Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
    ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
    μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
    σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
    Γύρευα τότε να ξεφύγω
    μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
    νύχτες που μελετούσα το κενό
    πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
    Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
    ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
    κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
    λίγος καπνός από μακριά
    λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
    Και το καράβι μου στον κήπο της
    δεμένο κι άγρυπνο
    σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
    μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
    ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.


    ...Γιώργης Παυλόπουλος...
     
  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Μάθημα αγάπης

    Τόμας Μπερκ

    Χτες βράδυ ονειρεύτηκα την κόρη με τους κίτρινους βοστρύχους,
    Ήρθε και με βρήκε στο δωμάτιο πάνω από το μαγαζί μου,
    Κι ήμασταν μόνο εμείς οι δυό, ελευθερωμένοι από τους νόμους της ημέρας.
    Έτσι, την κράτησα για μένα.
    Την έγδυσα απ’ τα ρούχα της, ένα-ένα,
    Βλέποντάς τα να πέφτουν και να σκεπάζουν τα πόδια της–
    Λευκά πέταλα ενός άνθους.
    Και ρούφηξα μέσα μου τις σκέψεις της, μία-μία,
    Όσες φορές το θέλησα, μέχρι που ολόκληρη ήταν δική μου.
    Κι ύστερα έμεινα δυστυχής, γιατί τίποτα δεν είχε μείνει ν’ αγαπήσω.

    Και γρήγορα την έντυσα ξανά, ρούχο-ρούχο,
    Και της ξανάδωσα τις σκέψεις, μία-μία,
    Και ξύπνησα μες στη χαρά.
    Πανευτυχής που τ’ όνειρο, όνειρο ήταν,
    Και που ολόκληρη δεν ήτανε δική μου·
    Καθώς είχα μάθει
    Πως αγάπη απαλλαγμένη απ’ το δέσιμο, και χωρίς το βάρος των δεσμών της,
    Παύει να είναι αγάπη.
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εξομολόγηση

    Νύχτες πολλές λαχταρούσα να σου γράψω. Αισθήματα, ναυάγια καθημερινά, θα έμεναν χωρίς δικαίωση αν κάποιος δεν ερχόταν να τα καταγράψει. Έχεις τα ποιήματα, μου λέγανε. Όμως κι αυτά μένουν αδιάφορα, περιφρονούν την ομορφιά που τα γέννησε. Αντανακλούν τον κόσμο του ποιητή κι όχι τον εμπνευστή - αυτός πεθαίνει. Ύστερα, με τα ποιήματα, δε σταματά ποτέ η χλεύη κι η κατάκριση κι ο διασυρμός. Πως επιτέλους θα προστατευτούμε; Κάνοντας ίσως σύστημα ζωής να διαπομπεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό στα μάτια εκείνου που αγαπούμε. Μες στο αργό αυτό ξετύλιγμα της ψυχής μας υπάρχει ένας θρίαμβος ατομικός που κανένας δε φαίνεται να τον καταλαβαίνει.
    Πότε σε γνώρισα... Αργός ερχομός που επισκευάζει τα παλιά χαλάσματα, ώρες χαμένες στα καφενεία ή σεργιανίζοντας τη θάλασσα κάθε πρωί. Τίποτα πια δε θα μ' αλλάξει, έλεγα, κι έβλεπα γύρω μου φιλήδονους αστούς, πόστα και ρεβεράντζες και κουρσάκια ιδιωτικά, μπασκετμπολίστες φιλοχρήματους, κι εγώ μόνος μου κι έκθετος σα μια κηλίδα ανεξίτηλη πάνω στην πόλη. Κι όταν πήρα την όψιμη απόφαση να φύγω στη Γαλλία ή στο Αλγέρι για σπουδές, ήταν απόγνωση στο βάθος - ανώνυμος στιχοποιός και πάροικος να δοκιμάσω έναν καινούριο τρόπο σωτηρίας.
    Ποιος σε περίμενε...Όχι το βράδυ εκείνο μέσα στα φώτα, στη βραδινή εξάτμιση της θάλασσας. Κι όμως, πως σε κατάλαβα να έρχεσαι, δροσιά καλοκαιριάτικη σαν τα προάστια που απλώνονται στις παρυφές των βουνών μόλις πέφτει το βράδυ.

    Κι ήρθε η στιγμή. Ριπή των ματιών που διασταυρώνονται μετέωρα και που θα πεί είσαι συ κι όχι άλλος. Εσύ ο αναμενόμενος που ανατρέπεις μέσα μου την τάξη του κόσμου. Είσαι η νέα οργάνωση με το διαβήτη της καρδιάς, ότι ονειρεύτηκα παράφορα περνώντας σαν έπιπλο από χέρι σε χέρι. Μα όταν σε λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε κι εσύ βημάτιζες αργά κι ανέβαινες, κι εγώ καθυστερούσα και λαχάνιαζα, κι όλα προετοίμαζαν το χωρισμό, τότε συνήλθα και είπα, παραιτήσου ψυχή μου. Εμείς που είμαστε οι πιο κατάλληλοι, είμαστε οι καταγέλαστοι του κόσμου αυτού. Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε.
    Δέκα μέρες μετά, ανταμωθήκαμε στα έρημα ακρογιάλια της Χαλκιδικής. Αργά το απόγευμα είχαμε αφήσει πίσω το χωριό και προχωρούσαμε προσεχτικά πάνω στην άμμο. Η μέρα ήταν ζεστή μα φύσαγε. Κι εμείς γυρεύαμε μιαν αμμουδιά για να περάσουμε τη νύχτα.
    Τώρα μπορούσα να σε δω πιο καθαρά καθώς λιγόστευε το φως. Βασιλεμένη ομορφιά μες στα νερά της θάλασσας, με καθαρότητα πουλιού, βημάτιζες αργά, αδιάφορος κι αμίλητος, ανύποπτος στην αγωνία μου που άρχιζε, σχεδόν σκληρός, κι έφεγγες αποχτώντας έτσι διαφάνεια. Κι όταν στρατοπεδεύσαμε καθώς σουρούπωνε και ψάρευες ακόμα μοναχός, κι οι θόρυβοι των άλλων πέσανε στην άπνοια που ακολούθησε μετά κι ύστερα έπεσες κι εσύ κι απομακρύνθηκες κι έβλεπα τα μαλλιά σου να πλέουνε στη θάλασσα, τότε γαλήνεψα περιμένοντας το κακό.

    Κι ήρθε το άλλο πρωί. Ώρες που κύλησαν μονόχνοτα χαζεύοντας τη βάρκα που σας πήρε για το ψάρεμα, μαύρη κηλίδα απλωμένη στον ήλιο. Και σεργιανούσα τις πένθιμες λουρίδες του νερού που ανοίγονταν στο πέλαγο όταν φτάσαν οι ξένοι.
    Ήρθαν πολλοί. Σιγά σιγά μαυρίζανε σαν έντομα την περιοχή, λερώνανε παντού, σήκωναν σκόνη. Ασχημονούσαν και φωνάζανε ανάρμοστα κι οι πιο θρασείς φτάσανε στο τραπέζι μας και μας ζητούσανε να φύγουμε γιατί θα τους χαλνούσαμε, λέει, το κέφι. Καθώς η κατακραυγή έγινε γενική κι εμείς ξεφεύγαμε κυνηγημένοι ως το χωριό, σου είπα καθώς επέστρεφες στη θάλασσα: Αυτοί είναι η ρίζα του κακού. Βάναυσοι, ανίκανοι για ομορφιά, ηθικολόγοι. Τότε αντιμίλησες κοφτά κι η φωνή σου είχε μιάν αλλοίωση απερίγραπτη: Χωρίς αυτούς θα υποφέραμε χειρότερα. Το δικό μας κορμί θα μας φάει στο τέλος, να είσαι σίγουρος. Τι σου φταίνε οι άλλοι.
    Ατέλειωτο απομεσήμερο στον ίσκιο ενός δέντρου δροσερού. Η επιθυμία μού έφερνε ζάλη. Κατέρρεα σιγά σιγά, δεν είχα τίποτε πια να σου πω, κι όμως πώς λαχταρούσα να εξομολογηθώ κι ύστερα να ζητήσω τη συγνώμη σου, που η σκέψη μου σε σπίλωνε, και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι όταν ο ήλιος πνίγηκε στα σύννεφα κι η μπόρα φαίνονταν να έρχεται ακάθεκτη κι ο άνεμος μού 'σφιγγε τη φωνή, μέσα μου γρύλιζα, ας έρθει.
    Κι η κρίση ήρθε. Εκεί, μες στο λεωφορείο της επιστροφής, στο μέσα κάθισμα, πίσω απ' το τζάμι. Ένα μούδιασμα των χεριών και το πρόσωπο γέμισε δάκρυα χωρίς ούτε μια σύσπαση να το χαράξει. Οι επιθυμίες είχανε πια εξατμιστεί - η απόγνωση κι ο πανικός πώς όλα τέλειωναν μου προκαλούσαν έναν πόνο φριχτό στο στομάχι. Σε ξέρω καλύτερα απ' τη μητέρα, το κορίτσι σου. Σε νιώθω περισσότερο απ' αυτούς κι ούτε κουβέντα δε θα μπορέσω ποτέ μαζί σου να στήσω.
    Μη βγάζεις άχνα, λέξη. Θα προσπεράσεις, ψυχή μου περήφανη, ακατάδεχτη, θα προσπεράσεις, είπα σιγά.
    Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μέρες που μ' ακολούθησαν χωρίς σκοπό, μέρες ολόιδιες που μ' έτρωγαν στα ίδια μέρη. Δρόμοι της πόλης που περάσαμε μαζί, πόλη ζεστή, ανάλγητη, κι εσύ παντού μα πουθενά κι ο χρόνος μου περίσσευε κι εγώ ζητούσα απεγνωσμένα έστω μια λεπτομέρεια σου να με κρατήσει.
    Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Νύχτα του Αυγούστου πνιγερή που επιβιβάστηκα στον Πειραιά φεύγοντας για τη Μασσαλία. Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Απ' το κατάστρωμα άκουγα τα μοτέρ της μηχανής, η αποβάθρα ήταν έρημη και το λιμάνι άχνιζε στο κάρβουνο και στη λίγδα.

    Και ξάφνου, μες στις μαούνες και τους γερανούς, ήρθε στ' αυτιά μου μια μουσική γλυκιά απ' την Αθήνα. Τα γόνατα μου λύνονταν καθώς χιλιάδες φώτα άναψανε με μιας κι οι δρόμοι ανοίγανε στη θάλασσα κι αρχίνησε μια ατέλειωτη πομπή κι οι πόρτες των σπιτιών με καλωσόριζαν κι η άσφαλτος με δρόσιζε, εμένα, το μετανάστη κάποιας άλλης εποχής που έφαγε τα χρόνια του μες στην παρανομία.
    Και σε είδα τότε για στερνή φορά πάνω στα κράσπεδα του δρόμου που ανηφόριζε, σχεδόν τυφλό απ' τους προβολείς, κι είχες μεθύσει απ' την οχλαβοή κι έτρεχες να προλάβεις για να μου μιλήσεις. Κι η ομορφιά σου είχε το άρωμα της εποχής που σε γαλούχησε, ένα άρωμα γλυκόπικρο αυτού που ζήσαμε με ότι έρχεται ή ετοιμάζεται νά 'ρθει. Κι η γεύση αυτής της διάρκειας μού 'δινε μιαν απερίγραπτη χαρά και με μαλάκωνε κι ο πόνος μου γλυκαίνονταν καθώς σκεφτόμουνα πως ήρθε επιτέλους η εποχή να τα πούμε.
    Κι είπα, καρδιά μου, κράτησε όσο μπορείς πιο ζωντανό κι ανάγλυφο τον άνθρωπο και τη φωνή. Μέσα στ' αυλάκι του καιρού ας δέσει ο σπόρος του. Άλλοι θα γεύονται τον καρπό. Για μας, η νύχτα είναι καλή, θα καταπιεί όσα τραβούμε.

    ( Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου )
     
  4. sub..v

    sub..v Guest

    Κι αν οι λέξεις, χωρίς να το θελω ξεφυγουν, θα τις ψιθυρισω τόσο σιγά που δεν θα τις ακουσεις...
    Θα ξέρεις πως για μενα ήσουν μια απλή γνωριμία...κι ας ήσουν για μένα η ζωή μου...

    Τ. Λειβαδίτης.
     
  5. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    ...κι αν στενεύουν μωρό μου τα περάσματα, εμείς θα τα ανοίξουμε, με την αγάπη μας...όμορφο βράδυ ,παίδες ,δεσποινίδες και κυρίες!
     
  6. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Το Μαγισσάκι

    Οδυσσέα Ελύτη


    Από τους χρόνους τους παλιούς
    το 'χω βαθύ μεράκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες
    να βρω το Μαγισσάκι

    Τ' άπιαστο σαν αερικό
    στην εμορφιά του Μάης
    που αν κάνεις να τον μυριστείς
    αλίμονό σου –εκάης

    Έβγα έβγα Μαγισσάκι
    χτύπα χτύπα το ραβδάκι
    Ντο και ρε και μι και φα
    μες στα ροζ τα σύννεφα

    Τι ζουμπούλια και τι κρίνα
    Τι και τούτα τι κι εκείνα
    Ντο και ρε και φα και μι
    φούχτα μου και δύναμη

    Ποιος θα μου δώκει δύναμη
    κι ένα μακρύ καμάκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες
    να βρω το Μαγισσάκι

    Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός
    άγγελος η μαμά του
    κι αφρός το φουστανάκι του
    στην άκρια του κυμάτου

    Χτύπα χτύπα το ραβδάκι
    χύνε το νερό στ' αυλάκι
    Φα και ρε και μι και ντο
    μες στο μπλε το ξάγναντο

    Τα παπιά και τα βαπόρια
    παν μαζί και πάνε χώρια
    έξι τέσσερα κι οχτώ
    γούρι μου και φυλαχτό

    Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές
    ν' ανάψω ένα κεράκι
    να κάνει θαύμα στα κρυφά
    για μέ το Μαγισσάκι

    Που να κοιμάμαι ξυπνητός
    να τρέχω ξαπλωμένος
    και να με λεν χωρίς καρδιά
    μα να 'μαι ερωτευμένος
     
  7. ” ‘Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην αγάπη είναι ο φόβος. Κάποιες φορές, γινόμαστε όλοι δειλοί. Ο φόβος μας κάνει να ακολουθούμε τη σίγουρη οδό, να αποφεύγουμε τη δέσμευση, να κρυβόμαστε από τον εαυτό μας και τους άλλους. Εκεί, μέσα στο ασφαλές καταφύγιό μας, απομονωνόμαστε από τα πράγματα που δίνουν χαρά και νόημα στη ζωή.
    Το να αρνιόμαστε τη δέσμευση ή να κλεινόμαστε στο καβούκι μας προκειμένου να είμαστε απρόσιτοι στον πόνο δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε το φόβο. Επιτρέποντας στο φόβο να καθορίσει την πορεία της ζωής μας, ακούμε μόνο μία από τις εσωτερικές μας φωνές. Αλλά υπάρχουν κι άλλες που αξίζει να ακούσουμε. Μία απ’ αυτές λέει ότι ο χειρότερος φόβος είναι μια ζωή στερημένη από αγάπη. Όταν η αγάπη είναι αρκετά δυνατή, οι ενδοιασμοί, η απογοήτευση και ο φόβος μειώνονται στο τίποτα.
    Η αγάπη θα γινόταν απλούστερη αν η πραγματικότητα συμφωνούσε με τις αντιλήψεις μας κι αν ό,τι πιστεύαμε ίσχυε. Όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Βλέπουμε αυτό που είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε και πιστεύουμε αυτό που θέλουμε να πιστέψουμε. Με την ευρεία έννοια, είμαστε αιχμάλωτοι αυτού που ήδη είμαστε.
    Κατανόηση στην αγάπη σημαίνει αποδέσμευση από προσδοκίες και αντιλήψεις, ώστε να αναδειχθεί η όποια αλήθεια. Σημαίνει απαλλαγή από στερεότυπα και προκαταλήψεις και άνοιγμα σε νέες εμπειρίες.
    Όταν λέμε ότι δεν αγαπάμε κάτι ή κάποιον, συνήθως εννοούμε ότι δεν μπορούμε να το ή τον δούμε καθαρά. Η καλύτερη κατανόηση είναι αργή διαδικασία, που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αλλά η ανταμοιβή είναι πολύ μεγάλη. ΄Ισως ανακαλύψουμε ότι, αν και μπορεί να είναι οδυνηρό το να μάθουμε καινούργια πράγματα και να αλλάξουμε παλιές πεποιθήσεις, είναι πολύ πιο οδυνηρό μακροπρόθεσμα – και κοστίζει περισσότερο – το να παραμένουμε στάσιμοι και αδιάφοροι.”

    Ανοχή είναι η θετική και εγκάρδια προσπάθεια που κάνουμε για να καταλάβουμε τις πεποιθήσεις, τις πρακτικές και τις συνήθειες του άλλου, χωρίς υποχρεωτικά να τις συμμεριζόμαστε ή να τις αποδεχόμαστε (JOSHUA LIEBMAN)
     
  8. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    Θα σου φτιάξω μια λευτεριά
    να χωράς
    θα σε κλείσω μέσα
    κρυμμένη
    να μη στην πάρουνε
    κι απ' έξω αλυσίδες, λουκέτα
    να μη στην κλέψουνε
    και μάνταλα
    πολλά μάνταλα
    κι εγώ στην πόρτα
    μπροστά
    να φυλάω

    Αντώνης Λεγάκης
     
     
  9. Υπέροχο!!!!
     
  10. Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός ίλιγγος.
    Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”.
    Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.
    Από όταν έμαθα πως οι ερωτευμένοι κινδυνεύουν από τους χειρότερους ιλίγγους,
    με όλο το σεβασμό προς τη Φυσική, τσεκάριζα καθημερινά πάνω στα τακούνια μου το Επίπεδο Ταλάντωσης.
    Το έβρισκα σταθερό, ανακουφιζόμουν κι έτρεμα.
    Πως όπου να’ ναι, θα έπαυα ν’ αντιστέκομαι στη δύναμη Κοριόλις, το επίπεδο θα άλλαζε κι εγώ θα έβλεπα τη Γη να έρχεται τα πάνω κάτω…
    Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες.
    Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης.
    Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό.
    Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν.
    Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως, όποιος αγαπάει, ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.
    Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς.
    Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό…
    Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς, γιατί μπορεί να σε τσακίσει, ή να σε υποπτευθεί, ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την (αισθητικώς άψογη και υπαινικτική) ασάφεια σε δήλωση.
    Έβρισκες οπλοστάσια κουκλίτσα μου.
    Οι έρωτές μας, έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, δεν πρέπει να πάσχουν από υπερβολική σιγουριά αλλά από ευθραυστότητα…
    Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι, (αλλά τότε, πώς θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι 
    Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα.
    Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό:
    “Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο”.
    Όλο λόγια, και πόσο με βλάπτεις έρωτά μου, αφού από όταν σ’ ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…
    Ποιας δύναμης αλήθεια; Δεν ξέρεις τίποτα η άπειρη.
    Μεγάλωσες, κουράστηκες, μίκρυνες, ξαναρχίζεις.
    Για να ξαναμεγαλώσεις και να ξανακουραστείς.
    Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία - Κάθετη Πτώση.
    Φοβάσαι τον ίλιγγο μα τώρα, πιο πολύ απ’ όλα, φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…
    Και πάλι η αμφιβολία.
    Αν του το πεις, μήπως ψυλλιαστεί πως στην ουσία διαμαρτύρεσαι για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των αισθημάτων σου, η εγωίστρια, για το αυτεξούσιο σου που απόλλυται;
    Μήπως δεν υπάρχει καμιά γλυκύτητα στην ομολογία σου, αλλά μόνο η βίαιη επιθυμία να εγκατασταθείς μέσα στα αισθήματα του άλλου;
    Και, αν εξομολογείσαι τον έρωτά σου, για να αρχίσει εκείνος ο μηχανισμός που βασίζεται στη βία της αμοιβαιότητας, αλλά που σου χαρίζει έναν ήσυχο ύπνο;
    Εκεί όπου το εξομολογημένο “αγαπώ” σου δεν θα σημαίνει εν τέλει παρά ένα επιτακτικό “αγάπα με κι εσύ”.
    Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και, όχι να φύγεις - να χαθείς…
    Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει.
    Πως αυτό που ζητάς όταν χάνεσαι - και όχι όταν φεύγεις –είναι πάντα η εγκατάσταση…


    Διάλειμμα: ο Φλωμπέρ μου: “ξέρεις τι θα χρειαζόταν γιε μου, η γυναίκα σου η Έμμα; Βαριές δουλειές, χειρωνακτικές δουλειές.
    Αν εργαζόταν, δε θα διάβαζε βλαβερά ρομάντζα και δεν θα είχε αυτή τη θολούρα στο κεφάλι…”!
    Δεν τα βγάζεις πέρα κουκλίτσα μου. Παράτα τα.
    Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται.
    Ο πρωτότοκος γιος της Γνώσης, αν αυτό σου λέει κάτι, λεγόταν Μύθος…
    Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα από το θάνατο.
    Πάνω απ’ το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο:
    “Μα πώς το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά”…
    Τηλέφωνο-” Τι γράφεις τώρα; “με ρωτάνε.
    “Κάτι για το πώς να μην μετατρέπεις τη συγκίνησή σου σε αίτημα”, απαντάω η ψεύτρα…
     
  11. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Επεισόδιο
    Ναπολέων Λαπαθιώτης

    Μάτι δειλό, που σε κοιτάζει
    βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
    κι έτσι πιστά, σα να σου τάζει:
    Θα σ’ αγαπώ παντοτινά

    Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι,
    δουλεύει σ’ ένα μαγαζί.
    Το πήρα ένα Σάββατο βράδι
    και κοιμηθήκαμε μαζί.
     
  12. Ναπολέων Λαπαθιώτης «Νυχτερινό»

     
    Ναπολέων Λαπαθιώτης «Νυχτερινό»

    Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
    κι απέναντί μου στο τραπέζι
    θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
    λίγες στιγμές έχει να ζήσει
    και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
    σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...

    Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
    με κόπο χάνεται στα χάη
    μιας ατελεύτητης ερήμου...
    Σα να μη θέλει να πεθάνει,
    μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
    το ετοιμοθάνατο κερί μου...

    Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
    που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
    και το κερί μου που πεθαίνει,
    και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
    χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
    είμαστε τόσο λυπημένοι...