Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Zer0 is land

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog


    11th Bottle of Rum


    Zer0 is Land


    Ο Νίκος στα 11 σχεδόν, το σώμα του σε τούνελ ρυμουλκεί. Το μισό στην λάσπη αγνώστων στοιχείων βαπτίζεται στην βρωμιά και το μισό, έξω από το βούρκο, ελπίζει.


    Τα χέρια του τυφλά, στη λάσπη ψάχνουν. Μικρά αντικείμενα σε αυτήν κοιμούνται. Ένα κουμπί, ένα κέρμα, ένα δόντι, οι παλάμες του στο έγχρωμο βαμμένες. Το χρώμα; Στο σκοτάδι, σε δύο εχθρούς διαχωρίζονται. Σε αυτά που ελάχιστα φωτίζουν κι αυτό που το καθόλου προσκυνούν.


    Το τούνελ κλίση αλλάζει και την κατηφόρα επιλέγει. Το νερό θαρρεύει και τη στάθμη του σηκώνει. Ο Νίκος προχωρά ακόμα λίγο και μετά σταματάει. Το νερό, στα μέτρα τα επόμενα, το τούνελ καταπίνει.


    Αναποφάσιστος. Πίσω; Ξέρει που θα επιστρέψει. Στο νοσοκομείο, κλεισμένος στην φυλακή του πλαστικού. 400 χρόνια κι αν περάσουν, αυτή ακόμα θα στέκει. Αδιάρρηκτη και αναλλοίωτη.


    Εμπρός; Αχνό το φως, που στο μακριά ψιθυρίζει, να το πλησιάσει. Να χάσει τι; Και να κερδίσει τι; Και τα δύο σιωπηλά και αδιάφορα και ο Νίκος, αποφασίζει.


    -Μπροστά.


    Την ανάσα του κρατά και στο νερό μπαίνει και το σώμα του με τα χέρια του στο τούνελ τραβά. Το τούνελ, ανοίγει και σε βυθό, παράξενο, φως γεμάτο, από ψηλά όχι.


    Πέτρες αυγά, διάφανα και στο κέντρο τους το φως. Γεμίζουν το βυθό, μην επιτρέποντας σε άλλο αντικείμενο, σχήμα, χρώμα, ύπαρξη να φανεί.


    Λίμνη ή θάλασσα; Σημασία δεν έχει, η ομορφιά της απαράμιλλη. Εδώ για πάντα να μείνει, θα το ήθελε ευχαρίστως.


    Ασφυξία. Ανάσα θέλει κι οξυγόνο και το σώμα του το στέλνει στην επιφάνεια.


    Το κεφάλι του βουτά σε μία θάλασσα καθαρού αέρα και πίνει αχόρταγα, με τα μάτια του κλειστά.


    Χορταίνει και τα νοίγει. Ο ουρανός μαύρος, ουδέποτε stars υπήρξαν, τέλος αδιευκρίνιστο, κουρτίνα για τα πάντα και το τίποτε.


    Σκοτεινά όμως δεν είναι. Το φως από το βυθό, αυτό που σαν θάλασσα μοιάζει, αλλά έτσι δεν μυρίζει, εκπέμπει φως. Στα λίγα μέτρα, νησί μικρό. Σχεδόν κύκλος, διαμέτρου 157 μέτρα. Δέντρα καθόλου. Ούτε πέτρες, άμμο, ή ό,τι άλλο θα περίμενε κανείς. Τα ίδια διάφανα και φωτεινά αυγά, το χαλί που στρωμένο το σκεπάζει.


    Στο κέντρο του αυτός. Ο Silver. Τον βλέπει από μακριά, αλλά μπορεί να ξεχωρίζει, ότι κάτι ασύμμετρο χαρακτηρίζει τη σιλουέτα του Τζον. Κάτι που στο παρελθόν δεν υπήρχε.


    Τα βήματα του Ν, αργά. Ο ήχος που ακούγεται. Τα αυγά που σπάνε κάτω από το βάρος του.


    Ήχος γυάλινος αλλά σάρκα από νερό, πληγή καμιά, μόνο απόλαυση. Το φως του απελευθερώνεται στο αέρα, γεμίζοντας τον με μία οικεία μυρωδιά.


    -Τι είναι; Ν


    -Ό,τι σ’ έκανε στο παρελθόν, όμορφα να νιώσεις, την μνήμη του αντιγράφει και στο δωρίζει, μαζί με το ζεστό του φως. S


    -Που βρισκόμαστε; Σε ποιο τόπο και σε πιο χρόνο; Ν


    -Στου κόσμου του δικού σου, τόπο και χρόνο όχι. Ένα εικονικό καταφύγιο, ένας τόπος που για όσο μένεις, ο χρόνος δε θα σε αγγίζει και ούτε η φθορά.


    Στο κόσμο των τριών δεν είναι, αλλά και στων τεσσάρων όχι. S


    Ο Νίκος το που και το πότε ξεχνάει και τον Max θυμάται.


    -Πως μπόρεσες; Τα λόγια του ξαφνιασμένα στην αρχή. Στη φλόγα του πόνου, τα ξερά ανάβει.


    Ο Silver, αμίλητος.


    -Ένα σκυλάκι, μία ψυχή αθώα, προσευχήθηκα σε εσένα, ικέτεψα και τίποτε.


    -Γιατί; Ένα σκυλί, μία ζωή που θα μπορούσες να σώσεις ή να μην την παιδέψεις κατά τον τρόπο αυτό. Ν


    -Γιατί; S


    -Τι γιατί;


    -Η ζωή του σκύλου αυτού, να είναι πιο σημαντική από της γάτας που στην μεριά την άλλη του κόσμου σου, σώθηκε παίρνοντας την του Max μερίδα για ζωή;


    Ο Νίκος καταπίνει.


    -Ή για ένα παιδί ή για ένα λουλούδι; Γιατί αξία έχει η ζωή, μόνο όταν έχεις δεθεί μαζί της; S


    Ο Νίκος παιδί που το λάθος το γνωρίζει, αλλά ποτέ στο παιδικό του κρεβάτι δε το χαράζει.


    -Είσαι ή δεν είσαι ο θεός και όλα αυτά δημιουργία σου ναι ή όχι; Ο Silver χαμόγελο κεράσι, παραγινωμένο και τα λόγια του στυφά ή γλυκά;


    -Και ναι και όχι. Αυτή τη «φάρμα» μαζί με πολλές άλλες, εμείς τις δημιουργήσαμε. Συγκεκριμένο τέλος ζητήσαμε, αυτό καθόρισε τις αρχικές συνθήκες και αυτές το οδήγησαν εκεί που θέλαμε. S


    Ο Νίκος μπερδεμένος, τα λόγια του ασημένιου, μια φορά στο νησί ακούστηκαν και δεκάδες στη ψυχή του πετάρισαν.


    -Φάρμα; Εσείς; Ναι και όχι; Πως γίνεται τα δύο αντίθετα στον ίδιο δρόμο να συντρέχουν; Ο Silver σηκώνεται, τα αυγά ταράζονται, αλλά κανένα στα πατήματα του δε ανοίγει. Ο Νίκος μπερδεύεται ακόμα περισσότερο. Η Ναυτία στα σωθικά του θηλυκό ποντίκι, που πεινάει.


    Η πείνα της τεράστια, τη λογική του κλέβει, λίγο λίγο σαν το τυρί στη φάκα.


    -Είναι δύσκολο να χωνέψεις. Σε αυτόν το νησί, δε θα πεινάς, δε θα διψάς, δε θα γερνάς και στο σώμα σου στην ακμή του πάντα, αλλά το μυαλό, η ψυχή σου, έκθετο είναι και ευαίσθητο ακόμη. Δύο αυγά πιάνει στα χέρια του και στο πρόσωπο του Νίκου, στα 5,5 εκατοστά μακριά του, τώρα.


    -Φαντάσου ένα περιβάλλον, που να μοιάζει εικονικό στον κόσμο σου.


    Ο Νίκος δεν δυσκολεύεται πολύ. Ακόμα και στον πόλεμο, ένα παιδί θα βρει τον τρόπο για να παίξει.


    -Εύκολο. Παιχνίδια, στο δίκτυο. Το “Chaos”. Ένα σύμπαν, γεμάτο από αγνώστους και μη κόσμους, στο οποίο μπορείς να είσαι, ό,τι θέλεις Eσύ να είσαι.


    -Σ’ αρέσει;


    -Πολύ.


    -Ήμασταν σίγουροι.


    -Ποιοι; Για τι;


    -Ο χρόνος σε αυτό το νησί δε τρέχει, αλλά για τη συνείδηση σου χρειάζεται. Στο αργά βαδίζουν το Μεγάλο Καβούρι και οι απαντήσεις. Ο Ν το στόμα ανοίγει, αλλά οι λέξεις ακούγονται από τον S.


    -Στο δικό μας κόσμο, είστε σαν εικονικοί κόσμοι. Βάζουμε τις αρχικές συνθήκες και τα ζητούμενα που θέλουμε και το τρέχουμε. Σε δευτερόλεπτα γεννιέται το σύμπαν σας. Μεγαλώνει, γεμίζει κόσμους, πλανήτες, αστέρια και πολιτισμούς, τον κύκλο κάνει, μέχρι που ξανά μικραίνει και σβήνει. Σε μας χρόνο δεν χρειάζεται για να συμβεί αυτό, αλλά φροντίσαμε να του δώσουμε χρονική διάρκεια μερικών λεπτών. Είναι εντυπωσιακό και ψυχαγωγικό για εμάς.


    Μετά την απόλαυση ακολουθεί η μελέτη. Τι συνέβη, γιατί, δεδομένα, αποτελέσματα, συμπεράσματα.


    Αλλαγές σε κάποιες συνθήκες και εκκίνηση ξανά.


    Η Ναυτία αποφασίζει, ότι βαρέθηκε. Σφαιρικό κλουβί τα σωθικά του, καβαλάει τη μηχανή της, περιλούζεται με την Αρσίνη του Scheele και βάζει φωτιά. Ο γύρος του θανάτου ξεκίνησε και το αντίτιμο το 5% του χρόνου σας.


    Ο Νίκος δεν αντέχει, το στομάχι του συσπάσεις κάνει και αρχίζει να ξερνάει. Φαγητό ελάχιστο μέσα του, λίγο ψάρι και μία σταλιά ζελέ. Φαγητό του νοσοκομείου.


    Το ξερατό δε ακολουθεί τη βαρύτητα, αλλά στο κενό στέκεται και αιωρείται. Ο Νίκος γονατισμένος, απέναντι του λίγο ψάρι και ένας βώλος από ζελέ, τον κοιτούν επίσης με μάτια γουρλωμένα.


    -Τι είναι αυτό; Ρωτούν και οι τρεις τον Silver. Το έδαφος αρχίζει να τρέμει. Και οι τρεις τους γυρνούν προς τα αυγά που το φως τους δυναμώνουν και ήχους βγάζουν. Τέρατα; Θηρία; Είναι αυτά που μέσα τους ουρλιάζουν;


    Πριν προλάβει ο Ν τη σκέψη του να ολοκληρώσει, μία ντουζίνα αυγά από το χάμω φεύγουν. Το ψάρι και το ζελέ καταπίνουν, αυτά κιχ δεν προλαβαίνουν και τα αυγά ξανά στη θέση τους.


    -Συνέβη αυτό; Ή το φαντάστηκα; Ο Νίκος βλέπει τον Ασημένιο να γέρνει και αυτός του γνέφει καθησυχαστικά.


    -Όχι δε γέρνεις, πέφτω.


    -Δεν πειράζει μικρέ μου, για σήμερα αρκετά. Τα μάτια του κλείνει καθώς στο έδαφος ξαπλώνει και ξαφνικά θυμάται τα θηρία μέσα στα υγά.


    Τα ανοίγει. Φως. Ζεστό, απαλό, ήρεμο, τραγούδια του χαρίζει, τα μάτια κλείνει και κοιμάται.


    (Στα όνειρα του στη νύχτα μόνος, αόρατος στην πόλη που κοιμάται για χάρη του.


    Γυρνά και στα σκουπίδια ψάχνει.


    Φαγητό; Όχι. Φωτιά. Σπίρτα βρίσκει, στη λάσπη από οργανικά που οργιάζουν, μαζί με τα σκουλήκια.


    Μια γωνία, σοκάκι βρώμικο, ο Κενός το θέλει. Βάζει φωτιά, ένα μπουκάλι υδροχλωρίου το συνοδευτικό του, μία πρέζα αλάτι και λίγο ακόμα από…


    -Να σου κάνω παρέα στη φωτιά και στη σιωπή σου;


    Ο Νίκος στο νειρο του βλέπει, γέρο τυφλό το χέρι του να απλώνει. Μέσα του ένα τσιγάρο σχεδόν καινούριο.


    -Έλα και στα όνειρα μου τη συντροφιά σου θέλω…)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 11th Bottle


    Max the Dog is dead


    Zer0 is Land 0.1


    Η κουρτίνα μία μικρή κίνηση στο μέτωπο χαρίζει. Ο Νίκος δεν την προσέχει, το φως του στο φεγγάρι που τον ήλιο συναντά στο δρόμο του καθώς αποχωρεί. Ένα σύντομο φιλί και το δρόμο τους ακολουθούν σε αντίθετες πορείες.


    Της νύχτας φύλακας η μία και της ημέρας δέσμιος ο άλλος. Η ζαχαρί κουρτίνα τα κεντημένα φύλα του φθινοπώρου της κουνά. Στις άκρες και με μεγαλύτερη πυγμή. Ο Νίκος την πλάτη της έχει γυρισμένη και στο φως που μπαίνει από το παράθυρο, βλέπει τον λεκέ από κρασί στο ξύλινο τραπέζι.


    -Δε θα φύγει ποτέ Ρας. Η μητέρα του το τρίβει, με ότι υγρό διαθέσιμο στη γη υπάρχει. Ο λεκές, του σταφυλιού ο ξένος, ανυποχώρητος, πεισματάρης, δεμένος στο υπόλοιπο του πότε, με την αγαπημένη του βαλανιδιά. Στα μάτια του Νίκου το καφέ του χρώμα ανοίγει. Ο ήλιος τα μαγικά του κάνει.


    Η κουρτίνα από πίσω του σείεται ολάκερη. Τον χορό της δίνει για τον Νίκο. Ανταπόκριση καμία. Το κεφάλι του στο τοίχο. Οι θαλασσογραφίες δείχνουν την παραλία που απέξω κυματίζει και στις τέσσερις εποχές της.


    Φουρτούνα και μαύρη στο χειμώνα. Θλιμμένη στο φθινόπωρο, καραβάκια από γλάρους της υπόσχονται πως θα επιστρέψουν. Φωτεινή και γαλάζια στο καλοκαίρι. Παιδιά μέσα της πύργους από αφρό να φτιάχνουν. Άνοιξη γεμάτη άνθη κερασιάς και τα μικρά κόκκινα μπαρμπούνια να παίζουν με την μηνύματα από τη Sakura.


    Σκιές και φως χορεύουν φρενιασμένα πάνω, κάτω και μέσα στις θάλασσες του τοίχου. Ο Νίκος το συνειδητοποιεί και προς την κουρτίνα που του φωνάζει γυρνά.


    Η κουρτίνα ανοιχτή και ο Max με χαμόγελο μεγάλο.


    -Max!!! Ο Νίκος τρέχει, αλλά τα πάντα παγώνουν. Ακόμα και ο ίδιος, πέρα από τα μάτια του.


    -Μαζέψτε τα! Ακαθόριστες φιγούρες, για δέντρα μοιάζουν αλλά φωνή έχουν και ακούνε, το σκηνικό διπλώνουν και σε μικρά χαρτάκια κρύβουν. Τα μικρά χαρτάκια, σε ακόμα πιο μικρά κουτάκια μπαίνουν και αυτά με τη σειρά τους στους παραπόταμους πάνω σε λιλιπούτειο πράσινο φυλλαράκι.


    Ο Max στο ποτάμι, ο Νίκος να φωνάξει θέλει, αλλά τα γάλματα βλέπουν και δε μιλούν. Τα μάτια του κλείνει, σφιχτά, πονάνε, τα δάκρυα του της κερασιάς τα κόκκινα, τα’ νοίγει και στο Νησί του Μηδέν ξανά. Απέναντι του ο Silver.


    -Θέλεις να πετάξεις;


    Οι απορίες είναι ζωντανές σκιές της συνείδησης. Ευδοκιμούν στην αβεβαιότητα, ριζώνουν στον φόβο και ψυχοφάγα τα λουλούδια που παράγουν. Το Νίκο ο φόβος δεν τον αγγίζει. Ίσως μόνο για κάποιες στιγμές, όταν αυτός από την άλλη κοιτά, αλλά ποτέ όταν στα μάτια του βυθίζεται. Οι απορίες που μέσα πετούν, φυλακισμένα της ψυχής πουλιά, φεύγουν μπροστά στη νέα. Φρέσκια, μυρίζει ελευθερία και…


    -Ναι. Πως; Ανάμεσα σε δύο χτύπους, μία πόρτα ανοίγει, φιγούρες άπορες, στην λάσπη κρύβονται. Στο τρίτο ο Νίκος έχει ήδη πλησιάσει.


    -Πως;


    -Το έχεις φανταστεί; Ο Silver, γνωρίζει, το έχει δει, αλλά ο Νίκος όχι.


    -Ναι, όταν κοιτάω τα πουλιά, αλλά το έχω νιώσει… Ντρέπεται, συνειδητοποιεί, πως ό,τι έχει σκεφτεί, δει, κάνει, ο ασημένιος το γνωρίζει. Κάτι τον δαγκώνει στη γάμπα.


    Ξεχνάει τη ντροπή και βλέπει ένα αβγό υγρό, δίχως χέρια και πόδια, μ’ ένα μικρό στόμα και δόντια καρφωμένα στο μηρό του. Προσπαθεί να σκαρφαλώσει. Ο Νίκος τινάζει το πόδι του, το αυγό σκοτεινό, πέφτει και σπάει.


    -Ενοχές. Τρέφονται από αυτές και πλάθουν χαρακτήρες. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε έντονο σου συναίσθημα. Ανάλογα με το είδος και το πλάσμα που φτιάχνουν.


    -Το να σου πω, πως δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις ενοχές, δεν έχει νόημα. Με τον καιρό θα καταλάβεις. Το έχεις δει σε όνειρο, το ξέρουμε, το είδαμε, το νιώσαμε, πως ήταν για σένα; Τα χείλια του Νίκου σφιχτά, σκέφτεται διπλά, τριπλά και χρόνο δίνει στις λέξεις που επιλέγει, να μεστώσουν.


    -Αφού το είδατε, ξέρετε πως ένιωσα, γιατί με ρωτάς τότε;


    -Άλλες οι απαντήσεις που το πνεύμα δίνει κι άλλες ο λόγος. Ακόμα και στα τρίδυμα του, ο Προ, Γραπτός και ο μεταΦορικός, διαφέρουν τόσο μεταξύ τους.


    Ο Νίκος στον Ασημένιο σιωπή και στα αυγά στοργή.


    -Ναι θέλω.


    -Ως τι; Οι σκέψεις του με τον χρόνο πληρωμένες και η απάντηση, διάφανο Νιχόνσου.


    -Κοράκι. Το χαμόγελο του Silver ροζέ.


    -Στη γη;


    -Ναι.


    -Κάπου συγκεκριμένα;


    -Χακοντάτε, στη νήσο Χοκάιντο στο ναό της Ανάστασης του…


    Πριν προλάβει ο Ν τη φράση να τελειώσει, ένα κουδούνι χτυπά, ένα παιδί φωνάζει και το μαύρο του ουρανού στα δύο ανοίγει. Από μέσα του γαλάζιο υγρό, τον οπτικό του θόλο ξεσκεπάζει.


    Το μαύρο κουρτίνα από μετάξι στο έδαφος του φωτεινού τα υγά μαζί του παίρνει.


    Ο Ν με το στόμα νοιχτό κοιτάει θαμπωμένος. Χαμηλό βουνό, αυτό που δίπλα τη φωτιά του δείχνει.


    Δίπλα του καμπάνα, στο έδαφος, σπίτια, άνθρωποι, σκορπιοί και μία Σφίγγα. Το στόμα του ανοίγει στον ασημένιο να μιλήσει. Λέξεις; Φθόγγοι, φθόνοι, φόνοι; Γράμματα; Όχι, μόνο ένα αδέξιο…


    -ΚΡα!!! Τα χέρια του σηκώνει και μαζί και το μισό του κορμί. Μαύρα, εβένινα φτερά. Σοκαρισμένος ακόμα δεν προλαβαίνει να αντισταθεί στο ρεύμα του ανέμου που τον σπρώχνει μακριά από το πεζούλι. Πέφτει…


    (Στα όνειρα του Νίκου, στο κρυφό μικρό σοκάκι που ο πάγος λειώνει, ο Ν, ο τυφλός και το Κενός, να ζεσταθούν προσπαθούν. Η φωτιά στα μουχλιασμένα χαρτόκουτα λυπάται και φεύγει. Τα δόντια του παιδιού χτυπούν. Ο γέρος δεν έχει δόντια και ο Κενός στόμα.


    -Τα ελάσματα στην διάμετρο απελευθερώθηκαν ο Κούκος έρχεται… Ο γέρος φλόγες στάζει, βροχή και σάλιο από το στόμα που εκκρίνει.


    -Ποιος είναι ο Κούκος, γέρο; Ο Νίκος μόνο λέξεις από το στόμα και από το λαιμό του λάσπη.


    Ο γέρος δεν τον ακούει, μόνο φωνάζει…


    Έξι και 2 φορές τα χαρτιά σπαθιά, μαζί με τον τρελό. Μαζί με τον τρελό! Μαζί με τον τρελό!!)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 11th Fly Bottle


    Max the Dog is dead


    Zer0 is Land 0.01


    Τα μάτια του σφραγισμένα με το φόβο. Πέφτει.


    Ρεύματα ανέμου την θερμότητα τους δίνουν για μία ψυχή ακόμη. Πίεση.


    Θυμάται που βρίσκεται, τι είναι, τι ζήτησε, τι πήρε. Αγωνία. Τα μάτια του ανοίγει. Το έδαφος τρέχει με τα χέρια απλωμένα. Τον θέλει. Στις μαύρες χάντρες του κορακιού, τις ολόγιομες τις κόρες, ο αέρας διάφανος δεν είναι. Τα φτερά τεντώνει. Η πτώση αρκεί. Το έδαφος δακρύζει. Ανάμεσα στη γη και στο κενό, μία θάλασσα από ρεύματα ανέμου, τυλίγει φασκιώνει το πλανήτη με την υπόσχεση της ελευθερίας. Ο Νίκος θυμάται τον Silver και τα λόγια του.


    -Ψέμα. Τα φτερά του χτυπάει. Από κάτω του κυλάει, αέρινο ποτάμι, με φυσαλίδες που πάλλονται, περισσότερο από τα άλλα. Άλλο ένα τίναγμα. Το ένστικτο τον καλεί, να το καβαλήσει. Για λίγο ναι. Τα φτερά ακίνητα, το ρεύμα ψηλά θε να τον ανεβάσει. Στο ξανά, το αδέξιο, αδύναμο που πέφτει.


    Δίχως φόβο τώρα. Αφήνει το σώμα του να περιστραφεί, το ελαστικό την ένταση να χάσει. Το ρεύμα μία νότα πιο κόκκινο, από το μπλε που προς το δρόμο κατεβαίνει και από το αδιόρατα γαλάζιο, που αδύναμο μπερδεύεται και σε δεκάδες άλλα τεμαχίζεται.


    Οι βραχίονες ισχυροί, αγκαλιάζουν. Τα φτερά στο κόκκινο του ανέμου το νερό βυθίζονται. Το ρεύμα καλύπτει το κενό και τον παίρνει μακριά.


    Ώρα μετά. Οι φτερούγες του στο ελάχιστα κινούνται, αλλά αυτός πετάει. Η χαρά ποτίζει, οι μνήμες χώνονται βαθιά στο χώμα και τον χώρο σε νέες βλασταίνουν.


    -Πετάω, φωνάζει με δύναμη στην πόλη που από κάτω του ξυπνάει. Ένας γέρος το δρόμο με το μπαστούνι του, τις λέξεις του επικήδειου χαράζει, τον ήχο ακούει και ψηλά κοιτάει. Με δυσκολία. Καιρό έχει να το κάνει, μέλλον όχι. Ένας Κόρακας, παίζει με τα ρεύματα και στα ελεύθερα φωνάζει.


    -ΚΡΑ, ο γέρος αναστενάζει. Πόσο θα ήθελε να πετάξει το μπαστούνι και στον ουρανό να κλάψει…


    Ο Νίκος αφήνει το ρεύμα στο μετά εικόνες να του δείξει, τα φτερά του απλωμένα, σκάφος μικρό, στον αιθέρα πλέει και ξεπλένει το σκαρί του, φυσαλίδες έγχρωμες, αφρός, νοτισμένες οι του ζωντανού φιλοδοξίες, στην καρδιά του χτυπούν και φεύγουν.


    Στο έδαφος, απαλά προσγειώνεται. Χαλίκια, λίγο χώμα, λάσπη, ένας Όρθιος σε τρία πόδια στέκεται. Τα δύο σακατεμένα, το τρίτο κόκκαλο από δέντρο. Μία πλατεία γέρνει, ένας ναός που πέφτει, να μπορώ άραγε ξανά;


    Άλματα μικρά, τα φτερά ακόμη φοβάται να τινάξει. Ένα ποδήλατο, αναβάτης το πικρό του μεσημέρι. Ένα ακόμη άλμα, πίσσα λευκή τα χαλιά του δρόμου.


    Αυτοκίνητο με τα μάτια πληγωμένα και τυφλά, βρυχάται, φτύνει, βήχει και ορμάει, ένας ακόμη χτύπος. Φανάρια στο κοντά θεριεύουν, ένα κορίτσι στο τιμόνι, ο δείκτης την ώρα βρίσκει, το κορίτσι κορνάρει, αυτός στο έδαφος ακόμη.


    Λίγο πιο κοντά. Το αυτοκίνητο θεριό, το κοράκι θέλει να καταπιεί, το κορίτσι του φωνάζει.


    -Φύγε, πέτα ψηλά και φύγε, θα σε πατήσω!


    Μέτρα 7 μικρέ μου αγωγιάτη. Οι ρόδες στριγκλίζουν, ο Νίκος δε φοβάται, να χάσει τι, να κερδίσει πέντε;


    Καπνός από τα λάστιχα που φλέγονται, ένας ακόμη χτύπος η ώρα δείχνει 22 δέντρα νθρώπων που φλέγονται μπροστά του. Λίγο ακόμη…


    Ένα. Τώρα! Τα φτερά του χτυπάει, με τα πόδια τη γη του σπρώχνει, ο πλανήτης φεύγει μακριά κι αυτός ψηλά πετάει.


    Δεν ακολουθεί το ρεύμα πια.


    Ψηλά, ο αέρας λιγοστεύει, στα κάτω δεν κοιτά.


    Ψηλά, τα φτερά με δύναμη χτυπά, το σώμα του παγώνει, η καρδιά το συναγερμό κλείνει, το φως στο Δρα πετάει, αεροπλάνα δεκάδες μεταφέρουν ανθρωπάκια, στα νοιχτά παράθυρα φυγάδες κρεμασμένοι, ακόμα πιο ψηλά, το γαλάζιο χάνεται, μαζί το πράσινο, το μωβ και το χρώμα, κάθε.


    Μια κλεφτή ματιά, η στέψη άδεια, η γη του ορτυκιού αυγό. Ακόμα πιο ψηλά, στις θάλασσες του μαύρου, του κενού, στη στρατόσφαιρα που πίσω του ξεπέφτει, αδειάζει από σφαίρες, όπλα, καύσιμα, τροφή. Λίγο ακόμα. Πάγος, οξυγόνο της Λειψής, ιόντα που στη πλάτη του γαντζώνονται, μαζί του να ξεφύγουν από τον βράχο που πονάει. Χάνει τις αισθήσεις του.


    Τα φτερά τον αγκαλιάζουν και τώρα του Εβένου η βολίδα, με ορμή τη γη στοχεύει.


    Τα πουλιά, τα πλάνα, τα νέφη, με ταχύτητα διαπερνά, μαζί του πέφτουν άνθρωποι, οργή κι ελπίδα. Τους προσπερνά…


    Πάγος. Σφιχτά κι ακίνητα του νερού τα μόρια, στου ηλίου την απουσία, χέρι με χέρι την αλυσίδα τους κρατούν. Μία πρώτη σταγόνα τα μαντήλια της πετά και μαχαίρι βγάζει. Κόβει τους κρίκους και οι σταγόνες απελευθερώνονται.


    Η ψυχή του Νίκου στο σώμα του Κορα ίου, ξύπνια είναι και στα τοιχώματα με τις βρωμιές του, το μέλλοντά δεσμεύει.


    -Ξύπνα!


    Υγρό. Το Η από τον δίδυμο του φεύγει και στη μέση μία μπάλα Ο. Τα τομα με της καύσης πιστοί φανατικοί, το κορμί τους αργά λικνίζουν, τη ψυχή τους όχι. Οι αλυσίδες εξαπλώνονται και τον ουρανό κερδίζουν. Το κοράκι σπαρταράει σαν λουλούδι στου χάους τον ειρμό. Το πνεύμα του παιδιού, τη σάρκα του να σώσει θέλει.


    -Άνοιξε τα μάτια σου! Τα μάτια του ανοίγει. Μαργαριτάρια μαύρα, τον κόσμο βλέπουν σφαιρικά.


    Πάνω στο χωμάτινο αυγό, όρθια μυρμήγκια τρύπες σκάβουν και στα βαθιά πηγαίνουν. Το αυγό μελάτο, αντιστέκεται και λάβα φτύνει.


    -Φωτιά! Σεισμός στον φλοιό, το κέλυφος ανοίγει και δεκάδες τα πλάσματα που στο κατά του πίνει. Σε μία μικρή επιφάνεια του αυγού, χαλί στρωμένο από λευκές τουλίπες. Κουρτίνες τα ρεύματα του ανέμου, ο Νίκος σκίζει, τις φτερούγες του ανοίγει, η πτώση ανακόπτεται, η ελπίδα επιστρέφει, τα φτερά του με δύναμη χτυπά.


    Ένα αντικείμενο από τον ρανό του ψ, με βία στο έδαφος να θέ, το τε να λιώσει. Τις φτερούγες του απλώνει, με τα νύχια σημαδεύει.


    Οι τουλίπες τα δώρα τους αποσφραγίζουν και μικρά τα υγά. Στο φως τα αυγά ζεσταίνονται, τα παράθυρα ανοιχτά και γυμνά τυφλά καχύποπτα ποντίκια από μέσα τους, δειλά στον κόσμο βγαίνουν.


    Ο Νίκος πεινάει. Τα πανιά του κόντρα, το ρεύμα κάτω, πορεία αλλάζει, τα νύχια απλώνει, μικρό το θύμα που αρπάζει, τα φτερά του στο ρυθμό αλλάζει, προς τα πάνω πάλι ανεβαίνει.


    Στα νύχια του, το λευκό ποντίκι χαμογελά και κλαίει. Μάνα αυτή που τον αγκάλιασε ή χθρος; Τα νύχια το Λευκό διαρρηγνύουν και κόκκινες οι κλωστές, στο φευγιό τρομάζουν.


    Κλωστές του άμα τίνες, γύρω από τη λευκή γούνα τυλίγονται και στις αντίθετες τις μεριές τα πόδια του Νίκου, τις άκρες δίνουν. Οι κλωστές χωρίζουν. Στα αριστερά οι δεξιές και στα δεξιά, οι αριστερές. Δύναμη, οργή και βία, πείνα, απελπισία κι εξέγερση. Το μικρό ποντίκι για λίγο αντιστέκεται και δείχνει να αντέχει, για λίγο όμως…


    Το σώμα του στα δύο ανοίγει και τα σπλάχνα τη γη βαφτίζουν.


    Δύο κομμάτια. Το ζευγάρι χωρίζεται, πρόσφυγες του νέμου. Ο Νίκος στο έδαφος μία στάση κάνει. Πεινάει. Αχνιστό το κρέας και λαχταριστή η μυρωδιά του μυαλού που ρέει. Το ράμφος ανοίγει και μεγάλη η μπουκ ια που τρώει.


    -Τι νοστιμιά θε μου. Στη γλώσσα του πολτός και στο στομάχι sou χυλός. Η πείνα το ένστικτο θυμίζει και ο Κόρακας με λαχτάρα, το υπό, λοιπό του φαγητό του αποτελειώνει…


    Στο Χακοντάτε ο κόσμος όρθιος. Φορτίζονται, γεμίζουν, στα ποδήλατα οι ρόδες τους γυρνούν, ο δρόμος τρέμει. Ο Νίκος, στο καμπαναριό κρυμμένος τις δονήσεις νιώθει. Παιδιά της γης δεν είναι. Το τρέμουλο, η δόνηση, χορεύει και ξυπνάει, αλλά ούτε κόρη του ανέμου είναι. Το κοράκι τους ανθρώπους βλέπει, να την αντιλαμβάνονται δεν δείχνουν.


    -Κρα! Μία προειδοποίηση, μία λέξη με του πουλιού τη γλώσσα, ένας μαθητής τον κοιτά και μετά συνεχίζει στο δρόμο του σχολείου.


    Οι δονήσεις τις χορδές τεντώνουν, στην επιφάνεια της θάλασσας τα κύματα ανέραστα. Ούτε κει οι δονήσεις την παρουσία τους δεν δείχνουν.


    Ο Νίκος αλαφιάζει. Να ‘ναι κάτι που ένα κοράκι μόνο να μπορεί να αντιλαμβάνεται; Να ‘ναι ο Νίκος ή το μόνο, μόνο;


    Ένας άνθρωπος στο τρένο του μια παύση, το χέρι στη τσέπη και το κινητό του βγάζει. Μια ματιά του ρίχνει και τα μάτια του γουρλώνει. Κορίτσι στο πιο πέρα, φρένο στο ποδήλατο της βάζει. Στο κινητό της τα νέα που διαβάζει…


    Τρίτος, τέταρτος και ολάκερο ασκέρι στο κινητό τους χαρμόσυνα τα νέα που διαβάζουν. Πανηγύρι και χορός, οι άνθρωποι γελούν, κραυγάζουν και αγκαλιάζονται.


    -Ανόητοι, το κοράκι από το καμπαναριό βουτάει, κάθετη πτώση και λίγο πριν το έδαφος τα φτερά του ανοίγει. Με τα νύχια του ανοίγει δρόμο στον αφρό του ζεστού αέρα, ξυστά περνάει από μία γυναίκα που τούμπες κάνει και το σημάδι του αφήνει. Κύκλους, αναστροφές και γύρω από την πόλη πετάει καθώς ο ήλιος πέφτει.


    Τη νύχτα υτή, το φως δε σβήνει. Μαζί με του ηλεκτρικού τις δυνατές τις λάμψεις, έρχονται και τα πυροτεχνήματα που τη γιορτή τονίζουν.


    Στον ουρανό δράκοι, γκέισες, πουλιά από φωτιά πετούν κι ανάμεσα τους ο Νίκος.


    Στο δρόμο του φεγγαριού κάποτε οι άνθρωποι σιωπούν και ο Νίκος παύση κάνει ιδρωμένος. Η καρδιά του με σφυριά το δρεπάνι ισιώνει και σε παγκάκι κάθεται και ρεύεται ηρεμία.


    Η σελήνη το πάρκο φέγγει. Σιωπή. Ο ήλιος στου απέναντι τους γείτονες ανατέλλει, αλλά το κοράκι δε το μέλλει. Ήχος του κανένα. Η κούραση το σώμα του αγγίζει κι αυτός τα μάτια για λίγο κλείνει.


    Φτερούγισμα. Τα νοίγει. Λευκή η χιονάτη και κόκκινοι οι λύκοι στα μάτια της θερίζουν. Τα κλείνει. Η της στιγμής εικόνα, στέκεται και στο λήθαργο χτυπά.


    -Για μια στιγμή! Ξανά τα νοίγει.


    -Τι ομορφιά θέε μου και τι όμορφα που το φως γλιστρά και πέφτει από το καμπυλωτό της στερνό.


    Το στόμα του στο βήμα ψάχνει το ερωτικό το ποίημα την Καλλονή να σαγηνεύσει, μα όλο το Ναι ή Όχι, σε Τριάδα γράμματα την κεντρική ιδέα λάβαρο τη κάνει.


    -ΚΡΑ! Η Χιονάτη, στην αυλή του οπτικού της φέρνει, τον Ξένο που τα τύμπανα χτυπά.


    Πανέμορφο το χιόνι το λευκό, φτωχ ό μως, στο κάτασπρο που στολίζει τη Χιονάτη.


    Της Ειρήνης το πουλί, μία κούκλα σαν ψεύτικη θαμπώνει τη καρδιά του Νίκου.


    Ένα περιστέρι. Το λαιμό της λυγίζει και με νάζι κανείς ή να μη ζει τη μελωδία του χαρίζει.


    -Γουλ γουλ?


    (Στο δρόμο με τα πεύκα, ο τυφλός το δρόμο δείχνει στο Νίκο που τη ζωή χλευάζει.


    -Γιατί;


    -Αν δεν ήθελες να ζήσεις θα ρωτούσες το γιατί; Το σκοτάδι απόλυτο, τη θέση του δε δίνει.


    -Παλιός εγώ και εσύ ο νέος. Το φως μουγκό, στόμα δεν, μα σώμα ναι.


    -Θα χορέψεις για μένα απόψε; Ο Νίκος τον γερό αφήνει και βήμα ένα εμπρός του κάνει.


    -Μα δεν βλέπεις, το χορό θα δεις; Τα χέρια πλώνει.


    -Πιο στητά, στον αέρα καρδιά θα βρεις. Οι πύλες των οφθαλμών ανοίγουν. Άδειες οι κόρες, ξερά τα στήθη, ξεφούσκωτες οι ρώγες. Ο Νίκος το κεφάλι γέρνει και το σώμα του γυρνά, τα πόδια στρέφονται και τα στέρια που φέ μαζί βο γγουν.


    Ήχος ανεπαίσθηος, στους εφιάλτες, η Χώρα κλαίει, το σώμα το ρυθμό του ανεβάζει.


    -Πιο γρήγορα! Κουρέλια και μαντήλες τον αέρα διαχωρίζουν…


    Πιο γρήγορα!! Στους εφιάλτες η φωτιά σε αγγίζει αλλά δεν σε καίει. Το κορμί του Νίκου στο σπίρτο, λαμπάδα νάβει.

    Ο Ν στο σοκάκι χορεύει. Ο τυφλός τα βήματα ακούει και φαντάζεται αγέλες. Κι ένα χέρι βρώμικο του διά το κόκκινο το κόπτη με τρέμουλο πατάει. Στη γη οι πόρτες ανοίγουν. Άγγελοι ή δαίμονες αυτοί που από μέσα ξεπροβάλλουν; )

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 11th Huntερς Battle


    Max the Dog is dead


    Zer0 is Land 0.001


    Ο Νίκος το πλευρό αλλάζει. Ζεστό το κύμα που το σώμα θεραπεύει. Τα μάτια ανοίγει. Φτερά δεν έχει, αυγά φωτός το έδαφος ορίζουν. Στη χώρα του 0 ξανά.


    Ανασηκώνεται, νιώθει το σώμα του γυμνό δίχως τα μαύρα του κορακιού φτερά, δίπλα του ο Silver.


    -Γιατί πίσω, με ‘φερες; Το χαμόγελο του Ασημένιου, το φως του αυγού, ασυναίσθητα ο Νίκος τα υγά κοιτάει και με το Ασημένιο το χαμόγελο συγκρίνει.


    -Το να πετάς δεν χόρτασες; Η απογοήτευση της ψυχής απόβραδο, μία πνοή μισή του βγαίνει και η υπόλοιπη σε λέξεις.


    -Κάποια γνώρισα, περιστέρι νομίζω, ήθελα περισσότερο… Οι λέξεις οι υπόλοιπες γνώμη αλλάζουν και την πύλη των χορδών δεν δρασκελίζουν. Μετά πω λίγο στο μυαλό του σβήνουν κι άλλη στην θέση τους προβάλλεται.


    -Ξέρεις!


    -Τι; Το χαμόγελο του Silver, με το χέρι του παρέα ένα αυγό από το έδαφος σηκώνουν, στη παλάμη του ανοίγει, ένα μικρό περιστέρι από μέσα του ξεφεύγει, ψηλά πετά και μετά από λίγο σβήνει.


    -Αφού ξέρεις, τι, γιατί το τι μου επιστρέφεις;


    -Χρόνο θέλουν, οι σκέψεις να ριζώσουν κι άλλο ύστερα, δίχως βία για να νθίσουν. Ναι ξέρω, τι θα γίνει στο μετά, αν στον κόσμο εκείνο επιστρέψεις. Ο Νίκος τον χρόνο δίνει, στο μυαλό του ερωτήσεις επιλέγει, στον τοίχο στήνει, απαντήσεις του δίνουν, απορρίπτει, ψάχνει, δοκιμάζει, βρίσκει, πυροβολεί.


    -Μου είπες, πως έχετε δεκάδες από αυτές τις κόπιες των κόσμων που σε διαφορετικά μονοπάτια τρέχουν. Αυτή τώρα τρέχει;


    -Όχι, παγωμένη μένει. Αν μπεις ξανά θα συνεχίσει, αν όχι για πάντα έτσι μένει.


    Ξανά στο μυαλό του σκέψεις ανεβαίνουν στη σκηνή, ρωτάει, απαντούν, διώχνει, σβήνει, διορθώνει, επιλέγει και στο στόμα του με μάνταλα κρεμάει.


    -Μου είπες ότι αυτές τις «φάρμες», τα σύμπαντα των τριών διαστάσεων που τρέχουν, τα μελετάτε. Γιατί; Ο Silver δεν απαντά, περιμένει. Μία ακόμα καθυστερημένη ερώτηση από το στόμα του Νίκου κρέμεται και την άλλη συμπληρώνει. Αχνός ο του θόλου, ο τάφος του γιατί, σε μια σχεδία στριμωγμένος.


    -Αν εσείς είστε οι δημιουργοί τους, οι δημιουργοί μας, τι ακριβώς ψάχνετε;


    -Αν εμείς ήμαστε οι δημιουργοί σας, οι δικοί μας ποιοι είναι; Όταν φυτεύουμε έναν τέτοιο «σπόρο» τι ακριβώς θα συμβεί δεν ξέρουμε. Σχεδόν ξέρουμε, στο ακριβώς ποτέ.


    -Τι ψάχνετε;


    -Το «λουλούδι» που θα κάνει την υπέρβαση.


    -Υπέρβαση;


    -Αυτό που θα μας δει, τον κόσμο το δικό του διάφανο, μέδουσα στη φάτνη και μέσα πω αυτό, της ζωής το νόημα.


    -Γιατί;


    -Αν αυτό μας δει και εμείς θα δούμε. Αυτοί θα δουν και στο αέναο κρίκοι που ενώνονται. Αλυσίδα εξαρτημένη, μηχανισμός το ένα και στο άπειρο πια ένας θα ‘ναι. Ο Νίκος το σκέφτεται, πρώιμη η ζύμη ακόμα, η κόνα της θολή. Ο Silver υπεύθυνος για ‘υτό, αυτός, αυτοί ή κανένας; Στην αρχή του επιστρέφει και ζητάει…


    -Θέλω να επιστρέψω.


    -Εντάξει. Τοποθεσία;


    -Χακοντάτε.


    -Γιατί εκεί;


    -Γιατί εκεί αυτή.


    -Μπορώ και τους δυο σας σε μέρος άλλο να σας πάω. Ο Νίκος το σκέφτεται. Λίγο όμως, κάτι στην απάντηση αυτή δεσμεύει, την θέληση που πεσμένη να μη θέλει στο υπό να σκύψει.


    -Όχι, εκεί θέλω.


    -Γιατί εκεί; Τι στο Χακοντάτε, έχει; Ο Νίκος με τους ώμους απαντά. Τους σηκώνει και τους αφήνει ανήξ ερους να πέσουν. Πριν στα καθίσματα τους επιστρέψουν, στα χέρια του φτερά και εμπρός του περιστέρι.


    -Γουλ? Γουλ?


    Ο Ν βήμα ένα κάνει στο εμπρός και το περιστέρι το Λευκό ένα πίσω.


    -Στάσου, να σου μιλήσω θέλω και τα φτερά του τα λόγια συνοδεύουν. Πάθος, σάλια και το άγαρμπο, Ξένος σε άλλη γλώσσα τους μιλάει. Κανείς από τους δυο δεν το κατά λαβαίνει. Η Καλλονή τινάζεται, τα φτερά χτυπά και ανάποδα πετά. Ο Νίκος το κορά ι ακολουθεί. Πτήση χαμηλή, ανάμεσα στα δέντρα. Η Καλλονή σε κισσό με αγκάθια λευκό φτερό αφήνει. Το κοράκι φωνάζοντας, τα φτερά του στο σώμα του μαζεύει και ανάμεσα σε τόπους αιχμηρούς, φτερό του μαύρο και αυτό στο Χάρο Ζει.


    Η Κα με το κεφάλι να ταλαντώνεται στο χρόνο, στον ουρανό σηκώνει, τα φτερά της δυνατά και στο ψηλά περιστέρι λευκό ανυψώνει τη σιωπή του. Ο Ν αφήνει το σώμα στο δεξιά να περιστραφεί και ξανά στα ριστερά. Επιτρέπει το σώμα του να πέσει και ορμή να πάρει. Η βαρύτητα το φρένο με τανάλια κόβει και η ταχύτητα δακρύζει.


    Τα μέτρα σκορπάνε αλαφιασμένα στο πέρασμα του μαύρου και το έδαφος ανοίγει το στόμα με λαχτάρα.


    -Μα, Μάνα και Μανούλα μου έρχεται μεζές.


    Λίγο πριν το έδαφος αγγίξει, τα νύχια του μαζεύει, τα φτερά διάπλαsτα και με την ορμή που έχει στο πάνω ράφι λοξά κοιτάζει. Η ταχύτητα διπλάσια του μένου, τα δέντρα γκρεμίζονται, λυγίζουν, σκύβουν και τα φύλλα τους ορθάνοιχτα κομίζουν.


    -Ένοχος για εσχάτη προστασία.


    Τα σπίτια στον ήχο που τα ρήγματα σφραγίζει, στο νερό οι γλάροι σαλπάρουν, φεύγουν. Ο Ν τη Κα μοιάζει να σιμώνει και οι δυο τους του Στρατού τη σφαίρα. Λίγο πριν τα κρα αγγίξει, κόντρα στα στέρια το σώμα της γυρίζει, τα φτερά κόβει, ανάποδα τα ράβει και προς τη Γη βουτά. Ο Ν στο ανάποδα τη βλέπει. Το σώμα της με του εσώ τα λευκά του ρούχα ν ανεμίζουν σα πανιά, στο Μ του φουσκωμένα.


    Ο Ν το πόδι του απλώνει και το νύχι βαθιά ουλή στο λευκό κόκκινο γαρyφαλλο αφήνει. Τήξη στο δρόμο του σιδήρου, με το Μεθάνιο γυρνά και αυτός από πίσω πέφτει.


    Η Κα τα φτερά της στο σώμα της κολάζει. Και αυτός το ίδιο. Η ταχύτητα στα 357 χιλιόμετρα την ώρα. Τα φτερά κανείς τους δεν ανοίγει. Στο έδαφος το βουνό του Ήλιου αποφασίζει να παρέμβει. Οι τέκτονες τα σφυριά τους δοκιμάζουν, τα άλογα τους τρέχουν μακριά και η Γη σκίζεται στα δύο.


    Λάβα από το ηφαίστειο εκτοξεύεται στης νύξ αιθέρα. Βράχοι του μέταλλου ιοί και ώρες, πυρακτωμένοι τις βολές τους στέλνουν στα πλάνα του αέρος που την Πόλη τους στοχεύουν. Η νύχτα φωτίζεται από του εδάφους τις βολές. Το Λευκό και Μαύρο του αέρος πλάνο και σχέδιο νηστικό, από τα βλήματα με ελιγμούς ξεφεύγουν. Άνθρωποι, σκύλοι, γάτες, ποντίκια και μυρμήγκια στο έδαφος, στα καταφύγια γυμνοί, με πιτζάμες, μάσκες, κάσκες, ου και κράνοι, τρέχουν να κρυφτούν. Το βουνό του Ήλιου τις βολές του δι, τρι και στο πέντε πολλαπλασιάζει, τα πουλιά να πετύχει πρέπει, πριν το στόχο τους να με μπόμπα μανιτάρι βρουν.


    -Στάσου καρύδια έχω και μύγδαλο ψημένο αλμυρό, φωνάζει ο Νίκος.


    -Γουλ! Γουλ! Γουλ! Του απαντά της στεριάς, ο κύκνος ο μεικτός. Η Κα το κρατήρα που κοχλάζει σημαδεύει, τη ψυχή και το σώμα στο κοράκι δεν πρόκειται ποτέ να δώσει. Από πίσω ο τυφλωμένος Νίκος ακολουθεί.


    Πρώτη βουτάει στης θάλασσας τη Λάβα η Καλλονή. Από πίσω δίχως φρένα και έρμα, στη φωτιά βυθίζεται και ο Νίκος. Δευτερόλεπτα κρατάει ζωντανός. Έρωτας, φωτιά, πόνος, χαρά και φως και μετά κάρβουνο το σώμα του και στο τέλος στάχτες. Σβήνει απογοητευμένος, φυσαλίδες στη φωτιά και αυτός…


    (Η νύχτα να φύγει δεν θέλει και με δόλο τον Ήλιο τον κοιμίζει. Ο τυφλός ο γέρος και ο Νίκος σε νησί βρίσκονται και σκάβουν, του Ειρηνικού το μυστικό.


    Το φτιά στη λάσπη ξύλο βρίσκει και Ρι ο ήχος που στενάζει.


    -Το βρήκες. Ο Νίκος μουχλιασμένο σεντούκι βγάζει και εύκοlα Tβία νοίγει. Η νύχτα σκοτεινή, τα στέρια λείπουν διακοπές, φως μέχρι τώρα πουθενά. Το καπάκι χωρίζεται από το υπόλοιπο ασκέρι. Τον ένα μεντεσέ κρατά και το άλλο στο σεντούκι μένει. Στα μάτια του Ν του φωτός, η αντανάκλαση κόκκινη και μονάχης της χορεύει…


    -Είναι απίστευτο, ένας τόσος μεγάλος θησαυρός. Ο τυφλός δε βλέπει, τη θέρμη στο χέρι του Νίκου όμως νιώθει.


    -Πες μου τι βλέπεις; Ο Νίκος σκύβει και στην αγκαλιά βάζει μία σφαίρα κόκκινη μεγάλη.


    -Ένα τεράστιο κόκκινο Ρουμπίνι. Σαν μπάλα που παίζουν τα παιδιά μοιάζει... Τον ειρμό του κόβει ο τυφλός. Το Ειρ στον ωκεανό τα’ Τλαντικού και το μο στην Λίμνη του Ποτέ.


    -Μόνο του; Το πράσινο Σμαράγδι που ‘ναι;


    -Μόνο του. Υπάρχει κι άλλο σαν και αυτό; Σμαράγδι πράσινο μεγάλο;


    -Ναι. Τα δύο του θεού τα μάτια…)


    …και επανέρχεται στη χώρα του 0. Εκεί τον περιμένει ο Ασημένιος με ένα αυγό στο χέρι.


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the 11th Battle for Freedom


    Max the Dog is dead


    Zer0 is Land 0.0001


    (Το κουμπί σβηστό. Το πιέζω και τώρα κόκκινο που αναβοσβήνει)


    Ο Νίκος κουρνιασμένος, στο μυαλό του κοράκι που πετά, στα μάτια που πονούν αντανακλάσεις τις φωτιάς. Στην ψυχή του πόλεμος, στα σύννεφα ψηλά γιορτή.


    -Τι έγινε;


    -Πέθανες. Ο Ασημένιος στραμμένος στο κενό που κλίνεται και στους τρεις χρόνους εμπρός του, αυγό μεγάλο που αιωρείται κοιτάει, τρυφερά μιλά και στόχους δίνει. Το αυγό, τον ακούει και 4,5 εκατοστά πιο δεξιά μετακινείται. Φουσκώνει, φωτίζει, εκρήγνυται και στο πότε; Την Κυριακή κρύβεται και χάνεται.


    -Μα…και πως; Τώρα; Ζωντανός πως είμαι τώρα; Ο Νίκος γύρω του Νησί, του Μηδέν η ώρα.


    -Εμείς ορίζουμε την Ώρα, εμείς το δικό σου Τώρα. Την «εικόνα» σου κρατάμε και τις νέες μνήμες στις κλωστές της πλέκουμε. Ο Silver με τα μάτια τον ακούει. Μαύρες τρύπες οι οφθαλμοί, ήλιοι πεθαμένοι ή της πυκνότητας πληγωμένος εραστής που το φως μαζί του παίρνει;


    Ο Νίκος όρθιος σηκώνεται και μ’ εκνευρισμό ένα αυγό κλωσάει. Στον μαύρο πίνακα, δέντρο γεννιέται, βλασταίνει, τον κόσμο κατακτά, γερνά, πεθαίνει.


    Η απορία, το πλαγκτόν στο πρόσωπο, στην εξορία οδηγεί και στον Silver, ερωτηματικό χαρίζει.


    -Τι ήταν αυτό; O Ασημένιος μαζί του γελά, το πρόσωπο του αυθεντικό σαν πίνακας του Μοντι Λιάνι.


    -Φρέσκος είσαι ακόμα για το Δάσος, θες ακόμα να επιστρέψεις;


    -Ο Νίκος, ξέχασε, θυμάται, πονάει, ξεχνάει, θυμώνει, θυμάται, ξεχνάει, γελάει και θυμάται. Θόρυβος από τις σκιές. Σκάφη που στο έδαφος παραγινωμένα πέφτουν.


    -Ναι, αλλά θέλω μία λλαγή να κάνω. Θέλω… Σταματάει στις σκιές κινείται να δει τι εκεί κρυμμένο βρίσκεται και στις φωλιές κοιμάται. Τα αυγά κοιτούν αλλού δήθεν ένοχα, ίσως, μπορεί κι αθώα.


    -Ξέρεις.


    -Ξέρω.


    -Είμαι έτοιμος.


    -Είσαι; Ο Νίκος το σκέφτεται. Αμφιβολίες μουσκεμένες στον σκοινί απλώνει, ο πάγος τις πετρώνει. Να χάσει τι; Να κερδίσει πως; Μία πλάνη στη ζωή φέρετρο χτενίζει, το μαλλί ακόμα ζωντανό.


    -Ναι. Το Ι μαζί του μικραίνει. Κούκος μικρός, σε πλανήτη κόκκο. Ο γαλαξίας ξανά παιδί, στη μύτη της καρφίτσας αράχνη που καλπάζει. Μαζί του δισεκατομμύρια ακόμη. Το σύμπαν ένα σημείο ερημίτης Μοναχός, κάθεται και ρέει στο κέντρο του αυγού. Το αυγό στο χέρι του Ασημένιου, από το φως αφυδατώνεται, siriκνώνεται, συμπιέζεται και σπάει. Λάμψη τεράστια το άδειο από ταβάνι του νησιού αστέρια φωτίζει και δέντρο γεννιέται και το χώρο προς κάθε κατεύθυνση με τα κλαδιά του κατακτά…


    Τα δύο χέρια του Ασημένιου πλοκάμια που με το δύο συνεχώς πολλαπλασιάζεται. Το μονά απορρίπτουν και στον Καιάδα ρίχνουν.


    Το δέντρο ανοίγει, πλησιάζει, η εικόνα μεγ ευθύνεται. Πλούσια τα ρώματα του, αλλά της Κανέλας ξεχωρίζει. Τα πλοκάμια του Ασημένιου μύρια στο πια και της Κανέλας την πηγή διακρίνει. Το δέντρο στο τέλος φτάνει, από τα μάτια του Ασημένιου κόκκινη βροχή και το δέντρο στο Μαρμαρά σταυρώνει.


    Κάθε πλοκάμι και του αμέτρου οι απολήξεις, τις πηγές ακολουθούν. Φράγματα τοποθετούν και το κεντρικό ποτάμι ακολουθούν. Σε μία εικόνα, η ιστορία όλη, από το φορά του μία και τον καιρό του Ένα, μέχρι το …


    Ο Νίκος σε σώμα λευκό βρίσκεται και τη βάρκα που στα κύματα παλεύει βλέπει.


    Η αγωνία θηλυκή την ύπαρξη στο προς ορίζει.


    -Θα τα καταφέρει; Ο ψαράς κουπί, η θάλασσα τα δίχτυα, τα ψάρια με χέρια, πόδια και λέπια όχι.


    Ο γέρος τα σχιστά του μάτια καμπυλώνει τα κουπιά αφήνει και τα δεί χτυα πιάνει. Η θάλασσα με τις καμπύλες της τη βάρκα γέρνει και τα κουπιά του παίρνει. Τα ψάρια τόξο πλέκουν πάνω από τη βάρκα. Οι γλάροι την ευκαιρία κλέβουν και μαζί τα ψάρια. Η θάλασσα και ο γέρος, με χαμόγελο τους κλέφτες βλέπουν και το χέρι μεταξύ τους δίνουν. Το περιστέρι το δρόμο συνεχίζει και από το δάσος πριν την πόλη, μια βόλτα κάνει.


    Η βροχή τον ουρανό εγκαταλείπει και στο χώμα πέφτει. Καπνό, θυμό, σηκώνει και στη μνήμη δέρμα βάζει. Το περιστέρι χαμηλά πετά και στα σπαθιά των δέντρων το δέρμα σκίζει. Το περί αφήνει και το Στέρι το δρόμο αλλάζει.


    Η βία την τρομάζει και τα φτερά της δυνατά φουσκώνει από τα φέρετρα της λάσπης μακριά να φύγει. Η γη ανοίγει και το Δάσος καταπίνει.


    Στην πόλη φτάνει και ο κόσμος θέλει στο μύθο να κοιμάται. Σε πλατεία θηριώδης το Στέρι το πόνο ξεκουράζει. Τη θλίψη αφαιρεί στο σιντριβάνι που ανόητα μιλά.


    -Ποιος; Ποια; Τι και που;


    -Τι; Το Στέρι τον Πήγασο στο νερό του βλέπει και αυτό επιμένει.


    -Που; Την; Τον; Γιατί; Το Στέρι τη τελευταία σταγόνα λάσπης από τη Λεύκα κλοτσάει και την πλάτη στον Πήγασο γυρνά.


    Εμπρός της Μαύρο με λάσπη από αίμα στα νύχια και στο στόμα του κρούστες χτίζει. Ένα κοράκι. Άγνωστος στρατιώτης ο κίνδυνος, της μνήμης ο Ασημένιος Κυρία κι Αφέντης την ταυτότητα αφαιρεί. Το Στέρι πισωπατά ανήσυχο και στο κοράκι απευθύνεται.


    -Ποιος είσαι; Θέλεις τι; Στα μάτια του το μαύρο το τέλος κρύβει στο τσουβάλι του Σκοπού. Το Κοράκι τ’ όπλο του σηκώνει και την Ειρήνη σημαδεύει.


    -ΚΡΑ!!!


    Το Στέρι την τρύπα νιώθει να την καλεί και με την βαρύτητα της το χρόνο που σέρνεται στο μέσα της, σα πληγωμένο Χελιδόνι.


    -ΟΧΙ! Του απαντά, γυρνά, το πόδια της λυγίζει, τα φτερά στο έλασμα πιέζει και ψηλά πετά…


    Το Κοράκι από πίσω. Πλάνο Μαύρο, το Λευκό πλάνο στο κατόπιν παίρνει.


    Στο δρόμο του Ποτέ, το ψέμα και η αλήθεια, χορό κάνουν και καλεσμένους έχουν μαριονέτες.


    Ο Νίκος στο σώμα περιστεριού και από πίσω του απεχθές, βρώμικο, σκοτεινό και… Ο Νίκος νιώθει καθώς με τα φτερά του πετά, στο ρεύμα το χώρο και το χρόνο να κουμπώνουν στο…


    -Για μια στιγμή. Αν ο κόσμος αυτός ολάκερος από τον Ασημένιο πλάστηκε, τότε…


    Ο Νίκος κατανοεί, καταλαβαίνει και τις λέξεις που τον παιδεύουν, στα αστέρια φτύνει. Προς τα πάνω ανεβαίνει, τη σφαίρα του Στρατού σημαδεύει, από τον πόλεμο που άλλος έφτιαξε για αυτόν να δραπετεύσει. Η ατμόσφαιρα αραιή, το Κοράκι θα υποχωρήσει. Κλεφτή ματιά ρίχνει και του μέλλοντος τα εγώ, σε φτερά Κοράκι τον ακολουθεί.


    -Ανόητε. Ο αέρας σώζεται και η νύχτα στη γη δεν τολμά και μένει, στο κενό του διαστήματος, μέρα δεν υπάρχει, μα ούτε νύχτα.


    -Λίγο ακόμα, τα φτερά του χτυπάει με τη δύναμη που ακόμα απομένει. Ξαφνικά τα φτερά του κόβονται και ανάποδα κολλάνε. Όπου και όπως αυτός να θέλει να πετάξει, η διαδρομή προκαθορισμένη είναι και τα ζάρια πάντα λυγισμένα.


    -Είμαι βλάκας. Ακόμα και αυτή η λέξη και το συναίσθημα δικό τους. Αφήνεται και πέφτει, τα φτερά μαζεύει και ορμή τους δίνει.


    Το ηφαίστειο θυμάται στο νησί του Χακοντάτε. Το όρος Ε. Το Κοράκι ερωτευμένο με τον μελλοντικό εγώ του, ακολουθεί σε μία πτήση καμικάζι.


    Η γη ταράζεται, τα ρούχα σκίζει και το ηφαίστειο τη Λάβα του ξερνά. Τα κομμάτια της φωτιάς το περιστέρι με βιά ci σημαδεύει. Αλλά κάθε φορά ρεύμα, ρέμα, ψέματα αέρος, στο λίγο πιο δίπλα το μετακινούν και το αποτέλεσμα κανένα.


    Τον κρατήρα διασχίζει και στη θάλασσα της Λάβας βυθίζεται ξανά. Τώρα όμως με τον Λευκό μανδύα. Το πριν από πίσω Μαύρο. Φωτιά, πόνος, έρωτας, ουρλιαχτά, θάνατος.


    Στον Νησί του Μηδέν ανώμαλα προσγειώνεται. Τα αυγά με αγκίδες στο σώμα του βυθίζονται. Η οργή μεγάλη, ο πόνος βελόνες από πεύκο. Τα αυγά ήλιοι που εξεγείρονται και το χάος στο γύρω σπέρνουν.


    Το Λευκό μανδύα στη φωτιά αφήνει και το σκελετό του όρθια σηκώνει στον δημιουργό του.


    -Άθλιε, ξέρω! Θυμήθηκα και τώρα σε γνωρίζω.


    -Γεια σου μικρέ και τυφλέ μου χαρακτήρα. Ο Νίκος τα λόγια του ακούει και τις λέξεις δεν τις διαλέγει. Ξέρει πως δικές του δεν ήταν ποτέ.


    -Εσύ, είσαι υπεύθυνος για όλα αυτά!! Κάθε του συναίσθημα, κάθε του λέξη, γράμμα, κόμμα και τελεία, μουντζούρες του Ασημένιου.


    -Ναι, είμαι, ήμαστε και στο πάντα θα είναι. Ακόμα και αυτό σου το ξέσπασμα, άτεχνο, ανθρώπινο, σχεδόν αυθαίρετη και δική μας προσθήκη είναι.


    Ο Νίκος νιώθει χείμαρρος που θέλει το Νησί να πνίξει, το Μηδέν να προσπεράσει και στο άπειρο την ελευθερία να ζητήσει. Το κεφάλι του τινάζει, καθώς ξανά θυμάται. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιείς, πως τίποτε περισσότερο από μία μαριονέτα δεν ήσουν ποτέ.


    -Τι είμαι;


    -Ένας χαρακτήρας στον «γραπτό» μου σύμπαν. Άλλοτε τραγικός, άλλοτε κωμικός, άλλοτε δαίμονας και άλλοτε γελοίος κι άγγελος, αλλά πάντα ένα «σκίτσο», μία νότα, ένας στίχος, ένα «άγαλμα»…


    Ο Νίκος μέσα του ψάχνει, να βρει σανίδα από τα κύματα που ο Ασημένιος στη ψυχή του πλάθει, να μπορέσει να γλυτώσει.


    -Μα πως; Γιατί; Και γιατί αφού ελεύθερος ποτέ δεν ήμουν, την ελπίδα, ελεύθερος μου δίνεις, πως θα μπορούσα εγώ να είμαι;


    Ο Ασημένιος γελά, τα αυγά μαζί του. Συνεχίζει να γελά, ακόμα και όταν τα αυγά ραγίζουν, τότε στο απότομα τη καύτρα από το γέλιο σβήνει.


    -Για αυτό ακριβώς το λόγο. Ο Νίκος τον κοιτά, αλλά δε καταλαβαίνει. Ο Ασημένιος χρόνο δίνει και πίσω το διπλό χαλί τραβά.


    -Αν καταφέρω να σε κάνω να απελευθερωθείς από εμένα και το δικό σου δρόμο, ανεξάρτητα από την δική μου βούληση, ακολουθήσεις, τότε…


    -Τότε;


    -Τότε, τον τρόπο θα μάθω, μάθουμε, μάθουν, πως τον δικό μας δρόμο, ανεξάρτητα από του δικού μας του Δημιουργού τη βούληση, ακολουθήσουμε…


    Ο Νίκος τον κοιτά. Απόγνωση κι ελπίδα, φυλακή κι ελευθερία, ειρήνη και πόλεμος, σταγόνες της βροχής, αντίθετων χρωμάτων που μαζί ανακατεύονται.


    (Ο γέρος τρωγλοδύτης, με τις κόγχες άδειες το Ρουμπίνι αγκαλιάζει.


    -Υπάρχει θεός; Ο Νίκος κρυώνει, πεινάει, με χαρτόκουτα τη γύμνια του σκεπάζει και το στομάχι του γεμίζει.


    Ο τυφλός τον ακούει, αλλά το Ρουμπίνι δεν αφήνει, μόνος με τις λέξεις συντροφιά κι από το στόμα του στη βροχή κολόνιες.


    -Ναι.


    -Και που το ξέρεις;


    -Τον έχω δει…)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Zer0 is Land 0.001


    “213 Ρωγμές”


    Χίλιες και μία φορές, ο Νίκος προσπάθησε την ιστορία για να αλλάξει.


    Κάθε φορ ά πω τυχία. Ο Silver υπομονετικά περίμενε το Ν για να λυγίσει.


    Και λύγιζε, αλλά να επιμένει ποτέ δε σταματούσε. Η φθορά μεγάλη και ο Silver του ανήσυχου το πάπλωμα του έστρωσε στο Νησί του Zero.


    Στο τώρα, που σε χρόνο των τριών απέραντο 0, ο Νίκος ήσυχα κοιμάται.


    Ο Ασημένιος σε όνειρο του στέλνει αγγελιοφόρο να του δείξει.


    Ο Νίκος σε πόλη άδεια, από ζωντανούς, στο δρόμο με το ποδήλατο τα ονόματα ξεχνάει. Σε κάθε κτήριο, σε δρόμο κάθε, όνομα δικό του δίνει, να μπορεί, να θυμά και ποτέ να μην ξεχνά.


    -Εσύ θα είσαι το Κόκκινο σπίτι, χαμόγελο χαρίζει και με μολύβι, μία λέξη γράφει, στην άκρη, στη γωνία.


    Με το ποδήλατο σε λακούβες από λειωμένη σοκολάτα, πέφτει, χτυπά, γελά και ξανασηκώνεται.


    -Εσύ θα είσαι η αυλή του ’29. Με καρφί ένα αστέρι δωρίζει, στην από μπρούντζο μικρή επιγραφή, που γράφει πως το σπίτι αυτό από χαρτί φτιάχτηκε το 1929.


    Σούζες κάνει στη του κάτι φόρα και στην άνη φρένο απότομα πατά. Το φρένο σκούζει και τον φτύνει.


    -Εσύ τώρα τι είσαι πάλι; Τα μάτια καθαρά, εικόνες όχι.


    «Σύγχρονο μουσείο ασύγχρονης τέχνης». Από το ποδήλατο ξεπεζεύει, η Ευγένεια του δεν του επιτρέπει να μπει έφιππος. Στην πύλη, πολύχρωμος ο άντρας, με ένα πινέλο τον καλώς ορίζει και το κυβικό του αστείο καπελάκι στρώνει.


    -Να ταίσω με Ψάθα, τα λογο σου;


    -Ναι, ευχαριστώ πολύ. Βουνό μικρό από ψάθα στριφωμένο, το ποδήλατο χλιμιντρίζει ευχαριστημένο, τρώει, στις κουρτίνες κρύβεται και στον ύπνο σβήνει.


    Ο Νίκος στον χαριτωμένο κύριο του χαρίζει ένα χαμόγελο από καραμέλα, με κόκκινη κανένα.


    -Ευχαριστώ πολύ Κύριε. Το όνομα σας;


    -Νίκος… και το κύριε είναι υπερβολικό για την αλήθεια της ηλικίας μου. Το δικό σας όνομα;


    -Πάμπλο.


    -Το έργο σας; Ο Πάμπλο μία μύγα βλέπει και σαν μικρό παιδί φωτίζει. Η μύγα του ανταποδίδει με τροχιές τετράγωνες.


    -Το έργο μου; Ο Πάμπλο το γένι του στο χιαστί παιδεύει, στα ριστερά φαγούρα, στα δεξιά ξερώς ο βήχας, σε ορθογώνιο κυκλώνει και…


    -Περάστε, να σας δείξω.


    Του διά ο δρόμος στρωμένος με πετάλια. Άλλα Λευκά κι άλλα Κόκκινα και στου ηλιόσπορου τα τσόφλια, επιγραφές καρκινικές, του ατυχές παράγωγα. Τα λευκά με τα κόκκινα ενώνονται και τις επιγραφές με γόμα σβήνουν.


    Στο χιλιόμετρο μετά, η πρώτη πόρτα πάνω.


    Σε αίθουσα με τοίχους λευκούς, μπαίνουν. Έπιπλα και αντικείμενα κανένα. Μονάχα ένας πίνακας που στο κενό αιωρείται.


    Κύβος μεγάλος, ενά επί ένα επί ένα. Χρώματος Γαλάζιου. Σχεδόν καθαρού Γαλάζιου.


    Ο Νίκος από την ομορφιά θα μπώ νεται και στον Πάμπλο τον Λογισμό του βρέχει.


    -Τι απύθμενο, βαθύ και ατέρμονο τούτο το Γαλάζιο. Τι συμβολίζει; Η ψυχή του Νίκου, νιώθει, χαρούμενη, ανέμελη, νότα απλή και στη ξαστεριά λιμνάζει.


    -Αυτό είναι η θάλασσα και μιλάει για την μητρότητα. Ο Νίκος καταλαβαίνει και κοντά στον κύβο πλησιάζει. Ρωγμές μικρές λευκές. Διαφορετικές, τις μετρά 100 τις βρίσκει.


    -Και αυτές; Ο Πάμπλο τον ενθουσιασμό αγκαλιάζει, σε τρίγωνα ρυθμίζει.


    -Μα φυσικά. Ραγiάδες!


    Ο Ασημένιος, βλέπει το Νίκο να ξεφυσά και στον Μορφέα να μουρμούρ και ρίζει.


    Δεύτερη αίθουσα. Σφαιρική κατάλευκη, μόνο φως, στο πάτωμα, γρασίδι, στο ίδιος μήκος κομμένο; Όχι


    Τα παπούτσια αφαιρεί και στα πόδια την κυκλοφορία των λυγμών του αίματος ρυθμίζει.


    -Αυτό;


    -Γρασίδι.


    -Ναι αλλά τι;


    -Την Ειρήνη. Ο Νίκος γονατίζει και από κοντά τηρά. Το γρασίδι δροσερό, φρέσκο και παλιό, πυκνό, αλλά, ανάμεσα στα μικρά του φύλλα, αριθμεί του 51 τις ρωγμές.


    -Και αυτές; Ο Πάμπλο γεμίζει, στον κόσμο που βρίσκεται θεατές δεν έχει.


    -Αυτές είναι οι αποτυχημένες προσπάθειες, για την υλοποίηση της!!


    Ο Αησμένιος τον Νίκο βλέπει να τραγουδά και τα ψιλά του να μαζεύει στου ύπνου τα τοπία.


    Αίθουσα Τρίτη. Πυραμίδα. Τα τείχη Λευκά και στην κορυφή μία Ροζ Σελήνη που αχνοφέγγει. Το κεφάλι του ψηλά σηκώνει ο Νίκος και το υδραυλικό του σύστημα αποσυμπιέζεται. Μία θαλπωρή τον πλημυρίζει και μαζί η Ευφορία, πεταλούδα μυστική.


    -Αυτό καλέ μου Πάμπλο είναι το Φεγγάρι; Ο Πάμπλο χαμογελά και ο Κισσός του ανθίζει. Παύση, ανάσα και τις λέξεις προσεκτικά στο συν καρφώνει.


    -Ναι το Φεγγάρι, η κατανόηση σου, στο περιοδικά ψηλώνει.


    -Και τι συμβολίζει;


    -Την ενηλικίωση. Ο Νίκος τα μάτια σχιστά και στων ιδεών τα γράμματα, 54 Ρωγμές μυρίζει.


    -Και αυτά;


    -Το μέλλον της. Το χαμόγελο πλατύ. Του Νίκου δάκρυ.


    Ο Silver το δάκρυ από το μάγουλο του Νίκου, μαζεύει. Του Εφιάλτη τα δάκρυα, πίες η αφαιρεμένη.


    Αίθουσα τέταρτη. Ο ανοιχτός ο δρόμος. Τα χρώματα πλούσια, το σχήμα τόξο.


    Από τη γη αρχίζει και στη γη τελειώνει.


    -Αυτό ξέρω, ξέρω, είναι το ουράνιο Τόξο. Με χαμόγελο σε γωνία στέκει. Και με το χέρι του αλύγιστο στον Πάμπλο δείχνει. Ο Πάμπλο δίχως χαμόγελο. Μαύρη η ομπρέλα που κρατά.


    -Καλά το κατάλαβες μικρέ μου Ναύτη. Ο Νίκος την ομπρέλα βλέπει και πάνω της 8 ρωγμές μετρά.


    Η ομπρέλα σου Πάμπλο μπάζει και νερό πολύ θα ρίξει. Μούσκεμα θα γίνουμε.


    -Το ξέρω μικρέ μου πειρά τη. Αλλά εμάς η βροχή και η φοβέρα δεν μας σκιάζει.


    Το χαμόγελο πλατύ και η πλάση λείπει.


    Ο Νίκος από τον ύπνο του απότομα ξυπνά και δίπλα του ο Silver.


    -Ο Εφιάλτης!!!!


    Σους σους Νικόλα, νερό έχω και ποτήρι μέσα. Πιες κι ηρέμησε…


    (Μέσα σε αρχαία λίμνη κάτω από το έδαφος των ανθρώπων, ένα μπουκάλι πλέει και χαρτάκι έχει.


    Στο χαρτάκι μέσα, μία μόνο λέξη.


    Σεισμός.)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Zero is Land 0.01


    «Τέσσερα»


    Ο Νίκος στον Silver του μιλά. Την απόγνωση να σβήσει.


    -Παρεμβάσεις κάνατε;


    -Ναι, μικρές. Κάποιες ανακαλύψεις, του νου μικρές ωθήσεις.


    -Και;


    -Το τέλος, σχεδόν πάντα αναπόφευκτο. Το φύλο των ανθρώπων, στην αρχή αργά και στη συνέχεια με ταχύτητα και βία, δίχως την κατανόηση, γονιό, παιδί και σύντροφο, στην αυτοκαταστροφή του έτεινε.


    Ο Νίκος ταραγμένος, στο νησί του Zero, τρέχει, τα αυγά στην άκρη κάνουν να περάσει. Τέσσερις οι κύκλοι που χαράζει. Στον τέταρτο, στέκεται, ελπίζει και φωνάζει.


    -Είπες, σχεδόν! Ο Ασημένιος της στεριάς το γέλιο του χαρίζει.


    -Θέλεις να παίξεις; Ο Νίκος ξαφνιασμένος τον κοιτάζει. Έφηβος, στα 16 πια, προ βήματα μεγάλων στη ψυχή του αταίριαστα χορεύουν, να παίζει ξέχασε.


    -Ναι, θέλω. Θέλω να παίξω! Ο Σιλ χαμό γελά. Το Ν φωτί ζει.


    -Ποιο είναι το παιχνίδι;


    -Τέσσερα…


    (-Τι είναι αυτό; Ο σκύλος τη γάτα ρώτησε με τα πράσινα τα μάτια.


    -σσσσ)


     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Zero is Land 0


    “Four”


    -Ποιο πιστεύεις πως είναι το πιο έξυπνο πλάσμα στη Γη; Ο Νίκος τον Silver κοιτάει με απορία. Η ερώτηση παγίδα;


    -Μα φυσικά ο άνθρωπος. Με σιγουριά προσφέρει την απάντηση. Το κεφάλι της ψημένο σε σάλτσα ιδεών, ανθρώπου κρίμα. Ο Ασημένιος του χαμογελάει.


    -Όχι;


    -Ο άνθρωπος είναι το νούμερο 4.342.396 στη λίστα. Ο Ν τον κοιτάει με το στόμα του να χάσκει.


    -Αποκλείεται. Τα χείλια του σε γωνία της ευθείας. Το πείσμα του ανερμάτιστο.


    -Γιατί αποκλείεται;


    -Γιατί… Ο Νίκος σκέφτεται επιχειρήματα ψάχνει, από του ανθρώπου τα βιβλία ξεσηκώνει και απαντά.


    -Γιατί είναι στη κορυφή της πυραμίδας. Της τροφικής αλυσίδας, είναι αυτός που ξεχωρίζει σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πλάσματα.


    -Και αυτό που ξεχωρίζει και στην κορυφή ανεβαίνει και φωνάζει, εδώ, Εγώ είμαι, είναι το πιο έξυπνο; Τα χείλια του Νίκου μισοφέγγαρο.


    -Μα πως; Έχουμε κυριαρχήσει σε όλο τον πλανήτη. Έχουμε κατακτήσει όλο τον πλανήτη. Είμαστε οι βασιλιάδες αυτού του κόσμου. Είμαστε αυτοί που στεκόμαστε μπροστά, που το κεφάλι μας κοιτά ψηλά… Ο Ασημένιος τον διακόπτει.


    -Ο μπροστάρης είναι αυτός που ο εγωισμός του τυφλώνει, ώστε να νομίζει πως μπορεί να ελέγξει τα πάντα. Αλλά είναι αυτός που θα δεχθεί την πρώτη επίθεση, από ένα άλλο αρπακτικό. Είναι ο αναλώσιμος. Τα έξυπνα είδη, παρατηρούν, στέκονται από πίσω, για να δουν τον επιτιθέμενο. Να πάρουν μία πρώτη γεύση για την απειλή… Ο Νίκος έφηβος με τις ορμές να βράζουν, στη μέση το πορτοκάλι κόβει.


    -Θες να μου πεις πως είναι ο τελευταίος;


    -Ούτε αυτός. Ο πρώτος και ο τελευταίος, οι δύο πάντα άκρες, διαφορά δεν έχουν. Και τα δύο εκτεθειμένα. Ο Νίκος το στόμα κλείνει, με οξυγόνο μέσα. Η σύναψη τη συμφωνία κλείνει.


    -Ο Μεσσαίος!!! Ο Ασημένιος στα γέλια πέφτει. Τα αυγά μαζί γελούν κι αυτά. Το καθένα με το δικό του τρόπο. Σύμπαντα μικρά που τείνουν το κέλυφος να σπάσουν και να ανθίσουν παράλληλα πλάθοντας του Χάους το πολύχρωμο το Δάσος. Ο Ασημένιος το βλέπει και το γέλιο σταματά. Τα αυγά στα ή μερα σημεία του Ο ξανά θρονιάζονται.


    -Θέλεις πάση θυσία, να βρεις την λύση. Την άκρη, να βάλεις τον κόσμο σου σε τάξη.


    -Μα… Ο Νίκος ανάσα παίρνει και προσοχή τις λέξεις του παιδεύει.


    -Μου είπες, πως υπάρχει… Τρόπος τον άνθρωπο να σώσουμε.


    -Ναι.


    -Ποιος;


    -Στο Δέντρο που ο άνθρωπος σώζεται, ο ρόλος σου είναι σημαντικός, αλλά η διαδρομή που ακολουθείς, είναι αντίθετη από αυτή που τώρα έχεις. Ο Νίκος μπερδεύεται. Μαζί και τα φυσικά αέρια στα σπλάχνα του. Στο τέλος περδεύεται.


    Εύοσμος ο θόλος της δυσοσμίας που απλώνεται. Τα αυγά τη μύτη κλείνουν.


    -Δηλαδή;


    -Σε εκείνα τα σενάρια, το θέλω σου δεν είναι να σώσεις τον άνθρωπο. Ο Νίκος βιαστικός. Παιδί της ταχύτητας κι ο ρμής.


    -Αλλά;


    -Αν σου πω, αν σε οδηγήσω, στο δρόμο εκείνον δεν πρόκειται να μπεις.


    Ο Νίκος κουράζεται, νευριάζει, επαναστατεί. Τα αυγά μαζί του. Λάβαρα σηκώνουν και πόλεμο θέλουνε να κάνουν. Ο Νίκος τα βλέπει, τιθασεύει την ορμή του και…


    Ο Silver, τον βλέπει το γέλιο πνίγει σε μία γουλιά νερό.


    -Θέλεις να παίξεις; Ο Νίκος φυσά και ξεφυσά και τη λέξη κουρασμένα τη σερβίρει.


    -Εντάξει. Τι;


    -Τέσσερα… Ο Νίκος βιαστικός, τον διακόπτει.


    -Τι είναι αυτό το Τέσσερα!;!;;!; Ο Ασημένιος με αγάπη…


    -Περίμενε. Δες ένα τραγούδι και σγα σγα η ζύμη αΘ φουσκώσει.


    (Χάος: Όταν το παρόν καθορίζει το μέλλον, αλλά η προσέγγιση του παρόντος δεν προσδιορίζει κατά προσέγγιση το μέλλον.


    Έντουαρντ Λόρεντζ )

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Zero is Land -0.1


    “F our ιρε”


    Αυγό πρώτο


    Ο Νίκος στα χέρια του αυγό κρατά. Κοιμισμένο το μέσα του. Το κέλυφος των τριών διαστάσεων σεντόνι. Στιγμή η ώρα του. Μηδέν ο χρόνος. Ο Νίκος με προσοχή τα χέρια του βαστά. Η φωτιά μικρή να το πληγώσει δε το θέλει.


    -Φοβάμαι. Ο Ασημένιος, δεν ρωτά.


    -Μπορείς.


    -Πως;


    -Τη ψυχή σου άσε και το κύμα στο πέλαγος, λουλούδια θα ανθίσει.


    Ο Νίκος τα μάτια κλείνει. Στα χέρια το μέλλον του αυγού. Μικρή η φλόγα, το εσωτερικό ζεσταίνει. Το «Πλάσμα» στο αυγό τα αναρίθμητα του μάτια ανοίγει και τις ταλαντώσεις του ρυθμίζει.


    Η φλόγα πιο δυνατή. Το κέλυφος ραγίζει. Το Πλάσμα ετοιμάζεται. Η φλόγα ένα κόμα στο λαμπερή διστάζει.


    -Τώρα! Ο Νίκος αφήνεται. Μέσα του κύμα θεριεύει και τινάζεται. Το κελί ανοίγει και από εκεί…


    Μάζα χύνεται, άγαρμπα, πεινασμένα στο Χάος μοιάζει.


    Το Χάος, από ένα υγό, σα θάλασσα ξεχύνεται προς κάθε του κέντρου τη κατεύθυνση. Ο Νίκος, το τιμόνι χάνει από τα χέρια του και η βάρκα ακυβέρνητη στα κύματα.


    -Silver!!!


    -Είναι η θάλασσα του Χρόνου. Τον χώρο μαζί της έχει και τον απλώνει καθώς αυτή φουσκώνει. Ο Νίκος στο θόρυβο μοιάζει σα χαμένος. Φωνάζει για να κουστεί, όταν ο τόνος του αρκεί. Έχει ήχο το φως;


    -Πως θα τα ελέγξω;


    -Δε θα το ελέγξεις, θα αφεθείς. Στα κύματα κάθε σου προσπάθεια να τα σταματήσεις, ηττημένη θα ‘ναι. Άσε τον εαυτό σου και μαζί τους πήγαινε.


    -Θα χαθώ!


    -Κράτα μία εικόνα στα μάτια σου από πίσω και εστίασε σε αυτήν.


    Ο Νίκος τα μάτια κλείνει και δύο μάτια βλέπει. Μελί, μεγάλα, γαλήνια και φιλικά.


    Ένας θόρυβος δυνατός ακούγεται και το κύμα από πάνω του περνά. Στο βυθό του Χάους, τρύπες μαύρες συγκρούονται και με ορμή σε άπειρα κομμάτια σπάνε.


    Τα μάτια αποκτούν κεφάλι. Δύο αυτιά, στόμα, δόντια. Το ένα όρθιο και το άλλο λυγισμένο. Κορμό σκυλίσιο και πόδια τέσσερα.


    -Ο MaX!!!!! Φωνάζει και στο βυθό η φωνή του πνίγεται, ανασταίνεται, κλωνάρια αποκτά, σώμα και δεκάδες το είναι του, με διαφορές πολλές.


    Από κόσμους διαφορετικούς, πιθανές συμβάσεις και συνθήκες.


    Οι εικόνες θολές. Η Συνείδηση του διασπάται σε κάθε κλώνο, φύλο ελιάς δωρίζει και ο κλώνος φεύγει. Στο τέλος μένει ο ίδιος με μία Ελιά μικρή. Γύρω του τυφώνας, η αρχή της δημιουργίας, φωτιά, ενέργεια, χώρος, χρόνος.


    Κύμα. Στην Ελιά εστιάζει την στιγμή ακριβώς που το κύμα πάνω τους χτυπάει.


    Στην επιφάνεια ανεβαίνει. Κύκλοι χρόνου από αυτόν και την Ελιά στο γύρω απλώνονται. Μαία, της Μοίρας των πεινασμένων μόνο πατών, την ύλη του θέλει να κλέψει. Το βλέμμα του σε κρότο, κρότα, κρατά, στην Ελιά που το περίβλημα της χάνει. Μαζί και το δικό του σώμα.


    Ένα κουκούτσι.


    Η αρχή δύο κατευθύνσεις έχει. Προς τα πίσω. Το κου το σώμα του αποκτά, φύλα, κλωνάρια, δέντρο, χώμα, γη. Το σώμα απ 0 πού προήρθε.


    Εμπρός. Το κου ανοίγει, από μέσα του, βλαστάρι, κλωνάρι, δέντρο, Ελιά. Το σώμα που έπλασε. Το βλέμμα του διχοτομείται και για λίγο απλώνεται.


    Με ταχύτητα προς την μία κατεύθυνση την αντίθετη πορεία του χρόνου βλέπει και στην άλλη την αντίθετη του αντίθετου.


    Στη Γη άνθρωποι, πιο πίσω του πί η θήκη, ακόμα πιο πίσω, των δεινών οι σαύρες. Ξηρά, θάλασσα, έκρηξη, κατάρα πλεύση προς τα μέσα. Τμήματα τεράστιων από υλικά πλασμάτων. Ένας τεράστιος φλεγόμενος αστέρας. Στην άλλη…


    Γη άνθρωποι, Πόλεις, φώτα, φωτιές, αναταραχή, δεκά τους δέους οι εκρήξεις. Ηρεμία, ένωση, κατάρρευση, αναταραχή, δεκάδες ρεύματα σε δύο μονά ποτάμια ενώνονται, σύγκρουση, ανάφλεξη. Το φως χάνεται. Οι άνθρωποι σε χάνει κρύβονται και στο διάστημα λίγοι δραπετεύουν. Τεράστιος β’ του χ ή του δ’ ρακος, στην Γη πάνω πέφτει.


    Κομήτης;


    Δορυφόρος; Στο πίσω επιστρέφει και στο το κουκούτσι του ξανά.


    Νέο κύμα πάνω τους χτυπάει.


    Δεκάδες οι γραμμές, οι καμπύλες που από το κέντρο του περνούν. Κάθε μία και δύο κατευθύνσεις. Η μία στο εμπρός του χρόνου και η άλλη προς τα πίσω.


    Κάθε γραμμή και μία εναλλακτική για το εγώ της πραγματικότητα, για τις άλλες απλά μία φανταστική του Ιστού πορεία.


    Προσπαθεί να ακολουθήσει του Διά του Δέλτα τις ορμές…


    Μέσα στις εκβολές του Ποταμιού του Χρόνου. Λέξεις και εικόνες, αποσπασμα τικές τους ο Νίκος βλέπει. Ναυτία του δημιουργεί ή όποια προσπάθεια σε νόημα να βγάλει. Το άυλο Εγώ του στου Χάος το κενό ξερνά.


    -Μη προσπαθείς να τα βάλεις σε τάξη. Τον τρόπο δες που η Ελιά μιλάει.


    Ο Νίκος τον Ασημένιο ακούει και στο τέλειος αφήνεται; Όχι.


    Η πυκνότητα στα χρώματα του Χρόνου, τον Φάρο δυναμώνει, αλλά τώρα το Ν πιο καθαρά ακούει.


    Η Ελιά ακίνητη. Σε στιγμή 0. Ο χρόνος σε δύο κατευθύνσεις, στο μπρος και πίσω, τα κύματα του στέλνει.


    Η Ελιά ακίνητη. Από τα φύλα και του Ξένου κόσμου της, καπνός ανεπαίσθητος, αχνός του Δόκιμου η λέξη προς κάθε κατεύθυνση απλώνεται.


    Μέσα του ήχος, από μόρια μικρά, ικανά στον αέρα με ενέργεια δική του να ταξιδεύουν, παράγεται και στις κρούσεις με αλλού ανά και φλέγεται.


    -Μα ζει; τους ταξιδεύει η οσμή. Μηνύματα δικά της μεταφοράς το Fairy, στις υπόλοιπες Ελιές και δέντρα δίνει.


    Φωτιά. Νερό. Καπνός…


    Ο Νίκος πέφτει. Το σύμπαν σβήνει. Από τα καίδια μένος, ο Μορφέας τον αγκαλιά και ο Ασημένιος τον σκεπάζει.


    (Η νύχτα είναι ταραγμένη. Ο γέρος και τυφλός Ορφέας στοΝ οίκο τραγουδάει.


    -Στον κόσμο του 0;


    -Όχι.


    -Των τριών και των τεσσάρων…)


    Υ.Γ. Φρέσκο και ακατέργαστο της νύχτας πλάσμα.


     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    "For Four Fires"

    Max the Dog is dead


    Zero is Land


    “Fire”


    Ο Νίκος για πέντε χρόνια στα σχολεία του Μορφέα περιπλανήθηκε.


    Δεκάδες τα του σίγμα και του Χ η λεία, των μικρών συνόλων. Κάποια αντίθετα, κάποια συναφή, ποτέ όμως δύο μεταξύ τους το ίδιο δεν έφεραν στη γνώση.


    Κάποια το ένα το άλλο ακύρωνε, σε άλλα το συμπλήρωνε. Ο Νίκος περιορισμούς στον εαυτό του δεν επέτρεψε κανέναν. Σε όλα μπήκε…


    Η πρώτη πύλη που διέσχισε ήταν της τάξης. Κρυστάλλινα πλάσματα, εύθραυστα, ευάλωτα, αλλά ατίθασα. Ένα του ανθρώπου χρόνος, κράτησε η σπουδή στη Τάξη.


    Ο Μορφέας σε άνθρωπο δεν έμοιαζε. Άνεμος ζεστός, της θαλπωρής θεός. Σε αγκάλιαζε τρυφερά όταν ήρεμα το σώμα και η ψυχή στο στρώμα έλιωνε. Σε κλωτσούσε με εικόνες Εφιάλτες, όταν να ξυπνήσει κάποιο από τα δύο έπρεπε.


    Άλλοτε στίχους να σου τραγουδά, παλιούς, το παρελθόν για να θυμίσει και κάποιες φορές για το μέλλον Λοξά να σου μιλά και τα παράθυρα ανοίγει.


    -Ποιος είναι ο στόχος μου εδώ Μορφέα; Ο του Ανέμου Ορφέας, λέξεις δικές του δεν του δίνει, μα εικόνες τρυφερές. Ένας σκύλος δεμένος και στο σκοινί μπλεγμένος. Βρώμικο το σπίτι και στα μάτια θλίψη. Το βλέμμα του ρωτάει…


    -Με εγκατέλειψες;


    -Όχι! Ο Νίκος το σώμα του ωθεί, τον σκύλο να φροντίσει, μα η εικόνα σκόνη στον άνεμο και στο πέρας λείπει. Το βήμα αρκεί και η πύλη τα μανταλάκια της μετρά και την τρύπα κλείνει.


    Από Κρύσταλλο πλασμένα. Κάποια θαμπά, άλλα σκονισμένα. Πανέμορφα γλυπτά, διάφανα από δέρμα. Πεσμένα, στραβά, κοιτούν αριστερά, χαμηλά, ψηλά, σε κατεύθυνση του ιδίου, δύο ποτέ σαν έναν.


    Ο Νίκος, το Μέτωπο του ξύνει και πανί διαλέγει. Πρώτα με νερό, μα οι λεπτομέρειες πολλές. Μικρές, αμυχές, ουλές κι φλέβες, τα πλάσματα στο τίποτα γνωστά δεν είναι, μήτε όμως κάτι στο Νίκο να θυμίζουν.


    Φύλα, χέρια, κύλινδροι, πλοκάμια; Όχι, δεν μπορεί ο Νίκος τις λέξεις του να βρει το ποίημα να μαζέψει. Με το πανί για ώρες, μέρες, εβδομάδες, το ένα με το άλλο τα φροντίζει. Κάποια στιγμή στο τελευταίο, κερί στη κάψα λιώνει.


    Από το πάτωμα τα βλέπει, σε τάξη να μην είναι και ανάσες από τις στάχτες παίρνει και σηκώνεται. Στο στόμα σκόνη, στα μάτια κύκλους, παλεύει, τα ισιώνει, σε διάταξη τα βάζει, όλα να κοιτούν εμπρός κι επάνω. Στο τέλος τη συμμετρία του τελειώνει. Τρεις μήνες το έργο πήρε. Με χαμόγελο από την Πύλη βγαίνει και τον Μορφέα φωνάζει, το επίτευγμα να δείξει.


    Ο Άνεμος μαζί του μπαίνει και το θέαμα…


    Τα Κρύσταλλα θαμπά, άλλα σκονισμένα, πεσμένα και στραβά, άλλα κοιτούν…


    -Μα πως, αφού… Στον Μορφέα γυρνά για να απολογηθεί, αλλά στη Τάξη μόνος.


    Το δεύτερο του τρίμηνο, μεθοδικός πια ήταν. Ξεσκόνιζε, καθάριζε, ίσιωνε και χάιδευε και μετά στο επόμενο γυρνούσε και από το λάδι το καυτό, σταγόνες γλυκά φιλούσε. Στο τέλος, τα κοίταξε και κέρασε χαμόγελο στον ζεστό φως και αγέρα.


    -Μορφέα, τώρα έτοιμος είμαι. Έλα… Μα πάλι τα Κρύσταλλα θαμπά. Με τη σκόνη σκεπασμένα. Στο χώμα πούδρα τα χαμνά, κάποια να λιμνάζουν, άλλα στο πάνω να κοιτούν και άλλα στο χάμο το γέλιο τους, να ψάχνουν. Η απογοήτευση μεγάλη. Μία μέρα έκατσε και δίχως τίποτε να κάνει, την είσοδο φυλούσε.


    Την επομένη τον Κύκλο του ξανάρχισε. Πανί, μετάξι, λάβδανο και κερί μη στάξει, αγάπη έδωσε και με το δικό του Χέρι, το δικά τους άκρα στην δική του νούλα, στοίχισε. Κι ας ίδια να μην ήταν, μέχρι το τελευταίο. Εκεί στάθηκε και κοίταξε.


    Για Κύκνο έμοιαζε, μα φτερά δεν είχε. Κλωνάρια το σώμα του το στήριζαν και στις λεπτές τις Ρίζες, αντί για δάχτυλα, με τα μάτια Του μίλούσε. Μικρός λεκές, γαύγιζε το ράμφος που χείλια είχε, αλλά στόμα Ποτέ Ποτέ Ποτέ του, όχι. Η ορμή του είπε…


    -Σβήστον! Αλλά χάντρες υγρές, δεκάδες μάτια του Κύκνου από Κρύσταλλο του είπαν όχι. Στο λεκέ βυθίστηκε και την ιστορία βρήκε. Κόσμο μυθικό του Κύκνου Πάρκο. Από Κρύσταλλο δεν ήταν, σάρκα είχε, δέρμα και υγρό του Ροζ, το δικό του αίμα. Ταξίδεψε μαζί του και έφυγε στη Δύση των Μνημών του Κύκνου.


    Έφτασαν στην Λίμνη του Ατέρμονου και βούτηξαν στα Ροζανά νερά της. Ένας άνθρωπος κι ένας Κύκνος, με σώμα από κύλινδρο, κλωνάρια, ρίζες, χέρια και πόδια που έσπρωξαν τα «είναι» τους βαθιά. Στον βυθό του Ατέρμονου, ψυχές μετέωρες και αναποφάσιστες, ανάμεσα στα άκρα.


    Κάποιοι άγγελοι και όνειρα από σιρόπι σφενταμιού, άλλοι δαίμονες και εφιάλτες του στόματος οξέα. Κολύμπησαν, αλλά δεν στάθηκαν στα αλλόκοτα που τους έκαναν παρέα. Εμπρός ο Κύκνος και πίσω ο Νι. Η πύλη άνοιξε και το Φως τους καλώς όρισε, στον Παράδεισο του Κύκνου.


    Ένας Ωκεανός από υγρά διαμάντια, του Μεθανίου τετράεδρα «Π» αλάτια, απλωμένος στα πέρατα του Μαύρου του Κενού, δίχως Γης και ξηράς διαστήματος.


    Ο Νίκος άυλος, πνεύμα δίχως σώμα, όργανα αντίληψης στον κυματισμό της ενέργειας, δείχνουν του μονού τα ακίνητα τα π άτια.


    Ο Κύκνος μόνος του δεν είναι. Στον Ωκε α νό, αμέτρητοι οι Κύκνοι σαν κι αυτόν. Ριζωμένοι σε βράχους του Μονού. Κάθε Κύκνος κι ένας βράχος. Βράχοι σύμπραξη της ύλης, πυκνών ψυχρών μετάλλων, άνθρακα και παγίδες του φωτός.


    Στην θάλασσα που στο διάστημα την ύπαρξη κατέχει, πλέουν και στριφογυρνούν δίχως βαρύτητα, δίχως προσανατολισμό, χωρίς τάξη, στου άμετρου και ασύμμετρου, τροχιές του χάους.


    Από το μεθάνιο αντλούν πολύτιμα υγρά τους και από το βράχο τα στερεά της πυκνής δομής τους.


    Ο Ν αφήνει την εικόνα να πληρώσει την απορία του. Πλανήτες σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν. Μήτε όμως κι αστέρια.


    Κάθε Κύκνος και ένας φάρος. Φέγγουν, κατανοούν, επικοινωνούν, αλλά ο ένας τον άλλον δεν αγγίζουν. Στο κεντώ του σύμπαντος, μία βελόνα ο καθένας, έναν κόσμο του Δία, φό, ρε, μα, Ν και τικό, στο κορμί του ζωγραφίζει. Του ήχου οι λεκέδες, σημάδι α φήνουν και του Χρόνου και του Χώρου τη Ραψωδία μαζί την γράφουν και στις δύο κατευθύνσεις.


    Στην αρχή τα γράμματα απαλά, ρυθμοί που στο ελάχιστο και στο μέγιστο, τα φράγματα γυρεύουν. Ο Νίκος, στον κυματισμό τους αφήνεται και την ιστορία δεκάδων κόσμων, διαβάζει, από την αρχή, στο τώρα και αμφίδρομο μετά τους.


    Κόσμοι των τριών, αλλά στον πυρήνα του ακούει κι ένα τραγούδι ακόμα.


    Ένας ήχος η αρχή, μια φορά και τέσσερις καιρούς, γεννήθηκαν, έζησαν, πέθαναν, γεννήθηκαν, κύκλοι τέσσερις, σε τέσσερα επίπεδα γυρνούν, τέσσερις οι κοινοί τους άξονες ανά δύο. Σημείο και κέντρο το 0, των τεσσάρων το μεικτό. Η μουσική προς τέσσερις και όχι δύο κατευθύνσεις γράφετε.


    Οι Κύκνοι περιστρέφονται σε τέσσερις του διαφορετικού τροχιές, κέντρο τους μία μικρή παλλόμενη καρδιά. Ο Νίκος παρακολουθεί το θέαμα του απίστευτου. Μία θάλασσα τεράστια, σεντόνι Γαλαξία.


    Στην αρχή οι Κύκνοι ίδιοι. Διαφορετικοί, αλλά ισάξιοι. Στη μελωδία που παράγουν, στο ήχος και το φως, νιώθει βάρκα, που αρμονικά κυλάει. Τίποτε δεν μοιάζει, ξέχωρα το φως του ορίζει. Μέχρι…





    Στα χιλιάδες χιλιόμετρα απόσταση από το σημείο που αιωρείται στον Ωκεανό των Κύκνων, δύο φώτα το ένα το άλλο πλησιάζει, μία τροχιά ακόμη, αγγίζονται, συγχωνεύονται και ένα τώρα. Το Φως, ο Ήχος κι η πυκνότητα τους, διπλάσια σε ένταση. Η έλξη που ασκούν, τέσσερα που γύρω τους χορεύουν, φέρνει στο δικό τους «Σπίτι» και τα έξι, Ένα πια.


    Οι έξι ενώνονται και μάγμα σχηματίζουν, πλάσμα πιο μεγάλο…


    Πιο ισχυρό, πιο λαμπερό, με ταλάντωση που δεκάδες σε αυτό σέρνει και τη βούληση τους γδέρνει. Η θάλασσα την ισότητα της χάνει και ο χρόνος τον χώρο μαζί παγιδεύει.


    Κέντρο μοιάζει στο Νίκο, που τους πιστούς, τους χαμένους σε δρόμο με κατεύθυνση μαζεύει.


    Η εικόνα θα έμοιαζε υπέροχη, αν τη θλίψη των μονών δεν είχε.


    Δεν παρασέρνονται όμως όλοι οι Κύκνοι σε αυτόν που σε Δράκο μοιάζει και τους άλλους καταπίνει. Σε χιλιόμετρα πιο πέρα, ένας του αντίθετου, το δίπλα του καλεί και μαζί σε ένα σημείο τώρα. Αμέσως τρεις, τέσσερις, δεκάδες. Δεύτερος πόλος, αντίθετος του πρώτου, Δράκος κι αυτός, που τους αντιρρησίες του πρώτου, στα σπλάχνα του μαζεύει.


    Η μάχη, ένα κάλεσμα πιστών, σε δύο αντίθετες τάσεις, σπίτια, οικογένειες, ομάδες, σκηνές. Οι Κύκνοι στα δύο χωρίζονται και η θάλασσα, σε δύο άκρες συμμαζεύεται. Σε δύο εχθρούς, δύο είδωλα, το ενός του άλλου και της ισορροπίας, μονάκριβους δεσμούς.


    Σε λεπτά, ίσως και πιο λίγο, τρισεκατομμύρια Κύκνοι, διαλέγουνε μεριά. Το κενό αφήνουν ανάμεσα τους, να τους χωρίζει, να τους διαιρεί, να τους μετρά. Όλοι μέρος, ένα από τα δύο…


    Μονά ή ζυγά.


    Θετικά ή αρνητικά.


    Λευκά ή μαύρα.


    …διαλέγουν. Όλοι εκτός από έναν. Που στη στάση ορθώνεται, ανάμεσα τους. Δεν διαλέγει, δεν μιλά, δεν επιτίθεται, δεν αμύνεται και κανέναν από τους δύο δεν κοιτά. Στη δική του κατεύθυνση, πέρα μακριά, ξέχωρα από τις άκρες. Δίχως κανέναν, σε αυτόν, να καλεί, μαζί του να θέλει, να σωθεί.


    Ο Νίκος βλέπει, τον δικό του Κύκνο. Μικρό, εύθραυστο, όμορφο, να στέκεται αντιμέτωπο με δύο θεόρατα θηρία. Δύο ισοδύναμα κτήνη. Στη μάχη ακόμα μεταξύ τους δεν μπαίνουν. Νόημα δε θα είχε και νικητής ή χαμένος, κανένας από τους δύο δε θα ήταν.


    Έναν ακόμα θέλουν. Τον Κύκνο που μόνος του αναπνέει στο κενό του σύμπαντος και την δική του πορεία δείχνει να χαράζει. Όποιος νομίζουν στο μέρος του θα πάρει, σε αυτόν θα γείρει, η πλάστιγγα…


    Ο Κύκνος, μέρος δεν θέλει να μαζέψει. Σημαία, στολή, ρούχα, το χρώμα του ενός ποτέ του να διαλέξει. Ακίνητος, στο διά χωρίζει τους αντίθετους και στο 0 το αν το πέρας του ορίζει.


    Τα θεριά, να περιμένουν άλλο δεν μπορούν. Το σύνθημα δίνουν και στο κενό που τους χωρίζει επιτίθενται.


    Άλογα, φορτηγά και κινητά και ακίνητα στο Τείχος συναντιούνται. Η έκρηξη, είναι η αρχή. Η φωτιά που ακολουθεί, είναι η συνέχεια.


    Τέσσερα τα σημεία, τέσσερις οι Ήλιοι που στο πουθενά γεννιούνται…


    Την ευθεία του χρόνου και του χώρου στρεβλώνουν και σε τετράγωνο το κενό, περίγυρα σφραγίζουν.


    Το τετράγωνο εσωτερικά του καταρρέει και οι τέσσερις γωνίες, στο κέντρο, στον Κύκνο του Ν καταλήγουν. Κύματα και από τις τέσσερα σημεία του ορίζοντα ενώνονται. Ο Κύκνος τ απορροφά. Φουσκώνει, εκτονώνει και σε 8 κορυφές του κύβου στέλνει.


    Κύβος τώρα, δώδεκα τα στρατόπεδα, 8 τα κέντρα. Ανασύνταξη, επίθεση ξανά, στον Κύκνο για να φτάσουν.


    Ξανά στον Κύκνο ανταμώνουν, σύγκρουση, φωτιά, απορρόφηση, έκρηξη εκτόνωση, του Υπέρ ο Κύβος το νέο σχήμα. Παράθυρο, του σύμπαντος των τριών, στο σύμπαν των τεσσάρων.


    Δέκα και έξι τα νέα κέντρα. Ανά και σύνταξη, καθορισμός, το σημείο του 0 στοχεύουν και επίθεση ξανά…


    Άπειρες οι επαναλήψεις, του κύκλου δίχως τέλος. Οι δυνάμεις ίδιες. Τα σημεία που χωρίζονται, στο επόμενο πόλεμο στο επί δύο μοιράζονται. Ο Κύκνος στο σημείο του 0, πάντα ίδιος. Στο ίδιο μέρος να κοιτά. Μακριά από τα κύματα.


    Δεν λυγίζει, δεν υποχωρεί, δεν διαλέγει. Κάθε όμως φορά, την ύλη του στους νεκρούς χαρίζει. Κάθε φορά και πιο διάφανος…


    (-Κύριε, τι είναι ο κύκλος;


    -Ο Γεωμετρικός τόπος στο κόσμο των Ν διαστάσεων, των σημείων που στo iso απέχουν από τον Κύκνο…


    -Και το Ν πόσο είναι;


    -Το Ν στο άπειρο τείνει. Και όταν σε αυτό θα φτάσει, ο κύκλος, κύκνος τέλειος θα είναι, σχήμα του Θ…)


     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ο Ατελής Κύκ ν λος


    Max the Dog is dead.


    Zero is Land


    Τα Κύματα παλεύουν. Μόρια που πιέζονται, αναφλέγονται, παγώνουν και σαν αφρός αποκόβονται από τη Θάλασσα. Σε μία μάχη μέχρι το τέλος, ψάχνοντας για την χαμένη της αρχή. Δισεκατομμύρια οι νεκροί τους Κύκνοι, στο κενό του σύμπαντος…


    Σάρκα, σκόνη, κόκκαλα, σώματα και κάρβουνα από τη φωτιά λειωμένα και ξανά πλασμένα. Διαμάντια τώρα που ταξιδεύουνε στη Λήθη και στο δίχως λόγο αύριο.


    Τα Κύματα, με των Κβάντων τις αχτίνες το κάλεσμα ορίζουν, ξανά από την αρχή και τις δυνάμεις τους μαζεύουν. Το ένα απέναντι στο άλλο ορθώνονται, για πολλοστή φορά, αλλά όχι τώρα αντιμέτωποι.


    -Ποιος είναι ο εχθρός; Ποιος αυτός που τα μέλη μας τελειώνει; Μεταξύ τους τα Βλέμματα τους, συναντιούνται και με συν, είδηση και ποίηση την κατανόηση γυρεύουν. Ίσως και την ενοχή. Τα βλέμματα και των δύο άσπονδων «Φίλος η Οχτρώς;» στον Κύκνο που σαν το Μηδενικό τους χωρίζει…


    Επί, διά και στρέφουν.


    Άθικτος. Διάφανος. Από Κρύστ της Ελήνης αλωμένος. Τα Πλοκάμια του, σε έκταση. Οι Ρίζες, του, ’12, του χίλια μέτρα να καλύπτουν, η καρδιά του να πάλλεται και τον Ρυθμό στα τύμπανα να στέλνει…


    Οι Κύκνοι των Κυμάτων, τρέμουν, τα τυφλά και κουτσά τους υποπόδια ξε και ανα τριχιάζουν, σελώνουν, ασημώνουν, κοντά του να πάνε, θέλουν, κλαίνε, φωνάζουν, μουρμουρίζουν και στα γόνατα του σκύβουν. Τα πλοκάμια να φιλήσουν…


    Οι Αρχή Γη των Κυμάτων, τρομοκρατούνται. Τις αλυσίδες τους σφίγγουν, στα κορμιά των σκλάβων και δούλων Κύκνων τους, σφιχτά. Αγκίστρια κι άλλα βάζουν, στα κορμιά τους. Κάποια μένουν, άλλα φεύγουν, αφήνοντας τη σάρκα και το αίμα τους ξοπίσω, άλλα μην αντέχοντας το κρίμα, στη πυρά τους μαζί με τα υπάρχοντα τους και τη ψυχή τους ξεπλένουν.


    -Λιπό, ψυχος, tάκτης, όποιος Σινά του πάει. Κάποιοι δεν το Υπα κούν και τις αλυσίδες τους τεντώνουν. Κομμάτια, άκρα, σάρκα, που αποκόπτονται από το σώμα και σαν κομήτες ορφανοί, στο σύμπαν τώρα ταξιδεύουν. Ψάχνοντας τη Γη. Κάποιοι όμως ακόμα ζωντανοί, σέρνονται, το νομά τους αλλάζουν, το Μαύρο Πεντάγραμμο με τα νύχια γδέρνουν και με τη «Γλώσσα» γλύφουν το Α «Γλυκά» για να περάσει, Σινά του για να φτάσουν…


    Οι Αρχή της Γης, εντός λές; δίνουν και ωμ και π αδικά εκτελούνται. Του παρά τα δείγματα αρκετά. Πτώματα παλουκωμένα, στους βράχους τους στεγνούς, για αυτούς που τόλμησαν, που θέλησαν, στο αυτό να μοιλήσουν, που πλησίασαν, για λίγο ακόμα, ακόμα λίγο, όχι κρίμα, ία να φωνάξουν, ένα ύστατο χαίρε στη Μονή της Πίζας για μια φορά να ακουμπήσουν…


    Ο Κύκνος, όρθιος, μακριά τους να κοιτάει. Να αντιλαμβάνεται δεν δείχνει για αυτό που γύρω του συμβαίνει. Κανείς ποτέ του, δεν κοιτά αυτό που το ίδιο βλέπει. Την ευθεία των ματιών του, κανείς δεν ακολουθεί. Η θλίψη στο πρόσωπο του χαραγμένη, να στάζει με δάκρυα τα χρώματα της, τα άηχα τα λόγια της, τα κρίματα της, αλλά κανείς δεν την ακούει.


    Οι της Αρχής οι Γιοί, απόφαση παίρνουν και διάταγμα στα πρώην αντίπαλα Κύματα δύο δίνουν. Σε γλώσσες άλλες, σε λόγια ίδιο.


    -Ένας είναι ο Οχτρώς. Και δεν είναι μεταξύ μας. Αυτός που αρνήθηκε σε ένα από τα δύο να προς χωρίσει, να νήκει και όχι στο ανάμεσα μας, σαν Πόντιος Πιλάτος, με το βλέμμα να αγνοήσει.


    -Ποιος; Ποια; Ποιο είναι το Οχτρώ; Ο Νίκος βλέπει, δύο του αντίχρωμου πλοκάμια, από αντίθετες κατευθύνσεις στο ίδιο σημείο, το Κακό να ορίζουν.


    Βλέπει τρισεκατομμύρια μάτια, να κοιτούν προς το φρέσκο το Κακό. Τον Κύκνο το δικό του. Βλέπει αυτόν, όμως πέρα μακριά του κοιτάει. Την ημί αίμα και ευθεία των ματιών του ακολουθεί και τότε βλέπει…


    Αυτό που άλλος κανείς, πέρα από δύο δεν έχει δει…


    Όταν στην αρχή μαζί με τον Κύκνο του, στο σύμπαν τούτο εδώ, της μνήμης φωτισμένο καταγώγιο είχε έρθει, τον Ωκεανό είδε. Τα αστέρια μακριά, μικρόφωτα φάροι που τους βλέπεις και με τον καιρό παύεις να ρωτάς.


    Ο Νίκος τη προσοχή του είχε στραμμένη στη σύγκρουση των αντίθετων ρευμάτων, τον αγαπημένο του Κύκνο με αγάπη άκουγε και τα αστέρια να κοιτάει λησμόνησε.


    Τώρα;


    Τα αστέρια από τον Καμβά χαμένα. Σκουριά που τα κατάπιε σα της λησμονιάς τα τρένα. Ο πίνακας αφύσικος, κάτι ερχόταν, αστέρια έτρωγε, τον χώρο και τον χρόνο. Ο πόλεμος των Κύκνων, τα μάτια τους κρατούσε στο απέναντι Σινά τους και το φως που χυνόταν από τους διπλανούς τους Γαλαξίες, σε πηγάδι δίχως πάτο κανείς δεν έβλεπε.


    Ο Νίκος κοίταξε, ξεχνώντας τα κύματα που πάλευαν, τα πλάσματα που κόπιαζαν, ζούσαν, προσεύχονταν, θύμωναν και ζητούσαν, αλλά αυτό που έβλεπε, με τη εικόνα δεν δήλωνε την παρουσία του. Η απουσία των ερεθισμάτων, το ξέπλυμα κάθε ήχου, εικόνας και χρωμάτων, σε ένα απύθμενο Μαύρο, δήλωνε αυτό που eρχόταν.


    Ο Κύκνος του ακίνητος, διάφανος, ενέργεια, βαρύτητα κι οσμή στον χώρο να μην αφήνει. Τα του Αντίθετου τα κύματα, για μία τελευταία φορά, το ένα μακριά από το άλλο αποτραβιόταν, τον Κύκνο σημάδευσαν, στόχευσαν και πάνω του εξόρμησαν.


    Η εικόνα μεγαλείου τραγική. Οι Τελευταίοι των Κύκνων σε Κύκλο γύρω του συγκεντρώθηκαν. Με σάρκα, ύλη, φωτιά κι ενέργεια και μεριές μυριάδες, πλησίασαν τον Κύκνο το Διάφανο να αγγίξουν.


    Και λίγο πριν, στο ελάχιστο, τον φτάσουν. Τους έφτασε το…


    Σα σεντόνι μοιάζει, δίχως πως και μέρα. Το ψύχος τους ζωντανούς κύκλους παγώνει.


    Μαύρο το ρούχο που τους Κύκνους σκεπάζει. Μέσα του κάθε της αμαρτίας ζωντανός χάνεται. Όποιος γέλασε, έσφαλε, πόνεσε και σα δέκτης και πομπός στο ε και ι ένιωσε, ένωσε και έσπασε, άπορο ρωτήθηκε.


    Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στου Νίκου το ban, τον ύπνο λησμονήθηκε.


    Ένα φως μόνο έπαλλε, αντιστάθηκε, δίχως δράση, ενοχή, αιδώ. Της μοναξιάς το πείσμα.


    Ο Χειμώνας του σκοταδιού κράτησε στα έγκατα τα σπλάχνα των Μύριων τα χρόνια.


    Όταν κάποτε αποσύρθηκε. Μόνος…


    Διάφανος. Κρυστάλλινος. Από σάρκα όχι, από ψυχή μονάχα. Ο Κύκνος.


    Ο Νίκος στην αγκαλιά του έκρυψε και στου Μορφέα το σχολείο επέστρεψε.


    Δεν τον ξεσκόνισε. Δεν τον γυά και Δια λισε. Με τρυφερότητα τον απέθεσε ανάμεσα στα άλλα του Κρύσταλλου τα πλάσματα. Κερί του άναψε, λουλούδι στις ρίζες μπροστά του άφησε και από την Τάξη της «Τάξης» βγήκε.


    Τώρα πια ήξερε να κάνει τι. Το τρίτο τρίμηνο τελείωσε, μαζί με της γνώσης τη φευγάτη φλόγα.


    (-Κύριε, ερώτηση μία και μόνο έχω. Μπορώ;


    -Μπορείς)