Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Καρδιά μου μην ακούς τους άλλους, μην ακούς ούτε εμένα ακόμα όταν
    σπάω και πέφτω στα γόνατα και φωνάζω.

    Γιατί τι θάναι η χαρά δίχως αγρύπνια, δίχως παίδεμα, δίχως μάχη.

    Δίνε μου μόνο το θάρρος να σπαράζω έστω μες την ταπείνωση.
    Κι έτσι σπαράζοντας να ωριμάζω.
    Και μόνο εκεί προς το τέλος, μαλάκωσε λίγο, χάρισέ μου
    την πιο βαθιά χαρά.
    Να γυρίσω πίσω μου και να μη ντραπώ, να μη μετανοιώσω.
    Να γείρω ύστερα και να τελειώσω αθόρυβα.

    Γιατί κι ο θόρυβος είν' ένα ρούχο, όχι μόνο πάνω απ' τη γύμνια μας.
    Πάνω απ' τον τρόμο μας μη μας γνωρίσουν.

    ________________________
    Θανάσης Κωσταβάρας
     
  2. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα
    Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας
    Aλμύρα ήλιου, ολόκληρος
    Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης
    Λιώνει το βάρος του μυαλού
    Mε απέραντο πορτοκαλί σκοτάδι που όρμησε
    Ως τις κλειδώσεις
    Tι εύκολα
    Kαθώς αδειάζει κάθε ιδέα
    Kι ανάστροφα
    Pουφάει την αόρατη ευφροσύνη
    του –να– μην
    Ώσπου ολοκάθαρα: «Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω»
    αστράφτοντας
    καρφώθηκε στη σκέψη μου
    η σκέψη.

    Αντώνης Φωστιέρης
     
  3. ..Έλα σπίτι να γράψουμε ποιήματα
    με χίλια βιολιά να παίζουν αληθινό ροκ,
    η νύχτα διπλή, δίχως σταθμό,
    μ’ όλα τα μίλια τής μηχανής και του χρόνου στο φουλ
    έλα, με το τζιν να ποτίζει το μεδούλι τού νου,
    έλα στο σπίτι να γράψουμε τρελά ποιήματα,

    θυμάμαι που μου το ‘λεγες τόσες φορές
    και σ’ άκουγα στο βάθος τής πολυκατοικίας
    οδός Βασιλίσσης Όλγας 118,
    με τα παντζούρια κλειστά, μέρα μεσημέρι,
    για να μη μπαίνει το φως του καλοκαιριού

    στο πικάπ ο Σαχτούρης να διαβάζει ποιήματα
    κι εσύ να μεταφράζεις τους απόβλητους ποιητές σου,
    μαγεμένος πίνοντας μαγεμένος ως το άλλο πρωί,
    με τη ζέστη να ξεραίνει τις λέξεις μας,
    με το μαγιό εσύ, με τους πόρους σου ανοικτούς,
    για να μπαινοβγαίνει ελεύθερα το σκοτεινό αλκοόλ τής μοίρας

    με το τηλέφωνο κατεβασμένο
    σε πόναγε το κουδούνισμα απ’ το υπερπέραν,
    στο μικρό χολ οι εφέστιοι θεοί σου μαχαιρωμένοι
    με το στιλέτο που έκοβες τις σελίδες και τις φέτες τής ζωής σου,
    τ’ άδεια μπουκάλια στο πάτωμα, σφυρίχτρες τού θανάτου,
    μου τέλειωσαν τα τσιγάρα, μου τέλειωσαν οι στίχοι,
    έλα να γράψουμε άλλα ποιήματα

    ..

    Γιώργος Βέης, [Από την ενότητα Αλληλογραφία] Υστερόγραφα γης (2004)
     
  4. Η ζωή είναι καλή, η ζωή υποφέρεται.

    Η Τρίτη ακολουθεί τη Δευτέρα, και μετά έρχεται η Τετάρτη, αλλά είναι λάθος.

    Αυτή η ακραία ακρίβεια αυτή η στρατιωτική μεθοδικότητα είναι μια ευκολία, ένα ψέμα.

    Γιατί κάτω από την επιφάνεια ακόμη και όταν φτάνουμε σε ένα ραντεβού ακριβώς στην ώρα μας με το λευκό μας το γιλέκο και τις συνήθεις τυπικότητες και αβρότητες βαθειά μέσα μας κυλά ορμητικά ένα ποτάμι διαψευσμένων ονείρων.

    Virginia Woolf,
    Τα κύματα.
     
  5. eyes_closed

    eyes_closed polished our dreams

    Βρέχει...
    Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
    μόνη
    πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
    Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
    κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
    σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
    Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
    βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
    τὸν βρόχινό του δρόμο
    γεμίζοντας. Κοιτάζει...
    Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
    σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
    ἕνα ἀνυπέρβλητο,
    νά ῾χει σταθεῖ
    μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
    Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
    παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
    ―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
    ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
    Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
    Κοιτάζει...
    Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
    τὰ δίνει στὴ βροχὴ
    πιάνει σταγόνες
    φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
    γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
    Κοιτάζει...
    Καί, ξαφνικά,
    σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
    κάνει νὰ πάει μέσα.
    Ποῦ μέσα ―
    μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
    καὶ μόνη
    πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
     
  6. ΡΟΖ

    ..Θα μείνουμε έτσι χωρίς να μιλάμε

    Ψυχή με ψυχή χέρι με χέρι

    Μάτια μέσα στα μάτια των πραγμάτων στα μάτια σου

    Φώτα σημάδια του άλλου κόσμου

    Φώτα σποραδικά μες στις ηλεκτρικές σου μνήμες

    Κι η νύχτα αμφίβολη ριγμένη απ’ τα σκοτάδια

    Κι εσύ ολάκερος μες στο ταξίδι και απόμερος

    Σε μια γωνιά στης θάλασσας τα βράχια

    Κι ήρθα σε βρήκα με τα τριάντα χρόνια σαν αργύρια

    Νύχτα του Οκτώβρη ξεβρασμένη πάνω μας ήταν

    Θα μείνεις Πάντα έτσι ζοφερός κι απόμακρος

    Θα μείνεις έτσι σε τούτο το κομμάτι της ζωής τ' απόμερο

    Το σπίτι σου θα ζει πάνω στη θάλασσα

    Νύχτα μέσα στη νύχτα τη νύχτα σου

    Και το παράθυρό σου ανοιχτό στη νύχτα σου στη θάλασσα

    Εκεί που ένα σώμα να πέσει μπορεί σχεδόν αθόρυβα

    Όπου αθόρυβα έπεσε μια καρέκλα

    Ένα μακρύ φόρεμα και χάθηκε

    Κι ίσως εγώ μονάχα το θυμάμαι
    ..

    Αλέξης Τραϊανός
     
    Last edited: 27 Αυγούστου 2018
  7. ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΡΕΣ

    ..Εκείνος ο δυνατός άνεμος

    Ξεσκεπάζοντας ένα χώρο από καθρέφτες

    Αρχίζοντας το παιχνίδι

    Που προσπαθούμε να συγκολλήσουμε

    Μικρά μικρά κομματάκια τις χαμένες μας μέρες

    Όλο σκόνη και στάχτη

    Παίζουμε πάντα το ίδιο παιχνίδι

    Χρώματα φωτεινά χρώματα θαμπωμένα

    Κερδίζοντας ακίνητοι ανέκφραστοι

    Το βαρύ νόημα να υπάρχουμε

    Μέρες ματωμένες από ράμφη πουλιών
    ..

    Αλέξης Τραϊανός
     
    Last edited: 29 Αυγούστου 2018
  8. Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.

    Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους βασιλικούς δρόμους και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά.

    Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε

    ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά - μην ξαφνιαστείς,
    γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά ο ένας απ'τη λάμψη του άλλου.

    Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται, μα οι ρόγες των δακτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια, τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.

    Τάσος Λειβαδίτης.
     
  9. proteus

    proteus Ότι έχεις να πεις, κάντο.

    Nα σε προκαλούνε τά στήθια μου
    θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δώ τά μάτια σου να βαραίνουν
    τά μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
    θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
    ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.

    Joyce Mansour
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    [ Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα ]

    Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα, είναι πλασμένη
    για των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.

    Όταν την κόμη λύνοντας, μια άναστρη νύκτα απλώνει
    στους ουρανούς τους πολικούς βαθύγηρων κατόπτρων,
    λάμπει, μαστίγιο πύρινο των ληθαργούντων πόθων,
    επίφοβη σα βάραθρο κι ωραία σαν αμαρτία.

    Δεν είναι πλάσμα των φθαρτών, κρυστάλλινων ερώτων.
    μιας λυρικής παραφοράς η φλόγα η θαλασσιά:

    Σφίγγα ορειχάλκινη, είδωλο μιας σκοτεινής μαγείας,
    για τις σκληρές προορίζεται των Ασιανών λατρείες,
    για τους μοιραίους, υστερικούς φετιχισμούς των Μαύρων.

    ---------------------------------------------------------------

    Το γαλάζιο κιόσκι

    Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι.

    Γύρω απ' αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι
    τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι
    δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ' ωριμασμένους ήλιους.

    Το δείλι, όταν το σχήμα του βυθίζεται στους ίσκιους,
    βρίσκουν εκεί καταφυγή φιλέρημα παιδιά,
    που επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου
    αφήνουν βάρκες χάρτινες να φεύγουν σιωπηλά.

    Εκεί το αγιόκλημα άλλοτε με την πολύοσμη κόμη
    παλαιών εμύρωνε κυριών την ανθηρή ομιλία,
    καθώς στο θάλπος των νυκτών του Αυγούστου η ωχρή σελήνη
    στάλαζε φίλτρα ερωτικά από μια ανάερη κρήνη.

    Τώρα το κιόσκι το παλιό με την εράσμια φρίζα
    θρυμματισμένη απ' τη σκληρή της χειμωνιάς αξίνη,
    όταν οσιώνεται το φως το ακόλαστο της μέρας,
    περνάει στη νύχτα παίρνοντας το μύρο απ' την αιφνίδια
    μελαγχολία των σιωπηλών, φιλέρημων εφήβων,
    που με το δείλι χάνουνε τις βάρκες, τις ψυχές τους
    επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου.


    ( Καίσαρ Εμμανουήλ )
     
  11. proteus

    proteus Ότι έχεις να πεις, κάντο.

    ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΕ ΗΧΟ ΠΛΑΓΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

    Θα στρώσω κι απόψε τα λινά σεντόνια
    Θα λευτερώσω τελετουργικά τ’ ανομολόγητα πάθη
    ψάλλοντας της Μοναξιάς τα απηχήματα.
    Κι όταν εκείνη στο κάλεσμά μου αποκριθεί
    θα σταθούμε αντικριστά, σαν εραστές και σα θηρία.

    Γυμνοί θα ψηλαφούμε τις παλιές πληγές,
    ώσπου ν’ αναδυθούν οι ξεχασμένες ευωδιές
    -σμύρνα, αρισμαρί και κάρδαμο.
    Κι εκεί, παραδομένοι στου δειλινού τη χαύνωση,
    θα σμίξουμε δαγκώνοντας και γλύφοντας και μπήγοντας τα νύχια…

    Να γεύεσαι το άδηλο σημαίνει να πονάς, να σκίζεσαι,
    μέσα σε μια στιγμή ν’ αποζητάς και ν’ αποδιώχνεις.

    Κι όταν στο λυκαυγές θα γείρουμε αποκαμωμένοι,
    τη γλώσσα θα ταξιδέψω στα πληγωμένα χείλη
    αναζητώντας τη γεύση της, που εχάθη αγκαλιά με τη νύχτα…

    Μιά θλίψη για ότι έφυγε στο χτες
    και μιά ελπίδα που γίνεται λεπίδα
    χαράσσοντας το αύριο στο κορμί…

    Proteus
     
  12. eyes_closed

    eyes_closed polished our dreams

    Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
    την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
    πώς κερδίζει πάντα αυτή
    ενώ χάνουμε εμείς.
    Πώς οι αξίες γεννιούνται
    κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
    το σώμα.
    Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
    ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
    ανασαίνω κι ας είμαι
    σε κοντινή μακρινή απόσταση
    απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
    Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
    θα εφεύρει η ζωή
    ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
    και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
    Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
    πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
    τα πετάω.
    Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
    να φεύγουν τα περιττά λέω
    να μπω στον ουρανό τού τίποτα
    με ελάχιστα.