Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Η πλατεία των πεθαμένων

    Αργά το απόγευμα
    Οι πεθαμένοι μαζεύονται
    Στην πλατεία για να τηλεφωνήσουν
    Στους δικούς τους
    Κρατάνε σφιχτά την κάρτα
    Και στέκονται στη σειρά
    Έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο
    Οι περαστικοί που τους βλέπουν
    Μονολογούν: «Από πού ήρθατε πάλι εσείς
    γέμισε μετανάστες η πόλη»
    Κι αυτοί μ’ ένα μουρμουρητό τους απαντούν:
    «Δεν είμαστε εμείς μετανάστες
    μεταστάντες είμαστε»
    Μεταστάντες

    Λεωνίδας Κακάρογλου
     
  2. lotus

    lotus Silence

    ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ
    Α'
    Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ
    για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·
    τα λιγοστά λαμπυρίσματα.
    Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους
    αγριεμένους με το χειμώνα.
    Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος
    οι χορευτές έγιναν δέντρα
    ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.
    Β'
    Καίγουνται τ' άσπρα φύκια
    Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
    σχήματα που άλλοτε χορεύαν
    μαρμαρωμένες φλόγες.
    Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.
    Γ'
    Οι σύντροφοι μ' είχαν τρελάνει
    με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
    και τηλεσκόπια που μεγάλωναν πράγματα—
    καλύτερα να μέναν μακριά.
    Που θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;
    Όμως η μέρα εκείνη που άρχισε
    μπορεί δεν έσβησε ακόμη
    με μια φωτιά σ' ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο
    και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.
    Δ'
    Είπες εδώ και χρόνια:
    «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
    Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
    στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
    ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
    στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
    ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
    έχει τριφτεί και δεν αντέχει
    αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
    την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
    για να την ανοίξει στο φως.
    Ε'
    Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;
    Μείναμε στο βυθό.
    Τρέχει το ρέμα πάνω απ' το κεφάλι μας
    λυγίζει τ' άναρθρα καλάμια·
    οι φωνές
    κάτω απ' την καστανιά γίναν χαλίκια
    και τα πετάνε τα παιδιά.
    ΣΤ'
    Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
    καθώς αφήνεις το βιβλίο
    και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
    ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
    αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
    ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
    σ' όλα τ' αυλάκια του κορμιού
    που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
    Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
    που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος
    Ζ'
    Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
    όχι με των στιγμών το στάλαγμα
    αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
    όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
    κι απόμειναν καθηλωμένοι
    ή όπως
    ρυθμός της μουσικής που μένει
    εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα
    αμετάθετος
    Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
    οιακισμός κεραυνού.

    Γ. Σεφέρης
     
  3. lotus

    lotus Silence

    ΦΑΝΤΑΣΙΑ
    (από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

    Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
    πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
    καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
    κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

    Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
    γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
    κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
    όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

    Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
    γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
    Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
    έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

    Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
    πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
    (καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
    βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .

    Γιάννης Σκαρίμπας
     
  4. lotus

    lotus Silence

    Αναζήτηση.

    Μέσα στα χαμόγελα σερνόμουν
    και μέσα στις χαρμολύπες έβρισκα τον βυθό μου.
    Για μια στάλα βροχής διψούσα
    και για μια στάλα αίματος έτρεμα κοιμώμενη τη νύχτα.
    Έπλεκα ιστορίες παρέα με φαντάσματα
    και οι σκέψεις τροχοί γίνονταν μοιραίας τύχης.
    Μιας τύχης καθώς φύτρωνε στων ονείρων τη λήθη.
    Και όσοι άνεμοι διασαλεύουν τώρα τον ύπνο μου
    Και όσα αστέρια αιχμαλωτίζουν την σκέψη μου
    στην σκηνή αυτή απλός θεατής δε θέλω να μείνω.
    Γιατί αναβλύζει χάρη η μοναξιά σε τούτα εδώ τα χώματα
    και πνεύμα καθαρό ο δαιμονικός αγέρας
    Μιας στάλας έμπνευση,
    και βγάζει η Ψυχή φτερά για να πετάξει.
    Χωρίς να κοιτάζει πίσω της
    για μιαν υπόσχεση γυρισμού.
     
  5. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948

    Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
    Παράξενο.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    πέρασε κῆπος κάποτε.

    Στὸ ἄλλο χέρι
    κρατῶ πέτρα.
    Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
    Ὑπόνοια καμιὰ
    ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
    προγεύομαι ἄμυνες.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    πέρασε ἄγνοια κάποτε.

    Χαμογελῶ.
    Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,
    τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
    μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
    ἕτοιμο.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    πέρασε στόχος κάποτε.
    Καὶ προδιάθεση νίκης.

    Τὸ βλέμμα βυθισμένο
    στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
    τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
    τῆς προσδοκίας γεύεται.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    πέρασε πίστη κάποτε.

    Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
    Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
    Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
    σύντροφός μου ἢ καταδότης.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.

    Σὺ δὲν φαίνεσαι.
    Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
    γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
    κρατώντας λουλούδι
    καὶ χαμογελώντας,
    θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
    Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
    ζωὴ πέρασες κάποτε.

    Κική Δημουλά
     
  6. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ο εαυτός σου

    Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου
    Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως

    Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου ορυχείο
    Στοές ν’ ανοίγεις και να αναζητάς
    Φλέβες χρυσάφι φλέβες κάρβουνο

    Ή μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
    Που κρύβει μέσα του στρώματα στρώματα
    Πολιτισμούς χαμένους
    Ένα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
    Κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δε θα ’βρεις
    Παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό
    Και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα

    Αργύρης Χιόνης
     
  7. Το μενταγιόν

    Το σπίτι σου παραμονεύω
    Παντού σκοτάδι
    Εσύ θα λείπεις
    Ξεκλειδώνω για να μυρίσω λίγο από σένα
    Μα το σπίτι άδειο
    Ούτε έπιπλα
    Ούτε κουρτίνες
    Ούτε μυρωδιά
    Έφυγαν όλα, κι έφυγες μαζί τους
    Και τώρα τι θα το κάνω το κλειδί
    Να το φυλάξω στο πορτοφόλι μου
    Σα νόμισμα παλιό που από τόσων
    Ανθρώπων χέρια πέρασε
    Ή να του περάσω καδένα
    Να το φοράω στο λαιμό
    Να ξέρω γιατί πνίγομαι
    Όταν με πιάνει η λύπη

    Λεωνίδας Κακάρογλου
     
  8. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    ΟΙ ΕΡΗΜΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΟΥΣ

    Από μια ξαπλώτρα στη σκιά όπως άκουγα
    του κήπου μου όλους τους θορύβους,
    μου φαινόταν μόνο σώστο τα λούλουδα
    και τα πουλιά με διχως λέξεις να τ'αφησω.

    Μια τσίχλα κοκκινολαίμη με δίχως όνομα χριστιανικό
    είπε τον Υμνο της ολάκερο, τον μόνο που ήξερε,
    και τ'ανθη που θροούσαν προσμεναν από μια τρίτη ύπαρξη
    να πει ποια ταίρια θα'πρεπε να ζευγαρώσουν.

    Άξιος κανένας τους δεν ήταν ψέματα να πει,
    κανένας τους δεν ήξερε ότι πέθαινε
    ή πώς μπορούσε με ρυθμό και ρίμα
    ν'αναλαβει ευθύνη για το χρόνο.

    Τη γλώσσα ας την αφήσουν για τους ερημους καλύτερους τους
    Που κάποιες μέρες τις μετρούν και κάποια γράμματα προσμένουν.
    Θορύβους κάνουμε κι εμείς στο γέλιο και στο θρήνο μας.
    Οι λέξεις είν' γι'αυτους που έχουν υποσχέσεις να τηρήσουν.


    W.H.Auden
     
  9. Ελεγείο

    Αγέρα, που ξεσπάς και κλαις τόσ’ άγρια τον καημό σου,
    τόσο που αυτός δε γίνεται ποτέ τραγούδι πια·
    αγέρα μου, που ολονυχτίς χτυπάς το πένθιμό σου
    το σήμαντρο, μέσ’ στη βαριά τη μαύρη συννεφιά·
    μπόρες με τα θλιμμένα σας και με τα μάταια δάκρυα,
    δάση γυμνά με τα ξερά κλωνάρια απ’ άκρια σ’ άκρια,
    βαθιές σπηλιές, κι εσύ τρελή του ωκεανού μανία,
    του κόσμου ετούτου κλάψετε πικρά την αδικία.


    Percy Bysshe Shelley
     
  10. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    Η επιτυχία μετριέται πιο γλυκειά
    Απ' αυτούς που ποτέ δεν πέτυχαν
    Το νέκταρ της γεύονται όσοι
    Την πιο πικρή στέρηση ειχαν

    Κανενας από τον Πορφυρό Εσμο
    Που κρατάει τη Σημαία σήμερα
    Να δώσει μπορεί τον ορισμό
    Της Νίκης τόσο ξεκάθαρα

    Όσο ο ηττημένος που -ξεψυχώντας-
    Στ'αυτιά του τα σκοτεινά
    Του θριάμβου οι μακρινές ιαχές
    Αγωνιώδεις ξεσπούν καθαρά!

    Emily Dickinson
     
  11. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    A noiseless patient spider,
    I mark’d where on a little promontory it stood isolated,
    Mark’d how to explore the vacant vast surrounding,
    It launch’d forth filament, filament, filament, out of itself,
    Ever unreeling them, ever tirelessly speeding them.

    And you O my soul where you stand,
    Surrounded, detached, in measureless oceans of space,
    Ceaselessly musing, venturing, throwing, seeking the spheres to connect them,
    Till the bridge you will need be form’d, till the ductile anchor hold,
    Till the gossamer thread you fling catch somewhere, O my soul.

    Walt Whitman
     
  12. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    Οι μέρες που έφυγαν και τις είπαμε θάλασσες,
    τότε που ήταν άγριοι ταύροι οι βάρκες, μα τώρα άψυχα σκιάχτρα.
    Τα σώματα ίππευαν τα ξαφρισμένα κύματα και με δύναμη χτυπούσαν στα βράχια.
    Παράλυτα τώρα μυρίζουν την άμμο.

    Οι νύχτες που πέθαναν και τις είπαμε μάγισσες.
    Σαν αγίες φυσούσαν των νουφάρων τα πέταλα κάτω από το ασημένιο φεγγάρι.
    Στης πυράς τις ροζιασμένες παλάμες δαιμονισμένες γελούσαν.
    Οι αντίλαλοί τους τώρα των κυμάτων το σύρσιμο, η βουή του ανέμου.
    ___ Έλενα Μίαρη