Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης

    Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης
    του πρόσφεραν κοκάλινα χαμόγελα ως αναψυκτικά
    υποσχέσεις που περιείχαν πιθανότητες
    κι ελπίδες φρέσκου αέρα
    και τον θάνατο –πολύ διακριτικά–
    σε ημερήσιες δόσεις:
    «Η αίτησίς σας απερρίφθη (μέρα πρώτη - πρώτο κουταλάκι)
    αλλά μπορείτε τώρα (δεύτερο)
    αν θέλετε να κάνετε ένσταση…»

    Ένσταση κι έφεση λοιπόν
    και πάλι νέα αναμονή
    στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης.
    «Και μην αδημονείτε, προ παντός.
    Οι υπάλληλοι ενοχλούνται.
    Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις.
    Όχι ερωτήσεις περιττές.
    Σαλόνι το περάσατε;»

    Αυτά και τα παρόμοια
    στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης,
    κι έχασε τη μάχη με το χρόνο κι έγειρε.
    Έχασε τη φωνή του στη Σιωπή
    (αφού υποβάλλονται γραπτώς μονάχα τα υπομνήματα)
    και πέθανε γουλιά γουλιά
    πίνοντας το θάνατο με το κουτάλι του γλυκού
    ακριβώς σαν καταπότι ιατρικό κατόπιν συνταγής
    σε ημερήσιες δόσεις.

    Σταύρος Βαβούρης
     
  2. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ (3)

    Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
    Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
    Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
    Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
    Ερωτοφωτόσχιστος
    Περνάς θέλεις – δε θέλεις
    Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
    Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

    Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
    Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
    Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
    Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
    Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
    Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
    Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

    Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ»
     
  3. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
    ……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
    στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
    ……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
    κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
    ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.

    Τάσος Λειβαδίτης, Επιστροφή απ’ το φαρμακείο
     
  4. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Η άγνοια από τη γνώση απέχει
    μια αγάπη.

    Η σκέψη από την παρουσία απέχει
    ένα όνειρο.

    Η αυταπάτη από την ελπίδα απέχει
    μία λογική.

    Η καταστροφή από τη ζωή απέχει
    ένα λάθος.

    Το ψέμα από το «σ' αγαπώ» απέχει
    ένα «εσύ»

    Εγώ κι εσύ...απέχουμε...
    έναν έρωτα.
    Νικολέτα Βλάχου
     
  5. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Και όταν με σταμάτησε ο μπάτσος
    Ήρθε αργά στο παράθυρό μου
    Σαν να ήξερε τι θα ακούσει
    Και καθυστερούσε
    Γιατί βαριόταν να ακούσει τα ίδια
    Από άλλη μια γκόμενα.
    Όταν κατέβασα το τζάμι
    Με είδε γυμνή
    Φορούσα μόνο τις ενοχές μου
    Σάστισε και ρώτησε που πάω τέτοια ώρα
    Του είπα πως πάω να βρω εμένα.
    Έβαλε το χέρι στο κεφάλι
    Και σκέφτηκε μα δεν ντρέπεσαι έτσι γυμνή;
    Του απάντησα με την σκέψη μου
    Μα δεν ντρέπεσαι με αυτή την στολή;
    Ξερόβηξε, είστε ελεύθερη κυρία μου
    Αποκρίθηκα, πάντα ήμουν.
    Τονια Πιερρακου
     
  6. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
    τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
    θέλω τα ανατριχιάσματά σου
    θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
    Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
    οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
    αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
    γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου
    (Τζόυς Μανσούρ)  
     
  7. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Κάθε πρωί ερωτεύομαι μιαν άλλη μέρα.

    Την βρίσκω ξαπλωμένη, παιχνιδιάρα δίπλα μου να παίζει.
    Με τις χρυσές της μπούκλες μου γαργαλάει τα βλέφαρα, ν' ανοίξω τα μάτια μου να δω πόσο ωραία είναι!

    Σηκώνομαι την παίρνω, τη νίβω, τη χτενίζω, περνώ το μπράτσο μου στη μέση της, βγαίνω περίπατο στους δρόμους.
    Όλοι εκστατικοί θαυμάζουν τη δική μου μέρα.

    Το βράδυ, καθώς ο ήλιος πέφτει , κρύβομαι στη σκιά και τη σκοτώνω, μετά την καίω.
    Προσεχτικά μαζεύω τις στάχτες της.
    Μ' ευλάβεια τις βάζω στο ποτήρι και την πίνω.
    Έτσι γινόμαστε ένα εγώ κι αυτή.

    Κάποτε, όταν πολύ ερωτευθώ την καινούρια μου μέρα.
    Όταν δεν θα μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν.
    Χωρίς τα χρώματα του προσώπου της.
    Θα την πάρω να πάμε μακριά.
    Πέρα από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες.
    Πιο πέρα από τα συννεφιασμένα βουνά.

    Μακριά...Πολύ μακριά.
    Μακριά.
    Εκεί που ο ήχος γίνεται σιωπή.

    Όταν ερωτευθώ ένα πρωί.
    Γ.Γαβαλάς
     
  8. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Η πιο αυθεντική γλώσσα είναι σιωπηλή

    Με τα μάτια μιλάμε
    όταν πίσω απ' τις φράσεις χανόμαστε.
    Με τα μάτια ιστορούμε
    αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.

    Κι αν υπάρχει ο πόνος,
    αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα.
    Κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του.
    Πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε.
    Όλα εκείνα τα ορατά και τ' αόρατα
    που δεν μπορούν να μας μεταδώσουν με λόγια.

    (Να γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα.
    Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της αγάπης.
    Ανοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου.
    Φωτίζουν τα στενά κι απόκρυμνα φαράγγια απ' όπου περνάει ο έρωτας,
    βγαίνει από τις σκήτες του το πάθος
    κι ευλογούνται τα σώματα.)

    Με τα μάτια αρχίζουμε την αγάπη,
    με τα μάτια τελειώνουμε.
    Με τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας.
    Με τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης,
    μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια
    όπου το εφήμερο άνθος που το λεν δάκρυ της ευτυχίας,
    αφήνει το εφήμερο άρωμά του.
    Με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.

    Και με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις όταν έρθει η ώρα.

    Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή αποκαλύπτει το αίνιγμά της.

    Κ.Β.
     
  9. étude

    étude Guest

    ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΙΟΥ

    Ποιὰ μοίρα νὰ μοῦ ἑτοίμασε τὸ πέρασμα,
    ποιὸ πνεῦμα μ᾿ ἔχει πάρει,
    τὴ νύχτα ἀπόψε τὴ φθινοπωριάτικη
    μ᾿ ἕνα μεγάλο θλιβερὸ φεγγάρι.

    Στὸν κῆπο τοῦ Ζαππείου, φωλιὰ τοῦ ἔρωτα;
    Ἐγὼ μία σκιὰ ποὺ σέρνεται στὸ χῶμα,
    ἕνα φύλλο ποὺ πιὰ τὴ ρίζα του ἔχασε
    καὶ ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ἀκόμα.

    Ἔρημα τὰ δρομάκια, ἔρημοι οἱ πάγκοι του.
    Τὸ σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
    ἀμφίβολα. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς ἐφύγανε
    οἱ ἐρωτευμένοι.

    Ἐδῶ ἕνας νέος σκυθρωπὸς ἑτοίμαζε
    κάποια χαρὰ στὴν παθιασμένη ζωή του.
    Φιλοῦσε ἑνὸς μικροῦ χεριοῦ τὰ δάχτυλα
    μεθοῦσεν ἡ συλλοή του.

    Ἐκεῖ, κάποιος ποτὲ ποὺ δὲν ἐπίστεψε
    ζητᾶ ἀπ᾿ τὰ ὡραῖα χείλη
    τὸ μάταιον ὅρκο. Πόσο πιὸ καλλίτερα
    νἄτανε σιωπηλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφίλει.

    Ἐδῶ, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο μάρμαρο
    εἶχε καθήσει ἡ κόρη
    κ᾿ ἕνας ἄντρας ξανθὸς σὰν ἥλιος, τὸ εἴδωλο
    τῆς ἀγάπης ἐθώρει.

    Κάποιος, μέσ᾿ στὶς σκιὲς ποὺ ὅλο βαθαίνουνε,
    ἕνας θεὸς ποὺ ἐξιλασμὸ ζητοῦσε,
    μιᾶς παρθένας τὸ σῶμα ξέσκεπο ἅπλωσε
    καὶ τῆς νύχτας τὰ πνεύματα καλοῦσε.

    Στὸν πάγγο ποὺ τὸ βάρος τὸν γονάτισε
    τὸν ἔδειρε μία τρικυμία,
    κλαίγανε, κλαίγαν δυὸ ψυχὲς ποὺ ἀρρώστησαν
    καὶ δὲν τοὺς δίνει ἡ ἀγάπη τους χαρὰ καμμία.

    Τόσα φιλιὰ καὶ κρυφοαναστανέγματα
    σὲ μία στιγμὴ πὼς σβήσαν!
    Τὸ ἀγέρι τοῦ φθινόπωρου δυνάμωσε
    κ᾿ οἱ ἐρωτευμένοι φύγαν καὶ μ᾿ ἀφῆσαν.

    Νά, μόλις φύγαν. Μένει ἀκόμα τὸ ἄρωμα
    τριγύρω ἐδῶ χυμένο.
    - Καὶ γὼ μία σκιὰ ποὺ δὲ θὰ μὲ ὑποψιάζονταν
    κανείς, τί θέλω ἐδῶ, τί μένω;

    Μαρία Πολυδούρη

     
     
  10. lotus

    lotus Silence

    Είμαι ένα φύλλο του φθινόπωρου που πέφτει,
    είμαι ένα στρώμα από φύλλα πεταμένα
    κι αυτό το κίτρινο το χώμα που με βάφει,
    κάποια στιγμή θα γίνει ένα και με μένα
    Θα πλανηθώ μεσ' στις πτυχές του δέρματος σου,
    θ' ακολουθώ κάθε τυχαία χαραγή σου
    κι όπου με βγάλει θα φωλιάσω το χειμώνα,
    χωρίς κανόνα!

    Είμαι μια δύναμη κρυμμένη και το ξέρω
    όμως δεν ξέρω τι ζημιά μπορώ να κάνω,
    Ζω σ' ένα πόλεμο που τρώει τα σωθικά μου,
    που όμως κάποτε θα φάει και εμένα.
    Στην μυρωδιά σου να μεθάω και να χάνομαι,
    μόνο το χρώμα της πνοής σου να αισθάνομαι.
    Έτσι ζεστά θα τον περάσω τον χειμώνα,
    χωρίς κανόνα!

    Είμαι ποτάμι που παρέσυρε τα δέντρα,
    κάθε σταγόνα μου τα φύλλα τους δροσίζει,
    μα δεν αρκεί αυτό ζωή για να τους δώσει
    κι έτσι όλο κλέβουνε ζωή μόνο από μένα.
    Πού θα με παν αυτοί οι δρόμοι σου δεν ξέρω
    κι αυτό το άγνωστο με κάνει και σε θέλω.
    Σ' αυτό το αίνιγμα κουρνιάζω τον χειμώνα
    χωρίς κανόνα!

    Είμαι ένα πλάτωμα, μια βάση για πυραύλους,
    είμαι ένας πύραυλος που έκαψε τη βάση
    κι αυτή η θλίψη μου δε θα σβηστεί στ' αστέρια,
    γι' αυτό θλιμμένο βλέπετε πάντα εμένα.
    Κι έτσι όπως βλέπω να σε σέρνω και να σέρνομαι
    κι όταν σε παίρνω να πετάμε και να φεύγουμε,
    θα τον μπερδέψουμε για πάντα τον χειμώνα,
    χωρίς κανόνα!

    Στέφανος Κανελλής
     
  11. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

    (Πάνω σε μια ιδέα του John Gallaher)
    Με ευγνωμοσύνη στον Κ.Π.Καβάφη

    Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
    (Αυτό το πράγμα που έμεινα -πέτρα στο ποτάμι
    του ανέκφραστου χρόνου- ένα εγώ γριά
    με μάτια ξέθωρα σαν άσπρες κουβαρίστρες…)

    «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
    (Πώς ο Χριστός εισάγεται σαν λείψει η ευφορία
    και αναφέρετ’ η ψυχή μόνο σαν πέσει το κάστρο
    εκείνο π’ υψωνότανε με κάθε ερεθισμό.)

    «Εν τω μη[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
    (Πώς να’ ταν άραγε ο ουρανός; Ο αέρας πώς φυσούσε;
    Τι έπαρση που είχε ο νέος μπρος στη φύση!

    Πώς τα κορόιδευε όλ’ αυτά…
    Κλαριά αμυγδαλιάς κι ήλιους στη δύση.

    Πώς να κοιμήθη; Με τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια;
    Με τα φρύδια σμιχτά; Το στήθος τεντωμένο;
    Βαθουλωμένο; Ανάσκελα με την κοιλιά πρώτη
    να γευτεί την παγωνιά στις ρίζες;

    Ή μπρούμυτα όπως όταν πείσμωνε
    κι έκανε τα δικά του 
    Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»
    ( Έτσι να μείνω, φώναξε κάποτε μέσ’ απ τα σεντόνια.

    Είκοσι έξι μ’ ομορφιά. Δε θέλω να χαλάσει
    η όψη μου αυτή. Η όποια διαφορά από χτες
    με σφάζει στον καθρέφτη.)
    το Κάπα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
    (Κι άλλοτε πάλι: Με θέλγει ο θάνατος, έλεγε.

    Ένας δικός μου θάνατος, προσεχτικά επιλεγμένος
    απ’ το χέρι μου ωραία καμωμένος·
    γιατί αλλιώς άφθαρτος είμαι:
    ένα σώμα που περνάει πάντα μεσ’ απ’ τον κίνδυνο
    οπλισμένο με θεία δώρα.)

    Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτό[ν]…Αλεξανδρέα».
    ( Έχουν καταγωγή τα πλάσματα αυτά;
    Που πότε με οικειότητα στην Κόλαση σε οδηγούν
    και πότε μπρος στα έκθαμβα μάτια σου
    ανοίγουνε τις μπλε βαλίτσες τ’ ουρανού;

    Κι η πόλη να τον έφτιαξε;
    Ή περπάτησε λιγάκι μόνο στα στενά
    ψάχνοντας το θεϊκό του ταίρι
    κι αντί για γλύκες μυστικές
    σε σκοτεινές γωνιές φριχτά ταπεινωνόταν 

    Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
    (Α! πώς θα λύσσαγε αν μ’ έβλεπε
    ερείπιο μα να ζω
    κι εκείνος σαν να μην πέρασε
    ποτέ από δω
    κάτι αχνό δυσανάγνωστο
    αφήνοντας ξοπίσω.)
    μα κάτι λέξεις βγάζω - σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»
    (Δάκρυα που δεν ήτανε Θεός -
    οδύνη που η ωραία σάρκα σκότος
    κι η κάθε κίνησή του μαχαιριά·
    μέσα σε τούτη τη ζωή
    θα τα’ χανε τα πλούτη.)
    κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
    ( Τι να πενθήσεις τον νεκρό
    αφού όταν ήταν ζωντανός
    δάκρυα και πάλι δάκρυα
    μια πικρ’ ατέλειωτη αυτού που γεύεται
    κι όσο κι αν γεύεται
    απαγορευμένος μένει ο καρπός
    γιατί όλο οργή το μέσα του ανθρώπου
    εξίσωση ζητάει·
    στην ομορφιά, στα γηρατειά
    εξίσωση στην επεξεργασία του αγνώστου.

    Πένθος κάθε φορά π’ αγγίζεις
    ό,τι ποτέ σου δεν κατάλαβες πώς έγινε.)
    Μου φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
    (Με την αγάπη μίλαγε
    την έτρωγε, ανέπνεε
    αυτή που του δινόταν.

    Αυτός ποτέ.
    Έτσι και λίγο να χαλάρωνες την προσοχή
    αυτό το όμορφο παιδί κυκλώνονταν με χάος.
    Με την αγάπη έσχιζε τον γαλανό αέρα
    χαμογελούσε· μ’ εκείνα τ’ ακροδάχτυλα
    άναβε ένα σπίρτο·
    αυτή ήταν κι η μόνη ανταμοιβή
    γι’ αυτούς που τρελαινόνταν.

    Ω, ναι, αγαπήθη…
    Κι όταν έπαψε τόσο πια ν’ αγαπιέται
    επέθανε.)

    Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.


    .............................................................

    K.Π. Kαβάφης

    Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
    «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
    «Εν τω μη[νί] Aθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
    Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
    το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
    Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
    Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
    μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
    κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
    Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
    Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
     
  12. Antonius Block

    Antonius Block We are all just prisoners here of our own device

    ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΤΟΠΟΣ

    Χαμένα δάκρυα, καμένη τύχη
    άδεια τρένα που φύγαν την αυγή
    Θλιμμένα μάτια, σώματα στραβά,
    άθλια ξωτικά, φώτα μαγικά
    Φίλα με, κράτα με, σφίξε με γερά
    λιώνουνε στο φως του ήλιου τα φτερά
    Ανύποπτος χρόνος, θεία συντριβή
    η σκέψη φωλιάζει σε μία φυλακή
    Λιμάνια άδεια, χάρτινοι έρωτες
    ψελλίζουν πάθη που χάθηκαν στο χθες
    Φωτιά και πάγος, αγάπης σάλος
    μικρός φουκαράς, ασήμαντος μάγος
    Βροχή και ήλιος, τρομώδες σκηνικό
    η κάθε μέρα ένα άγριο φονικό
    Τα χέρια ματώνουν στην πρώτη επαφή
    ακόλαστο βλέμμα, παράξενη αφή
    Βελούδινες πήχες ζητάν τον ουρανό
    ατσάλινες σφαίρες, ανάμεσα περνώ
    Δεν πήζει το αίμα, ο νους κατρακυλά
    τα μάτια του Ιούδα το στόμα φιλά
    Τεράστιες αράχνες το σάλιο γεννά
    μια άσπρη πουτάνα το σπέρμα ξερνά
    Αλλόκοτες νύχτες, αυτιά σουβλερά
    σκιές που χλευάζουν το φως μυστικά
    Παράνομοι ιππότες ανάβουν φωτιές
    μαύροι αρουραίοι τραβάνε μυτιές
    Συκώτια ανθρώπινα μασούν οι θεοί
    σ’ αλώνια γεμάτα μ’ αλόγων τροφή

    Αν είναι να φύγω ας φύγω πρωί
    στη σωστή εποχή σε λάθος στροφή

    Θάνος Ανεστόπουλος