Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ
    Τριάντης Χριστόφορος


    Να , πάλι μπροστά τις οθόνες
    απομένουν νικημένοι,
    δίχως έρωτα και πίστη (καμία).

    Τα εφήμερα εξυψώνουν
    νυχθμερόν
    και την ηδονή
    ψευτοκλεφτά αποζητούν,
    στοιβαγμένοι σε κλουβιά και
    κυτία παραπόνων.

    Κι όταν έξω βγαίνουν,
    δήθεν ελεύθεροι,
    στα πεζοδρόμια στέκονται
    με τάξη και πειθαρχημένοι .

    Τσίρκα και αστυνομίες
    προτιμούν ,
    για ευκολία κι ασφάλεια.

    Ω , οι ευαισθησίες ( και οι ανοησίες)
    ρημάζουν τα θέλγητρά τους
    κι ο χρόνος τον θάνατο εμφανίζει,
    ολούθε γύρω τους ,
    (αληθινά τις περισσότερες φορές).

    Παντοιοτρόπως
    παρακαλούν να βρεθούν
    μακριά απ’ τη θλίψη και το πένθος.

    Να όμως, που δεν ξορκίζονται
    (επ’ ουδενί ) τέτοια θέσφατα
    από πληκτρολόγια και τελετές.

    Άσχημα δοξαστικά καταντούν,
    ανάμεσα στο τίποτα
    και τις χθόνιες δυνάμεις
     
  2. oscillation

    oscillation Regular Member

    Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
    μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
    Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
    γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
    Μη με γυρέψεις αλλού
    μονάχα εδώ να με γυρέψεις
    μόνο σε μένα

    Τ.Π.
     
  3. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Η πόρνη
    Κώστας Βάρναλης

    Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
    και στων ανθρώπων τις καρδιές,
    το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
    σαν τον αγέρα του χινόπωρου
    μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
    πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
    όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!

    Δεν είναι γέλιο της χαράς
    ή της καρδιάς, πό'χει το χρέος της κάνει·
    είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
    που δεν μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
    είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
    που δεν μπορεί να εκδικηθεί!

    Δεν είν’ τ’ Ωραίο, που τυραγνά
    τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
    στον ξύπνο και τα ονείρατά της!

    Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
    βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
    κ’ ένα φτερό ασκημένο και καλό
    σε μια στιγμή βλοημένη,
    τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
    για να οδηγάει και να φωτάει
    ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.



    (Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
    που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
    δοξαριού βρόντημα ζεστό,
    κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
    μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.

    Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
    από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.

    Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
    και τάφε μακρυνέ κι’ άκλαυτε τάφε
    σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.

    Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
    μες την αυγή του Νου και της Ζωής
    γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
    πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
    η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
    την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
    τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
    της Πόρνης της αληθινής!)


    Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
    οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
    ολόφωτος ή σκοτεινός·
    η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
    ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
    γλυκιά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
    ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
    τ’ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
    ή σε κοιλιά θλιμμένη,
    με την ελιά στην κλείδωσή της·
    και τούτο, ω, τούτο τ’ αποκοίλι
    ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
    και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
    ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
    ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,

    Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
    είναι της ανθρωπότης η τυράννια
    της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!


    (Αρχίζει να χορεύει)


    Απάνω απ’ όλα η Μοίρα μου είναι!


    Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
    και γέρνω πίσω το κεφάλι,
    κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
    μάτια μολύβι απ’ τις αγρύπνιες,

    και γυαλωμένα απ’ τις αρρώστιες,
    ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
    και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
    χτυπάω μ’ ανάστροφα δαχτύλια
    και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:

    "Δεν είμ’ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
    ούτε μια θηλυκιά κατάρα!

    Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
    η Σφίγγα κ’ η Μαγδαληνή,
    γεμάτη όλα τα ονόματα κι όλες τις μοίρες
    όλες τις ψυχές και τις καρδιές
    όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
    είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
    η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!"


    Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
    η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
    της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
    και της Ψευτιάς!

    Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
    πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
    της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
    για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
    και πιο σκληροί,
    πιο αχρείοι,
    τις αδερφές, τις μάννες των "ηρώων"
    μαζί με το αίμα των "ηρώων"!

    Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
    οπού με την ειρήνη θανατώνω
    την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
    σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
    και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
    να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
    και να πεθαίνουνε για λέξεις!

    Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
    το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
    σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
    μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.


    Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
    τη Θέληση των ουρανών
    στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
    γιατί δεν έχουν γνώση.

    Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
    τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
    που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
    κ’ έχουν τα μάτια του πετρίτη
    που από το πιο μεγάλο ψήλος
    βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.

    Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
    τα θύματα, τα θύματά της,
    και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
    μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
    πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!


    Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
    του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
    χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.

    Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
    των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
    του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
    της Ηδονής!

    Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
    η Κεντρική όψη της Ζωής,
    των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
    που `χασα την αφή της Ζωής
    που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
    με τους καιρούς.

    Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
    αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
    και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
    παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
    χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
    οπίσω, οπίσω, οπίσω,
    σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
    για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!

    Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
    η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
    η πουλημένη, η ατιμασμένη,
    του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ’ Αννούντσιο.

    Είμαι "η Φλογέρα" εγώ "του Βασιλιά"
    και "το Πάσχα των Ελλήνων!"
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Φυσάει μονάχα μες στις λέξεις

    Τα πράγματά μου κι έφυγα.
    Οι μαγικοί αριθμοί
    θα λήξουν όπου να ’ναι.
    Κλείνει η πόρτα μόνη της
    κι αυτό το ζώο η αλεπού
    θα μείνει πίσω άναυδο,
    μέσα στις καφετιές του βελονιές.
    Θα πω της κόρης μου
    πως συνεχίζω τις σπουδές,
    πως πάω να βρω
    το χιόνι που άφησα στη μέση
    και θ’ απαιτήσω συνεχή ζωή
    χωρίς καμιά εικόνα σιγουριάς,
    δίχως καν τα τσιγάρα μου
    στην τσέπη.

    ( Νίκος Χουλιαράς )
     
  5. maria72

    maria72 The white version

    Ασήμαντα περιστατικά - Αργύρης Χιόνης (απόσπασμα)

    Είναι δυο άνθρωποι. Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
    Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: "Θα σε σκοτώσω".
    "Μα γιατί;", ρωτά ο άοπλος "τι σου 'χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις".
    "Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα", λέει αυτός με το μαχαίρι.
    "Ή και να με μισούσες", λέει ο άοπλος. "Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε!"
    "Κι αν σ' αγαπήσω", επιμένει ο οπλισμένος, "αν σ' αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;"
    "Ω, μη φοβάσαι", λέει ο άοπλος, "σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση".
     
  6. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Έφτιαχνε κάτι μικρά καράβια από χαρτί.
    Τα τσάκιζε με τέχνη στις γωνίες,
    αλλού στρογγύλευε να δείχνει σαν καρίνα.
    Στο τέλος έγραφε με μαύρα γράμματα
    στο πλάι τους ένα όνομα.
    Το ίδιο πάντα.
    ''Γυρισμός''.
    Λίγο μετά, σαν τ’ άφηνε να τρέξουν στο νερό,
    λυπόταν που δεν πήγαιναν μακριά,
    μα κάπως γέρνοντας αφήνονταν να λιώσουν
    απ’ τη διαβρωτική συνήθεια
    που συναντά κάθε πλεούμενο
    σαν θέλει να νικήσει απόσταση και χρόνο,
    διαγράφοντας κάθε πανάρχαιο νόμο
    χωρίς εφόδια και ψυχή,
    δίχως θεό ή δαίμονα κανένα.
    Ύστερα πάλι απ’ την αρχή
    κάποιο καινούργιο χάρτινο σκαρί έριχνε στο νερό
    βαφτίζοντας το νέο του εγχείρημα
    πρωτόγνωρη εμπειρία.
    Κι ας ήξερε πως γυρισμοί
    ποτέ πια δεν προβλέπονται
    μήτε σε θάλασσα
    μήτε σε γη.

    Από χαρτί φτιαγμένα
    τα ανθρώπινα όλα.

    ~Διώνη Δημητριάδου~
     
  7. étude

    étude Guest

    Σε κάθε πόλη υπάρχει μια αγάπη που έφυγε,
    ένας έρωτας που εξατμίστηκε, ένας φίλος
    που χάθηκε και δεν απαντούνε τα τηλέφωνά του,
    ένας δρόμος με σβησμένο το όνομά του.

    Υπάρχει ένα παγκάκι μ' ένα φιλί
    πεταμένο πλάι του πάνω στο χώμα,
    ένας δρόμος που κόβεται στα δυο
    και δεν σμίγει πια με τίποτε,
    ένα δωμάτιο όπου ένα λουλούδι
    στέκει ξερό μέσα στη γλάστρα.

    Σε κάθε πόλη υπάρχει μια ξεχασμένη μουσική
    που αιωρείται σαν φύλλο στον αγέρα,
    γεύσεις και μυρωδιές κι αρώματα,
    αίμα, δάκρυα και τύψεις.

    Υπάρχουν δυο στίχοι που πετιούνται ξαφνικά
    απ' τη γωνιά της μνήμης
    και παίρνουν τη φωνή και το νόημα άλλων ημερών,
    ένα κομμάτι του εαυτού σου
    που σου φωνάζει από μακριά,
    που σε καλεί να επιστρέψεις.

    Μα το ξέρεις,
    δεν έχεις τρόπο να επιστρέψεις,
    δεν έχεις πού να επιστρέψεις.

    Γιώργος Μολέσκης

     
     
  8. poepoe1800

    poepoe1800 Regular Member

    11-6-2017

    Ομορφια μου
    Πως θα θελα να σε χω μαζι μου σημερα
    Να σε κρατησω αγκαλια
    Ν αγγιξω τα δαχτυλα σου
    Ν ακουσω την ανασα σου
    Να δω τη μυρωδια σου πανω μου

    Πως θα θελα να σε χω μαζι μου
    Να σε κρατησω στη σιωπη
    Τη σκεψη σου να κλεψω  
     
  9. Lykan

    Lykan Broken Soul of Lust

    ΣΑΡΑΒΑΛΟ ΦΙΛΙ

    Γιατί κοιτάς τις ρόδες που γυρίζουν, όλα είναι όμορφα γιʹαυτούς που γονατίζουν.
    Τι φοβάσαι; μήπως χάσεις το γονιό σου, ή προδώσεις στα κρυφά τον μονάκριβο αδερφό σου;
    Τι κι αν τα δάκρυά σου φεύγουν, και παρέα μʹαναμνήσεις πίσω απʹτον Ήλιο ταξιδεύουν;
    Εσύ πεθαίνεις κάθε μέρα παραπάνω, μα τώρα που σε βλέπω τι γυρεύεις εκεί πάνω;

    Με άμαξα τον μαύρο ωκεανό, χαιδεύω τα άστρα πριν χαθώ.
    Μικρά φώτα φεύγουν μακριά μου, οι πλανήτες κι η ανημποριά μου.
    Μόνος πια, δεν αιμορραγώ, έχω για μένα τʹαπέραντο κενό.
    Δεν ξέρω ο δρόμος πού με πάει, μα δεν είδα κανένα παλικάρι.

    Γιʹαυτό κι εγώ φροντίζω, την κάθε μου στιγμή, εσένα να αγγίζω, να ζητάω το φιλί.

    Κανένας που να έγειρε επάνω στο σταυρό, κανένας που να πάλεψε με τʹάγριο θεριό.
    Μη φεύγεις τώρα, πουʹσαι στην πίσω θέση, κρατήσου στο σαράβαλο έστω κι αν δε σʹαρέσει.
    Κανένας που να νοιάστηκε για έναν επιβάτη, που έπεσε και χάθηκε στον ίδιο του τον χάρτη.
    Χαμένες προσευχές σʹανύπαρκτους θεούς, τελικά δεν αξίζαν τα παρακάλια μου γι αυτούς.

    Τώρα στους μακρινούς ουρανούς, τώρα θα γελώ σαν τους πιο κακούς θεούς.
    Για τα ψέματα, τη φτώχεια και την πείνα, για πολέμους μεγάλους και φανταχτερούς.
    Μα θα νιώσεις το τρέμουλο στο χέρι, εκείνο που θυμίζει του θανάτου το καρτέρι.
    Κι ο κόσμος σε μια στιγμή θα σβήσει, θα φύγει μακρυά, για άλλο ερημονήσι.

    Γιʹαυτό κι εγώ φροντίζω, την κάθε μου στιγμή, εσένα να αγγίζω, να ζητάω το φιλί.

    Ήρθʹ η ώρα να παρκάρω το σαράβαλο εδώ, κοντά σ ʹέναν πλανήτη γαλάζιο και μικρό.
    Μαζεύω βιαστικα γράμματα και λέξεις, έχω να πάω κι αλλού, να κάνω κι άλλες επισκέψεις.
    Σʹαφήνω στου ονείρου τη μέθη τη βαριά, να χαρείς το πεπρωμένο που σου πούλησα ακριβά.
    Μη βαριανασαίνεις και δακρύζεις ταπεινά, απόψε ίσως ναʹναι η τελευταία σου φορά.

     
     
  10. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Το μεθύσι των νεκρών

    Κλειστό είναι το ανοικτό βιβλίο που κρατάς.
    Αλλιώς θα ανοίξει.
    Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.

    Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
    και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
    αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.

    Και τότε είναι που θα διαβάσεις το κενό
    – γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;

    Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
    Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
    Όλα τ’ άλλα είναι γνωστά. Σαν «ανοιχτό» βιβλίο.

    Βύρων Λεοντάρης
     
  11. maria72

    maria72 The white version

    Είμαι ένα ρολόι κουρδισμένο ισόβια κι έχω ένα ρολόι να μετρώ το χρόνο να ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου!.. Τι το ’θελα αυτό το κατακόρυφο ταξίδι; Δεν θα ’τανε πιο καλά να μείνω εκεί στη σιγουριά του λαβυρίνθου; Τι το ’θελα τα μάτια να σηκώνω προς τον ήλιο, με κέρινο μυαλό να κάνω όνειρα φωτιάς!.. Για την ώρα είμαι ακόμα ασαφής, μια ανώριμη αχνή ιδέα πιθανού ποιήματος, μ’ αφήνεις μέσα στη σκέψη σου να ωριμάσω πριν μ’ εκφράσεις…
    Αργύρης Χιόνης
     
  12. maria72

    maria72 The white version

    Ο κυνηγάρης σκύλος όταν
    Δεν έχει τίποτα να κυνηγήσει
    Κυνηγάει την ουρά του

    Όταν την πιάσει γίνεται ένα
    Μηδενικό που όλο μικραίνει
    Γιατί την τρώει την ουρά του
    Κι ύστερα αρχίζει το κορμί να τρώει
    Ώσπου να φτάσει στο λαιμό στην κεφαλή και στο μουσούδι
    Ο κυνηγάρης σκύλος όταν
    Δεν έχει τίποτα να κυνηγήσει
    Τελειώνει μέσα στις μασέλες του.

    Α.Χιόνης