Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η ασύδοτη τρυφερότητα

    Αυτές οι μέρες
    της ασύδοτης τρυφερότητας
    θα ακινητοποιήσουν
    τη ζωή σου∙
    Θα σταματήσεις για πολύ
    καιρό, να βλέπεις
    τα σύννεφα και τους τυφλούς
    που τραγουδούν στο δρόμο∙

    Μετά,
    θα ξαναφύγεις
    για τα χιόνια.

    ( Αλέξανδρος Ίσαρης )
     
    Last edited: 28 Φεβρουαρίου 2017
  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    REQUIEM ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΙΛΗ
    (απόσπασμα)


    για την Αμαλία

    Έχω τους νεκρούς μου, και τους άφησα να φύγουν,
    κι απόρησα βλέποντας τους τόσο ευχαριστημένους,
    τόσο γρήγορα εξοικειωμένους με το να είναι νεκροί, τόσο χαρούμενους,
    τόσο διαφορετικούς από την φήμη τους. Μόνο εσύ
    εσύ επιστρέφεις με αγγίζεις καθώς με προσπερνάς, κοντοστέκεσαι,
    δοκιμάζεις να σκουντουφλήσεις σε κάτι, ώστε ο θόρυβος να φανερώσει
    την παρουσία σου. Αχ μην μου παίρνεις ό τι εγώ
    μαθαίνω τόσο δύσκολα. Είμαι βέβαιος ξεστρατίζεις
    αν κινηθείς από νοσταλγία για οτιδήποτε
    σε ετούτη την γήινη διάσταση. Εμείς μεταμορφώνουμε αυτά τα Πράγματα'
    δεν είναι αληθινά, είναι μόνο αντανακλάσεις
    πάνω στην επιφάνεια της ύπαρξης μας καθώς τ’ αναγνωρίζουμε.
    Νόμιζα είχες προχωρήσει πολύ παρά πέρα. Μ' ενοχλεί
    που εσύ ξέμεινες πίσω, εσύ, που έχεις πετύχει
    περισσότερη μεταμόρφωση από κάθε άλλη γυναίκα.
    Ότι τρομάξαμε όταν πέθανες, όχι, μάλλον
    ότι ο αυστηρός θάνατος σου ξέσπασε πάνω μας, σκοτεινά,
    ξεκολλώντας το μέχρι-εκεί από το από κει και πέρα:
    αυτό μας αφορά να το βάλουμε σε τάξη
    είναι το καθήκον μας διαρκώς μπροστά μας
    Αλλά το ότι και συ φοβήθηκες, κι ακόμα τώρα
    τρέμεις με φόβο, εδώ όπου ο φόβος δεν έχει νόημα'
    ότι έχεις χάσει έστω και το μικρότερο κομμάτι
    της αιωνιότητας σου, Πάουλα φίλη, και μπαίνεις
    εδώ, εδώ όπου τίποτα ακόμη δεν υπάρχει' ότι εκεί πέρα
    σαστισμένη για πρώτη φορά με όλα, απρόσεκτη,
    δεν συνέλαβες το μεγαλείο των απείρων
    δυνάμεων, όπως στην γη συλλάμβανες το κάθε Πράγμα'
    ότι, από το πεδίο που σε είχε ήδη δεχτεί,
    η βαρύτητα κάποιας παλιάς δυσαρέσκειας
    σε έσυρε πίσω στον τεκμαρτό χρόνο-:
    αυτό συχνά με ξαφνιάζει έξω από ύπνο χωρίς όνειρα
    τη νύχτα, σαν να σκαρφαλώνει διαρρήκτης στο παράθυρό μου.
    Αν μπορούσα να το πω είναι μόνο από καλοσύνη,
    από τη γενναιόδωρη αφθονία σου, που ήρθες,
    γιατί είσαι τόσο ασφαλής, αυτάρκης
    που περιπλανιέσαι οπουδήποτε, σαν παιδί,
    άφοβη για κανένα κακό που τυχόν θα περίμενε-:
    Όμως όχι: Εσύ παρακαλάς. Αυτό με διαπερνά, ως τα
    ίδια μου τα κόκαλα, και με κόβει σαν πριόνι.
    Την πιο πικρή αντίδραση να μου ‘φερνε το φάντασμα σου,
    να μου ‘βαζε τις φωνές, μέσα στη νύχτα, όταν αποσύρομαι
    στα πνευμόνια μου, στα σωθικά μου,
    στο τελευταίο κενό κοίλωμα της καρδιάς μου,-
    τέτοια πίκρα δεν θα με πάγωνε ούτε στο μισό
    όσο αυτό το μουγκό παρακάλι. Τι είναι αυτό που ζητάς;
    Πες μου, πρέπει να ταξιδέψω; Μήπως άφησες
    κάποιο Πράγμα πίσω σου, κάποιο μέρος, που δεν αντέχει
    την απουσία σου; Πρέπει να ξεκινήσω για καμιά χώρα
    που δεν είδες ποτέ, αν και ήταν τόσο ζωντανά
    κοντά σου, όσο οι ίδιες σου οι αισθήσεις;
    Θα ταξιδέψω τους ποταμούς της, θα εξερευνήσω τις κοιλάδες της, θα μάθω
    για τα πιο παλιά της ήθη' θα σταθώ
    ώρες, μιλώντας με γυναίκες στις ξώθυρες τους
    και θα κοιτώ, καθώς φωνάζουν τα παιδιά τους σπίτι.
    Θα δω πώς τυλίγουν την γη γύρω τριγύρω τους
    στην αρχαία τους εργασία στα χωράφια και στα λιβάδια' θα ζητήσω
    να με οδηγήσουν στο βασιλιά τους' θα δωροδοκήσω τους ιερείς
    να με πάνε στους ναούς τους, μπροστά στο πιο
    ιερό τους άγαλμα
    και να μ’ αφήσουν εκεί, κλείνοντας πίσω τους τις πύλες.
    Και μόνο τότε, όταν θα έχω μάθει αρκετά,
    θα πάω να δω τα ζώα, και θ’ αφήσω κάτι
    από το στήσιμο τους σιγά να γλιστρήσει
    στα μέλη μου' θα δω την ίδια μου την ύπαρξη
    βαθιά μέσα στα μάτια τους, που με κρατάν για λίγο
    κι ύστερα μ’ αφήνουν, ειρηνικά, δίχως να κρίνουν.
    Θα βάλω τους κηπουρούς να έρθουν σε μένα και ν’ απαγγείλουν
    πολλά λουλούδια, και στα μικρά κεραμικά
    των μελωδικών ονομάτων τους θα επαναφέρω
    κάποιο κατάλοιπο των εκατοντάδων ευωδιών.

    RAINER MARIA RILKE
     
  3. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Καθ' οδόν
    (7 και 30 πρωινή προς εργασίαν)
    συναντώ τον Μάρτιο
    ευδιάθετον,
    υπαινιγμών πλήρη
    περί ανοίξεως και λοιπά.

    Αναβάλλω την υπόστασή μου,
    ανακόπτω τη σύμβασή μου
    με το χειμώνα,
    και διασπείρομαι σε χώμα.
    Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
    ξαπλωμένη, απλωμένη
    απέναντι στο
    καθ' όλα σύμφωνο
    σύμπαν.
    Φυτεύομαι άνθη,
    ανθίζω συναισθήματα,
    και είμαι πολύ καλά
    εις άπλετον προορισμόν
    και τοποθέτησιν.

    "Απαγορεύεται η άνοιξις!"
    ξάφνου μια πινακίδα-σύννεφο
    απειλεί. Αμέσως
    μια βροχή άρχισε κι έλεγε
    εις βάρος της ανοίξεως
    και εις βάρος μου,
    ένας δύσθυμος άνεμος
    μου κατάσχει τα άνθη,
    μου κατάσχει τα συναισθήματα
    και μ' οδηγεί στο Γραφείο.

    Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
    και μάλιστα καθ' οδόν,
    από κυρία σχεδόν ώριμη,
    με οικογενειακές υποχρεώσεις,
    και πολυετή θητείαν
    εις Δημοσίαν θέσιν
    και χειμώνες.


    ~Κική Δημουλά~
    "Ουτοπίες"
     
  4. Dux

    Dux Regular Member

    Σιώπα. Στις παρυφές του δάσους δεν ακούω
    λέξεις δικές σου, ανθρώπινες. Μα ακούω
    λόγια καινούργια που λένε οι σταγόνες
    και τα φύλλα τα μακρινά.
    Άκου. Βρέχει από τα σκόρπια σύννεφα.
    Βρέχει πάνω στους θάμνους τους αλμυρούς
    απ’ την θάλασσα
    κι απ’ τον ήλιο καμένους. Βρέχει πάνω στα
    πεύκα
    Με τους σκασμένους φλοιούς, τα ορθά,
    Βρέχει στις μυρτιές τις θεϊκές
    Στα λαμπερά λιόδεντρα
    Απ’ τα λουλούδια φορτωμένα,
    Στους θάμνους του πυκνούς από
    κουκούλια μυρωδάτα
    Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα
    Βρέχει πάνω στα γυμνά μας χέρια, πάνω στα
    ελαφρά ενδύματά μας
    Πάνω στις φρέσκες σκέψεις, που η ψυχή ανοίγει καθαρή
    Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο, που χθες
    Σ’ εξαπάτησε, που σήμερα μ’ εξαπατά,
    ω Ερμιόνη.
    Ακούς; Η βροχή πέφτει στα μοναχικά φύλλα
    μ’ ένα θρόισμα που διαρκεί και αλλάζει στον
    αέρα
    με τα φυλλώματα αλλού πυκνά κι αλλού αραιά
    Απαντά στο κλάμα, το τραγούδι απ’ τα τζιτζίκια
    Που το κλάμα του Νοτιά η βροχή δεν το φοβίζει
    Ούτε ο γκρίζος ουρανός
    Και το πεύκο έχει έναν ήχο, η μυρτιά έναν άλλο
    κι οι θάμνοι τον δικό τους,
    Όργανα διαφορετικά, κάτω απ’ αμέτρητα
    δάχτυλα.
    Κι εμείς είμαστε βυθισμένοι στο νεύμα του
    δάσους
    Ζωντανοί από πράσινη ζωή.
    Η μεθυσμένη όψη σου μαλακώνει απ’ την βροχή σαν ένα φύλλο
    Τα μαλλιά σου μοσχοβολούν σαν τα λευκά
    λιόδεντρα
    ω γήινη ύπαρξη, Ερμιόνη!
    Άκου, άκου. Η συμφωνία απ’ τ’ αέρινα τζιτζίκια
    Γίνεται πιο αδύναμη σιγά- σιγά
    Από το κλάμα της βροχής που δυναμώνει.
    Μα ένα τραγούδι αναμιγνύεται πιο βραχνό
    Που από κει κάτω ανεβαίνει, απ’ την υγρή,
    τη μακρινή σκιά.
    Πιο βαθύ, κι αδύναμο, σβήνει, λιγοστεύει
    Μόνο μια νότα ακόμα τρέμει, σβήνει
    Ανασταίνεται, τρέμει και σβήνει.
    Δεν ακούγεται η φωνή της θάλασσας.
    Τώρα ακούγεται σ’ όλες τις φυλλωσιές, να πέφτει ασημένια η βροχή που εξαγνίζει
    Το θρόισμά της αλλάζει ανάλογα απ’ το φύλλωμα
    Πιο πυκνό, πιο αραιό.
    Άκου του αέρα ο γιός τραγουδάει στην πιο βαθειά σκιά
    Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού!
    Και στα μαύρα σου ματόκλαδά βρέχει Ερμιόνη.
    Έτσι που φαίνεται να κλαις από ηδονή
    Όχι λευκή, αλλά σαν μια πράσινη νύμφη φαίνεσαι να βγαίνεις απ’ τον φλοιό.
    Κι όλη η ζωή είναι μέσα μας φρέσκια και
    μυρωδάτη,
    η καρδιά στο στήθος σαν ανέγγιχτο ροδάκινο
    Απ’ τα βλέφαρα στα μέσα μάτια, σαν πηγές
    στο φρέσκο χορτάρι,
    τα δόντια σου σαν άγουρα αμύγδαλα.
    Πάμε μαζί από λόγγο σε λόγγο κι η πράσινη πλεξίδα
    απ’ τ’ άγρια χόρτα δένει τους αστραγάλους
    Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού…
    Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα.
    Βρέχει στα γυμνά μας χέρια, στα ελαφριά
    ενδύματά μας
    Πάνω στις φρέσκες σκέψεις που η ψυχή ανοίγει καθαρή
    Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο που χθές
    μ’ εξαπάτησε, που σήμερα σ’ εξαπατά,


    ω Ερμιόνη!


    Gabriele D'Annunzio
    -La pioggia nel pineto(Βροχή στο πευκόδασος)
     
  5. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε (Παραλογή, 1993)

    Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
    τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
    θροΐζει με πολλά δρεπάνια
    αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
    Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
    αόρατο το χέρι που ξηλώνει
    και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
    Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
    σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
    νιφάδα-χνούδι των βουνών
    χαλάζι-φυλλοβόλο
    κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
    στην κιβωτό της μήτρας.
    Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
    αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

    Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
    στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.



    Μιχάλης Γκανάς
     
  6. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Η αγάπη είναι συντροφιά.

    Μόνος στους δρόμους να περπατώ δεν ξέρω,

    γιατί μόνος να είμαι δεν μπορώ.

    Μια επιθυμία ζωηρή με κάνει να επισπεύδω

    λίγα να δω, αλλά να δω τα πάντα.

    Μαζί μου προχωρά η απουσία της.

    Μ’ αρέσει τόσο πολύ, που δεν ξέρω πόσο τη θέλω.

    Όταν δε τη βλέπω, τη σκέφτομαι και δυνατός νιώθω

    σαν τα ψηλά δέντρα.

    Τρέμω όμως μόλις τη δω, δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένο

    αυτό που νιώθω όταν λείπει από κοντά μου.

    Το είναι μου, δύναμη που μ’ αφήνει.

    Η πραγματικότητα, σαν ηλιοτρόπιο με κοιτάζει

    με το κεφάλι της γυρτό.
    Φερνάντο Πεσσόα μετ. Γιαννης Σουλιωτης
     
  7. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Επισκόπηση

    Όλα τα όνειρα έγιναν εφιάλτες
    όταν κουρδίστηκαν απ’ αυτή τη μηχανή.
    Τώρα τα νύχια μας γαντζώνονται στο κενό.
    Τα κόβουμε σχολαστικά για να μην πληγιάσουν το σύμπαν•
    το σύμπαν που συνεχώς στενεύει.

    Δεν λυπάμαι που δε φεύγω
    κι ας έχουν, από καιρό, ανοίξει τα σύνορα.
    Το δικό μου διαβατήριο έληξε προ πολλού.
    Άλλα είναι πλέον τα ταξίδια που λαχταρώ.
    Λυπάμαι όμως για ’κείνον που δεν ονειρεύεται πια
    κι έπαψε να χουζουρεύει με την ελπίδα.

    Βίαιος και αργός θάνατος στριφογυρίζει τώρα στο κρεβάτι του.
    Κι εύχεται να τελειώσει νωρίς, πριν τον προλάβει το τέλμα.
    «Δε μπορεί να ανανεωθεί, σου λένε, η σύμβαση με την επιβίωση».
    Έληξε κι αυτή μαζί με το διαβατήριό σου.

    Ιωάννης Κατσούλης
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ι.

    Επειδή
    δεν μπόρεσα να πνίξω τον ουρανό
    – τόσο γαλάζιο που στο τέλος ελπίζεις –,
    ένας άγγελος
    μου ψιθυρίζει τρυφερά

    χτίσε με σ’ ετούτες τις πέτρες.

    ----------------------------------------------------------

    IV.

    Είμαι τόσο πρόθυμος για συντέλεια,
    ώσπου να γράψω «λουλούδι»
    έχει ήδη χάσει δυο πέταλα.
    Δεν ξέρω αν το φως
    είναι τέχνασμα σκότους
    ή ανάποδα

    εγώ

    μόνο να βασανίζω τις πεταλούδες
    – καμιά τους δεν ξέρει να μ’ αγαπήσει.

    ( Γιάννης Στίγκας )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ερμητικό μεσημέρι στο υπόγειο

    Φαυλότητα η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος
    κι ο γνόφος της Κύπριδας αρτηριακή πολύωρη συνοφρύωση
    καθώς πικραίνει τις φιλοδοξίες η στερεομετρία των νεύρων
      έκτιση νοερού περίπατου τελικά ξεμακραίνει
    τα νιογέννητα παπούτσια μου: ποινικοί κατάδικοι στα ζωώδη
      θρησκευτικά πατήματα,
    σε μπουμπούκια αινιγμάτων έχοντας αλαργέψει κατά το δείλι
      πάνε θνητές φασκομηλιές τον ανήφορο κι όμως
    η κατακόκκινη σχοινένια κλίμακα σπαρμένη χειλεόφωνα
    δε χτενίστηκε άξαφνα όπως άλλοτε από πάνω μέχρι κάτω
    κ’ η αλυσόδετη στη θύμηση θαλασσίλα θά ’ν’ εσαεί αιχμάλωτη
      μαύρα θερμά κριάρια σε κωματώδη κατάσταση
    με μήκωνες υπνοφόρους στα μέτωπά τους δωρεάν ευτυχήματα
      νευτώνειες μετονομασίες χλοερής κι ανώφελης πεταλούδας
    οι διάττοντες: τα γλυκόλογα της ανάλαφρης Βαρύτητας
    πέτσες από φιλάσθενους αριθμούς ανήθικο γαλάζιο μόλις τώρα
      πνίγηκα όρθιος σ’ ένα ωμέγα-στρουθοκάμηλο
    σταγόνες έρωτα στην ισκιερή παλάμη της τρίτης μου γυναίκας
      φεύγει κανένας απ’ τη σύσσωμη Πεντάδα προς το Ένα;
    Φαρέτρα ο ήλιος /δίχως επίθετο/ κ’ οι αχτίνες του τη Δευτέρα
      στο ειρηνοδικείο μυξοκλαίγοντας.
    Δεν πρόκειται να βάλω σε αθώους γαϊδαράκους τρυφερομάτηδες
      τα σκληρά σας εκείνα ψυχολογικά σαμάρια.
    Μ’ αεράκι σ’ απομόναχο σούρουπο αγάπης – τί άλλο
      να εκθειάσουμε.

    ( Νίκος Καρούζος )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χλωμὸς

    Χλωμὸς ἀπ᾿ τὸ χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι
    μιᾶς εὐτυχίας ἀπίστευτης, θὰ καρτεροῦσα ἐκεῖ,
    σὲ μίαν ἀπόμερη καμπὴ τοῦ ἐρημικοῦ τοῦ δρόμου.
    Θ᾿ ἀργοῦσες, καὶ κάθε στιγμὴ θἆταν γιὰ μὲ πικρὴ
    μιὰ σκέψη, θάλεα, τέτοια μιὰ χαρὰ γιὰ μὲ δὲν ἦταν,
    δὲ θἄρθη, εἶναι τὸ ψέμμα της αὐτὸ τὸ πιὸ σκληρό.

    Κι᾿ ἔξαφνα, ἐκεῖ στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου θὰ ἐφαινόσουν,
    καὶ πρὸς ἐμὲ θἀρχόσουνα, γελούμενη, γοργή.
    Φτωχά μου μάτια, τὴ βαθειὰ χαρά σας συλλογιέμαι.

    Σὰ θαμπωμένα ἀπὸ λαμπρὴ μίαν ὀπτασία, μακάρια
    θὰ τὴν χαϊδεύατε ὥρα κι᾿ ὥρα ἀχόρταγα, παντοῦ.
    Θἆταν ντυμένη ὁλόλευκα, καὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ λεπτό της

    ντύμα, θὰ σάλευε ἀλαφρὰ τὸ σῶμα τὸ γλυκό.
    Ὥρα πολλὴ ἀπ᾿ τὸ θάμπωμα θὰ σώπαινα, ἐνῷ πλῆθος
    τὰ ἐρωτικὰ λόγια θὰ μοῦ γεμίζαν τὴν ψυχή.

    Ὁ δρόμος θἄτανε ἔρημος, ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
    Καὶ μὲς στὸ δείλι τὸ στερνὸ ποὺ θἄλυωνε ἀχνὸ φῶς,
    ἀργὰ θὰ ἐπαίρναμε τὸ βραδυασμένο μονοπάτι...

    ( Κλέων Παράσχος )
     
  11. Dux

    Dux Regular Member

    Ο νικημένος.

    Ειν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ'εν'ακύμαντο πέλαγο νεκρό.

    Βουβά και σκοτεινά τα μαύρα της παλάτια τα ερημωμένα,
    με τα βαριά παραθυρόφυλλα κλειστά για πάντα
    θλίβουν μ'ίσκιους ψυχρούς τα κοιμισμένα τα κανάλια,
    που δε θεν'αυλακώσουν πλέον ποτές,ποτές,
    γόντολες της χαράς,του έρωτα γόντολες,
    μήτε απ'τον ανεξύπνητο τον ύπνο
    θα κράξουν απαλόχορδες κιθάρες
    βαθιούς αντίλαλους σαν άλλοτε
    κάτου απ'τα τόξα των θλιμμένων γεφυριών.

    Ειν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ'εν'ακύμαντο πέλαγο νεκρό.

    Κάτου από μακρινούς νοσταλγικούς ορίζοντες
    έγειρε κάποιο δείλι ξεχασμένο
    σε λήθαργο θανατερού την κλίνη ο Ήλιος
    και σέρνοντας απέλπιδη,σε στήθη βαρυκύμαντα,
    χείμαρρο ολόχρυσων μαλλιών η Δύση
    τα φωτεινά της ρόδα τ'απαλότρεμα
    ξεφύλλισε για πάντα.
    Κι απλώθη ολόγυρα το αιώνιο βράδι,
    το αφέγγαρο,το άναστρο,το στείρο βράδι,
    που δε μηνάει τη νέαν Αυγή.

    Ειν'η ψυχή μου Βενετιά που αποκοιμήθη
    σ'ύπνου ανονείρευτου τα κρύα τα βύθη.

    Ένας ίσκιος που μου μοιάζει πλανιέται
    στ'άφωνα πλάτη των διαδρόμων
    του δουκικού του παλατιού,
    τον κυβερνήτη Δόγη καρτερώντας,
    το Λογισμό,που δε θα ξαναρθεί,
    γιατ'έριξε την αρρεβώνα στο νεκρό το πέλαγο,
    και τη βαρειά κορώνα του στ'ακίνητα νερά,
    κι εχάθη στο μυστήριο των βαθύτατων κρυπτών
    που τα κλειδιά τους πήρε η Λήθη.

    Πέρα,σε ξένους μακρινούς ορίζοντες,
    δειλές κι αδύναμες σταμάτησαν οι ώρες,
    διπλώνοντας τ'ακούραστα φτερά,
    γιατ'είδαν μες στα σκότη τη γιγάντια
    σκιά της Αιωνιότητος μπροστά τους πυργωμένη
    με το αυστηρό το δάχτυλο της προσταγής στο στόμα
    κι είναι μια θλίψη ολόγυρα απλωμένη,
    νοσταλγική,σαν το στεφάνι που αλησμονημένο
    τρόπαιο μιας θρυλικής πρωτομαγιάς
    μαράθηκε από χρόνια στο μπαλκόνι
    του έρμου κλειστού σπιτιού,που το αρνηθήκαν
    ως και τα χελιδόνια,κι όλο ρεύει
    το Μάη προσμένοντας που δε θα ξαναρθεί.

    Ειν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ'άβυθο πέλαγο,μαρμαρωμένο,νεκρικό.

    Κάποιες ώρες στο σκοτάδι προβαίνει
    κι αρμενίζει ανοιχτά λευκό καράβι,
    νύχτιο φάντασμα αχνόφωτο και διάφανο-
    ποιος αγέρας φουσκώνει τα πανιά του
    στο αρυτίδωτο πέλαο του θανάτου;-
    και στην πλώρη του εμπρός,σ'άσκεπο φέρετρο,
    με τα χείλη σφιγμένα σ'αδύναμο πείσμα,
    με τα μάτια κλειστά και με χέρια που σφίγγουν
    στα στήθη τα ψυχρά το μάταιο πλέον σπαθί του,
    βαριοκοιμάται ο νικημένος κυνηγός του Ονείρου,
    κι ειμ'εγώ,κι ειμ'εγώ.

    Στου παλατιού του δουκικού τον πιο αψηλό τον πύργο
    τότες προβάλλει ο ίσκιος που μου μοιάζει,
    που μοιάζει του νεκρού ταξιδευτή,
    κι απέλπιδος τα κουρασμένα χέρια απλώνει
    σ'άφωνη και βαρειά λαχτάρα.
    Μα του κάκου προσμένει.Αργοδιαβαίνει
    το μυστικό το πλοίο,που δεν φλοισβίζει
    στην πλώρη του ο αφρός,μηδέ αυλακώνει
    το πέλαγο ξοπίσω του η ανάμνηση
    και σβιέται στα σκοτάδια και στα μάκρη.

    Είναι η ψυχή μου Βενετιά χαμένη.

    Της δύναμης τα μπρούτζινα λιοντάρια
    δεν ειν'γραφτό ν'ανατινάξουνε την πλούσια χήτη
    με μούγκρισμα χαράς.Σιωπούν για πάντα
    κάτου απ'τους θόλους τους ψηλούς τ'αρμόνια
    της πίστεως,κι η αδάμαστη των πύργων περηφάνεια
    στο αιώνιο βράδι τώρα έχει σβηστεί.

    Ένας ίσκιος που μου μοιάζει πλανιέται,
    κατάδικος της Μοίρας,κάτου απ'τις καμάρες
    του πικρού Γεφυριού των Στεναγμών,
    φουρτούνα ή χαλασμό μάταια προσμένοντας
    τα βουβά τα νερά να συνταράξει
    ή να γκρεμίσει στο βυθό την πολιτεία την έρμη.

    Ειν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    που μήτε και το θάνατο προσμένει.

    Ν.Κ.
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ars poetica

    Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
    σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
    όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
    αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται,
    μα πάθος για την μέσα έκφραση μιάς ασυναρτησίας,
    μιάς αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα,
    αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

    Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
    ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
    να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
    αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
    κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
    μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια,
    τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα,
    με αίσθημα ποτισμένες.

    ----------------------------------------------------------------------

    Στα μάτια του ζώου

    Στα μάτια του ζώου βλέπω καλύτερα την έκταση
    όπου σε αντάμωσα γυρνώντας μόνος και άρρωστος
    πίσω, στ’ αχνάρια της χαμένης σου ηλικίας.

    Και η πόλη δε σε λογαριάζει πια καθώς αρδεύεις
    τις βιομηχανικές ζώνες της δυτικής ακτής
    ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο,
    γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει μέσα μου,
    πίσω, στα τραμ της χαμένης αφετηρίας.

    ( Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου )