Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Underground
    by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

     


    Η παναγία πατά με το πόδι της το φίδι μα ο Ιπποκράτης το έχει τυλιγμένο στη βακτηρία του.

    Ζούμε στον αγρό δίπλα στα φίδια, μες στον αιώνιο ερωτικό κύκλο των ερπετών. Δίπλα στα πιο αρχαία πλάσματα αυτού του πλανήτη, στις καλαμιές στις λίμνες και στα χωράφια του κάμπου, στις αυλές και στα κεραμίδια των σπιτιών, στους κόρφους των γυναικών που ο δαίμονας τις οδήγησε στην οιστρηλασία.

    Μα ο ίδιος ο θεός των χριστιανών καταράστηκε το φίδι και το καταδίκασε να σέρνεται πάνω στη γη, βάζοντας τους πιστούς του να το κυνηγούν για να το σκοτώσουν.

    Η παλαιά Διαθήκη λέει, πως, το φίδι παρέσυρε την Εύα κι αυτή τον Αδάμ και το ζεύγος έχασε τον παράδεισο για πάντα. Ο Γιαχβέ, ο Κύριος δηλαδή, έδωσε εντολή στο δημιούργημά του. «Από κάθε δέντρο του κήπου μπορείς να φας, αλλά δεν πρέπει να φας από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, αν φας απ αυτό θα πεθάνεις!».

    Το κακό φίδι όμως ψιθύρισε στην γυναίκα: «στα σίγουρα δεν θα πεθάνετε. Το γνωρίζει και ο Κύριος πως όταν φάτε απ αυτό, θα γίνετε σαν κι αυτόν, θα γνωρίζετε το καλό και το κακό.»

    Μα το κακό φίδι παραπλανά την Εύα, αυτή τον Αδάμ, και ο θεός τους τιμωρεί όλους και τους ρίχνει κατάρες και χριστοπαναγίες.

    Λέει στο φίδι ο Κύριος: «θα είσαι το πιο καταραμένο ζώο, θα σέρνεσαι, θα τρως χώμα». Λέει στην Εύα ο Κύριος: «θα σου αυξήσω πολύ τους πόνους της γέννας, και θα σε εξουσιάζει ο άντρας σου». Λέει στον Αδάμ ο Κύριος: «θα κοπιάζεις σε όλη τη ζωή σου, θα καλλιεργείς με δυσκολία τη γη, αυτή θα βγάζει αγκάθια και τριβόλια, θα βγάζεις το ψωμί σου με πολύ ιδρώτα». Και τους πήρε όλους ο διάολος.

    Όμως το φίδι που σέρνεται στη γη, εν Χριστώ αδερφοί και θύματα του όφεως, είναι ο παλλόμενος φαλλός. Ο πούτσος σας δηλαδή. Αυτός που δείχνουν οι δεσποτάδες στα μικρά αγοράκια.

    Ο θεός λοιπόν, άφησε τον Αδάμ και την Εύα να τρώνε και να πίνουν δωρεάν αλλά να μην έχουν κρίση. Στην ουσία τους είπε να κόψουν αυτό το παιχνιδάκι που το λένε σεξ, διότι τα όργανα είναι αυστηρώς γεννητικά και οποιαδήποτε άλλη χρήση τους διώκεται από το νόμο αφού οι ιερείς πουτσοφύλακες καραδοκούν με το μπαλτά.

    Όλο το μενού των αμαρτιών περιλαμβάνει μόνο σεξ, διότι ο έρωτας μας κάνει ξύπνιους, μας κάνει να αμφιβάλλουμε για το καλό και το κακό, μας κάνει απείθαρχους στις εντολές ενός αυστηρού Θεού, όπως είναι ο Γιαχβέ.

    Μα το φίδι, δηλαδή ο απείθαρχος και δηλητηριώδης πούτσος, στη συνέχεια παραπλανά τη γυναίκα που –ως γνωστόν- δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό της θέας του.

    Πλησιάζει τον άντρα, σηκώνεται το φίδι του, κάνουν σεξερωτογαμήσι και τα μυαλά και τα κορμιά τους γίνονται θεϊκά, υπομένοντας τις κατάρες που ρίχνει ο ανέραστος Γιαχβέ. Δηλαδή το ιερατείο του. Δηλαδή οι βλοσυροί σάτυροι που έκρυψαν τη στύση τους κάτω απ’ το μαύρο πέπλο του πένθους.

    Και τότε οι γυναίκες κοιλοπονούν, κι οι άντρες πάνε για δουλειά.
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Γλειψιές

     

    Είμαι διαβολικός, γι’ αυτό τα όνειρά μου είναι αισχρά. Μα ως διαβολικός είμαι απόλυτα αγνός αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εκτός από αισχρά όνειρα.

    Γράφω το ποίημα σα να πατώ τη σκανδάλη. Αν το ποίημα μου δεν είναι ληστρικό όπλο σαν τη φωτογραφική μηχανή ή το αυτοκίνητο δεν είναι δικό μου.

    Η αισχρότητα εδώ είναι το να γράφεις την κατάλληλη λέξη, όπως γυρίζεις το κλειδί στη μηχανή του αυτοκινήτου ή όπως πατάς τη σκανδάλη. Όπλα, ποιήματα, αυτοκίνητα, μηχανές φαντασιώσεων που η χρήση τους προκαλεί εθισμό.

    Πίσω από κάθε θάμνο καραδοκεί κι ένας ποιητής, που τριγυρίζει σαν λιοντάρι που βρυχάται και ψάχνει να βρει κάποιον για να τον καταβροχθίσει. Δηλαδή να τον καταγράψει. Όχι φτιάχνοντάς του το πορτραίτο ή το κλανιάρικο βιογραφικό αλλά τρυπώντας τον, φτάνοντας ανάμεσα στα σκέλια του και μέσα στην καρδιά του. Στο στομάχι του και στ’ αρχίδια του. Στην μήτρα του και στην αιμάσουσα τοιχοδομή των σπλάχνων του.

    Εκεί που φυτρώνει το πρώτο βλασταράκι του πόθου. Διότι ο πόθος μας κρατάει στη ζωή. Διότι ο πόθος δεν έχει ιστορία και κάθε φορά τον αισθανόμαστε σε πρώτο πλάνο. Τον διεγείρουν αρχέτυπα και γι’ αυτό είναι πάντα αφηρημένος, δηλαδή ποιητικός. Πότε ξυπνάει τη συνείδηση και πότε τα πάθη.

    Όταν γράφεις για τους ανθρώπους παραβιάζεις την προσωπικότητά τους, επειδή τους βλέπεις όπως ποτέ οι ίδιοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους. Κι αυτό είναι απόλυτα διαβολικό, είναι εξιδανίκευση του πυροβόλου όπλου, ένας απαλός ένδοξος φόνος, ο πιο κατάλληλος για μια λυπημένη και τρομαγμένη εποχή.

    Μα αυτό το διαβολικό όπλο που λέγεται ποίημα εκτονώνει την επιθετικότητά μας. Αντί για σφαίρες λέξεις. Αντί για οβίδες χοντρά μυθιστορήματα κι αντί για δολιοφθορές λιβελογραφήματα. Κι αντί για μολότοφ, ποιήματα.

    Ιδού η μέγιστη αισχρότητα. Η αποδυνάμωση των όπλων του εχθρού. Ιδού η πρόστυχη ελεγειακή τέχνη του μοιράσματος. Η τέχνη του σπαραγμού και του λυκόφωτος. Η εντροπία των μοναχικών πλασμάτων μέσα σε μιαν ελεεινή και θεοκρατική πραγματικότητα.

    Η πιο ακραία πολιτική πράξη, η αντίστιξη των σφαγείων της ιστορίας και του μη αριθμήσιμου χαλασμού. Το παλούκωμα της κωλοτρυπίδας των εθνών και το πέταμα στον κουβά της ιστορίας κάθε μεταφυσικής χλαπάτσας.

    Το Κοράνι λέει πως υπάρχει κι ένας διάβολος μέσα σε κάθε ρόγα σταφυλιού. Κι αυτή είναι η μέγιστη ευλογία. Η γλύκα του διαβόλου της ζωής που καταπίνουμε. Το κάθε ποιηματάκι μας που κρύβει ένα διάβολο.

    Τίποτε εδώ δεν εξηγείται. Μονάχα ανεξάντλητες προσκλήσεις για σκέψεις και φαντασιώσεις. Εδώ είναι το αντίθετο της κατανόησης, που ξεκινά απ’ τη μη αποδοχή του κόσμου όπως φαίνεται κι όπως επιβάλλεται απ’ τις ποικιλώνυμες εξουσίες.

    Όλες οι δυνατότητες κατανόησης του ποιήματος πηγάζουν απ’ την ικανότητα να λες όχι. Εδώ ο κόσμος γίνεται μια σειρά από ασύνδετα, ελεύθερα μόρια, κάνοντας την πραγματικότητα ατομική, εύχρηστη και διάφανη. Μέσα στο αιώνιο κοσμογονικό συνεχές ένα λεπτό στρώμα χωροχρόνου οργωμένο με γλώσσες, εκκρίσεις και αθώα νυμφομανή αιδοία.

    https://dromos.wordpress.com/2016/04/01/γλειψιές/
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

     

    People deal too much with the negative, with what is wrong. Why not try and see positive things, to just touch those things and make them bloom?
    — Nhat Hanh

    Animation by (yet) unknown artist
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    私もあなたを愛してます

     
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Λάσπη ή σκόνη;

    To δίλημμα είναι "λάσπη ή σκόνη;" Γιατί καθαρή δεν τη βγαζεις, όποιος κι αν είσαι, όπου και να ζεις. Μπορεί να έχεις λίγη λάσπη ή λίγη σκόνη. Μπορεί και να έχεις και τα δύο αναλόγως με την εποχή, αν είσαι άτυχος. Αλλά από τη σκόνη και τη λάσπη δεν γλυτώνεις.

    Με άλλα λόγια, πρέπει να διαλέξεις τι προτιμάς: να μουλιάζεις και να τα πατάς τα σκατά και να λερώνεις τα ωραία σου παπούτσια; ή να τα εισπνέεις τα σκατά και να μπουχτίζεις τα ωραία σου πνευμόνια;

    Μούχλα και μετέωρο ψιλόβροχο ή ξεραΐλα κι απροσμάχητο λιοπύρι;

    Μισώ βαθιά τη σκόνη. Εγώ είμαι με τη λάσπη, με τη βροχή, έστω και με τη μούχλα. Καλύτερα να μουλιάζω παρά να αποξηραίνομαι.

    Η εικονογράφηση από έργο της Apollonia Saintclair.


     
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Τότε

     

    Λ
    οιπόν, το σημαντικό είναι να μη μιλάς. Πρέπει να ακούς. Να ακούς και να μη μιλάς πριν έρθει η ώρα να πεις αυτό που πρέπει. Ούτε μετά. Να μη μιλάς κατόπιν εορτής. Στην ώρα σου. Να λές αυτό που πρέπει και να το λες στην ώρα του. Σαν ηθοποιός, να περιμένεις την ατάκα σου. Πολλοί άνθρωποι μιλάν έτσι, για να γεμίζουνε την ώρα μέχρι να έρθει η ώρα να μιλήσουνε. Και μετά λένε αυτό που έπρεπε να πούνε αλλά κανείς δεν το προσέχει γιατί όλοι ασχολούνται με τα παραγεμίσματα που έλεγαν μέχρι να έρθει πραγματικά η ώρα να μιλήσουν. Άλλοι, πολλές φορές οι ίδιοι όμως όχι απαραίτητα, συνεχίζουνε να μιλάνε κι αφού παρέλθει η ώρα τους. Δεν ξέρουν να σταματάνε. Να βάζουνε τελεία. Μιλάνε. Συνεχίζουν. Δεν λέω ότι πρέπει να λακωνίζεις, δεν λέω ότι πρέπει να σιωπάς και να σκύβεις το κεφάλι και τέτοια, όχι. Αυτά τα λένε όσοι θέλουνε να φιμώνουν τους άλλους και το μπορούνε κιόλας. Δεν λέω αυτό. Αν πρέπει να πεις πολλά, πολλά να πεις. Όμως στην ώρα τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πρέπει να ακούς: θα καθορίσει και τι θα πεις αλλά και πότε πρέπει να μιλήσεις, τη σωστή στιγμή. Και μετά, αφού μιλήσεις, πάλι πρέπει να σωπαίνεις και να ακούς, να ακούς τον απόηχο και τον αντίκτυπο όσων είπες.

    Κυρίως να ακούς. Έχεις όλον τον χρόνο να ακούς, προτού πεις τα δικά σου και αφού τελειώσουν όσα έχεις να πεις. Είναι απόλαυση να ακούς τους άλλους. Σαν το φαγητό: πέρα από τη γεύση, υπάρχει και το άρωμα του φαγητού και η όψη του, οι υφές. Έτσι κι όταν ακούς τον άλλο, είναι ολόκληρο γεύμα. Βλέπεις την όψη του και πώς στέκεται, πώς κουνάει τα χέρια του και τις γκριμάτσες που σκαρώνει. Αν ο άλλος μιλάει πολύ, αφαιρείσαι λιγάκι και αφήνεσαι στον ρυθμό της φωνής του και στις όποιες ιδιαίτερες πινελιές της άρθρωσής του. Και, εννοείται, δεν χρειάζεται καν να σου αρέσει αυτό που ακούς.

    Παράδειγμα. Κάποτε δούλευα με έναν άνθρωπο που συνδύαζε κακοήθεια με βλακεία. Ήταν, όπως θα το θέταμε συνοπτικά, μεγάλος μαλάκας. Σε κάποια συγκυρία με έβριζε επί είκοσι λεπτά. Πότε τον κοίταγα να με βρίζει κατακόκκινος με τα μάτια εξογκωμένα σαν ροφός που ασφυκτιά στον καθαρό αέρα, πότε κοίταζα στο απέναντι μπαλκόνι δυο αδερφάκια να βγαίνουνε στο μπαλκόνι και να πετάνε παπούτσια στον δρόμο μέχρι που ήρθε η μάνα τους και τα μπερντάχιασε. Ο συνάδερφος ορυόταν, μπουρδούκλωνε τη γλώσσα του, με έβριζε και όσο με έβριζε τόσο εξέθετε τον εαυτό του. Ήταν έξω φρενών, για να γίνω σαφέστερος. Επίσης πρέπει να μου έριχνε πλάγιες ματιές που χαμογέλαγα, αλλά δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το μειδίαμά μου: ήτανε και τα πιτσιρίκια που με ενθουσιασμό και μπρίο πέταγαν ένα ένα τα παπούτσια στο σπίτι τους από το μπαλκόνι, στα σαράντα μέτρα απέναντί μου. Τον άκουγα όμως. Όσο τον άκουγα τόσο ηρεμούσα (βοηθούσαν και τα παπούτσια που έπεφταν ένα ένα απέναντι), τόσο πιο βαθιά κατανοούσα ότι είναι και κουτός και παλιάνθρωπος, πόσο ανεπανόρθωτα ανόητος και φαύλος. Έριχνα κλεφτές ματιές στους άλλους, που τον κοίταγαν με φρίκη να ξεφτιλίζεται, μέχρι που ένας συνάδερφος του είπε να σταματήσει γιατί όσο συνεχίζει τόσο επιβαρύνει τη θέση τη δική του. Μετά ήρθε η ώρα να μιλήσω. Είπα ότι δεν είχα τίποτε να πω και είπα αυτό που είχα να πω.

    Ναι, στον εαυτό μου μιλάω τώρα. Του υπενθυμίζω να σωπαίνει μέχρι να έρθει η ώρα του να μιλήσει και να μιλάει μόνον τόσο όσο χρειάζεται.
     
  10. Αναΐδα

    Αναΐδα Moderated

    Μετακομίζω.
    Όποιος ενδιαφέρεται, θα με βρει στο στόμα του λύκου.

    Ε.Α.

     
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Το Γλύκαπωλείον] Της Niemands Rose

    Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες. Κι εγώ θα ανοίξω ένα μαγαζάκι. Θα είναι ένα ισόγειο διαμέρισμα, με ένα υπνοδωμάτιο και έναν μικρό κήπο. Και θα πουλάω γλύκα. Απέξω θα είναι μια ταμπέλα ξύλινη ζωγραφιστή που θα γράφει με καλλιγραφικά γλύκαπωλείον, έτσι με δυο τόνους, τι μας νοιάζει, και το όνομα θα το γράφεις εσύ με κιμωλία. Μπορεί να το λέμε Μια μέρα ή παππού Λευτέρη, μπορεί να το λέμε Φιλί ή Καραμέλα, μπορεί να το λέμε Δυο γελαστά σκίτσα ή Ένα χρώμα ή Σε θέλω πάλι. Όπως θες.

    Θα σου προσφέρω βανίλια υποβρύχιο αν έχει λιακάδα, ή ένα ποτήρι ζεστό γλυκό κρασί με κανέλα και γαρύφαλλα, αν έχει κρύο. Και θα μυρίζει όλο το μαγαζάκι λεμονανθούς και αμυγδαλιά και τα αρωματικά μου βότανα, και θα σου βάζω κάτω από τη μύτη κλωνάρια θυμάρι, ατσιού και θα γελάμε, και θα σου έχω ψωμί στον φούρνο να στροβιλίζεται η μυρωδιά σ’ όλο το μαγαζάκι, και θα σου μαγειρεύω το πιο αγαπημένο σου φαγητό, και θα ποτίζουμε τα λουλούδια στην αυλή, κι αν ζεσταίνεσαι θα σε μπουγελώσω να ξέρεις και θα κυνηγιόμαστε ξυπόλητοι κι αν σε τσακώσω θα σε ρίξω κάτω και θα γαργαλάω, πρόσεχε, αλλιώς, αν δεν έχει ζέστη, αν έχει λίγο ζέστη μόνο, θα σου χώνω πασχαλίτσες στη χούφτα, και θα κοιτάμε τις πεταλούδες που θα βυζαίνουν με την τοσοδούλα προβοσκίδα τους τη γύρη και θα μυρίζουμε τα ρόδα όσο ανθούν, και θα σε γαργαλήσω με ένα πούπουλο όσο σκύβεις πάνω από τον βασιλικό, και θα σε παίρνω από το χέρι, και θα παίξουμε τυφλόμυγα και κρυφτό και τρίλιζα και πρόσωπο-ζώο-πράγμα, και θα σου κόβω το ψωμί και θα σου αλείφω μέλι,

    αι θα σου στήνω μια αιώρα να διαβάσεις, και θα είναι νύχτα, αν θες, ξαφνικά, θα τραβώ τις βαριές κουρτίνες και θα αναβοσβήνουν φωτάκια χριστουγεννιάτικα και στο ταβάνι θα έχω αστεράκια που φωσφορίζουν, κι ένα καρουζέλ που χωράει στη χούφτα σου με ξύλινα αλογάκια που γυρνάνε γύρω-γύρω, και θα ξεφυλλίζουμε τόμους ιλλουστρασιόν με πίνακες ζωγραφικής ή κόμικς, αν προτιμάς, και χρατς χρουτς βινύλια οι μουσικές που αγαπάς κι από το ταβάνι θα πέφτουν σεκάνς του Φρανκ Κάπρα και του Βιτόριο ντε Σίκα σαν χιονάκι σε κάρτ ποστάλ, κι ένα βρεφικό γέλιο θα κυλάει γάργαρο και θα εχω δρέψει τη μυρωδιά των μωρών, κάπως σαν τον Γκρενουίγ στο Άρωμα, αλλά καλός, και θα πλημμυρίσει τον χώρο, και δε θα μιλάμε καθόλου, πολλά είπαμε, θα συνθέτουν μια μελωδία το τικ-τακ του ρολογιού,

    ο χρόνος το δώρο που μας δόθηκε, ο ήχος από τη βροχή στο τζάμι, η φύση το άλλο δώρο της φύσης που μας δόθηκε, το γουργουρητό μιας γάτας, το τιτίβισμα κάποιου πουλιού έξω στη νεραντζιά, οι άλλοι φίλοι που μας δόθηκαν, και να σου στρίβω τσιγάρο με μια κούπα αχνιστό καφέ και μια γάτα να γουργουρίζει, κι αγκαλιές άμα θες, και θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά, και θα σου βάζω έναν ποιητή να απαγγέλλει σε μια γλώσσα που δεν μιλάς γρι και θα καταλαβαίνεις κάθε λέξη, κάθε παύση, γιατί θα έχουμε επιστρέψει σε αυτό που είναι για τα καλά χαμένο.
    Κι όταν θα φεύγεις, θα σηκωθώ στις μύτες και θα σε φιλήσω στο μέτωπο, και μόλις ανοίξεις το στόμα να πεις τι σου χρωστάω, τι σας οφείλω, πόσο κάνει, θα στο σφραγίσω με τον δείκτη και θα σου χαμογελάσω και δε θα πεις τίποτα παρά ίσως μου ανταποδώσεις το χαμόγελο και το βλέμμα. Και θα έχουμε κι οι δυο πληρωθεί.

    Για τα καλά.

     
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor