Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το μέτρημα

    Είναι, λοιπόν, η ανάγκη μου να ζήσω
    τόσο δυνατή
    που το μυαλό μου σκίζει.
    Κι όσο πάω μικραίνω,
    όχι από κενή ματαιοδοξία,
    μα από φόβο
    μήπως μάθω πως είναι να βλέπεις τη ζωή ολοκάθαρη,
    μήπως δω τι είναι έρωτας, τι θάνατος και τι αγάπη,
    τι πικρία, τι δάκρυα και τι αφή σου δίνει η προδοσία.
    Κι όλα με προσπέρασαν,
    διαπερνώ δε θα το ‘λεγα
    αυτό το ρίγος στο πίσω μέρος του λαιμού.

    Λέξη άλλη, με χροιά όλο θλίψη
    που όμοιά της έπλασε κάποτε ο άνθρωπος
    σαν πίστεψε στην πλάνη μιας γυναίκας,
    να αλλάξουνε ζωή,
    σχεδιάζοντας….

    Χρατς, το μήλο το ολοκόκκινο.

    Κι από τότε,
    μη με κοιτάς,
    -στο ξανάπα-,
    μη με υπολογίζεις
    -στο είπα-
    στο μέτρημα.

    Εγώ,
    όσο πάω,
    συρρικνώνομαι.

    ( Έλλη Φρεγγίδου )
     
  2. ΕΛΕΝΗ

    Τι ωραία που είσαι τώρα που δεν υπάρχεις πια
    Η τέφρα του θανάτου σ’ έγδυσε κι απ’ την ψυχή σου ακόμη
    Τι ποθητή που είσαι απ’ τον καιρό που αφανιστήκαμε
    Κύματα κύματα γεμίζουν την καρδιά της ερήμου
    Την πιο πελιδνή από τις γυναίκες
    Ωραία που είναι στις υδάτινες κορφές της γης αυτής
    Του νεκρού απ’ την ασιτία τοπίου
    Που ζώνει ολόγυρα την πολιτεία την πρωτινή
    Ωραία που είναι μες στα χλοερά κι απρόσμενα πλατώματα
    Στο γυμνό κι ανάστροφο κι ολέθριον οροπέδιο
    Που είσαι τόσο πεθαμένη
    Σκορπώντας ήλιους απ’ τ’ αχνάρια των ματιών σου
    Και στους ίσκιους των μεγάλων ριζωμένων δέντρων
    Στη φοβερή σου κόμη αυτήν που μ’ έριχνε σε παραμιλητό.

    Jean Pierre Jouve
    μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αεροδρόμιο Μίκρας

    Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
    χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
    μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
    σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό.

    Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα,
    ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν,
    το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα,
    έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας,
    θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
    για τη στιγμή που η φλόγα θα εγγίσει
    γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
    σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα.

    Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα,
    μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
    και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας.

    ( Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου )
     
    Last edited: 25 Νοεμβρίου 2015
  4. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

  5. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    Μάθε πως δεν σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

    Μάθε πως δεν σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
    γιατί δύο πλευρές έχει η ζωή,
    φτερό της σιωπής είναι η λέξη,
    το μισό της φωτιάς είναι κρύο.

    Σ' αγαπώ για ν' αρχίσει η αγάπη,
    ώστε το άπειρο να ξαναρχίσει πάλι,
    για να μην πάψω να σ' αγαπώ ποτέ:
    αυτός είν' ο λόγος που δεν σ' αγαπώ ακόμα.

    Σ' αγαπώ και δεν σ' αγαπώ, σαν να 'χα
    τα κλειδιά της χαράς μες στα χέρια μου
    μαζί με μια άτυχη αβέβαιη μοίρα.

    Η αγάπη μου έχει δυο ζωές να σ' αγαπάει.
    Γι' αυτό σ' αγαπώ όταν δεν σ' αγαπώ
    και γι' αυτό σ' αγαπώ όταν σ' αγαπώ.

    (Πάμπλο Νερούδα)
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    La tessitrice

    Mi son seduto su la panchetta
    come una volta ... quanti anni fa?
    Ella, come una volta, s'e' stretta
    su la panchetta.

    E non il suono d'una parola;
    solo un sorriso tutto pietà.
    La bianca mano lascia la spola.

    Piango, e le dico: Come ho potuto,
    dolce mio bene, partir da te?
    Piange, e mi dice d'un cenno muto:
    Come hai potuto?

    Con un sospiro quindi la cassa
    tira del muto pettine a sè.
    Muta la spola passa e ripassa.

    Piango, e le chiedo: Perche' non suona
    dunque l'arguto pettine piu'?
    Ella mi fissa timida e buona:
    Perchè non suona?

    E piange, piange — Mio dolce amore,
    non t'hanno detto? non lo sai tu?
    Io non son viva che nel tuo cuore.

    Morta! Si', morta! Se tesso, tesso
    per te soltanto; come, non so:
    in questa tela, sotto il cipresso,
    accanto alfine ti dormirò. —

    Η υφάντρα

    Κάθισα στο παγκάκι
    όπως μια φορά...πόσα χρόνια πριν;
    Εκείνη, όπως μια φορά, σφίχτηκε
    στο παγκάκι.

    Και όχι ο ήχος μιας λέξης,
    ένα χαμόγελο γεμάτο έλεος μοναχά.
    Το λευκό χέρι αφήνει την σαΐτα.

    Κλαίω, και της λέω: Πως μπόρεσα
    γλυκό μου αγαθό, να φύγω από σε;
    Κλαίει, και μου λέει με μια σιωπηλή χειρονομία:
    Πως μπόρεσες;

    Μ' έναν αναστεναγμό τότε την κάσα
    τραβάει πάνω της του βουβού αργαλειού.
    Βουβή την σαΐτα περνά και ξαναπερνά.

    Κλαίω, και την ρωτάω: Γιατί δεν ηχεί
    πια ο ζωηρός αργαλειός;
    Εκείνη με κοιτάζει ντροπαλή και καλή:
    Γιατί δεν ηχεί;

    Και κλάψε, κλάψε - Γλυκιά μου αγάπη,
    δεν στο είπαν; Δεν το ξέρεις εσύ;
    Εγώ δεν είμαι ζωντανή παρά στην καρδιά σου.

    Νεκρή! Ναι, νεκρή! Αν υφαίνω, υφαίνω
    για σε μονάχα, πως, δεν το ξέρω:
    σ' αυτό το πανί, κάτω απ΄το κυπαρίσσι,
    στο τέλος δίπλα σου θα κοιμηθώ. -

    ( Giovanni Pascoli )
     
    Last edited: 28 Νοεμβρίου 2015
  7. To love me
    is to love a haunted house–
    it’s fun to visit once a year,
    but no one wants to live there

    - Brenna Twohy, Anxiety: A Ghost Story
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Καρδούλα Κόκκινη] Του Ιωάννη Μαγκαφώση
    [καρδούλα κόκκινη] - Σου στέλνω καρδούλα!
    – Τι χρώμα;
    – Το χρώμα που έχει η δική μου…
    – Τι χρώμα έχει;
    – Kόκκινο υποθέτω…
    – Υποθέτεις;
    – Nαι, και ελπίζω…
    – Γιατί υπήρχε περίπτωση να είχε άλλο χρώμα;
    – Θα μπορούσε να είχε μαύρο…
    – Όχι!
    – Γιατί όχι;
    – Γιατί αυτό δεν θα ήταν καλό!
    – Πάντα συμβαίνουν καλά πράγματα στους ανθρώπους;
    – Όχι, άλλα αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάζει χρώμα ή καρδιά τους!
    – Είναι πάντα στο χέρι τους;
    – Τις περισσότερες φορές ναι.
    – Τις περισσότερες φορές ίσως όχι…
    – Είναι και οι φορές που απλά δεν “βλέπουμε”!
    – Μπορεί να μη θέλουμε να “δούμε”…
    – Άρα, όλα είναι θέμα επιλογής!
    – Είναι; Κι αν αναγκαζόμαστε;
    – Κάνεις δεν σε αναγκάζει για τίποτα…
    – Ούτε η ίδια σου η καρδιά;;;
    – Θέλει ισορροπία μυαλό και καρδιά.
    – Θέλει! Γίνεται;
    – Όλα γίνονται!
    – Όλα γίνονται…
    – Καρδούλα!
    – Καρδούλα…κόκκινη!

    […τομή…]

    …άνοιξες πάλι το συρτάρι
    με τα παλιά μαχαιροπίρουνα
    το ‘κανες συχνά τελευταία

    σ’ άρεσε να τα αγγίζεις
    να σου αφήνουν το καφεκόκκινο
    χρώμα της σκουριάς στα δάκτυλα
    αυτή η αίσθηση της τριβής
    του δείκτη με τον αντίχειρα
    μετά η μυρωδιά τουςτα αγαπούσες…
    τα αγαπούσες γιατί είχαν διαβρωθεί
    θύμιζαν εσένα
    εσωτερικά και εξωτερικά
    ζωντανά ερείπια
    αβαρή, χλωμά…κενάσήκωσες ένα απ΄αυτά
    καιρό ήθελες να γίνουν σώμα σου
    ένα με το κορμί σου
    έστω για λίγο…
    γι αυτό το μικρό διάστημα
    “τ ο μ ή ς”
    από τη ζωή στο θάνατο
    λυποθύμισες…ελαφρύ το μαχαίρι
    όταν σχίζει τη σάρκα
    α ν ε μ π ό δ ι σ τ ο
    μέχρις ότου αγγίξει
    το κόκκαλο
    μετά βαραίνει, μετατρέπεται
    στο παλιό σου εσύ…

    […οι κάμπιες…]

    …μη διώχνεις τις κάμπιες
    από κοντά μου
    τις χρειάζομαι
    τις έχω ανάγκη
    όταν φύγεις
    θα γίνουν πεταλούδες
    ν’ αναπληρώνουν
    το κ ε ν ό σου
    θα πετούν για μέρες
    ανέμελες
    κι όταν η έλλειψή σου
    τραβήξει τον τελευταίο
    χ ι τ ώ ν α
    θα βρουν καταφύγιο
    στο γυμνό μου σώμα
    θα γυροβολούν
    θα μετατρέπονται πάλι
    σε κάμπιες
    ταξιδεύοντας βασανιστικά
    κ ο ν β ό ι
    καλύπτοντας κάθε σπιθαμή
    στο παγωμένο δέρμα
    ναι! τώρα σε νιώθω
    νιώθω τα χάδια σου
    κι αναρωτιέμαι
    βρίσκεις άραγε
    ό μ ο ρ φ ο
    το καινούριο μου κουστούμι;…

     
     
  9. _DaRkNiGhT_

    _DaRkNiGhT_ femdom art

    Για μένα είναι σου το λέω αρκετό
    ένα κενό σου μες στη μέρα να γεμίζω
    'Ηλιος που πνίγεται σε γκρίζο ουρανό
    ένα ρολόι δίχως δείκτες να κουρδίζω
    Γιαυτό μην έρχεσαι με τόση πονηριά
    δήθεν πως έχεις τις ιδέες και τις λύσεις
    εγώ γεννήθηκα στην άδεια σου ματιά
    που θέλεις πάλι μ'ένα ψέμα να γεμίσεις.

    Εγώ αμέλησα να μάθω το γιατί
    ποτέ δε θα 'μαι σοβαρά μες στη ζωή σου
    Για μένα είναι κάθε ψέμα σου γιορτή
    κι όλα τα ψέματα τελειώνουνε μαζί σου
    κι όλα τα ψέματα ας τελειώσουνε μαζι

    Εγώ τον έρωτα έχω μάθει ν'αγαπώ
    γιαυτο πηγαίνω όπως πάνε τα εμπόδια
    γιατι έχω μαθει τη σκηνή να ξαναζώ
    και συμπληρώνω τα χαμένα επεισόδια
    Κι όταν το ψέμα σου λοιπόν παραδοθώ
    αφου γελάσω όπως κάθε πικραμένος
    μόνο το δάκρυ σου δε θα 'θελα να δω
    για να μη βγω απ'τη ζωή μου αφηρημένος
     
  10. noC

    noC she is a teleiophile.

     
    multum, non multa ...
     
  11. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    3 Μαΐου
    Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πια. Ό,τι νιώθω σιμά του κι’ ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά..
    Επήγαμε κοντά στο κύμα.Το φεγγαράκι έπαιζε με τα κύματα που έφταναν στα πόδια μας ξεψυχισμένα…Τι ευτυχισμένες στιγμές σαν ξεχνώ και πως ξεχνώ σαν βρίσκομαι σιμά του πως η καρδιά του είναι τόσο λίγο δική μου…
    Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω αράγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;

    4 Μαΐου Μεσάνυχτα
    Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελείωσαν πια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει τον αγαπώ… Τι νυχτιά κοντά στο κύμα που έσπαε απαλά μπρος στα πόδια μας… το πυροφάνι… τ’ αστέρια… τα μάτια του πόσο πηδούν όλα αυτά μέσα στο νου μου…
    Χτυπάει γοργά η καρδιά μου σαν ωρολόγι, θάλεγε κανείς πως προφέρει τ’ όνομά του τικ τακ..Τά-κη…Τά-κη..Τάκη...

    15 Μαΐου Κυριακή βράδυ
    Είμαι ένα δροσιστικό στον πόνο του και τίποτε πλέον, έτσι μου λένε τα λόγια του… τα μάτια του… οι στίχοι του.
    Η σκέψη μου δεν έφυγε ούτε στιγμή από σιμά του. Τον ακολουθούσε στο δρόμο του, στις ομιλίες του με τη συντροφιά, στο φαγητό του… στα γέλια του…
    Κι’ ευχαριστημένη στη σκέψη αυτή, γελαστή στρέφω τα μάτια στο παράθυρο ν’ αντικρύσω τον αποσπερίτη, το αγαπημένο αστέρι που διώχνει τις σκοτεινιές της ψυχής μου σαν κρυφή ελπίδα - Με θυμάται; -

    16 Μαΐου 2 μετά το μεσονύχτι
    Είχε μεσολαβήσει μια μέρα που δεν ιδωθήκαμε κι’ έτσι σήμερα με τι λαχτάρα βρέθηκε ο ένας κοντά στον άλλον! τι θέρμη που έχουν τ’ ατέλειωτα φιλιά του. αρχίζω να πιστεύω πως μ’ αγαπάει.

    19 Μαΐου
    Εζήτησα να αγαπήσω κι’ αγάπησα τι άλλο θέλω πλέον;
    Εγώ είμαι το καταφύγιο της κάθε πονεμένης ψυχής… είμαι η βουβή σπηλιά που αποκρίνεται με την ηχώ στους στεναγμούς του κουρασμένου διαβάτη…
    ε Τάκη;

    (Μαρία Πολυδούρη,Ημερολόγιο)
     
  12. Μιά φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα γραμμόφωνο.
    Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.

    Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
    και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
    που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
    για να πει το καημό του.

    Μιά φορά κι ένα καιρό,
    ήταν ένας Έρωτας.

    Ένας ολομόναχος Έρωτας
    που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
    για να βρει ένα γραμμόφωνο
    για να πει το καημό του.

    «Έρωτα μη σε πλάνεψαν
    άλλων ματιών μεθύσια
    και μεσ' τα κυπαρίσια
    περνάς με μι' άλλη νιά;
    Έρωτ' αδικοθάνατε,
    Έρωτα χρυσομάλλη,
    αν σ' είδαν με μιάν άλλη,
    ήταν η Λησμονιά.»

    Μιά φορά κι ένα καιρό,
    δεν ήταν ένας έρωτας,
    δεν ήταν ένας πόνος.

    Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
    και μιά μισή πλάκα,
    που 'λεγε το μισό της σκοπό:

    «Έρωτα μη σε… Έρωτα μη σε…
    έρωτα μισέ… έρωτα μισέ…»

    Θε μου!
    Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!

    Ένα πονετικό χέρι,
    για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
    και ν' ακουστεί ξανά,
    ολόκληρος ο Έρωτας,
    ολόκληρο το τραγούδι:

    «Έρωτα μη σε σκότωσαν
    τα μαγεμένα βέλη;
    Έρωτα Μακιαβέλλι.

    Τα μάτια που σε λάβωσαν,
    με δάκρυα πικραμένα,
    καρφιά 'ταν πυρωμένα
    και μπήχτηκαν βαθιά».


    - Μ. Λουντέμη (μας διέλυσες)