γεγονός ότι είχε ξύλα δεν μπήκε καν στον κόπο να το ανάψει. Έτσι κι αλλιώς δεν έκανε κρύο μέσα στο σπίτι, το τζάκι ήταν μόνο για τη θαλπωρή της αναμμένης φωτιάς.

    Καμιά φωτιά δε μπορούσε να ζεστάνει την παγωνιά που ένιωθε μέσα του. Καμία θαλπωρή δε μπορούσε να τον γλυκάνει. Το κενό που ένιωθε μέσα του ήταν σχεδόν απτό, δεν ήταν απλά απουσία… ήταν παρουσία. Σα να άναβες μια λάμπα και να έβγαζε σκοτάδι και να σκοτείνιαζε όπου ακουμπούσαν οι μαύρες ακτίνες της.

    Μοναξιά μου όλα
    Μοναξιά μου τίποτα


    «Τι ηλίθιος στίχος» σχολίασε μέσα του.

    Πιο καλή η μοναξιά
    Από σένα που δε φτάνω
    Μια σε βρίσκω μια σε χάνω


    -«Μαλακίες» βλαστήμησε δυνατά. «Μαλακίες, μαλακίες, μαλακίες. ΓΤΧΜ μέσα» είπε βλαστημώντας ακόμα πιο δυνατά. Σα να γύρισε κάποιος διακόπτης στο κεφάλι του, η ψυχή του πλημμύρισε με Λύσσα που τον έκανε σχεδόν να αφρίσει. Πήγε στα εργαλεία, πήρε ένα σφυρί και άρχισε να κοπανάει τα πάντα. Έσπασε την τηλεόραση, έσπασε το λάπτοπ του, έσπασε το κινητό του, έσπασε το τάμπετ του, έσπασε τη βιβλιοθήκη, πέταξε κάτω τα βιβλία και άρχισε να τα πατάει και να τα κλωτσάει.

    Πήρε το μαχαίρι και άρχισε να σκίζει τους καναπέδες και τις πολυθρόνες και μετά γελώντας υστερικά κατέβασε σκίζοντας τις κουρτίνες και άρχισε να τις ποδοπατά. Όταν καθάρισε το κεφάλι του, το σπίτι του το είχε γίνει λαμπόγιαλα.

    Κρύο! Κάνει κρύο… κρύο… κρύο… Δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Πήγε κάτω από το νεροχύτη και έβγαλε ένα μπουκάλι με βενζίνη.

    «Μόνος… μόνος… Σε παράτησαν όλοι… ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ, ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ»

    Κάθισε πυρετικά στο χτυπημένο τραπέζι και άρχισε να γράφει

    Για όποιον ενδιαφέρεται…

    Δεν είμαι θύμα βανδαλισμού, εγώ διάλυσα το σπίτι μου με τα ίδια μου τα χέρια. Θα το έκαιγα το μπουρδέλο αν δεν φοβόμουν ότι θα πάρω στο λαιμό μου και την υπόλοιπη πολυκατοικία.

    Γιατί το έκανα;

    Γιατί έτσι. Γιατί μου ήρθε. Γιατί είμαι αυτοκαταστροφικός, γιατί ό,τι έφτιαχνα το χαλούσα με τα ίδια μου τα χέρια, γιατί τους δαίμονές μου έμαθα να τους ταΐζω με τη σάρκα και το αίμα μου.

    Στο διάολο όλα.

    Πήρε το μπουκάλι στο χέρι, άνοιξε την πόρτα της βεράντας και βγήκε έξω στο χιόνι. Κλαίγοντας γονάτισε στο χιόνι και άδειασε πάνω του το μπουκάλι. Από κάπου ακουγόταν μουσική.

    Silent night
    Holly night


    -«ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΟΛΑ» φώναξε και άναψε τον αναπτήρα.

    Η σιγαλιά χιονιού έπνιξε τα ουρλιαχτά του.

    Ξημέρωσε Χριστούγεννα.
     
    Last edited: 19 Νοεμβρίου 2023
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μια ευκαιρία ακόμα

    You're strung out again,
    she's taken you over
    You've been here before,
    why can't you let go?

    Πίσσα σκοτάδι. Κανένας ήχος. Καμιά μυρωδιά. Ένιωσε ξαφνικά ανήσυχος «Τι στο διάολο γίνεται;»

    Άκουσε τη φωνή στο μυαλό του «Τι θα 'κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε. Καμία αλλαγή. τα έτριψε. Ούτε καν αστεράκια δεν είδε. Άρχισε ν' ανησυχεί σοβαρά για τα λογικά του. «Τι στο διάολο συμβαίνει;»

    Και ξανά η περιπαικτική φωνή μέσα στο μυαλό του «Τί θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Στριφογύρισε ανήσυχος. Κάπου στο βάθος είδε φως. Ένιωσε απέραντη ανακούφιση και αγαλλίαση. Κίνησε σκουντουφλώντας κατά κει. Το φως παρέμενε μακριά αλλά η ανάγκη του και η λαχτάρα του να το φτάσει μεγάλωνε απίστευτα.

    Ξανά η φωνή στο μυαλό του: «Άνθρωπε, τι θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Ξαφνικά το μυαλό του πλημμύρισε εικόνες. Η κοπέλα του, το πρόσωπό του κόκκινο από το κλάμα, η κοπέλα του αγκαλιά με έναν άλλο άνδρα, το πρόσωπό του να κλαίει με δάκρυα από αίμα, η κοπέλα του να γελάει με την καρδιά της, το πρόσωπό του παγωμένο...

    Ξανά η φωνή: «Λοιπόν, τι θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Οι εικόνες που πέρασαν από το μυαλό του τον συγκλόνισαν. Ξαφνικά το φως που έβλεπε έχασε τη σημασία του.

    «Θέλω την ευκαιρία. Τη θέλω. Τη θέλω. ΤΗ ΘΕΛΩ!»

    ...

    Άνοιξε τα μάτια του.

    Το φως του πόνεσε τα μάτια. Τα έκλεισε και τα ξανάνοιξε. Ήταν στο κρεβάτι του. Δίπλα του η κοπέλα του κοιμόταν. Κοίταξε δεξιά και είδε το ρολόι: 07:33

    «Τι εφιάλτης ήταν αυτός που είδα;»

    Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας.

    Με πολύ κόπο κατάφερε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί.

    Μερικές μέρες αργότερα το όνειρο είχε γίνει μια θαμπή ανάμνηση μέχρι που στο τέλος χάθηκε κι αυτή.

    ...

    «Δε πάει άλλο μεταξύ μας. Δεν το βλέπεις;»

    Το έβλεπε. Αλλά ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό του. Ήταν αδύνατο να πει τις λέξεις. Ήταν αδύνατο να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν. Και ας ήταν η ζωή του κόλαση τον τελευταίο καιρό. Απλά είχε προσκολληθεί πάνω της με τη δύναμη του ανθρώπου που προσπαθεί να κρατηθεί από μια σανίδα ενώ τα κύματα τον χτυπάν αμείλικτα.

    «Εντάξει» είπε παραιτούμενος. «Ας γίνει έτσι.»
    Σε μια εβδομάδα είχε φύγει.

    ...

    «Θέλεις να πάμε για καφέ;»
    Διάβασε με δυσπιστία το μήνυμά της.

    «Βρήκε την μέρα.» Ήταν η επέτειος της γνωριμίας τους.
    «Βρήκε τη γαμημένη μέρα. Γαμώ το χριστό μου, βρήκε τη γαμημένη μέρα.»
    Απάντησε ξερά «Όχι, θα το γιορτάσω μόνος μου».

    ...

    Την είδε να έρχεται προς το μέρος του διστακτική. Την άρπαξε και τη φίλησε. Μερικές ώρες αργότερα ούρλιαζαν και οι δύο σα σκυλιά στο κρεβάτι.

    «Πάρε τα όποια απομεινάρια της αξιοπρέπειάς σου και κοπάνα την» φώναζε μέσα του ο εαυτός του. «Φύγε, μην ξανακάνεις το ίδιο λάθος. Φύγε. Φύγε».

    Την πήρε αγκαλιά, έπεσε πάνω της και την ξανάκανε δικιά του. «Να πας να γαμηθείς» είπε στον εαυτό του.

    ...

    Καθόντουσαν στον καναπέ. Κλειδιά στην πόρτα ακούστηκαν και ένας άντρας μπήκε μέσα. Κοιτάχτηκαν για λίγο εμβρόντητοι και οι τρεις. Ενώ ο άλλος άντρας με τα κλειδιά στο χέρι τους κοίταζε σα χαζός, αυτός βρήκε την ψυχραιμία του και με θράσος χιλίων πιθήκων σηκώθηκε και χαιρέτησε τον άγνωστο άνδρα που εξακολουθούσε να τον κοιτάει σα χαζός. «Χαίρω πολύ...» και είπε το όνομά του.

    ...

    «Γαμώ το σουρεαλισμό μου!» σκέφτηκε κοιτώντας το ζευγάρι να φιλιέται. «Μάζεψε τα ελάχιστα υπολείμματα του εγωισμού σου και κάν’ την μαλάκα. Κάν’ την»

    Ψιθύρισε μια βιαστική δικαιολογία και έφυγε σα να τον κυνηγάν όλοι οι δαίμονες της κόλασης. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και κίνησε για το σπίτι του τρέχοντας σα δαιμονισμένος. Ένα φορτηγό παραβίασε το STOP και του’ κλεισε το δρόμο. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει...

    ...

    Πίσσα σκοτάδι. Κανένας ήχος. Καμιά μυρωδιά. Ένιωσε ξαφνικά ανήσυχος «Τι στο διάολο γίνεται;»

    Άκουσε τη φωνή στο μυαλό του «Τι θα 'κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε. Καμία αλλαγή. τα έτριψε. Ούτε καν αστεράκια δεν είδε. Άρχισε ν' ανησυχεί σοβαρά για τα λογικά του. «Τι στο διάολο συμβαίνει;»

    Και ξανά η περιπαικτική φωνή μέσα στο μυαλό του «Τί θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Στριφογύρισε ανήσυχος. Κάπου στο βάθος είδε φως. Ένιωσε απέραντη ανακούφιση και αγαλλίαση. Κίνησε σκουντουφλώντας κατά κει. Το φως παρέμενε μακριά αλλά η ανάγκη του και η λαχτάρα του να το φτάσει μεγάλωνε απίστευτα.

    Ξανά η φωνή στο μυαλό του: «Άνθρωπε, τι θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Ξαφνικά το μυαλό του πλημμύρισε εικόνες. Η κοπέλα του, το πρόσωπό του κόκκινο από το κλάμα, η κοπέλα του αγκαλιά με έναν άλλο άνδρα, το πρόσωπό του να κλαίει με δάκρυα από αίμα, η κοπέλα του να γελάει με την καρδιά της, το πρόσωπό του παγωμένο...

    Ξανά η φωνή: «Λοιπόν, τι θα ‘κανες αν είχες μια ευκαιρία ακόμα;»

    Πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη είπε «Σ' ευχαριστώ!»

    Κίνησε αποφασιστικά προς το φως.
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    End of line

    He hears the silence howling
    Catches angels as they fall
    And the all-time winner
    Has got him by the balls

    Έγειρε πάνω στο γραφείο του κλείνοντας τα μάτια του με τα χέρια του και πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας μάταια να ηρεμίσει την καταιγίδα που λυσσομανούσε μέσα στην ψυχή του. Οργή, θλίψη, πόνος διαδέχονταν το ένα το άλλο, πάντα είχε έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις αλλά υπήρχε ένα σημείο πέρα από το οποίο ένιωθε την ψυχή του να σπάει, να γίνεται θρύψαλα.

    Πράξεις και συνέπειες ήταν η μόνη σκέψη που έπαιζε σε ατέρμονο βρόχο μέσα στο μυαλό του. Πράξεις και συνέπειες. Ένιωσε τη Λύσσα να θεριεύει μέσα του και μάταια προσπάθησε να την καταλαγιάσει. Τα μέσα του άφρισαν και πάλι και δεν υπήρχε κάτι να τον βγάλει από εκεί, δεν είχε που να το διοχετεύσει.

    ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ του ούρλιαξε ο δαίμονάς του.

    Κούνησε απεγνωσμένα το κεφάλι του προσπαθώντας να το καθαρίσει.

    ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ! ΕΣΥ! ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ!

    Τη Λύσσα την είχε βιώσει δύο φορές στη ζωή του αλλά αυτή τη φορά δεν είχε που να τη διοχετεύσει. Δεν υπήρχε βαλβίδα διαφυγής, δεν υπήρχε εκτόνωση, το μόνο που θα μπορούσε να ελπίσει ήταν τα εσωτερικά του τοιχώματα να αντέξουν την πίεση. Μα πόσο ν’ αντέξουν κι αυτά;

    Κάπου, κάποτε…

    - «Τι θέλεις από μένα;»
    - «Να βρεις κάποιο τρόπο να με συγχωρέσεις.»
    - «Δεν υπάρχει κάτι να σου συγχωρέσω.»
    - «Τότε γιατί είσαι οργισμένος μαζί μου;»
    - «Δεν είμαι οργισμένος, πληγωμένος είμαι. Με σκότωσες αλλά τι νόημα έχει να σου θυμώσω που τα συναισθήματά σου είναι αυτά που είναι;»
    - «Σ’ αγαπάω, ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπάω»
    - «Δεν αλλάζει κάτι.»
    - «Μου έλειψες… μου έλειψες πολύ.»
    - «Αυτό ήρθες να μου πεις;»
    - «Δεν… δεν ξέρω γιατί ήρθα.»
    - «Δεν ήρθες για μένα, για σένα ήρθες.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Δεν ήρθες να γιατρέψεις τις δικές μου πληγές, τις τύψεις σου ήρθες να καταλαγιάσεις.»
    - «Όχι όχι… για σένα ήρθα, ήθελα να σε δω… μου έλειψες, μου έλειψες απίστευτα.»
    - «Αν θες να κάνεις κάτι για μένα…» είπε και κατέβασε το παντελόνι του και το εσώρουχό του «πάρε μου τσιμπούκι.»

    Η κοπέλα κοκκάλωσε.

    - «Αυτή τη στιγμή είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για μένα το οποίο σημαίνει κάτι για μένα. Αν δε θες, αντίο και ευχαριστώ για τα ψάρια.»
    - «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» του είπε σπάζοντας.
    - «Δεν σου κάνω τίποτα. Αν πραγματικά ήρθες εδώ να κάνεις κάτι για μένα ορίστε. Αν όχι, χάσου από τα μάτια μου και μη γυρέψεις από μένα τρόπο να τα βρεις με τον εαυτό σου.»

    Η κοπέλα έκανε να σκύψει,

    - «Όχι έτσι, γδύσου από πάνω. Θα το κάνεις όπως μου αρέσει.»

    Την είχε ψυχολογήσει καλά. Δεν είχε έρθει για κείνον, για τις δικές της τύψεις είχε έρθει. Να πουλήσει τον εαυτό της σα φτηνή πουτάνα ελπίζοντας μάταια σε μια κάθαρση που δε θα ερχόταν ποτέ.

    Παραδομένη τελείως γδύθηκε από πάνω και τον πήρε στο στόμα της. Ένιωσε μέσα του τη Λύσσα να θεριεύει. Το παιχνίδι μόλις είχε ξεκινήσει.

    Τώρα


    Με χέρια που έτρεμαν έστριψε και άναψε ένα τσιγάρο. Τα μάτια του είχαν θολώσει, νόμιζε ότι το κρανίο του θα ανοίξει στα δύο. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και πνίγηκε και άρχισε να βήχει μέχρι που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του. Σηκώθηκε από την καρέκλα αλλά παραπάτησε και έπεσε στο πάτωμα. Έγινε κουβάρι και με το χέρι του προσπάθησε να κλείσει τ’ αυτιά του να μην ακούει αλλά μάταια. Η φωνή ήταν μέσα στο κεφάλι του.

    ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ! ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ! ΕΣΥΥΥΥΥΥΥΥ!!!!!

    Κάπου, κάποτε…

    - «Έχεις πιει; Δε σου είπα ότι σιχαίνομαι το ποτό;»
    - «Ένα ποτήρι ήπια όταν γύρισα από τη δουλειά, στο ορκίζομαι.»
    - «Γιατί το μυρίζω στην ανάσα σου, τότε;»
    - «Γύρισα από τη δουλειά λίγο πριν με πάρεις τηλέφωνο. Είχα ήδη πιει λίγο όταν με πήρες»
    - «Πάρε με στο στόμα σου» της είπε και εκείνη τσακίστηκε να τον υπακούσει. Τη σταμάτησε μετά από λίγο και πήγαν μέσα στο δωμάτιό της. Την έγδυσε και την έβαλε να κάτσει στα τέσσερα. Έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να τη χτυπάει στον κώλο. Σταμάτησε, τον σάλιωσε και τον έβαλε πίσω της χωρίς άλλη προετοιμασία, κάνοντάς την σχεδόν να ουρλιάξει. Όταν τελείωσε, τραβήχτηκε και συνέχισε να της ρίχνει με τη ζώνη. Έκανε ένα διάλειμμα ίσα για να καπνίσει ένα τσιγάρο ενώ την είχε βάλει να του γλείφει τα πόδια.

    Μετά πήρε σειρά το καλώδιο. Όταν τελείωσε μαζί της η πλάτη της ήταν κατακόκκινη, σε κάποια σημεία είχε ματώσει. Και όμως, δεν τον είχε σταματήσει. Τον κοίταξε παρακλητικά και η Λύσσα έσπασε τα φράγματά του. Ήταν τυχερός, ένας τυχαίος ήχος ήταν αυτός που τον έβγαλε από την έκσταση στην οποία είχε πέσει και όταν συνειδητοποίησε τι έκανε πετάχτηκε πίσω αλαφιασμένος. Εκείνη, βήχοντας και προσπαθώντας ακόμα να βρει την ανάσα της το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τον ρωτήσει αν είναι καλά.

    Δεν ήταν μόνο τα φράγματα του που έσπασαν εκείνο το βράδυ.

    Έσπασε και ο ίδιος.

    Τώρα


    Από τον υπολογιστή έπαιζε ακόμα μουσική.

    I think God he stole the handle
    And the train it won't stop going
    No way to slow down


    Σηκώθηκε σα το ρομπότ και πήρε ένα χαρτί και άρχισε να γράφει.

    Έριξα τη ζαριά, έπαιξα και έχασα. Δική μου η επιλογή, δικές μου και οι συνέπειες.

    Ωστόσο σχεδόν πάντα υπάρχει ακόμα μια επιλογή. Ακόμα και με το πιστόλι στο κεφάλι υπάρχει η επιλογή "πάτα τη σκανδάλη ρε"

    Η τελευταία μου επιλογή σε αυτή τη γη.

    END OF LINE

    Τον βρήκε δυο μέρες αργότερα η γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι μέσα σε μια λίμνη από ξεραμένο αίμα. Στα χέρια του κρατούσε ακόμα σφιχτά το νυστέρι με το οποίο είχε κόψει τις φλέβες του.
     
  9. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Μου εχεις μαυρισει τη ψυχη @Arioch .
    Σου εχω πει πολλες φορες ποσο μ αρεσει η γραφη σου, αλλα αυτα τα μαυρα, η καλη γραφη σου τα κανει να περνανε μεχρι μεσα.
    Να σου πω την αληθεια, μετα το πρωτο δευτερο, απεφευγα να διαβασω μην επηρεαστω, μεχρι πριν λιγο που δεν αντεξα και τα διαβασα.
    Εχεις πολυ διεισδυτικη πενα π αναθεμα σε.
    Συνεχισε τα ομορφα και τα χαρουμενα που εγραφες, τι σ επιασε;
     
    Last edited: 20 Νοεμβρίου 2023
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Σε βλέπω στο ποτήρι μου

    Πίνω απ’ τις εννιά το βράδυ
    Κι έφτασε τρεισήμισι
    Και το νου μου βασανίζει
    Η δική σου θύμηση


    Γέμισε ξανά το ποτήρι του και το ήπιε μονορούφι σχεδόν. Ένιωσε το λαιμό του να καίγεται αλλά τίποτα δεν μπορούσε να ζεστάνει την παγωνιά που ένιωθε μέσα του. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και είχε αδειάσει ήδη σχεδόν μισό μπουκάλι ουίσκι αλλά τίποτα δεν μπορούσε να απαλύνει την καταιγίδα στα βάθη της ψυχής του.

    Μερικούς μήνες πριν

    - «Κοίτα» του φώναξε και έκανε ένα μακροβούτι. Ήταν αρκετά καλή, την απόσταση που διέσχισε κάτω από το νερό εκείνος ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Όχι δηλαδή ότι το είχε ιδιαίτερο καημό, αλλά λέμε τώρα.
    - «Μπράβο μωρό μου» της είπε με θαυμασμό όταν βγήκε ξανά στην επιφάνεια.
    - «Προσπάθησε κι εσύ» του φώναξε.
    - «Ούτε μερικά μέτρα δε θα κάνω!»
    - «Προσπάθησε τουλάχιστον!»
    - «Εντάξει» της απάντησε και έκανε κατάδυση. Προσπάθησε να κρατήσει την ανάσα του όσο μπορούσε αλλά δε μπορούσε και πολύ. Βγήκε στην επιφάνεια και πήρε βαθιές ανάσες. «Χμμ, με πλησίασες;»
    - «Λίγο μόνο» του είπε χαμογελώντας. Τον πλησίασε κι άλλο και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
    - «Σαν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό…»
    - «Ναι! Χιχιχι»

    Βγήκαν σιγά-σιγά έξω και ξάπλωσαν στην απλωμένη ψάθα.

    - “Selfieeeeeeeee” του φώναξε κάνοντας τον να γελάσει με τον παιδιάστικο ενθουσιασμό της. Τράβηξαν μερικές φωτογραφίες από το κινητό της και μετά του της έστειλε με το Bluetooth.
    - «Μ’ αρέσεις όταν χαμογελάς!»
    - «Κι εσύ κύριε Σοβαρόπουλε χαμογελάς. Το βλέπω ότι με το ζόρι προσπαθείς να κρατηθείς σοβαρός!»
    - «Μ’ έπιασες!» της απάντησε χαμογελαστός.
    - «Όχι που θα μου τη γλίτωνες!» του είπε και του όρμισε ξαπλώνοντάς τον κάτω στην ψάθα.
    - «Σιγά βρε διαόλι, θα με διαλύσεις!»
    - «Θα το υποστείς!» του είπε και τον φίλησε βαθιά.

    Σήμερα


    Γέμισε ξανά το ποτήρι του και το ήπιε και πάλι μονορούφι καθώς οι αναμνήσεις πλημμύρισαν το πρόσωπό του με δάκρυα και όσο περισσότερο δάκρυζε τόσο το μυαλό του πλημμύριζε με αναμνήσεις από όμορφες και ξέγνοιαστες στιγμές και αυτό τον έκανε να πονάει ακόμα περισσότερο και ο κύκλος επαναλαμβανόταν.

    -«ΑΑΑΑΑΑΑ» ούρλιαξε σχεδόν καθώς ο πόνος της ψυχής του ήταν σχεδόν απτός. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ» ούρλιαξε και πάλι και έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας με λυγμούς. Έγινε ένα κουβάρι στο απαλό χαλί ποτίζοντάς το με τα δάκρυα του.

    Στ’ ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν
    Με μπομπάρδες τρικάταρτες Και μου ρίξανε
    Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
    Μακρινή μητέρα, ρόδο μου, ρόδο αμάραντο


    Μα δεν ήταν το σύμπαν που τον είχε κατατρέξει, δεν ήταν η σκοτεινή μοίρα που είχε ζηλέψει την ευτυχία του και τον είχε καταραστεί. Ήταν οι δικές του επιλογές, τα δικά του λάθη που τον είχαν φέρει εδώ. Μόνο του, κουλουριασμένο στο πάτωμα να κλαίει με λυγμούς που του έκοβαν σχεδόν την ανάσα.

    Ήθελε απεγνωσμένα να πάρει αέρα. Σηκώθηκε και πήγε και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ήταν αξύριστος με γένια μερικών ημερών και μάτια πρησμένα από το κλάμα και την αϋπνία. Του ήρθε ξαφνικά αναγούλα και ίσα που πρόλαβε να φτάσει στη λεκάνη. Η αναγούλα του έφερνε σπασμούς που του έκοβαν την ανάσα, του πήρε κάμποσα βασανιστικά λεπτά μέχρι να συνέλθει.

    Παραπατώντας σχεδόν βγήκε στο δρόμο και ξεκίνησε να περπατάει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά, μια παγωνιά που δεν την ένιωθε καν μπροστά στην απέραντη παγωμένη ερημιά της ψυχής του.

    Προχωρούσε παραπατώντας μέσα στους έρημους δρόμους με το μυαλό του να γυρίζει ξανά και ξανά στις όμορφες στιγμές που δε θα ξαναζούσε μαζί της. Παραπάτησε ξανά και αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία του, έπεσε κάτω με φόρα και το κεφάλι του έκανε γκελ στο πεζοδρόμιο.

    Κάπου αλλού…

    - «Ουφ ζεστάθηκα, πάμε να βουτήξουμε πάλι;» τον ρώτησε.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» της είπε χαμογελώντας.

    Τρέχοντας και τσιρίζοντας χαρούμενα βούτηξαν και οι δυο στο δροσερό νερό.

    Σήμερα


    Τον βρήκε το πρωί νεκρό το συνεργείο του δήμου στο σημείο που είχε πέσει. Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο αίματα και τα μάτια του ήταν ανοιχτά.

    Και τι περίεργο! Χαμογελούσε.
     
    Last edited: 21 Νοεμβρίου 2023
  11. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Πένα βουτηγμένη στο έρεβος..