Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 29 Ιουλίου 2008.

  1. G_E

    G_E Contributor

    Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Μπράβο εξέλιξη ο Ζεραρ!!!!!!!! thanks dora.
     
  2. Καλό Αφιέρωμα
    και για τον james chase να γράψεις  
     
  3. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

      
     
  4. gaby

    gaby Guest

    πολύ τα απολάμβανα εκείνα τα ασπρόμαυρα βιπεράκια του Ζεράρ Ντε Βιλλιέ - Τμημα Ηθών, δυστυχώς δεν τα έχω κρατήσει, τα πέταγα άρον άρον να μην τα βρει κανένας που δεν έπρεπε.  ενώ αντιθέτως, η ξενέρωτη συγκριτικά "φιλοσοφία του μπουντουάρ" μπορούσε να έχει θέση, αν και σεμνά, στη βιβλιοθήκη.

    πάντως, έδιναν καλές ιδέες για το ως που μπορεί λογικά να το παρακάνει κανείς, πχ εντάξει τα γερά παλούκια από πίσω, γιατί όχι, να βγάζουμε βιβλιάρια γνωριμίας με τη φωτό μας να παίρνουμε πίπες, αλλά να αποφεύγουμε την περιποίηση γονάτων με τρυπάνι, καλά τα dungeons αλλά όχι στους πολύμηνους εγκλεισμούς χωρίς ήλιο και χωρίς φαί, κλπ κλπ κλπ.

    τώρα, ειδικά για τα είπαγε-και-στο-μελλον-να-μην-αμαρτάνεις-έτσι πηδήματα που επιδαψίλευε ο Κορεντέν στα παραλίγο θύματα τραγικών περιστάσεων, καλά ήταν ως αναγνώσματα, τα απολάμβανα και ας προτιμούσα μερικούς από τους "κακούς" ως άποψη και αισθητική, αλλά γιατί πάντα ένιωθα ότι ο Ντε Βιλλιέ σατύριζε τον Αλαίν Ντελόν στο πρόσωπο του σέξυ μπάτσου; ιδέα μου θα ήταν  :innocent:

    υποσημείωση:
    ειδικά ένα τέτοιο βιπεράκι, γύρω στο πάσχα του 84 πρέπει να είχε βγει, που αμολούσαν σ ένα νησί γυμνές γυναίκες να κάνουν τα θηράματα και κάποιοι έκαναν σαφάρι για αυτές, με είχε ξετρελάνει, και ένα άλλο για την σεξουαλική εκπαίδευση μιας νεαρής ινδής μαχαρανής, και ένα άλλο με έναν που του έδωσαν οι γονείς της για υπηρέτρια σπίτι του μια νεαρή και την είχε τρελάνει στους σοδομισμούς και, και, και...
     
    Last edited by a moderator: 1 Αυγούστου 2008
  5. cider

    cider Kitchen master

    ΝΑΙ, ΝΑΙ και αυτό! Dora, δώσε πράμα στο λαό!  
     
  6. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    πριν τα βιτεο και το νετ αυτα τα βιβλια ηταν το μοναδικο μεσω ενημερωσεις του βδσμ στην επαρχεια.αλλα και τωρα ακομα δεν βαριεμε να τα ξαναδιαβαζω.το αγαπημενο μου ειναι το-τα φανταχτερα κοριτσια του σαιν τροπεζ-....αποτι εμαθα προσφατα η γυναικα του τον εκανε τσακοτο και του δεσμευσε ολη του την περιουσια.αν και υπερηλικας οτυπος ειναι αρκετα ζωηρουλης....τη σου ειναι αυτη η φαντασια.......
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Η Επιφανί γελούσε με την καρδιά της. Ξαφνικά τα στήθια της είχαν πεταχτεί έξω από το υπερβολικά ντεκολτέ κορσάζ της. Ήταν παράξενο πώς το ατύχημα, που έγινε αντιληπτό αμέσως απ’ όλους τους πελάτες του μπαρ, δεν είχε γίνει νωρίτερα. Ντυμένη Αλσατή, με τσόκαρα, μάλλινες κάλτσες, πλισέ φούστα κάτω από την ποδιά, κι έναν τεράστιο φιόγκο στα μαλλιά, η Επιφανί θεωρούσε πάντα ζήτημα τιμής να σφίγγει τον κορσέ της και περισσότερο το φανταστικά πλούσιο στήθος της.

    Η Επιφανί ήταν η υπ’ αριθμόν ένα ατραξιόν του μπαρ «Ντερουλέντ», στην οδό των Κήπων, στην παλιά συνοικία πίσω από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, στο Μετζ. Φυσικά μια «ανερχόμενη» ατραξιόν για λογαριασμό του Μαρσέλ Λουβινύ, του ιδιοκτήτη…

    Ψηλή και ευκίνητη, με εκπληκτικά καλοφτιαγμένες γάμπες και πολύ ανεπτυγμένο στήθος για μαύρη, η Επιφανύ ήταν στην πραγματικότητα μιγάδα. Τόσο το καλύτερο άλλωστε, είχε κρίνει ο Λουβινύ. Οι γνήσιες μαύρες δεν αρέσουν πάντα. Με την Επιφανύ οι πελάτες θα είχαν την έξαψη ενός εξωτικού ταξιδιού χωρίς να χρειαστεί να φύγουν από την πατρίδα τους. Ήταν μια καλή συναλλαγή. Γλυκιά και πάντα χαρούμενη, η Επιφανί. Δεν είχε αντίρρηση για μερικές παραξενιές της αντρικής φύσης, αλλά τίποτα περισσότερο. Σε έξι μήνες, όλοι οι πελάτες του Μοζέλα γνώριζαν την Επιφανί. Και την ξαναζητούσαν. Στον στρατώνα, όλοι ονειρεύονταν τη μιγάδα στους κοιτώνες, περιμένοντας ανυπόμονα τα βράδια της άδειάς τους…

    ……………………….

    Ένας πέπλος ομίχλης πέρασε από τα μάτια του αξιωματικού. Προσπάθησε να γυρίσει τα μάτια του αλλού αλλά μάταια. Κάτω από τη μύτη του, στη μέση ακριβώς κάθε μιας από τις δυο καφέ σφαίρες που ήταν φουσκωμένες σε σημείο που κόντευαν να σκάσουν, δυο σκούρες ρώγες, σχεδόν μεγάλες σαν το δάχτυλό του, κεραυνοβολούσαν τα χέρια του με κύματα αφόρητης τάσης.

    Με τα μάτια πεταγμένα από τις κόγχες τους, ο αξιωματικός έβαλε τα χέρια του κάτω από το τραπέζι και έβγαλε ένα βογγητό ζώου που του καρφώνουν στην κοιλιά ένα μαχαίρι…

    …………………………..

    Συνέβαινε κάτι παράξενο. Ο στρατιωτικός δεν είχε τελειώσει ακόμα, παρόλο που η Επιφανί είχε προσφέρει προηγουμένως στον πελάτη της ένα στόμα που καυχιόταν πως ήταν ακαταμάχητο όταν ήθελε. Και τώρα, καθισμένη επάνω του, τον κατάπινε σοφά, συνθλίβοντάς τον σχεδόν σε κάθε κίνηση των γοφών μέσα στο άνοιγμα της κοιλιάς της. Ένας τρόπος δουλειάς για τον οποίο ήταν ιδιαίτερα περήφανη. Συνήθως σε τρία λεπτά οι πελάτες είχαν τελειώσει μέσα σε βογγητά ικανοποίησης.

    - Α, εσύ χρυσό μου, είσαι πολύ δύσκολος, μουρμούρισε λαχανιασμένη.

    Ο αξιωματικός έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα χαμόγελου.

    - Σε προειδοποίησα, είπε. Συνέχισε.

    Η Επιφανί ξαναστρώθηκε στη δουλειά, με ολόκληρη την κοιλιά της σφιγμένη σε μια βίαιη προσπάθεια των μυών της. Τα στήθια ταλαντεύονταν σε κάθε κίνηση.

    Βόγγηξε. Ο πελάτης της τα είχε αρπάξει με τα δυο του χέρια χωρίς την παραμικρή τρυφερότητα…

    Γέλασε, ένα γέλιο ψυχρό και ταυτόχρονα και χοντρό.

    - Μην κουράζεσαι, είπε, δείχνοντας το δωμάτιο με μια χειρονομία. Δεν με εμπνέει το περιβάλλον. Έλα καλύτερα στο σπίτι μου…

    ……………………….

    Ο δροσερός αέρας έκανε την Επιφανί να ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Η νέα γυναίκα έβγαλε μια στριγγλιά και ο Μπασταίν την άρπαξε από τον καρπό.

    - Μπορείς να φωνάξεις όσο θέλεις, είπε σφυριχτά. Εδώ κανείς δεν θα σ’ ακούσει. Ακολούθησέ με….

    Η Επιφανί τραβήχτηκε πίσω.

    Την άρπαξε τεντώνοντας το μπράτσο του, με μια κίνηση καταπληκτική για άνθρωπο της ηλικίας του.

    Η νέα γυναίκα ούρλιαξε ξανά. Και τότε, από το βάθος των θόλων που ακολουθούσαν τον πρώτο, ακούστηκε ένα βραχνό, παραπονεμένο γάβγισμα που της πάγωσε το αίμα.

    - Ο κυνηγετικός μου σκύλος, εξήγησε λακωνικά ο Μπασταίν. Χαίρεται που γύρισα.

    Χάιδεψε το μάγουλο της Επιφανί και της ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά. Σχεδόν στοργικά, όπως κάνουν σ’ ένα σκύλο.

    Τα δόντια της Επιφανί άρχισαν να χτυπάνε.

    - Το δωμάτιό σου είναι εκεί κάτω, δεξιά, είπε με μια γκριμάτσα ο Μπασταίν, τραβώντας την από το μπράτσο. Θα συνεχίσουμε. Μην ανησυχείς. Δεν θα σου κάνω κακό. Έχεις τον λόγο μου…

    …………………………………..

    Ο Μπασταίν έδειξε με επιτιμητικό ύφος τον πρώτο δίσκο που είχε φέρει το πρωί, όταν η Επιφανί κοιμόταν. Δεν τον είχε αγγίξει.

    - Κάνεις λάθος, είπε. Πρέπει ν’ ανακτήσεις τις δυνάμεις σου.

    Η νέα γυναίκα δεν είπε τίποτα. Αρκέστηκε να τον παρατηρεί. Ένιωθε πάλι να την πλημμυρίζει ένα κύμα τρόμου.

    Ο Μπασταίν ξεφορτώθηκε το δίσκο του και ήρθε να καθίσει δίπλα της αναστενάζοντας. Η Επιφανί οπισθοχώρησε ακόμα περισσότερο.

    Ένα καλόκαρδο χαμόγελο αρκούδας μαλάκωσε το βλογιοκομμένο πρόσωπο του στρατιωτικού.

    - Έλα τώρα, είπε με φωνή πατέρα που μαλώνει. Σου είπα να μη φοβάσαι. Δεν διατρέχεις κανένα κίνδυνο, σου τ’ ορκίζομαι.

    Μια λάμψη απόλυτης ειλικρίνειας έλαμπε στα μικρά γκριζοπράσινα μάτια του…

    …………………

    Η φωνή του είχε αλλάξει πάλι. Ξαφνικά χτύπησε τα δάχτυλά του.

    - Κατέβα από το φοινικόδεντρο. Στα τέσσερα νέγρα!

    - Στις διαταγές σου, είπε η Επιφανί γλιστρώντας κάτω.

    Αφού άφηνε να τον λέει κάθαρμα, δεν την πείραζε να τη λέει νέγρα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, γιατί να πειραχτεί; Όσο για τη στάση που της ζητούσε, η Επιφανί ήταν συνηθισμένη. Ο αριθμός των πελατών που ζητούσαν μια τέτοια στάση ήταν εκπληκτικός. Στο κάτω-κάτω, αν αυτό μπορούσε να τον ανάψει γρηγορότερα, θα κέρδιζε χρόνο.

    Έχοντας υπόψη την τιμή που της πλήρωνε, η Επιφανί, σαν καλή επαγγελματίας, έβαλε τα δυνατά της να προχωρήσει με τη μέση πολύ μαζεμένη και τους γλουτούς της σηκωμένους όσο περισσότερο μπορούσε. Συστρεφόταν, έκανε πως δίσταζε, έβγαζε πνιχτές κραυγές, σαν τέλεια σκυλίτσα που πλησιάζει τον κύριό της.

    Τελικά, έφτασε στα πόδια του Μπασταίν. Της χάιδεψε τον σβέρκο.

    - Μπράβο, είπε. Μεγάλη μας βλακεία που χάσαμε την Αφρική…

    Ξανακροτάλισε τα δάχτυλά του κι έσκυψε το κεφάλι του.

    - Εμπρός.

    Η Επιφανί στρώθηκε στη δουλειά.

    ...................................

    - Περίμενε, είπε. Ξάπλωσε και θα γυρίσω. Ακούω το σκυλί μου. Πρέπει να πάω να το δω.

    Βγήκε έξω, πολύ αξιοπρεπής, αλλά πάντα αναστατωμένος, σβήνοντας το φως στο πέρασμά του.

    Η Επιφανί γλίστρησε αναστενάζοντας κάτω από τα ολοκάθαρα σεντόνια…

    Ο διάδρομος έξω ήταν επίσης σκοτεινός. Η Επιφανί δεν είδε τον αξιωματικό να ξανάρχεται. Άκουσε μερικά συρτά βήματα πάνω στο τσιμέντο, το τρίξιμο του κρεβατιού εκστρατείας κάτω από το βάρος του σώματος που κάθισε. Αυτό ήταν όλο.

    Υποταγμένη η νέα γυναίκα έριξε στο πλάι το σεντόνι κι έμεινε ακίνητη με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά.

    Ο βαρύς όγκος ενός μυώδους και γεμάτου τρίχες σώματος έπεσε πάνω της. Αναπήδησε. Δεν είχε έρθει ποτέ γυμνή σ’ επαφή με τον αξιωματικό. Η σταθερότητα του σώματός του και η σκληρότητα των μυών την ξάφνιασαν. Χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. Ήταν πραγματικά παράξενη μια τέτοια σκληρότητα του σώματος στα εξήντα. Νιώθοντας τη ζέστη του σώματος κοντά στο δικό της, άνοιξε το στόμα της βγάζοντας έξω τη γλώσσα της. Μια ξινή ανάσα χτύπησε τα ρουθούνια της. Έκανε μια γκριμάτσα, καθώς το λαρύγγι της δεχόταν την επίθεση μιας επιτακτικής γλώσσας, τραχιάς και γλιστερής.

    Ταυτόχρονα το όργανο μπήκε μέσα της. Παραλίγο να ουρλιάξει. Το όργανο του αξιωματικού ήταν πιο πελώριο από χτες, όταν είχε καθίσει πάνω του. Πώς μπορούσε; Του είχε δώσει το στόμα της πάνω από μισή ώρα. Ήταν πραγματικά εξωφρενικό.

    Ένας σάρκινος κριός την διαπερνούσε τόσο δυνατά που είχε την εντύπωση πως θα της ξέσχιζε τα σωθικά. Ανελέητος. Συνοδευόμενος από άγρια λαχανιάσματα, που άγγιζαν τα όρια της κτηνωδίας, σ’ ένα ρυθμό που γινόταν όλο και πιο γρήγορος. Η Επιφανί ένιωσε τον πανικό να την πνίγει. Κι αν είχε κάνει λάθος; Μπορεί ο αξιωματικός να γινόταν τέρας στο σκοτάδι. Μήπως αυτό ήταν το δικό του θέατρο; Και το είχε κρύψει καλά. Ήταν φριχτό. Τινάχτηκε απότομα.

    - Με πονάς, είπε ικετευτικά.

    - Πάψε, νέγρα, μούγκρισε ο Μπασταίν μέσα στο σκοτάδι από πάνω της.

    Αμέσως μετά μουγκρητά ακολούθησαν τη φωνή του, σε διαφορετικό τόνο. Σαν να ήταν κάποια άλλη φωνή. Μια ξαφνική μεταστροφή στην πλήρη κτηνωδία. Τρομοκρατημένη, η Επιφανί έπαψε να κουνιέται, δεχόμενη την επίθεση της μπουλντόζας, με τα δόντια σφιγμένα, ρίχνοντας το κεφάλι της από τη μια μεριά στην άλλη για ν’ αποφύγει την ανάσα που γινόταν όλο και πιο δύσοσμη όσο περισσότερο το όργανο κουνιόταν μέσα στην κοιλιά της. Ξαφνικά ούρλιαξε. Είχε την εντύπωση πως τη διαπερνούσε μέχρι το λαιμό. Τα μουγκρητά έγιναν κραυγές αγριμιού.

    - Φτάνει, ούρλιαξε. Δεν αντέχω άλλο!

    Δεν πρόλαβε ν’ αναρωτηθεί γιατί δυο χέρια είχαν αρπάξει τους καρπούς της για να τους τραβήξουν πίσω από πάνω της ενώ δυο μπράτσα την είχαν αγκαλιάσει από τη μέση τόσο δυνατά που κόντευαν να τη λιώσουν. Ταυτόχρονα η έκρηξη του οργάνου που ήταν χωμένο μέσα της την έριξε σ’ ένα δυνατό παραλήρημα πόνου για να σκεφτεί έστω και να εξηγήσει αυτό το παράδοξο. Ένα ποτάμι καυτό σαν λάβα την πλημμύρισε, ασταμάτητο, σε ατέλειωτες ριπές ως τα κατάβαθα της κοιλιάς της.

    Οι μηροί της βράχηκαν και μια μυρωδιά σπέρματος, σχεδόν αφόρητη από την ένταση, ήρθε στα ρουθούνια της. Έκανε πίσω, στα πρόθυρα της ναυτίας.

    Το όργανο τραβήχτηκε απότομα, ελαφρά ξεφουσκωμένο. Η Επιφανί έπεσε ανάσκελα σαν να βρισκόταν σε εφιάλτη.

    - Φτάνει ως εδώ, ακούστηκε η φωνή του Μπασταίν. Περίμενέ με, θα γυρίσω.

    Όση ώρα χρειάστηκε ο αξιωματικός για να βγει από το δωμάτιο, τον συνόδευαν πρωτόγονα λαχανιάσματα.

    Όταν έμεινε μόνη, η Επιφανί είχε την εντύπωση πως ανασταινόταν. Μέσα σ’ αυτή τη μισή ώρα, είχε την εντύπωση πως μια ατμόσφαιρα ζούγκλας είχε αφαιρέσει το οξυγόνο από το δωμάτιο. Η νέα γυναίκα ένιωθε να πνίγεται. Αν ο αξιωματικός ήταν έτσι μέσα στο σκοτάδι, καλύτερα να έφευγε αμέσως. Δεν θα ήταν δυνατό να συνηθίσει σε μια τέτοια δοκιμασία. Ένιωθε στα πρόθυρα της απελπισίας. Η κοιλιά της εξακολουθούσε να την πονάει φριχτά. Σηκώθηκε, ψηλάφισε μέσα στο σκοτάδι για να βρει τον διακόπτη, τον γύρισε και σύρθηκε μέχρι το νιπτήρα.

    Έπνιξε μια κραυγή καθώς έσκυβε για να κοιταχτεί. Ένα γλοιώδες υγρό στο χρώμα της ώχρας κυλούσε στους μηρούς της.

    Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα.


    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Μιγάδα της Γουαδελούπης», μετάφραση Ε. Ταμβάκη. Εκδόσεις Μultieditions Ltd, 1981)
     
  8. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    ..ταπαιχνιδισματα του βιντεο...στις προσταγες του αφεντη..τολμηρο κοριτσι...φακελος πολιτικα αποριτα...το τραγικο τελος..γυναικες με αγγελιες..συμπλεγμα της διαφθορας..το κλαμπ των εραστων..παρισι μικρες αγγελιες..το τριγωνο της αμαρτιας..ευκολη λεια...καταραμενη εραστες...οι αγγελοι της πιγκαλ..οι φλογες του ερωτα...το τερας του παρισιου...κλαμπ πριβε..για τα ματια μιας καλλονης......και αλλα τοσσα....viva zerar and thank you~~~
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    - Όχι, σε παρακαλώ, τραύλισε ικετευτικά η Επιφανί. Μην πας να σβήσεις το φως. Μόλις βρεθείς στο σκοτάδι δεν είσαι πια ο ίδιος.

    Τα μάγουλά της ήταν σκαμμένα, όπως στα πρόσωπα των κοριτσιών που πέφτουν στα χέρια σαδιστών βασανιστών στις εικόνες των πορνογραφικών βιβλίων των αρχών του αιώνα.

    Ο Μπασταίν την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Η Επιφανί είχε κυλήσει στα πόδια του και του αγκάλιαζε τις γάμπες. Χαδιάρα, έτοιμη να βάλει σε ενέργεια όλη της τη γοητεία για να τον κρατήσει.

    Για μια ακόμα φορά, όπως κάθε βράδυ, ο αξιωματικός είχε αρνηθεί να τελειώσει. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Θα έβγαινε έξω. Η Επιφανί δεν καταλάβαινε γιατί. Κι όταν γύριζε, άρχιζε το μαρτύριο. Ένιωσε μια φοβερή ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί της.

    Είχε αποφασίσει οριστικά να δώσει ένα τέλος. Δεν θα ξαναρχόταν ποτέ εδώ. Ήταν φοβερό. Αλλά έπρεπε να το υποφέρει ακόμα τρεις μέρες. Να αντέξει ως την Κυριακή το βράδυ.

    Αρχίζοντας να μαθαίνει το αδύνατο σημείο του αξιωματικού, η Επιφανί ξανασήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Άνοιξε το στόμα της, έβγαλε τη γλώσσα της κι άρχισε να γλύφει σιγα-σιγά το τραχύ μαλλί του παντελονιού ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Ταυτόχρονα τα χέρια της γίνονταν απαλά και άρχιζαν να δουλεύουν έμπειρα. Σαν πραγματική σκυλίτσα. Ήξερε πως αυτό άρεσε στον αξιωματικό.

    Σε λίγο κατάλαβε πώς θα νικούσε. Ο Μπασταίν δεν έλεγε πια τίποτα. Με τα χέρια ανοιχτά ανάσαινε βαριά.

    Πάντα γονατιστή, σήκωσε το στήθος της και τρίφτηκε πάνω του ενώνοντας τα χέρια της πίσω. Ταπεινή, υποταγμένη.

    - Περίμενε, μουρμούρισε εκείνος με ταραγμένη φωνή.

    Έλυσε τη ζώνη του και την έβγαλε βίαια από τις θηλειές.

    Τρομοκρατημένη, η Επιφανί βόγγηξε, σίγουρη πως θα την χτυπούσε.

    Αλλά όχι. Το σεξουαλικό ένστικτο του Μπασταίν χρειαζόταν μια άλλη επιπλοκή, πιο λεπτή. Έσκυψε και πιάνοντας τους καρπούς της Επιφανί, τους έδεσε σφιχτά στη ράχη της. Ύστερα σηκώθηκε και χτύπησε τα δάχτυλά του.

    - Βρώμα, μουρμούρισε. Αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου. Σαν ζώο…

    Με μια τεράστια προσπάθεια θέλησης, η νέα γυναίκα του έτεινε το πρόσωπό της, σιωπηλή, υποταγμένη.

    Την έφτυσε κατάμουτρα. Η Επιφανί έκλεισε τα μάτια της, τρέμοντας ολόκληρη…

    …………………………….

    Μέσα στο υγρό υπόγειο το μαρτύριο είχε ξαναρχίσει. Η Επιφανί δεν προσπαθούσε πια ούτε καν ν’ αμυνθεί. Είχε μόνο μια ελπίδα. Να γίνει η έκρηξη όσο το δυνατό γρηγορότερα μέσα της, να σταματήσει η βρωμερή αναπνοή που την τύλιγε. Να τραβηχτούν από πάνω της τα στεγνά και ταυτόχρονα υγρά χέρια που την ψαχούλευαν παντού. Κυρίως έπρεπε να σταματήσουν τα μουγκρητά. Ήταν το χειρότερο. Πώς μπορούσε ένας άντρας που άκουγε με τόση απόλαυση Σούμπερτ να κάνει έρωτα με τόση κτηνωδία;

    Μια φωνή έβγαλε την Επιφανί από τον εφιάλτη της. Η φωνή του Μπασταίν.

    - Σιγα-σιγά…σιγά-σιγά.

    Άνοιξε τα μάτια της μέσα στο σκοτάδι κυριευμένη από μια παράξενη εντύπωση. Αυτή η φωνή μετά τα βογγητά ήταν τόσο διαφορετική…Ο Μπασταίν είχε διχασμένη προσωπικότητα; Μπορούσε κάπου-κάπου να συνέρχεται; Γιατί τώρα η Επιφανί δεν είχε καμιά αμφιβολία. Δεν μιλούσε σ’ εκείνην. Άλλωστε εκείνη είχε εγκαταλειφθεί. Επομένως μιλούσε στον εαυτό του. Στον άλλον Μπασταίν, τον τερατώδη, που ήταν το πραγματικό του μυστικό και που κάποια περηφάνια τον έκανε να ντρέπεται γι’ αυτόν.

    Η Επιφανί δεν πρόλαβε να σκεφτεί περισσότερο. Ούρλιαξε. Ένας σκληρός σάρκινος πάσαλος σκληρός σαν τσιμέντο προσπαθούσε φρενιτικά να τη σκίσει, μέσα σε μια τυφλή σεξουαλική μανία.

    Ένα πιο δυνατό χτύπημα την έκανε να φωνάξει και ένα κύμα ζέστης της έφερε ναυτία. Τα μάτια της θάμπωσαν κι ένιωσε να πέφτει σ’ ένα απύθμενο πηγάδι. Έχασε τις αισθήσεις της.

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Μιγάδα της Γουαδελούπης», μετάφραση Ε. Ταμβάκη. Εκδόσεις Μultieditions Ltd, 1981)
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Πάλευε για να μη γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος του γιου, που ήταν αλυσοδεμένος στον τοίχο αριστερά του μ’ ένα μεταλλικό περιλαίμιο.

    Ήταν ανώτερο από τις δυνάμεις του. Ξανακοίταξε με δέος.

    Ήταν ένας άντρας, στην ηλικία του περίπου.

    Ένα τέρας.

    Αυτό που θα έπρεπε να ονομάσει κανείς πρόσωπο ήταν στρογγυλό, χωρίς καμιά ρυτίδα, με μύτη πλακουτσή και ανασηκωμένη, ανοιχτά ρουθούνια σαν να τα τραβούσε προς τα πάνω ένας αόρατος γάντζος και λοξά μάτια, πολύ μακριά το ένα από το άλλο, που κοίταζαν αναποδογυρισμένα κάτω από τα λιπαρά βλέφαρα.

    Στην άκρη του κάθε ματιού, φαινόταν μια πτυχή του δέρματος προς τα μέσα, σαν τρίτο βλέφαρο.

    Ή ίριδα ήταν γαλάζια, χαραγμένη σ’ ένα μέρος του περιγράμματος της από άσπρα σημάδια.

    Ένα βλέμμα πιθήκου, αλλά εξαιρετικά ηλίθιου πιθήκου, στριφογύριζε σαστισμένο.

    Ανάμεσα στα χοντρά χείλια, που είχαν από πάνω ένα κακοξυρισμένο μουστάκι, με κοψίματα στο δέρμα, τα δόντια ήταν κίτρινα και μεγάλα, αλλά μυτερά. Υπολείμματα τροφών ήταν κολλημένα στα χείλια.

    Ο γιος του Μπασταίν ήταν εντελώς γυμνός.

    Είχε κορμό ουρακοτάγκου.

    Πάνω σε στραβά πόδια, τρομαχτικά τριχωτά και μυώδη, γελοία κοντά μπράτσα με τετράγωνα και στραβά χέρια στην άκρη.

    Ο Κορεντέν πρόσεξε δύο λεπτομέρειες που δεν είχε δει πριν από λίγο.

    Πρώτα-πρώτα τα δάχτυλα. Το τέρας έτρωγε τα νύχια του κυριολεκτικά μέχρι τη ρίζα. Οι άκρες ήταν σπατουλαρισμένες, γυρισμένες, άλλες σκεπασμένες από κρούστες, άλλες ματωμένες.

    Ύστερα το γεννητικό όργανο.

    Ένα γεννητικό όργανο αλόγου. Τεράστιο, κόκκινο, με τη βάλανο μισοξεκολλημένη. Κατέβαινε μέχρι ένα τρίτο των μηρών και ταλαντευόταν σαν εκκρεμές ενώ το τέρας κουνιόταν μηχανικά ρίχνοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.

    Ο Κορεντέν γύρισε αλλού το κεφάλι του με προσπάθεια, παλεύοντας να μη σκουπίσει τις παλάμες του στο παντελόνι του.

    Κοίταξε το δωμάτιο, που φωτιζόταν αυτή τη φορά από τη λάμπα της οροφής. Ήταν καλοσυγυρισμένο και το κρεβάτι εκστρατείας, κάτω από τον κρίκο όπου ήταν καρφωμένη η αλυσίδα των τριών μέτρων που στηριζόταν στο περιλαίμιο μ’ ένα κρίκο, είχε μια καρώ κουβέρτα, ένα παχύ μαξιλάρι και τα σεντόνια ήταν άσπρα, ολοκάθαρα.

    Αλλά κάτω, στα πόδια του κρεβατιού υπήρχαν παντού περιττώματα".

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Μιγάδα της Γουαδελούπης», μετάφραση Ε. Ταμβάκη. Εκδόσεις Μultieditions Ltd, 1981)
     
  11. hugger

    hugger Regular Member

    SAS Ζεραρ ντε Βιλλιε, τι μου θυμισες... Καλοκαιρια στη Χαλκιδικη, 15 χρονων να χαλβαδιαζω τα pocket size και να διαβαζω τα οπισθοφυλλα. Και οσα αγοραζα να τα κρυβω κατω απο τουβλακια στην αυλη. Μεσα στην καψα του καλοκαιριου εκεινης της ηλικιας ολα εμοιαζαν καινουργια, πρωτογνωρα και συναρπαστικα. Τωρα, μονο η αναμνηση τους ειναι νοστιμη, οπως η Φαριν Λακτε στις παιδικες μου αναμνησεις.
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Εκείνο που την τρομοκρατούσε ήταν η ίδια της η ενοχή. Η ντροπή γι αυτό που θα ‘κανε εκείνη τη νύχτα. Για τη συμφωνία που είχε κλείσει, το προηγούμενο βράδυ, μ’ εκείνο τον άγνωστο που ανήκε στην ίδια φυλή μ’ αυτήν, και που έτρωγε στο Μαργαριτένιο Λωτό, ένα κινέζικο εστιατόριο της οδού Καγιό όπου η μητέρα της εργαζόταν ως μαγείρισσα. Ο τρόπος συνεργασίας της μητέρας της με το κινέζικο εστιατόριο δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος. Η μητέρα της μικρής μαγείρευε στο σπίτι της. Έπαιρνε τις διάφορες παραγγελίες, το πρωί, απ’ τον ιδιοκτήτη του Μαργαριτένιου Λωτού, τις ετοίμαζε και μετά τις έστελνε με την κόρη της. Το προηγούμενο βράδυ, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου είχε παραγγείλει ραγού από παλάμες αρκούδας. Ο πελάτης ήταν ένας κοντός, φαλακρός άντρας με πρόσωπο ανέκφραστο, σαν κούκλας από πορσελάνη. Αφού την κοίταξε εξεταστικά, ο πελάτης είχε βγάλει απ’ την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων και της το έδωσε για τον κόπο της. Έπειτα, χαμηλώνοντας τη φωνή του, την είχε ρωτήσει αν ήθελε να κερδίσει άλλα δέκα τέτοια χαρτονομίσματα.

    Η κοπέλα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει ήταν η χειρότερη προδοσία. Απόψε κιόλας, θα ‘φτυνε όλη της την οικογένεια, θα τσαλαπατούσε την τιμή της, θα κηλίδωνε ανεπανόρθωτα τη μοναδική περιουσία που τους είχε απομείνει. Θα τους βύθιζε όλους στη ντροπή, ως την δέκατη έβδομη γενεά. Η Λιμ, η αδερφή της, είχε κιόλας αποφασίσει να κάνει τη ζωή της…Όμως, η Λιμ ήταν ενήλικη, ενώ εκείνη ήταν μόλις δεκαεξήμισι χρονών και ζούσε πάντα κάτω απ’ την οικογενειακή στέγη.

    «Μπαμπά, σε λίγο θα μπορέσεις ν’ αγοράσεις επιτέλους αυτή την έγχρωμη τηλεόραση που τόσο λαχταράς», σκέφτηκε για να νιώσει καλύτερα.

    Όμως, η σκέψη αυτή δεν τη βοήθησε καθόλου. Κι αυτό, γιατί εκτός απ’ το ψέμα που είχε πει για να το σκάσει απ’ το σπίτι της απόψε, υπήρχε και κάτι άλλο. Κατά κάποιο τρόπο αυτό που πήγαινε να κάνει της άρεσε. Ήταν σαν αυτό που ένιωθε τη νύχτα, στο κρεβάτι της, όταν γλιστρούσε το χέρι ανάμεσα στα πόδια της, χαμηλά εκεί που ανοιγόταν η μικρή κοραλλένια φωλιά της.

    Η κοπέλα πήρε βαθιά αναπνοή. Θα πουλιόταν κι αυτό την ερέθιζε. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ώστε αυτός ήταν ο πόθος;

    - Θα δεις, στο τέλος όλα θα πάνε μια χαρά, της είχε πει γελώντας η Γιόκο, η εικοσάχρονη Κινέζα φίλη της, όταν της εκμυστηρεύτηκε το μυστικό της.

    Απόψε, οι γονείς της νόμιζαν πως θα κοιμόταν στη Γιόκο και ούτε καν μπορούσαν να υποψιαστούν πως η Γιόκο, κάτω απ’ το αγγελικό πρόσωπό της έκρυβε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Αν ήξεραν την αλήθεια, δε θ’ άφηναν ποτέ την κόρη τους να κάνει παρέα μαζί της.

    - Θα του δώσεις ότι θελήσει, εκτός απ’ αυτό! είχε πει η Γιόκο δείχνοντας χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της φίλης της.

    - Κι αν επιμείνει; είχε ρωτήσει εκείνη.

    Η Γιόκο είχε μείνει για λίγο σκεφτική.

    - Θα το ταχτοποιήσουμε, είχε πει τέλος. Γδύσου!

    Βλέποντας τη φίλη της να διστάζει, έβαλε τα γέλια.

    - Μη μου πεις ότι ντρέπεσαι να γδυθείς μπροστά μου! Αν είναι έτσι, τι θα κάνεις αύριο που θα βρεθείς με τον πελάτη σου;

    ……………………………..

    Να γιατί, αυτό το βράδυ γύρω στις δέκα και μισή, η κόρη του κυρίου και της κυρίας Τσάο βάδιζε βιαστικά, νιώθοντας την κοιλιά της να καίει από έναν πρωτόγνωρο πόθο, ενώ το σεξ της ήταν σφραγισμένο μ’ ένα μικρό, χρυσό κρίκο περασμένο στα μικρά της χείλη.

    Σε κάθε βήμα της, η ευχάριστη αίσθηση του πόθου δυνάμωνε. Ο κρίκος τριβόταν ανάμεσα στα πόδια της, σφίγγοντας τα δυο της χείλη το ένα πάνω στο άλλο, σ’ ένα χάδι που, όσο πλησίαζε στο ραντεβού της, την αναστάτωνε όλο και περισσότερο.

    ………………………………………

    - Έτσι, δε θα επιμείνει, είπε η Γιόκο, αφού είχε εξηγήσει πρώτα στη Βυ τι θα της έκανε. Αν ο πελάτης σου ήταν λευκός, δε θα μπορούσα να σου εγγυηθώ τίποτα. Όμως οι Κινέζοι ξέρουν να σέβονται την παρθενιά των κοριτσιών…

    Είχε γονατίσει μπροστά στην έφηβη, με το πρόσωπο στο ύψος της κοιλιάς της στο κέντρο της μικροσκοπικής της ήβης.

    Με το δάχτυλό της, η Γιόκο άρχισε να μισανοίγει αργά το σεξ της φίλης της.

    - Μα εσύ είσαι μούσκεμα! είχε φωνάξει σαστισμένη.

    Αμέσως μετά, πριν η Βυ προλάβει να διαμαρτυρηθεί καν, η γλώσσα της Γιόκο χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της, κόβοντάς της την ανάσα.

    Δέκα λεπτά αργότερα, η Γιόκο σφράγισε με το χρυσό κρίκο το ρόδινο μπουμπούκι που, πριν από λίγο, ρουφούσε λαίμαργα.

    - θα δεις, δε θα σε πονέσει καθόλου, την είχε καθησυχάσει. Τρυπάμε τ’ αυτιά μας, γιατί να μην τρυπάμε κι αυτό; Το μόνο που θα νιώσεις, είναι ένα μικρό τσίμπημα…

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, "Νύχτες της Κίνας", μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1986)