Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 29 Ιουλίου 2008.

  1. blindfold

    blindfold Contributor




    αφιερωμένο ..!
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Το μακρύ, γούνινο παλτό που φορούσε η Βυ ήταν της Γιόκο, καθώς και οι ψηλοτάκουνες μπότες και ο γούνινος σκούφος. Έτσι ντυμένη η Βυ φαινόταν όχι μόνο ψηλότερη αλλά και πολύ πιο παχιά. Δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να μαντέψει πως κάτω απ’ το γούνινο παλτό, κρυβόταν το λεπτό και τέλειο κορμί μιας νεαρής Κινέζας που ζύγιζε μόλις 44 κιλά.

    Η Βυ ήταν ολόγυμνη κάτω απ’ το παλτό και το μόνο ξένο σώμα πάνω της ήταν αυτός ο χρυσός κρίκος, ανάμεσα στα πόδια της, που είχε τοποθετηθεί εκεί για να προστατέψει την παρθενιά της…

    «Για την έγχρωμη τηλεόραση του μπαμπά», είπε πάλι μέσα της. «Μόνο γι αυτό».

    Με τον τρόπο αυτό, αλάφρωνε τη συνείδησή της. Σε λίγο, έπειτα από μερικές τέτοιες νύχτες, θα μπορούσε να προσφέρει στους γονείς της την τηλεόραση που τόσο επιθυμούσαν και που πίστευαν ότι δεν θα κατάφερναν να αποχτήσουν ποτέ. Ο κύριος Τσάο, ο πατέρας της, ήταν συμβολαιογράφος στο Λάος και κέρδιζε πολλά. Τα εφτά πρώτα χρόνια της ζωής της, η Βυ τα είχε ζήσει σε μια υπέροχη βίλα στο Βιεντιάν, την πρωτεύουσα. Όμως, στο Παρίσι, τα διπλώματα του κυρίου Τσάο δεν είχαν καμιά αξία κι ο πρώην συμβολαιογράφος αναγκάστηκε να δουλέψει ως υπάλληλος σ’ ένα κινέζικο μπακάλικο της γειτονιάς…

    Η κοπέλα βρήκε τον αριθμό που ζητούσε, σταμάτησε κι έμεινε για λίγο δισταχτική. Μπροστά της υψωνόταν μια σκουριασμένη καγκελόπορτα που προστάτευε έναν αξιοθρήνητο κήπο κι ένα παλιό διώροφο σπίτι με στέγη από κεραμίδια…

    Η Βυ προσπάθησε να ηρεμήσει καθώς ανέβαινε τα πέντε τσιμεντένια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην πόρτα της εισόδου.

    Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε μόνη της…

    Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν τυλιγμένος ως τα πόδια σε μια μακριά, κίτρινη μεταξωτή ρόμπα με τεράστια λουλούδια, και είχε κρύψει το πρόσωπό του πίσω από μια μάσκα φτιαγμένη από χαρτόνι και βαμμένη με έντονα χρώματα.

    Η Βυ ανατρίχιασε. Αυτό που έβλεπε ήταν το κεφάλι ενός ταύρου που απεικόνιζε τον Γιαμαντάκα, έναν απ’ τους δαίμονες της βουδιστικής θρησκείας! Ο Γιαμαντάκα, ο ματοβαμμένος θεός που μ’ αυτόν τη φόβιζε η μητέρα της όταν ήταν μικρή!...

    - Έλα, τι έπαθες; σάρκασε ο άντρας πίσω απ’ τη μάσκα. Μη μου πεις ότι φοβάσαι τους θεούς των προγόνων σου!...

    - Τι παιχνίδι είναι αυτό; ρώτησε με κομμένη την ανάσα. Αν είχατε σκοπό να μου δείξετε κάποια παραδοσιακή όπερα, έπρεπε να μου το πείτε από πριν!

    - Μόνο εγώ κάνω ερωτήσεις! απάντησε ο άντρας με την εφιαλτική μάσκα σε μια άλλη διάλεκτο που η Βυ καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να τη μιλήσει.

    - Είσαι ολόγυμνη από κάτω; ρώτησε ο άντρας με τη μάσκα πλησιάζοντας.

    - Και βέβαια! Έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει; απάντησε εκείνη…

    - Βγάλε το σκούφο σου!

    Η Βυ υπάκουσε και τα μακριά της μαλλιά ξεχύθηκαν στους ώμους της σαν μαύρος χείμαρρος.

    - Και το παλτό! Συνέχισε η φωνή πίσω απ’ τη μάσκα.

    Καθώς η κοπέλα έβγαζε τη γούνα της, ο άντρας τραβήχτηκε λίγο πίσω και την κοίταξε εξεταστικά…

    - Είσαι όμορφη σαν νεαρή ελαφίνα! είπε ο άγνωστος Κινέζος. Είσαι νέα και δροσερή! Το αφεντικό θα μείνει πολύ ευχαριστημένο…

    Το λεπτό, κουκλίστικο πρόσωπο της Βυ συσπάστηκε ελαφρά όταν η παλάμη του άντρα άγγιξε το κορμί της κι άρχισε να κατηφορίζει πάνω στην κοιλιά της.

    -Ωραία κοιλιά, είπε ο Κινέζος.

    Τώρα το χέρι του βρισκόταν πάνω στην ήβη της μικρής.

    -Ναι, είσαι μια όμορφη πεταλούδα της νύχτας και ο κύριός μου θα μείνει ευχαριστημένος! πρόσθεσε.

    Το δάχτυλό του χώθηκε στο άνοιγμα του σεξ της κοπέλας που ξεκινούσε από ψηλά και χανόταν ανάμεσα στους σφιχτούς γλουτούς της.

    -Ε! έκανε η Βυ πισωπατώντας. Εσύ πληρώνεις ή το αφεντικό σου;

    Ο άντρας σάρκασε.

    -Μη σε νοιάζει! απάντησε. Εσύ θα στέκεσαι όμορφη όπως είσαι και θα σωπαίνεις!

    Παρόλο που η κοπέλα είχε απομακρυνθεί από κοντά του, το χέρι του εξακολουθούσε να ψαχουλεύει τ’ απόκρυφά της και τώρα είχε αγγίξει το μεταλλικό κρίκο.

    -Παρθένα, ε; έκανε γελώντας ξαφνιασμένος ο άντρας με τη μάσκα. Ακόμη καλύτερα! Πολύ καλύτερα! Ο αφέντης μου θα νομίζει πως βρίσκεται στον παράδεισο!

    -Όχι εκεί! φώναξε η Βυ. Εκεί δε θ’ αγγίξει κανείς! Ούτε εσύ, ούτε ο αφέντης σου! Κατάλαβες;

    -Εντάξει, εντάξει, μικρή παρθένα! έκανε ο Κινέζος χτυπώντας τα χέρια του. Παντού, αλλά όχι εκεί! Καλύτερα! Πολύ καλύτερα!...

    Σταμάτησε να τη χαϊδεύει.

    -Προχώρα! Πρόσταξε, δείχνοντας τη στριφογυριστή σκάλα.

    -Πέρνα μπροστά μου, πρόσταξε ο άντρας. Κι ανέβαινε αργά με τα πόδια ανοιχτά. Θέλω να τα καταφέρεις έτσι ώστε να τα βλέπω όλα ανάμεσα στους γλουτούς σου.

    ………………………..

    Ο Κινέζος δεν είχε άδικο όταν ζήτησε απ’ τη Βυ ν’ ανεβαίνει αργά τη σκάλα. Η έφηβη είχε λεπτή μέση και οι γοφοί της ήταν ολοστρόγγυλοι. Καθώς ανέβαινε, οι υπέροχοι γλουτοί της άνοιγαν πάνω στα ρόδινα ημισφαίρια του σεξ της, που τα χείλη του τρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο. Σε κάθε βήμα της μικρής, ο χρυσός κρίκος άστραφτε παράξενα και όλο μαζί το θέαμα θα μπορούσε να βγάλει απ’ τους βασιλικούς τάφους τους όλους τους αυτοκράτορες των δυναστειών Σονγκ, Γιουάν και Μινγκ.

    ……………………………….

    Η κοπέλα έμεινε ακίνητη στο τελευταίο σκαλοπάτι, με το αριστερό πόδι στο κεφαλόσκαλο και το δεξί λίγο πιο πίσω, σε μια στάση που έκανε να φαίνεται ολοκάθαρα το το υπέροχο βερίκοκο που κρυβόταν ανάμεσα στα πόδια της.

    -Συνεννοηθήκαμε, έτσι; Ρώτησε βραχνά. Ότι θέλετε, εκτός από το…

    Είπε την πιο βαριά γαλλική λέξη που ήξερε για το γυναικείο σεξ.

    Το δάχτυλο του Κινέζου χώθηκε ξανά κάτω απ’ την κοιλιά της κι άγγιξε το χρυσό κρίκο.

    -Εντάξει, είπε. Δε θ’ αγγίξουμε την παρθενιά σου! Ηρέμησε!

    Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της κι ο Κινέζος συνέχισε:

    -Είμαστε της ίδιας ράτσας, έτσι δεν είναι; Έχεις το λόγο μου ότι πως θα βγεις από δω μέσα ανέπαφη. Μόνο που…

    Το δάχτυλό του τράβηξε απαλά τον κρίκο κι η Βυ έκανε μια γκριμάτσα.

    -Μόνο που θα μείνεις μαζί μας ως αύριο το πρωί. Συμφωνείς;

    Η Βυ είχε συμφωνήσει από χτες και τώρα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ωστόσο, πριν έρθει, είχε συμβουλευτεί το ημερολόγιο κι ήξερε πώς την άλλη μέρα ο ήλιος ανέτελλε επίσημα στις 7.50.

    Σίγουρα, αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής της.

    ……………………………….

    -Τιμημένε αφέντη, η σκλάβα ήρθε.

    Η Βυ πήγε να διαμαρτυρηθεί για τη λέξη «σκλάβα», αλλά αμέσως είδε κάτι να σαλεύει στο βάθος της μισοσκότεινης αίθουσας…

    -Καλώς όρισες, μικρή σκλάβα, είπε μια αργή και βαθιά φωνή που ερχόταν απ’ το βάθος της αίθουσας.

    Η Βυ τρόμαξε. Απέναντί της, σε μια σκοτεινή γωνιά και πάνω σ’ ένα τεράστιο ντιβάνι σκεπασμένο με μεταξωτά, σάλευε αργά ένας όγκος χωμένος κάτω από μια χρυσοκεντημένη κουβέρτα…

    Κάτω απ’ την κουβέρτα, ξεπρόβαλλε ένα χέρι για να πάρει μια μακριά πίπα από ένα χαμηλό τραπεζάκι.

    Ο άγνωστος αφέντης πήρε την πίπα με χέρια που έτρεμαν και έπειτα από μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να τη βάλει στο στόμα του.

    Βέβαια, η λέξη στόμα δεν ήταν η κατάλληλη, γιατί όπως είδε η Βυ, ο άντρας πάνω στο ντιβάνι φορούσε και κείνος μάσκα. Μια τεράστια μάσκα του Γκανέσα, του θεού – ελέφαντα που έχει μόνο ένα χαυλιόδοντα γιατί, σύμφωνα με το μύθο, εμπόδιζε ένα βουδιστή ασκητή να δει το Σίβα, κι εκείνος έξαλλος του έκοψε τον αριστερό χαυλιόδοντα για να τον εκδικηθεί.

    Η μάσκα ήταν κατακόκκινη με μια τεράστια προβοσκίδα που έφτανε ως το στήθος του ανθρώπου που τη φορούσε.

    Ο άγνωστος Κινέζος ρούφηξε πολλές φορές την πίπα του και μια γλυκιά μυρωδιά, η μυρωδιά του όπιου, πλημμύρισε το δωμάτιο. Έπειτα στράφηκε σ’ ένα κασετόφωνο που βρισκόταν πλάι του και πάτησε ένα κουμπί.

    -Χόρεψε! πρόσταξε.

    Η μακρόσυρτη κι ατέλειωτη κινέζικη μελωδία ξεχύθηκε ολόγυρα, ενώ κάθε τόσο ένα γκονγκ ηχούσε δυνατά, χαράζοντας μια αόρατη γραμμή ατέλειωτων ήχων μέσα στο δωμάτιο.

    -Χόρεψε! ξανάπε η φωνή…

    -Άκουσες τι είπε ο αφέντης; ρώτησε πίσω της η φωνή του άλλου.

    Η Βυ άρχισε να λικνίζεται αργά.

    -Καλύτερα! ούρλιαξε πίσω της ο άντρας με τη μάσκα του ταύρου.

    Η κοπέλα προσπαθούσε να κουνήσει τους γοφούς της, αλλά η ζέστη και μυρωδιά του όπιου της έφερνε εμετό.

    Ξαφνικά, έμεινε ακίνητη.

    -Δεν…δεν μπορώ, είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν.

    Ο άντρας με τη μάσκα του ελέφαντα γέλασε.

    -Και βέβαια μπορείς! φώναξε, τινάζοντας την κουβέρτα που τον σκέπαζε.

    -Βλέπεις αυτό το χαλί; ρώτησε.

    Η Βυ κοίταξε στα πόδια του και είδε ένα μεγάλο κινέζικο χαλί που στο κέντρο του ξεχώριζαν οι συγκεντρωτικοί κύκλοι των μαντάλας.

    -Είναι η ιερή διαδρομή των καλόγερων, συνέχισε. Όποιος την ακολουθήσει, φτάνει στην ταπείνωση…Αυτό θα κάνεις κι εσύ..

    Η κοπέλα ήταν κοντά του. Άπλωσε το χέρι του και την έπιασε απ’ τον καρπό.

    -Εσύ, όλη αυτή τη διαδρομή, θα την κάνεις γονατιστή. Στα τέσσερα!

    Σφίγγοντάς της δυνατά το χέρι, την ανάγκασε να πέσει στο πάτωμα και πιέζοντας την παλάμη του στη μέση της, την υποχρέωσε να γονατίσει και να σκύψει με τα χέρια πάνω στο χαλί και τους γλουτούς τεντωμένους.

    -Αυτό είναι! είπε. Κάτι καταφέρνεις! Και τώρα, θ’ αρχίσεις να τρέχεις σαν μικρή σκύλα ακολουθώντας τις καμπύλες του μαντάλα. Στα τέσσερα! Προσπαθώντας να κρατάς τους γλουτούς σου όσο πιο ανοιχτούς γίνεται. Αυτό είναι το πιο σημαντικό!

    Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της.

    -Τεντώσου! Περισσότερο! πρόσταξε ο άλλος Κινέζος, πίσω της.

    -Πρέπει να κουνάς το κορμί σου με το ρυθμό! φώναξε ο άντρας με τη μάσκα του ελέφαντα.

    Η Βυ άρχισε ν’ ακολουθεί τον πρώτο κύκλο που ήταν κι ο μεγαλύτερος, γυρνώντας αργά γύρω απ’ τον εαυτό της κι ανοίγοντας τους γλουτούς της όσο περισσότερο μπορούσε.

    Ξαφνικά, ο άντρας με τη μάσκα του ταύρου όρμησε καταπάνω της. Μια μακριά δερμάτινη λουρίδα έπεσε δυνατά πάνω στους γλουτούς της έφηβης και την ανάγκασε να χαμηλώσει περισσότερο τη μέση της.

    -Πολύ ωραία! Είπε ο άγνωστος που βρισκόταν στο κρεβάτι. Μείνε ακίνητη!

    Κατακόκκκινη από ντροπή, η κοπέλα έκανε ότι της έλεγαν. Το μαστίγιο την είχε τσούξει, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που την πείραζε. Στη στάση που βρισκόταν, με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα που κάπνιζε όπιο πάνω στο ντιβάνι, του πρόσφερε όλα της τ’ απόκρυφα απ’ το αυλάκι ανάμεσα στους γλουτούς της ως τη ρόδινη γυναικεία ομορφιά που κρυβόταν ανάμεσα στα πόδια της και δε σκεπαζόταν ούτε απ’ το παραμικρό ίχνος τρίχας.

    Ο Κινέζος άπλωσε προς την κοπέλα ένα μακρύ ξυλάκι απ’ αυτό που χρησιμοποιούν για να τρώνε όλοι οι συμπατριώτες του.

    -Θαυμάσια, είπε ανοίγοντας τα χείλη του σεξ με την άκρη της μπαγκέτας. Έλα να δεις…Φαίνονται όλα…

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, "Νύχτες της Κίνας", μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1986)
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Μερικά λεπτά αργότερα την πρόσταξαν να συνεχίσει την κυκλική κίνησή της πάνω στα σχέδια του χαλιού…

    Με το βλέμμα θολό, και τα στήθια κρεμασμένα ανάμεσα στα λεπτά της χέρια, η Βυ προσπαθούσε να σκεφτεί τα χρήματα που θα κέρδιζε έπειτα απ’ αυτή την εφιαλτική νύχτα, έπειτα απ’ αυτό το φριχτό «βάφτισμα του πυρός»…

    Η ώρα θα κόντευε 5 το πρωί, όταν ο Κινέζος που ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι πρόσταξε τον υπηρέτη του να δέσει τα πόδια της μικρής…

    Λίγη ώρα πριν, η νεαρή Κινέζα είχε αναγκαστεί να χαρίσει δυο φορές την ηδονή σ’ αυτό τον τεράστιο συμπατριώτη της που δεν είχε σηκωθεί ούτε λεπτό απ’ το ντιβάνι του. Χωμένη κάτω απ’ τη μεταξωτή ρόμπα του Κινέζου, με το κεφάλι της σφηνωμένο ανάμεσα στις αηδιαστικές δίπλες της κοιλιάς του, είχε ρουφήξει τη σάρκα του μέσα στο στόμα της.

    Εκείνος είχε αφήσει τον οργασμό του να ξεχυθεί μέσα στο λαρύγγι της, γεμίζοντάς την αηδία.

    Τώρα, ξαπλωμένη στο χαλί, άφηνε να της δέσουν τα πόδια με τον παλιό, κινέζικο τρόπο.

    -Μη φοβάσαι, είπε ο άντρας με τη μάσκα του ταύρου. Το κάνουμε για να παίξουμε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχείς.

    Τα λόγια του την είχαν καθησυχάσει για μια στιγμή, αλλά τώρα της έσφιγγε όλο και περισσότερο τις κορδέλες γύρω απ’ τα πόδια της κι η Βυ είχε την εντύπωση ότι της ξέσκιζαν τη σάρκα.

    Ούρλιαξε.

    -Φτάνει! Σταματήστε!

    -Θα σου δώσουμε 500 φράγκα παραπάνω, είπε ο άντρας απ’ το ντιβάνι.

    Η μικρή έσφιξε τα δόντια της και δε μίλησε.

    Ωστόσο, μερικά λεπτά αργότερα, δεν κατάφερε να συγκρατήσει μια δεύτερη κραυγή. Τώρα ο πόνος είχε γίνει αφόρητος. Η κορδέλα όσο πήγαινε κι έσφιγγε περισσότερο.

    -Δεν μπορώ να την ακούω, είπε ο Κινέζος απ’ το ντιβάνι. Κάν’ τη να σωπάσει!

    Αμέσως μια λαστιχένια μπαλίτσα χωνόταν στο στόμα της έφηβης.

    -Τώρα που ησύχασε, μπορείς να συνεχίσεις, γρύλισε υπόκωφα ο Κινέζος.

    ………………………………

    Ακόμα κι αν ανήκε σ’ αυτή την πολύ δυνατή και γενναία ράτσα, παρόλο που ήταν η κόρη του αξιοθαύμαστου κυρίου Τσάο, η Βυ ένιωθε ότι δε θα μπορούσε ν’ αντέξει περισσότερο αυτό το απάνθρωπο μαρτύριο.

    Με τα πόδια σφιγμένα στις μεταξωτές κορδέλες, κάθε βήμα την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Μόνο που την εμπόδιζε η λαστιχένια μπάλα.

    -Προχώρα! πρόσταξε ο άντρας με τη μάσκα του ταύρου.

    Η κοπέλα τρίκλισε σαν να πατούσε πάνω σε δυο μικροσκοπικά ποτήρια.

    Το μαστίγιο έπεσε ξανά πάνω στους γλουτούς της…

    -Πιο γρήγορα! Ούρλιαξε ο Κινέζος χτυπώντας την ξανά.

    Η κοπέλα παραπάτησε, έπεσε και με κόπο κατάφερε να ξανασηκωθεί, ενώ ο ιδρώτας που κυλούσε απ’ το πρόσωπό της γινόταν ένα με τα δάκρυά της.

    -Ξεμπέρδευε, βαρέθηκα…είπε τέλος ο Κινέζος που όλο το βράδυ δεν είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του.

    Η φωνή του, ζαλισμένη απ’ το όπιο, ακουγόταν σαν ψίθυρος.

    -Βαρέθηκα…ξανάπε. Θέλω να κοιμηθώ…Να κοιμηθώ…Πάρ’ την από δω!..

    Η κοπέλα ένιωσε να την πιάνει απ’ το ένα χέρι και κάτω απ’ την κοιλιά, και να την πετάει στο δάπεδο, με το πρόσωπο πάνω στο χαλί. Την ίδια στιγμή, ο υπηρέτης του Κινέζου βρέθηκε πάνω της κι άρχισε να της ανοίγει τους γλουτούς. Πάνω στο σβέρκο της, η μικρή Βυ ένιωθε την ψυχρή επαφή της αποκριάτικης μάσκας. Το κορμί της έτρεμε ολόκληρο. Είχε την φριχτή αίσθηση πως ζευγάρωνε μ’ ένα ζώο, μ’ ένα τέρας, μ’ ένα πλάσμα που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο.

    Ξαφνικά, ένιωσε το σεξ του να χώνεται ανάμεσα στους γλουτούς της. Η κίνηση του Κινέζου ήταν τόσο βίαιη που η μικρή νόμισε πως την ξέσκιζαν ολόκληρη απ΄ την κοιλιά ως το λαιμό. Από ένστικτο, κόλλησε στο έδαφος και προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά ο άλλος την ξανάστησε στα γόνατά της και την κράτησε έτσι με το χέρι του περασμένο γύρω απ’ την κοιλιά της. Γύρω απ’ τη νεαρή Κινέζα που δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει, οι τοίχοι, οι καλαμένιες εταζέρες, τα έπιπλα, όλα άρχισαν να γυρίζουν.

    Η τελευταία της σκέψη ήταν πως τουλάχιστον οι δυο άγνωστοι συμπατριώτες της είχαν σεβαστεί τη συμφωνία και δεν την είχαν ξεπαρθενέψει.

    Μετά λιποθύμησε.

    ………………………………….

    Ο Κινέζος με τη μάσκα του ταύρου έριξε μια ματιά στον αφέντη του που κοιμόταν βαθιά πάνω στο ντιβάνι, κι έπειτα κοίταξε τη λεπτή έφηβη που κειτόταν λιπόθυμη πάνω στο χαλί.

    Πριν από λίγο, είχε αφήσει τον οργασμό του να ξεσπάσει μέσα της, αλλά ένιωθε να τη θέλει ξανά…

    Το βλέμμα του καρφώθηκε στην κοιλιά της και στο μυαλό του ήρθε ο χρυσός κρίκος που του έφραζε την είσοδο.

    -Θα’ ταν πολύ κουτό, μονολόγησε.

    Όρμησε ξανά επάνω της, αλλά αυτή τη φορά διάλεξε το δρόμο της κοιλιάς της. Μπήκε μέσα της τόσο απότομα που ο χρυσός κρίκος υποχώρησε ξεσκίζοντας το ένα απ’ τα δύο χείλη της κοπέλας. Η Βυ τραντάχτηκε και ξύπνησε, αλλά ήταν πολύ αργά πια. Ο άλλος πηγαινοερχόταν κιόλας μέσα της γρυλίζοντας από ευχαρίστηση και κομματιάζοντας με το όργανό του τον ιερό υμένα της παρθενιάς της."

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, "Νύχτες της Κίνας", μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1986)
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Ο Άντζελο έριξε βιαστικά την άγκυρα και μπήκε στην καμπίνα των επιβατών, κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα.

    Η Μαρί-Κλαιρ γούρλωσε τα μάτια κι έκανε μια προσπάθεια ν’ αντιδράσει. Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Άντζελο βρισκόταν κιόλας καθισμένος δίπλα της στο δερμάτινο κάθισμα.

    -Ωραία! Έκανε ειρωνικά απλώνοντας τα πόδια του αναπαυτικά. Τι λέτε για ένα ποτό;

    Η Μαρί-Κλαιρ στριμώχτηκε στη γωνιά τρομαγμένη. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει απ’ την ταραχή.

    -Τι σημαίνει αυτό, Άντζελο; κατάφερε να ψελλίσει. Εξηγήστε μου αμέσως, σας παρακαλώ!

    Ο άντρας την κοίταξε κοροϊδευτικά, αλλά δε μίλησε.

    -Τι θέλετε τέλος πάντων; ξέσπασε η γυναίκα, μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο.

    -Εσάς, απάντησε ήρεμα ο νεαρός. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου ένα χρόνο που δουλεύω στο Μπολτράφιο είναι να σας απολαύσω, έστω και για μια φορά…

    Έσκυψε πάνω της βαριανασαίνοντας.

    -Θέλω να σας κάνω έρωτα. Τώρα αμέσως. Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει κανείς.

    -Δεν θα τολμήσετε, φώναξε πανικόβλητη η Μαρί-Κλαιρ, προσπαθώντας να κρατηθεί μπροστά του. Είστε τρελός! Τρελός!

    Ο Άντζελο χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως διασκέδαζε, βλέποντας το τρομαγμένο πρόσωπο της ψηλομύτας ερωμένης του αφεντικού του, που δεν καταδεχόταν να του ρίξει έστω και μια ματιά.

    -Γιατί; Τι έχω να χάσω; της αντιγύρισε αδιάφορα.

    -Τη δουλειά σας. Είστε γελασμένος αν νομίζετε ότι θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Θα τα πω όλα στον σινιόρ Μπολτράφιο…

    -Δε θα πείτε απολύτως τίποτα, την έκοψε ο άντρας. Βλέπω καθαρά στα μάτια σας ότι με θέλετε κι εσείς. Ελάτε τώρα, ομολογήστε το! Με ποθείτε όσο κι εγώ…

    -Είστε τρελός…Μα δεν ξέρετε λοιπόν ότι δεν μπορώ…Ακόμα κι αν το ήθελα, είναι αδύνατο να γίνει…Αδύνατο!

    Το χέρι του Άντζελο άρχισε να ξεκουμπώνει τη γούνα της. Η Μαρί-Κλαιρ ένιωσε το κουράγιο της να την εγκαταλείπει.

    -Έτσι μπράβο, ακούστηκε θριαμβευτική η φωνή του μελαχρινού υπηρέτη. Άλλωστε, δε σας πάει καθόλου το ύφος της σεμνότυφης. Είστε τόσο ζωντανός άνθρωπος και δεν πρέπει ν’ αφήνετε ανεκμετάλλευτη τη ζωτικότητά σας.

    -Δεν μπορώ! Σας λέω, δεν μπορώ! μουρμούρισε πιο μαλακά η γυναίκα τονίζοντας τις λέξεις της. Τι πρέπει να κάνω για να με πιστέψετε;

    Ένα πλοιάριο – λεωφορείο που πέρασε δίπλα τους κούνησε τη σταματημένη «βεντέτα». Ο Άντζελο βρήκε την ευκαιρία να κολλήσει ασφυχτικά πάνω της.

    -Να ‘μαστε, λοιπόν! ψιθύρισε κοντά στο στόμα της. Αν θυμάμαι καλά, είχαμε μείνει στο περίφημο μυστικό της κυρίας.

    Σφίχτηκε περισσότερο κοντά της και την κοίταξε στα μάτια.

    -Ή καλύτερα, το «κοινό» μυστικό…έκανε ειρωνικά.

    -Τι θέλετε να πείτε; τον ρώτησε ξαφνιασμένη η Γαλλίδα.

    Εκείνος της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα. Το ζεστό του χέρι ταξίδευε πάνω στη φούστα της, στο ύψος της κοιλιάς.

    -Σας απαγορεύω! του φώναξε η Μαρί-Κλαιρ, σφίγγοντας τους μηρούς της. Θα τα πω όλα. Μ’ ακούτε; Θα μείνετε χωρίς δουλειά!

    Ο Άντζελο δεν έδωσε σημασία στις διαμαρτυρίες της. Με μια απότομη κίνηση, έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα.

    -Δε θα μιλήσετε, μουρμούρισε πλησιάζοντας τα χείλη της. Προτιμάτε να πεθάνετε, παρά να του αποκαλύψετε ότι ξέρω το μυστικό σας. Δεν θα πιστέψει ότι εγώ το είχα μαντέψει από πριν…

    Η Μαρί-Κλαιρ τραβήχτηκε με κόπο. Παρόλο που δεν ήθελε να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό της, η όλη κατάσταση δεν τη δυσαρεστούσε καθόλου. Ειδικά τώρα, που το χέρι του Άντζελο κατέβαζε αργά το δαντελένιο της σλιπ.

    Προσπάθησε να το συγκρατήσει, σφίγγοντας τα γόνατα, αλλά οι μυς δεν υπάκουσαν. Ο πόθος είχε φουντώσει απαιτητικός μέσα της.

    -Γυμνή, διέταξε ο νέος. Θέλω να σας δω τελείως γυμνή…Και γρήγορα! Βιάζομαι…

    Η Μαρί-Κλαιρ έκανε μια τελευταία προσπάθεια ν’ αντισταθεί. Άρχισε να τον χτυπάει με τις γροθιές της στο στήθος, ουρλιάζοντας:

    -Θα του το πω, θα του το πω…δεν το καταλαβαίνετε;

    Ο Άντζελο της γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος του και κόλλησε τα χείλια του στο κατακόκκινο στόμα της.

    -Γδύστε με εσείς, τον ικέτεψε μόλις τα χείλια τους χώρισαν. Δεν μπορώ να το κάνω μόνη.

    …………………………..

    Ένα πλοιάριο περνώντας δίπλα τους με ταχύτητα, ταρακούνησε τη «βεντέτα» τους κι ανάγκασε τη Μαρί-Κλαιρ να πιαστεί απ’ τις δερμάτινες χειρολαβές, που ήταν στερεωμένες στην οροφή της καμπίνας. Έτσι όπως στεκόταν γυμνή, με τα χέρια τεντωμένα ψηλά, έμοιαζε σαν κρεμασμένη αιχμάλωτη πειρατών. Ο Άντζελο την κοίταζε γοητευμένος.

    -Ώστε είναι αλήθεια, είπε σιγά, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Γυρίστε, σας παρακαλώ, γυρίστε, θέλω να δω κι από πίσω…

    Η κοπέλα υπάκουσε με τα μάγουλα κατακόκκινα απ’ την ντροπή.

    -Δεν αφήνει τίποτα «ελεύθερο» βλέπω, παρατήρησε ο άντρας. Ξαναδείξτε μου πάλι τα πλάγια…είναι πολύ ενδιαφέρον…

    Άναψε νευρικά ένα τσιγάρο και τράβηξε μερικές απανωτές ρουφηξιές.

    -Πόσο καιρό το φοράτε; ρώτησε απότομα, πιάνοντάς την απ’ τους ώμους. Απαντήστε μου, θέλω να ξέρω!

    -Εφτά χρόνια, τραύλισε κλαίγοντας η όμορφη ερωμένη του Πάολο Μπολτράφιο. Από τότε που τον γνώρισα…

    -Το ξέρω…μουρμούρισε με πίκρα ο Άντζελο και τράβηξε τα χέρια του απ’ το κορμί της. Θα πρέπει να σας είναι πολύ δυσάρεστο να το φοράτε…

    Η Γαλλίδα τον κοίταξε παρακλητικά.

    -Σας ικετεύω, αφήστε με να ξαναντυθώ.

    Ο Άντζελο έσμιξε τα φρύδια.

    -Αποκλείεται, δήλωσε αυταρχικά. Θα’ θελα μάλιστα ν’ ανοίξετε πιο πολύ τα πόδια σας, για να το εξετάσω καλύτερα…έτσι, μπράβο. Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε μουσείο. Κι όμως, πρόκειται για μια πραγματική ζώνη αγνότητας.

    Έσκυψε πιο κοντά της.

    -Μια μοντέρνα ζώνη αγνότητας, που αντί για κλειδί διαθέτει σύστημα ασφαλείας με συνδυασμό, που φυσικά μόνο εκείνος γνωρίζει, έτσι;

    Το βλέμμα του έδειχνε έκπληξη και θαυμασμό μαζί.

    -Πείτε μου κάτι. Όταν είσαστε μόνη στο Παρίσι, δε σας πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να το ανοίξετε;

    Η Μαρί-Κλαιρ δάγκωσε τα χείλη της δυνατά.

    -Είμαι ερωτευμένη, δήλωσε περήφανα στηλώνοντας το κορμί της. Πρέπει να καταλάβετε ότι τον αγαπάω. Ότι είμαι τρελή γι αυτόν και ότι ποτέ δεν τον απάτησα. Όχι γιατί δεν μπορούσα, αλλά γιατί δεν το ήθελα.

    Ο Άντζελο τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του στην εντοιχισμένη τσιγαροθήκη.

    -Ωραία, συμφωνώ, είστε ερωτευμένη. Εκείνος όμως φαίνεται ν’ αμφιβάλλει για σας. Φοβάται μήπως τον απατήσετε. Γι αυτό σας υποχρέωσε να φορέσετε αυτό το…

    Η Μαρί-Κλαρι βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

    -Πάψτε πια. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα. Δεν μπορείτε να ξέρετε, φώναξε.

    Δεν άντεχε να του εξηγήσει ότι η ίδια το είχε ζητήσει απ’ τον Πάολο. Στις αρχές του δεσμού τους, είχαν επισκεφτεί μια μέρα το παλάτι των Δόγηδων. Είχαν σταματήσει στην αίθουσα με τα σύνεργα των βασανιστηρίων κι εκεί είχαν δει μια ζώνη αγνότητας του 15ου αιώνα.

    Η Μαρί-Κλαιρ είχε γοητευτεί και είχε ζητήσει απ’ τον Πάολο να της βάλει μια ζώνη. Ήθελε να του δείξει έτσι ότι τον λάτρευε πραγματικά.

    -Δε σου το ζητάω γιατί φοβάμαι ότι θα βρεθώ ποτέ σε στιγμή αδυναμίας, του είχε πει. Είμαι σίγουρη ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο. Θέλω μόνο να σου ανήκω ολοκληρωτικά!

    Ο Πάολο είχε συγκινηθεί μ’ αυτή της τη δήλωση. Την είχε αγκαλιάσει και την είχε σφίξει πάνω του.

    -Αλήθεια το λες; Θα τολμούσες να δοκιμάσεις; είχε ρωτήσει έκπληκτος.

    -Δε με πιστεύεις; Μπορώ να σου το αποδείξω όποτε θέλεις. Δεν έχεις καταλάβει ότι εμείς οι γυναίκες, όταν αγαπάμε, θέλουμε να δινόμαστε ολοκληρωτικά, ακόμα κι αν ξέρουμε ότι θα υποφέρουμε; Μπορώ να σου πω, μάλιστα, ότι αποζητάμε τον πόνο…

    Δεν είχαν μιλήσει άλλο για αυτό το θέμα τις δυο μέρες που είχαν περάσει μαζί.

    Ο Πάολο όμως δεν το ‘χε ξεχάσει. Έτσι, το επόμενο Σαββατοκύριακο, της είχε παρουσιάσει ένα βελούδινο κουτί, που μέσα περιείχε μια χαλύβδινη, πολυσύνθετη ζώνη αγνότητας.

    Ήταν ένα είδος ασπίδας για τα γεννητικά όργανα, που έφτανε μέχρι τον αφαλό και συνέχιζε πίσω, με δυο μικρά ανοίγματα στα σημεία που χρειαζόταν. Τα ανοίγματα όμως είχαν αιχμηρά, ακονισμένα δόντια για να εμποδίζουν την είσοδο.

    -Ξέρεις, της είχε πει, υπάρχουν ακόμα παλιοί καλοί τεχνίτες στη Βενετία, που μπορούν να κατασκευάσουν οτιδήποτε τους ζητήσεις. Τους έδωσα τις αναλογίες σου και δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να φτιάξουν τη ζώνη. Είναι κατασκευασμένη με τα παλιά πρότυπα. Μόνο η κλειδαριά είναι πιο σύγχρονη, για να μην παραβιάζεται εύκολα….

    Η Μαρί-Κλαιρ είχε αφήσει κάτω το φλιτζάνι με το τσάι που τους είχε σερβίρει πριν λίγο η γριά καμαριέρα του αρχοντικού. Τα χέρια της έτρεμαν απ’ τη συγκίνηση. Τελικά, δεν είχε καταφέρει να συγκρατηθεί κι είχε βάλει τα κλάματα.

    Σ’ ευχαριστώ, του είχε πει μόνο, καθώς εκείνος χάιδευε το πλούσιο τρίχωμα ανάμεσα στους καλοσχηματισμένους μηρούς της…

    Ο Πάολο της είχε δείξει καθαρά ότι ήθελε να είναι αυτός και μόνο που θα της πρόσφερε την ηδονή.

    Μια φορά, μάλιστα, την είχε ρωτήσει αν χαϊδευόταν ποτέ μόνη της.

    -Δε θέλω να το κάνεις, της είχε πει παθιάρικα. Βέβαια, μ’ αυτή τη ζώνη δε θα τα καταφέρεις ποτέ πια…

    …………………………..

    Η Μαρί-Κλαιρ ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι του αρχοντικού, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Περίμενε τον Πάολο ν’ ανοίξει την ζώνη αγνότητας…

    -Κλαις; τη ρώτησε με έκπληξη ο Πάολο. Τι σου συμβαίνει αγάπη μου;

    Η κοπέλα προσπάθησε ν’ αποφύγει το ερευνητικό βλέμμα του.

    -Δεν είναι τίποτα, δικαιολογήθηκε. Μην ανησυχείς. Η λαχτάρα μου να σε συναντήσω, μ’ έχει κάνει λίγο ευαίσθητη…Η μεγάλη επιθυμία…

    Ο Πάολο Μπολτράφιο την άφησε και έψαξε σκεφτικός για ένα εγγλέζικο τσιγάρο. Άνοιξε μια σκαλιστή χειροποίητη ξύλινη θήκη – αντίκα, πήρε ένα και το άναψε με αργές, σίγουρες κινήσεις.

    -Τι είδους επιθυμία; ξαναρώτησε.

    -Σε παρακαλώ, αγάπη μου…

    -Θέλω να μάθω, επέμεινε εκείνος.

    Η Μαρί-Κλαιρ ανασηκώθηκε.

    -Η επιθυμία μου για σένα, έκανε ανυπόμονα. Μου ‘χες λείψει πολύ. Σε σκεφτόμουν συνέχεια όταν ήμουν ολομόναχη στο Παρίσι, μ’ αυτή την απαίσια ζώνη…

    -Εσύ μου ζήτησες να σου τη φορέσω, την έκοψε ο Πάολο. Δική σου ιδέα ήταν, πρόσθεσε χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκπληξή του.

    -Ναι, φυσικά, αγάπη μου, μουρμούρισε η κοπέλα απλώνοντάς του τα χέρια.

    Του χαμογέλασε και του πρόσφερε τα χείλια της…

    Ο Πάολο έτριψε τη ρώγα της ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα. Ήξερε ότι αυτό το χάδι δεν άφηνε ποτέ ασυγκίνητη την ερωμένη του. Το ίδιο ακριβώς γινόταν κάθε Παρασκευή εδώ και εφτά χρόνια, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, πριν την «απελευθερώσει». Ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας, που είχε καθιερωθεί σιωπηλά ανάμεσά τους.

    Ο Πάολο τραβήχτηκε, αλλά δε σταμάτησε το χάδι του. Έπιασε και την άλλη ρώγα κι άρχισε να τις τρίβει και τις δυο, να τις τραβάει βίαια και να τις σφίγγει, μ’ έναν έμπειρο, μοναδικό τρόπο. Το εγγλέζικο τσιγάρο που ήταν κρεμασμένο στα χείλη του, καθώς έσκυβε πάνω της, αποτελούσε κι αυτό μέρος του παιχνιδιού. Της φυσούσε αργά τον καπνό στο πρόσωπό της κι άφηνε τις στάχτες του να πέσουν πάνω στα ολοστρόγγυλα κατάλευκα στήθη της, καίγοντάς τα.

    Το ένα του χέρι άφησε τη ρώγα της κι άρχισε να παίζει σαδιστικά με το μαλακό τρίχωμα που ξέφευγε ατίθασα απ’ την μπροστινή τρύπα της ζώνης αγνότητας. Η Μαρί-Κλαιρ σπαρταρούσε από ηδονή πάνω στο παγωμένο μάρμαρο του τραπεζιού.

    -Σιγά σιγά, μη βιάζεσαι μωρό μου, της ψιθύρισε τρυφερά με τη μελωδική του φωνή, που έκανε την κοπέλα να χάνει το μυαλό της.

    Εκείνη τον κοίταξε γεμάτη λατρεία.

    -Ναι, αγάπη μου, αργά, ακόμα πιο αργά. Είναι πιο όμορφα έτσι…ψέλλισε με κομμένη την ανάσα…

    Η μυρωδιά του τσαγιού που ανακατευόταν με τον ακριβό καπνό του τσιγάρου του Πάολο, ερέθιζαν ακόμα περισσότερο τη Μαρί-Κλαιρ, που είχε μελανιάσει απ’ τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα που έμπαινε απ’ το παράθυρο.

    -Μ’ αρέσει να σε βλέπω ν’ ανατριχιάζεις από το κρύο, ψιθύρισε αναστατωμένος ο Πάολο. Συγχώρεσέ με που μ’ ερεθίζει να σε τυραννάω. Συγχώρεσέ με μωρό μου.

    Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Μαρί-Κλαιρ έπρεπε ν’ ανασηκώσει τους μηρούς της, να φέρει τα γόνατα στο ύψος των ώμων και να τα κρατήσει με τα χέρια λίγο πιο κάτω απ’ τις ζαρτιέρες, που ο εραστής της απαιτούσε να φοράει.

    Η γυναίκα έπαιξε το ρόλο της, όπως και κάθε άλλη φορά.

    -Έτσι μπράβο! Μ’ αρέσει να είσαι υπάκουη. Και τώρα, το κεφάλι, διέταξε ο Πάολο.

    Έκανε αυτό που την πρόσταξε. Γύρισε το κεφάλι της απ’ την άλλη μεριά, για να μη δει το συνδυασμό της κλειδαριάς.

    Ξαφνικά, ακούστηκε ένα «κλικ». Μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα, η Μαρί-Κλαιρ ένιωσε επιτέλους ελεύθερη.

    Το χέρι του Πάολο χώθηκε βιαστικά μέσα της, κάνοντάς τη ν’ αναστενάξει από ευχαρίστηση.

    -Αγάπη μου, πάρε με, τον ικέτεψε. Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Πάρε με από πίσω. Αν θέλεις, κάντο.

    Ο Πάολο χαμογέλασε αινιγματικά.

    -Θέλεις να σε πονέσω; Γιατί; Γιατί μου ζητάς να σε τιμωρήσω; Ξέρω πολύ καλά ότι αυτός ο τρόπος δε σε ικανοποιεί…

    -Σήμερα το θέλω πολύ, μουρμούρισε εκείνη…

    Γύρισε μπρούμυτα στο τραπέζι κι άνοιξε τους γλουτούς της με τα χέρια.

    -Έλα! τον παρότρυνε. Μη φοβάσαι, το θέλω πολύ...

    Χώθηκε μέσα της βίαια, κάνοντάς τη να βογκήξει απ ‘ τον πόνο, κι άρχισε να πηγαινοέρχεται ρυθμικά.

    -Πόρνη! Τον άκουσε να της λέει κάποια στιγμή, όταν εκείνη άρχισε να ουρλιάζει από ηδονή."

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Καρναβάλι στη Βενετία», μετάφραση Μαριάννα Βασιλείου, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1985)
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    “O Ατίλα του έδειξε την Ιζαμπέλ.

    -Γδύσε τη γρήγορα, προτού ξυπνήσει, πρόσταξε.

    Ο Κοντορεβυθούλης προχώρησε διστακτικά.

    -Άντε κουνήσου! Εξακολούθησε ο Ατίλα. Δε σ’ ευχαριστεί που θα γδύσεις μια γκόμενα;

    Με χέρια που έτρεμαν, ο Κοντορεβυθούλης άρχισε να ξεκουμπώνει το παλτό της κοπέλας, που, κοιμισμένη, δεν έφερνε την παραμικρή αντίσταση. Όταν ο Κοντορεβυθούλης έβγαλε το πουλόβερ και τη φούστα, ο Λεμπέφ γέλασε πνιχτά.

    -Να δεις που τα εσώρουχά της δε θα είναι καθόλου σέξυ! είπε.

    Η κοπέλα φορούσε ένα σουτιέν πολύ συντηρητικό και ένα σλιπ στο ίδιο χρώμα, αλλά άκομψο και καθόλου προκλητικό.

    Όταν ο Κοντορεβυθούλης ξεκούμπωσε το σουτιέν και το ‘βγαλε, ο Ατίλα έσκυψε πιο κοντά και είπε.

    -Ωραία στήθια! Στρογγυλά και γεμάτα και μοιάζουν να θέλουν χάδια από αντρικό χέρι…

    Κροτάλισε τα δάχτυλά του και πρόσταξε:

    -Λεμπέφ, τις αλυσίδες!

    Όταν ο Λεμπέφ έφερε τις αλυσίδες, ο Ατίλα έδειξε με ποιο τρόπο ήθελε να δέσουν την κοπέλα. Σε λίγα λεπτά, τα χέρια της Ιζαμπέλ βρισκόταν δεμένα πίσω απ’ την πλάτη της κι η αλυσίδα που τα συγκρατούσε, περνούσε γύρω απ’ το λαιμό της, πολύ σφιχτά για να εμποδίζει ακόμη και την παραμικρή κίνηση.

    -Κρατάτε την! Φώναξε ξαφνικά ο Λεμπέφ. Νομίζω πως αρχίζει να ξυπνάει.

    Με μάτια γουρλωμένα, η Ιζαμπέλ κοίταξε έναν έναν τους βασανιστές της. Θέλησε να ουρλιάξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το χέρι του κοκκινομάλλη την έσφιξε τόσο πολύ στο λαιμό, που λίγο έλειψε να την πνίξει, κι όταν κουνιόταν, η αλυσίδα χωνόταν πιο βαθιά στο λαιμό της. Απελπισμένη, άφησε το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω κι έσφιξε τα πόδια της πάνω στην κοιλιά της.

    Θεέ μου, παρακάλεσε μέσα της. Βοήθησέ με!

    Το λεπτό και χλωμό πρόσωπο του Ατίλα έσκυψε πάνω της.

    -Άκουσέ με καλά, της είπε ο άντρας. Αν είσαι καλή, δε θα σου κάνουμε κακό. Διαφορετικά…

    Ο Ατίλα άπλωσε το χέρι του κι η Ιζαμπέλ νόμισε πως η καρδιά της θα ‘σπαγε. Όλα γύρω της μύριζαν χλωροφόρμιο και της έφερναν εμετό. Μπροστά της, ο Ατίλα κρατούσε ένα στιλέτο μ’ έναν αγκυλωτό σταυρό στην λαβή.

    -Αυτό είναι στιλέτο των Ες Ες, εξήγησε ο Ατίλα. Σπάνιο κομμάτι και κόβει σαν ξυράφι.

    Με μα αργή κίνηση, έχωσε την άκρη του στιλέτου στο ρουθούνι της Ιζαμπέλ που κράτησε την αναπνοή της.

    -Αν φωνάξεις, θα σου σκίσω το ένα ρουθούνι κι αν ξαναφωνάξεις, θα σου σκίσω και το δεύτερο. Στην τρίτη κραυγή, θα σου χαράξω το μάγουλο.

    Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της τρομαγμένη.

    -Τράβηξε το χέρι σου, πρόσταξε ο Ατίλα τον Λεμπέφ.

    Η Ιζαμπέλ άρχισε ν’ αναπνέει βαριά.

    -Κάντε γρήγορα, σας παρακαλώ, τραύλισε.

    Ο Καρντένγκ γέλασε βραχνά.

    -Ξέχασες πως είμαστε τέσσερις; ρώτησε.

    Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς.

    Την ίδια στιγμή, ο Λεμπέφ παρουσιάστηκε στην πόρτα του διπλανού δωματίου που ήταν η κουζίνα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι. Το γέμισε από το μπουκαλάκι που κουβαλούσε πάντα στην πίσω τσέπη του παντελονιού του και το ‘δωσε στον Ατίλα. Το υγρό ήταν κίτρινο, σκούρο και πηχτό.

    -Πιες, πρόσταξε ο Ατίλα την Ιζαμπέλ. Θα σου κάνει καλό.

    Ο Καρντένγκ της ανασήκωσε το κεφάλι κι η Ιζαμπέλ ήπιε μια γουλιά και της ήρθε να κάνει εμετό.

    -Όχι, ικέτεψε. Είναι απαίσιο.

    Ο Καρντένγκ γέλασε:

    -Το ξέρω, είναι σωστός δυναμίτης. Έχει μέσα ένα τέταρτο κολώνια, ένα τέταρτο ουίσκι, ένα τέταρτο τερεβινθίνη κι ένα τέταρτο τζιν. Όμως θα δεις, μετά θα νιώθεις πολύ χαρούμενη.

    Ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον μπρούτζινο σταυρό που κρεμόταν στον τοίχο, πάνω απ’ το κρεβάτι. Στο ίδιο καρφί ήταν καρφωμένο κι ένα κλωναράκι βάγια. Ο Καρντένγκ πήρε το κλωνάρι και το μάδησε πάνω στο γυμνό κορμί της Ιζαμπέλ.

    -Σ’ ευλογώ, βρώμα, είπε αργά κάνοντας ταυτόχρονα και το σημείο του σταυρού.

    Αμέσως μετά, της ξανάδωσε το ποτήρι με το ποτό.

    -Κάνε την προσευχή σου και άδειασε το ποτήρι, είπε γελώντας δυνατά.

    Η Ιζαμπέλ τραβήχτηκε όσο πιο πίσω μπορούσε, με τα δόντια σφιγμένα μπροστά στα χείλη του ποτηριού, αλλά ο Ατίλα πλησίασε ξανά το μαχαίρι στη μύτη της και την ανάγκασε ν’ ανοίξει τα χείλια της και να πιει.

    -Τώρα είναι η σειρά μου, είπε ο Ατίλα.

    Άδειασε το υπόλοιπο ποτό από το μπουκάλι στο ποτήρι και το ήπιε μονορούφι…

    -Βλέπεις, είπε ο Ατίλα κάνοντας μια γκριμάτσα. Όλοι πίνουμε το ίδιο πράγμα.

    Στο μεταξύ, ο Λεμπέφ κι ο Καρντένγκ ετοίμαζαν την Ιζαμπέλ.

    Την είχαν ξαπλώσει ανάσκελα και έσφιγγαν τους αστραγάλους της προσπαθώντας να της κρατάνε τα πόδια όσο πιο ανοιχτά μπορούσαν. Η Ιζαμπέλ άρχισε να κλαίει σιγανά.

    -Όχι, ικέτεψε. Σας παρακαλώ!

    Όλη αυτή την ώρα, ο Ατίλα έψαχνε τους δίσκους.

    -Σκάσε, γιατί θα σε χαρακώσω! της φώναξε.

    Η κοπέλα δάγκωσε νευρικά τα χείλια της. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Το μίγμα που της είχαν δώσει να πιει είχε αρχίσει να ενεργεί. Ο Ατίλα ξεχώρισε ένα δίσκο.

    -Ριγολέτος…, είπε. Πολύ ωραία!

    Έβαλε το δίσκο στο πικ απ, αρκετά δυνατά, αλλά όχι πολύ για να μη χαλάει την ατμόσφαιρα. Όταν η μουσική του Βέρντι ξεχύθηκε στο δωμάτιο, ο Ατίλα πλησίασε το κρεβάτι. Πλάι στο μαξιλάρι, ο Κοντορεβυθούλης χαμογελούσε χαζά. Κρατώντας από έναν αστράγαλο, ο Λεμπέφ κι ο Καρντένγκ κουνούσαν αργά τα κεφάλια τους, μισομεθυσμένοι κι αυτοί. Όπως πάντα, μόνο ο Ατίλα άντεχε. Ικανοποιημένος, κοίταξε το θέαμα που προσφερόταν στα μάτια του.

    -Είσαι πολύ όμορφη, μικρή μου, είπε με υπόκωφη φωνή καθώς κατέβαζε το φερμουάρ του παντελονιού του.

    Έπεσε πάνω της και τα μεταλλικά σήματα του μπουφάν του, σημάδεψαν τα κάτασπρα στήθια της.

    -Προσοχή, είπε χώνοντας τη μύτη του στιλέτου του στο αριστερό ρουθούνι της κοπέλας, ξέρεις πώς κόβει…

    Εκείνη τον κοίταξε κάτω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά της. Είχε την εντύπωση πως όλα χόρευαν γύρω της. Το ποτό…Τα χείλη της βάλθηκαν να σαλεύουν μηχανικά, καθώς ο κακοποιός άρχισε να μπαίνει μέση της.

    Προσευχόταν!

    Ο Ατίλα ανασηκώθηκε στους αγκώνες του μ’ ένα παράξενο χαμόγελο:

    -Μαντέψτε! φώναξε.

    Γέλασε δυνατά κι εξακολούθησε:

    -Η μικρή είναι παρθένα. Χρόνια είχα να πηδήξω παρθένα!

    Ο Λεμπέφ κι ο Καρντένγκ χαμογέλασαν σαρδόνια, κρατώντας πάντα τους αστραγάλους της κοπέλας.

    -Μια στιγμή, εξακολούθησε ο Ατίλα. Για χαμήλωσε τη μουσική Κοντορεβυθούλη!

    Ο μικρός γύρισε το κουμπί του πικ απ χαμηλώνοντας την ένταση.

    -Όπως το φανταζόμουνα, είπε ο Ατίλα με γουρλωμένα μάτια. Η μικρή κάνει την προσευχή της.

    Όρμησε ξανά πάνω στην Ιζαμπέλ αρπάζοντας τα στήθια της με τα δυο του χέρια.

    -Όλο λες προσευχές, της ψιθύρισε στ’ αυτί, είσαι εντάξει. Μ’ αρέσει. Όμως αν κάνεις πως αρχίζεις να φωνάζεις, θα σου ξεσκίσω το πρόσωπο.

    Τον ανέχτηκε αμίλητη, ως το τέλος. Μόνο τα χείλη της σάλευαν αργά, λέγοντας αδιάκοπα προσευχές, μέσα σ’ ένα παραλήρημα τρόμου και ζάλης. Ο κόσμος γι αυτήν δεν ήταν πια παρά ένα μαρτύριο από στριμμένα χέρια, από ένα λαιμό που τον πλήγωνε μια αλυσίδα, από στήθια που μέσα τους μπήγονταν βρώμικα νύχια. Κάθε τόσο, σε μια απελπισμένη κίνηση άμυνας, προσπαθούσε να δαγκώσει, αλλά έβρισκε μόνο μαλλιά. Αγριεμένος, ο Ατίλα τη χαστούκισε. Του είχε ξεριζώσει μια τούφα. Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα κι ο Ατίλα τραβήχτηκε από πάνω της, αμέσως μετά τον οργασμό. Γονατιστός ανάμεσα στα πόδια της, την κοίταξε λαχανιασμένος.

    -Ανάποδα, πρόσταξε. Γυρίστε την ανάποδα.

    Είχαν δυναμώσει ξανά τον ήχο του πικ απ, κι η Ιζαμπέλ ούρλιαξε πνίγοντας το πρόσωπό της μέσα στο μαξιλάρι όση ώρα ο Ατίλα βρισκόταν πάνω της. Έπειτα, εκείνος την έδωσε στον Λεμπέφ και μετά στον Καρντένγκ. Τώρα πια η όμορφη ξανθιά κοπέλα που τραγουδούσε στη χορωδία της εκκλησίας Νοτρ Νταμ ντυ Ροζαίρ, δεν ήταν παρά ένας σάρκινος όγκος που τον χαστούκιζαν, τον έβριζαν, τον γύριζαν, τον ταλαιπωρούσαν. Το στόμα της ήταν φραγμένο με δυο πετσέτες: μια μέσα στο στόμα χωμένη μέχρι το λαιμό, και μια άλλη δεμένη γύρω απ’ το κεφάλι της για να συγκρατεί την πρώτη.

    Όταν την άφησαν κι άρχισαν να πίνουν και πάλι απ’ το ποτό τους, η Ιζαμπέλ σπάραζε από νευρικούς σπασμούς που έκαναν το κρεβάτι να τρίζει. Ο Ατίλα έπιασε τον Κοντορεβυθούλη απ’ το χέρι.

    -Και συ; ρώτησε. Εσύ δε θα κάνεις τίποτα;

    Ο Κοντορεβυθούλης τραβήχτηκε πίσω.

    -Δεν τα καταφέρνω, μούγκρισε.

    Ο Ατίλα τον κορόιδεψε:

    -Ανίκανε!

    Ο μικρός γούρλωσε τα μάτια του.

    Δε φταίω εγώ. Με κοιτάζει και δεν μπορώ.

    Απέφυγε ξανά το βλέμμα της κοπέλας που τον κοίταζε σχεδόν παρακλητικά, σαν να του ζητούσε βοήθεια.

    -Γύρνα την ανάποδα, είπε ο Ατίλα. Έτσι δε θα σε κοιτάζει πια.

    Ο μικρός έκανε αυτό που του είπαν, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Οι άλλοι τρεις έβαλαν τα γέλια. Τότε, έξαλλος ο μικρός, κατούρησε θυμωμένος πάνω στο βασανισμένο κορμί της κοπέλας και απομακρύνθηκε.

    Δέκα λεπτά αργότερα, δεν υπήρχε ούτε ένας δίσκος γερός μέσα στο μικρό δωμάτιο. Όλοι είχαν κομματιαστεί και ποδοπατηθεί. Όπως άλλωστε κι όλα τ΄ άλλα αντικείμενα του σπιτιού, ρούχα, πιατικά, παρτιτούρες, βιβλία και τετράδια. Πεταγμένος με δύναμη πάνω στον τοίχο, ο σταυρός είχε σπάσει στα δύο.

    Μόνη στο δωμάτιό της, λυμένη αλλά διπλωμένη στα δυο στο πάτωμα, η Ιζαμπέλ έκανε εμετό. Λίγο πριν φύγουν, ο ένας απ’ τους βιαστές της, ο ψηλός με τα κόκκινα κοντά μαλλιά, είχε διασκεδάσει γεμίζοντας την κοιλιά της με τσίχλες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ενώ οι άλλοι καταστρέφανε ότι βρίσκανε μπροστά τους, την είχε αναγκάσει να καταπιεί όλες τις παστίλιες για το λαιμό.

    Ο Ατίλα είχε κρατήσει μια στάση πιο παράξενη. Φεύγοντας, της είχε προτείνει να πάει μαζί του.

    -Δε θα ‘ναι άσκημο ν’ αλλάξεις ζωή, δε νομίζεις; Θα ‘ρθεις; Η ευκαιρία αυτή δε θα σου ξαναπαρουσιαστεί.

    Η Ιζαμπέλ είχε γυρίσει αλλού τη ματιά της κι εκείνος είχε βάλει τα γέλια:

    -Καλά, τότε ξαναγύρνα στο Θεό σου, κατσίκα!

    ………………………

    Η Ιζαμπέλ δεν ένιωθε το κρύο που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο, ούτε σκεφτόταν πως ήταν ολόγυμνη. Πεσμένη στα τέσσερα, έψαχνε να βρει το κομμάτι που έλειπε απ’ το σταυρό. Θρήσκα όπως ήταν, πίστευε πως εκείνο το βράδυ είχε γίνει μια φοβερή, ασυγχώρητη αμαρτία: κάποιοι και μαζί μ’ αυτούς και κείνη, είχαν λερώσει το ιερό σύμβολο της θυσίας του Θεανθρώπου.

    Κάποια στιγμή, κατάφερε να βρει αυτό που ζητούσε και σκέφτηκε πως χρειαζόταν και κόλλα. Είχε. Πώς θα την έβρισκε όμως, στην κατάσταση που βρισκόταν το δωμάτιό της;

    Ξαφνικά, έμεινε ακίνητη, ξαναβρίσκοντας την επαφή της με την πραγματικότητα: πίσω της, κάποιος ανάσαινε βαριά. Γύρισε το κεφάλι της και στάθηκε με μάτια γουρλωμένα.

    Ήταν ο μελαχρινός με τα σκούρα γυαλιά. Ο αρχηγός.

    -Τι θέαμα! μουρμούρισε ο Ατίλα κοιτάζοντας τη γύμνια της. Μείνε όπως είσαι! Μην κουνηθείς!

    Γονάτισε πλάι στην Ιζαμπέλ και, για μια ακόμη φορά, η κοπέλα κατάλαβε τι θα επακολουθούσε. Όση ώρα εκείνος ικανοποιούσε την άγρια όρεξή του, η Ιζαμπέλ δεν έβγαλε μιλιά. Είχε τα μάτια της μισόκλειστα και τα δάχτυλά της έσφιγγαν απελπισμένα το σπασμένο σταυρό. Όταν τραβήχτηκε από πάνω της, είδε το χέρι του καθώς έψαχνε ανάμεσα στα σκόρπια αντικείμενα ολόγυρα. Και τότε, μόνο τότε, πρόσεξε την αλλόκοτη φράση που ήταν γραμμένη λίγο πιο πάνω απ’ τα δάχτυλα: «να υποφέρεις και να σωπαίνεις».

    -Ήρθα για το στιλέτο μου, είπε ο Ατίλα καθώς σηκωνόταν.

    Την είδε με το σταυρό σφιγμένο στο στήθος και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

    -Καθένας με το παιχνιδάκι του, γρύλισε.

    Η Ιζαμπέλ ξανάρχισε να κλαίει βουβά, πονεμένα. Ο Ατίλα κούμπωσε το παντελόνι του κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

    -Τι έπαθες και κάνεις έτσι; φώναξε αρπάζοντας το σταυρό απ΄τα χέρια της. Γνώρισες τον άντρα, αυτό ειν’ όλο. Δε βλέπω για ποιο λόγο κάνεις τόση φασαρία!”

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Πρελούδιο για παρανοϊκούς», μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions, 1982)
     
  6. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    o zil γουρλωνε τα ματια του και το ορθωμενο του σεξ ειχε αρχισει να πονει.πανω στην μικρη σκηνη η αιντα χορευε με τα χερια ανασηκωμενα πανω απο το κεφαλι της,αργολικνιζοντας τους γοφους και τα στηθια της.η μεση της ηταν σφιγμενη μεσα σ ενα δερματινο κορσε και ειχε φορεσει τα πιο ψηλα τακουνια που υπηρχαν μεσα στο ντουλαπι.σ'αρεσω? θα 'θελες να με βλεπεις παντα ετσι?
    ο ζιλ δεν προβαλε να απαντησει γιατι ακουσετην πορτα ν΄΄ανοιγει πισω του.την επομενη στιγμη ακουστηκε κι η φωνη τις ζακλιν. λοιπον,τι γινεται εδω?διασκεδαζετε χωρις την αδεια μου?ρωτησε βραχνα η ηλικιωμενη γυναικα? η αιντα ειχε μεινει ακινητη και ειχε χασει το χρωμα της. σου ζητω συγνωμη,αλλα σκεφτηκα να του δωσω μια ακομα απολαυση,τραυλισε. η ζαλιν κοιταξε προσεχτικα τον ζιλ. ειμαι σιγουρη πως του την εδωσες,απαντησε,γιατι βλεπω πως ειναι πολυ ερεθισμενος.για συνεχισε. 3 λεπτα αργοτερα,η αιντα ηταν γερμενη πανω στο ξυλινο αλογακι με τα χερια δεμενα χαμηλα και τα ποδια ανοιγμενα.η ζακλιν ειχε βαλει τον ζιλ να καθισει απεναντι απο τους γλουτους της αγαπημενης του και τη χτυπουσε δυνατα μ ενα μαστιγιο.στην αρχη ο ζιλ ειχε κλεισει τα ματια του.επειτα το θεαμα τον ειχε παρασυρει.ναι η αιντα ειχε δικαιο ητα υπεροχο να βλεπεις να μαστιγωνουν καποιον.ποσο θα ΄θελε ναταν εκεινος στη θεση της ζακλιν. οταν η ζακλιν σταματησε το κορμι της αιντα γεματο σημαδια.η ζακλιν της χαιδεψε το μετωπο. τωρα θα σε παρει ο ζιλ απο πισω,ετσι δεν ειναι,ζιλ?ρωτησε ο ζιλ ορμησε μπροστα γρυλιζοντας σαν αγριο ζωο.η αιντα ειχε παλι δικαιο.ενας ανδρας σε στυση,ακομα και οταν εινα 17 χρονων,δεν διαφερει σε τιποτα απο ενα σκυλο..... [τα φανταχτερα κοριτσια του σαιν-τροπεζ]
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Βλέπω ότι κι άλλοι έχουν ενημερωμένες βιβλιοθήκες. Πόσο χαίρομαι που έχω τόσο καλή παρέα αυτό τον καυτό Αύγουστο... 
     
  8. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    κολος ο ζεραρ αλλα μονοπαντος ρε γμτ.
    τιποτε σε γερμανιδα φραου με πλουσιο μπουστο που ασφυκτια μεσα στο στο στενο μπλουζακι της, με γαλανα ματια που σπιθιζουν και σκληρο χαμογελο που ανθιζει στα χειλη της καθε φορα που κατεβαζει με μανια το μαστιγιο σ'αυτον τον Κουμπερτεν....Κορεντεν ....Τεν Τεν ... Πωστονλεν τελος παντων δεν εχει;
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Ο Λεμπέφ κι ο Καρντένγκ τοποθέτησαν την Γκρατσιέλα πάνω στη Χάρλευ - Ντάβιντσον με κάποιο σεβασμό για το κουράγιο της. Εδώ και μια ώρα ο Ατίλα την ανέκρινε με χαστούκια για να την κάνει να πει γιατί το είχε σκάσει και γιατί εμφανιζόταν ντυμένη με τόσο ακριβά ρούχα. Η Γκρατσιέλα δεν είχε μιλήσει. Ένας άλλος λόγος που έδειχναν τόσο σεβασμό ήταν η ομορφιά της. Ολόγυμνη, η Γκρατσιέλα ήταν υπέροχη. Οι δύο νεαροί έκαναν την ίδια σκέψη κι είχαν την ίδια κρυφή επιθυμία: να πάθει ο Ατίλα καρδιακή προσβολή, για να μπορέσουν να χαρούν την Γκρατσιέλα. Οι δυο μαζί, δε θα δυσκολεύονταν καθόλου να εξουδετερώσουν το μικροκαμωμένο νεαρό με το χλωμό πρόσωπο και τα κόκκινα μάτια, αλλά ο Ατίλα ήταν ο αρχηγός τους...

    Η Γκρατσιέλα δεχόταν το μαρτύριο αμίλητη. Την είχαν ξαπλώσει μπρούμυτα πάνω στη σέλα της μοτοσυκλέτας με τα πόδια ανοιγμένα και δεμένα πάνω στο μπροστινό φτερό. Τα χέρια της ήταν δεμένα στις ακτίνες της πίσω ρόδας.

    Γύρισε το κεφάλι της όσο μπορούσε και τους κοίταξε περιφρονητικά.

    -Μπράβο, δούλοι! είπε περιφρονητικά.

    Ο Ατίλα πλησίασε με το κλειδί της μοτοσυκλέτας στο χέρι.

    Έβαλε μπροστά και άνοιξε λίγο το γκάζι. Η μοτοσυκλέτα άρχισε να γουργουρίζει. Ο Ατίλα έβαλε την πρώτη ταχύτητα κι η πίσω ρόδα άρχισε να γυρίζει. Η Γκρατσιέλα δάγκωσε τα χείλια της. Ο Ατίλα άλλαξε ταχύτητα κι η Γκρατσιέλα ούρλιαξε απ' τον πόνο. Ο Καρντένγκ άπλωσε το βρώμικο χέρι του και της έκλεισε το στόμα.

    Όταν ο Ατίλα έσβησε τη μηχανή, η Γκρατσιέλα νόμιζε πως τα χέρια της είχαν ξεκολλήσει απ' τους ώμους της. Το στόμα της ήταν γεμάτο αίματα: είχε δαγκώσει τα χείλια της τόσο δυνατά, που τά 'χε κομματιάσει.

    Ο Ατίλα έσκυψε πάνω της, παραμερίζοντας το χέρι του Καρντένγκ.

    -Σου έκανα δυο ερωτήσεις! είπε σκληρά.

    -Άντε πνίξου!

    Ο Ατίλα τραβήχτηκε προς τα πίσω μ' έναν άγριο μορφασμό.

    -Θα σου βουλώσω το στόμα, είπε. Έτσι θά 'ναι καλύτερα. Όταν αποφασίσεις να μιλήσεις, κάνε μου νόημα.

    Έφεραν μια βρεγμένη πετσέτα και την έχωσαν ολόκληρη στο στόμα της Γκρατσιέλα. Έπειτα, ο Ατίλα στράφηκε στον Λεμπέφ και τον Καρντένγκ.

    -Δρόμο, είπε. Πηγαίνετε δίπλα, θέλω να μείνω μόνος μαζί της...

    Σαν έμεινε μόνος με την Γκρατσιέλα, ο Ατίλα έβγαλε από ένα συρτάρι ένα γερμανικό μαστίγιο με δερμάτινη λαβή.

    Έπειτα πήρε θέση μπροστά στη Χάρλευ, ένα μέτρο μακριά από την Γκρατσιέλα και σήκωσε ψηλά το χέρι που κρατούσε το μαστίγιο.

    Κατέβασε το μαστίγιο πάνω της και η Γκρατσιέλα μούγκρισε από τον πόνο.

    Ο Ατίλα χτυπούσε επιστημονικά. Όχι πολύ δυνατά, για να μη σπάσει τα κόκκαλά της, αλλά αρκετά δυνατά για να πετύχει αυτό που ήθελε. Έπειτα από πέντε λεπτά, το γυμνό κορμί της κοπέλας τρανταζόταν από σπασμούς και το αίμα είχε αρχίσει να κυλάει απ' τις πληγές της.

    Ο Ατίλα σταμάτησε να τη χτυπάει και έσκυψε μπροστά να δει καλύτερα την έκφραση του προσώπου της. Η Γκρατσιέλα είχε σφίξει τις γροθιές της και τα νύχια της είχαν χωθεί στις παλάμες της. Τα μάτια της κοιτούσαν τον Ατίλα γεμάτα μίσος και περιφρόνηση. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο δάκρυα και ιδρώτα. Ο Ατίλα ξανάρχισε. Πέντε λεπτά αργότερα, όταν σταμάτησε ξανά, η Γκρατσιέλα δεν είχε μιλήσει και κοίταζε τον Ατίλα με άγρια απελπισία.

    Ο Ατίλα την κοίταξε και γέλασε:

    -Αντέχεις ακόμη, ε;

    Άπλωσε το χέρι του και το έχωσε ανάμεσα στα σκέλια της με δύναμη με σκοπό να την κάνει να πονέσει. Όταν από την έκφραση της Γκρατσιέλα είδε ότι δεν πονούσε ιδιαίτερα έβγαλε έξω το χέρι του και άρχισε να τη μαστιγώνει με μανία πάνω στα γεννητικά της όργανα.

    Στο δέκατο πέμπτο χτύπημα, η μοτοσυκλέτα τραντάχτηκε ολόκληρη. Έπειτα ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός κι η Γκρατσιέλα έκλεισε τα μάτια της. Ανήσυχος, ο Ατίλα έψαξε το σφυγμό της. Τον βρήκε αλλά ήταν πολύ ασθενικός.

    Αμέσως, ο Ατίλα άφησε το μαστίγιο ταραγμένος, έβγαλε την πετσέτα που της έφραζε το στόμα, έλυσε τις αλυσίδες απ' τα χέρια της, ανασήκωσε την Γκρατσιέλα και την κουβάλησε στον καναπέ.

    -Χαζή! είπε με αλλαγμένη φωνή. Είσαι πολύ πεισματάρα!

    Τη συνέφερε με ελαφρά χαστούκια, γεμάτα τρυφερότητα. Τα μάτια του είχαν πάρει πάλι εκείνη την παράξενη λάμψη που τα φώτιζε μερικές φορές. Μια λάμψη παιδιάστικη, καλωσυνάτη. Η κοπέλα ξαναβρήκε τις αισθήσεις της και τον κοίταξε.

    -Έχεις πολύ γερό οργανισμό, της είπε εκείνος με φωνή γεμάτο θαυμασμό.

    Η κοπέλα έσφιξε τα δόντια της.

    -Άφησέ με, κάθαρμα! είπε η Γκρατσιέλα με ασθενική φωνή.

    Ο Ατίλα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

    -Μη φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό.

    Η Γκρατσιέλα ανασηκώθηκε αργά στους αγκώνες της κρατώντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια.

    -Δε φοβάμαι, σε μισώ, είπε.

    Ο Ατίλα γούρλωσε τα μάτια του.

    -Γκρατσιέλα..., μουρμούρισε.

    Η κοπέλα ανασηκώθηκε παραπατώντας.

    -Άφησέ με να φύγω ή σκότωσέ με. Αν με κρατήσεις, θα το σκάσω και θα πάω να σε καρφώσω.

    Ο Ατίλα σωριάστηκε σ' ένα σκαμνί.

    -Κι αν σε αφήσω θα με καρφώσεις; ρώτησε.

    -Όχι, του απάντησε εκείνη.

    Ο Ατίλα αναστέναξε και της έδωσε τα ρούχα της.

    -Ντύσου, είπε θλιμμένα. Φύγε και να μη σε ξαναδώ ποτέ.

    Στο κατώφλι της πόρτας, η Γκρατσιέλα στάθηκε με τα χέρια πάντα στην κοιλιά της που την πονούσε τρομερά.

    -Ηλίθιε, του φώναξε. Κι εγώ που είχα αρχίσει να σε αγαπάω!

    Χάθηκε, διπλωμένη στα δυο μέσα στα καινούργια, πανάκριβα ρούχα της. Μόνη με το μυστικό της!"


    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Πρελούδιο για παρανοϊκούς», μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions, 1982)
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "O Λουί Καπέλο έγειρε το κεφάλι του πίσω, στην πλάτη της πολυθρόνας του.

    -Η μικρή είναι έτοιμη; ρώτησε.

    Ο Βικτόρ έκανε μια υπόκλιση.

    -Όπως διέταξε ο Κύριος.

    Το πρόσωπο του βιομήχανου φωτίστηκε.

    -Φέρτην. Όπως ξέρεις....

    Ξαφνικά, στη σκάλα ακούστηκαν βήματα κι ο Καπέλο ένιωσε ένα τράβηγμα στην κοιλιά του.

    Η μικρή παρουσιάστηκε πίσω απ' τον Βικτόρ που βιάστηκε να εξαφανιστεί.

    -Έλα, μη φοβάσαι, μουρμούρισε ο Καπέλο, καθώς σηκωνόταν.

    Η μικρή προχώρησε δειλά πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της.

    -Για περπάτησε λίγο, είπε ο Καπέλο με λαίμαργη φωνή. Πήγαινε ως το τζάκι, έπειτα ως τον απέναντι τοίχο και ξανά το ίδιο, ώσπου να σου πω να σταματήσεις...

    Η Ντελφίν έκανε υπάκουα ότι της έλεγε ο διεστραμμένος Καπέλο. Δεν της ζητούσε και τίποτα δύσκολο. Τα ψηλά τακούνια ήταν κάτι που οπωσδήποτε έπρεπε να συνηθίσει. Εκεί που μπερδεύονταν τα πράγματα, ήταν το ντύσιμο.

    Η Ντελφίν ήταν "ντυμένη" σαν πόρνη ιταλικού μπορντέλου, στην πενταετία 40 - 45. Τότε που ο Καπέλο είχε αρχίσει να ωριμάζει σεξουαλικά. Τα μαλλιά της μικρής ήταν κατσαρωμένα με το ψαλίδι, με μια μεγάλη φράντζα στο μέτωπο, και τ' άλλα τραβηγμένα πίσω. Οι κάλτσες της ήταν από ρεγιόν κι οι ζαρτιέρες της μαύρες με λουλουδάκια. Δε φορούσε σλιπ. Γύρω στα μικρά της στήθια, που τρεμούλιαζαν σε κάθε βήμα πάνω στα ψηλά τακούνια, ήταν στερεωμένα μικρά στεφάνια με μικρά λουλούδια από ύφασμα.

    Η Ντελφίν, βαμμένη σαν κούκλα του Ντίσνευ , με μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες και χείλη κατακόκκινα, είχε στα μάγουλά της δυο μεγάλους κύκλους από κόκκινο ρουζ.
    Στα χέρια της φορούσε μαύρα μακριά γάντια που έφταναν ως τις μασχάλες της.

    Το δυνατό άρωμα που φορούσε λεγόταν Μιτσούκο.

    -Θαυμάσια, μουρμούρισε ο Καπέλο ανάβοντας ένα τσιγάρο. Τώρα θα είσαι πολύ καλή, θέλεις;

    Η Ντελφίν θέλησε να τον κοιτάξει, αλλά κρατήθηκε...Ο κύριος ήθελε να έχει τα μάτια χαμηλωμένα.

    -Μάλιστα κύριε, απάντησε με φωνή που έτρεμε.

    Ο Καπέλο της έδειξε ένα πουφ που βρισκόταν κατάχαμα.

    -Πήγαινε εκεί, είπε. Τα πόδια ανοιχτά, για να βλέπω τους γλουτούς σου. Τίποτ' άλλο, μόνο τους γλουτούς σου.

    Η Ντελφίν είχε κάνει τις πρόβες της και δε δυσκολεύτηκε καθόλου να πάρει την πόζα που της ζητούσε. Της άρεσε να προσφέρεται...Ο Καπέλο ήταν ο έβδομος "πελάτης" απ' την αρχή του μήνα. Η κοπέλα δεν ήξερε να εξηγήσει το γιατί, αλλά όλοι οι "πελάτες" ζητούσαν το στόμα της.

    Η Ντελφίν, αυτή η δεκαπεντάχρονη πόρνη, ήταν παρθένα.Οι γέροι σαλιάρηδες προτιμούν πάντα τα παιδικά στόματα...

    Ξαφνικά ανατρίχιασε. Ένα σκληρό και ζεστό χέρι εξερευνούσε τους γλουτούς της. Ένιωσε να την τυλίγει μια μυρωδιά από τσίχλα, τσιγάρο και γέρικη επιδερμίδα.

    -Όχι! φώναξε και τεντώθηκε.

    Ο Λουί Καπέλο τραβήχτηκε σαστισμένος.

    -Έ, μικρή βρώμα! γρύλισε. Τρελάθηκες;

    Η Ντελφίν, που είχε ανακαθίσει, έσκυψε.

    -Συγνώμη, είπε. Με πονέσατε.

    Ο Καπέλο ένιωσε πιο δυνατά το τράβηγμα στην κοιλιά του. Η μικρή ήταν υπέροχη κι έπαιζε τέλεια το ρόλο της. Τό 'ξερε πως ήταν παρθένα, αλλά απ' την άλλη μεριά...Φαινόταν πολύ έμπειρη, παρά την ηλικία της.

    -Θα σε τιμωρήσω, μούγκρισε, κάνοντας μερικά βήματα προς το γραφείο του.

    Όταν ξαναγύρισε με το μαστίγιο στο χέρι, η Ντελφίν είχε ξαναπάρει την πόζα της. Προσφερόταν ξανά με τους γλουτούς ανοιχτούς.

    Ο Καπέλο ύψωσε το μαστίγιο...

    ..........................

    Η Ντελφίν γούρλωσε τα μάτια της. Ο Καπέλο προχωρούσε προς το μέρος της.

    -Ήρθε η σειρά σου, είπε αργά κι άρχισε να γδύνεται.

    Της έχωσε το κεφάλι στο δέρμα του καναπέ και χώθηκε άγρια μέσα της...

    Όταν ξανασηκώθηκε, η Ντελφίν σπάραζε πάνω στον καναπέ, με τα χέρια ακινητοποιημένα πίσω απ' την πλάτη της.

    Ο Καπέλο τραβήχτηλε πίσω, χωρίς να βγει από μέσα της...

    .............................

    Ο Λουί Καπέλο είχε καθίσει σ' ένα στασίδι της χορωδίας.

    -Έλα, είπε αφήνοντας το όπλο του στο πλαϊνό στασίδι. Δεν είμαι ανθρωποφάγος. Πάψε νάχεις αυτό το φοβισμένο ύφος.

    Όρθια στην αρχή της σκάλας, η Ντελφίν είχε πάντα την ίδια αμφίεση. Ψηλά τακούνια που κούραζαν τους αστραγάλους της, κάλτσες από γκρίζο ρεγιόν με μαύρες ζαρτιέρες, δαντελένιο "σουτιέν" που άφηνε ελεύθερα τα στήθια και μακριά γάντια που έφταναν ως τις μασχάλες της. Ήταν λίγο ξεχτένιστη απ' το τρέξιμο και μια απ' τις φουρκέτες της είχε φύγει, ελευθερώνοντας ακόμη περισσότερο τη φράτζα που έπεφτε στο μέτωπό της.

    -Κρυώνω, τραύλισε ανασηκώνοντας τους ώμους της.

    Ο Καπέλο ανατρίχιασε.

    -Έλα, είπε, έχω κάτι για να ζεσταθείς.

    Της έδωσε τσίχλα σεξ-λαξ.

    -Μάσα! Μάσα καλά και κατάπινε το ζουμί. Σε πέντε λεπτά, θα σου δώσω κι άλλη.

    Η μικρή υπάκουσε. Ο Καπέλο της ζήτησε να γυρίσει και το βλέμμα του καρφώθηκε στους γλουτούς της, που πριν από λίγο...

    Δέκα λεπτά αργότερα, η Ντελφίν, ερεθισμένη, χόρευε μπροστά του. Ο Καπέλο είχε βάλει μια κασέτα στο κασετόφωνο που βρισκόταν πλάι στο αρμόνιο...Τώρα, το κασετόφωνο έπαιζε ένα σέικ κι η Ντελφίν χόρευε μπροστά στο γέρο Λουίτζι Καπέλο, παλιό μέλος της χορωδίας στην εκκλησία του Ραβέλο, στην Ιταλία. Ήταν τότε που ο Καπέλο πίστευε. Όμως τώρα είχε γίνει τόσο αηδιαστικός και άξεστος, ώστε να βρίσκει πολύ ερεθιστικό το να βρωμίζει μια εκκλησία και μάλιστα μ' ένα τόσο φριχτό τρόπο. Υποχρεώνοντας ένα τρομαγμένο παιδί να χορεύει γυμνό σ' ένα χώρο που γίνεται λειτουργία...

    Ο Καπέλο ξανακάθισε στο στασίδι του. Ήταν ευτυχισμένος...

    Χειροκρότησε κι η Ντελφίν σταμάτησε.

    -Στα γόνατα! πρόσταξε ο Καπέλο. Και συνέχισε να χορεύεις.

    Η μικρή γονάτισε αργά.

    Λίγο αργότερα, της είπε να βγάλει το σουτιέν και τις χαρτιέρες της.

    -Κράτα τις κάλτσες με τα χέρια σου, πρόσταξε. Αν τις αφήσεις, θα σε χτυπήσω.

    Κρατούσε το κορδόνι από ένα άμφιο που είχε βρει στο ιερό και που είχε δέσει την άκρη του σε πολλούς κόμπους.

    Έβαλε τη Ντελφίν να τελειώσει το χορό της μπρούμυτα πάνω στις γρανιτένιες πλάκες, με τα χέρια και τα πόδια ανοιγμένα σε σχήμα σταυρού. Στη στάση αυτή, χόρευε μόνο με τη μέση της. Όταν σωριάστηκε με το πρόσωπο πάνω στην πέτρα, λαχανιασμένη, της έβαλε ένα σεξ-λαξ ακόμη ανάμεσα στα δόντια, όπως δίνουν τη ζάχαρη σ' ένα άλογο...

    Πήρε το κορδόνι κι έδεσε τους καρπούς της Ντελφίν στην πλάτη της.

    -Στα γόνατα! πρόσταξε.

    Η μικρή τον κοίταζε τρέμοντας, απ' το φόβο της αυτή τη φορά. Παρόλο το διεγερτικό, καταλάβαινε πως κάτι συνέβαινε.

    -Μαμά! μούγκρισε...Ξέσπασε σε λυγμούς.

    Τότε, ο Καπέλο αναπαράστησε μια δίκη, όπου ο ίδιος έπαιζε το ρόλο του κατήγορου και των δικαστών. Έπειτα, απάγγειλε την απόφαση. Η Ντελφίν είχε κατηγορηθεί για πορνεία και είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Θα την κρεμούσαν απ' τους καρπούς, αλλά πρώτα θα την παραδίνανε στους στρατιώτες.

    Τη χτύπησε κι έπειτα τη μαστίγωσε με τη ζώνη του, όπως ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί. Όταν η μικρή σωριάστηκε στα γόνατα, κλαίγοντας με λυγμούς και με τα χέρια τραβηγμένα προς τα πίσω, έσκυψε και την έφτυσε στο πρόσωπο...

    Προχώρησε κι άνοιξε με τα δυο του χέρια τους γλουτούς της Ντελφίν...

    (Ζεράρ Ντε Βιλλιέ, "Για την αγάπη μιας μικρής", μετάφραση Ι. Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1982)
     
  11. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    κυριε φουγιερο,ειπε μετα απο λιγο,ειμαι σιγουρος πως εχετε μαζι σας τη φωτογραφιακη σας μηχανη. παντα,βιαστηκε ω απαντησει ο συμβολαιογραφος. εχει φιλμ? ασφαλως! -θαυμασια.πρεπει να τιμωρησω την ντεζι και θα θελα μερικες φωτογραφιες.. φιμωμενη και ολογυμνη,η ντεζι κρεμονταν απ το ταβανι.η ελιαν ποζαρισε πλαι της με το μεταλλικο κορσε και το μαστιγιο στο χερι. θα χτυπας αργα,την προσταξε ο μαρκο χωμενος σε μια πολυθρονα και παιζοντας αναμεσα στα δαχτυλα του το ποτηρι κονιακ.ενα χτυπημα καθε λεπτο.θ αρχισεις απο τους μηρους,θα πας στους γλουτους και μετα στα στηθια. στα στηθια!φωναξε τρομαγμενη η ελιαν. ναι και μην προσπαθησεις ν αποφυγεις τις ρωγες. η ελιαν χαμογελασε θλιμμενα. εμενα δε με μαστιγωσες ποτε στα στηθια....,τραυλισε. ο μαρκο εβαλε τα γελια. θα γινει και αυτο,μικρη μου θα γινει!ειπε τρυφερα,μπορεις ν αρχισεις!ξαφνικα απλωσε το χερι του και τη σταματησε. μια στιγμη!πρεπει να κανονισουμε την ωρα. εβγαλε το ρολοι του χωρις να τραβηξει τα ματια του απ την πορνη και προσταξ娨θ αρχισεις οτα σου πω.....τωρα ξεκινα!το μαστιγιο επεσε με δυναμη στους μηρους της ντεζι που τρανταχτηκε συγκορμη,ενω την ιδια στιγμη ακουγονταν το κλικ της φωτογραφικης μηχανης. πολυ καλα!εκανε ο μαρκο κοιταζοντας τα σημαδια πανω στα ποδια της κοπελας.συνεχισε!η ελιαν σηκωσε το μαστιγιο. περιμενε,ειπε ο μαστροπος.περιμενε ενα λεπτο.....η ντεζι κουνησε το κεφαλι της δειχνοντας πως δεν της αρεσε να περιμενει.ο μαρκο εβαλε τα γελια και χτυπησε το ποδι φουγιερο.αρχιζει να μπαινει στο νοημα,δεν συμφωνειτε?ρωτησε.
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Η Κριστίν τράβηξε τα χείλη της απ’ το στόμα του Φαμπρίς, αλλά εκείνος αρνιόταν να εγκαταλείψει το δικό της. Η κοπέλα του ανασήκωσε το κεφάλι με τα δυο της χέρια και, ξαφνικά, πάγωσε. Τα μάτια του Φαμπρίς είχαν γυρίσει και τώρα φαινόταν μόνο το άσπρο.

    Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα σιγανό σφύριγμα κι η Κριστίν έγειρε προς τα πίσω, αναίσθητη σαν τον Φαμπρίς.

    …………………………………

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ βγήκε απ’ τον κρυψώνα του μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο στα χείλη. Έσπρωξε με το πόδι του το σώμα του Φαμπρίς κι έπειτα ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι έβγαλε το σεξ του. Ένα σεξ τεράστιο που θύμιζε άλογο.

    -Βρόμα! Μουρμούρισε σκύβοντας πάνω απ’ το αναίσθητο κορίτσι. Θα σε ξεσκίσω!

    Μετά το τεράστιο σεξ χώθηκε ανάμεσα στους γλουτούς της Κριστίν, όχι όμως στο σημείο όπου έκανε έρωτα ο Φαμπρίς στην αγαπημένη του. Ο Φιλίπ Ντιρτάλ είχε διαλέξει κάποιο άλλο, πιο σφιχτό και πιο ζεστό, που είναι πάντα ίδιο στους άντρες και τις γυναίκες.

    ……………………..

    -Ακούστε, εξήγησε ο Ντιμόν. Η κόρη ενός συνταξιούχου στρατηγού του Μαύρου Λόχου του Σομίρ έπεσε θύμα βιασμού. Την βίασε, φριχτά, κάποιος με τεράστιο γεννητικό όργανο. Η μικρή βρίσκεται στο νοσοκομείο του Τουρ και μόλις ξεκίνησε για κει ένας απ’ τους μεγαλύτερους πρωκτολόγους της χώρας.

    Ο Ντιμόν έσφιξε τα δόντια του.

    -Περιττό να σας περιγράψω την κατάσταση, συνέχισε. Πριν από μισή ώρα μίλησα με το χειρούργο. Οι μυς της στο σημείο του βιασμού έχουν όλοι καταστραφεί.

    Ξαφνικά, το ήρεμο βλέμμα του Ντιμόν αγρίεψε.

    -Η μικρή είναι δεκάξι χρονών, μούγκρισε. Έχω και γω μια κόρη σ’ αυτήν την ηλικία…

    Ο Μπορίς έσκυψε προς το μέρος του.

    -Προτού περάσουμε στην υπόθεση, είπε, πόσες πιθανότητες έχει η μικρή να ξανγίνει φυσιολογική;

    -Μισές – μισές. Φαίνεται πως αυτό το κτήνος είναι υπερφυσικό…

    -Κι είναι σίγουρο πως δεν χρησιμοποίησε κάποιο αντικείμενο, σαν σωλήνα ή μπουκάλι; ρώτησε ο Αιμέ Μπρισό.

    Ο Ντιμόν κούνησε το κεφάλι του.

    -Το σκέφτηκα κι εγώ, απάντησε, γιατί δε βρήκαμε ίχνη από σπέρμα. Όμως, βρήκαμε αλοιφή για προφυλακτικό κι αυτό δείχνει ότι ο βιαστής ξέρει πως θα μπορούσαμε να τον αναγνωρίσουμε αναλύοντας το σπέρμα του.

    -Τι άλλα στοιχεία έχουμε; ρώτησε ο Μπορίς.

    Τα μάτια του Ντιμόν σκοτείνιασαν.

    -Είναι η τρίτη κοπέλα που βρίσκουμε κακοποιημένη μ’ αυτόν τον τρόπο απ’ την αρχή του χρόνου, απάντησε. Κι οι τρεις είναι κόρες αξιωματικών του ιππικού. Ναι!...Ο τρελός προτιμάει τις κόρες αξιωματικών του ιππικού…

    -Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να μάθω, συνέχισε ο Μπορίς ανάβοντας το τσιγάρο του. Πώς είναι οι δυο πρώτες;

    Ο Ντιμόν κοίταξε ξανά τις σημειώσεις του.

    -Η Αλίν, απάντησε, βρίσκεται στην τρίτη εγχείρηση σφιγκτήρων, αλλά οι γιατροί δεν μπορούν να προβλέψουν την έκβασή της. Η Μαρί-Κλερ είναι στο στάδιο της δεύτερης εγχείρησης με πολύ αόριστα προγνωστικά. Όσο για την Κριστίν ντε Μιλαγκράν, δεν έφτασε ακόμη στο σημείο της εγχείρησης. Για την ώρα, κοιμάται…

    ……………………………

    -Τιτίκα.

    Η κοπέλα άκουσε το όνομά της και τρόμαξε. Βρισκόταν στην κουζίνα και μαγείρευε, μα η φωνή του αφέντη της είχε φτάσει στ’ αυτιά της έντονη και καθαρή.

    Ο αφέντης δεν ήθελε να τον κάνουν να περιμένει. Η μικρή σκούπισε βιαστικά τα χέρια της κι άρχισε να τρέχει προς το σαλόνι.

    Όταν έφτασε στο κατώφλι της μεγάλης αίθουσας με τα πανάρχαια έπιπλα, έμεινε ακίνητη με το κεφάλι χαμηλωμένο.

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ την κοίταξε προσεχτικά, αναστατωμένος όπως κάθε φορά που την έβλεπε να τρέχει υπάκουα στο κάλεσμά του.

    Η Τιτίκα ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων και το πραγματικό της όνομα ήταν Φρανσίν. Φρανσίν Σομόν. Όμως ο Φιλίπ την είχε ξαναβαφτίσει Τιτίκα, γιατί ο τρόπος που της φερόταν, του έφερνε στο νου την ηρωίδα των Αθλίων. Η Τιτίκα δεν είχε φτάσει τυχαία στο σπίτι του. Του την είχε φέρει ο ίδιος ο πατέρας της που είχε ακούσει ότι ο άρχοντας ζητούσε μια υπηρέτρια.

    Ο Ντιρτάλ άναψε ένα απ’ τα αγαπημένα του πουράκια.

    -Γύρνα! πρόσταξε. Δείξε μου τον κώλο σου!

    Η Τιτίκα υπάκουσε αμέσως κι ανασήκωσε το φανελάκι της με τα δυο χέρια της. Ο Ντιρτάλ μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει τα γέλια του. Τυπωμένη με άσπρα γράμματα πάνω στο μαύρο μακό ύφασμα της μπλούζας, υπήρχε η φράση: «Ένας ηλίθιος που περπατάει αξίζει περισσότερο από εκατό καθισμένους διανοούμενους». Το φανελάκι αυτό το’ χε βρει, τυχαία, στην πόλη, στην αγορά, μια μέρα που είχε βγει για καμάκι. Μια μέρα που, για μια ακόμη φορά, είχε ανάγκη από γυναίκα.

    -Πιο ψηλά το φανελάκι! πρόσταξε ο Φιλίπ Ντιρτάλ.

    Η Τιτίκα υπάκουσε. Τώρα, οι γλουτοί της φαίνονταν ολόγυμνοι.

    -Άνοιξε τα πόδια σου! συνέχισε ο Ντιρτάλ.

    Χωρίς να το θέλει, ξανάφερνε στο νου του τη σκηνή της πρώτης μέρας, τότε που ο γερο-Σομόν, τύφλα στο μεθύσι, είχε έρθει να τον παρακαλέσει να κρατήσει την κόρη του στη δούλεψή του. Η μικρή ήταν καθυστερημένη, του είχε πει. Στα δεκάξι της χρόνια, είχε μυαλό μικρού παιδιού. Η Κοινωνική Βοήθεια ήθελε να την πάρει και να την κλείσει σε κάποιο ειδικό ίδρυμα.

    -Δεν θέλω, είχε καταλήξει ο γέρος. Εκεί μέσα, δεν θα επιζήσει. Σας παρακαλώ, κρατήστε τη. Ρώτησα κι έμαθα. Αυτή είναι η καλύτερη λύση.

    Ο Ντιρτάλ είχε κάνει μια προσπάθεια ν’ αρνηθεί, αλλά δεν είχε προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του.

    -Καταλαβαίνετε, κύριε; είχε συμπληρώσει κλαίγοντας ο πατέρας της Τιτίκας. Θέλουν να τη μάθουν να γράφει και να διαβάζει. Είναι τρελοί…Θα μου τη σκοτώσουν. Σας παρακαλώ, κρατήστε την. Θα σας υπηρετεί πιστά και θα ‘ναι ελεύθερη.

    Στη συνέχεια, ο Φιλίπ Ντιρτάλ είχε κοιτάξει εξεταστικά τη μικρή που ταλαντευόταν απ’ το ένα πόδι στο άλλο. Μπορεί να ήταν πνευματικά καθυστερημένη, αλλά ήταν πολύ όμορφη. Είχε λεπτούς καρπούς και αστραγάλους, σαρκώδη χείλη, αμυγδαλωτά μάτια και τέλειες αναλογίες.

    Τρία λεπτά αργότερα, ο Φιλίπ Ντιρτάλ είχε υπογράψει όλα τα χαρτιά που χρειάζονταν για την πρόσληψή της κι η Τιτίκα είχε μείνει.

    Από τότε, υπήρχαν οι επισκέψεις της κοινωνικής λειτουργού, αλλά εκείνη προειδοποιούσε πάντα δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, οπότε ο Φιλίπ προλάβαινε να κάνει την Τιτίκα να φαίνεται υγιής και ευτυχισμένη.

    ……………………….

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ κροτάλισε τα δάχτυλά του κι η Τιτίκα κατάλαβε αμέσως το μήνυμα: έπρεπε να γδυθεί εντελώς.

    Το φανελάκι πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι της και προσγειώθηκε στο δάπεδο του σπιτιού.

    Όλη τη μέρα έβρεχε, αλλά τώρα, το βράδυ, ο ουρανός είχε αρχίσει να καθαρίζει και αύριο θα ήταν λιακάδα. Το σπίτι εδώ ήταν πολύ παράξενο. Είχε μόνο έναν εξωτερικό τοίχο, αυτόν που φαινόταν απ’ τη μεριά του Λούρου και όλο το υπόλοιπο ήταν σκαμμένο μέσα στο βράχο. Ήταν ένα σπίτι – σπηλιά. Κάτι σαν κατοικία προϊστορικού τρωγλοδύτη, καλοφτιαγμένη και επιπλωμένη.

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ χτύπησε ξανά τα δάχτυλά του. Αυτό σήμαινε: στροφή προς το μέρος του.

    Τρίτο χτύπημα: στα γόνατα.

    Ο Φιλίπ κοίταξε ήρεμα το απόκτημά του: μια κοπέλα με μυαλό φοράδας. Το αντίγραφο, αλλά ανθρώπινο, της φοράδας του, της Μιλαίδης, που σίγουρα αυτή τη στιγμή θα έγδερνε το τσιμέντο στο παχνί της, δέκα περίπου μέτρα από το σαλόνι, πλάι σ’ ένα πρόβατο που ήταν ο σύντροφός της.

    Η Τιτίκα, στο υπόγειο όπου κοιμόταν, είχε κι εκείνη το δικό της «πρόβατο». Ένα γλυπτό απ’ το Λάος από μαύρο μάρμαρο που παρίστανε ένα ορθωμένο αντρικό σεξ. Ένα σεξ στις διαστάσεις του Φιλίπ Ντιρτάλ, όταν καταδεχόταν να επισκεφτεί τη σάρκα της υπηρέτριάς του.

    Ο Ντιρτάλ έκανε μια κίνηση με το χέρι του κι η Τιτίκα σηκώθηκε μπροστά του, μ’ ένα παράξενο σύστημα από αλυσίδες ανάμεσα στα πόδια της.

    -Το φαγητό βρίσκεται σε καλό δρόμο; ρώτησε ο Φιλίπ Ντιρτάλ.

    «Δρόμος» ήταν μια λέξη που η καθυστερημένη καταλάβαινε μόλις εδώ κι ένα μήνα.

    -Μάλιστα κύριε.

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ πήρε το μαστίγιό του απ’ το τραπεζάκι, πλάι του, και το πλατάγισε στον αέρα.

    -Θα φάω σε μισή ώρα;

    -Μάλιστα κύριε.

    Το μαστίγιο έπεσε με δύναμη πάνω στα πόδια της μικρής.

    -Να μην περιμένω ούτε λεπτό!

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ είχε χρειαστεί μήνες ολόκληρους για να τη μάθει ότι μία ώρα μπορούσε να χωρίζεται σε δύο ημίωρα. Ίσως του χρόνου να της μάθαινε και τα τέταρτα…

    Ο γεροδεμένος άντρας με το κοστούμι ιππασίας χαμογέλασε.

    -Πολύ καλά, είπε. Θα σου κάνω μια χάρη. Πλησίασε!

    Η Τιτίκα υπάκουσε αμέσως. Ο κύριός της άπλωσε το χέρι του κι έπαιξε ανάμεσα στα δάχτυλά του την αλυσιδίτσα που περνούσε ανάμεσα απ’ τα πόδια της μικρής και κατέληγε σε μια μεταλλική ζώνη γύρω απ’ τη μέση της.

    -Μπράβο, συνέχισε ο Ντιρτάλ. Είσαι καλό κορίτσι. Γύρνα τώρα κι απ’ την άλλη μεριά.

    Η Τιτίκα γύρισε κι ο αφέντης της βάλθηκε ν’ ανοίγει ένα λουκέτο με συνδυασμό. Ύστερα τράβηξε ένα μικρό γάντζο κι οι αλυσίδες έπεσαν κι έμειναν κρεμασμένες από κάτι που δε φαινόταν ακόμη και που ήταν το κυριότερο εξάρτημα του συστήματος. Αυτό το κάτι ήταν χωμένο βαθιά ανάμεσα στους γλουτούς της μικρής σ’ αυτό το σημείο του σώματος που είναι ίδιο στους άντρες και τις γυναίκες.

    Ο Ντιρτάλ κάθισε στην πολυθρόνα του.

    -Άστο να βγει! πρόσταξε.

    Η Τιτίκα γύρισε με την πλάτη προς το μέρος του και χαλάρωσε τους εσωτερικούς της μυς. Το μεταλλικό αντρικό σεξ άρχισε να γλιστράει αργά ανάμεσα στους γλουτούς της. Όταν η άκρη του έφτασε στο σημείο να βγει κι αυτή, η Τιτίκα έβγαλε ένα βογκητό πόνου. Μετά, όλα έπεσαν στο δάπεδο: οι αλυσίδες, το λουκέτο και το φριχτό σεξ που ώρες τώρα ήταν χωμένο μέσα της. Αυτό το σεξ που έμπαινε εκεί κάθε μέρα για να συνηθίσει τη σάρκα της και να την κάνει ικανή να δεχτεί το σεξ του αφέντη της.

    ………………………

    Η Τιτίκα αναστέναξε από ανακούφιση καθώς κουβαλούσε όλο το σύστημα στην κουζίνα. Γιατί ο κύριός της την ανάγκαζε να φοράει αυτό το πράμα κάθε μέρα; Δεν είχε ιδέα. Μάντευε αόριστα πως αυτό είχε κάποια σχέση με το τεράστιο κομμάτι σάρκας που ο κύριος έχωνε μέσα της πολλές φορές τη μέρα, αλλά δεν καταλάβαινε περισσότερα. Ωστόσο, αυτό εδώ δεν πονούσε περισσότερο από τα προηγούμενα που της φορούσε και που είχαν αρχίσει από πολύ λεπτά για να καταλήξουν σε τούτο δω το τεράστιο.

    Η Τιτίκα πλύθηκε προσεχτικά, σκουπίστηκε και ξαναγύρισε στην κουζίνα της.

    Η φωνή του αφέντη την έκανε να τρομάξει όπως και πριν.

    -Τιτίκα!

    Η μικρή έτρεξε στο σαλόνι κι αμέσως άρχισε να τρέμει.

    -Όχι…, είπε. Όχι βαβά…Όχι βαβά…

    Μπροστά της, ο κύριός της της έγνεφε να πλησιάσει. Στο χέρι του κρατούσε το μαστίγιό του.

    Η Τιτίκα πήρε μόνη της τη στάση που έπρεπε, ενώ δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Έπεσε μπρούμυτα πάνω στο μακρόστενο γυαλισμένο τραπέζι, με τους γλουτούς της να προσφέρονται, τα πόδια της να κρέμονται στο κενό και τα χέρια της ανοιγμένα. Ο Φιλίπ Ντιρτάλ άνοιξε δυο συρτάρια που υπήρχαν στο κάτω μέρος του τραπεζιού κι έβγαλε από μέσα δυο αλυσίδες που η μια τους άκρη ήταν στερεωμένη πάνω στο ξύλο, ενώ η άλλη κατέληγε σε δυο δερμάτινα βραχιόλια που τα πέρασε στα χέρια της Τιτίκας. Μετά, πήρε το φανελάκι από κει που το είχε πετάξει η μικρή και το ‘χωσε βαθιά μέσα στο στόμα της. Σίγουρα, το πρώτο γειτονικό σπίτι ήταν πολύ μακριά, αλλά ο δρόμος περνούσε μόλις είκοσι μέτρα κάτω απ’ τα παράθυρα, κι η Τιτίκα θα ούρλιαζε πολύ δυνατά.

    Ο Ντιρτάλ έκανε δυο βήματα πίσω, έβγαλε απ’ το παντελόνι του το σεξ του που μόλις είχε αρχίσει να ορθώνεται αλλά που ήταν κιόλας τεράστιο, κι άρχισε να χτυπάει τη μικρή με το μαστίγιο. Χτυπούσε ρυθμικά με σύστημα: παράλληλα απ’ τη μέση ως τους μηρούς.

    Κάθε τόσο, σταματούσε, τραβούσε μια ρουφηξιά απ’ το πούρο του και συνέχιζε, ενώ το σεξ του ορθωνόταν συνέχεια.

    Κάποια στιγμή, άλλαξε στάση. Είχε λαχανιάσει, όπως κάθε φορά που μαστίγωνε την Τιτίκα προτού να την κάνει δική του. Τι ευτυχία! Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπάει πολύ δυνατά μέσα στο στήθος του.

    Τώρα, μαστίγωνε κάθετα και οι οριζόντιες κατακόκκινες γραμμές πάνω στη σάρκα της κοπέλας έκλειναν και σχημάτιζαν τετράγωνα.

    Τέλος, ο Ντιρτάλ τραβήχτηκε πίσω ικανοποιημένος. Είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. Πλησίασε την Τιτίκα, της ανασήκωσε το κεφάλι απ’ τα μαλλιά και τη χαστούκισε δυνατά. Μετά, άνοιξε με τα γόνατά του τα πόδια της Τιτίκας και χώθηκε άγρια μέσα της.

    Η ηδονή που ένιωθε ήταν ανείπωτη. Πηγαινοερχόταν μέσα στη σάρκα της μικρής υπηρέτριας κι απολάμβανε την ευτυχία του χωρίς να σκέφτεται τίποτα, χωρίς να νοιάζεται για τίποτα.

    Τέλος, έφτασε στον οργασμό κι η ηδονή του’ κοψε την ανάσα.

    Έξω, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Μια απαλή αύρα γλιστρούσε πάνω στα αστραφτερά νερά του Λούρου, ανηφόριζε έως εδώ κι ανέμιζε τα μαλλιά της Τιτίκας που έφερνε το ουίσκι σ’ ένα δίσκο. Όμως, στο δίσκο δεν υπήρχε μόνο το ποτήρι με το χρυσαφένιο ποτό, υπήρχε και το μαστίγιο.

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ άπλωσε το χέρι του και, προτού πάρει το ποτήρι, έπιασε τις ρώγες της Τιτίκας και τις έσφιξε δυνατά.

    -Όχι, όχι βαβά…, μούγκρισε η μικρή.

    Ο Ντιρτάλ ήπιε την πρώτη γουλιά.

    -Γύρνα! πρόσταξε.

    Κοίταξε για λίγο τα σημάδια πάνω στους γλουτούς της κοπέλας και χαμογέλασε ευτυχισμένος.

    -Και τώρα, πήγαινε να κοιμηθείς, της είπε. Αύριο το πρωί, θα μου φέρεις το πρωινό μου στις εφτά ακριβώς.

    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, «Το κλαμπ των εραστών», εκδόσεις Multieditions S.A., 1990)