Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αποπλάνηση, Τώρα!

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 24 Φεβρουαρίου 2018.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη ια'
    ~.~​

    Πέρασαν έτσι τρεις ήρεμες εβδομάδες. Ο Μανώλης με εξαίρεση τις Τρίτες σπανίως έφτανε σπίτι του πριν τις 20:00. Ομοίως κι εγώ με τα μαθήματα, τα διαβάσματα και τις αθλητικές μου δραστηριότητες δεν είχα ελεύθερο χρόνο, καθώς πριν το Μανώλη και ούσα μονάχη είχα φτιάξει το πρόγραμμά μου έτσι ώστε να μην υπάρχουν κενές ώρες. Βλεπόμασταν τις Τρίτες και όποτε τύχαινε να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια-δυο ώρες από εδώ και από εκεί.

    Βέβαια τα ξενύχτια μου τις Παρασκευές και τα Σάββατα δεν είχαν περάσει απαρατήρητα από τους γονείς μου. Ήξεραν ότι υπήρχε ένας Μανώλης στη ζωή μου αλλά από την άλλη τους καθησύχαζε το γεγονός πως ούτε τα διαβάσματά μου είχα παρατήσει, ούτε τις αθλητικές μου δραστηριότητες και φυσικά βλέποντας με και εμένα χαρούμενη δεν είχαν πιέσει να μάθουν περισσότερα.

    Ήταν Τετάρτη απόγευμα και διάβαζα για τη σχολή. Είχα πέσει σε μια πολύ ζόρικη μερική διαφορική και από εδώ το πήγαινα, από εκεί το έφερνα δε μου έβγαινε. Είχα αρχίσει να βγάζω καπνούς από τ’ αυτιά. Είμαι πολύ καλή στα μαθηματικά και το είχα πάρει βαριά και καθώς ήταν και η τελευταία άσκηση που μου είχε μείνει, δεν είχα να ασχοληθώ με κάτι άλλο για να καθαρίσει το μυαλό μου και μετά να επιστρέψω σε αυτή. Πήγα στη κουζίνα για να γεμίσω την κούπα μου με γαλλικό καφέ και εκεί ήταν ο πατέρας μου που έφτιαχνε φρουτοσαλάτα.

    «Μπαμπά θυμάσαι τίποτα από μερικές διαφορικές;» τον ρώτησα χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα.

    «Ναι, ότι υπάρχουν και αυτές.»

    «Μπφφφφ» ξεφύσησα απελπισμένη. «Κάπου κάτι έχω κάνει λάθος γιατί αυτό που βγαίνει δεν έχει νόημα και το βλέπω. Που είναι το λάθος δεν καταλαβαίνω.»

    Ο πατέρας μου πέταξε το δόλωμα. «Γιατί δε ρωτάς το Μανώλη;»

    Το Μανώλη… χμμμμμμ σκέφτηκα αφηρημένη, μπορεί να θυμάται, δεν μπορεί να μην έκανε ΜΔΕ στις σπουδές του ως Χημικός Μηχανικός. Και μετά συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου μου είπε για τον Μανώλη. Και με κοιτούσε.

    «Το…. Τον…. Εεεε.. εεεε» ψέλλισα καθώς η λαλιά μου αποφάσισε να πάρει άδεια άνευ αποδοχών.

    Η μητέρα μου μπήκε και αυτή στην κουζίνα την ώρα που εγώ προσπαθούσα να μιλήσω.

    «Τι έπαθε;» ρώτησε κοιτώντας τον πατέρα μου.

    «Της ανέφερα τον Μανώλη» είπε ο πατέρας μου και συνέχισε με το γνωστό πειραχτικό του χιούμορ «και νομίζω πως τώρα κάνει επανεκκίνηση.»

    Έχοντας ατυχή εμπειρία από το κινητό της η μητέρα μου συνέχισε το πείραγμα που άρχισε ο πατέρας μου. «Λες να χρειαστεί σέρβις;»

    «Ελπίζω όχι, είναι και εκτός εγγύησης εδώ και δύο χρόνια.» απάντησε συνεχίζοντας το ανελέητο trolling.

    Βέβαια αυτό ήταν καλό σημάδι, όταν οι γονείς μου μας πειράζαν σημαίνει ό,τι όλα ήταν καλά.

    «Κατερίνα μου, ανάσα» είπε η μητέρα μου.

    «Το χάσαμε το κορμί, πατριώτισσα» συνέχισε ο πατέρας μου.

    «Την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα» συμφώνησε η μητέρα μου.

    «Ποια λαμαρίνα Έλσα μου, κομμάτι από εξάρα A36 έχει κόψει».

    «Είμαι κι εγώ εδώ» κατόρθωσα να πω βρίσκοντας τη μιλιά μου.

    «It’s alive!!!!» συνέχισε απτόητος ο πατέρας μου.

    «Λοιπόν, Αλέξανδρε, εγώ θα κάνω τον κακό μπάτσο.» είπε η μητέρα μου.

    «Κι εγώ θα κάνω τον καλό;»

    «Όχι, εσύ θα κάνεις τον χειρότερο.»

    «Γι αυτό σ’ αγαπάω» της είπε.

    Το γεγονός ότι αστειεύονταν όπως είπα και παραπάνω ήταν καλό αλλά εγώ δεν ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για να τους μιλήσω για τη σχέση μου. Εκτός από την πρώτη φορά, ο Μανώλης με είχε ρωτήσει άλλες δύο φορές αν ήθελα να ανέβω πάνω να τον γνωρίσουν οι δικοί μου και το είχα αναβάλλει για επόμενη φορά και τις δύο, οπότε δεν είχε επιμείνει περισσότερο, αφήνοντας σε εμένα την επιλογή όταν θα ήμουν έτοιμη.

    Και σήμερα δεν ήμουν έτοιμη.

    Από την άλλη ωστόσο δεν μπορούσα να τον αποφύγω.

    «Λοιπόν, Κατερίνα;» ρώτησε ο πατέρας μου.

    Ξεροκατάπια και άρχισα. Είπα ότι τον λένε Μανώλη, πράγμα που ήδη ήξεραν, είπα ότι είναι χημικός μηχανικός και είπα ότι δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία χημικών.

    «Επίθετο δεν έχει;»

    «Δασκαλάκης» τους απάντησα.

    «Έχει καμιά σχέση με τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη;»

    «Όχι, συνωνυμία»

    «Και πόσων χρονών είναι;»

    Εδώ ήταν τα δύσκολα.

    «Εεε… 32»

    Σιγή.

    «Είναι καταπληκτικός άνθρωπος μπαμπά. Κέρδισε υποτροφία στο Berkeley. Έμεινε εκεί μέχρι τα 30 ως μεταδιδακτορικός και μετά γύρισε Ελλάδα.»

    «Γιατί γύρισε Ελλάδα;» με έκοψε ο πατέρας μου.

    «Τον είχα ρωτήσει κι εγώ όταν τον γνώρισα. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο γύρισε για να πάει στρατό. Σκόπευε να επιστρέψει μετά στην Καλιφόρνια αλλά όταν τελείωσε του έκαναν μια πολύ καλή προσφορά να αναλάβει τη διεύθυνση Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρίας στην οποία εργάζεται και έμεινε Ελλάδα.»

    Μίλησε η μητέρα μου.

    «Κατερίνα μου, είναι μεγάλος για σένα.»

    Πάγωσα.

    «Κατερίνα, είσαι ενήλικη. Δε θα σου πούμε εμείς με ποιον να βγαίνεις, αλλά αγάπη μου… είναι μεγάλη η διαφορά σας στην ηλικία σε σχέση με τις ηλικίες σας. Δεν είστε 42 με 30, είστε 32 με 20.» συνέχισε η μητέρα μου.

    Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για λίγο.

    «Μη σπέρνουμε την καταστροφή» είπε ο λατρεμένος μου πατέρας. «Θέλουμε ωστόσο να τον γνωρίσουμε.»

    «Μου το είχε προτείνει και ο ίδιος τις τρεις πρώτες φορές που είχαμε βγει, να ανέβει πάνω να τον γνωρίσετε, για να ξέρετε με ποιον άνθρωπο βγαίνω έξω. Εγώ… Ε… εγώ το ανέβαλα και τις τρεις φορές.»

    «Κοίτα, δεν λέμε να έρθει να δώσει λόγο ο άνθρωπος. Απλά, την επόμενη φορά που θα βγείτε, όταν έρθει να σε πάρει κάντε αυτό που σου είχε προτείνει.»

    «Μάλιστα» είπα.

    «Τους ζυγούς λύσατε» είπε ο πατέρας μου και εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου για να πάρω το Μανώλη τηλέφωνο και να του πω τι έγινε.

    Το μόνο παρήγορο σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι ο Μανώλης με βοήθησε να βρω που είχα κάνει λάθος. Ο άτιμος το βρήκε με τη μία αλλά σωστά πράττοντας με καθοδήγησε ώστε να το βρω η ίδια. Με έβαλε να ξαναδιαβάσω πέντε φορές το ίδιο σημείο σε μια πράξη μέχρι τελικά να ανάψει το λαμπάκι: Λάθος σειρά στην μερική παραγώγιση.

    Άτιμες μερικές διαφορικές. Την Παρασκευή έπρεπε να περάσω την ταραχή του να γνωρίσω το Μανώλη στους δικούς μου και μετά… πέντε με τη βίτσα για να μάθω να είμαι προσεκτική.

    Βαριά η μηχανική!

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 6 Μαρτίου 2018
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη ιβ'
    ~.~​

    Ήρθε το βράδυ της Παρασκευής και κατέβηκα στην είσοδο να υποδεχτώ το Μανώλη, ο οποίος ήρθε με ένα κουτί γλυκά.

    «…και πρόσεξε μη χαχανίσεις όταν σου πει το όνομά του, το αστείο είναι πολύ παλιό και τον εκνευρίζει.»

    «Γιατί να χαχανίσω; Αλέξανδρο τον λένε, όχι Χαμογελάιδα!» μου είπε απορημένος ο Μανώλης.

    «Πώς με λένε εμένα;» τον ρώτησα.

    «Τι ερώτηση είναι αυτή ρε Κατερίνα;»

    «Ποιο είναι το πλήρες όνομα μου;»

    «Κατερίνα Βιάσκου» μου είπε χωρίς να καταλαβαίνει.

    «Ε και τον πατέρα μου τον λένε Αλέξανδρο Βιάσκο.»

    «Και;»

    «Να υποθέσω ότι δεν έχεις δει το “Με φόβο και πάθος” του Φώσκολου, ε;»

    «Τι να σου πω, ακόμα και αν το έχω δει δεν το θυμάμαι. Τι σχέση έχει;»

    «Στην ταινία αυτή ένας τίμιος εισαγγελέας τα βάζει με μια μεγαλοοικογένεια: Τους Βιάσκους. Ε, ο πατριάρχης της οικογένειας αυτής λεγόταν Αλέξανδρος.»

    «Δεν αφήνουμε το trivia να πάμε πάνω;»

    «Καλά δεν περνάμε εδώ;» του είπα προσπαθώντας να το αναβάλω όσο πήγαινε.

    Ουφ!

    «Πάμε φοβητσιάρα»

    Άπαξ και μπεις στο χορό, θα χορέψεις. Προς το παρόν το μόνο πράγμα που χόρευε ήταν η καρδούλα μου.

    Άνοιξε την πόρτα ο πατέρας μου και μας κοίταξε.

    Μάλλον κάτι αντίστοιχο θα είχε συμβεί και στον Έλβις πριν δημιουργήσει τη χαρακτηριστική του χορευτική κίνηση με τους γοφούς του.

    «Καλησπέρα» είπε με ανεξιχνίαστη φωνή. «Περάστε μέσα»

    «Καλησπέρα» είπε ο Μανώλης και μπήκαμε μέσα όπου στο σαλόνι μας περίμενε και η μητέρα μου.

    Ο Μανώλης μου έδωσε τα γλυκά γύρισε προς τον πατέρα μου.

    «Μανώλης Δασκαλάκης» του είπε δίνοντάς του το χέρι, «χαίρω πολύ».

    «Αλέξανδρος Βιάσκος» είπε ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. Μετά έδειξε την μητέρα μου. «Από εδώ η σύζυγός μου, Έλσα»

    Ο Μανώλης γύρισε και της έδωσε το χέρι του. «Χαίρω πολύ, κυρία Βιάσκου»

    Μετά ο πατέρας μου, ο λατρεμένος μου μπαμπάς, έσπασε τον πάγο.

    «Εγώ και η Έλσα είμαστε σε ηλικία που αρχίζουμε να μπάζουμε και εσείς δεν θα ψηλώσετε άλλο. Δεν περνάτε να κάτσουμε;»

    Ολοφάνερο ψέμα! πατέρας μου είναι μόλις 55 και η μητέρα μου 49.

    «Ευχαρίστως» είπε ο Μανώλης.

    Η μητέρα μου μας έδειξε να κάτσουμε στο μικρό καναπέ ενώ εκείνη και ο πατέρας μου κάθισαν στο μεγάλο.

    «Ευτυχώς που υπάρχει κάποιος που θυμάται να λύνει μερικές διαφορικές εξισώσεις» ξεκίνησε ο πατέρας μου στο χαλαρό. «Έπρεπε να τη δεις προχθές, έβγαζε καπνούς από τ’ αφτιά»

    «Σας πιστεύω» είπε ο Μανώλης. «Άλλωστε δεν της έχει βγει άδικα το παρατσούκλι “κοντό φυτίλι” από τους φίλους της» συνέχισε δίνοντάς με στεγνά.

    Οι γονείς μου χαμογέλασαν και οι δύο.

    «Εγώ πάλι κ. Βιάσκο, προσέχω για να έχω. Ως χημικός μηχανικός έχω μάθει από διαχείριση εύφλεκτων υλικών και η Κατερίνα αρπάζει αμέσως. Δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, ήταν από τα πρώτα πράγματα που θαύμασα πάνω της όταν τη γνώρισα.»

    «Πως γνωριστήκατε;» ρώτησε η μητέρα μου.

    «Δεν σας έχει πει;» ρώτησε απορημένος ο Μανώλης

    «Η Κατερίνα; Έχεις δοκιμάσει να την ανακρίνεις;»

    Ooops.

    «Ξεφεύγει σα χέλι όταν το θέλει. Πας να της ζητήσεις αύξηση και στο τέλος φεύγεις ευχαριστημένος με μείωση ξεχνώντας για τι πήγες και τι ζητούσες.»

    Ε, ρε και να ήξεραν τι κάνει ένα flogger και ένα καμτσίκι σκέφτηκα ντροπιασμένη.

    «Ναι, καλά, σε έπιασαν οι ντροπές σου τώρα» είπε η μάνα μου, χωρίς φυσικά να έχει ιδέα γιατί με είχε πιάσει ντροπή.

    «Τελείως τυχαία σε ένα παιχνίδι βόλεϊ. Έπαιζα κι εγώ ερασιτεχνικά βόλεϊ όταν σπούδαζα στην Αμερική και ένας κοινός μας γνωστός με είχε προσκαλέσει σε προπόνηση της ομάδας βόλεϊ των μηχανολόγων.»

    «Και πόσο καιρό βγαίνετε;» ρώτησε η μητέρα μου ενώ μια χαρά ήξερε την απάντηση.

    «Κοντά δύο μήνες» απάντησε ο Μανώλης.

    «Αμάν, που είναι οι τρόποι μας βρε Αλέξανδρε» είπε η μητέρα μου. «Θέλετε να πιείτε τίποτα;»

    Εγώ δαγκώθηκα, πόση ώρα ήθελαν να μας κρατήσουν εδώ;

    «Ευχαρίστως, αν έχετε κάτι μη αλκοολούχο ή κάτι ελαφρύ και γλυκό, δεν είμαι φαν του αλκοόλ»

    Παρά τους φόβους μου δεν καθίσαμε παραπάνω από 15 λεπτά. Ο Μανώλης με το χιούμορ του, τη ζεστασιά του και την άνεσή του να μπορεί να μιλάει σε αγνώστους λες και είναι παλιοί του γνωστοί γίνεται πολύ εύκολα συμπαθής και οι γονείς μου δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.

    «Καλή διασκέδαση» μας είπε ο πατέρας μου κλείνοντας την πόρτα.

    «Καλά πήγε» είπα ανακουφισμένη.

    «Γιατί να μην πήγαινε καλά, Κατερινιώ μου;»

    Ουφ, αυτοί οι άντρες!

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του. Συνήθως δεν κανονίζαμε από πριν που θα πάμε, αποφασίζαμε στην πορεία.

    Διόρθωση: Δεν κανονίζαμε που θα πάμε, πρότεινε και πηγαίναμε.

    Άρχισε να μου αραδιάζει πιθανά μέρη αλλά τον έκοψα.

    «Μανωλιό μου, δεν έχω όρεξη για κόσμο. Θέλεις να πάμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο και μετά να πάμε σπίτι σου να κάτσουμε;» τον ρώτησα.

    «Ό,τι θέλει η Κατερίνα μου» είπε και με φίλησε απαλά.

    Κανονικά από το σπίτι μου στο σπίτι του είναι μικρή σχετικά απόσταση. Κατεβαίνεις μέχρι τη Ρέα και παίρνεις την Ρόδων που σε βγάζει στην πλατεία της Πολιτείας. Ο Μανώλης μας πήγε το γύρο της Πεντέλης. Αντί να κατέβει προς Ρέα ανέβηκε προς Νέα Μάκρη και όταν φτάσαμε στο Πανόραμα στρίψαμε και πήραμε τον πίσω δρόμο της Πεντέλης, προς την ομώνυμη Μονή. Φτάσαμε στη Νέα Πεντέλη και από και πάλι Πολιτεία.

    Αν και είχε κρύο είχα κατεβάσει λίγο το παράθυρο και ο φρέσκος και παγωμένος αέρας με είχε αναζωογονήσει.

    Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του αλλά ήταν ακόμα σχετικά νωρίς και προς κακή μου τύχη συναντήσαμε μία γηραιά ένοικο της πολυκατοικίας. Κρίνοντας από το βλέμμα της κατάλαβα ότι είχα ακουστεί κάθε φορά που είχα τελειώσει, και δεν είχαμε πάει μόνο μια φορά στο σπίτι του.

    Δεν είχαμε κάνει ακόμα έρωτα αλλά σχεδόν όλα τα άλλα τα είχαμε κάνει. Από το παιχνίδι με τον πόνο είχα ανακαλύψει ότι με ερεθίζει το φλόγκερ, το χέρι του και το δάγκωμα και στρίψιμο στις ρώγες μου. Με τη βίτσα η σχέση ήταν πιο περίεργη, την είχαμε αρχίσει και αυτή και δεν είχα ξετρελαθεί αν και ομολογουμένως ήταν πολύ προτιμότερη από το καμτσίκι. Του άρεσε όμως η βίτσα οπότε μιας και μπορούσα να την ανεχθώ δεν είχα διαμαρτυρηθεί.

    Τα παιχνίδια ήταν πάντα δίκην τιμωρίας για κάτι απλό και χαζό ή αφορούσε έλεγχο του οργασμού μου. Ήθελε να με μάθει να κρατιέμαι μέχρι να με ελευθερώσει εκείνος αλλά σε αυτό, σε αντίθεση με τα μαθηματικά ήμουν σκράπας, εξ ου και το δολοφονικό βλέμμα της γριάς στο ασανσέρ.

    Με τα παραπάνω είχα ανακαλύψει ότι είμαι δοτική, μου άρεσε να του προσφέρω και η ηδονή μέσα μου όταν γινόταν αυτό δεν ήταν απλά σωματική. Ο Μανώλης μου είχε δείξει διάφορες σελίδες στο internet, εγώ σύμφωνα με αυτές ανήκω στην κατηγορία που λέγεται bottom, κάτι το οποίο στην αρχή έβρισκα ιδιαίτερα μειωτικό. «Μην κοιτάς τις ταμπέλες» μου είχε πει «δεν κάνουν αυτές τον άνθρωπο, ο άνθρωπος κάνει τις ταμπέλες.»

    Επιπλέον είχα διακρίνει κάποιες ομοιότητες στη σχέση μου με τον πατέρα μου και τον Μανώλη. Τον πατέρα μου τον λατρεύω όσο τίποτα στον κόσμο αλλά όταν αγριεύει μου κόβονται τα ύπατα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει σηκώσει ούτε μια φορά το χέρι πάνω μου. Τον Μανώλη τον αγαπούσα με διαφορετικό τρόπο φυσικά, αλλά είχαν κάτι κοινό, όταν ζητούσαν κάτι εγώ εκτελούσα χωρίς πολλές κουβέντες. Για διαφορετικούς λόγους στον καθένα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

    Καθώς είμαι άτομο που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του αυτό με είχε προβληματίσει πολύ στις αρχές. Από την άλλη κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να υπακούσω και η πράξη αυτή της υπακοής μου έφερνε, όχι ακριβώς ψυχική ανάταση, αλλά μια αίσθηση που δεν μπορώ να περιγράψω επακριβώς. Η κοντινότερη λέξη είναι η πλήρωση αλλά ακόμα και τώρα μου φαίνεται πολύ βαριά σα λέξη.

    Φυσικά όλα αυτά τα είχα συζητήσει με το Μανώλη που είχε άλλη θεώρηση των πραγμάτων. «Νιώθεις ανακούφιση που κάποιος οδηγεί και παίρνει αποφάσεις, όχι γιατί δεν μπορείς η ίδια, αλλά γιατί νιώθεις σαν τον επιβάτη που μπορεί να χαζεύει το τοπίο ενώ ο οδηγός πρέπει να είναι προσηλωμένος στο δρόμο. Σ’ αρέσει να προσφέρεις ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, είσαι άνθρωπος που θέλει να είσαι ίσα-βάρκα ίσα-πανιά στα πάρε δώσε σου με άλλους ανθρώπους και σε κάνει να νιώθεις άσχημα όταν κρίνεις ότι το ισοζύγιο παλατζάρει υπέρ σου.»

    Δεν ήταν μακριά από την πραγματικότητα η παραπάνω εκτίμηση, πάντα ένιωθα άσχημα όταν είχα υποχρέωση σε κάποιον άνθρωπο οπότε φρόντιζα να μην έχω.

    Γεγονός είναι ότι ακόμα και αν ήμασταν μόλις δύο μήνες μαζί κοντά του ένιωθα ασφάλεια, ζεστασιά και αγάπη και ένιωθα την ανάγκη μέσα μου να το ανταποδώσω στο βαθμό και με τον τρόπο που μπορώ. Κάπως έτσι και από τη στιγμή που όχι απλά απολάμβανα αλλά ένιωθα ανάγκη να του προσφέρω είχα πάρει απόφαση να μην τα πολυσκέφτομαι, ακόμα και αν αυτό κάποιες φορές με έφερνε σε αμηχανία.

    Κάποια βραδιά για παράδειγμα, είχαμε βγει με κάτι φίλους έξω, κάποια στιγμή έγειρε και μου είπε στο αυτί: «Πήγαινε στην τουαλέτα και βγάλε το κιλοτάκι σου και μετά έλα να μου το δώσεις με τρόπο.»

    Δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρώματα άλλαξα εκείνη τη στιγμή ωστόσο όπως το ζήτησε έτσι κι έγινε. Το είχα βάλει στο τσαντάκι μου και όταν κάθισα του το έδωσα κάτω από το τραπέζι. Εκείνος το πήρε στα χέρια του, ευτυχώς κρύβοντάς του, και πήγε στην τουαλέτα όπου γύρισε μετά από λίγο.

    «Ήθελα μια ρουφηξιά Κατερίνας» μου είπε και με φίλησε. Το είχε τρίψει στο πρόσωπό του, χωρίς να τον νοιάζει ότι ήμαστε μέσα σε κόσμο.

    Κάποια άλλη φορά σε κάποιο πάρτι με ακολούθησε στην τουαλέτα που πήγα και μπήκε και εκείνος μαζί μου μέσα. Κατέβασε το παντελόνι του και μου ζήτησε να του πάρω πίπα. Μας είχε δει κόσμος να μπαίνουμε μαζί στην τουαλέτα. Του το είπα. Και τι σε νοιάζει μου λέει, τους ξέρεις από χθες; Θέλω να όταν βγούμε έξω να έχεις ακόμα τη γεύση του πούτσου μου στο στόμα σου. «Γονάτισε» με διέταξε και εγώ υπάκουσα. Ελπίζω να μην ακούστηκε έξω το «αααχ, χύνω… χύνω στο στοματάκι σου». Κατάπια πρόθυμα αλλά όταν βγήκαμε έξω νόμιζα ότι όλοι μας κοιτούσαν και ότι όλοι ήξεραν ότι μόλις είχα κάνει πίπα στο Μανώλη.

    Και όχι τίποτε άλλο αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα ξεχάσει να κατουρήσω οπότε δέκα λεπτά αργότερα και κατακόκκινη επέστρεψα στην τουαλέτα, αυτή τη φορά ευτυχώς μόνη μου!

    Είχα μάθει επιτέλους να μπορώ να τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου κρατώντας ικανοποιητικό ρυθμό και οι πίπες -όπως φαντάζομαι κάθε άντρα- τον ξετρέλαιναν. Είδες τι κάνει η πολλή εξάσκηση;

    Όχι ότι με άφηνε παραπονεμένη, αυτά τα παιχνίδια με την απόπειρα ελέγχου του οργασμού μου με ξετρέλαιναν, και δυστυχώς είχα αυτήκοες μάρτυρες τους ένοικους στην πολυκατοικία του Μανώλη. Αν καμιά φορά όχλος οπλισμένος με δαυλούς του γκρέμιζε την πόρτα θα έφταιγε αυτός και το ξερό του το κεφάλι, άμα πια!

    «…κάνουμε;»

    Ποιος ήρθε;

    «This is ground control to Katerina. »

    «Ναι ποιος;» τον ρώτησα αφηρημένη.

    «Σε ρώτησα τι θες να κάνουμε» μου απάντησε.

    «Να ξεχάσουμε τις μερικές διαφορικές για σήμερα;» τον ρώτησα αθώα. «Κατερίνα θέλει αγκαλίτσες» συνέχισα.

    «Ο τόκος υπερημερίας είναι 30% μου είπε»

    «Είσαι τοκογλύφος» τον κατηγόρησα και συνέχισα « το 30% δεν βγάζει νόημα, 1,5 ξυλιά παραπάνω θα μου δώσεις; Το 20% φαίνεται πιο σωστό»

    «Δίκιο έχεις, 40%»

    «Ουφ, εκμεταλλεύεσαι την ανάγκη μου» τον κατηγόρησα.

    «Αλλά και το 60% καλό ακούγεται» συνέχισε απτόητος.

    «Το 40% μου φαίνεται καλή ιδέα» του απάντησα.

    «Deal» μου είπε «κόλλα το.»

    Και μου κόλλησε μια στα πισινά που χοροπήδησα.

    Άθλιε Μανώλη!

    «Θέλεις να δούμε καμιά ταινία;» με ρώτησε.

    «Ναι αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη.

    «Βολέψου, πάω να ετοιμάσω pop corn»

    «Θέλεις βοήθεια;»

    «Όχι μωρό μου, πήγαινε βολέψου. Θέλεις πορτοκαλάδα με ανθρακικό ή coca cola zero?»

    «Ό,τι έχεις ανοιχτό» του απάντησα. Δεν πολυπίνω αναψυκτικά είναι η αλήθεια και ο Μανώλης πίνει μόνο πορτοκαλάδα με ανθρακικό από μια μάρκα που του φέρνει ένας φίλος του από την Καρδίτσα και κόκα κόλα zero. Πού και πού πίνει, μα πως το πίνει αυτό το πράγμα, κόκα κόλα βανίλια αλλά ευτυχώς δεν είναι τόσο σαδιστής ώστε να βάλει κι εμένα να κάνω το ίδιο.

    Πήγα στον καναπέ στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση αλλά ο Μανώλης μου είπε να πάμε να δούμε στο δωμάτιό του συμπληρώνοντας «Αγκαλίτσες δε θέλεις; Πολύ πιο βολικά και ζεστά είναι μέσα»

    Δε διαφωνώ!

    Πήγα στο δωμάτιό του και άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε χαρίσει. Σήμερα δε χρειαζόταν να μου πει να τα βάλω, το έκανα μοναχή μου. Γδύθηκα στα γρήγορα και μετά τα φόρεσα. Το μποξεράκι ήταν στενό αλλά του Μανώλη του άρεσε γιατί καθότι ελαστικό τονιζόταν ο πισινός μου. Εδώ φοράω γόβες, το στενό σορτσάκι θα με πειράξει;

    Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μικρότερη από αυτή του σαλονιού αλλά για το χώρο στον οποίο βρισκόταν ήταν μια χαρά. Χαζολογούσα κάνοντας ζάπινγκ όταν ήρθε ο Μανώλης μέσα. Είδε τα ρούχα μου διπλωμένα στην καρέκλα και χαμογέλασε.

    Ta-dah! του έκανα κατεβάζοντας το πάπλωμα ώστε να δει ότι φορούσα το μπλουζάκι. Ήρθε και άφησε στο κομοδίνο μου ένα μισόλιτρο μπουκάλι πορτοκαλάδα και πήγε στο δικό του κομοδίνο και άφησε και αυτός την πορτοκαλάδα του. Μου έδωσε να κρατήσω τη γαβάθα με τα ποκ-κορν και χώθηκε και αυτός κάτω από τα σκεπάσματα.

    Χώθηκα στην αγκαλιά του και μετά εκείνος έβαλε τα ποπ-κορν πάνω του και το γύρισε στο Netflix. Δεν αργήσαμε να επιλέξουμε μια χαλαρή χαζοκωμωδία και ξεκίνησε να παίζει.

    Και εκεί κάποια στιγμή μου το ξεφούρνισε.

    «Την άλλη εβδομάδα θα φύγω για δώδεκα μέρες εκτός Ελλάδας. Θα πάω Γερμανία 5 μέρες και μετά Αμερική για άλλες επτά.»

    «Πού; Γιατί;»

    «Λούντβιχσχάφεν και μετά Χιούστον, πρόκειται να κάνουμε μια μεγάλη αγορά από την BASF και είμαι επικεφαλής της ομάδας αξιολόγησης»

    «Και θα λείπεις για δύο σχεδόν εβδομάδες;» τον ρώτησα παραπονεμένη.

    «Δεν θέλω, καρδούλα μου, αλλά δεν έχω και επιλογή σε αυτό το ζήτημα.»

    Ουφ ☹

    «Και πότε φεύγεις;»

    «Δευτέρα πρωί για Γερμανία. Σάββατο πρωί θα φύγουμε από Φρανκφούρτη για Χιούστον και θα επιστρέψουμε τον ερχόμενο Σάββατο Αθήνα, μέσω Φρανκφούρτης» μου απάντησε.

    Τι να κάνεις;

    Σφίχτηκα πάνω του και κοίταζα χωρίς να βλέπω την τηλεόραση. Κατερίνα, συμμαζέψου έλεγα στον εαυτό μου. Χωρίς να το σκεφτώ πήρα το ποπ-κορν και το έβαλα στο κομοδίνο και του όρμισα. Τον φίλησα με πάθος και του δάγκωσα (δυνατά!) τα χείλη. Μετά άρχισα να τον δαγκώνω στο σαγόνι και κατέβηκα προς το λαιμό του. Ένιωσα το χέρι του στο ένα μου στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει καθώς του φιλούσα και του έγλειφα το λαιμό. Τον έβαλα να σηκωθεί και να βγάλει το μπλουζάκι του και όρμισα στο στέρνο το και φιλώντας, δαγκώνοντας και γλείφοντας κατέβηκα προς τα κάτω. Του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.

    Ο Μανώλης με σταμάτησε και με τράβηξε προς τα πάνω. Μου έβγαλε το μπλουζάκι και έπεσε πάνω μου φιλώντας με, με ανάλογο πάθος. Το χέρι του μάλαζε δυνατά πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος ενώ ξεκινώντας από το αυτί, κατέβηκε προς το λαιμό και από εκεί προς τα στήθη μου. Πιπίλησε και δάγκωσε για λίγο τις ρώγες μου και συνέχισε να με φιλάει κατεβαίνοντας προς τα κάτω. Όταν έφτασε χαμηλά μου κατέβασε το μποξεράκι του και εγώ σήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω.

    Μου το έβγαλε τελείως και άρχισε να με γλείφει γύρω-γύρω αλλά όχι εκεί που ήθελα. Πλησίαζε, ένιωθα την καυτή του ανάσα αλλά κάθε φορά που έφτανε μερικά χιλιοστά απόσταση από την κλειτορίδα μου, απομακρυνόταν και πάλι. Όταν η γλώσσα του επιτέλους άγγιξε την κλειτορίδα μου άρχισα να τραντάζομαι. Μετά με τη γλώσσα του πήγε προς τα κάτω και την έβαλε μέσα μου ενώ μάλαζε με δύναμη το στήθος μου και μου τσιμπούσε τη ρώγα.

    Τρανταζόμουν σύγκορμη λες και ήμουν πύραυλος στην αρχή της εκτόξευσής του. Τέλειωσα ξεφωνίζοντας (πάλι!) αλλά δε σταμάτησε, συνέχισε να το κάνει μέχρι που δεν άντεχα, και τον τράβηξα να σταματήσει. Δε μου έκανε το χατίρι, ακριβώς, ανέβηκε προς τα πάνω μου και έφτασε πάλι το κεφάλι του στο στήθος μου και άρχισε πάλι να το πιπιλάει ενώ το χέρι του με χάιδευε στα χαμηλά και σε άτακτα διαστήματα έβαζε το δάχτυλό του μέσα μου.

    Αυτή τη φορά δεν είχε επιστροφή.

    «Σε θέλω… μέσα μου…»

    «Με θέλεις μωρό μου; Με θέλεις πολύ;» είπε συνεχίζοντας να με βασανίζει με το πιο γλυκό βασανιστήριο.

    «Ναι, σε θέλω. Σε θέλω» του είπα βογκώντας.

    «Παρακάλεσέ με» με διέταξε.

    «Σε παρακαλώ, σε θέλω μέσα μου. Πάρε με, κάνε με δικιά σου, σε παρακαλώ». Το είχα χάσει τελείως.

    Ο Μανώλης έκανε να πάει προς το κομοδίνο, μάλλον για να βάλει προφυλακτικό αλλά τον σταμάτησα.

    «Παίρνω αντισυλληπτικά για τα ινομυώματα, το ξέχασες;»

    Δίστασε

    «Εγώ είμαι παρθένα κι εσύ αιμοδότης. Πριν δύο εβδομάδες έδωσες αίμα.»

    Με κοίταξε.

    Ήμουν έτοιμη. Ήξερα ότι η πρώτη φορά συνοδεύεται από έντονο πόνο, μου το είχε διαβεβαιώσει αυτό και η αδερφή μου αν και η τελευταία είναι πολύ πιο μη μου άπτου και με σημαντικά μικρότερες αντοχές στον πόνο από μένα.

    …που κάποια ήδη πόνου μου προκαλούσαν ηδονή.

    «Κάνε με δική σου» του είπα.

    Ανέβηκε πάνω μου. Το βάρος του πάνω μου… θεέ μου το βάρος του πάνω μου.

    Άνοιξα τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Τον ένιωσα στα χείλη μου. Μετά με μια απαλή κίνηση μπήκε μέσα μου.

    Ο πόνος ήταν οξύς και μου ξέφυγε μια φωνούλα.

    Όμως η αίσθηση μέσα μου… ναι, αυτό ήταν πληρότητα. Αυτό ήταν πληρότητα.

    Άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει πιο βαθιά και για πρώτη φορά η ηδονή άρχισε να υπερκαλύπτει το τσούξιμο. Μετά άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά και το βογγητό που βγήκε δεν ήταν πόνου αυτή τη φορά.

    Ήταν βογγητό ηδονής.

    Ο Μανώλης πότε επιτάχυνε και πότε επιβράδυνε το ρυθμό του κάνοντάς με να βγάζω αναφιλητά που δεν ήταν από κλάμα. Καρφώθηκε όλος μέσα μου και παρά τον πόνο ξεφώνησα πάλι από την καύλα. Δεν είχα φανταστεί, δε μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσε να υπάρξει τέτοια ηδονική καύλα, ήταν σχεδόν μαρτύριο.

    Αυτό έγινε για αρκετή ώρα αλλά παρά τα όσα ένιωθα η κορύφωση δεν ερχόταν. Κοίταξα το ιδρωμένο του κούτελο και τα μάτια του που έλαμπαν από έρωτα. Τον κοίταζα στα μάτια ενώ μπαινόβγαινε μέσα μου και δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο από αυτά τα μάτια. Δε με ένοιαζε που δεν είχε έρθει ακόμα ο οργασμός, ας μην ερχόταν. Μπροστά σε ότι ένιωθα εκείνη τη στιγμή σε ψυχή και σώμα ο οργασμός δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα.

    «Μην κρατιέσαι άλλο» του είπα. «Τέλειωσε… τέλειωσε μέσα μου».

    «Κατερίνα μου… αγάπη μου… αααχ αααχ» είπε και καρφώθηκε μέσα μου και έμεινε ακίνητος. Ένιωσα τους σπασμούς της ηδονής του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας και ήξερα ότι άδειαζε το είναι του μέσα μου… αυτή την έκρηξη ηδονής που είναι το πρώτο πράγμα κάθε νέας ζωής. Ήταν τόσο απίστευτο αυτό το συναίσθημα, αυτή η ζεστασιά.

    «Σ’ αγαπάω Μανώλη μου» του είπα. «Σ’ αγαπάω». Όντας ακόμα μέσα μου, σωριάστηκε σχεδόν πάνω μου, λες και είχε αδειάσει προσφέροντας όλο το ζωτικό του ρευστό. Τον αγκάλιασα σφιχτά.

    Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα και το ένιωσα μέσα μου να μαλακώνει και να ζαρώνει. Τραβήχτηκε έξω και ξάπλωσε δίπλα μου ανάσκελα. Γύρισα και έπεσα εγώ πάνω του.

    «Σ’ ευχαριστώ» του είπα απλά εννοώντας το με όλη μου την καρδιά.

    «Σ’ ευχαριστώ» μου απάντησε απλά εκείνος εννοώντας το με όλη του την καρδιά.

    Με είχε κάνει δική του και εκείνη τη στιγμή τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 7 Μαρτίου 2018
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη Ιγ'
    ~.~​
    Γνωρίζοντας ότι τη Δευτέρα θα έφευγε για Γερμανία όλο το Σ/Κ δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον παρά μόνο για να με γυρίσει ο Μανώλης σπίτι μου να ρίξω ένα σύντομο ύπνο και από νωρίς το μεσημέρι ξανά μαζί. Την Κυριακή δε, πήγα μόνη μου σπίτι του μετά το πρωινό μου τρέξιμο -ή για να είμαι ακριβής μετά το ντους- με αποτέλεσμα η μητέρα μου να μου βάλει τις φωνές που πήγα να βγω με βρεγμένο μαλλί έξω.

    Κάναμε έρωτα πολλές φορές και κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη αν εξαιρέσουμε τον πόνο. Να νιώθω το βάρος του πάνω μου, την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου, να ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ, να τον νιώθω να τρίβεται πάνω μου, να τον νιώθω να μπαίνει μέσα μου, να νιώθω τους σπασμούς του οργασμού του σαν διαδοχικά κύματα θερμότητας…

    Να με κάνει δικιά του και να γινόμαστε ένα.

    Το Σαββατοκύριακο πέρασε το ίδιο γρήγορα με ένα πεντάλεπτο αλλά οι επόμενες δεκατρείς μέρες φάνηκαν σαν δεκατρείς εβδομάδες. Αν εξαιρέσεις τις Τρίτες που το πρόγραμμά μας μας επιτρέπει να βρεθούμε αρκετές ώρες μαζί, τις υπόλοιπες μέρες τις περνάμε ανταλλάσσοντας μηνύματα, σύντομα τηλεφωνήματα και τα βράδια skype εκτός και αν τύχει να μπορούμε να ξεκλέψουμε μια δυο ώρες οπότε πηγαίνουμε για ένα χαλαρό ποτό. Αν εξαιρέσεις την Τρίτη και το ΠΣΚ δεν άλλαξε κάτι αυτό το ταξίδι από την απλή καθημερινότητα και όμως ο χρόνος φαινόταν να σέρνεται.

    Το Σάββατο που ερχόταν πήγα η ίδια στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτώ, δεν ήθελα να χάσω ούτε δευτερόλεπτο από τη στιγμή που γύριζε. Όταν τον είδα να βγαίνει όρμισα πάνω του. Με είδε και παράτησε κάτω τα πράγματά του, άνοιξε την αγκαλιά του και πήγα και χώθηκα μέσα της. Φιληθήκαμε με τόσο πάθος που κοντέψαμε να γίνουμε θέαμα, αν και φαντάζομαι ότι τα αεροδρόμια ζουν συχνά τέτοιες σκηνές.

    Αν και ήταν φανερά κουρασμένος από τα διαδοχικά ταξίδια και το jet-lag δεν είχε χάσει τη φόρμα του και η διαδρομή προς το σπίτι πέρασε χωρίς να νιώσω σαν ταξιτζού. Όταν φτάσαμε στο σπίτι όμως και μπήκαμε μέσα, σχεδόν κατέρρευσε καθώς του βγήκε όλη η κούραση και η υπερένταση. Τον είδα πως δεν είχε δυνάμεις και παρόλο που τον ήθελα σαν τρελή αποφάσισα να τον αφήσω να ξεκουραστεί.

    Τον βοήθησα να βάλει τις πιτζάμες του και τον έβαλα να ξαπλώσει και μετά πήγα και του έφτιαξα ένα ζεστό γάλα. Ήπιε το γάλα και κούρνιασα στην αγκαλιά του χαϊδεύοντάς τον. Παρόλη την κούρασή του δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί οπότε αποφάσισα να τον βοηθήσω.

    Χωρίς παιχνίδια και χάδια κατέβηκα χαμηλά και του κατέβασα το παντελόνι της πιτζάμας του και το μποξεράκι του. Τον πήρα μη ερεθισμένο στο στόμα μου και άρχισα να πιπιλάω και να το γλείφω ενώ το χέρι μου αγκάλιασε τη βάση του και άρχισα να τον παίζω. Άκουσα την ανάσα του να γίνεται πιο κοφτή ενώ το πέος του θέριευε στο στόμα μου και στο χέρι μου. Τράβηξα το χέρι μου και τον πήρα όλο στο στόμα μου και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω. Ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και ακολούθησα το ρυθμό του μέχρι που άρχισα να νιώθω τους γνώριμους σπασμούς και ανταμείφθηκα με μια σεβαστή ποσότητα σπέρματος από την οποία δεν έχασα ούτε στάλα.

    Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα και του χαμογέλασα. Μου έκανε νεύμα να ανέβω αλλά αυτή τη φορά κούρνιασε αυτός στην αγκαλιά μου. Σε μερικά λεπτά κοιμόταν και το ελαφρύ ροχαλητό του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο. Εγώ δε νύσταζα οπότε μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα σιγά-σιγά για να μην τον ξυπνήσω και πήγα μέσα.

    Το ψυγείο ήταν άδειο. Του άφησα ένα σημείωμα για την περίπτωση που ξυπνήσει και δε με βρει και κατέβηκα στο Βασιλόπουλο στην Κηφισιά όπου γινόταν της τρελής. Πήρα μακαρόνια, μανιτάρια, μπέικον, πιπεριές, σάλτσα με ελιά καθώς και ένα βαζάκι ελιές και μια σακούλα με τρία είδη τριμμένων τυριών ένα μπουκάλι coca-cola zero και ένα χυμό φράουλας για μένα. Φεύγοντας από το Βασιλόπουλο πήγα άλλη μια μεγάλη βόλτα μέχρι το περίπτερο που έφερνε αυτό το ανοσιούργημα με το όνομα coca-cola vanilla που τόσο του αρέσει.

    Όταν γύρισα κοιμόταν ακόμα. Έκανα κάποιες δουλειές αλλά δεν έβαλα σκούπα για να μην τον ξυπνήσω. Κυρίως ξεσκόνισμα στο σαλόνι και στα δύο δωμάτια και πλύσιμο στο μπάνιο. Μετά πήγα στην κουζίνα και έβαλα να φτιάξω γαλλικό καφέ. Έβαλα νερό να βράζει και μετά έριξα τα μακαρόνια. Όσο έβραζαν τα μακαρόνια έβαλα το bacon να τσιγαρίζεται και μετά πρόσθεσα μανιτάρια και πιπεριές και προς το τέλος ελιές και τα περιέχυσα με την έτοιμη σάλτσα και τα ανακάτευσα μέχρι να πάρουν την υφή που ήθελαν. Στο μεταξύ είχαν γίνει τα μακαρόνια, τα σούρωσα και τα ξαναέριξα στην κατσαρόλα. Σκέπασα και το κατσαρολάκι με τη σάλτσα και μιας και στο μεταξύ ο γαλλικός είχε γίνει, έβαλα μια κούπα καφέ, πήγα και φόρεσα το μπλουζάκι και το μποξεράκι που μου είχε κάνει δώρο και κάθισα στην τηλεόραση. Επειδή το σπίτι ήταν κλειστό για αρκετές μέρες έκανε κρύο ακόμα οπότε είχα τυλιχτεί σε μια κουβέρτα. Χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.

    Με ξύπνησε το χάδι του Μανώλη. Τον κοίταξα και τον είδα από πάνω μου να μου χαμογελάει.

    «Με πήρε ο ύπνος» του είπα με κοιμισμένη φωνή.

    «Μαγείρεψες καρδούλα μου;»

    «Ναι, σου έφτιαξα τη μακαρονάδα με τη σάλτσα που σου αρέσει.»

    Αντί απάντησης έσκυψε και με φίλησε.

    «Πεινάς μωρό μου;» τον ρώτησα.

    «Ναι, και δεν βλέπω την ώρα να φάω το φαγητό που μαγείρεψες.»

    «Famous last words» του είπα χαμογελαστή και σηκώθηκα για να σερβίρω. Ο Μανώλης κάθισε στο τραπεζάκι. Ευτυχώς τα μακαρόνια και η σάλτσα ήταν ακόμα ζεστά. Του έβαλα στο πιάτο του, έβαλα και στο δικό μου και του έβαλα ένα ποτήρι zero, την coca-cola βανίλια δεν την έπινε ποτέ σε φαγητό.

    Μιας και του είχα μαγειρέψει για πρώτη φορά είχα αγωνία. Είχα φυσικά δοκιμάσει τη σάλτσα και την είχα βρει ικανοποιητική αλλά δεν είχα μαγειρέψει για εμένα, είχα μαγειρέψει για εκείνον.

    Έφαγε μια πιρουνιά και έκανε ότι δηλητηριάστηκε. Αναμενόμενο!

    «Είναι υπέροχο, σ’ ευχαριστώ Κατερίνα μου»

    Είτε είναι πολύ καλός ηθοποιός, είτε από την πείνα του θα έτρωγε και φελιζόλ είτε είχα πραγματικά πετύχει τη μακαρονάδα γιατί μου ζήτησε και του έβαλα και δεύτερο πιάτο. Πού τα βάζει ήθελα να ‘ξερα, είναι λεπτός σα στύλος.

    «Όταν ξύπνησα έβαλα το θερμοσίφωνα» μου είπε. «Θέλω να πάμε να χωθούμε στη μπανιέρα μέχρι να μουλιάσουμε.»

    Σιγά που θα έλεγα όχι!

    Βέβαια έπρεπε να περιμένουμε λίγη ακόμα ώρα μέχρι να ζεσταθεί το νερό παρά το γεγονός ότι η θέρμανση δούλευε στο full και περάσαμε την ώρα μας χαζολογώντας στην τηλεόραση. Μετά σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω τη μπανιέρα. Βρήκα τη θερμοκρασία ικανοποιητική αλλά ο Μανώλης μου είπε ότι σε αυτή τη θερμοκρασία εκείνος θα ξεφλούδιζε -δυνατό φύλο σου λέει μετά- οπότε αναγκάστηκα να βάλω και κρύο νερό. Έριξα και μπόλικο αφρόλουτρο και σε λίγο το μπάνιο ήταν έτοιμο.

    Μετά μπήκαμε και οι δυο μας μέσα, και η αλήθεια είναι ότι μας πήρε κάμποση προσπάθεια ώστε να βολευτούμε. Τελικά κάθισε με την πλάτη του στην βαθιά άκρη της μπανιέρας και εγώ ήρθα και κάθισα με πλάτη προς εκείνον ανάμεσα στα πόδια του. Ευτυχώς το μπάνιο είναι μεγάλο και έτσι χωρούσε king size μπανιέρα, ο Μανώλης λατρεύει να έχει άπλα.

    Εγώ έγειρα πάνω του και αυτός άρχισε χαϊδεύοντας τα στήθη μου να μου λέει το πως πέρασε. Καθίσαμε αρκετή ώρα έτσι. Μετά σηκωθήκαμε και οι δύο και εγώ βούτηξα το απαλό σφουγγάρι μέσα στο νερό και άρχισα να τον πλένω. Αργά και σχολαστικά ξεκίνησα από τους ώμους του, μετά τα χέρια του, τις μασχάλες του, το στέρνο του και μετά την πλάτη του. Όσο το έκανα αυτό είχα βάλει το νερό να αδειάζει. Όταν η μπανιέρα ήταν σχεδόν άδεια έσκυψα και άρχισα να του τρίβω τα πόδια και μετά τους γλουτούς. Άνοιξα το τηλέφωνο και όταν είδα ότι το νερό ήταν εντάξει του έβρεξα το κεφάλι και στράγγισα σχολαστικά το σφουγγάρι.

    Τον έλουσα και μετά το καθαρό σφουγγάρι τον έπλυνα στα χαμηλά του και μετά το έφερα από πίσω του και τον έπλυνα και εκεί. Τινάχτηκε λίγο όταν το σφουγγάρι μπήκε ελαφρά πίσω του αλλά δε με σταμάτησε. Όταν τέλειωσα τον ξέπλυνα προσεκτικά. Το χαμόγελό του και η χαλάρωσή του όλη αυτή την ώρα ήταν η ανταμοιβή μου, το λάτρευα που μπορούσα να τον περιποιηθώ.

    «Η σειρά μου» μου είπε.

    «Δε χρειάζεται Μανωλιό μου» πήγα να του πω αλλά με διέκοψε.

    «Μικρή, λες πολλά» και μου έριξε ένα απαλό χαστούκι στο δεξί μου γλουτό.

    Βγήκε από τη μπανιέρα και πήγε στο έπιπλο κάτω από το νιπτήρα και έσκυψε ψάχνοντας κάτι.

    «Τι ψάχνεις;» τον ρώτησα.

    «Σφουγγάρι»

    «Γιατί, αυτό εδώ τι έχει;»

    Πρώτη φορά που τον είδα να κοκκινίζει και να τρώει τα λόγια του.

    «Εεε… να… το… με έπλυνες… μπήκε… εε, ξέρεις.»

    Έβαλα τα γέλια.

    «Έλα εδώ βρε χαζούλη. Ορίστε, να, το ξεπλένω για να μην έχεις άγχος. Νομίζεις ότι σιχαίνομαι; Χαζούλη!»

    Ακόμα κόκκινος επέστρεψε στην μπανιέρα όπου έκανε ακόμα ένα σχολαστικό ξέπλυμα/στύψιμο του σφουγγαριού. Μετά άνοιξε το νερό στη θερμοκρασία που προτιμούσα εγώ φροντίζοντας να κάτσει αρκετά μακριά μου ώστε να μην πιτσιλισθεί. Αφού με έβρεξε καλά-καλά έκλεισε το νερό, έβαλε αφρόλουτρο στο χέρι του και κόλλησε από πίσω μου. Άρχισε να το απλώνει στο στήθος μου και την κοιλιά μου και τον ένιωσα πίσω μου να ορθώνεται.

    «Εχμ, αντιμετωπίζουμε μερικές τεχνικές δυσκολίες» μου είπε.

    «Μμμμμ» του απάντησα.

    Πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να με τρίβει απαλά μπροστά. Μετά μου έτριψε την πλάτη και μετά ξανά μπροστά. Ο Μανώλης λάτρευε τα στήθη μου ήταν ικανός να ασχολείται με τις ώρες μαζί τους και όσο το έκανε αυτό τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου να τον νιώσω μέσα μου. Ευτυχώς σαν να με άκουσε κατέβηκε χαμηλότερα. Εκεί δε χρησιμοποίησε σφουγγάρι, μόνο τα χέρια του και μετά συνέχισε από πίσω μου. Πέρασε το δάχτυλό του από την πίσω μου σχισμή και μετά το έβαλε μέσα της.

    Με το αριστερό του χέρι μου χούφτωνε το αριστερό μου στήθος και με το δεξί του μου χάιδευε τον πισινό βάζοντάς μου πότε πότε δάχτυλο στην πίσω μου τρυπούλα. Είχα γίνει πύραυλος. Με ξέπλυνε προσεκτικά και από μπροστά και από πίσω για να φύγουν όλες οι σαπουνάδες.

    Κόλλησε από πίσω μου και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη ενώ ταυτόχρονα με έγλυφε πίσω από τα αφτιά, το λαιμό και το σβέρκο. Μετά άφησε το ένα στήθος και κατέβασε το χέρι του χαμηλά, χάιδεψε και λίγη ώρα την κλειτορίδα μου και το έβαλε μέσα μου. Ήμουν ήδη ερεθισμένη και έτοιμη για εκείνον ωστόσο με παίδεψε λίγη ώρα ακόμα πριν με βάλει να σκύψω με τους πήχεις μου στον τοίχο. Με τράβηξε από τη λεκάνη ώστε να τουρλωθώ και μετά τον έτριψε και μπήκε μέσα στον κόλπο μου.

    Δε το είχαμε ξανακάνει έτσι και όταν μπήκε μέσα μου ξεφώνισα από ηδονή. Άρχισε να κινείται με το ένα χέρι του μπροστά από τη λεκάνη μου ώστε να με σπρώχνει πάνω του και με το άλλο να μου μαλάζει το στήθος και να μου τσιμπάει τη ρόγα με δύναμη.

    Ήταν η πρώτη φορά που τελείωσα με διείσδυση. Και η δεύτερη. Και η τρίτη. Είχα απανωτούς οργασμούς και αυτή τη φορά δεν είχα καν τη δύναμη να φωνάξω, μου έβγαιναν μόνο πνιχτά βογγητά.

    Εκείνος δεν είχε τελειώσει. Τραβήχτηκε έξω και μου ψιθύρισε στ’ αυτί «Θέλω να σε πάρω από πίσω»

    «Πάρε με όπως θέλεις» του απάντησα επίσης ψιθυριστά.

    Έχοντας βγει μόλις από μπροστά μου δεν χρειαζόταν άλλη λίπανση ωστόσο έβαλε το δάχτυλό του ξανά μπροστά μου και μετά το έβαλε πίσω μου και άρχισε πάλι τις κυκλικές κινήσεις. Με πονούσε και με ενοχλούσε αλλά δεν ήθελα να τον σταματήσω, ήθελα να του δοθώ με τον τρόπο που επιθυμούσε. Σταμάτησε, τον έπιασε με το χέρι του τον ένιωσα όταν το κεφαλάκι του ακούμπησε την τρυπούλα μου.

    Μπήκε σιγά-σιγά μέσα μου κάνοντάς με να βογκίζω από τον πόνο. Ένιωθα να με σκίζουν. Ταυτόχρονα όμως ένιωθα ευφορία που του δινόμουν με αυτό τον τρόπο. Μα κάθε τρόπο. «Ό,τι ήθελες φτάνει να μου το είχες ζητήσει» του είχα πει στην εξομολόγησή μου.

    Ο σφικτήρας μου παραδόθηκε και ο Μανώλης έχοντας μπει για τα καλά μέσα πίσω μου κάθισε ακίνητος. Μετά έφερε πάλι το χέρι του στη λεκάνη μου τραβώντας με προς αυτόν. Και τότε άρχισε να κινείται. Ο πόνος υπήρχε αλλά πλέον δεν του έδινα σημασία. Κάνε με ό,τι θέλεις. Πάρε με όπως θέλεις. Είμαι δική σου… δική σου.

    Καρφώθηκε μέσα μου και το ξεφωνητό μου δεν ήταν πόνου, ήταν ηδονής. Τα βογγητά του με ξετρέλαιναν. Με έπαιρνε από πίσω, ο τυχερός, ο εκλεκτός που πραγματοποιούσε το όνειρο των συμμαθητών μου και μετά των συμφοιτητών μου. Ένιωσα στιγμιαία ντροπή στη σκέψη ότι ήμουν ακουμπισμένη στον τοίχο και έδινα τον κώλο μου σε κάποιον και η ντροπή εξαφανίστηκε το ίδιο στιγμιαία γιατί αυτός ο κάποιος ήταν ο Μανώλης.

    Το είχα φαντασιωθεί αυτό για πρώτη φορά με το Μανώλη.

    Το ζούσα για πρώτη φορά με το Μανώλη.

    Ο σφικτήρας μου είχε χαλαρώσει και πλέον μπορούσε και μπαινοέβγαινε πιο εύκολα, πιο βαθιά. Παράτησε τη λεκάνη μου και με τράβηξε πίσω χουφτώνοντας και τα δυο μου στήθη.

    Τον άκουσα να βογκάει δυνατά και ένιωσα τους πίδακες από το σπέρμα του βαθιά μέσα… πίσω μου. Δεν μπορούσα ποτέ μου να το φανταστώ ότι θα συμβεί αλλά εκεί είχα τον τέταρτο οργασμό της βραδιάς. Όχι τόσο έντονος ή τόσης μεγάλης διάρκειας όσο οι πρώτοι τρεις, αλλά οργασμός.

    Μου ήρθε έντονα να πάω τουαλέτα αλλά κρατήθηκα, έστω και με δυσκολία.

    «Σου άρεσε, μωρό μου;» τον ρώτησα.

    «Αν μου άρεσε; Αν μου άρεσε; Δεν στο έχω πει αλλά την πρώτη φορά που τον έπαιξα για πάρτη σου, αυτό φαντασιώθηκα, ότι γαμούσα αυτό το υπέροχο κωλαράκι.»

    «Αυτό το κωλαράκι, και το μουνάκι, και το στοματάκι είναι δικά σου» του είπα.

    Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.

    «Όλα πάνω μου είναι δικά σου. Όλη είμαι δική σου.»

    ΤΕΛΟΣ
     
    Last edited: 9 Μαρτίου 2018
  4. lexy

    lexy .ti.va.


    ωωωω  
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Η αποπλάνηση ολοκληρώθηκε.

    Όμως αυτό δεν ήταν πάρα η αρχή της ιστορίας. Θα ακολουθήσουν στιγμές από τη ζωή τους.

    This is a promise. (or threat, όπως το πάρει κανείς   )
     
  6. no_Taboo

    no_Taboo Αείκαυλος

     
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ψιτ, @no_Taboo άσε το δούλεμα και πιάσε την πένα, οφείλουμε ένα crossover!
     
  8. no_Taboo

    no_Taboo Αείκαυλος

    Δεκτό, αλλά, @Arioch , δεν είναι δούλεμα. Τσουτσούριασα λέμεεεε.
     
  9. lexy

    lexy .ti.va.

    ω!    
     
  10. Dr.Nicki

    Dr.Nicki New Member

    απίστευτη η γραφή σου! Συγχαρητήρια!
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Σ' ευχαριστώ  
     
  12. Invisible Ypsilon

    Invisible Ypsilon Regular Member

    Τη διάβασα μονοκοπανιά, που λένε, την ιστορία... Παράτησα τη δουλειά μου όλο το απόγευμα και χάθηκα στην ανάγνωση... Κι όχι μόνο έμεινε πίσω η δουλειά αλλά άντε τώρα έτσι αναστατωμένη να συνεχίσω (το είπα κομψά!)... Ζημιές προκαλείτε κύριε @Arioch με τα κείμενα σας! Συγχαρητήρια!