Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η μνήμη των υλικών

    Ζώντας σ’ έναν εγκρατή, αμετάπειστο κόσμο
    τα υλικά εγκολπώνονται το δράμα
    της ύπαρξης.
    Θυμάμαι την Έλκε που έδειχνε
    το βαθούλωμα στα μαξιλάρια του καναπέ
    όταν τσακωνόμασταν,
    μα πια δε με νοιάζει
    που δεν ανήκουν σε κανέναν μας.
    Τα μαξιλάρια ξεράθηκαν στη σοφίτα.
    Ο ήλιος μπήκε απ’ το τζάμι
    και θρυμμάτισε στην επένδυση τα ροδόφυλλα.
    Το γυάλινο πλαστικό στις καρέκλες του σαλονιού
    παίρνει μέρος καμιά φορά στη μάχη
    των εποχών.
    Aν κάτσει κάποιος, θα σπάσουν.
    Ο χρόνος αρκεί.
    Τις κυρτώνει σαν φρυγανιές
    που βυθίζει κανείς
    στο γάλα.

    ( Αλέξιος Μάϊνας )
     
    Last edited: 5 Σεπτεμβρίου 2017
  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Δεν είναι ο Οιδίποδας

    Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
    τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
    τα πεινασμένα τα φαντάσματα
    καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
    να κλαίνε
    τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
    ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
    ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
    ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
    νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
    και μπαίνουν μέσα
    ο Kώστας σκοτωμένος
    ο Oρέστης σκοτωμένος
    ο Aλέξης σκοτωμένος
    σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
    και μπαίνουν μέσα
    ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
    άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
    με φώτα με σημαίες με δέντρα
    φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
    φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
    τ’ άλογα τ’ Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
    βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
    ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
    και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
    γεμάτο οινόπνευμα
    τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
    και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
    παιδιά τον ακoλουθάνε στις μύτες των ποδιών
    δεν είναι ο Oιδίποδας
    είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
    παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
    είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς.

    Μίλτου Σαχτούρη
     
  3. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ

    Εσύ που μπήκες μαχαιριά
    μες στην καρδιά μου τη θλιμμένη,
    αγέλη εσύ δαιμονικιά
    που αλλόφρονη και στολισμένη

    το ταπεινό μου ήρθες μυαλό
    να κάνεις κοίτη σου και χτήμα
    –Άνανδρη που ’χεις με δετό
    καθώς την άλυσο στο κρίμα,

    καθώς τον παίκτη στα χαρτιά,
    καθώς τον πότη στο μπουκάλι
    και το νεκρό στη σκουλικιά,
    –Καταραμένη ας είσαι πάλι!

    Είπα του γρήγορου σπαθιού
    τη λευτεριά να μου χαρίσει,
    είπα του δόλιου φαρμακιού
    τη δείλια μου να σταματήσει.

    Μ’ αλί! Φαρμάκι και σπαθί
    μου αντείπανε με καταφρόνια:
    «Δεν πρέπει σου νά ’χεις λυθεί
    απ’ τη σκλαβιά σου την αιώνια,

    γιατί απ’ Εκείνης τη σκλαβιά
    –χαμένε– αν σ’ έλυναν, στοχάσου,
    Θ’ ανάσταινες με τα φιλιά
    Το πτώμα του βρυκόλακά σου!»

    Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (1821 – 1867)
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ανδρέας Εμπειρίκος, «Πόθος»

    «Πρηνής και με ζάχαρη στα χείλη ξαπλώθηκε στο φωτεινό
    στεφάνι της αγάπης. Η κλήσις δεν ήργησε να εισακουσθεί. Την
    πήραν πρώτα δυο πουλιά έπειτα τα σύρματα του πονετικού ρα-
    διουργήματος και τέλος την πήραν πέντε πετεινοί που μοιάζαν
    με άλογα πεπαιδευμένα και την ακούμπησαν μεταξύ των σκε-
    λών της. Η ανταπόκρισις των ξένων συστατικών εχάθη και με
    λαχτάρα με φύκια μυρωδάτα και σπινθηροβόλους στεναγμούς
    ήρθε αχαλιναγώγητη και παστρικιά σαν ουσιαστική και σύντο-
    νη νεφέλη. Τώρα λέγουν και τους δύο Μερόπη.»
    (Α. Εμπειρίκος, Υψικάμινος)
     
  5. Antonius Block

    Antonius Block We are all just prisoners here of our own device

    TAEDIUM VITAE - ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

    Τον Σεπτέμβριο του 1932 κυκλοφορεί στον Πειραιά το λογοτεχνικό περιοδικό «Ρυθμός». Από το πρώτο κιόλας τεύχος ο Νίκος Καββαδίας εμφανίζεται στα περιεχόμενά του. Τρεις μήνες αργότερα, ο ποιητής και μεταφραστής Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-1970) δημοσιεύει στο «Ρυθμός» το ποίημά του «Taedium Vitae».

    Ο Καββαδίας με αφορμή το παραπάνω ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ και χωρίς να έχει ακόμα εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, δημοσιεύει στο ίδιο περιοδικό -ως απάντηση- το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ».

    Ο Εμμανουήλ διαβάζει την ποιητική απάντηση του Καββαδία και του στέλνει ένα γράμμα όπου του προτείνει να συναντηθούν από κοντά. Αυτό θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας γνωριμίας που θα οδηγήσει στην έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του 23χρονου Νίκου Καββαδία. Ήταν το «Μαραμπού» που εκδόθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό «Κύκλος» στου οποίου το περιβάλλον ανήκε ο Καίσαρ Εμμανουήλ. Ο ίδιος ανέλαβε να γράψει και το εισαγωγικό σημείωμα της συλλογής, που ήταν και το πρώτο κριτικό κείμενο για την ποίησή του.

    TAEDIUM VITAE

    Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

    Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα,
    το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
    που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
    λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
    όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
    τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!

    Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
    έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει.
    Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
    όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
    μη με ζητήσεις: μια κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!

    Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

    Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
    πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
    μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.

    Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
    (σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
    μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμοσφαίρα,
    όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
    μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
    πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
    μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!


    ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

    Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.

    Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
    κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
    και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

    Κάτι που θά 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
    που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
    Να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
    προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

    Κάτι που θά 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
    που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
    χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
    με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

    Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
    Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
    Ένα καράβι... Να σας πάρει... Καίσαρ Να μας πάρει...
    Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

    Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
    Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
    τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
    κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

    Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
    οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
    κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
    σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

    Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
    παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
    για τους αστερισμούς ή για τα κύματα
    για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

    Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
    τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
    και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
    περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

    Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
    κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
    εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
    κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουΐσκυ.

    Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
    μια γριά σ' ένα πολύβουο καφενείο
    μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
    κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

    Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
    στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
    γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
    θα δείτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει.

    Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
    κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
    δε θά 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
    ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

    Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
    λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
    που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
    γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

    Η μόνη μου παράκληση όμως θά 'τανε,
    τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
    Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
    για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.


     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Επίγνωση

    Τι να σας μάθω
    από τα διδακτικά μου λάθη
    και πώς να ματώσω τα εφηβικά σας όνειρα
    που θολώνουν την όραση
    κι εμποδίζουν σαν από θαύμα
    να δείτε τον άθλιο κόσμο που σας παραδίδουμε.

    Όμως, πρέπει να ξέρετε
    ότι η ευθύνη δεν ήταν στους χειρισμούς
    αλλά στο θηριώδες κτήνος
    που κατοικούσε πάντα στις ψυχές των ανθρώπων.

    Πάρτε την τσακισμένη σκυτάλη
    από τα κουρασμένα χέρια μας
    και να ‘χετε καλό δρόμο
    μιας κι οι συγνώμες δεν ωφέλησαν ποτέ.

    ( Γιώργος Δουατζής )
     
  7. Top30Thessaloniki

    Top30Thessaloniki New Member

    Όλα κάηκαν γιναν στάχτη,
    Όλα τελείωσαν πριν καν αρχίσουν
    Τίποτα δε χάθηκε λοιπόν
    Μονο ανάμνηση έχει μείνει
    Τίποτα από το μυαλό μου
    Εσένα δε θα σβήσει

    Δικό μου
     
  8. Anais...

    Anais...

    !!!!!!!!
     
  9. Anais...

    Anais...

    «Στον ίσκιο των πουλιών»

    Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
    Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
    Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
    Και τα ξερά κλαδιά.
    Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
    Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
    να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
    ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
    Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
    «Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;»
    Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
    Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
    Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
    Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
    Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.

    ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
     
  10. Anais...

    Anais...

    Να σ' αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω.Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους...

    ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του.Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου.Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ' του Παράδεισου το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει...

    ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ' αγκαλιάσω.Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ' τη μήτρα.Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου...

    'Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα,εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου.Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί.Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου,ο μόνος,γι' αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά...

    ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
     
  11. stratos83

    stratos83 Regular Member

    BEATA BEATRIX

    Τάκη Παπατσώνη

    Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος
      ονείρου.
    Αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως
      σε άνοιξη.
    Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι
      ανάμνησές μας
    με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια
      φωτοβόλα.
    Στο πλάι μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της
      αγάπης.
    Άστρα εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού,
      έρημου χώρου.
    Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του
      πλησίον.
    Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο
      προς πρόσωπο.
    Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
    Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.

    Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των
      Μεσονυχτίων,
    που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του
      Στερεώματος,
    και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
    Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
    Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές,
      σαν θεοί·
    χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
    κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς
      διαβαίναμε.
    Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους
      περιπάτους.
    Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
    Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας
      οδηγούσε.
    Δεν μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα
      πετάγματα,
    ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
    Όλα ήταν γοητεία, τα δώρα ουράνια, και ανάπαυση πάρα πολλή.
    Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς
      τούς ήχους,
    που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
    και φθάνουν ώς εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
    Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
    Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
    Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή,
      ασχολίες εγκόσμιες.
    Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
    να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
    τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες
      νύχτες.
     
  12. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    “Το χάος είναι πορφυρό”, είπες
    “Η φράση ενός ζωγράφου”, είπα
    Διαφωνώντας.
    “Το χάος είναι μια άχρωμη δύναμη
    Που πετά ψηλά αστέρια, λουλούδια
    Και παιδιά.
    Και δεν έχει ούτε αρχή
    Ούτε τέλος”.
    Αλλά ξαπλώνοντας στο κρεβάτι
    Καταρρακωμένος,
    Ξέρω πως έχεις δίκιο.
    Μιλούσες για κάτι άλλο −
    Μιλούσες για τον θάνατο.
    Το πορφυρό χάος έχει ξεχυθεί
    Σε κύματα μέσα μου,
    Αφήνοντάς με μόνο κι έρημο −
    Μια φλούδα

    Ένα άδειο όστρακο
    Σε μια μεγάλη αμμουδερή ακτή
    Που λοξοδρομεί.

    Κάτι έχει πεθάνει,
    Κάτι πολύτιμο έχει πεθάνει.
    Μπορεί να ήταν ένα λουλούδι,
    Ένα αστέρι,
    Μπορεί να ήταν ένα παιδί −
    Αλλά ότι κι αν ήταν, αγάπη μου,
    Φαίνεται πως έχει πεθάνει. __ Alistair Campbell__