Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
    ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.


    Ν. Καββαδίας
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

     

    ''Monster Love''
     
  3. Θρυαλλίς

    Θρυαλλίς Staff Member

  4. ataxia

    ataxia Regular Member

    Η άλλη όψη του έρωτα σε ένα δράμα τόσο λυρικό και παθητικό σαν τη "Σαλώμη", (1891). Ο Γουάιλντ συνήθιζε να λέει πως " είναι καθρέφτης η Σαλώμη, όπου καθένας μπορεί να δει τον εαυτό του. Ο καλλιτέχνης, τέχνη' ο ηλίθιος, ηλιθιότητα' ο χυδαίος, χυδαιότητα".


    Aπόσπασμα από το θεατρικό έργο του Γουάιλντ «Σαλώμη», σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ:

    (Ένα τεράστιο μαύρο χέρι, το χέρι του δήμιου, προβάλλει από τη στέρνα, φέρνοντας πάνω σε ασημένια ασπίδα το κεφάλι του Γιοχαναάν. Η Σαλώμη το αρπάζει. Ο Ηρώδης κρύβει το πρόσωπό του με το μανδύα του. Η Ηρωδιάδα χαμογελάει και κάνει αέρα με τη βεντάλια της. Οι Ναζωραίοι πέφτουν στα γόνατα και αρχίζουν να προσεύχονται)

    ΣΑΛΩΜΗ:
    Α! Δεν ήθελες να σου φιλήσω το στόμα, Γιοχαναάν. Ωραία! Τώρα θα το φιλήσω. Θα το δαγκώσω με τα δόντια μου, όπως δαγκώνουμε ώριμο φρούτο. Ναι, θα φιλήσω το στόμα σου, Γιοχαναάν. Το είπα – δεν το είπα; Το είπα. Α! Θα το φιλήσω τώρα… Μα, γιατί δεν με κοιτάς, Γιοχαναάν; Τα μάτια σου, που ήταν τόσο τρομερά, τόσο γεμάτα με οργή και περιφρόνηση, τώρα είναι κλειστά. Γιατί είναι κλειστά; Άνοιξε τα μάτια σου. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, Γιοχαναάν! Γιατί δεν με κοιτάς; Με φοβάσαι, Γιοχαναάν, και δεν θες να με κοιτάξεις; Και η γλώσσα σου, το κόκκινο φίδι που πέταγε φαρμάκι, δεν κουνιέται πια, δεν λέει τίποτα τώρα, Γιοχαναάν, η άλικη οχιά που έφτυνε το δηλητήριό της πάνω μου. Παράξενο -ε; Πως δεν σαλεύει πια η κόκκινη οχιά; Δεν με θέλησες δικιά σου Γιοχαναάν. Με απέρριψες! Είπες λόγια αισχρά για μένα. Μου φέρθηκες λες κι ήμουν πόρνη, εταίρα, εγώ, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας και πριγκίπισσα της Ιουδαίας! Ε, λοιπόν, Γιοχαναάν, εγώ είμαι ακόμα ζωντανή, αλλά εσύ είσαι νεκρός και το κεφάλι σου μου ανήκει. Μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω. Μπορώ να το πετάξω στα σκυλιά και στα όρνια τ’ ουρανού. Ό,τι αφήσουν τα σκυλιά, θα το καταβροχθίσουνε τα όρνια… Αχ, Γιοχαναάν, Γιοχαναάν, ήσουν ο μόνος άντρας που ερωτεύτηκα. Όλους τους άλλους άντρες τους βλέπω σιχαμένους. Όμως, εσύ ήσουν όμορφος! Το κορμί σου ήταν κολόνα φιλντισένια σε βάθρο ασημένιο. Ήτανε κήπος γεμάτος περιστέρια κι ασημένια κρίνα. Ήτανε πύργος ασημένιος με στολίδια του ασπίδες φιλντισένιες. Τίποτα τόσο λευκό σαν το κορμί σου, Γιοχαναάν. Τίποτα στον κόσμο τόσο μαυρό σαν τα μαλλιά σου. Σ’ ολόκληρο τον κόσμο τίποτα τόσο κόκκινο σαν το στόμα σου. Η φωνή σου θυμιατήρι που σκόρπιζε αλλόκοτα αρώματα και, όταν σε κοίταζα, μου ερχόταν μουσική αλλόκοτη. Αχ, γιατί δεν καταδέχτηκες να με κοιτάξεις, Γιοχαναάν; Πίσω από τις απλωμένες σου παλάμες και πίσω από τους αφορισμούς σου έκρυψες το πρόσωπό σου. Έβαλες μπρος στα μάτια σου προπετασμα φανατικού που θέλει το Θεό του. Ε, ναι, τον είδες το Θεό σου, Γιοχαναάν, όμως εμένα, εμένα δεν με είδες ποτέ σου. Εάν με είχες δει, θα με είχες ερωτευτεί. Εγώ σε είδα, Γιοχαναάν, και σ’ ερωτεύτηκα. Και είμ’ ακόμα ερωτευμένη, Γιοχαναάν, μόνο μαζί σου… Διψάω για την ομορφιά σου, πεινάω για το κορμί σου και ούτε το κρασί ούτε τα φρούτα μου καταλαγιάζουνε το πάθος. Τι θα κάνω τώρα, Γιοχαναάν; Ούτε χείμαρροι ούτε ωκεανοί μπορούν να σβήσουν το πάθος μου. Ήμουν πριγκίπισσα κι εσύ με περιφρόνησες. Ήμουν παρθένα κι εσύ μου αφαίρεσες την παρθενικότητα. Ήμουν αγνή κι εσύ γέμισες τις φλέβες μου φλόγα… Αχ, αχ! Γιατί δεν με κοίταξες, Γιοχαναάν; Αν με είχες κοιτάξει, θα με είχες ερωτευτεί. Ξέρω καλά πως θα με είχες ερωτευτεί, και το μυστήριο του έρωτα είναι πιο μεγάλο από το μυστήριο του θανάτου. Μονο τον έρωτα πρέπει να κοιτάζουμε!
     
  5. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Η ΣΑΡΚΑ
    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
    Από τη συλλογή Αντιδικίες, 1981

    Η σάρκα μου
    πάντα πονάει στα χτυπήματα
    πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
    Ακόμα τίποτα δεν έμαθε.
     
  6. Πόσον ωραία είναι τα βήματά σου με τα σανδάλια θυγάτερ του ηγεμόνος. Το τόρνευμα των μηρών σου είναι όμοιον με περιδέραιον έργον χειρών καλλιτέχνου. Ο ομφαλός σου κρατήρ τορνευτός πλήρης κεκερασμένου οίνου, η κοιλία σου θημωνιά σίτου περιπεφραγμένη με κρίνους. Οι δύο σου μαστοί ως δύο σκαμνοί δορκάδος δίδυμοι.
     
  7. Για τις γυναίκες το καλύτερο αφροδισιακό είναι τα λόγια.
    Το σημείο G είναι στα αυτιά. Όποιος ψάχνει πιο κάτω χάνει το χρόνο του.

    Isabel Allende, 1942
     
  8. Δεν υπάρχει πιο δυστυχισμένο πλάσμα στον κόσμο από το φετιχιστή που ποθεί ένα
    γυναικείο γοβάκι, αλλά είναι αναγκασμένος να πάρει ολόκληρη τη γυναίκα.
    Karl Kraus, 1874-1936
     
  9. Μέσα στην ψυχή μου επρόβαλες και τόξερα πως θάλθεις. Και Σε περίμενα. Σε περίμενα όπως η γή τον χειμώνα παγωμένη και έρημη πονεί και περιμένει. Είσαι Συ η άνοιξη κι έρχεσαι και προχωρείς αγάλια, αγάλια, μέσα στην ψυχή μου. Στο διάβα Σου ανοίγονται κι ανθούν κι ευωδιάζουν οι σκέψεις μου. Κάτω απο τα πόδια Σου φυτρώνει και χαμογελά το χρώμα της ελπίδας. Η αναπνοή Σου θερμή και παρηγορήτρα διαβαίνει απάνω απο την ψυχή μου και ξυπνούν απο τη νάρκη των ανέρωτων χειμώνων τα όνειρά μου και Σε βλέπουν χωρίς έκπληξη και Σου χαμογελούν. Τόξεραν πως θάλθεις. Κάποια πουλιά ανούγουν μέσα μου τα μάτια των και ξετινάσσουν τα φτερά. Κι Εσύ χαμογελάς και προχωρείς αγάλια, αγάλια, βασίλισσα μέσα στην ψυχή μου.

    Αγάλια, αγάλια, προχωρείς μέσα στην ψυχή μου με την περηφάνεια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλήν επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων. Κι ένα φιλί απέραντο ανατριχιάζει κι απλώνεται και τρέμει στο κορμί μου. Το νοιώθω – είσαι η Άνοιξη Εσύ, ώ γη, η μεγάλη και ακόλαστη μητέρα – που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει.

    N. Καζαντζάκης - Οφις και Κρίνο
     
  10. Dapom

    Dapom Contributor

    Το συγκεκριμένο το βρίσκω το πιο vanilla νήμα όλου του forum...και με έξτρα φράουλες
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor



    Μυρίζεις θάνατο
    ( Τ' ανείπωτα )

    Με το πέος μου καθώς σταυρώνεται τ' αιδοίο σου, έχεις την
    μοναδική οσμή που αναγνωρίζω, μυρίζεις θάνατο.
    Κι ενώ οι ρώγες σου οργισμένα μοιάζουν να ξεριζώνονται
    απ' το στήθος, - μ' αίμα τα πλακάκια να μπολιάζουν -, τους
    τοίχους να μεταμορφώνουν σε κελί, τ' ακροδάχτυλα μου σκληρό
    της λύτρωσης κλειδί, σαμπώς σου μπήγονται στη πλάτη αγαπημένα.
    Μέτρα χτυπήματα στα χείλη και το πρόσωπο, την άξεστη
    ομορφιά σου να μαραίνουν - τ' ανείπωτα να σιγοψιθυρίζουν -
    και πρόσφερε τα βογγητά στην διπλωμένη ζώνη μου σπονδή, μην
    κατευνάσει το πάθος μου για σένα του οργασμού σου ο
    ρόγχος, αραχνοΰφαντο σαν πλέκω με ξύλινα
    σημάδια το κορμί σου...

    ( Τ_S για την Ε ... 12/3/2015 )
     
    Last edited: 12 Μαρτίου 2015
  12. ataxia

    ataxia Regular Member

    Η γυναίκα του εμπόρου που έμενε κοντά στον ποταμό: γράμμα

    Τον καιρό που τα μαλλιά μου ήταν ακόμα ίσια κομμένα γύρω από το μέτωπο μου
    Έπαιζα στην πόρτα του φράχτη, ξεριζώνοντας λουλούδια.
    Ήρθες πάνω σε ξυλοπόδαρα μπαμπού, κάνοντας το αλογάκι,
    Από κοντά μου πέρασες, παίζοντας με γαλανά δαμάσκηνα.
    Και ζούσαμε έτσι στο χωριό Τσοκάν: Δύο μικρούληδες άνθρωποι, δίχως υποψία ή αντιπάθεια.

    Στα δεκατέσσερα παντρέυτηκα σένα τον Κύριό Μου.
    Δε γέλασα ποτές, ήμουνα ντροπαλή.
    Σκύβοντας το κεφάλι, κοίταζα τον τοίχο.
    Μου φώναζαν, χίλιες φορές, δε γύριζα πίσω.

    Στα δεκαπέντε μου έπαψα να κατσουφιάζω,
    Ήθελα η στάχτη μου ν’ ανακατωθεί με τη δικιά σου
    Για πάντα και για πάντα και για πάντα.
    Έξω στο δρόμο γιατί να κοιτάξω;

    Στα δεκάξι μου έφυγες,
    Πήγες στο μακρινό Κού-τό-γέν, δίπλα στον ποταμό με τις ρουφήχτρες,
    Πάνε που λείπεις τώρα μήνες πέντε.
    Οι πίθηκοι φωνάζουν πάνωθε θλιμμένα.

    Έσερνες τα ποδάρια σου όταν βγήκες.
    Στην αυλόπορτα τώρα μεγάλωσε το μούσκλο, τα λογής μούσκλα
    Μεγάλωσαν πολύ για να ξεχορταριάσεις!
    Τα φύλλα πέφτουνε νωρίς το φετινό φθινόπωρο, στον άνεμο.
    Οι ζευγαρωμένες πεταλούδες κιτρίνισαν κιόλας με τον Αύγουστο
    Πάνω απ’ τη χλόη του κήπου μας που βλέπει κατά το Ηλιοβασίλεμα∙
    Μου κάνουν κακό. Γερνώ.
    Αν κατεβαίνεις μέσα απ’ τα στενά του ποταμού Κιάνγκ,
    Μήνυσε μου το από τα πρίν παρακαλώ,
    Κι εγώ θα βγώ να σ’ ανταμώσω
    Ως με το Τσό-φου-Σά.

    Rihaku (Li Po, 701-762)

    Από την "Κατάη" του Ezra Pound.