Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καύλωσέ με! (αν μπορείς…)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Ερωτικές φωτογραφίες & videos' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 19 Ιανουαρίου 2015.

  1. Metaixmio

    Metaixmio Äther Ignis

  2. {Τα πάντα εν σοφία εποίησεν}

    [...] Σε καταριέμαι. Εσένα και τον άσπλαχνο και πολεμοχαρή Θεό σου (αν υπάρχει) που με τη σειρά του με καταράστηκε με αβάσταχτους πόνους γέννας. Έτσι κι εγώ σε καταριέμαι να σε κατασπαράξουν όλα τα φίδια του Δημιουργού σου. Να σου ξεσκίσουν την κοιλιά όπως ξεσκίζεται η δική μου σε κάθε γέννα. Άτιμε. Βρώμικε. Ελεεινέ. Να σε δηλητηριάσουν καρφώνοντας όλο τους το δηλητήριο στο πλευρό που σου απέμεινε. Να σε ξεσκίσουν ή μάλλον να σε καταπιούν ολόκληρο και να σε σέρνουν με την κοιλιά τους στα χώματα. Χώματα θα τρώνε και θα τα τρως κι εσύ. Να τρως τα χώματα και να ξερνάς. Να παρακαλάς να λυτρωθείς και το φίδι που σε κουβαλά, να σε μπουκώνει συνεχώς με χώμα. Δεν θα πεθάνεις. Δεν θα σε αφήσω εγώ να πεθάνεις. Δεν θέλω να πεθάνεις. Επειδή, σε σιχαίνομαι. Και θέλω να σε σιχαίνομαι για πάντα. Δεν θέλω να ησυχάσεις ποτέ. Απλά μια «μέρα» ή μια «νύχτα», από αυτές που όρισε ο Θεός σου (αν υπάρχει) θα σε ξεράσει το φίδι που, ακόμα κι αυτό σε σιχάθηκε κι εσύ, θ’ αναγεννηθείς, το ίδιο ραδιούργος, άτιμος, μιαρός. [...]


     
     
  3. whisperer

    whisperer Regular Member

  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    "Ο διάβολος στο κορμί της"

    Μέρες και μέρες παιδεύω στο μυαλό μου τούτη την ιδέα. Κάποιες φορές προσπαθώ να γράψω να τη βγάλω από μέσα μου, να την ξεράσω στο χαρτί. Μα δυσκολεύομαι. Ούτε τι να γράψω ξέρω, ούτε το πως. Είναι κάποια από όλες εκείνες τις φορές που τα συναισθήματά σου είναι ανάμεικτα. Που δε ξέρεις καν αν είναι ανάμεικτα, αλλά ξέρεις ότι είναι αρκετά για να βασανίσουν το μυαλό σου. Μία από όλες εκείνες τις μπερδεμένες καταστάσεις που δεν ξέρεις μήτε πώς να τις ορίσεις, μήτε πώς να τις περιγράψεις. Κάτι σαν το στομάχι σου μετά από μερικά σφηνάκια και μερικά ποτά. Από τη μία θες να τα βγάλεις να ξαλαφρώσεις, από την άλλη γουστάρεις που 'χεις γίνει στουπί έτοιμο να γίνει παρανάλωμα.
    Σε παλαιότερη μου ανάρτηση είχα γράψει πως δε μπορεί κανείς μας να ζήσει χωρίς απωθημένα και ότι πάντα θα τριβελίζουν το κεφάλι μας, σαν τις τύψεις μιας ζωής που δε ζήσαμε. Οτιδήποτε και να κάνουμε, όταν αγγίξουμε τον πειρασμό, μονίμως θα βρισκόμαστε δέσμιοι του, σαν τους φυλακισμένους μιας τάχα κάποιας σκάρτης ονειροπόλησης, σαν αιχμάλωτοι μιας κάποιας καλοκαιρινής φαντασίωσης. Το μυαλό μας σα κυνηγημένος πρόσφυγας θα προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές, μα εκείνες θα το γρονθοκοπούν μέχρι να συνετιστεί, μέχρι να σωφρονιστεί και να αποβάλει αυτές του τις μάταιες τούτες σκέψεις.
    Ο Ν.Κ. λέει πως ότι δε συνέβη είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά. Ή ότι πιστέψαμε πως δε θα κατέληγε κάπου, έρχομαι να προσθέσω. Αλλά από την άλλη αν σκεφτόμαστε από την αρχή που θα καταλήξει ίσως να μην είχαμε ζήσει τίποτα. Ίσως να είχαμε ένα "λευκό ποινικό μητρώο" με τον φόβο του μέλλοντος, το φόβο του άγνωστου. Ένα "λευκό ποινικό μητρώο". Και ένα βρώμικο μυαλό. Αυτά τα δύο πάντα πήγαιναν μαζί. Δε ξέρω γιατί. Πες από άγνοια, πες από τη φαντασία που οργιάζει, όταν δεν οργιάζει τίποτα άλλο. Πες ότι θες. Δίκιο θα σου δώσω. Δεν είμαι σε θέση να σε κατακρίνω ή να ασχοληθώ με τα μικροαστικά σου σχόλια.
    Απλά είναι που εκείνο το πλάσμα έχει το διάβολο στο κορμί της. Και το ξέρει. Αν την έβλεπες θα με καταλάβαινες. Είναι διαβολεμένο πλάσμα, δε μπορεί να 'ναι τούτου του κόσμου. Προχθές με φώναξε με το όνομά μου. Ήξερε πως με λένε, σκέφτηκα. Κι εγώ δε ξέρω τίποτα για εκείνη. Τίποτα πέρα από εκείνες τις γραμμές που διαγράφονται από το φόρεμά της, πέρα από το νεανικό της δέρμα, τα μακριά ξέμπλεκα μαλλιά της που πέφτουν στους ώμους, ανέμελα σαν την αθωότητα των είκοσι της χρόνων. Και το βλέμμα της. Κείνο το βλέμμα, που υπόσχεται τόσα και τόσα, χωρίς να λέει τίποτα. Πού πας να μπλέξεις ρε γέρο;, σκέφτηκα. Μα ξαναήρθε μετά. Και ξανά. Και ξανά. Σαν φιγούρα, σαν σκέψη, σαν φαντασίωση. Και ένα και δύο και τρία βράδια.
    Η καύλα είναι σα το χέσιμο σκέφτηκα. Μια φυσική ανάγκη. Πήγα στο μπάνιο και την έπαιξα. Και μία και δύο και τρεις φορές μέχρι να μη τη σκέφτομαι πια. Ήταν μάταιο. Πήρα τηλέφωνο την Ψ. Η Ψ ήταν πάντοτε εκεί για μια δύσκολη ανάγκη. Φίλη καλή από τα παλιά η Ψ. Ήρθε σπίτι και άρχισε να μου τρίβεται. Τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να τον γλύφει με μανία. Τον πήρε στα χέρια της, τον χάιδεψε. Κι όμως καμία στύση. Στο μυαλό μου υπήρχε εκείνη. Έδιωξα την Ψ και της ζήτησα συγνώμη. Έδειξε οίκτο μπροστά στον ταπεινωμένο μου ανδρισμό, μα κατανόηση. Δε μπορούσα να της πω, το λόγο, γι' αυτό προτίμησα να υπομείνω τον εμπαιγμό της. Καμία γυναίκα δεν ανέχεται να της το λες αυτό έτσι, καμία γυναίκα δε το αξίζει.
    Αφότου έμεινα μόνος σπίτι, έβαλα ένα ουίσκι μπας και την παλέψω και κοιμηθώ. Είχα ξεράσει όλο μου τον ανδρισμό στο μπάνιο λίγο νωρίτερα, μα ακόμα στριφογύριζε στο μυαλό μου. Παπάρια. Σιγά μη γυρίσει να με κοιτάξει σκέφτηκα. Έβαλα ακόμα ένα ουίσκι και έπεσα ξερός για ύπνο. Μα το άλλο πρωί, θα ξυπνούσα πάλι καυλωμένος με τη σκέψη της. Με την σκέψη πως θα την ξανάβλεπα, πως θα κατάφερνα να της πω κάτι. Να τη ρωτήσω πως τη λένε, ίσως. Ναι, ναι, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή. Κι ύστερα, βλέπουμε.
    Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου ιδρωμένος. Ήθελα να χύσω μέσα της, να της κάνω έρωτα όπως δεν έχω ξανακάνει σε καμιά τους. Άναψα ένα τσιγάρο για να κατευνάσω λίγο τον πόθο μου. Πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι και άρχισα να το κατεβάζω με μανία. Μπήκα στο ντουζ και άφησα το κρύο νερό να τρέξει σε όλο μου το σώμα. Μόλις ξεκαύλωσα έπεσα πάλι για ύπνο. Πρέπει να την ξαναδώ, σκέφτηκα.
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Μια συνουσία καθημερινή, με μοιρασμένο ύπνο.

    Kάποιοι συνηθίζουν να λένε πως η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας είναι αυτή του πρώτου ενθουσιασμού όταν ερωτευόμαστε. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι όντως αλήθεια, όπως δεν μπορώ να αποφασίσω αν όντως υπάρχει και έρωτας μα σίγουρα αυτοί οι δυο είχαν καλή χημεία.
    Μόλις είχε γυρίσει σπίτι από την καθημερινή πρωινή της τελετουργία. Μυρωδάτος, φρέσκοφτιαγμένος καφές στο χέρι , γρήγοροι δρασκελισμοί μέχρι το περίπτερο όπου χάζευε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και έπειτα σαν ήρωας σε μάχη διάλεγε την εφημερίδα-λάφυρο. Κάθε μέρα και διαφορετική. Καθόταν έχοντας τα γόνατα για ασπίδες στο πάτωμα. Και είχε απλώσει τις παλιές της εφημερίδες στο τραπεζάκι του σαλονιού. Εκείνος ήταν απών. Έλειπε. Όπως πάντα λείπει τα πρωινά. Aλλά η απουσία σε κάνει να ποθείς με μεγαλύτερη μανία τον άλλον. Σε κάνει να επιθυμείς τον ιδρώτα στα χέρια του αρρωστημένα. Το δάγκωμα στα χείλη.
    Ακόμα απών εκείνος. Έκοβε αποκόμματα άρθρων από εφημερίδες. Άρθρα πολιτικά κυρίως ή άλλα ενδιαφέροντα. Καθείς με τα ενδιαφέροντά του. Καθείς με τις λόξες του. Και θυμήθηκε τώρα εκείνον τον τύπο που κάποτε της τα 'ριχνε και επειδή την έβλεπε που παθιαζότανε όταν συζητούσαν πολιτικά της έλεγε "Όλα καλά. Όμορφη είσαι , έξυπνη είσαι, με την πολιτική γιατί μπλέκεις; " Και τότε την έχανε αυτομάτως. Κανείς δεν μπορούσε να την δεχτεί. Και εκείνος που μπορούσε να την δεχτεί δεν ήθελε να την καταλάβει.
    Η ώρα είχε περάσει. Το ρολόι στον τοίχο να συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του.6 και 30. Πάντα επέστρεφε την ίδια ώρα .
    - Πως πέρασες την μέρα σου;
    -Συνηθισμένα.
    -Δεν βγήκες καθόλου;
    -Όχι .
    -Διάβασες τίποτα ενδιαφέρον;
    -Τίποτα καινούριο. Η ελπίδα ήταν ανέκαθεν νεκρή.
    - Θέλω να πάμε ένα ταξίδι.
    -Δεν με νοιάζει που .
    Γέλασε. Πάντα γελάει συγκρατημένα,φοβισμένα μη και το μετανιώσει το γέλιο του. Πιότερο παιδί είναι.
    -Κάνε μου έρωτα .
    -Αν θέλω.
    -Και δεν θέλεις;
    Χαμογέλασε και πάλι. Αυτό το αινιγματικό του χαμόγελο. Οι προσταγές της για έρωτα. Μια βελούδινη μαύρη κουρτίνα να ξεσκονίζει το πάτωμα και να εξοστρακίζει κάθε ακτίνα φωτός που μπορεί να ήθελε να κλέψει λίγη από την ζωή τους μέσα στο σπίτι.
    Δεν της έδωσε σημασία. Άνθρωπος που έμοιαζε ξερός σαν ξύλο, επειδή κουραζόταν εκτός σπιτιού. Κατάλαβε ότι δεν θα την ικανοποιούσε και ότι η μέρα θα συνέχιζε βαρετά. Χωρίς πάθος, χωρίς ένταση. Απλά, βαρετά.
    Πήγε να πιει λίγο νερό στην κουζίνα. Εκείνος την ακολούθησε. Την έπιασε από την μέση. Ήταν πίσω της. Το σώμα του κολλητά με το δικό της. Ένιωθε πιο σκληρός από ποτέ. Οι φλέβες του έμοιαζαν έτοιμες να εκραγούν από την ένταση. Όσο κουρασμένος και να ήταν, είχε ανάγκη εκείνο το ξέρασμα ανδρισμού για να ξαλαφρώσει. Στο πικάπ έπαιζε το comfortably numb των pink floyd.
    Την απομάκρυνε από την κουζίνα. Με μια κίνηση του χεριού του την πέταξε στο κρεβάτι. Άρχισε να την γδύνει. Έσκισε βίαια το φόρεμά της. Και άρχισε να την φιλάει ασταμάτητα στο λαιμό. Η γλώσσα του είχε γίνει ένα με τα δυο νεανικά της στήθια, ενώ προσπαθούσε να κατέβει ακόμα πιο χαμηλά. Ένιωθε μια πύρινη λαίλαπα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια της. Του έσκισε το πουκάμισό του. Τον φίλησε με πάθος. Την σήκωσε στα χέρια του. Η πλάτη της βρέθηκε με μιας στον τοίχο. Κι εκείνος να μπαίνει μέσα της. Ασταμάτητα. Έντονα. Ρυθμικά όπως τα ντραμς κρατούν το τέμπο. Και οι κραυγές να δένουν άρτια με το σόλο του κομματιού. Έρωτας σαν Τέχνη. Σαν ένα όμορφο τραγούδι ταυτόχρονα με έναν όμορφο χορό. Σαν την τελευταία πράξη πριν πέσει η αυλαία.
    Τον έριξε κάτω. Στο πάτωμα. Ανέβηκε πάνω του. Τον έκανε να αισθάνεται σαν ένας νεανίσκος που τώρα ανακάλυπτε τον έρωτα. Πήγε πάλι να της επιβληθεί. Την έπιασε από τα μαλλιά. Κι ύστερα, την γύρισε στο πλάι πιασμένος από το στήθος της. Εκείνη άρχισε να τρέμει, να έχει σπασμούς. Και μετά από λίγο και εκείνος. Κατάφεραν να αγγίξουν για μια στιγμή την αιωνιότητα. Ξάπλωσαν ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι, ή και όχι. Καμία σημασία δεν είχε ούτε αυτό εκείνα τα λίγα λεπτά.
    Εκείνος έπιασε την χρυσή κασετίνα Καρέλια που συνήθιζαν να καπνίζουν. Κάπνισαν το τσιγάρο τους χωρίς να μιλάνε. Εκείνος έπεσε για ύπνο απευθείας. Εκείνη σκέφτηκε λίγο και έπειτα κοιμήθηκε και αυτή. Κοιμήθηκαν μαζί.. Κάποιος σοφός έχει γράψει πως ο κοινός ύπνος είναι ιερός.
    Ένα γρήγορο γαμήσι, μια ξεπέτα δεν περιλαμβάνει κοινό ύπνο. Ίσως γι αυτό. Γιατί στον κοινό ύπνο συνομιλούν τα όνειρα και οι άνθρωποι χωρίς να έχουν επίγνωση ότι αυτό συμβαίνει. Και έτσι δένονται περισσότερο.
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. "Και το πιό σκληρό session τελικά είναι από Μνημόνιο 3"

    ΜΠΑΜΠΗΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΣΟΥΜΠΗ (ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΑΤΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ), ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ 47
     

  8. Που είναι ο Σεξκαφέας ΝΑ ΧΥΣΟΥΜΕ!!!!
     
  9. Elune

    Elune Priceless

    Στα ΑΤΜ που συναντιόμαστε φανταζόμαστε να συμβαίνουν τα πιο τρελά.....
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  11. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    “For people could close their eyes to greatness, to horrors, to beauty, and their ears to melodies or deceiving words. But they couldn't escape scent. For scent was a brother of breath. Together with breath it entered human beings, who couldn't defend themselves against it, not if they wanted to live. And scent entered into their very core, went directly to their hearts, and decided for good and all between affection and contempt, disgust and lust, love and hate. He who ruled scent ruled the hearts of men.”

    Patrick Süskind, Perfume: The Story of a Murderer
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor