Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Όταν μιλούν οι στίχοι

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Marlen Daudaux, στις 1 Σεπτεμβρίου 2014.

  1. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    και εξωκοσμικος.... με αρεσεις.....
    μέσα σε όλα είμαι....

    το δικο μου αγαπημενο απο 12ο...
     
  2. Elune

    Elune Priceless

    Συμφωνώ! Πολύ ωραίο και αυτό...

     
  3. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    Λόγια κενά κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
    Οι μεταξύ μας σχέσεις
    Εσύ πόσο αντέχεις να πονέσεις;
    Πόσο κάτω άραγε μπορείς να πέσεις;

    Έμαθα πως κάποιοι λεν' πως κάνουν έρωτα
    Κι άλλοι λένε ότι βγάζουνε τα μάτια τους
    Δεκτό, δεν απέχει η άλλη από την μια έννοια
    Ο έρωτας σ' αφήνει τυφλό

    Τα χάδια τους αδύναμους μαγεύουν εκείνες τις βραδιές
    Που σιωπούν τα στόματα και μιλούν οι ματιές
    Που οι σκιές χορεύουν σ'ένα πάρτυ στο τοίχο
    Και τις ελπίδες σου κρυφά μασκαρεύεις σα προσευχές

    Άλλο σε έχασα κι άλλο σε ξέχασα
    Άλλο πληγώθηκα κι άλλο προδόθηκα
    Αφέθηκα μα πριν προλάβω να χαμογελάσω
    Με τα μούτρα στο πάτωμα προσγειώθηκα

    Κι έχει μείνει νάρθηκας γύρω από την καρδιά μου
    Και πάνω στα αισθήματα μου ναφθαλίνη
    Κι η μαλακία είναι πως η ανάμνησή σου
    Ταυτόχρονα τον πόνο μου αυξάνει κι απαλύνει

    Πες μου ποια νύχτα σε αγκάλιασε;
    Σε ποιο περβάζι δροσίζονται τα όνειρά σου;
    Τυπικά δεν υπήρξα κοντά σου άλλωστε
    Πόσα μυστικά χωράει η καρδιά σου;

    Χίλιες και μία νύχτες
    Χίλιες και μία πληγές
    Χίλιες και μία ματιές
    Ήσουνα μία στις χίλιες (χ2)

    Νιώθω σε ξανα ερωτεύομαι , για αυτό
    Κι οι νύχτες μεγαλώνουν ξαφνικά όταν σε σκέφτομαι
    Οι ώρες δε περνάνε οι δείκτες σέρνονται
    Είμαστε διαφορετικοί κόσμοι που άθελα τους έλκονται

     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  5. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    This love
    This love is a strange love
    In that it can lift a love
    This love

    This love
    I think I'm gonna fall again
    And ever when you held the hand
    And turn 'em in your fingers, love

    This love
    Now rehearsed we stay, love
    Doesn't know it is love
    This love

    This love
    Doesn't have to feel love
    Doesn't care to be love
    It doesn't mean a thing
    This love

    This love loves love
    It's a strange love, strange love

    This love
    This love
    This love is a strange love, strange love
    I'm gonna fall again love
    Doesn't mean a thing
    Think I'm gonna fall again
    This Love

     
  6. brenda

    brenda FU very much

    σχωρνάτε με, το ξαναδιαβάζω από το πρωί....
    είμαι κι ευεπηρέαστη, και το ποστάρω εδώ κι ας μην είναι στίχοι....Ασκητική λοιπόν....

    Τρίτο Χρέος
    Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ΄ έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.
    Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα• κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες• και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
    Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
    Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.
    Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
    Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.
    Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε• εμείς είμαστε οι αφέντες• το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.
    Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.
    Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.
    Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.
    Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
    Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.
    Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.
    Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.
    Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: "Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης.
    "Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!"
    Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: "Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα• δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη.
    "Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω.
    "Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει• μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!"
    Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους• δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.
    Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.
    Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.
    Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.
    Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!
    Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.
    Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!
    Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.
    Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.
    Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.
    Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.
    Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
    Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ΄ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
    Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
    Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.
    Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
    Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: "Αυτό θέλω!"
    Ξέρω τώρα• δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
     
  7. ataxia

    ataxia Regular Member

    San Martino
    Saint Martin

    La nebbia agl'irti colli
    piovigginando sale,
    e sotto il maestrale
    urla e biancheggia il mar:

    The fog to the steep hills
    amid the rain ascends,
    and under the mistral
    the sea screams and whitens:

    ma per le vie del borgo
    dal ribollir de' tini
    va l'aspro odor dei vini
    l'anime a rallegrar.

    but through the alleys of the village
    from the bubbling vats
    goes the sour smell of wine
    the souls to rejoyce.

    Gira su' ceppi accesi
    lo spiedo scoppiettando;
    sta il cacciator fischiando
    su l'uscio a rimirar

    Turns on burning logs
    the spit, sputtering;
    stands the hunter whistling
    on the door to gaze

    Tra le rossastre nubi
    stormi d'uccelli neri
    com'esuli pensieri,
    nel vespero migrar.

    among the reddish clouds
    flocks of black birds
    as exiled thoughts,
    in the twilight migrating.
     
  8. brenda

    brenda FU very much


    Αναρωτιέμαι απλά αν
    Αυτός που δεν του είναι μπορετό να δει
    την αγαπημένη του συχνά
    Πως δεν πεθαίνει απ΄την θλίψη του....

    Μόνο αυτοί οι στίχοι ακούγονται στον Άγγλο Ασθενή, αν και το τραγούδι της Marta Sebestyen έχει κι άλλους στίχους.....
     
    Last edited: 1 Απριλίου 2015
  9. Το Τραγούδι του εαυτού μου
    Μέρος 1: Από ένα σκονισμένο ράφι

    Μέρος 2: Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά

    Το αηδόνι είναι ακόμα κλειδωμένο στο κλουβί
    Η βαθειά ανάσα που πήρα ακόμα δηλητηριάζει τα πνευμόνια μου
    Μια παλιά βελανιδιά με προφυλάσσει από τη μελαγχολία
    Κάνοντας ηλιοθεραπεία πάνω στα νεκρά παγωμένα φύλλα της

    Ένας ελαφρύς ύπνος στη στοιχειωμένη πόλη της καρδιάς μου
    Ονειρεύεται την εποχή των μύθων και τα φαντάσματα του ποταμού
    Γοργόνες (*ποιήματα) του Whitman και τη διαδρομή
    Έξαλλους αρλεκίνους, γιγάντια παιχνίδια

    Ένα τραγούδι από εμένα, ένα τραγούδι που χρειάζεται μια θαρραλέα συμφωνία
    Ένας στίχος από εμένα, ένας στίχος που χρειάζεται το τραγούδι μιας αγνής καρδιάς για να με γαληνέψει

    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουν
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου

    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά ενώ υποφέρει σιωπηλά
    Χαμογελώντας σαν παλιάτσος μέχρι να λήξει η παράσταση
    Το τραγούδι που έμεινε για κλείσιμο
    Είναι το παλιό καλό τραγούδι του νεκρού αγοριού
    Που τραγουδήθηκε σιωπηλά
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουν
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου

    Μια μεταμεσονύκτια πτήση μέσα στα δάση του Covington
    Μια πριγκήπισσα και ένας πάνθηρας στο πλευρό μου
    Αυτά είναι τα εδάφη για τα οποία ζω
    Ακόμα θα έδινα ότι έχω για να σε αγαπήσω περισσότερο

    Ένα τραγούδι από εμένα, ένα τραγούδι που χρειάζεται μια θαρραλέα συμφωνία
    Ένας στίχος από εμένα, ένας στίχος που χρειάζεται το τραγούδι μιας αγνής καρδιάς για να με γαληνέψει

    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουν
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου

    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά ενώ υποφέρει σιωπηλά
    Χαμογελώντας σαν παλιάτσος μέχρι να λήξει η παράσταση
    Το τραγούδι που έμεινε για κλείσιμο
    Είναι το παλιό καλό τραγούδι του νεκρού αγοριού
    Που τραγουδήθηκε σιωπηλά
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουν
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου

    Μέρος 3: Μαύρο σαν το πιάνο

    Μια σιωπηλή συμφωνία
    Ένα απατηλό έργο #1,2,3

    Κάποιες στιγμές ο ουρανός είναι μαύρος σαν το πιάνο
    Μαύρος σαν το πιάνο πάνω από καθάρια νερά

    Χαλαρωτικοί αυλοί, στίχος χωρίς ενδιαφέρον
    Σκουριασμένα κλειδιά χωρίς πόρτα

    Κάποιες στιγμές η ψυχή είναι μαύρη σαν το πιάνο
    Μαύρη σαν το πιάνο πάνω από καθάρια νερά

    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουν
    Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου

    Μέρος 4: Αγάπη

    Βλέπω έναν αργό, απλό νέο στην άκρη ενός πολυάσχολου δρόμου
    Με ένα δοχείο στο τρεμάμενο χέρι του και παρακαλά
    Προσπαθεί να χαμογελάσει αλλά πονάει πολύ.
    Κανείς δεν τον προσέχει.
    Εγώ τον βλέπω αλλά προσπερνώ

    Ένας ηλικιωμένος γδύνεται και φιλά μια κούκλα στη σοφίτα του
    Είναι λυκόφως και κλαίει.
    Όταν τελικά φτάνει τα μάτια του πλημμυρίζουν

    Βλέπω ένα πληγωμένο σκυλί σε ένα άγριο δρομάκι
    Προσπαθεί να με δαγκώσει.
    Όλη η περηφάνεια έχει φύγει από τα άγρια αχόρταγα μάτια του
    Μακάρι να μη χρειαζόμουν το πόδι μου

    Μια μητέρα επισκέπτεται το γιο της, του χαμογελά μέσα από τα κάγκελα
    Ποτέ δεν τον αγάπησε περισσότερο.

    Ένα παχύσαρκο κορίτσι μπαίνει σε ένα ασανσέρ μαζί μου.
    Ολόκληρη ντυμένη υπέροχα, μια πράσινη πεταλούδα στο λαιμό της
    Ένα φοβερά γλυκό άρωμα με συνεπαίρνει
    Πηγαίνει για δείπνο, μόνη.
    Αυτό την κάνει ακόμα πιο όμορφη.

    Βλέπω το πρόσωπο ενός μοντέλου πάνω σε έναν τοίχο από τούβλα
    Ένα άγαλμα πορσελάνινης τελειότητας πίσω από έναν βίαιο φόνο της πόλης
    Μια πόλη που λατρεύει τη σάρκα

    Το πρώτο πράγμα που άκουσα ποτέ μου ήταν ένας περιπλανώμενος άντρας να λέει την ιστορία του
    Ήσουν εσύ, το γρασίδι κάτω από τα γυμνά μου πόδια
    Η φωτιά στη νεκρική σιγή της νύχτας
    Το παραδεισένιο μαύρο του ουρανού και της θάλασσας

    Ήμασταν εμείς, που περιπλανιώμασταν σε βροχερούς δρόμους, χτενίζαμε τις ένοχες παραλίες
    Ξυπνούσαμε σε μια νέα έκθεση θαυμάτων κάθε πρωί
    Λουζόμασταν σε μέρη που κανείς δεν έχει δει
    Ναυαγισμένοι σε κάποιο βαμμένο νησί
    Ντυθήκαμε μόνο με τους αφρούς των κυμάτων, τον πιο ωραίο χιτώνα της ομορφιάς

    Είμαστε πάνω απο όλη τη θνητότητα, ταλαντευόμενοι στην ανάσα της φύσης
    Στον πρωινό αέρα της αυγής της ζωής
    Μια θέα για να ηρεμήσει τα ουράνια

    Θέλω να ταξιδέψω εκεί που ταξιδεύει η ζωή,
    Ακολουθώντας το μόνιμο μονοπάτι της
    Εκεί όπου ο αέρας έχει τη γεύση χιονισμένης μουσικής, όπου το γρασίδι μυρίζει νεογέννητη Εδέμ
    Δεν θα περνούσα ούτε άνθρωπο, ούτε άγνωστο, ούτε τραγωδία ή έκσταση
    Θα λουζόμουν σ'έναν κόσμο αίσθησης, αγάπης, καλοσύνης και απλότητας
    Ενώ κακοποιούμαι και περιορίζομαι από την τεχνολογία

    Η σκέψη των τάφων της οικογένειας μου ήταν η μόνη στιγμή
    που κάποτε βίωνα την αληθινή αγάπη
    Αυτη η αγάπη μένει απέραντη,
    Αφού ποτέ δεν θα είμαι ο άντρας που είναι ο πατέρας μου

    Πώς μπορείς ''να είσαι απλά ο εαυτός σου''
    Όταν δεν ξέρεις ποιός είσαι?
    Σταμάτα να λες ''ξέρω πως αισθάνεσαι''
    Πώς μπορεί κανείς να ξέρει πώς αισθάνεται ο άλλος?

    Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ιερέα, έναν ζητιάνο, μία πόρνη, έναν πολιτικό, εναν παραβάτη?
    Εγώ, εσύ είμαστε ήδη σαν αυτους

    Αγαπητό παιδί, σταμάτα να δουλεύεις, πήγαινε να παίξεις
    Ξέχνα κάθε κανόνα
    Δεν υπάρχει φόβος μέσα στο όνειρο

    Υπάρχει χωριό μέσα σε αυτή τη χιονονιφάδα;
    Ένα παιδί με ρώτησε
    Τι χρώμα είναι το νανούρισμα μας;

    Ποτέ δεν ήμουν τόσο κοντά στην αλήθεια, όσο όταν άγγιξα το ασημένιο περίγραμμά της

    Ο θάνατος είναι ο νικητής κάθε πολέμου
    Δεν υπάρχει τίποτα ευγενές στο να πεθάνεις για τη θρησκειά σου, για τη χώρα σου, για ιδεολογία, για πίστη
    Για έναν άλλο άνθρωπο, ναι!

    Το χαρτί είναι νεκρό χωρίς λέξεις
    Το μελάνι άχρηστο χωρίς ένα ποίημα
    Όλος ο κόσμος νεκρός χωρίς ιστορίες, χωρίς αγάπη και απέραντη ομορφιά

    Ο απρόσεκτος ρεαλισμός κοστίζει ψυχές

    Είδες ποτέ το Θεό να χαμογελάει?
    Όλη η φροντίδα για τον κόσμο έκανε όμορφο έναν δυστυχισμένο άνθρωπο?
    Γιατί ακόμα κουβαλάμε μια συσκευή μαρτυρίου γύρω από τους λαιμούς μας?
    Ω! πόσο σάπια είναι η προ-αποκάλυψη σας
    Όλοι εσείς οι ανόητοι που αμαυρώνετε τη Βίβλο ζώντας πάνω από το εφιαλτικό έδαφος

    Βλέπω όλα αυτά τα άδεια λίκνα και αναρωτιέμαι αν θα αλλάξει ποτέ ο άνθρωπος

    Κι εγώ ακόμη εύχομαι να είμουν ένα τίμιο μεγάλο αγόρι, αλλά είμαι μόνο καπνός και καθρέπτες
    Κι όμως έχω δώσει όλα αυτά που ίσως αξίζω

    Κι εκεί για πάντα μένει αυτή η αλλαγή από τη Σολ στη Μι μινόρε

     
  10. I find you with red tears in your eyes
    I ask you what is your name
    You offer no reply
    Should I call a doctor
    Before I fear you might be dead
    But I just lay down beside you
    And held your hand

    I fell in love with you
    Now you're my one, only one
    'Cause all my life I've been so blue
    But in that moment you fulfilled me

    Now I'll tell all my friends
    I fell in love with a dead boy
    Now I'll tell my family
    I wish you could have met him

    Now I write letters to Australia
    Now I throw bottles out to sea
    I whisper the secret in the ground
    No one's gonna take you away from me

    I fell in love with a dead boy
    Oh, such a beautiful boy
    I fell in love with a dead boy
    Oh, such a beautiful boy

    Oh, such a beautiful boy
    I'm asking
    Are you a boy or a girl
    Are you a boy or are you a girl
    Are you a boy or are you a girl

    Are you a boy
    Are you a girl
    Are you a boy
    Are you a girl
    Are you a boy
    Are you a girl
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Breathe ( The White Birch )



    Wish I was small in sunny days
    a summer light breeze could lead me further
    someone would call from beyond the maze
    of winter freeze and draw me to her
    eyes that are grey can't see behind the stains
    of blurring stars and bleeding sun
    I wish I could stay or silence the rain
    the solid bars of all that's undone

    Nights in the snow when all you know
    is a velvet breath and all you long for
    light is the stain a ball without a chain
    the sweetest death might make you strong
    your gaze becomes ice two crystal rollerdice
    the trembling ground what have you done
    I wish I could wake as the walls start to quake
    from the impossibe sound of air that leaves the sun
    a summer breeze begun
    of air that leaves the breathing sun