Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καύλωσέ με! (αν μπορείς…)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Ερωτικές φωτογραφίες & videos' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 19 Ιανουαρίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor



    ''Θυμήσου, σώμα...
    Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
    όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
    αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
    γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
    κ' ετρέμανε μες στη φωνή -- και κάποιο
    τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
    Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
    μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
    εκείνες σαν να δόθηκες -- πώς γυάλιζαν,
    θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν.
    πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.''

    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1918)
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Τσιμπούκια και βία.
    Επανάσταση δεν θα γίνει,
    οι εξεγέρσεις μας σκέτη αποτυχία,
    τα νεύρα μου σπασμένα,
    η συνείδηση μου ήσυχη,
    η ζωή μου αδιάφορη,
    τα όνειρα μου υπάρχουν
    και είναι υλιστικά,
    η κοινωνία μας σκατά,
    το μυαλό μου πηγμένο,
    η σκέψη μου διαυγής,
    τα ψυχολογικά μου σταθερά,
    οι καύλες μου υποτονικές
    και εσύ με το όμορφο χαμόγελο,
    εσένα λέω, με το βλέμμα το γλυκό,
    εσύ λοιπόν, είσαι ο λόγος
    που ακόμα αντέχω,
    για να σε δω σύντομα επιτέλους,
    μέσα στο φέρετρο σου μωρό μου,
    για σπάσει λίγο η βαρεμάρα,
    ok, συμβιβάζομαι και με 10 φασίστες νεκρούς,
    από τα χέρια σου και με ένα σου φιλί ή έστω ένα τσιμπούκι.

    Ετερο-ουτοπίες
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  6. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

  7. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

  8. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    - Ερωτευμένη σε βλέπω!
    - Αχ ναι!
    Είναι κούκλος!.. 
    - Που τον γνώρισες;
    - Στην ουρά του ΑΤΜ!
    Να είναι καλά που κλείσανε τις Τράπεζες!


     
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Σώματα Κι Αίμα] Της Βέρα Ι. Φραντζή

     

    I.

    Οι βλεφαρίδες σηκώνουν το βάρος όλου του κόσμου
    99 γραμμάρια η καθεμιά
    όσο ένας χωρισμός.

    II.

    Μάζεψα όλα τα πράγματά του
    τις δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που δε βγάλαμε
    τα ενθύμια από το ταξίδι στο Λονδίνο που δεν κάναμε
    τους στίχους που δεν σου έγραψα
    (και κάθε μέρα προσθέτω ένα ακόμη)
    τους οργασμούς που υπολείπονται σε αυτό το δούναι και λαβείν
    (πάντα είμαι ένα γινόμενο ηδονής)
    τα μωρουδιακά του παιδιού που δεν κάναμε,
    το μονοπώλιο με νύχια και δόντια συγκρατούσα
    (σε ένα αμοιβαίο αλληλοσπαραγμό),
    και το για πάντα που δεν συνέβη.
    Τα έβαλα σε μια βαλίτσα μαζί με τα άπλυτα.
    Το βάρος της βαλίτσας ήταν αβάσταχτο.
    Μούδιασε το χέρι μου,
    κατάκοπη ήμουν.
    Ε, λοιπόν.
    Τι να πεις για αυτές τις βαλίτσες που μεταφέρουμε μαζί μας;
    Νομίζουμε πως το δρομολόγιο είναι εκείνο του μετρό προς το αεροδρόμιο
    και το εισιτήριο ακριβό
    και το πρόστιμο μεγάλο
    τόσες φορές πολλαπλάσιο από το αρχικό
    για αυτό και το ακυρώνουμε πριν φύγει ο συρμός
    και τέλος πάντων
    καταλήγει σε μια ακόμη στάση
    και ο πίνακας για τον χρόνο αναμονής έχει σβήσει
    έχει χαλάσει από χρόνια,
    κανείς δεν ενδιαφέρεται.
    Μια στάση ακόμη.
    Αυτή η αγγαρεία
    αυτή η προσμονή
    αυτή η προσδοκία
    και μόνο μια στάση ακόμη.


    III.

    Κάπου στην άκρη της γλώσσας μου
    βρίσκεται το βιβλίο μας
    είναι κλασικό, βραβευμένο, πολυδιαβασμένο, μεταφρασμένο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου
    και σίγουρα έχει μια ωραία αφιέρωση στο δεύτερο φύλλο
    το εξώφυλλο είναι μια αχανής εντύπωση
    και ντρέπομαι που δεν θα το διαβάσω.
    Θα βρίσκεται πάντα ανάσκελα από τα υπόλοιπα
    άναρχο προς την στοίχιση εκείνων που όλοι έχουν στις βιβλιοθήκες τους
    να καμπουριάζει πάνω από τις ιστορίες των υπόλοιπων συγγραφέων,
    σαν ένα αποσυνθεμένο ζώο
    μουδιασμένο και αφυδατωμένο.
    Αυτή θα είναι μια θέση εύχρηστη για να μείνει ανέγγιχτο.

     


    IV.

    Σπάει η καρδιά τους,
    χίλια κομμάτια από κελύφη γίνεται.
    Εμένα αυτός ο μυς πετρώνει,
    βαρύς σαν χωρίζω
    συμπαγής σαν τείχος κάστρου
    και γίνεται πρόπλασμα αυτού του οργάνου που κάποιοι το δικαιολογούν πως αγαπάει.
    Ήταν ένα πλωτό μαγαζί με σφουγγάρια σε ένα νησί που είχα επισκεφτεί. Τα σφουγγάρια ήταν σε τελάρα, χωρισμένα ανά χρώματα, μεγέθη και ποιότητες. Κάποια ήταν ανοιχτά κρεμ σαν καλό μάλλινο ημίπαλτο. Κάποια κιτρινιασμένα σαν δόντια καπνιστή. Κάποια καφετιά σαν κόπρανα αλόγου. Αυτά μέσα στην πώρωση της βιτρίνας, φαίνονταν τρυφηλά και ναρκωμένα. Σκιά τα προστάτευε. Δίπλα στη θάλασσα ζούσαν. Θα χάιδευαν κάποιο σώμα ύστερα από μεσημεριανό αυνανισμό ή ιδρωμένο από τρεχάλες στις αυλές ή ξεραμένα αίματα σε ένα νεογέννητο αποσυναρμολογημένο. Όμως, το αλάτι της θάλασσας τα μάραινε. Έτρωγε τα σωθικά τους. Άνοιγε τις τρύπες διαμπερείς και τα ‘κανε αξόμπλιαστα, άχρηστα εμπορεύματα. Τότε, κατάλαβα, αλήθεια για τον έρωτα και την αγάπη.
    Την ομορφιά την νεανική που είναι μια εικασία της ασφάλειας.
    Όμως, μετά έκατσα σε έναν καναπέ.
    Σαν γάτα με πονεμένη κοιλιά
    και ένιωθα εγκατάλειψη.
    Ήσουν ήδη σε ένα γόνιμο διάλογο με ένα ψυχοθεραπευτή.
    Εγώ δεν ταίριαζα πουθενά.
    Ήμουν ένα σφουγγάρι απούλητο.
    3 ευρώ.
    2 ευρώ.
    1 ευρώ.
    “Πάρ’ το δώρο με αυτήν την ωραία κασετίνα με τη μεταξωτή φόδρα και τα μαργαριταρένια κελύφη.”
    ”Αυτό είναι για πέταμα!”.
    Το ταξίδι συνεχίστηκε.
    Ένα λέσι με ζωή και αναπνοή και δυο ακατανόητους στίχους στο λαιμό
    φορεμένους σαν μαντήλια,
    σα γλίτσα στον οισοφάγο.
    Σαν παιδιά την τελευταία μέρα πριν τις καλοκαιρινές διακοπές. Χτυπάει το κουδούνι. Σε ποδοπατούν. Σε νοιάζονται. Σου σπάνε το γόνατο. Περπατάνε πάνω στο στέρνο σου. Παίζουν αμπάριζα ανάμεσα στο στήθος σου.
    “Φτου, ξελευτερία στη ρώγα!”.
    Οι ελέφαντες του Αννίβα περνάνε πάνω από την καρδιά μου.
    Βαράνε τα τύμπανα του πολέμου.
    Πυρίτιδα τις βαλβίδες της.
    Αλήθεια, στήσατε την μάχη της Ζάμας πάνω στην καρδιά μου.
    Και οι παράτες της νίκης πάνω της.
    Αυτός είναι ο ερωτικός πόνος.
    Αυτός είναι ο χωρισμός.
    Ξέρω καθεμιά μια σπιθαμή του.
    Έχω αφήσει φασόλια μαγικά για την διαδρομή του.
    Σας ξεναγώ.
    Να σωθείτε αλλάζοντας πορεία.



    V.

    Σε εκείνο το πέτρινο νησί είχε πολλά μαγαζιά
    τόσα που μπορούσαν κι ικανοποιούσαν όλον τον κόσμο,
    εμένα, από παιδί ένα εμπόδιο,
    εσένα, τον κλώνο
    το παιδί με τις παλάμες ευχές και τους κουρασμένους γονείς του.
    Ήταν και ένα μαγαζί με ψηλό ταβάνι
    Πουλούσε χρωματιστά στήθη
    με ξύλινες κόγχες αντί για θηλές
    τροφοί χωρίς γάλα
    με σχέδια περίτεχνα
    και φθηνές.
    Έδειχναν ασφαλείς
    και αγόρασα μια.
    Μια ερμαφρόδιτη με λευκό μίσχο
    και καυλωμένη ρώγα.
    Ήταν νευρώδης και σφιχτή.
    Δεν ήταν αστεία.
    (Έδειχνα ασφαλής με τη ρώγα αυτή στο κεφάλι μου.)
    Ήταν αυτό το κατάστημα που είχε μόνο ένα είδος εμπορεύσιμο
    από πείσμα
    από εμμονή
    από μονοδιάστατο ταλέντο
    από γαλαντομία
    από ενδιαφέρον
    από απουσία εφευρετικότητας
    από επάρκεια.
    Αγόρασα μια ξεχασμένη
    (σας το είπα).
    Έκανε δέκα ευρώ.
    Σκέφτηκα πως για μοναδική ήταν φθηνή.
    (Φθηνή αγάπη. Την αγοράζεις με τις αισθήσεις.)
    Μα ο μαγαζάτορας μου είπε
    “όταν μια αγάπη έχει αρχή, μέση και τέλος,
    μην παραμυθιάζεσαι.
    δεν ήταν αγάπη.”
    Θα ανοίξω και εγώ ένα τέτοιο μαγαζί.
    Θα πουλάει σημειώματα.
    Να τα βάζουν τα κορίτσια μέσα στα βιβλία στις δανειστικές βιβλιοθήκες.
    Άλλα στη δεκαεννιά σελίδα, άλλα στην εξήντα τέσσερα.
    (Σε αυτό εδώ το βιβλίο που γράφεται για εμάς τώρα.)
    Να βρουν αγάπη και έρωτα.
    Οι πελάτες μου θα έρχονται σα χθεσινά κομμένα λουλούδια του αγρού,
    θα φεύγουν με το άδειο τους σημείωμα,
    χωρίς οδηγίες χρήσεως.
    Θα τους παίρνει ένα απόγευμα να επιλέξουν ανάμεσα στα χιλιοξεφυλλισμένα βιβλία.
    Μια ζωή.
    Ένα τσιγάρο.
    Μια σχέση πορνογραφική.
    Θα με βρίζουν,
    θα λένε που τους έδωσα σκάρτο πράγμα
    που τους κορόιδεψα,
    δεν τους βρήκαν την επόμενη μέρα σε ένα στίχο
    σε μια σειρά αραδιασμένες από λέξεις.
    Είναι ελαττωματικό θα μου λένε το ραβασάκι.
    Θα τους λέω πως τους έδωσα το πιο σπάνιο εμπόρευμα.
    Θα το καταλαβαίνουν μια μέρα.
    Και τότε θα κόβουν χρόνια από τις ταυτότητές τους.
    Θα γράφουν ποιήματα για να μην ξεχάσουν.
    Θα κοιμούνται και θα είναι ίσοι.
    Και θα αγαπάνε.
    Πρώτα, όμως, θα πτωχεύσω.
    Θα κλείσει η επιχείρησή μου.
    Άσχημη φήμη θα έχω.
    Θα χωθώ μέχρι το κέντρο της γης αόμματη.
    Εκτός αν.
    Και αγάπα με.
    Αγάπα με μέχρι.
    Αγάπα με έως.
    Αγάπα με τότε.
    Αγάπα με όταν.
    Όχι.
    Κανένας χρόνος.
    Σου μιλώ για αγάπη.
    Και πώς αλλάζει ο έρωτας,
    πώς γίνεται χωρισμός,
    δε θέλω να μάθω.
    Οι καρδιές είναι σαν τα θερμοκήπια. Το κατάλαβα σήμερα που είχα κλειστά τα παράθυρα και η κάψα του ήλιου φυλακίστηκε μέσα στα δωμάτια. Βρήκαν δυο ηλιαχτίδες μια σχισμή, και σαν νεροσυρμοί κόχλαζε το φως σαν θειάφι στους 115,2 βαθμούς
    πάνω στα σεντόνια,
    ανάμεσα στα καδράκια με τις παιδικές φωτογραφίες,
    πύρωναν τις ρωγμές στο μωσαϊκό.
    Το σπίτι ξεράθηκε όλη μέρα από αυτό τον ήλιο.
    Μα το βράδυ κατάλαβα πως άνθισε.
    Σαν θερμοκήπια κλειστά, περιφραγμένα.
    Κάποιος θα βρει μια ξυραφιά.
    Και θα μπολιάσει αυτό το βόμβο ελπίδας που έχει ο καθένας μέσα μας.
    Ράβεται η καρδιά με βελόνες να μην έχεις ακίδες
    φορτία
    λοξές γραμμές.
    Να μην μπει ο ήλιος.
    Μεγαλώνω.
    Το θερμοκήπιο έχει πια ένα κλωνάρι ακέφαλο. Περιποιούμαι τη γλάστρα. Φτιάχνω περικοκλάδες θαλασσιές. Τη διακοσμώ με νέες λέξεις, και χαρμόσυνα νέα. Λέω πως βρίσκω την ευτυχία σε ένα κρύο ποτήρι νερό, σε έναν οργασμό και σε μια πουπουλένια χειραψία.
    Λέω και πείθομαι. Χτίζω σπίτι, καθαρίζω τα πλακάκια, σιδερώνω τα πουκάμισά μου, πλένω σχολαστικά τα δόντια μου, κόβω τις τρίχες που περισσεύουν άσχημα πάνω από το δέρμα μου.
    Ο μίσχος ακέφαλος.
    Βρήκες το κλωνάρι και το πότισες με οιστρογόνα.
    Ήρθε η τρυφή και έγινε λάθος μου.

     

    VII. Εκείνη την ημέρα, την τελευταία του κόσμου μέσα σε ένα τριάρι με χαλασμένες πόρτες, ένας κομπογιαννίτης γιατρός εμφανίστηκε στο κατώφλι μου. Κάρφωσε έναν μισοπεθαμένο ερωδιό μέσα στην κοιλιά. Από τότε, συνήθισα να πορεύομαι με δυο φτερά σε αυτό το ανορθόδοξο σημείο,
    ανάμεσα στα πόδια μου έφταναν τα φτερά του.
    Κορίτσια μελαχρινά με τα στήθη έξω από τα φορέματα ερχόντουσαν και το θήλαζαν κάθε Δευτέρα απόγευμα.
    Κάθε Τρίτη μεσημέρι.
    Περνούσε η βδομάδα.
    Περνούσε ο καιρός.
    Και αυλάκια θαλασσόνερο να τρέχει ανάμεσα στα μπούτια.
    Και εγώ να κολυμπώ σε αυτές τις λίμνες.
    Μου ’λεγες πως δε γίνεται να κάνεις ζωή.
    Αυτό ζητούσε ζωή.
    Πως να το κατηγορήσω;
    Να το ξεγεννήσω προσπάθησα μέσα σε ένα κουρκούτι φεμινισμού
    και απέχθειας για ότι είχα μέσα στα σωθικά μου
    και φωνές
    και νάζια.
    Η έκτρωση ήταν επώδυνη, χωρίς αναισθησία και ελαφρυντικά.
    Να μη φτεροκοπά αδιάκοπα. Αυτό το διαολεμένο χτυπούσε με το ράμφος του,
    τη μήτρα μου χτυπούσε,
    στις ωοθήκες μου τιτίβιζε,
    φωλιές έστηνε μέσα στα σπλάχνα από πλαγκτόν και πλάσμα.
    Εκείνο το βράδυ που σε γνώρισα και το πήρες αψήφιστα, μου έστειλε ένα γράμμα.
    Κοίτα εδώ πιο κάτω να τροχίσεις τους γρίφους.
    Ένα όμορφο τρίγωνο από φυσικό φως αγκάλιαζε τις γάμπες της,
    χωνόταν σαν φίδι μέσα στο φόρεμά της,
    έτριξε τη ζεστή του γλώσσα στο εσώρουχό της,
    τρύπωσε από μια μικρή ασυνέχεια που είχε η δαντέλα του
    πάσχισε να μπει στην παρθένα τρύπα,
    ζέστανε τον ευλύγιστο κορμό του μέσα σε υγρά αίματα,
    προχώρησε και βρήκε δρόμο,
    ένας μικρός σπόρος μεγάλωνε εκεί μέσα τον προηγούμενο καιρό.
    Το φίδι το τύλιξε έως ότου να μελανιάσει και να δει τις δυο μαύρες κόρες, τις τυφλές, τις ατσάλινες κάτω από χαμηλά βλέφαρα να πεθαίνουν μαζί με τη μάνα του.
    Αυτό, αγάπη μου, είναι για σένα το πιο σπάνιο δώρο μου.
    Και με κατηγορείς για τη μητρότητα και λες πως αυταπατώμαι.
    Μου λες ‘Να ελευθερώσουμε τον ερωδιό!’
    Σου λέω ‘Αυτός είναι νόμος!’
    Είμαι άνθρωπος και έχω νόμους. Το σώμα μου έχει μια βαρύτητα σπάνια. Δες τα στήθη μου. Οι ρώγες είναι σαν μικρές ιδέες που χνοάζουν πάνω σε ένα χείλος αμούστακου αγοριού.
    Είναι το νεράκι που στέκεται και όταν χαμογελάσει πέφτει σαν καταρράκτης πάνω στα άσπρα δόντια.
    Μείναμε στα ίδια.
    Πως ο ερωδιός έφταιξε, το λέω. Μα με αυτό θα ζήσω.

    VIII. Είμαι το 13.
    Ο δέκατος τρίτος άνθρωπος στον Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
    Ο άφατος αυτός.
    Ο ακάλεστος αυτός.
    Φέρνω χούμους σε ένα πιάτο ραγισμένο.
    Αν είναι το πρόσωπό μου αχνό, φταίει ο Φειδίας.
    πριν τόσα χρόνια με είχε φιλοτεχνήσει.
    Είμαι το μελάνι μιας τρομοκρατημένης σουπιάς,
    οι πόνοι ενός θηλαστικού μια στιγμή πριν γεννήσει.
    Φαίνομαι σαν ξενιτεμένο φίδι σε ένα ξερονήσι,
    να ζω.
    Και η ξερή κοπριά σε ένα στάβλο,
    ένα κουδούνι στο λαιμό του ζώου αυτού που ξεχωρίζει το γηρασμένο δέρμα
    και ο ρόμβος που έχει για μάτι,
    είμαι.
    Το έρεβος σε ένα κουτί χάρτινο,
    εγώ είμαι κι αυτό.
    Και μια από τις δυο τρύπες στο καπάκι για ζωή, ανάσα, ακτίνα.
    Είμαι ένα σπόρι που πέφτει στο πάτωμα της κουζίνας και θα ακμάσει στη γωνία του δωματίου,
    αιώνιο,
    ανενόχλητο.
    Είμαι ένας παροξυσμός σου από εκείνους της Κυριακής το απόγευμα στο μέσο μιας μεγάλης περιόδου ανεργίας.
    Και μια ξεχασμένη γλάστρα, σταχτοδοχείο πια σε ένα μπαλκόνι.
    Και ο αρουραίος στο εγκαταλειμμένο σαλονάδικο
    που τα κουρέλια του έχουν γίνει σπάργανα για τον χρόνο τον υπνωτισμένο, τον λάγνο,
    που λιγωμένα από την αναρχία της σκόνης,
    την νηνεμία της καύλας του άχρονου,
    του ρολογιού που έχει πείσμα στις πέντε και σαράντα πέντε το απόγευμα εκείνο του 2015 του Ιούνη,
    ελευθερώνουν ίνες και δείχνουν μια θέληση.
    Είμαι εγώ παντού,
    αυτή που ερωτεύτηκες.
    Γύρισε τη σελίδα και διάβασε.
    Ό,τι δε γράφτηκε για εμάς,
    διάβασέ το.
    Είμαι εγώ που.
    Είμαι εγώ που παίζω κρυφτό μέσα στα όργανά σου και ρουφώ την ινσουλίνη
    και γελάω
    και τα χάχανα γίνονται λόξιγκας
    και πονοκέφαλος
    και ανάμνηση άσπλαχνη.
    Γύρισε, λοιπόν!

    IX.

    Εγώ φέρνω τα λάθη,
    όχι τα κερένια που κάναμε παιδιά στα τετράδια της ορθογραφίας.
    Και ακόμη όχι εκείνα που τιμωρείς τον εαυτό σου με απομόνωση και ριπές ανασφάλειας.
    Εκείνα που είναι σαν φύκια και μπλέκονται αλατισμένα και φοβισμένα ανάμεσα στα δάχτυλά σου και τους αστραγάλους σου.
    Εκείνα που ανάμεσα σε χορδές φυσούν νότες και γίνονται αερικά που σφυρίζουν μελωδικά και γίνονται αιώνιοι ήχοι.
    Εσύ φέρνεις μια γόμα,
    όχι από λήθη.
    Και ακόμη όχι από αγιοσύνη.
    Καταλαβαίνεις.
    Λάθη και μα,
    γιατί τα άξιζες εξαρχής.
    Τα λάθη είναι τα παράσιτα σε ένα χαρακωμένο δίσκο.
    Δεν το βρίσκεις συγκινητικό;!


    X.

    Σκοτωμένος έρχεσαι μέσα στο αιδοίο μου
    και εγώ σε ζωντανεύω.
    Σου δίνω λίγη καύλα από ένα παραμύθι,
    από το μητρικό μου στήθος.
    Σου δίνω εσένα μέσα από μένα.
    Δε θέλω να σε αλλάξω.
    Μην με κατηγορείς.
    Εγώ φοράω το ίδιο πρόσωπο τόσα χρόνια,
    εσένα να αλλάξω;
    Που έχεις σγουρά μαλλιά που γίνονται τα βράδια μικροί εραστές που φορούν τα παπούτσια τους άδετα και τα παντελόνια τους αφήνουν ξεκούμπωτα και παίρνουν ένα κλειδί, το βάζουν ανάμεσα σε ένα ασύνδετο σχήμα που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μου, ψηλά στην κορυφή τους, και τα ανοίγουν διάπλατα για να γεννήσουν κεφάλια ιδρωμένα με τόσες τύχες καρφιτσωμένες πάνω στο δέρμα τους, που μοιάζουν με ένα παραλήρημα ενός μεθυσμένου, παρατημένου από τη γυναίκα του, μουσικού άνεργου με ιδιαίτερη αγάπη στην άμμο που σκαλώνει πάνω στα εξηκοστά τέταρτα.
    (Εξηκοστά τέταρτα, δηλαδή φυλακές.
    Μικρά τετράγωνα ανάμεσα σε ευφυή υπερβατικά όντα.
    Και αυτοί είναι όλοι τους ζευγάρια, που καταλαβαίνουν τις σχέσεις και μπορούν να σου μιλήσουν για αγάπη και μονογαμικό έρωτα.
    Και εσύ αλληθωρίζεις, γιατί βρίσκεσαι σαν ένα κρεμασμένο κεράσι τέλεια κόκκινο, με ένα αναπάντεχα χοντρό κουκούτσι στο κέντρο του με τόσες ραγάδες και ξεσπάσματα που σπλαχνικά τρώει το σκουλήκι που μισοπαλεύει να το βρει τρώγοντας σάρκες σε πρώτα ραντεβού και βρίσκοντας διεξόδους μέσα σε φραγμένες αρτηρίες.
    Όλα αυτά ήταν απλώς η αρχή μιας ιστορίας που κανείς δεν είχε προετοιμαστεί για το τέλος της.
    Εξηκοστά τέταρτα της επίμονης ανάμνησης.
    Εξηκοστά τέταρτα της βιάσης.)



    XI.

    Οι καθρέφτες μου λένε πως ο χωρισμός είναι σαν ένα όμορφο κραγιόν στα χείλη μου.
    Ένα ροζ απαλό που κλυδωνίζεται ανάμεσα στις πτυχές του νεανικού δέρματος σαν φρενοβλαβής χρεωκοπημένος.
    Σου ταιριάζει ο χωρισμός.
    Γίνεσαι ένα πτωτικό θέμα προς τον θάνατο.
    Φυτρώνεις περικοκλάδες γύρω σου που σε κρατούν φρέσκια.
    Η πραότητα της θλίψης με ένα φόρεμα μακρύ σαν δάκρυα σε ακολουθεί
    και παίζουν έγχορδα σε κάθε βήμα σου και όλες οι περπατησιές σου γίνονται εμβληματικές φράσεις.
    Σου προκαλεί το αλάθητο.
    Αυξάνει την γενετήσια ομορφιά, τα μαραμένα χέρια και τα αχνά τσίνορα.
    Ο φόβος φωλιάζει σε ένα σταχτοδοχείο στομάχι και συνηθίζεις αυτόν το μιθριδατισμό.
    Και γίνεσαι μικροσκοπική εκδοχή του εαυτού σου
    μα με έντονα χρώματα.
    Και γίνεσαι πίνακας που μετά από αιώνες αναρωτιούνται οι άλλοι για τη διάθεσή σου.
    Τα βράδια αμφιταλαντεύεσαι στην φθορά της πραγματικότητας,
    στο τεντωμένο σκοινί της απόφασης του άλλου,
    στο βάζο που πέφτει από τον αεράκι και χύνει το νερό σταγόνα σταγόνα στο πάτωμα.
    Και το ακαταλόγιστο γίνεται μονόδρομος.


    XII.

    O έρωτας όπως μου συστήθηκε
    είναι μια ματαιόδοξη εκδοχή του εαυτού μας
    μια μισαλλόδοξη ευτυχία
    μια ταβερνιάρα με άπλυτα νύχια
    μια μπερδεμένη έφηβη
    ένας πονοκέφαλος μιας μεσόκοπης γυναίκα με τρία παιδιά
    μια ταλαντούχα φτωχή χωρίς διασυνδέσεις πιανίστρια
    ένας αναγνώστης που νιώθει τις λέξεις μέχρι τον νωτιαίο μυελό τους, μα είναι ανορθόγραφος και κάπως λαϊκός
    είναι θεός έκπτωτος
    νόηση διαστρεβλωμένη
    ον χωρίς πόδια με τεχνητή καρδιά
    μια πολεμοχαρής ηπατίτιδα
    και ένα λευκό αιμοσφαίριο που μάχεται
    είναι και το αποτέλεσμα αυτών, το πύον
    μα και η απελευθέρωση από αυτό όταν απορροφηθεί
    ή βεβιασμένα εξαναγκαστεί σε απόρριψη.
    Είναι ωμή βία από απειλή
    είναι η άλως στο πρόσωπό σου, αυτή με τα κατσαρά μαλλιά, σου ξαναλέω.
    Είναι το νερό που βρέχει τις μπούκλες σου
    είναι η αλήθεια του εαυτού σου.
    Είσαι εσύ ο πραγματικός ενεστώτας σε μια αχρείαστη ζωή μέσα σε ένα νοσοκομείο.
    Η αποδοχή που δεν κέρδισα, η εμπιστοσύνη που δεν πήρα,
    το δέκα στο δημοτικό και όλα τα παράγωγα της ζάχαρης που ποτέ δε γράφτηκαν.
    Σου λέω.
    Είναι τα παιδιά.
    Μας.


    XIII.

    Κάτω από ένα χαραμοφάη άνθρωπο, βρίσκεται μια εγκλωβισμένη ψυχή
    που δεν αγαπήθηκε και έμεινε μέσα σε σάρκα δέσμια.
    Και ο ρομαντισμός είναι ενός είδους παράνοια.



    XIV.

    Ας μιλήσουμε για την έλλειψη.
    Δε ξέρω αν το νιώσατε ποτέ, όταν ξυπνάτε από κράμπες χαμηλά στο στομάχι
    και τα μη γονιμοποιημένα ωάρια σφυροκοπούν τις σάλπιγγές σου αναρχικά,
    σαν να σκάνε μολότοφ μέσα στη μήτρα σου και εκσφενδονίζουν το πρώτο αυτό υλικό στα τοιχώματά σου που σχεδόν ακινητοποιούν τον εγκέφαλό σου. Και νομίζεις πως αυτό ήταν το ξυπνητήρι, η φύση που δεν χρειάστηκε για ακόμη μια φορά να γεννήσει έναν ηγέτη ή ένα πρεζάκι κλεφτρόνι ή έναν ρομαντικό άνεργο ή μια ανορεξική του πλούσιου μπαμπά ή έναν οδηγό αγώνων που θα πεθάνει στα 23 του.
    Είναι δυο χείλη που έχει να φιλήσει πολύ καιρό,
    τα χέρια του κάτω από το μαξιλάρι που τα ψάχνεις,
    το πέος του σε πλήρη στύση να το χώσεις μέσα στο κέντρο του πόνου και να το βγάλεις αιματοβαμμένο να το καμαρώσεις.
    Σηκώνεσαι και παίρνεις δυο παυσίπονα. Πίνεις τόσο νερό, ώστε να συμπληρώσει το σάλιο σου και να περάσουν τον οισοφάγο, να φτάσουν στο στομάχι, να διαλυθούν. Μα έχεις την αίσθηση πως έχουν σταματήσει στον οισοφάγο, λοξά και το νερό χωρίζεται σε δυο ρυάκια εκατέρωθέν του. Πάνω από αυτό το εμπόδιο είναι η έλλειψη. Κάθεται εκεί σαν τετραπέρατη, παχουλή κυρία με την χοντρή της κυτταρίτιδα και τα χέρια της ανάλαφρα πάνω στην λιπώδη κοιλιά της.
    Πνίγεσαι.
    Πας για κατούρημα.
    Σκουπίζεις το πεθαμένο αίμα και σκέφτεσαι “Εσύ φταις!”.
    Είτε φταίει, είτε όχι. Αξίζει να φταίει. Αξίζει που έφταιγα και εγώ.
    Αξίζει που σε σβήνεις, τον πόνο.
    Σου είπα, μου πάει ο πόνος.
    Και έχω αυτό το τσέρκι γύρω από λαιμό μου όλα αυτά βράδια και γίνομαι αυτή, η ανεπιθύμητη και μια αναπάντητη κλήση, που διεκδικεί τη γραμμή του τηλεφώνου σου όλο και πιο αραιά.
    Πέφτεις στο κρεβάτι και ανοίγεις ένα βιβλίο. Ανά δύο λέξεις γράφει το όνομα του.
    Όσο προχωράει ένα σύμφωνο κατατρώγεται από το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων.
    Χάνεις το όνομά του.
    Λες να του στείλω μήνυμα. Ανοίγεις το κινητό. Δε σε έχει πάρει και ξέρεις πως δε θα τον ξαναδείς και κοιμάσαι σαν να πεθαίνεις.
    Η αγάπη δε βρίσκουν που πάει, όταν χάνεται. Τα όνειρα, οι εικασίες, οι πιθανότητες, οι παραισθήσεις και τα ντεζαβού είναι που στοιβάζονται σε ένα μπόγο ανεξέλεγκτο μέσα στο σαλόνι σου. Η αγάπη σβήνει, αυτά όχι. Γιατί ήταν σενάρια μέσα στο μυαλό σου.
    Και νιώθεις όπως ακριβώς τη στιγμή που γεννήθηκες. Δε ξέρεις ότι υπάρχεις, αλλά το γεγονός ότι είσαι ζωντανός είναι αρκετά δύσκολο, αυτό και το οξυγόνο που φουσκώνει τα πνευμόνια σου και ροδίζει τα μάγουλά σου πονάει σαν δόντια δράκουλα μέσα στο πετσί σου. Αλλά δεν θυμάσαι τίποτα μόλις περάσουν τα χρόνια. Δε θυμάσαι την πρώτη εμπειρία της ζωής σου με τη ζωή. Και κάπως έτσι είναι ο χωρισμός.
    Και εδώ θα ήθελα να τελειώσει αυτή η ιστορία.
    Μα ό,τι και να διηγηθώ, είναι για σένα. Και ο ομφάλιος λώρος μπορεί να κόβεται, να δένεται και να γίνεται ένα μικρός αφαλός σαν γροθιά στο κέντρο της κοιλιάς σου και εσύ είσαι αυτό
    ο δεσμός που δε λύνεται.



     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    ΦΟΒΟΣ, ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΘΟΣ

    Οι πληγές δεν ανθίζουν πια
    σε ποιήματα και τραγούδια ·
    κακοφορμίζουν μονάχα.
    Η θάλασσα δεν είναι πόθος
    που πλέει στ’ανοιχτά
    αλλά φόβος του βυθού.
    Τι έγινε η χαρά της ζωής
    που καταχτούσε την κάθε στιγμή
    ακόμη κι όταν η μέρα ξημέρωνε δυσοίωνη;
    Τώρα πόνος κανένας
    δε μαστίζει το κορμί
    αλλά το μέσα το αλυσοδένει
    ένας νέος παντοδύναμος τύρρανος:
    ο φόβος.
    Ήρθε ο φόβος και σάρωσε
    όλα τα πάθη.
    Ο έρωτας τώρα μοιάζει
    πότε με ζητιάνο στη γωνιά
    και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά
    αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει.
    Ένα είναι το πάθος · ο φόβος
    π’απλώνεται σαν σάβανο
    και όλα τα σκεπάζει.
    Φόβος για την κατάρρευση
    της φύσης, του κορμιού, του κόσμου.
    Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα
    «Τι ωραίος που είναι αυτός!»
    μια είναι η φωνή που κυριαρχεί:
    «Πρόσεχε!»
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ