Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. ..Στην κορυφή δύο δίδυμων κορυφών
    Στην κόψη του δρόμου
    Η Laura Palmer ποτέ δεν διάβασε
    Το ημερολόγιό της
    Ούτε καν το έγραψε
    Ηταν τόσο απασχολημένη
    Να φτιάχνει μια καλύβα
    Από ξύλο συμήδας στο δάσος
    Και να την στολίζει με φαναράκια εύθραυστα
    Από άγρια τριαντάφυλλα
    Πλαίσιο πλαισιωμένο από πλαίσιο
    Μέσα σε πλαίσιο
    Στο προσκεφάλι της εφηβικής τραπεζαρίας
    Όλο διάτρηση
    Εικόνα μέσα στην ίδια εικόνα
    Και στο σημείο φυγής μια ελάχιστη πόρτα

    Αρχίζει το όνειρο
    Καταφύγιο το μόνο
    Ένα ελάφι ακούγεται στην σιωπή
    Των φυλλωμάτων
    Κανένα αρχέτυπο ποτέ δεν ξεχνιέται

    Για να χτίζεις
    Με φύλλα σημύδας την ψευδάισθηση
    Έλα
    Φωτιά περπατάω μαζί σου
    Και φλέγομαι
    Συνεχίζει να στολίζει με άγρια τριαντάφυλλα
    Την ασφάλεια
    Φωτιά Περπατάω μαζί σου
    Εκεί μεγαλώνουν τα άγρια τριανταφυλλα
    Θα σε βρω
    Εαυτέ αναποδογυρισμένε
    Εκεί ομορφιά θα σε κάνω να γονατίσεις
    Γυμνή στα γόνατα μου στο ύψος
    Θα ραγίσουν οι μνήμες
    Είσαι το μικρό κοριτσάκι
    Στην κορυφή μιας τούφας μαλλιών
    Ενός τέρατος που έχει δίδυμο κίνδυνο
    Τον εαυτό του
    Φωτιά περπάτάω μαζί σου
    Όλες οι ιστορίες ενώνονται με μια
    Κόκκινη κλωστή
    Που στάζει αίμα
    Κι εδώ ξεκινά η αφήγηση

    Γεωργία Τρούλη
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χιόνι

    Εκεί ψηλά πια δεν υπάρχει κανένας.

    Μακριά σημαίνουν καμπάνες.

    Έξω η νύχτα παραμονεύει
    γεμάτη φυλλώματα,
    ορθάνοιχτα μάτια,
    εχθρικούς καθρέφτες.

    Νεκρά τα πλοία μες στην ομίχλη.

    Η σιωπή μια πληγή δίχως όνομα.

    Το δάσος βελούδινο,
    μια παιδούλα κοιμάται στον ίσκιο του.
    Απ’ την ανάσα της
    γεννιούνται αδιάκοπα,
    άστρα λευκά.

    ( Τάκης Βαρβιτσιώτης )
     
    Last edited: 10 Αυγούστου 2018
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σχεδίασμα ποιητικής

    Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία,
    είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους,
    είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων.

    Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα,
    μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
    είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα,
    τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια.

    Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
    πληγές σας, απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους,
    τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;
    Κλείσατε τ' άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα,
    κλείσατε τις ψυχές σας σ' άθλια σανατόρια,
    και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα.

    Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας,
    τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας,
    γι' αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
    να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα,
    τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
    ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι' αυτό με βλέπετε
    πάνω απ' τους ύπνους σας, να κλείνω τα παράθυρα
    κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
    πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
    φωνές των μάταιων ημερών μας;

    Κατεβαίνω τώρα
    σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
    γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
    ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
    με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
    -λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
    τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες,
    φτερούγες μέσα μου πλωτές.

    Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
    ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
    σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
    τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
    πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
    κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες.
    Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε,
    φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω.

    ( Γιάννης Δάλλας )
     
  4. lotus

    lotus Silence

    «Μην κοιτάς τους χάρτες, μέσα σου δες…
    Σύγχρονες τεχνολογίες, δορυφόροι,
    gps, google maps, για να μη χάνεσαι,
    με ένα κουμπί κοινοποιείς το στίγμα σου
    …χαμένε άνθρωπε.
    Άσε τα πόδια σου να καθαρίσουν το μυαλό σου,
    άσε τα πόδια σου να καθορίσουν
    το στίγμα σου στους δρόμους…»

    Κ.Π.
     
  5. lotus

    lotus Silence

    Ὁ σωτήρας
    Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
    τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
    δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
    δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι

    Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
    μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
    ἕνα γαλανὸ παράθυρο
    πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
    δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
    δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
    γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη

    Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
    πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
    ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
    νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
    κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
    κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
    κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου

    Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία

    Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
    μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
    μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
    μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
    μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
    μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ

    Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
    τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους

    Μίλτος Σαχτούρης
     
  6. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Στην Στιλβη ή στην Θρυαλλίς πάει αυτό; Με μπερδεύεις ξενε!  
     
  7. [ΕΦΙΑΛΤΗΣ #2]

    Έχοντας καθαρότερο σπίτι απ’ ό,τι συνήθως, έπλυνα τα πιάτα. Μάζεψα εκείνα τα
    μακριά γλοιώδη σκουλήκια, τα μπαγιάτικα μακαρόνια, και τα έριξα από το νεροχύτη στον
    κάδο, όταν ένα κύλησε στο πάτωμα και έμεινε εκεί μειδιώντας.

    Αχ είπα, μα έχοντας καθαρότερο πάτωμα απ’ ό,τι συνήθως, προσπάθησα να το μαζέψω,
    μα εκείνο ξεγλίστρησε και μειδιούσε πάλι. Έπειτα από δέκα λεπτά
    καταδίωξης με πιο βρόμικα χέρια απ’ ό,τι συνήθως, παραιτήθηκα.

    Ω καλά είπα, κάτω από τη βρύση απόψε θα σκληρύνει το
    αναθεματισμένο και θα το μαζέψω ξεραμένο.

    Τότε, κοιτάζοντας κάτω πάλι, είδα μια γραμμή από καλοζωισμένες κατσαρίδες
    με συντονισμένο βήμα να μεταφέρουν το σκουλήκι και να τραγουδούν.

    Η φασαρία ήταν ανυπόφορη κι εγώ παρέμεινα τρομοκρατημένη στο σημείο, μέχρι που μια
    ελαφρώς μεγαλύτερη κατσαρίδα, προφανώς ο αρχηγός τους, σκούντηξε κι εμένα για να δει αν μπορούσα επίσης
    να μεταφερθώ.


    Diane Di Prima
     
    Last edited: 15 Αυγούστου 2018
  8. фетишoмазох

    фетишoмазох Regular Member

    Μαύρο Παραμύθι
    (μέρος πρώτο)

    Μια φορά κι έναν καιρό,
    τα δάκρυα και η φρίκη
    στήσανε χορό τη νύχτα που
    γεννήθηκε ένα καταραμένο μωρό.

    Η Μαύρη Βασίλισσα
    το παιδί της κοιτάει,
    τη θλίψη και την οδύνη
    σε λυγμούς ξεσπάει.

    Δεύτερο βλέμμα δεν του χαρίζει,
    σε μαύρα πέπλα, σκοτεινές κορδέλες
    την κατάρα του κρύβει,
    με νεκρώσιμες μελωδίες το σιγονανουρίζει.

    Κι όταν το μακάβριο στόλισμα τελειώσει,
    τη γλώσσα της θα ξεριζώσει
    σε κανέναν να μην μπορέσει να πει
    για το παιδί με την νεκρική μορφή.

    Με ματωμένα χέρια την κούνια του παίρνει
    και με δάκρυα καυτά την ραίνει.
    Μετά τα δάκρυα γίνονται καταρράκτες,
    ανάμεσα στην μητέρα και το παιδί πελώριοι φράχτες.

    Τα πέπλα και οι σκοτεινές κορδέλες
    γίναν βαρκούλες χαμένες στους αγέρες.
    Και του μικρού πρίγκιπα η σωτηρία
    εξαρτάται απ’ της μοίρας την επιθυμία.

    Εκείνη τους αγέρες σταματάει,
    πνοή ζωής μέσα του φυσάει.
    Κι έτσι ο πρίγκιπας πήρε το βάπτισμα του θανάτου
    στην όχθη ενός βρώμικου βάλτου.

    Η κούνια με μιας μεταμορφώθηκε
    σε μουσικό κουτί,
    μεγάλα μυστικά φορτώθηκε,
    μαγεία μπορεί κανείς μέσα του να βρει.

    Τα χρόνια περάσαν,
    τ’ αστέρια γεράσαν.
    Ο πρίγκιπας δεν γνώρισε άλλη ζωή
    εκτός από εκείνη στο μαγικό κουτί.

    Ώσπου μια νύχτα με φεγγάρι
    η όμορφη κόρη λάθος δρόμο θα πάρει.
    Μες στο δάσος θα χαθεί
    και τελικά μπρος στον στοιχειωμένο βάλτο θα βρεθεί.

    Παιδί του μυστικισμού, της φαντασίας
    αν και μικρής ηλικίας,
    απ’ την σκοτεινιά του βάλτου θα γοητευθεί
    κι εκεί θ’ αποκοιμηθεί.

    Τότε ο πρίγκιπας απ’ το κουτί του βγαίνει
    και κοντά στην κόρη πηγαίνει.
    Χαϊδεύει τα μαλλιά της –κόκκινα σαν το κρασί του θεού Διονύσου-
    και αποφασίζει να την πάρει μαζί του.

    Το αγνό πλάσμα στα χέρια του σηκώνει
    και απ’ το λευκό φως της βουρκώνει.
    Το κουτί ξανά ανοίγει
    και τους δυο στο σκοτάδι πνίγει.

    Η κόρη τα μάτια ανοίγει
    κι απ’ την αγκαλιά του πρίγκιπα
    με την νεκρική μορφή
    πασχίζει να φύγει.

    Γύρω της κοιτάζει
    και τον πρίγκιπα ξορκίζει,
    παρακαλάει όσο μπορεί
    πιο σφιχτά να την κρατάει.

    Εκείνος υπακούει σιωπηλά
    και σιγά- σιγά μαγνητίζοντας
    τη με μια ματιά
    της ανοίγει τη δική του τη καρδιά.

    Απ’ των πέπλων και των δακρύων
    την βραδιά φτάνει σε τούτη
    τη στιγμή τη ζωντανή που
    την σήκωσε στα χέρια του τρυφερά.

    Κι όταν η κατάβαση τελειώσει
    η κοπέλα το φουστάνι της θα ισιώσει,
    τα μάτια της στα δικά του θα καρφώσει
    και με θάρρος θα φωνάξει:

    «Μου ‘δειξες τη νύχτα, μ’ έφερες στη σκοτεινιά.
    Άσε με τώρα να σου δείξω που έχει η αγάπη φωλιά.
    Με φως και τραγούδια θα σε ταξιδέψω
    και τα φιλιά μου ευλογημένο ένδυμα θα σου φορέσω.»

    Ο πρίγκιπας το «ναι» φοβάται να το πει
    πριν το πρόσωπο του την αφήσει να δει.
    Αργά- αργά τη πλησιάζει,
    στο πέρασμα του τους καθρέφτες ξεσκεπάζει.

    Η κόρη περικυκλωμένη απ’ τη δική του μορφή
    πλέον φως δεν μπορεί να δει.
    Το μυαλό της αρνείται ν’ αφεθεί
    στα δικά του χέρια για όλη τη ζωή.

    Η ζωή της κρέμεται από μια κλωστή
    όταν το βασίλειο του πρίγκιπα έρχεται να δει
    αυτή τη καινούργια, άσπιλη, παρθενική μορφή
    που δεν ξέρει «αμαρτία» τι πάει να πει.

    Η κρασομαλλούσα τρομοκρατημένη
    καταφύγιο προσπαθεί να βρει,
    στην αγκαλιά του πρίγκιπα
    θα κρυφτεί.

    «Όλοι τους είναι σαν εμένα.
    Τα όνειρα τους είναι ραντισμένα
    με στάχτη κι αίμα.»
    Θα της πει.

    Εκείνη μια τελευταία φορά θα τον δει
    και μετά για πάντα θα χαθεί.
    Το φως μες στο σκοτάδι να ζήσει δεν μπορεί.
    Το σκοτάδι μες στο φως πεθαίνει στη στιγμή.

    Ο πρίγκιπας γονατίζει, θρηνεί γοερά
    βλέποντας τα πάντα
    –νιάτα, αθωότητα, ομορφιά-
    νεκρά μέσα στη δική του αγκαλιά.

    Μαρία Δανιήλ
     
  9. Πτώσεις

    Μ' αρέσουν οι πτώσεις.
    Η ονομαστική που έχει δικαιοδοσία στην ουσία,
    η δοτική που καταργήθηκε ίσως γιατί μου λείπει
    μα περισσότερο η αιτιατική δίπλα στο θυμικό θέλω.
    Η γενική είναι κτητική αλλά δεν έχω αντίρρηση,
    ωραία και η κτήση, ωραίος και ο κτήτορας.
    Καλότυχοι και οι δύο.
    Κι όσο για τη γενική της αξίας;
    Όπως λέμε, άνθρωπος της μεγάλης αναμονής,
    αυτός που έμεινε δίχως κτήση
    κι έπεσε στην κλητική.

    Γιώργος Παναγιωτίδης, ''Υποθετικός λόγος κι άλλα ποιήματα''
     
  10. Alice in wonderland

    Alice in wonderland sui generis Contributor

    The Lake
    In youth’s spring, it was my lot
    To haunt of the wide earth a spot
    The which I could not love the less;
    So lovely was the loneliness
    Of a wild lake, with black rock bound.
    And the tall pines that tower’d around.
    But when the night had thrown her pall
    Upon that spot — as upon all,
    And the wind would pass me by
    In its stilly melody,
    My infant spirit would awake
    To the terror of the lone lake.
    Yet that terror was not fright —
    But a tremulous delight,
    And a feeling undefin’d,
    Springing from a darken’d mind.
    Death was in that poison’d wave
    And in its gulf a fitting grave
    For him who thence could solace bring
    To his dark imagining;
    Whose wild’ring thought could even make
    An Eden of that dim lake.

    Edgar Allan
    1809-49
     
  11. παίζοντας σκοινάκι με μια θηλιά

    ας ζήσουμε υποταγμένοι / ένα κενό ο Θάνατος προσφέρει

    αναπνοές και ασκήσεις / άτεχνες βαθμολογημένες πτήσεις


    μούτες πρόζα και αλκοόλ / καρδιά σε δίεση σολ

    υπερωκεάνιος Εμπειρίκος / του οργασμού ο Τύπος

    ημέρες ξεκοιλιασμένες εκρήξεις / συμπαθείς κοιλιές συνειδήσεις


    απάνθρωπα ανθρώπων συστήματα
    /
    ανθρώπινα απάνθρωπα αισθήματα


    Β.Σ
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Λαλήματα της σιωπής μου

    Σα νεκροκέρια σε θανάτους μακρινούς
    Τρέμουν τα’ αστέρια την νυχτιά τη μαύρη.
    Αλαφιασμένος ξεφτερούγισεν ο νους
    Και μες το σκότος τους νεκρούς γυρεύει να βρει.
    Θανάτους άπειρους βλέπει απλωμένους
    Πάνω στο χώμα φύλλα κίτρινα δέντρων-
    Μα Δε τους νοιώθει και ζητάει στους πεθαμένους
    Κάποιον ανύπαρχτο και ανεύρετο νεκρό…

    Απόψ’ εφύσα μανιακό τα’ αγέρι του βοριά
    Κι όσα ξερόφυλλα στη γη απάντησε πεσμένα,
    Η ορμή του τα συνεπήρε , τα σήκωσε ψηλά
    Και σ΄αλλα μέρη μακρινά τα πέταγε- ωιμένα!
    Φύλλο ξερό, φύλλο φτωχό πεσμένο απ’’ το δεντρί,
    Κι εγώ με φόβο κι ηδονή προσμένω τέτοιο αγέρι
    Που μιαν ημέραν άγνωστη απ’ αυτήν εδώ τη γή
    Θα με πετάξει μακριά, ποιος ξέρει σε ποια μέρη!

    Έρμο το δεντράκι του άφησε
    Ο νοικάρης του τα’ αηδόνι
    (Έρμο το σπιτάκι μου άφησε
    η νοικάρα μου η χαρά).

    Ξέρα, γύμνια στα δεντρόκλαδα
    Τα’ ακροκλώνια σκέπει χιόνια..
    (Μαύρη νέκρα στο σπιτάκι μου
    στις γωνιές του η συμφορά…)

    Πάλι το πουλί ξανάρχεται
    Το δεντρί πετάει βλαστάρια.
    (Στη χαρά έχει το σπιτάκι μου
    τις πορτούλες του ανοιχτές…)

    Το πουλί πηδάει χαρούμενο
    Στού δεντριού τα κλωνάρια.
    (Η χαρά’ κόμη Δε φάνηκε.
    Πότε θα φανεί; ποτές!…)

    ( Μήτσος Παπανικολάου )