Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Όνειρα και φαντασιώσεις

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος goodboy, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

  1. goodboy

    goodboy New Member

    Σήμερα έχω υπηρεσία. Δεν έχω δουλειά απλά κάθομαι μέσα.
    Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να τελειώσω το ανέβασμα και να μην σας κουράσω άλλο με τα "συνεχίζεται".


    Εξομολογήσεις (μια παράσταση μέσα σε ένα όνειρο)

    Μένω στο γραφείο του θαλάμου για μερικές στιγμές ακίνητος, νιώθοντας το σκαμπανέβασμα του πλοίου στα κύματα, αναλογιζόμενος τι μπορούσα να σου πω –τι μπορούσα να σου γράψω σ’ αυτό το κεφάλαιο που ονόμασα εξομολογήσεις. Πόσα πολλά μπορούσα να σου πω; Η απάντηση έμοιαζε αυτονόητη: όλα ή τίποτα.
    Όλα λοιπόν!
    Όταν σου είπα αυτά που σκεφτόμουν δεν ήξερα πως θα αντιδράσεις, όμως αποφάσισα να το κάνω υπακούοντας σ’ ένα ένστικτο που μου υπαγόρευσε να το κάνω. Αρκετά οι σιωπές έπνιξαν την αλήθεια. Σε περίμενα να λες: «μα το πάτωμα είναι βρώμικο» ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο, και έβλεπα μετά τον εαυτό μου να θέλω, αλλά να μην μπορώ να εξηγήσω πόσο πολύ το ήθελα. Πόσο πολύ ανάγκη το είχα να ταπεινωθώ μ’ αυτόν τον τρόπο μπροστά σου.
    Όλα μέχρι τώρα για σένα ήταν ένα παιχνίδι προκαταρκτικό μιας ερωτικής πράξης. Ότι ξεπερνούσε τα όρια της λογικής σου δεχόταν την απόρριψη. Έπαιρνε η λογική μια αμείλικτη σκούπα και σάρωνε τα πάντα. Μακάρι να μην υπήρχε λογική. Να υπήρχε μόνο η καρδιά. Αυτή που δεν υπακούει στην τάξη και στην ηθική. Και μαζί της το κορμί που δεν απαρνιέται τους πόθους για καμία λογική. Δεν θα ήθελες να με δεις να γλείφω το πάτωμα κάτω από τα πόδια σου, δεν θα μου ζητούσες να γλείψω τις σόλες των παπουτσιών σου παρά μόνο αν αυτά ήταν αγορασμένα καινούρια, δεν θα με χαστούκιζες ποτέ –εκτός βέβαια από εκείνο το απόγευμα στην Ερεσό, πράγμα που με άναψε σε απίστευτο βαθμό (προσπαθώ μα δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που ακόμα ύστερα από τόσα χρόνια το σκέφτομαι και ακόμα μου αναστατώνει τόσο πολύ τις αισθήσεις)- ή δεν θα έφτυνες ποτέ μέσα στο στόμα μου μόνο και μόνο για να με ταπεινώσεις και έτσι εγώ τα έπλαθα και τα δημιουργούσα μέσα στη σφαίρα της φαντασίας μου. Δεν θέλω να σου κρύψω, πως είναι πολλές οι φορές που ενώ εσύ λεί¬π¬εις στη δουλειά ανοίγω την ντουλάπα και ξεσκονίζω τα παπούτσια σου. Τα κρατάω στην αγκαλιά μου, κλείνω τα μάτια και τα φέρνω στο στόμα μου. Προσποιούμε ότι τα φοράς, και πως με το χέρι μου χαϊδεύω τα πόδια σου. Ή ότι είσαι δίπλα μου και με βλέπεις να χαϊδεύω με τη γλώσσα μου τις τραχιές σόλες τους. Φαντάζομαι πως εσύ είσαι αυτή που μου δίνεις την εντολή να το κάνω λίγο πριν φύγεις για να πας στη δουλειά. Άλλες πάλι φορές πέφτω στα τέσσερα και γλείφω το πάτωμα εκεί που πάτησες λίγο πριν φύγεις το πρωί. Φιλάω το μέρος του καναπέ ή του χαλιού που έχει το βαθούλωμα των ποδιών σου. Κρεμάω το παλτό σου σε μια κρεμάστρα στα πόμολα της ντουλάπας και πέφτω στα γόνατα και προσεύχομαι με το κεφάλι στο πάτωμα σαν να είσαι εκεί και το φοράς. Με κοιτάζεις από ψηλά και με εκμηδενίζεις μονάχα με ένα βλέμμα σου. Είναι αμέτρητες οι φορές που σήκωσα τα σκεπάσματα σου μες τη νύχτα ενώ κοιμόσουν για να φιλήσω όσο πιο ευλαβικά και αθόρυβα μπορώ τις πατούσες σου σαν προσευχή πριν με πάρει ξανά ο ύπνος.
    Και τότε είναι που έρχονται συνέχεια οι σκέψεις μέσα στο μυαλό μου. Έρχονται με φωνές. Φωνές από γνωστούς μας. «Είσαι ανώμαλος» με κοροϊδεύει ο Δ, «είσαι άρρωστος» φωνάζει η Ε, «είσαι ένας άχρηστος» ο Σ και πάει λέγοντας. Όλοι περνάνε να ρίξουν την κοροϊδία τους. Τα αδέρφια μου, τα δικά σου, οι δικοί μου κι οι δικοί σου, η Χ, η Α, ο Μ και μια πλειάδα άλλων κάνουν παρέλαση από το κρεβάτι μας. Κι εγώ όλο και πιο πολύ κουκουλώνομαι και κρύβομαι να μην τους ακούω. Και εσύ κοιμάσαι και δεν τους ακούς να τους διώξεις από κει. Και έτσι κλείνω και τα μάτια μου και τα κρατάω σφιχτά σφαλιστά, όπως κάνεις όταν ξέρεις πως έρχεται το αυτοκίνητο καταπάνω σου και είσαι από χέρι χαμένος. Θεέ μου είμαι άρρωστος. Θυμάμαι τότε που σου έλεγα πως θέλω να το πω σε όλους. Πως ήθελα να δώσω αυτά που γράφω να τα διαβάσουν. Πόσα ψέματα έλεγα στον εαυτό μου ο ηλίθιος; Σε ικετεύω να με ταπεινώσεις και αυτό που βλέπω σε πολλά όνειρά μου, είναι εσένα καθισμένη στον καναπέ απέναντι από το τζάκι, με τους φίλους μας σε μια επίσκεψή τους στο σπίτι μας, να τα ξεφουρνίζεις όλα και με διατάζεις να συρθώ και να γλείψω τα πόδια σου. Εκείνη η A στο όνειρο αυτό, ήταν ένας τυφώνας. Ο τυφώνας A. Υπήρχαν πράγματα μυστικά. Κάτι σαν θαμμένοι θησαυροί, που μόνο μια μεγάλη θύελλα, ένας τυφώνας θα μπορούσε να τα αποκαλύψει. Διστάζω να το κάνω κι αυτό σε εξοργίζει. Αρχίζω σιγά-σιγά να κοκκινίζω. Ακούω τη φωνή σου και καταλαβαίνω πως είμαι σαν να έχω πέσει σε λήθαργο: «Σε διέταξα κάτι;» ρωτάς και ένα πειθήνιο μάλιστα βγαίνει μαζί με ένα κόμπο μέσα από το λαιμό μου. «Τότε τι περιμένεις;». Η γλώσσα μου ένας ψόφιος γυμνοσάλιαγκας που όσο κι αν προσπαθεί να πει κάτι δεν τα καταφέρνει. Η αμέσως επόμενη σκηνή στο όνειρο, έδειχνε εμένα να μπουσουλάω μέχρι να φτάσω μπροστά σου, να σταματάω τρία εκατοστά από τα πόδια σου, να βγάζω δειλά τη γλώσσα μου και να τα γλείφω, κόκκινος από ντροπή και όλοι σας να γελάτε και γω να μην θέλω να σηκωθώ από κει, να μην μπορώ να τους κοιτάξω. Ένιωθα την ντροπή να με κατακλύζει σαν ένα κόκκινο χρώμα, να εισχωρεί μέσα στο κεφάλι μου και να βάφει τα… ρούχα του μυαλού μου. Να παρακαλώ να γίνω ένα φάντασμα, να μην με βλέπει κανείς. Και όλοι να λένε σκασμένοι στα γέλια: «μα τι κάνει;» και συ να τους λες να μην ανησυχούν γιατί μ’ αρέσει να είμαι το σκυλάκι σου. Και γω να είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω από ντροπή, να φτάνω ένα βήμα πριν χάσω τις αισθήσεις μου όπως οι πιλότοι μαχητικών αεροπλάνων που εκτελούν απότομους ελιγμούς. Και τότε εσύ να σκύβεις πάνω μου και πολύ σοβαρά να μου λες: «μην ανησυχείς που γελάνε, εμείς θα ζήσουμε τη ζωή μας όπως πρέπει να τη ζήσουμε». Και ύστερα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου και ο κόσμος γύρω μου άρχισε να θολώνει καθώς ο εγκέφαλός μου δεν οξυγονώνονταν σωστά. «Αρκετά» φώναξες χαρούμενα στέλνοντας ένα καινούριο κύμα τρόμου στην αλαφιασμένη μου καρδιά και προκαλώντας μια κράμπα στο στομάχι μου. ένιωσα μια φαρμακερή δροσιά από ιδρώτα στο μέτωπό μου και τη σκούπισα με την αναστροφή της παλάμης μου. το χέρι που σήκωσα ζύγιζε σχεδόν είκοσι κιλά. Διέταξα σιωπηρά τον εαυτό μου να το βάλει στα πόδια. Διέταξα τον εαυτό μου να λιποθυμήσει. Δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σαν άνθρωπος μέσα σε όνειρο παρέμεινα στη σκηνή. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν σε αργή ταχύτητα.
    Η επόμενη σκηνή του ονείρου θέλει εμένα να γυρνάω ανάσκελα παλεύοντας να πάρω ανάσα έτοιμος να λιποθυμήσω και συ να βρίσκεις ευκαιρία να απλώσεις τα πόδια σου να αράξουν πάνω στο πρόσωπό μου θριαμβευτικά και τους φίλους μας να μην μπορούν να κρατήσουν τα γέλια τους παίρνοντας όρκο πως πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που υπήρχε κάποιος λόγος που να τους κάνει να γελάσουν τόσο. Τα γέλια τους έμοιαζαν να έρχονται από κάπου μακριά. Ψηλά πάνω στο ταβάνι πετούσαν άγγελοι, αιθέρια αδιάφοροι για τις εγκόσμιες υποθέσεις που εκτυλίσσονταν από κάτω τους. Πόσο ήθελα να πέταγα εκείνη τη στιγμή μαζί τους. Εσύ τους λες πως το βράδυ πριν κοιμηθούμε θα καθαρίσω τα παπούτσια που φορούσες σήμερα και ο Σ ρωτάει αν μου έχεις πάρει βούρτσα για να τα γυαλίζω. Εσύ απαντάς πως δεν χρειάζομαι βούρτσα γιατί το κάνω με τη γλώσσα και η Ε παρακαλάει για μια επίδειξη. Με στέλνεις να φέρω τις μπότες σου απ’ έξω. Τα πόδια μου τα νιώθω σαν τσιμεντένια καθώς σηκώνομαι για να βγω έξω και να τις φέρω. Ανοίγω την πόρτα και σκέφτομαι πως τώρα είναι μια καλή ώρα για να το σκάσω. Παίρνω τις μπότες σου στα χέρια μου. Το απαλό δέρμα μεταμορφώνει τα τσιμέντα που έχω για πόδια και πάλι σε αυτό που ήταν πάντα: πόδια. Με κάνει να μην θέλω πια να το σκάσω. Οι μπότες σου μου μιλάνε και μου λένε πως δεν πρέπει να το σκάσω και έχουν δίκιο. Το χρειάζομαι αυτό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το χρειάζομαι.
    Φέρνω τις μπότες και τις αφήνω μπροστά σου. Με κοιτάς με ένα βλέμμα σαν να μου λες: «περιμένεις να τις φορέσω μόνη μου;». Κάτι παράξενο συνέβη στο στομάχι μου. δε σφίχτηκε ακριβώς, αλλά μάλλον το ένιωσα σαν να εξαφανίζεται και να αφήνει ένα κενό ανάμεσα στην καρδιά και τα υπόλοιπα σπλάχνα μου. Τα γόνατά μου προσπάθησαν να λυγίσουν. Γονάτισα τελικά, σου τις φόρεσα και μου ζητάς να ξεκινήσω. Η Ε με ρωτάει αν θα το κάνω και με τα παπούτσια τα δικά τους και συ με προλαβαίνεις πριν απαντήσω και της λες πως δεν το κάνω ποτέ με αντρικά παπούτσια και έτσι σου ζητάει να καθαρίσω τα δικά της. Ένιωσα ένα γαργάλημα ανησυχίας όταν το άκουσα αυτό και σε κοιτάζω με ένα βλέμμα ικετευτικό σαν να σου λέω πως είναι αρκετή τόση ταπείνωση, αλλά εσύ έχεις άλλη γνώμη, μια γνώμη που έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί και εμένα να παίρνω όρκο πως τα σωθικά μου έπεσαν μέσα στην κοιλιά μου περί τους εφτά πόντους. Η Ε χτυπάει χαρούμενη παλαμάκια και τρέχει να φέρει τα παπούτσια της απ’ έξω. Σκύβεις πάλι πάνω μου και μου λες ψιθυριστά να μην ακούσει ο Σ, πως ακολούθησες τη συμβουλή μου και πέταξες από πάνω σου κάθε ίχνος λογικής μέσα στην οποία ζούσες μέχρι τώρα. Σου είπα πως δεν θέλω να γλείψω τα παπούτσια της Ες, ούτε καμίας Ες, αλλά εσύ μου είπες πως δεν είναι πια στο χέρι μου να μην θέλω. Μου είπες πως αν θέλεις θα με βάζεις να γλείφω όποιας τα παπούτσια σου κάνει κέφι, όποτε σου κάνει κέφι, πως ταπείνωση και εξευτελισμό ήθελα και αυτό θα είχα. Μου είπες πως είχα πολύ τσιτωμένο πρόσωπο και πως καλά θα έκανα να χαλαρώσω και να απολαύσω την ταπείνωσή μου. το θέμα που με ανησυχούσε κάπως ήταν ακριβώς αυτό: ότι δηλαδή το απολάμβανα. «Μην ανησυχείς» μου είπες, «αυτή θα είναι από δω και πέρα η καινούρια σου ζωή, την οποία δεν έχεις ακόμα συνηθίσει γιατί δεν έχεις πάρει ακόμα την κρυάδα».
    Η Ε ήρθε φορώντας ένα ζευγάρι μαύρες μπότες κάθισε δίπλα σου ενώ εγώ ήμουν ακόμα γονατισμένος μπροστά σου και σηκώνοντας το παπούτσι της στο πρόσωπό μου μού λέει: «Άντε, ξεκίνα!». Γύρισα και σε κοίταξα άλλη μια φορά μήπως αλλάξεις γνώμη. Με κοίταξες σοβαρά και το στομάχι μου σφίχτηκε. Τα μάτια σου ήταν τόσο όμορφα που μου έκοβαν την ανάσα. Η απάντησή σου ήταν σχεδόν αποστομωτική: «Θα ξεκινήσεις, ή θες καμιά κλωτσιά στα πισινά;». Ακούμπησα τη γλώσσα μου στη μπότα και η Ε με λόγια που με το ζόρι έβγαιναν από το στόμα της είπε: «Αχ, Σταμάτη αυτός το κάνει. Αλήθεια τις γλείφει. Είναι σιχαμερό. Μ’ αρέσει όμως. Αχ, έλα Σταμάτη βγάλε φωτογραφίες. A να γλείψει κι από κάτω;». Ευτυχώς δεν το επέτρεψες, αν και ουσιαστικά δεν έβλεπα το λόγο για κάτι τέτοιο. Αφού ανεβοκατέβασα καμιά δεκαριά φορές τη γλώσσα μου πάνω στη μπότα της με μηχανικές κινήσεις σαν άνθρωπος που το κάνει αυτό συνέχεια όλη τη μέρα, με Σες και μου είπες πως ήταν αρκετά για σήμερα. Ένιωθα τα χείλη μου και τη γλώσσα μου να έχουν μουδιάσει. Η Ε έκανε λίγο να παραπονεθεί αλλά εσύ δεν ήθελες να δώσεις συνέχεια στο θέαμα και έτσι τράβηξε τη μπότα της από τα χέρια μου. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Την ίδια στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, συνειδητοποίησα ταυτόχρονα και το λόγο: είχα πάψει να αναπνέω. Είπα στον εαυτό μου να εισπνεύσει, αλλά για μια τρομαχτική στιγμή τίποτα δε συνέβη. Το στήθος μου παρέμενε επίπεδο σα σελίδα μέσα σε κλειστό βιβλίο. Όταν επιτέλους η Ε σηκώθηκε όρθια μπροστά μου και με παραμέρισε για να περάσει, άκουσα ένα ρόγχο. Ήμουν εγώ που αγωνιζόμουν να συνεχίσω να ζω και να διατηρώ τις αισθήσεις μου. έβγαλα τον αέρα που είχα μόλις βάλει μέσα στα πνευμόνια μου και εισέπνευσα άλλη μια φορά, λίγο πιο άνετα. Μαύρες κηλίδες μαζεύτηκαν μπροστά στα μάτια μου, ρίχνοντάς με για λίγο μέσα στο σκοτάδι και ύστερα έσβησαν. Μια αλλόκοτη παράλυση είχε καταλάβει το κορμί μου. είχα συναίσθηση του τι είχα κάνει και για άλλη μια φορά ήθελα να σηκωθώ και να το βάλω στα πόδια. Αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήμουν σαν πουλί που το είχε υπνωτίσει ένα φίδι. Το περισσότερο που κατάφερα να κάνω ήταν να στηρίξω τα χέρια μου στον καναπέ, να σηκωθώ όρθιος καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια μιας και τα πόδια μου έτρεμαν, και να καθίσω –να ρίξω τον εαυτό μου- στον καναπέ δίπλα στην A.
    Ο Σ μου είπε πως με έβλεπε πόσο άσχημα αισθανόμουν και πως αν δεν ήθελα δεν θα λέγανε ούτε εκείνος, ούτε η Ε τίποτα σε κανέναν. Η Ε συμφώνησε και μου είπε πως από τη στιγμή που μου άρεσε δεν υπήρχε λόγος να ντρέπομαι και πως θέλει πολύ θάρρος για να κάνω κάτι τέτοιο δημόσια. Εγώ της απάντησα πως μου αρέσει να το κάνω αυτό αλλά μόνο στην A, όχι σε κάποια άλλη, πως δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα που φανερώθηκε αυτό μου το πάθος μου για ταπείνωση από γυναίκες γιατί αυτό έγινε σε ανθρώπους που πραγματικά θεωρώ φίλους φέρνοντας για παράδειγμα πως θα με ενοχλούσε αν μια τέτοια αποκάλυψη θα γινόταν στο Β και τη Β και εσύ είπες πως γι’ αυτό το είπες στα παιδιά και όχι σε άλλους και μου ζήτησες συγνώμη που με έβαλες να κάνω κάτι τέτοιο σε άλλη. Η βραδιά κύλισε με συζήτηση που αφορούσε το θέμα μου με τα γυναικεία παπούτσια και την τάση μου να σε υπηρετώ σαν δούλος και έκλεισε με την υπόσχεσή μου να τους δώσω να διαβάσουν όλες μου τις ιστοριούλες.
    Ο παρακάτω διάλογος εκτυλίσσετε στην πόρτα τη στιγμή που φεύγουν ο Σ με την Ε:
    Ε: «Λοιπόν φεύγουμε, αύριο σε περιμένω στο σπίτι για μερικές δουλειές. Θα σε βοηθήσει κι ο Σ. Εσύ K τα παπούτσια μου για καθάρισμα και σκούπισμα το σπίτι και ο Σ σφουγγάρισμα και φαγητό».
    Εγώ: «Δεν είναι αστείο αυτό Ε»
    Ε (γελώντας): «Καθόλου!» και μετά στην A: «Θα μου τον δανείσεις;»
    A: «Ε δεν είναι αστείο αυτό!»
    Σ: «Ελάτε ρε παιδιά, αστεία το λέει».
    Ε: «Πράγματι, αστεία το λέω. Αφού το ξέρεις πως μ’ αρέσει να σε πειράζω. Αν σε ενοχλεί που σε πειράζω για το συγκεκριμένο θέμα δεν θα το ξανακάνω!»
    Εγώ: «Δεν νομίζω πως θα κρατηθείς!»
    Σ: «Έτσι πιστεύω κι εγώ».
    Ε: «Όχι! Σοβαρά τώρα αν σε ενοχλεί που σε πειράζω δεν το ξανακάνω».
    Εγώ: «Αν μείνει μόνο στο πείραγμα και μεταξύ μας, δεν έχω πρόβλημα!»
    A: «Ούτε κι εγώ!»
    Ε: «Εντάξει λοιπόν, αα! Μην ξεχάσεις να μου δώσεις τα γραπτά σου».
    A: «Ναι αλλά όχι σήμερα!»
    Σ: «Πότε;»
    A (χαμογελώντας): «Όταν περάσουμε από λογοκρισία!»
    Ε: «Δεν είναι δίκαιο!»
    Εγώ: «Καληνύχτα παιδιά!»
    Σ: «Ναι καληνύχτα! Πάντως αύριο αν δεν κάνετε τίποτα σας περιμένουμε για πίτσα να δούμε και το παιχνίδι!»
    Με ρώτησες αν με πείραξε πολύ αυτό που έγινε και σου είπα πως δεν με πείραξε καθόλου. Σου είπα πως όλον αυτόν τον καιρό το αισθανόμουνα αυτό το μυστικό σαν ένα καζάνι με υγρό που βράζει και πως λίγο πριν ξεχειλίσει το υγρό από το καζάνι ένας από μηχανής θεός χαμηλώνει τη φωτιά, πως δεν την κλείνει τη φωτιά και απλώς τη χαμηλώνει και πως βαθειά μέσα μου πάντα πίστευα, ή μάλλον καλύτερα ήλπιζα, πως αυτός ο από μηχανής θεός δεν θα τη χαμήλωνε και έτσι το υγρό που κόχλαζε θα τίναζε ψηλά το καπάκι. Σου είπα πως τελικά αισθάνθηκα καλά όταν το έκανα –διάολε, αισθάνθηκα καλύτερα από καλά. Με πείραξε μόνο που είπες πως θα με βάζεις να γλείφω τα παπούτσια όποιας ήθελες εσύ γιατί εγώ θέλω να το κάνω αυτό μόνο σε σένα και σε ρώτησα αν αυτό σήμαινε πως θα το μάθαιναν κι άλλοι. Μου χαμογέλασες και μου είπες πως θα το μάθαιναν μόνο όποιοι ήθελα εγώ ο ίδιος να το μάθουν. Μου είπες πως θα το σκεφτόσουν σοβαρά να μην με αναγκάσεις ξανά να γλείψω κάποιας άλλης τα παπούτσια γιατί κάπου μέσα σου το διασκέδασες έτσι που με είδες κόκκινο από ντροπή και με ρώτησες σε ποιους άλλους ήθελα να το πούμε. Σου απάντησα πως δεν μπορούσα να πω εκείνη τη στιγμή με σιγουριά και πως θα έ¬πρε¬πε να το σκεφτώ καλά πριν σου απαντήσω.
    Ήταν σαν να ήθελες να μάθεις, πως ήταν όταν μια καλή νεράιδα ερχόταν από το πουθενά και σε άγγιζε με το μαγικό της ραβδάκι στον ώμο και ανακάλυπτες πως, μόλο που κοντεύεις να πια να φτάσεις τα σαράντα, είχες ξαφνικά αποκτήσει την ικανότητα να πετάς πλάι στο πρόσωπο του φεγγαριού. Όμως αν κάποιος άλλος με ρωτούσε πως αισθάνθηκα μετά το σημερινό, θα του έλεγα πως αυτό που έγινε σήμερα, ήταν σαν να απόκτησα ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο, ή σαν να σου έδιναν τα κλειδιά μιας πλήρως επιπλωμένης βίλλας. Γιατί δεν μπορείς να πεις σε κανέναν πως πραγματικά είναι. Μπορείς μόνο να μιλάς γι’ αυτό με περιστροφές όλο το βράδυ, ώσπου να τους κουράσεις όλους και να έρθει η ώρα να πάνε για ύπνο.
    Όμως εσύ κι εγώ ξέραμε πως ήταν.
    Ήταν σα να σου δίνουν μια λαλιά όταν τόσο καιρό ήσουν βουβός. Κι ακόμα περισσότερο. Ακόμα καλύτερο. Ήταν σα να σου ξαναδίνουν τη μνήμη σου και η μνήμη του ανθρώπου είναι τα πάντα, στην πραγματικότητα. Η μνήμη είναι η ταυτότητά σου. Είναι εσύ.
    Με έστειλες να πλύνω δόντια και γλώσσα καλά. Δεν ήθελες όταν σε φιλάω το βράδυ να έχω στη γλώσσα μου τη σκόνη από τις μπότες τις Ες –λογικό. ήρθες μαζί μου στο μπάνιο να μου κάνεις παρέα και μου είπες πως μπαίνουμε και οι δύο σιγά-σιγά στο πετσί του ρόλου μας και πως σήμερα ήμουν υπέροχος. Σου είπα με την οδοντόβουρτσα στο στόμα κοιτάζοντάς σε μέσα από τον καθρέφτη να σταματήσεις το δούλεμα. «Ο κόσμος μας έχει έρθει πια τα πάνω κάτω, αν εγώ σου υποβάλλω τα σέβη μου για κάτι που έκανες και συ νομίζεις πως σε ειρωνεύομαι» είπες και γω σε κοίταξα και σου ζήτησα συγνώμη, δεν τη δεχτικές και βγαίνοντας από το μπάνιο μου είπες χωρίς να με κοιτάζεις πως αν ήθελα να με συγχωρέσεις θα έπρεπε να το κάνω με το σωστό τρόπο. Σε είδα μέσα από τον καθρέφτη που γύρισες απότομα και με κοίταξες και τώρα τα μάτια σου άστραφταν. Μόλις είχα ξεπλύνει το στόμα μου. «Ορκίσου το», μου είπες αλλά εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να σου ορκιστώ. «ορκίσου πως θα κάνεις ότι θέλω, όποτε σου ζητήσω να το κάνεις». Σκούπισα με την πετσέτα το στόμα μου και βγήκα από το μπάνιο. Στάθηκα μπροστά σου και γονάτισα. Πήρα τα χέρια σου στα δικά μου. Τα έφερα στο στόμα μου και τα φίλησα με ευλάβεια. Και σου ορκίστηκα.
    «Από την ευκολία που ορκίστηκες μου δίνεις την εντύπωση πως δεν υποψιάζεσαι καν τι ακριβώς σε περιμένει, έτσι;»
    Με κοίταξες με εκείνα τα όμορφα μάτια που εκείνη τη στιγμή είχαν ένα ύφος που έλεγε δεν θα σου πω.
    «Όχι, δεν έχω καταλάβει, αλλά έχω πάρει την απόφασή μου και αυτή είναι να αφήσω ελεύθερο τον εαυτό μου, θα είμαι σαν να μπαίνω μέσα σ’ ένα όνειρο και να ζωγραφίζω μέσα σ’ αυτό».
    Και μόλις το είπα αυτό, εσύ μου χαμογέλασες με εκείνο το ειλικρινές χαμόγελο που είχα ερωτευτεί.

    Κάθε πρωί που ξυπνάω μετά απ’ αυτό το όνειρο, είμαι γαλήνιος! Ανακουφισμένος! Έχω μια ελαφριά αίσθηση αποπροσανατολισμού, σαν να έχω συνέλθει από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Μετά έχω την αίσθηση του ότι κάτι σημαντικό θα μου συμβεί και περιμένω καρτερικά την ώρα και τον τρόπο με τον οποίο θα επαληθευτούν τα όνειρά μου αυτά. Αν τα όνειρα αυτά επαληθευτούν η ζωή μου θα αλλάξει άρδην. Θα γίνει μια άλλη ζωή. Το ερώτημα που βάζω στον εαυτό μου είναι τι σόι άλλη ζωή θα είναι αυτή και αν θα μου άρεσε μια τέτοιου είδους ζωή. Πρέπει να πάψω να τα σκέφτομαι αυτά. Μπορώ να χτυπήσω τα δάχτυλά μου όπως ένας ταχυδακτυλουργός και όλα αυτά να πάψουν να μπαίνουν μέσα στο κεφάλι μου. Λες κι όλα αυτά είναι μάγια που κροταλίζοντας τα δάχτυλα θα λυθούν.
    Όμως τελικά δεν θέλω να λυθούν τα μάγια. Θεωρώ το Σταμάτη και την Ε τόσο πολύ δικούς μου ανθρώπους που δεν θα είχα πρόβλημα να μάθουν κάτι τέτοιο για μένα. Όμως όταν κάθομαι και σκέφτομαι σε ποιους άλλους θα μπορούσα να το εμπιστευτώ, δεν βρίσκω μπροστά μου κανέναν άλλο από τους φίλους μας. Μερικές φορές –και ίσως πιο συχνά απ’ ότι στην πραγματικότητα έκανα εγώ- είναι καλύτερο να αφηγείσαι πράγματα που αφορούν τη ζωή σου και σε κάνουν να ντρέπεσαι ή που είναι εντελώς παράλογα, σε ένα ξένο. Κυρίως όμως ήθελα να τα πω σε ανθρώπους που θεωρώ δικούς μου, φίλους μου, μόνο από ανάγκη να ξαλαφρώσω. Ένιωθα σαν άνθρωπος που θέλω να βγάλω από τον οργανισμό μου πιέζοντας, το δηλητήριο από το δάγκωμα ενός φιδιού. Ίσως και από ανάγκη να ξέρω πως ακόμα κι αν θα μάθουν για μένα –τον πραγματικό εμένα φίλο τους- θα συνεχίσουν να με σέβονται και να με θεωρούν φίλο τους. Στο κάτω κάτω της γραφής ούτε έκλεψα, ούτε σκότωσα κανέναν, απλά είμαι άτομο υποτακτικής φύσης. Με ότι αυτό συνεπάγεται μέσα στο γάμο μου. Έχω την αίσθηση πως ίσως κοροϊδεύω τόσο πολύ τον εαυτό μου, που θα μπορούσα να το έχω κάνει και επάγγελμα. Θα αφήσω το κροτάλισμα των δαχτύλων για μια άλλη φορά.
    Τα σκέφτομαι συνέχεια. Τα κάνω όλα αυτά πραγματικότητα μέσα από τα όνειρά μου. Φαντάζομαι πως σε διαστρέφω, σε κάνω να περιμένεις πως και πως την ώρα που θα μείνουμε μόνοι για να με ταπεινώσεις με κάθε τρόπο. Φαντάζομαι πως όλες οι σφαλερές ηθικές αρχές που ζαλίζουν το όμορφο κεφαλάκι σου έχουν καταστραφεί. Ψάχνω στο internet, βρίσκω βίντεο και φωτογραφίες, έχω κάνει το internet και ιδιαίτερα το YouTube κολλητούς μου φίλους, όχι για να φτιάχνομαι. Εκείνο που πραγματικά με ενδιέφερε, ήταν περίεργες εμπειρίες που είχαν βιώσει άλλοι άνθρωποι σαν εμένα. Τα άρθρα και τα video που βρήκα ήταν πραγματικά ανεξάντλητα. Κάποια απ’ αυτά τα άρθρα τα περιέβαλα μέσα σ’ αυτά που μέχρι τώρα σου έχω γράψει έχοντας μια κρυφή ελπίδα πως θα πραγματοποιηθούν. Δεν μπορώ να δω τίποτα χωρίς να το συνδέσω με σένα όπως είσαι μέσα μου. Όλο σκέφτομαι πως καθόμαστε μαζί και τα βλέπουμε και μετά όλα αυτά γίνονται πράξη. Όχι σαν παιχνίδι πριν κάνουμε έρωτα, άλλα πράξη μέσα σ’ ένα τρόπο ζωής –τα βράδια κυρίως, ρεαλιστικά αν το δεις σχεδόν μόνο τότε μπορούμε- που περιλαμβάνει μέσα της τον έρωτα. Δεν ξέρω πραγματικά αν μπορείς να με καταλάβεις. Δεν μπορώ να στα πω. Στα λόγια δεν είμαι καλός. Στα γραπτά ίσως λίγο καλύτερος. Νιώθω πως σε έχω τώρα δα δίπλα μου και με κοιτάζεις την ώρα που τα γράφω. Στα εξομολογούμαι όλα και ανακουφίζομαι. Χαίρομαι καθώς σκέφτομαι πως δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω πως όλα αυτά είναι η λογική που κουβαλάω μέσα μου μια ζωή. Τόσο καιρό προσπαθούσα να βρω τρόπο να σου τα εξηγήσω, να σου τα εξομολογηθώ και όλο αυτόν τον καιρό είχα την αίσθηση πως απομακρύνεσαι και απομακρύνομαι και αντί να πέσω με τα μούτρα σε σένα να σου τα δείξω όλα, να ξεγυμνώσω την ψυχή μου μπροστά σου, καθόμουν και σε κοιτούσα σαστισμένος σαν τον άνθρωπο που μόλις έχει συνειδητοποιήσει μια μεγάλη απώλεια. Όμως έτσι είναι με τα κουσούρια. Δεν μπορείς να τα διώξεις, ούτε να τα κρύψεις. Κι αν τα κρύψεις, σίγουρα θα έρθει η στιγμή που βγαίνουν στο φως και ξεγυμνώνεσαι. Τα φέρνω όλα αυτά στο μυαλό μου και ξαφνιάζομαι. Είναι σαν να έχω ξεχάσει πως είναι να βρίσκομαι εκεί και να σου μιλάω –τις πιο πολλές φορές μέσα από τα γραπτά μου. Μέμφομαι τον εαυτό μου και νιώθω ένοχος για όλα.
    Σηκώνομαι και κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω τον K είδωλο να με κοιτάζει με ένα βλέμμα που δεν μπορώ όσο κι αν προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω. Με κοιτάει με ένα βλέμμα κατεργάρικο σαν να μου λέει: «Χα! Σου την έσκασα! Γεμίζω το μυαλό σου με εικόνες και σκηνές από μια ζωή που δεν θα τη ζήσεις ποτέ». Και όλο του λέω πως δεν μου την έσκασε, δεν θα μείνω μόνο στις εικόνες. Η ζωή μου δεν θα είναι μόνο εικόνες. Και τότε εκείνος πάλι με κοιτάζει και μου λέει πως δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να του τη σκάσω, πως αν πιστεύω πως γράφοντάς αυτά, κάποιο χέρι θα μπει στη σφαίρα της φαντασίας μου και θα με τραβήξει έξω από κει είμαι γελασμένος, διότι πολύ απλά αυτά τα πράγματα δεν γίνονται στην πραγματική ζωή. Με κοροϊδεύει πως δεν σε ξέρω καθόλου και πως 13 χρόνια τώρα δεν σε έχω μάθει και πως έχασα την ευκαιρία να σε μάθω. Μακάρι να μπορούσα να του βγάλω τη γλώσσα και να τον κοροϊδέψω, να του πω πόσο λάθος κάνει για όλα.
    Ξέρω πως έχω αρκετό καιρό να ασχοληθώ μαζί σου, αλλά αυτό θα αλλάξει. Θέλω τώρα που είμαι κοντά σου να μείνουμε αρκετό καιρό μόνοι μακριά από όλους και να περάσουμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούμε οι δυο μας. Δεν είναι υπέροχο; Οι δυο μας ξανά με την προοπτική να είμαστε όσο περισσότερο γίνεται μαζί. Δεν μπορώ να σου περιγράψω με πόση λαχτάρα το περιμένω! Θα νικήσουμε μαζί τα λάθη του παρελθόντος. Κομμάτια έφυγα γι’ αυτό το ταξίδι και ακόμα πιο κομμάτια έμεινες εσύ πίσω. Θα βρούμε τώρα τη δύναμη να ενώσουμε πάλι τα κομμάτια αυτά, να τα βάλουμε στη θέση τους. Και θα τα καταφέρουμε γιατί αγαπάμε ο ένας τον άλλο με μια αγάπη καθαρή σαν κρύσταλλο.
    Όλα αυτά που σου περιγράφω, οι καταστάσεις συμβίωσης μας, οι φαντασιώσεις μου, και γενικότερα όλα αυτά που αισθάνομαι –και ειδικά τώρα μέσα στους 4 μήνες της απουσίας μου, που νομίζω πως είναι αστείο να σκεφτεί κανείς τι περνάει από το μυαλό μου όταν βιώνω τέτοια απομόνωση και τέτοια στέρηση- είναι πράγματα ίσως θεωρητικά που μάλλον δεν θα γίνουν ποτέ πράξεις. Δεν μπορώ να στα εξηγήσω καλύτερα. Είναι πράγματα που ίσως δεν τα γνωρίζεις γιατί δεν τόλμησα ποτέ να στα αποκαλύψω. Άφησα τα αισθήματά μου να με παρασύρουν –και συγνώμη γι αυτό- αλλά 4 μήνες μακριά σου τα αισθήματα αυτά γίνονται δυνατά και με παρασύρουν σα χείμαρρος και σε κυνηγάω μ’ αυτά μέσα από τις λέξεις. Η ψυχή μου ταλαιπωρείτε -ιδιαίτερα τις ώρες της νύχτας. Προσπαθώ να κρατήσω τον εαυτό μου από το να σκέφτεται τέτοιου είδους καταστάσεις μα δεν μπορώ να σταματήσω τις σκέψεις αυτές να βγαίνουν από το μυαλό μου. Κατρακυλούν, βγαίνουν ανάκατες από μέσα μου η μία μετά την άλλη, σαν χάντρες που σκορπίζουν από ένα αναποδογυρισμένο κουτί. Αισθάνομαι πως χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, ή πως δεν συμπεριφέρομαι φυσιολογικά. Νιώθω πως επιστρέφω ύστερα από 4 μήνες στο σπίτι για να αντιμετωπίσω τη μοίρα μου. Ξέρεις κάτι όμως; Καθώς αυτές οι σκέψεις βγαίνουν από το μυαλό μου και αποτυπώνονται σ’ αυτά που γράφω, την θέση τους παίρνει η ανακούφιση που με πλημμυρίζει. Κάποιες φορές προσπάθησα να στα πω, αλλά όλες τις φορές ξεκινούσα με το: «Ξέρεις A…» και μετά σου έλεγα κάτι άλλο. Μασημένες κουβέντες μισές, με μια σχεδόν απαγορευμένη ανάγκη να μιλήσω για όσα είχα μέσα στο νου μου φυλακισμένα. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου πως δεν πείραζε, πως εσύ θα ήσουν εκεί και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Έλεγα στον εαυτό μου ότι υπήρχε καιρός. Αλλά έτσι δε λέμε πάντα στον εαυτό μας; Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι τα περιθώρια εξαντλούνται και πως αυτό που κάποιοι αποκαλούν θεό, μας τιμωρεί για ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Και γω αισθάνομαι τον εαυτό μου να ζει σε μια τιμωρία. Έχω κουραστεί μέσα σ’ αυτό το ταξίδι. Και το βλέπουν όλοι μέσα στο πλοίο. Όλοι εκτός από μένα. Μου το λένε. Ίσως να έχουν και δίκιο. Από το χρόνο, από την απόσταση που μας χωρίζει, από την απουσία σου και κυρίως από τη μάχη με τον εαυτό μου. Μόλις σε δω και σου δώσω να διαβάσεις τις σκέψεις μου, θα ξέρεις τα πάντα για μένα. Όμως εγώ δεν ξέρω τι να περιμένω. Και φοβάμαι πάλι σαν φοβισμένο ελάφι με την σκιά της απόρριψης στο βλέμμα. Χάνομαι μέσα στις λέξεις μου, καταγράφοντας όλες αυτές τις εικόνες από τις σκέψεις μου. Μερικές φορές η συγκίνηση και η φαντασία μου κάνουν δυσκολότερο το γράψιμο. Και πόσες άλλες δεν έχω λογοκρίνει εγώ ο ίδιος τις σκέψεις μου. Εικόνες άλλες, χωρίς ήχους. Βουβές. Χωρίς καν κίνηση κάποιες φορές. Κρύβομαι πολλά χρόνια από τα όνειρά μου, από τις αληθινές ανάγκες του εαυτού μου. Δεν ξέρω γιατί με ανέχεσαι τόσο καιρό. Είσαι ευαίσθητη σαν πεταλούδα και γω σε κυνηγάω συνέχεια με τα αισθήματά μου. Τώρα που το διαπιστώνω φοβάμαι.
    Οι πεταλούδες φεύγουν μακριά όταν τις κυνηγάς. Κι εγώ δεν θέλω να μου φύγεις.
    Μια σύντομη παρένθεση (πριν το τέλος)

    Κάποια μέρα αν η ζωή μου κρατήσει πολύ και η μηχανή μέσα στο κεφάλι μου συνεχίσει να λειτουργεί, θα ζήσω για να θυμηθώ το τελευταίο καλό πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Δεν το λέει ο πεσιμισμός αυτό, απλά η λογική. Ελπίζω πως δεν μου έχουν τελειώσει ακόμα τα καλά πράγματα στη ζωή μου –δεν θα υπήρχε λόγος για να ζω αν πίστευα κάτι τέτοιο-, αλλά έχει περάσει αρκετός καιρός στο μεταξύ. Θυμάμαι την τελευταία φορά καθαρά.
    Θυμάμαι μια και μοναδική φορά που τύλιξες μια ζώνη σου γύρω από το λαιμό μου. Με έβαλες να πέσω στα τέσσερα να γλείψω τα πα¬πούτσια και πόδια σου, να γλείψω την τσεπούλα σου, να μπω μέσα σου και λίγο πριν τελειώσω να βγω και να σε ικετέψω γλείφοντάς σου τα πόδια να με αφήσεις να τελειώσω. Με έβαλες να μπω ξανά μέσα σου και με άφησες να τελειώσω πάνω στην κοιλιά σου. Κυλίστηκα εξουθενωμένος πάνω σου και συ με διέταξες να καθαρίσω με τη γλώσσα μου την κοιλιά σου. Εκείνη τη φορά το έκανα. Είχες κάτι στο βλέμμα σου τότε που με εκμηδένιζε. Με έκανε να υποταχτώ σ’ αυτό που μου ζήταγες σαν να το ζητούσε η ίδια η μοίρα. Σαν να μην υπήρχε τρόπος να το αποφύγω όσο κι αν το ήθελα. Ούτε είχα νιώσει ποτέ έτσι μέχρι εκείνη τη στιγμή, ούτε ένιωσα ξανά από τότε έτσι. Έβλεπα στο βλέμμα σου πως δεν υπολόγιζες τίποτα. Με κοιτούσες και δεν έβλεπες εμένα, τον K, τον άντρα σου. Ήταν σα να έβλεπες ένα αντικείμενο που μπορούσες να το κάνεις ότι θέλεις. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο έκστασης, που αν μου ζητούσες να πηδήξω από το παράθυρο, θα το έκανα –το σκέφτομαι αυτή τη στιγμή και ανατριχιάζω. Υπήρχε μια παραφορά στη φωνή σου η οποία δεν ήταν καθόλου επιφανειακή. Αυτή η φωνή ήταν σαν βαμμένο ατσάλι. Η γυναίκα που είχα παντρευτεί, μπορούσε να είναι σκληρή όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, αλλά αυτό το βαμμένο ατσάλι εκείνο το βράδυ ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Ασκούσες μια πρωτόγνωρη δύναμη πάνω μου. νομίζω πως εκείνο το βράδυ ένιωσες μέσα σου πως εξαιτίας της δύναμης αυτή που ασκείς πάνω μου, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις με τη ζωή μου και ίσως αυτό να σε τρόμαξε και να έκανες πίσω. Αυτό όμως που μου είχε μείνει από εκείνη τη βραδιά ήταν μια τέλεια αίσθηση πληρότητας, μια αίσθηση ευτυχίας, μια αίσθηση ότι είχαμε καταφέρει να πραγματοποιή-σουμε κάτι το άπιαστο, σαν να είχαμε καταφέρει να φυλακίσουμε μια πραγματική αστραπή μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε, αυτό που θυμάμαι είναι πως παρόλο που ήμουν εξουθενωμένος δεν ήθελα με τίποτα να σταματήσει. Δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα σου. Πραγματικά δεν έχω δει κάτι πιο συγκλονιστικό. Σε ένιωθα να κρατάς ένα πιστόλι και να το έχεις κολλημένο στον κρόταφό μου. Να με απειλείς πως θα με πυροβολήσεις αν δεν κάνω ότι με διατάξεις. Αισθανόμουν ένα σφίξιμο στο στήθος που μου προκαλούσε ένα πόνο. Αν μπορούσα να σταματήσω τον πόνο. Να βρεθεί ένας εύκολος τρόπος να βγει έξω αυτός ο πόνος. Μέσα μου έκλαιγα, έκλαιγα και παρακαλούσα να μην σταματήσει ποτέ αυτή η εμπειρία. Έβλεπα το πιστόλι ζωντανό στο χέρι σου, να πιέζει τον κρόταφό μου, να σέρνεται ως το μάγουλό μου, να τρυπώνει στο στόμα μου. ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Σε ένιωθα πως ήθελες περισσότερα. Μου έδινες να καταλάβω πως δεν θα σταματούσες ποτέ. Πως θα με είχες έτσι για μια ζωή. Με ένα πιστόλι κολλημένο πάνω μου να με κάνεις να κατουριέμαι από το φόβο μου. Να μην μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Ο φόβος που ένιωσα εκείνο το βράδυ ήταν εγκεφαλικός. Είχε αδράξει βαθιά τα σπλάχνα μου με τη φοβερή του αρπάγη και τα είχε δέσει κόμπο.
    Όταν όλο αυτό τελείωσε πίστευα πως ήταν η πρώτη νύχτα της νέας μου ζωής. Με διέταξες να αλλάξω τα σεντόνια στο κρεβάτι μας ώσπου να κάνεις εσύ μπάνιο και όταν ήρθες για να ξαπλώσουμε με διέταξες σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, να ξαπλώσω στα πόδια σου και να τα γλείφω μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Κοιμήθηκα πολύ ώρα μετά εκεί στα πόδια σου με το κεφάλι μου κάτω από το δεξί σου πόδι, προσπαθώντας να κινούμε όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην σε ξυπνήσω. Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένος από τότε. Ίσως μερικά χρόνια πιο πριν στη Μύκονο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό.
    Το φαντάζομαι πολύ συχνά από εκείνο το βράδυ. Εσύ να κρατάς ένα πιστόλι στο χέρι και να με βάζεις να κάνω διάφορα… και μένα να σε εκλιπαρώ πως αν είναι να με σκοτώσεις μ’ αυτό το πιστόλι, θα ήθελα σαν τελευταία επιθυμία, να το κάνεις την ώρα που φιλώ τα πόδια σου. Θες να σου πω αν ένιωσα όμορφα όταν έκλεισα τα μάτια μου να κοιμηθώ; Λοιπόν δεν ένιωσα απλώς καλά, ένιωσα να πετάω στον έβδομο ουρανό. Τα φέρνω όλα αυτά στο μυαλό μου, όταν θέλω να έχω την αίσθηση πως είμαι ασήμαντος, και ανυπόφορα ελλιπής. Κι αυτή η αίσθηση είναι υπέροχη.
    Συνέβη λίγα χρόνια πριν. Αυτή είναι μια ανάμνηση που έχω φυλάξει.












    Επίλογος

    Ακουμπώ το δάχτυλό μου στο τελευταίο κουμπί και είναι πάλι το ίδιο σφύριγμα της σφυρίχτρας του σκουριασμένου τρένου που με ταξίδεψε μέσα από εικόνες έγχρωμες κι ασπρόμαυρες μέσα στα τοπία της φαντασίας μου. Ένα τρένο που στο ταξίδι του έκανε τον εαυτό μου σαν ζυμάρι, για να μπορέσω να τον πλάσω και να του δώσω ότι σχήμα θέλω εγώ. Τέσσερις μήνες τώρα είμαι τις πιο πολλές ώρες κλεισμένος μέσα σε ένα θάλαμο. Γράφω, σβήνω, διορθώνω, αφαιρώ, προσθέτω λέξεις φράσεις, λογοκρίνω πολλές φορές τον ίδιο μου τον εαυτό. Δίπλα μου έχω πάντα λίγο ποτό, αλλά που και που κανένα τσιγάρο. Έτσι για να ξεχνιέμαι κάπως. Μην φοβάσαι να πειραματιστείς, πιάνω τον εαυτό μου να μου λέει μου όσο καιρό εδώ μέσα σ’ αυτή τη φυλακή κάθομαι και γράφω. Βρες την μούσα σου σαν ζωγράφος και άφησέ την να σε οδηγήσει. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σου όλες αυτές τις εικόνες που ξεπηδούν μέσα από το μυαλό μου, γιατί εσύ είσαι η μούσα μου. Νιώθω όμως την ψυχή μου ελλιπή γιατί τέσσερις μήνες εισπράττω τη σιωπή σου. Αν ήσουν κοντά μου θα άγγιζα το φως της απόλυτης ευτυχίας. Τέσσερις μήνες τώρα κι εγώ ζω μέσα στις παραισθήσεις μου. Παραισθήσεις που δημιουργούνται εξ αιτίας αυτών που νιώθω για σένα. Παραισθήσεις που κρύβουν μέσα τους και μεγαλώνουν μια κρυφή ελπίδα. Ελπίδα πως αυτές οι παραισθήσεις, δεν θα μείνουν μονάχα παραισθήσεις. Αλλά και που έτσι να μείνουν, ακόμα και που τις ζω εξ αιτίας σου μέσα στο μυαλό μου, εγώ θα σε ευγνωμονώ για πάντα. Ζω για τη στιγμή που θα καθίσεις αναπαυτικά στον καναπέ του σπιτιού μας με τα πόδια σου πάνω μου, θα ξεφυλλίσεις τα γραπτά μου και θα διαβάσεις, θα αφουγκραστείς, την ψυχή μου. Κάπως έτσι έχω πλάσει τις εικόνες στη φαντασία μου και όλα μοιάζουν να έχουν το σωστό χρώμα, τη σωστή θέση, να παράγουν το αναμενόμενο συναίσθημα. Μόνο που η ζωή, τις πιο πολλές φορές, υφαίνει αλλιώτικες ιστορίες απ’ αυτές που ποθεί η ψυχή. Για να δούμε!
    Θέλω να πιστεύω πως άπλωσα στα γραπτά μου και ξεδίπλωσα το κουβάρι της ψυχής μου και στο τέλος όταν το διάβασα ένιωσα μέσα μου να συντελείτε μια συναισθηματική έκρηξη. Αυτά που σου γράφω δεν είναι και τίποτα έργα τέχνης. Είναι απλά εικόνες που έρχονται να προστεθούν σε ένα κόσμο –τον κόσμο μου- που είναι ήδη κατακλυσμένος από ένα σωρό παρόμοιες εικόνες. Τι εικόνες όμως είναι αυτές στην πραγματικότητα; Είναι οι εικόνες που αν τις ενώσεις είναι η ζωή μου όπως θα ήθελα να τη ζήσω και αφού δεν μπορώ τη ζω μέσα στο κεφάλι μου. Στην πραγματικότητα είναι εικόνες από μια ζωή που έχει κάνει κατοχή μέσα στο κεφάλι μου. Ίσως είναι απλά χίμαιρες, ίσως είναι ίσκιοι.
    Έκλεισα το laptop και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου χωρίς να είμαι σίγουρος πως θα μπορέσω να κοιμηθώ. Κοιμήθηκα όμως βυθισμένος σε ένα ύπνο γεμάτο όνειρα. Όνειρα λογοκριμένα. Αλλά γι’ αυτά τα όνειρα θα σου γράψω μια άλλη φορά…
    Θα αφιερώσω κι αυτή τη συλλογή σε σένα. Σε Σένα που μου έδωσες πίσω το δικαίωμα να ονειρεύομαι!


    ΤΕΛΟΣ

    Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να γράφω για πράγματα και καταστάσεις που δεν έχω ζήσει παρά μόνο μέσα από ιστορίες που διάβασα εδώ κι εκεί, από βίντεο στο Youtube ή οπουδήποτε αλλού, αλλά πιστεύω πως έχω το δικαίωμα να γράφω γι' αυτά που με βασανίζουν τα βράδια στον ύπνο μου και όσο είμαι μακριά της και στον ξύπνιο μου.

    Αυτά!
    Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.
    By the way Το όνομά μου είναι Κώστας.
     
  2. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Re: Όνειρα και φαντασιώσεις



    έχεις κάθε δικαίωμα φίλε Κώστα  
     
  3. crimson moon[M_S]

    crimson moon[M_S] Regular Member

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    συγκλονιστικός ο τρόπος που γράφεις
    και υπέροχα δοσμένα τα συναισθήματά σου

    μακάρι τα όνειρά σου να βγουν αληθινά....

     


    cm