Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. lotus

    lotus Silence

    Πόσο μάλλον κι αυτός που τη μετράει
     
  2. kinvara

    kinvara Δική Του Contributor

     
     
  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Τι έχεις;
    Τίποτα

     
  4. lotus

    lotus Silence

    - Μα φυσικά σ'αγαπώ είπε το Κυπαρίσσι στο Γλαύκο γέρνοντας προς το μέρος του. Τι χαζή απορία είναι αυτή?
    - Και γιατί δε μου το λες? Του αποκρίθηκε.
    - Μα στο δείχνω με τον τρόπο μου, αποκρίθηκε το Κυπαρίσσι με παράπονο. Γιατί άλλωστε εσύ μου το λες είπε μουτρωμένο. Άσε που με μπερδεύεις κιόλας.
    Ο Γλαύκος τίναξε ενοχλημένος τα φύλλα του.
    - Βλέπεις κανέναν άλλο να είναι δίπλα σου? Όλοι απέχουν όσο και το ύψος σου. Κι εγώ στο δείχνω με τον δικό μου είπε κι έγειρε λίγο πιο χαμηλά.
    Ένα πουλί που πέρναγε εκείνη την ώρα κοντοστάθηκε σε ένα απ' τα κλαριά του Γλαύκου ακούγοντας με ενδιαφέρον τη συζήτηση.
    Έκανε ένα κύκλο έβαλε τα γέλια και τους φώναξε λίγο πριν πάρει πάλι το δρόμο του:
    - Έχετε πάρει χαμπάρι ότι απλά πρέπει να το δείξετε με τον τρόπο που ο άλλος το καταλαβαίνει? Άλλωστε κοιτάξτε ... μόνο οι δυο σας είστε...
    Και άρχισε να πετά
    - Και πως θα το κάνουμε αυτόοοοο είπαν το Κυπαρρίσι κι ο Γλαύκος με μια φωνή
    - Κοιτώντας και νιώθοντας ο ένας τον άλλο κι όχι τον εαυτόοοο σας τους φώναξε από μακριά
    Αααα και μη φοβάστεεεε ακούστηκε στο βάθος και εξαφανίστηκε στον ορίζοντα
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ερωτεύθηκα πολλές φορές και αγάπησα αρκετές. Κάποιες φορές ανθρώπους, κάποιες όχι.

    Άλλοτε πλάσματα που ανέπνεαν και άλλοτε αντικείμενα.

    Η εικόνα που ακολουθεί αφορά την Κορυφαία.

    Όταν την έβλεπα να περπατά, στίχους έγραφα στον άνεμο.

    Όταν γυρνούσε το πρόσωπο προς εμένα, ο κόσμος γύρω μας σκοτείνιαζε και την πρώτη μου ανατολή έβλεπα ξανά.

    Το συναίσθημα ήταν τόσο δυνατό που μου ήταν αδύνατο να το διαχειριστώ δίχως φόβο.

    Ο έρωτας είναι άγριος, κτητικός και αρπακτικό, δίχως την αγάπη.

    Έρχεται σε μία στιγμή και σα τη φωτιά γεμίζει.

    Η αγάπη όμως έρχεται με το χρόνο και στο κήπο της ψυχής, σιγά σιγά ποτίζει.

    Η αγάπη μου κατάφερε να υποσκελίσει το πάθος, όταν βρήκα τη δύναμη να ανοίξω το κλουβί.

    Και όταν είδα ότι δε βγαίνει, να την κλοτσήσω μακριά, ελεύθερη να πετάξει.

    Δεν μου ήταν εύκολο και με ταρακούνησε τόσο που παραλίγο να με γκρεμίσει.

    Τα συνειδητό Εγώ μου, τα έβαλε με τον υποσυνείδητο μου. Το υπόγειο έλεγε ξέρω τι κάνω και θα δεις, το Ανώγειο πέτρες του πετούσε και Μολότοφ.

    Τώρα πια ξέρω. Το Υπόγειο είχε δίκιο και το ανώγειο ήταν ανόητο. Το γιατί είναι μία μεγάλη ιστορία και σε κανέναν δεν χρωστώ.

    Άντε μόνο ένα τραγούδι και εικόνα που μου την θυμίζει…

     
  6. bd.bd

    bd.bd Regular Member

    Τα γράψατε όλα!!!    
     
  7. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

  8. lotus

    lotus Silence

    Ευχαριστώ  
     
  9. lotus

    lotus Silence

     
     
  10. lotus

    lotus Silence

    ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ;

    Ήταν που λέτε μια φορά κι ένα καιρό ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό.
    Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα ‘μοιαζε μ’ όλα τα’ άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
    Μόλις σουρούπωνε, το ‘σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό…

    Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια…
    Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

    – Μπορείς να μ’ αγαπάς;

    Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του απαντούσαν: Δεν έχω χρόνο…Και άλλα του απαντούσαν: δεν ξέρω τι είναι ν’ αγαπάς…

    Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε και τότε ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

    – Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

    – Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά’ να πει ν’ αγαπηθούμε;

    – Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

    Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα…

    – Τώρα αγαπιόμαστε;

    – Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.

    Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

    Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!…

    – Τι ωραίο να σ’ αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

    – Όχι ακόμα. Γιατί ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να ‘χουμε κάτι ο ένας απ’ τον άλλον. Δώσ’ μου λίγο απ’ το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω απ΄ το κίτρινο των ματιών μου.

    Κι έκαναν έτσι…

    Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

    – Τώρα αγαπιόμαστε;

    – Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

    – Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε… ωπ!

    – Τώρα αγαπιόμαστε;

    – Τώρα ναι αγαπιόμαστε.

    Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ’ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ’ αστέρια – έγιναν ένα… Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ’ τα σύννεφα…

    Και πέρασε καιρός. Να ‘τανε χρόνια, να ‘τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

    – Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ’ το τρέξιμο.Θα ‘θελα να γυρίσω πίσω.

    – Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κρατά …;και είναι σαν να πετάμε δίχως κούραση να καταπονεί τα μικρά μας πόδια. Δεν είναι κουραστικό.

    – Για μένα είναι. Έπειτα το ‘χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν’ επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…

    Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ’ ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε…

    – Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είν’ αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό…

    Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ’ ορκίζομαι το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

    – Εεεεεεε… ωωωωωωωωωωπ… Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

    Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι απάντηση δεν πήρε παρα μόνο σιωπή.

    – Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.

    Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε… με ακούει κανείς;… Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;

    Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ’ αφτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σα να ‘βγαινε από μέσα του.

    – Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!

    – Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.

    – Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε μετέφερε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.

    Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε.
    Μόνο που ‘χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.
    Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε…

    – Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;

    – Ξέρω κι εγώ;Το τρίχωμά σου, τις μικρές πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου…

    – Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει…

    – Εντάξει, παίρνω τις μικρές σου πατούσες , δεν το θέλω μα δεν γίνεται αλλιώς. Ελπίζω να μας φτάσουν. Έκαψε την πρώτη…
    Πονάς το ξέρω. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.

    Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά… Το σκιουράκι μ’ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φαινότανε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

    Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι’ αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ’ άλλο.

    – Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν’ αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του.
    Κι όμως είν’ άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ’ αυτό…

    – Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.

    Συνέχισε να καίει τα μικρά ποδαράκια του σκίουρου. Καταβαίνουμε…

    Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
    Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά…

    Πλατς!… Και μετά τίποτα…

    Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ’ όλο του το κορμί.
    Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και το φρόντιζε με επιθέματα επάνω στις πληγές του, και του ‘βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε στοργικά…

    – Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

    Όμως, είδε τότε ένα κάστορα που ούτε τον είχε ματαδεί ποτέ.
    Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ’ αστεία μουσούδα, και το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του.
    Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, και το σκιουράκι πλημμυρισμένο από ευγνωμοσύνη δάκρυσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή.
    Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα…

    – Μπορείς να μ’ αγαπάς;

    Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.

    – Φοβάμαι πως δεν μπορώ.Δεν έχω πια καρδιά για ν’ αγαπήσω…

    – Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ’τη δικιά μου.

    – Όμως ν’ αγαπηθούμε πά’να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.

    – Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί;

    – Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να ‘μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε…

    Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ’αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοποδαρα από αγριοτριανταφυλλιά.

    Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια.

    Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά …

    Και θα μαι εγώ εσύ κι εσύ εγώ…

    Και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ…

    Θα ‘μαστε εμείς…

    Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να το ξέρω;
    Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε…
    Ο απόηχος απ’ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων – λένε…
    Πάντως, ποτέ – μα ποτέ – κανείς πια δεν τους ξανάδε..

    ΛΙΛΗ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ
     
  11. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Εξαιρετικό  
     
  12. lotus

    lotus Silence