Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. lizard_

    lizard_ his only purpose is A's pleasure

    Αύριο

    Τι ωραία φράση
    “Αύριο που θα έχομε καιρό'
    Αύριο που θα έχομε καιρό,
    να τον ξοδέψομε σε έργα χαρμόσυνα
    Ελαφρά φρικίαση φέρνει
    ηδονικής προσδοκίας στο σώμα
    και πόσο πιο ωραία η φράση
    αν αναλογιστείς πόσο λίγο
    πόσο, γένει, φοβερά λίγο
    καιρό έχομε.


    Φαίδρος Μπαρλάς
     
  2. alexad_Dom

    alexad_Dom New Member

  3. Η αγωγή των ονείρων

    Τη μέρα κοιμούνται τα όνειρα
    Τη νύχτα συνήθως ξυπνούν
    Άνθη που ζούνε μόνο στο σκοτάδι
    Μη γνωρίζοντας ποτέ το φως
    Τότε παίρνουν άλλη μορφή
    Άλλες διαστάσεις χρώματα
    Μιας τρίτης ζωής
    Που δεν καταχωρείται
    Σε ημερολόγια τότε παίρνουν
    Μια γεύση πικραμένης ζάχαρης
    Τότε ακριβώς γεννιούνται
    Αμέτρητα χλωμά παιδιά
    Πτηνά
    Και άγγελοι
    Στον ουρανό

    Κλείτος Κύρου
     
  4. Στοιχειωμένοι Έρωτες

    Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
    δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
    να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
    σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
    να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
    με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
    για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
    Οι στοιχειωμένοι έρωτες
    κοιμούνται σε σεντούκια
    με το ένα μάτι μισόκλειστο
    σε αργή αναμονή.
    Δεν βιάζονται ποτέ.
    Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
    Πως σε κάθε αναμέτρηση
    είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

    Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
    και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
    στην καινούργια σου ζωή.


    Χλόη Κουτσουμπέλη
     
  5. lotus

    lotus Silence

    Μια φλέβα ...
    Τόσο κρυφή που τυχαία χτυπήθηκε...
    Το αίμα αναβλύζει κόκκινο βαθύ.
    Το κοιτώ με απλανές βλέμμα να στάζει.
    Ακολουθώ την πορεία της ροής
    μέχρι εκεί που σταματάει γιατί πήζει και στεγνώνει.
    Κοίτα...
    Κάθε γραμμή που σχηματίζει
    έχει μια ωραία κόκκινη ροή.
    Κάθε σταγόνα αργά ή γρήγορα σταμάτα.
    Η κάθε μια έχει τη δική της στιγμή.
    Σαν πίνακας γραμμικής ζωγραφικής...
    Μέχρι που κλείνει η φλέβα...

    Ζωή και θάνατος μαζί.
     
  6. lotus

    lotus Silence

    Πρωί

    Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
    τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
    ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
    προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
    πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
    ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
    μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
    καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
    τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
    σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
    ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
    Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
    τοῦ φθινοπώρου
    ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
    ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
    καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
    καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
    ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.

    Γιώργος Σεφέρης
     
  7. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Στὸν ἀναγνώστη

    Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
    κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
    κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
    καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

    Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
    ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
    καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
    θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.

    Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
    πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
    τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
    αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

    Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
    Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
    κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
    μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.

    Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
    μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
    κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
    ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

    Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
    μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
    κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
    σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

    Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
    δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
    στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
    εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

    Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
    τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
    ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
    μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
    θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

    Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
    ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
    θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
    πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
    καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

    Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
    Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!


    Σὰρλ Μπωντλαίρ
     
  8. lotus

    lotus Silence

    Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
    από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
    στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
    από την ομορφιά σου κάτι μένει.

    Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
    και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
    κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
    κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

    Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
    δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
    τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
    αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...

    Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
    τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
    τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
    ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...


    Λάμπρος Πορφύρας
     
  9. lotus

    lotus Silence

    Παραδοχή

    Νικημένος απ’ το γαλάζιο
    με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
    πεθαμένος από ζωή
    πεθαμένος από νιότη
    βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
    με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
    Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
    μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
    Ήταν έτοιμος πια για τον έρωτα
    και για το θάνατο.

    Γιάννης Ρίτσος
     
  10. lotus

    lotus Silence

    ΚΙΘΑΡΕΣ

    Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
    κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
    στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
    στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

    Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
    Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
    στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
    μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

    Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
    χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
    Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

    Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
    Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
    είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

    Κ. Καρυωτάκης
     
  11. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    Περπατώ και νυχτώνει.
    Αποφασίζω και νυχτώνει.
    Όχι δεν είμαι λυπημένη.

    Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
    Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
    Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
    πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
    Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
    μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
    Όχι δεν είμαι λυπημένη.
    . . . . . . . . . .
    Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
    και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
    σε αθέατα αίτια χαράς.
    Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
    Τα τεντωμένα τόξα τους
    βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
    Είδα πολλά και ωραία όνειρα
    και είδα να ξεχνιέμαι.
    Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

    Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
    τα δικά μου και των άλλων,
    κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
    να περάσει ο πλατύς χρόνος.
    Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
    Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
    και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
    . . . . . . . . . . .
    --- Κική Δημουλά
     
  12. Βραδιάζει

    Βραδιάζει στόν κόσμο, τά παράθυρα κλείνουν
    ἀνάβει τό φῶς καί τό ξένο δωμάτιο γίνεται
    ὁ κόσμος.

    Τά λίγα βιβλία μου πᾶνε
    κ’ ἔρχονται τότε, διασχίζουν τό χῶρο,
    σά νἆναι πρόσωπα φιλικά πού στά χέρια τους
    κρατᾶνε ψωμί, νερό φροῦτα, φάρμακα.

    Κ’ ἕνα ἀπ’ ὅλα τή νύχτα, ἀνοιχτό στίς σελίδες
    πού κλείνουν τά μάτια μου, μένει κοντά μου,
    στήν κουβέρτα μου πάνω– φύλακας ἅγγελος
    πού ἕπεσε μπρούμυτα κι ἀκούει τήν καρδιά μου.

    Ν. Βρεττάκος