Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιερώσεις «εμού του ιδίου»

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος wanderer, στις 6 Νοεμβρίου 2007.

  1. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    "Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
    Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
    νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του."
     
  2. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

  5. lotus

    lotus Silence

  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  8. dim1

    dim1 ®

    Ο λύκος και η νεράιδα της λίμνης.

    Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.


    Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.


    Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.


    Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.


    Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.


    Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.


    Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.


    Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».


    Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.


    Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.


    Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.


    Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.


    Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.


    Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.


    Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω».


    Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.


    Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα ,που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.


    Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
    «Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
    Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
    Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».


    Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.


    Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.


    Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.


    Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…

    Αγνώστου (σε εμένα)
     
    Last edited: 31 Δεκεμβρίου 2017
  9. dim1

    dim1 ®

    Δανεισμένα από τον πλούτο του διαδικτύου

    «Έτσι θα ήθελα να γίνει, η αγάπη και όχι η διάνοια να επιζήσει».


    Ο κακός ο λύκος.
    Ήταν μια φορά κι έναν καιρό

    ένας κακός λύκος.

    Στο δάσος κρυβόταν,

    θύματα εύκολα και αθώα κυνηγούσε.

    Φωνάζανε οι γέροι του χωριού

    "άνθρωποι στο δάσος μόνοι ποτέ να μην πατήσουν!

    Ο λύκος ο κακός παραφυλάει... Κι όλους θα σας φάει!"

    Και το δάσος έρημο, από φωνές ανθρώπων,

    πατήματα δικά τους χρόνια έχει να δει.

    Μα μια μέρα.

    Μια μέρα όμορφη και ανθησμένη...

    Ένα μικρό κορίτσι στις άκρες του δάσους έπαιζε

    εκείς τις ώρες του περνούσε.

    Παιχνίδι στο παιχνίδι,

    κελάηδημα στο κελάηδημα

    να η μικρή τώρα χαμένη στου δάσους την σιωπή...

    Πάγωσαν οι φωνές και η φύση τώρα σίγησε.

    Δάκρυα πολλά από της μικρής τα μάτια τρέχουν.

    "Και τώρα θα με βρεί η κακιά η τύχη...

    Στου λύκου του κακού τα κοφτερά τα δόντα θα πέσω...

    Που είστε άνθρωποι του χωριού...

    Που είστε να με σώσετε..."

    Και η νύχτα έπεσε...

    Της μικρής το σώμα από την κούραση έπεσε καταγής

    και το μυαλό της σε ύπνο βαθύ την έριξε...

    Μα ξύπνησε με το πρώτο φώς

    και δεν ήτανε του ήλιου.

    Φεγγάρι δυνατό τις σκιές του δάσους έδιωχνε.

    Κι εκείνη ένιωθε να τρέχει πάνω σε μαγικό χαλί...

    Όλα γύρω της γρήγορα έφευγαν και πίσω της τα άφηνε.

    Έπιασε απαλά με τα χέρια της το μαγικό χαλί...

    Και γρήγορα κατάλαβε πως γούνα ήταν.

    Σήλωσε το βλέμμα της και το καημένο τι να δει...

    Στου λύκου του κακού την ράχη βρίσκεται...

    "Πάει... τώρα θα με φάει στη σκοτεινή του τη φωλιά...

    Αχ καλοί μου άνθρωποι... Δεν ήρθατε να με σώσετε από του λύκου τα δόντια..."

    Κι ο λύκος συνέχιζε, γοργά να τρέχει!

    Ούτε ο αέρας δεν μπορεί να τον προλάβει!

    Ούτε στοιχειά της νύχτας να τον δουν, ούτε ο ήχος από τα πέλματα του.

    Μόνο λάμπει η γούνα του καθώς στα φεγγαροξέφωτα περνά.

    Και νιώθει στην ράχη του το ρίγος της μικρής

    και την καρδιά της που κοντεύει από το φόβο να σπάσει...

    Και τότε ακόμη πιο γρήγορα τα πόδια του τα δυνατά

    να τρέξουν διατάζει!

    Μέχρι που έφτασε στο τέλος του δάσους

    και τα φώτα φάνηκαν από τα πρώτα σπίτια του χωριού.

    Και βγήκε ο λύκος ο κακός, μέσα στο χωριό να μπεί

    έχοντας στην ράχη του την τρομαγμένη την μικρή.

    Στο πρώτο σπίτι που είδε άνθρωπο

    προς τα εκεί ξεκίνησε να πάει.

    Κι όταν πλησίασε αρκετά και πάντα στα κρυφά

    χαμήλωσε το σώμα του

    την μικρή να κατεβάσει.

    Με την μύτη του την έσπρωξε στην πλάτη

    προς τους ανθρώπους γρήγορα να πάει.

    Και η μικρή ξάφνιασε πολύ

    και η καρδούλα της χτύπησε από του λύκου τη στοργή.

    "Πως τολμούν κακό να σε φωνάζουν!!!

    Πως μπορούσα να νιώθω τόσο φόβο

    ενώ εσύ στο σπίτι μου πίσω ρίσκαρες με την ζωή σου να με φέρεις?

    Φύλακας-Άγγελος για μένα είσαι και να σε χάσω ποτέ δε θέλω."

    Μα καθώς ο λύκος ο κακός την πλάτη του γυρνούσε στο δάσος να γυρίσει

    Φωνές και πανικός συνόδευσαν το βήμα του!

    Όπλα και φωτιές και κόσμος πολύς κίνησε προς το μέρος του.

    Κι έτρεξε ο λύκος γρήγορα πολύ

    στους δάσους τις σκιές να χωθεί και να χαθεί.

    Και πέφτανε οι σφαίρες και οι φωτιές

    και ορμούσανε με λύσσα τρομερή!

    Μα πρόλαβε ο λύκος τις πρώτες φυλλωσιές να πλησιάσει

    και στο άλμα του γρήγορα σε αυτές να βρεθεί και να χαθεί

    μια σφαίρα και μια φωτιά στο πλευρό του τον πετυχαίνει.

    Μα ποιός τον σταματά κι ας είναι πληγωμένος ;

    Τρομαγμένο το κορίτσι

    τα πάντα παγωμένη βλέπει...

    Και τρέχει σαν ελάφι που ζούσε μέσα της και ξύπνησε με μιας

    στου πανικού την ώρα.

    Και χάνεται κι εκείνη στους δάσους τις σκιές...

    Τον λύκο τον κακό ψάχνει να βρεί

    το τραύμα του καλά να κάνει.

    Και κανείς δεν ξέρει πια...

    Τι απέγιναν οι δυό τους...

    Μόνο κάποιες ιστορίες που φέρνει ο αέρας από τα τραγούδια των στοιχειών του δάσους.

    Μια κοπέλα που τρέχει και αλυχτάει σαν τους λύκους στο Φεγγάρι,

    ζει και βασιλεύει μεσ'του δάσους τις σκιές.

    Κι ένας λύκος την συντροφεύει

    Άγγελος-Φύλακας για εκείνη και για κάθε αγνή ζωή.

    Το τραγούδι τους στα αστέρια κανείς την νύχτα μπορεί να ακούσει και να δει...
     
  10. sweet_release

    sweet_release ~she looks like the moon~

  11. charlotte

    charlotte «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύρα»

    Εεεεε.......μου το αφιερώνω!