Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. sapphire

    sapphire ☙❀❧

    Απροσδοκίες

    Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

    Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
    Βρέχει χωρίς να βρέχει
    όπως όταν σκιά
    μας επιστρέφει σώμα.

    Κάθομαι εδώ και κάθομαι.

    Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
    και πιο μακριά
    η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.

    Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
    κάθε που μας μετράει το άδειο.

    Φυσάει άδειο δωμάτιο.

    Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
    που έχω να σαρώνομαι.

    Νέα σου δεν έχω.

    Η φωτογραφία σου στάσιμη.

    Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
    χαμογελάς σαν όχι.

    Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
    σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
    το άκρατο όνομα τους

    semprevives
    semprevives –αιώνιες, αιώνιες
    μην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

    ...
    Νέα σου δεν έχω.
    Η φωτογραφία σου στάσιμη.
    Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.

    Όπως σκιά μού επιστρέφει σώμα.
    Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
    εκεί πάνω.

    Σε κάποιαν αραιότητα κατάφυτη
    με σκιερές απροσδοκίες
    και αειθαλείς περιστροφές.
    Τον διερμηνέα της σφοδρής
    σιωπής που θα αισθανθούμε
    –μορφή εξελιγμένη της σφοδρής
    μέθης που προκαλεί μια συνάντηση
    εδώ κάτω– θα 'ρθει να κάνει ένα κενό.
    Και θα μας συνεπάρει τότε
    μια αγνωρισιά παράφορη
    –μορφή εξελιγμένη του αγκαλιάσματος
    που εφαρμόζει η συνάντηση εδώ κάτω.
    Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά
    από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή
    ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας. Σε κάποιαν
    ίσως εκδρομή τού απείρου στο επ' άπειρον∙
    στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό,
    για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο∙
    καλεσμένοι σε αστροφεγγιά προορισμού,
    σε διασκεδάσεις παύσεων για φιλευδιάλυτους
    σκοπούς και αποχαιρετιστήριες ουρανών
    πρώην μεγάλες σημασίες.
    Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
    θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
    κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
    Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή τής παρέας.
    Η σάρκα.

    Κική Δημουλά
    από τη συλλογή Χαίρε ποτέ
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα γραπτά μένουν

    Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
    μια γυναίκα τόσο ωραία,
    που όταν δεν διαβάζει κανείς, την ατενίζει με λύπη.
    Χωρίς να τολμά να της μιλήσει, χωρίς να τολμά να της πει πως
    είναι τόσο ωραία,
    που αυτό που πρόκειται να μάθουμε, δεν έχει τιμή.
    Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών,
    καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
    και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
    κατάματα,
    όπως δεν κάνουν τ’ αληθινά πλάσματα.
    Και ο κόσμος πεθαίνει, ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
    του αέρος,
    ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς.
    Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
    το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
    και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
    κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα.
    Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
    γραμμάτων,
    όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
    αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών,
    για να βρέχει πάντοτε.

    Τόσο χαμηλά, τόσο που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
    σμίξουν.
    Χέρια απ’ όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά, που η άχνα
    των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
    από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης.
    Μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
    εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα,
    του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
    θάμνους γιομάτους πέπλους
    και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
    αλήθεια των ελκήθρων, των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
    εκτάσεως
    αυτού που δεν θα ξαναδώ πια,
    εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
    που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων.

    ( André Breton )

    * ατλάζι : μεταξωτό ύφασμα.

    ** Μετάφραση : Ανδρέας Εμπειρίκος
     
    Last edited: 29 Σεπτεμβρίου 2017
  3. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
    αίμα, χρώμα
    κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
    και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο

    αλλά κι αν ήτανε κρασί
    κόκκινο, κατακόκκινο
    και μεθυσμένο το ποίημα
    αιμόφυρτο θα έδειχνε

    σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
    που σκουριασμένο στο υπόγειο
    ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
    κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
    με ματωμένες αταξίες

    Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
    φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
    κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
    κάνει τα όνειρα αληθινά
    κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα (Γιώργος Δουατζής )


     
     
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.

    Την πόλη, που σ' αγάπησε πολύ,
    και σαν γυναίκα από έρωτα τρελή
    σου παρεδόθη να την κατακτήσεις,
    είναι καιρός, ωραίε Κατακτητή,
    — Κατακτητή Ποιητή,—
    για πάντα ν' αποχαιρετήσεις.


    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
    Σου το φωνάζουν με φωνές προσταχτικές
    μες στις οκέλες, μες στους δρόμους, στις πλατείες,
    των γυναικών οι ερωτικές ματιές
    γιομάτες από φλογερές
    επιθυμίες,

    και τα θερμά και φρενιασμένα
    του Κοινού χειροκροτήματα,
    που αληθινά τού συνεπαίρνουνε το νου
    τα ορμητικά σου τα ποιήματα.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
    Γιατί στου χρόνου τη φορά,
    κάθε σεγκόντο που περνά, και πιο μεγάλη
    γύρω, τριγύρω σου η φθορά,
    κάθε φορά,
    σε περιβάλλει.

    Λιγάκι ακόμα, και θα γίνεις —συμφορά—
    ένας και συ πολίτης μες στην πόλη,
    ένας κοινός πολίτης... όπως όλοι.


    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
    Μες στο λιμάνι, εκεί, ένα μαύρο πλοίον
    έτοιμο για να σαλπάρει,
    βαριανασαίνει, κι άγρυπνο σε περιμένει
    για να σε πάρει.

    Στιγμή μη στέκεις... κι ας πονάς φριχτά.

    Έμπα στο πλοίο κι έβγα στ' ανοιχτά,
    κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάντρεια που αφήνεις.

    Έτσι τουλάχιστον θα ικανοποιηθείς
    πως μες στη θύμησιν Εκείνης,
    πάντοτε ο ωραίος Κατακτητής Ποιητής θα μείνεις.


    Ορέστης Λάσκος
     
  5. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    HORIZONTE

    Θάλασσα πού μας προεξόφλησες,
    οι φόβοι σου έκρυβαν
    κοράλλια, ακρογιαλιές και δενδρώνες.

    Ξεγυμνωμένοι από τη νύχτα
    και την ομίχλη
    από θύελλες περασμένες και το μυστήριο
    τα πλοία των μυημένων
    είδαν τα μάκρη ν’ ανοίγουν τα πέταλα
    και τον Νότο τον αστρόφωτο
    να μαρμαρυγεί.

    Λιτή γραμμή της μακρινής ακτής –

    Όταν το πλοίο πλησιάζει
    μια πλαγιά ξεπροβάλλει
    με δέντρα πού μακράν
    ήταν αόρατα˙

    Από κοντά ανοίγεται η στεριά

    σε ήχους και χρώματα:

    Και με το ξέμπαρκο
    είναι λουλούδια και πουλιά
    εκεί πού απόμακρα
    ήταν μόνο γραμμή αφηρημένη.

    Το όνειρο είναι
    να βλέπεις φόρμες ανείδωτες
    ακαθόριστης απόστασης
    και με τη διαίσθηση
    πού κινούν ελπίδα και θέληση
    να ψάχνεις στην ψυχρή γραμμή
    του ορίζοντα
    το δέντρο, την ακρογιαλιά,
    το λουλούδι, το πουλί, την πηγή –

    Τα φιλιά πού αξίζουν της αλήθειας.

    F. Pessoa
     
  6. lotus

    lotus Silence

    Πού να ξοδέψω τις λύπες μου
    για να 'ρθουν να με βρουν οι χαρές;
    Πες κάτι λοιπόν
    ή απλά κλείσε την πόρτα
    και τα παράθυρα.
    Πάει να κρυώσει ο καιρός.

    Τα κορμιά θέλουν ζέστη
    και την πληρότητα της αγκαλιάς
    να ευοδωθούν.
    Τα δε ποιήματα ομίχλη για να γραφτούν.

    Πες κάτι λοιπόν
    με φωνή όχι με γράμματα
    με αφή κι όχι με μελάνι.
    Πες κάτι που να έχει όλα τα σ' αγαπώ
    του κόσμου, μέσα.
    Και σώπασε τα ποιήματά σου.
    να σου δώσω τα δικά μου.

    Απόστολος Φεκάτης- Στέλλα Βρακά
     
  7. lotus

    lotus Silence

    Θα ετοιμάσω την ψυχή μου
    θα της φορέσω τα γήινα
    που θέλει το πλήθος
    θα την κοιμίσω με τα όνειρα τα δικά του
    κι έπειτα θα πάω σε άλλη γη
    να ξαναγεννηθώ.

    ~Στέλλα Βρακά~

     
     
  8. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    ...... Ας πούμε πως υπάρχεις.
    Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
    Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
    η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
    Ας πούμε πως υπάρχεις.
    Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.
    Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
    πολλά τέτοια δεσίματα.
    Ας πούμε πως υπάρχεις.
    Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
    κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
    Στη γη εδώ – εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.
    Η ίδια φροντίδα
    για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
    Η γη αναρριγεί.
    Ας πούμε πως υπάρχεις. .... (Κική Δημουλά )
       
     
  9. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Αδιέξοδο...

    Να σ΄ αφήσω, λέω
    να πλανιέσαι
    σε φώτα νυχτερινά
    πιθανοτήτων.

    Φοβάμαι, ξέρεις, μήπως,
    στο καταμεσήμερο της βεβαιότητας,
    η μαγεία σου χαθεί.
     
  10. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...

    «J'i cueilli ce brin de bruyère»
    G. Apollinaire

    Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
    Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
    Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
    Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
    Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
    Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
    Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
    Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία

    Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
    Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
    ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
    Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
    Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
    Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
    Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη

    Γιῶργος Σαραντάρης

    (Κωνσταντινούπολη 1908 - Ἀθήνα 1941)
     
  11. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ

    Αν άκουσα τα βήματα σου είναι γιατί περπάτησα στα ίχνη τους
    Μέχρι τότε νήπιες οι σκέψεις μου και φωσφορίζουσες οι λέξεις έγδυναν την ψυχή μου παντέρημη
    Γύριζε τους δρόμους του ο ήλιος
    Έφευγε το πρωινό αστέρι έντρομο

    Έμφοβες καραδοκούσαν οι σειρήνες στα βράχια τους
    Δεν έβλεπαν δεν τραγουδούσαν
    Στο χώμα δεν πατούσαν και τις μισούσε η θάλασσα
    Τόσο μακριά τις έσερνε το κύμα

    Κατάξερα τα χείλη τους απ' την αρμύρα
    Τα σώματά τους μέσα στο φως
    Να τα ασπρίζει σαν των νεκρών τα σώματα
    Ν' αφήνει πάνω τους σημάδια και βογγητά
    Κατάρες καί ευχές που ήταν σαν κατάρες
    Λόγια ακατοίκητα κι ερημωμένα

    Εγώ δεν άκουγα πάρεξ φωνές στον ύπνο μου
    Μισές φωνές και λέξεις κεντημένες πάνω σε πρωινά σεντόνια

    Μέχρι που άκουσα τα βήματά σου
    Τότε που πρωτοπάτησα στα ίχνη τους

    Στ. Ροζάνης
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Παιδικά χρόνια

    Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.
    Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.
    Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.
    Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.
    Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.
    Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.
    Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.

    ( Arthur Rimbaud )

    * Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης