Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Trauma

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 25 Αυγούστου 2024.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Για τους λάθος λόγους στον αγά να πας (12/29)

    Τη Δευτέρα Γυμνά και Τσίου

    Emotion? Trauma!

    Μια ιστορία μια φορά συμβαίνει, αλλά δεκάδες φορές στη λάσπη…

    Χαρακώνεται.

    Το νομα του Λεξ. Ίσως άνθρωπος, ίσος μικρός της βίας, σε κάποιες σελίδες φως, σε άλλες σκοτεινός ε χθρός, αστέρι, γίγαντας ή νάνος.

    Ο πατέρας του μήλο άσχημο και αποκρουστικό, αλλά ένας απύθμενος συμπυκνωτής σοφίας, γνώσης και της δόλιας της ενέργειας.

    Η μάνα του, ένα από τα φιδίσια τα εγώ μου. Στην ομορφιά μου, στην θερμότητα και στην δηλητηριώδη για τη Ζωή αέρια, με το υγρό και Θείο, σε απίστευτη ποσότητα και μεγέθους πλανητικά παγόβουνα, να οργώνουν σα κόσμημα τον γεμάτο κόρφο μου.

    -Κι ο Λεξ; Το δέκατο ηλεκτρόνιο το δίδυμο του από το μέλλον κλωσάει γιατί δεν το θέλουν οι μπαμπάδες τους.

    -Φως! Χρυσό! Όταν χαμογελούσε ένιωθες πως κολυμπάς σε μία θάλασσα από λάβα, δροσερή σαν πάχνη και πασπαλισμένη με βραχονησίδες, ώστε πατήματα να βρίσκεις όταν θέλεις να ξαπλώσεις. Ένα μικρό του Θεού φωτόνιο.

    -Ήττα ναι της υπέρ και συμμετρίας ο θεός; Το Νίτσο Τρεν σ’ ένα πλανήτη τη σφαγή αμάχων επιβλέπει, κανείς να μη μιλήσει, ανασάνει και ξεφύγει.

    -Όχι δεν ήταν. Αλλά οι Θεοί μεγάλα σχέδια για αυτόν είχαν και ελπίδα και τις πρέσες του Τιτάνα ερεθισμένες σε θέση βολής, ώστε εκεί να τον ωθήσουν.

    Σ’ ένα πλανήτη νάνο, την Ουλνρίκε 25 φορές μεγαλύτερο από τη γη, ένα δέντρο σε ύψος 1139 μέτρα στη πτέρυγα Νεκρό το Δον Γιουσούφ κρεμάει. Η Ν χάδι γλυκό του δίνει και συνεχίζει.

    -Φίδι μικρό στο μήκος, με στεφάνι δυσανάλογο στο φιλόδοξο κεφάλι. Οι αγκίδες του στεφανιού σε κάθε διαδρομή ενέργεια μαζεύουν, εμ και πύρα, σε φως το Νιο για να φουντώσουν.

    -Όμως… ένα τρέμουλο στο πλάτος της, την συγ κίνηση του δίνει και την αδράνεια του φεγγαριού σε απόχη πιάνει, σε συρτό το ρίχνει και για πάντα το κλειδώνει.

    -…κάθε βράδυ το πατρικό το Μήλο, με πεδία του σκύλου τα σκληρά, τον ακίνητο και βάρβαρα ποιούσε και του κούρευε το γλυκό του φως και Νέκταρ, μέχρι Φαλακρό το Λεξ να μείνει…

    …άδειο από συχνότητα, ενέργεια, ταχύτητα, ελπίδα και θέληση για Ζωή.

    Στα κοπρώδη της νύχτας μονοπάτια, σερνόταν, ζητιάνευε και το άσπρο είδωλο ξεπουλούσε για μία μόνο σπίθα. Οι Θεοί στοιχήματα έβαζαν για το πότε ακριβώς θα πέσει, θα λυγίσει και το μηδέν ανά γκάζι στη κά θοδο θα γγίξει.

    Το Μήλο και πατέρας έφτυνε στα δρομάκια που ακολουθούσαν, μια γουλιά να πιει ο Λεξ να μη ποτέ λυγίσει. Του άφηνε μπλε σημάδια, ώστε το δρόμο από πίσω να γυρίσει.

    -Τον Υιό πλήγωσε τον και θεριό θα γίνει και όλοι θα το θαυμάζουν. Στο νεύμα το κρασί του δίνει και αυτό του εβδόμου ημιτόνου το χορό.

    Στους Θεούς ομάδα διάσχισης εμφανίστηκε, οι Υποστηρικτές. Τέρμα στα βάσανα του Λεξ ζητούσαν, βωμούς, ναούς και ιερείς και ες, για χάρη του σκοτά Διός και Φως.

    Αμέσως άλλη εμφανίστηκε, αντίθετη, οι του Υπερ φοντά μετά ληστές. Πίστευαν πως στην υψηλή πίεση, δύναμη, ορμή και της μεγάλης της συχνότητας εξαναγκαστική ταλάντωση, αν δεν σπάσει, δεν σβήσει και για πάντα θα Πλανκ τάξει, κάτι Μeγά, low καθόλου θα συμβεί.

    -Κι τι έκανες εσύ, η μάνα, για το παιδί, το χρυσό σου Φως; Το ενδέκατο Η, φωτιά βάζει, γελά, βεν πίνει, χαρά με σ άρκ αλιώνει και ρωτά.

    -Δεν άντεχα.

    -Δεν μπορούσα άλλο να τον βλέπω να υποφέρει..

    -Ένας δρόμος μόνο για μένα υπήρχε…

    -Τα χειρότερα από κάθε άλλον να του έκανα..

    -Ή όρθιος θα σηκωνόταν και ανά στημά πρωκτούσε, φως τεράστιο και φάρος ξακουστός να γίνονταν ή να κατάρρεε και για πάντα να έσβηνε, σαν ανίκανο φω κετόνιο.

    Κάθε μέρα σε αγώνα συμμετείχε ο μικρός μου Λεξ. Μάχη καμωμένη από τον πατέρα του κι εμένα, καμωμένοι από τους θεούς. Αγώνας του διαδόχου σφυρήλατης, γερός και δυνατός να γίνει, μαθαίνοντας και κερδίζοντας ε αυτόν.

    Οι πάντες των Λεξ επευφημούσαν και Μέγα τον ekaναν να νιώθει. Σα νικητής πριν ακόμα ο αγών ας ξε κινήσει.

    Το Μήλο τους καλύτερους ανταγωνιστές για τον Λεξ ξεδιάλεξε, από το Μεγά λο του χαρέμι. Τους πονηρούς και έξυπνους, δυνατούς ή δόλιους, τυχερούς ή άτιμους, έντιμους και κλέφτες, κόντρα στον Λεξ όλοι για να πάνε.

    Εγώ από την άλλη την μεριά κατά την διάρκεια της μέρας της ψυχής ναγκάσματα του έστελνα, κουτσούς, τυφλές, μονάρχες, μονό στη θες και καταφρονημένους, να τον κουράσουν, λιανίσουν και αδύναμο στο σούρουπο να τον ωδή και γ ήσουν.

    Τη νύχτα τα πιο επί δέξια κορμιά του έστελνα, τσούλους, τσούλες, θηλυκά κι αρσενικά, Tροία ή και περισσότερα, το λευκό του φως ζεστό να πιούνε, ξεφούσκωτο στο τέλος στη κλίνη του οι ακτίνες του ήλιου, του πρωινού να βρούνε. Αλλά κι αυτές, διψασμένες και από της νύχτας το ξεφάντωμα ξε σκι και πεινασμένες, με τη σειράς τους τη συχνότητα ρουφούσαν κι έκλεβαν από το κύμα του, ό,τι του είχε απομείνει.

    Άδειος, με τα μάτια στην κόψη του χαμένα, χάρτινος και ήρωας μικρός…

    Κι όμως..

    Έβρισκε το πείσμα και το κορμί του σήκωνε, αργά, με τα μάρμαρα κόμα ιδρωμένα από κάθε χρώμα και κρασί, μέχρι το στίβο έσερνε, μέσα από του φω τις νες και του Παν η γύρα.

    -Είσαι εφτά, είσαι θεός, είσαι μεγάλος και όλοι τα άκρα του χτυπούσαν, με δύναμη, μανία, έξαψη, χαρά, λαγνεία, κουρά γιε μου να σου δώκουν.

    -Κι έβρισκε ανάσα και νερό, τον αγώνα να θωρήσει; Πως μα πως και πως; Η Ν τρο Ζεν χαμόγελο και χαστούκι, στο δωδέκατο Η και μοντέλο το σκύλο να χαρίσει.

    -Ήταν απίστευτο, άδειος, δίχως ενέργεια, σχεδόν νεκρός, από το θετικό του φως αντλούσε ενέργεια, κουράγιο και δύναμη. Ένα βότσαλο μικρό, απένταρος στην πλην και μμύρα της Ε βίας.

    -Κι από τα ρνητικά; Του σκοταδιού το Έρεβος και της σκιάς της στρίγκλας;

    -Ακόμα και από κει, λες και η απώθηση, δύναμη κι άνεμο ισχύς στα πανιά του έδινε και με Ρώμη και αρχή πάντα πρώτος ξεκινούσε, από κάθε δρόμο. Τους πάντες προς perηouse ο καλός μου Λεξ, ό,τι και αν στο δρόμο οι εχθροί του σκάρωναν.

    -Άρα τότε εύκολα νικούσε;

    -Όχι, δε νικούσε, γιατί τότε αναλάμβαναν οι δημιο, υργοί και οι θεοί.

    Τον θαύμαζαν! Πως ένα του μηδέν σημείο, από μία διάσταση μικρότερη από το δικό τους κόσμο, υπόσταση πωκτούσε; Δεν λύγιζε, συνέχιζε και ποτέ δε στάμα τούσε. Στο δρόμο εμπόδια, κε να ποδιές, φύτρωναν σαν τους Κι σσούς και τα άγρια τα χόρτα, στον κήπο, τις πατούσες, ακόμα και στα μάτια. Α κόμη και αν αυτά κατάφερνε, νικούσε, τότε τα αγριόχορτα, ξερά φωτιές, τα γκάθια αρρώστιες, οι Κι σύ σεισμούς, σύγχυση, ναυτία, δέντρα που πάνω του σκαρφάλωναν και αγκίστρια στην χωρική του πέτσα κάρφωναν ή εμπρός του το δρόμο να του κλείσουν, μέχρι που στο τέλος κατάφερναν τον Λεξ να ηττηθεί να κάνουν.

    Τότε οι θεοί σαν μικρά παιδιά και οπαδοί, ξεσπούσαν στην αρχή σε πανηγυρισμούς που μπόρεσαν για άλλη μια φορά το κανένα να κερδίσουν κι αμέσως στο μετά στη θλίψη βυθισμένοι και άδειοι. Δίχως ελπίδα, δίχως αύριο, χωρίς παιχνίδι.

    Ο Λεξ σκουπίδι, ο κόσμος γιούχα και φτυσιές του έριχνε, ξύδι και αζωτούχα, κλωτσιές, μπουνιές, νερό, τροφή καθόλου. Το μαύρο βράδυ σε καταγώγιο τον έβρισκε να πίνει γυμνός το ξίδι. Περίγελος, φτηνός, στα λεπρά και βρώμικα σκυλιά πουτάνα, καπνός μα όχι, μόνο στάχτη, τη πονεμένη του ψυχή να την μασούν και στις απορροές να φτύνουν, σαν βλογιά μαϊμού ταμπάκο. Στο τέλος η μέρα με περιφρόνηση τον κατ Ουρούκ σε όνειρα του Ι σταρ χρυσά, τον έβρισκε, τον έβριζε σε μια χωματερή στα τέσσερα γυμνό ναυτάκο πάνω σε γη σπαρμένη από γυαλιά.

    -Και αυτός τι έκανε; Γιατί δεν έπεφτε και δεν τα παρα κρα τούσε;

    -Το πείσμα του ανελέητο, απύθμενο, με κοφτερό γυαλί τις μολυσμένες του πληγές άνοιγε και στο χώμα έχυνε το τελειωμένο αίμα και ξανά re start κι αρχή.

    Δυνάμωνε και ο πατέρας του το Μήλο, πιο δύσκολους αντιπάλους διάλεγε. Πιο δυνατά τα πατήματα του κι ας όλοι εναντίον του πια ήταν. Φήμες εγώ κυκλό και στις σφραγίδες φόρεσα, πως άτιμος, φαρμακωμένος και ανήθικος πως ήταν, pos έκλεβε και δόλιος ήταν. Άκουγε και δύναμη από αυτά έπαιρνε πως θα τα κατά και φέρει της απόδειξης τη Νίκη.

    Πιο επιδέξιους και του Άρη και της στεριάς, πόθους, πειρασμούς, είτε σ’ έμψυχα, είτε σε άψυχα κεράσματα του έστελνα, ώστε πempty τελείως να φήσουν.

    Έμαθε να αρνείται και να προσπερνά, ακόμα και όταν την Αρετή ανώμαλη, ψεύτρα και σημαία του δειλού, του έδειξα πως είναι.

    Πλησίαζε, εχθές τρίτος, σήμερα δεύτερος, αύριο;

    Τότε ιδέα σχηματίστηκε στο μολυσμένο από τους θεούς μυαλό μου. Είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσουμε το συναίσθημα.

    Την αγάπη, τον πόθο και τον έρωτα. Άγκυρα από αυτή μεγαλύτερη δε θα μπορούσε να υπάρξει.

    -Ήταν όμορφη; Η Ν την άμμο σε θερμό φεγγάρι, με τρυφερότητα χτενίζει, κρύσταλλα από αψεγάδιαστο αμέθυστο στο γιατί προβάλλουν και με φωτιά και άλλα τη νύξ στολίζουν.

    -Ωωωω, όλα μαζί τα Η ψα και πάλλουν.

    -Πιώ και κο, φτερό και όμορφο…

    ( Στον εαυτό του ο dog κάθεται και λέει…

    -Για χ δεν με εμ παίζεις, δούλε κι αφέντη μου;

    Ποιοι για τη διαρροή ένοχοι, θα μου πεις;

    Παρέα δεν μου κάνεις, τη συνέχεια από το τέλειον το μέλλον δεν μου λες; Θες; Θες κάθεσαι και κλαις.

    Στο καθρέπτη το ή και δόλιο το εγώ του στα μούτρα το πεντάγωνο σερ βίρει.

    Ποιος το διέρρευσε; Γιατί; θα πεις; Ή με σφαίρα στο μέτωπο το γράμμα σου θα φήσω;

    -Εκατό και οχτώ, οκτώ κι οχτώ, τα αργυρά που μου χρωστάς. Ασήμωσε κερί ανάβεις και υγρός να πας. Στα 5 η λογική στα 7 συνέχεια…)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Τραύμα (Χ μονάς U Αν η Ξ)

    Οι λάθος λόγοι στον Αγά να πας (14/29)

    Η Δευτέρα είναι μια γκρίζα μέρα. Ασπρόμαυρο ή έγχρωμο; Κόκκινο, μπλε ή μωβ; Ο Λεξ τον κύκλο του από την κλίνη του σηκώνει, τινάζει και τεντώνει, τα χρώματα που επικρατούν Μαύρο κι Λευκό.

    Το κύμα καβαλά, χαμογελά κι αναδιπλώνεται.

    Λίγα κεράσια; Άσπρο, μαύρο.

    Μια βουτιά στον κόλπο τον υγρό, ζεστό, πηχτό της Λίμνης το βυθό. Μαύρο, άσπρο.

    Ένα τρία ντα και φύλλο; Δέκα πέντε μαύρα και πέντε δέκα, πέταλα λευκά.

    -Κι αν τα ανά και σάκα τέψεις;

    -Γκρίζα! Στενάχωρα, δυσκίνητα με σύννεφα κατάθλιψης την μούχλα τους να στάζουν στις ανέμελες και φρέσκιες σελίδες της ημέρας.

    Ο Λεξ το κεφάλι του τινάζει. Μαύρες από το πάνω, λευκές σταγόνες στο κάτω, γεμίζουν με προς και μόνη τον αιθέρα. Στο δρόμο για τον Στίβο το άσπρο, μαύρο δις δικτάτωρ, παντού τα πάντα να μολύνει. Ο Λεξ ακόμα στέκεται ορθός. Στης Μάγχης το πεδίο, μισή λευκή και μισή της μαύρης η οπτασία που χορεύει.

    Ο Λεξ σημασία καμία δεν της δίνει.

    -Εγώ θα είμαι ο νικητής σήμερα. Λόγια που πετάγονται ξυπόλυτα στον ήλιο.

    -Ποιος, ποια, ποιο, τόλμησε στην έδρα μου απάνω, άλλη σημαία πέρα από τη δική μου να καψώσει;

    Στην τάξη τα πάντα μαζεμένα και στο τέλος χάος. Το κεφάλι του γυρνά στις τριάντα κι εφτά τις μοίρες, το γάντι να μαζέψει.

    Ένα χαμόγελο, το πάνω χείλος γάλα, το κάτω σοκολάτα, η μία κόρη να ναι Λευκή κι η άλλη νέγρα. Πίσω από το κορίτσι να κυριαρχεί το χάος και αυτό να τον κοιτά, ευθεία και βαθιά στα μάτια. Ο χρόνος στις 7 και 55 διάλυμα κάνει με του Νιτρικού τα λάτια…

    Οι νεκροί, σαν φύλλα στο φτηνά πουλώ, από το δέντρο των Χριστουγέννων πέφτουν, οι Λεξ και Μάυρο άσπρο, αξία δεν τους δίνουν..

    -Θέλεις να χορέψουμε;

    -Ναι. Δύο κύματα που παράλληλα βαδίζουν…

    -Να σε αγγίξω;

    -Ζαμέ την Κυριακή. Και παράλληλα τα σοβαρά τους συνεχίζουν στον χρόνο να νεμίζουν.

    Το φως μαζί τους χόρευε. Μια νύμφη ντυμένη στα Λευκά και μια κηδεία Μαύρα. Στα σιτ στεριά Κοράκι και στα Δεν ξιά αφρό και πούλια.

    -Ποια η γνώμη σου για τις Μαύρες γάτες;

    -Έχω αλλεργία. Προτιμώ τις Ζέβρες.

    Ένας τρελός και Joker, στα λευκά πετά η νύχτα ποτέ το όνειρο, κακό να μην το βρει. Όριο του μία γκρίζα ου κι αυλή. Ένα βήμα στα ρις τεριά, βασίλισσα τρώει τον τρελό και αυτήν την καβαλά ο ίππος.

    -Ποια η επιλογή στα πούλια;

    -Μονά και μαύρα και όταν έχω κέφι, δίδυμα κυκλά στο χρόνο.

    -Στον Κρόνο;

    -Μόνο όταν γερνά και γέρνει. Άλλο ένα βήμα στο κουτσό ο Λεξ, από το μαύρο το τετράγωνο, στο λευκό το πλοίο. Το ενδιάμεσο ποτέ για αυτήν να μην θωπεύσει.

    -Δεν μ’ αρέσουν τα θολά νερά. Φοβάμαι αυτά που κρύβουν.

    -Στάσου ακίνητη. Φύλακας εγώ για σένα, τρεις ώρες η σκοπιά.

    Στην πρώτη ώρα, τα υγρά ξεχύνονται από τον κόλπο.

    Στην δεύτερη από τα ματάκια της.

    Στην τρίτη, σάλια, ουρλιαχτά, πανικός και βλήτα, δραπετεύουν από το στόμα της.

    -Σταμάτα σε παρακαλώ. Φοβάμαι!

    Το τραγούδι του αέ ορθόδοξου ναού χειμώνα, λιώνει.

    -Άλλο ένα σε κονάκι ένα;

    -Όχι για ποια με πέρασες; Εγώ είμαι μια κυρία.

    Τα χείλια σου αγάπη μου σκουπίζει και ο Λεξ κοιμάται.

    Στα χορδάτα τα Ρεπ τα τήλια, ο επόμενος του Λεξ αγώνας. Με ασπόνδυλο μοιάζει η εκκίνηση, αλλά κάτι push and push τον βαραίνει. Ο κόσμος του φωνάζει, τα βήματα βαριά, αλλά αυτός τους αγνοεί και μόνος, μόνος τρέχει. Στο αντίθετο το ρεύμα πάντα δίχως φώτα κόντρα.

    Δεύτερος τελειώνει για ένα χιλιοστό ανάμεσα στον πρώτο και τον τρίτο.

    -Ωραία βόλτα. Η άσπρη μαύρη του Ρω η Σε, πάνω του βαδίζει και τον λόγο του στα δύο και μόνο τον χωρίζει.

    -Πλαταιές γερές. Στο Κιλκίς η πυραμίδα και στη Θήβα βάσεις, αυ γά γε μάτα. Παιδιά θα ήθελες μαζί να κάνω;

    -Όχι, εγώ, γκουχ, στυγνώ και μη, αγώνα έχω, διάβασμα και τραγούδι μυστικό στους ρυθμούς του π εγώ να γελάσω και να κλάψω.

    -Θέλετε τότε στην οικεία, την Φρε τη γάτα μου, απόψε να ξε κουρσά και στης; Ο Λεξ παράθυρο ψάχνει από το κύμα να πηδήξει. Η Ρω ευκαιρία δε του δίνει.

    -Καλύτερα δε θα ταν από τους βόθρους και τα βρώμικα των χρωμάτων, του τετάρτου καταγώγια;

    -Θύμισε το νομα σου;

    -Rw του Σε, σας αρέσει;

    -Θετικό κι αρνητικό, colo re στο φως καθόλου.

    -Σκοτ να δον και Χιώτης μήπως;

    -Μπα όχι, εγώ διπλά στα μαύρα δεν δούλεψα ποτέ. Ανεργία έχω.

    Ο Λεξ ανά σα πω καθαρό οκτάνιο, δυνάμεις παίρνει, κορνάρει, ενίσχυση και του Όρθρου αγωγή. Στον επόμενο αγώνα έτοιμος.

    Το κοινό στο άσπρο και το μαύρο, από και ντρον μένο, μόνο οι καθαροί, οι ατόφιοι και στου βασιλιά το «Όχι», οι αποκεφαλισμένοι.

    Στους ώμους ξανά το βάρος, αλλά τώρα τέσσερα τα χέρια που τον ιστό μαζεύουν και δυο στη κορυφή κορώνα.

    Πρώτος στη μισή διαδρομή, ύστερος στο υπό και κλείπτω. Οι διχασμοί ακραίοι και ακέραιοι.

    -Σ’ αυτό το δρόμο, θέλω εγώ να μένω.

    -Όχι, όχι, όχι, άσπρο μαύρο και κάτω η ευθεία.

    Δεύτερος ξανά. Την τρίτη τη φορά κάτι πίσω του αφήνει.

    -‘’I’ll be back!

    -Σ’ αγαπώ και ποτέ, εγώ, ξεχνώ.

    Βάρος μόνο στη ψυχή. Διαίρει την συν και είδηση, βασιλιάς στα κόκκινα σπαθιά να γίνεις. Το χρώμα προσπερνά.

    -Yes or No; Χες μόνο. Λευκό και μαύρο. Δέκατος τούτη τη φορά.

    Στο τίποτε καπνός και στη καρδιά Μελάτος, αυγό να νιώθει…

    -Γεια σου Λεξ και δεν πειράζει.

    -Μα δεν μα, κατά και μετά, λαβαίνω. Ποιος, ποια ή τι να φταίει;

    -Οι φίλοι, σκύλοι, οχτροί και φίλοι.

    -Γιατί;

    -Τα χρώματα μπερδεύουν, βαρύκουα και την οσμή μας παίρνουν.

    -Το πιστεύεις;

    -Στο σταυρό μου και το μαύρο και λευκό, τριαντάφυλλο μου.

    -Μάτι τότε.

    -Μαζί κι εγώ.

    -Θέλεις να χορέψουμε;

    -Όχι ευχαριστώ.

    -Μια αχτίδα μόνο.

    -Έχω αλέ κι αργία στα κτήνη δύο.

    -Από πότε;

    -Από σήμερα.

    -Τι θέλεις;

    -Να χωρίσουμε.

    -Γιατί ;?;

    -Γιατί πια δεν σ’ αγαπώ.

    Ο Λεξ την πύλη κλείνει και μία άλλη ανοίγει. Σε μία βρώμικη παλιά μπανιέρα, το χρώμα του ξεπλένει από το Μαύρο και Λευκό. Για μια ολάκερη εβδομάδα, κάθεται μόνος του και στον Φιλώ τα λέει, διχοτομεί τις αναμνήσεις του, καίει, κλαίει, λέει, καίει.

    Μόνος, μόνο σε λεπτό λιβάδι, ζει, δρα και επιπλέει. Αγώνες και το Book, εφτά και άλλα, όρεξη καμιά πια να η πεύει.

    Πρωί σηκώνεται από συνήθεια να πάει;

    -Που; Στα ριστερά, η να τολή και στα μα ξιά, η δύση. Χαμένος, στης σκοτεινής της ύλης τον τοίχο ακουμπά και…

    -Τι όμορφο το ρούχο Σελήνη που φοράς;

    -Vanilla sky. Σύννεφα σκιάς, με της καμπύλης σοκολάτα, το λάχανο με ξύδι και γυμνή στην άμμο να χορεύει, στην αρχή και στης άνοιξης το πέρας.

    Ξωτικά βαμμένα με το Ρουμάνικο το αίμα, να πίνουν στην υγειά του Αη Γιώργη. Στο σύννεφο ο Λεξ βουτάει και στης πυράς το στήθος.

    Μέρα, πάθος, πόθος, νύχτα, χαμόγελο και ξύλο. Εξισώσεις και ανισώσεις στην τραμπ αλλά της ζωής, δύο του αντίθετου ή όχι, ποτάμια του εγώ που συγκρούονται και τα…

    …πάντα στο πέρασμα τους, μαζί τους παίρνουν.

    -Είσαι όμορφη πολύ…

    -Γιατί;

    -Είσαι έγχρωμη.

    -Είμαι Ρου ναι και νέφος, τις μαργαρίτες μ’ αρέσει να μαδώ και στον άνεμο στην τύχη τα σκορπάω.

    Άνοιξη, χειμώνας, άνοιξη, έγχρωμο, Λήθος, μύθος, οργή, χαρά και πλήθος.

    -Και η θέση του; Στους αγώνες τι αριθμό είχε; Το δέκατο τρίτο Η τη Νι Ντουν Νταν και Τζέν ρωτά.

    -Ο Λεξ;

    -Ρυθμό κανένα. Ούτε με Α, αλλά μήτε και χωρίς. Δεν έτρεχε, μόνο λα χα και να ζει ή να μη ζει καθόλου, στην βροχή, στα στέρια, στη φωτιά και στην των δύο τη φυγή.

    Το νερό, το φαγητό, το ποτό, το φως, το αίμα του και το δηλητήριο της έδωσε, τα πάντα. Μέχρι που πέθανε και ο Λεξ ακίνητος έμεινε για 40 χρόνια.

    Δέντρο, ρίζες, βαθιές, τα μάτια του κλειστά. Ούτε μπρος, μα ούτε και πίσω…

    ( -Και οι θεοί; Το δέκατο τέταρτο Η, το Nitro genuine ρωτά την αλήθεια για να βρει.

    -Τα δεινά που τον Λεξ έσκιζαν σαν την η χώ στο κύμα και την κόκκινη ενέργεια σπαταλούσαν στο κενό, για των θεών τη τέρψη, αηδία προκαλούσε και αποτροπιασμό.

    Το συναίσθημα, ένας ενήλικος ιός που ασελγούσε στην αυθεντία των θεών. Το δόγμα και να ποιώ τα πάντα, ρωγμές απέκτησε και του παραλόγου οπαδούς.

    Αυτό ζητούσαν από τον Λεξ; Το αιώνιο βάσανο, πόνο, του ανερμάτιστου τον πόθο; Σταγόνες από νερό και ρ αίμα;

    Λάθος κάποιοι είπαν. Η επιλογή του ελεύθερου θνητού ήταν και ήταν λάθος.

    Μα αν ο θνητός κόντρα στο δικό μας κύμα πάει και το δικό του σαν αλήθεια φέρνει, τότε ποιος είναι ο σκύλος ο αληθινός και ποιος ο ψεύτικος θεός;

    Λάθος δικό μας, κάποιοι άλλοι είπαν.

    Μα αν δικό μας το λάθος και η αρχή, τότε ποιος Ε μας στο Max μας οδηγεί;

    Φωτιές αμφιβολίας ξεφύτρωσαν με σώμα δίχως σάρκα, στον κόσμο των θνητών απλώθηκαν και από εκεί από τα εκτός χρόνου και σχεδίων των τριών, στων τεσσάρων έφτασαν.

    -Μα πως; Πως δυνατόν αυτό να ήταν; Το κύμα που σηκώθηκε τσουνί στο namι, με τον Λεξ ακίνητο στον κόσμο τον δικό του, για μια στιγμή στο τώρα, πριν και πάντα.

    Το τέλος αναπόφευκτο θα ήταν, αλλά τότε ένας, μία, ένα από τα των θεών σκυλιά, μια ιδέα είχε.

    Ένα φύσημα αέρινο, μικρό, μια ώθηση, μία νιφάδα και του πορτοκαλιού το άνθος, τρέμουλο στον Λεξ να στείλουν.

    -Και μετά;

    -Κουρασμένη είμαι και τα χωριά μου ορεινά, μία στάλα μονάχη, να Xapo και στάξω…)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    -Κύ ιιιεεεεεεεε, να βαΩ τη Γ Ωσσα .ουυυ μέσααα;

    -Να μην την έβγαζες.

    -St έγνΩσαααα…

    -Όχι.

    -Να β γα Ω το Did do από μέσσααα μου;

    -Σσσς, σκάω, σκass, σκάσε τη γλΩσσα σου κράτα έξω και στον ανεμιστήρα εμπρός. Στον άξονα που μέσα σου βαθιά φΩλιάζει στέψου πρρος τα ριστερά…

    Το κείμενο μου να τελειώσω θέλω και όταν κάψες έχω δεν μπορώ.

    Λοιπόν φεύγει ο η το και έρχεται το η ο …

    «Αιώνιο καλοκαίρι»