Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απροσδιόριστη χρονολογία

    Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση,
    τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
    (Ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
    έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε,
    χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά.
    Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
    Μια μέρα τόσο διάφορη απ᾿ τις άλλες,
    χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν»
    π᾿ αυλακώνουν τη σκέψη,
    χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης.
    Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα,
    σαν τον καπνὸ τσιγάρου χωρίς άρωμα.
    Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι,
    δίχως τον παραμικρότερο ήχο
    (Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε),
    έμεινε το συρτάρι μας όπως το αφήσαμε.
    Ίσως -λες- πως δεν ήτανε καν μία μέρα,
    μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί.
    Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
    -λες- πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα,
    έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

    ( Μανόλης Αναγνωστάκης )
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Στην αρχή αυτού του δρόμου μια λατέρνα αγκομαχώντας

    Στην αρχή αυτού του δρόμου μια λατέρνα αγκομαχώντας, ανεμίζει σκωροφαγωμένες μελωδίες.
    Eνα χέρι παχουλό γυρίζει τη μανιβέλα· το όργανο βγάζει νεράιδες, δύστροποι νάνοι ξεπηδούν αδέξια,
    απ' το μικρό κουτί του ξεχύνονται ταγκιασμένα ξωτικά στο έξοχο ηλιόφως μέσα στον ανθόπληκτο αέρα που 'χει
    βρομίσει από ευκίνητα σμήνη ηχητικών πλασμάτων.

    –Παιδιά στέκονται με κυκλικά φοβισμένα πρόσωπα κι αγριοκοιτάζουν τον μικρόσωμο χαμογελαστό ρακένδυτο
    άντρα που η μανιβέλα στο χέρι του όλο γυρίζει απεγνωσμένα δείχνοντας την παράξενη μαϊμού
    (Αν της ρίξεις ένα κέρμα, θα το αρπάξει με τέχνη στον αέρα και θα το χώσει με ύφος σοβαρό στο τσεπάκι της).
    Μερικές φορές δεν πιάνει τα λεφτά και τότε ο αφέντης της φωνάζει,
    σκεπάζοντας τη μουσική και τραβάει το σχοινί.
    Kι η μαϊμού κάθεται και σε κοιτάζει με τα χολωμένα κι αγέλαστάατης μάτια κι αφού τσακώσει
    μια δυο τρεις δεκάρες εκείνος τής ρίχνει ένα φιστίκι.
    (Kι αυτή το ανοίγει επιδέξια με το στόμα, κρατώντας το με το χεράκι της που μοιάζει με παιχνίδι).

    Kαι μετά πετάει ψυχρά το τσόφλι με μια μικρή γεμάτη πλήξη
    κίνηση, poy κάνει τα παιδιά να γελούν.
    Μα εγώ δεν γελώ, η μανιβέλα γυρίζει απεγνωσμένα ξωτικά κι απελπισμένοι
    νάνοι κι αλλόφρονες νεράιδες αναβλύζουν αδέξια απ' το ταλαιπωρημένο όργανο
    παχουλό και μυστηριώδες το ανθόπληκτο ηλιόφως πυκνώνει.
    Mέσα σε ίλιγγο γυρίζει απαλά ο δρόμος και τα παιδιά κι η μαϊμού κι η λατέρνα
    κι ο άντρας χορεύουν. Aργά κυματίζουν μες στην τρεμάμενη ομίχλη ενός απάνθρωπου σκοπού.
    Μικροσκοπικές νεκρές μελωδίες σέρνονται πάνω στο πρόσωπο μου, οι τρίχες μου
    είναι γεμάτες ακρωτηριασμένα μικροσκοπικά πράγματα.
    Tραγουδάνε μες στ’ αυτιά μου ανακατώνοντας ξέψυχα σαπισμένους
    σκελετούς και νιώθω το τράβηγμα του σχοινιού!
    Ο μικρόσωμος χαμογελαστός ρακένδυτος άντρας φωνάζει σκεπάζοντας τη
    μουσική, τον καταλαβαίνω. Bάζω πάλι το στρογγυλό κόκκινο καπέλο στο κεφάλι
    μου, κάθομαι και σε κοιτάζω με τα χολωμένα κι αγέλαστα μου μάτια, ναι, μα το θεό.
    Γιατί εγώ είμαι που δείχνουν η παράξενη μαϊμού με το γέρικο κουκλίστικο προσωπάκι
    και τα τριχωτά μπράτσα σαν τέρας και τα χέρια στο χρώμα του καουτσούκ και τα πόδια
    γεμάτα επιδέξια δάχτυλα και την εκπληκτικά ολοζώντανη ουρά.
    (Και ένα μικρό κόκκινο σακάκι που έχει μια αληθινή τσέπη και το κόκκινο αστείο καπέλο
    με ένα μεγάλο φτερό είναι δεμένο κάτω από το πηγούνι μου).
    Που σκαρφαλώνω και σκούζω και τρέχω κι αιωρούμαι σαν παιχνίδι στην άκρη ενός σχοινιού.

    ( E.E.Cummings )
     
  3. aethereal

    aethereal Guest

    Απροσδοκίες

    Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

    Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
    Βρέχει χωρίς να βρέχει
    όπως όταν σκιά
    μας επιστρέφει σώμα.

    Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
    Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
    και πιο μακριά
    η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
    Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
    κάθε που μας μετράει το άδειο.

    Φυσάει άδειο δωμάτιο.
    Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
    που έχω να σαρώνομαι.

    Νέα σου δεν έχω.
    Η φωτογραφία σου στάσιμη.
    Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
    χαμογελάς σαν όχι.
    Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
    σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
    το άκρατο όνομα τους semprevives
    semprevives –Αιώνιες, Αιώνιες
    μην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.


    ....
    Νέα σου δεν έχω.
    Η φωτογραφία σου στάσιμη.
    Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.

    Όπως σκιά μού επιστρέφει σώμα.
    Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
    εκεί πάνω.

    Σε κάποιαν αραιότητα κατάφυτη
    με σκιερές απροσδοκίες
    και αειθαλείς περιστροφές.

    Τον διερμηνέα της σφοδρής
    σιωπής που θα αισθανθούμε–μορφή εξελιγμένη της σφοδρής
    μέθης που προκαλεί μια συνάντηση
    εδώ κάτω– θα 'ρθει να κάνει ένα κενό.
    Και θα μας συνεπάρει τότε
    μια αγνωρισιά παράφορη–μορφή εξελιγμένη του αγκαλιάσματος
    που εφαρμόζει η συνάντηση εδώ κάτω.

    Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά
    από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή
    ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας.
    Σε κάποιαν
    ίσως εκδρομή τού απείρου στο επ' άπειρον∙

    στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό,
    για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο∙

    καλεσμένοι σε αστροφεγγιά προορισμού,
    σε διασκεδάσεις παύσεων για φιλευδιάλυτους
    σκοπούς και αποχαιρετιστήριες ουρανών
    πρώην μεγάλες σημασίες.
    Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
    θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
    κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
    Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή τής παρέας.
    Η σάρκα.
    Φωνάζω τη στάχτη
    να με ξαρματώσει.
    Καλώ τη στάχτη
    με το συνθηματικό της όνομα: Όλα.

    Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
    εσύ κι ο θάνατος εκείνου του ονείρου.
    Το στερνοπαίδι όνειρο.

    Απ' όσα είχα το πιο φρόνιμο.
    Ξεθολωμένο, πράο, συνεννοητικό.

    Όχι και τόσο βέβαια ονειροπόλο
    αλλά ούτε και φτηνά χαμηλωμένο,
    όχι σουδάριο κάθε γης.
    Πολύ οικονόμο όνειρο,
    σε ένταση και λάθη.

    ...

    Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
    εσύ κι ο θάνατός του.
    Δίνε του χαιρετίσματα, πες του να 'ρθει
    κι αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε
    εκεί, στην τελετή απονομής απωλειών.


    Όσο δε ζεις να μ' αγαπάς.
    Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.
    Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό.
    Όσο δε ζεις να μ' αγαπάς.
    Διότι νέα σου δεν έχω.
    Κι αλίμονο αν δε δώσει
    σημεία ζωής το παράλογο.


    από τη συλλογή Χαίρε ποτέ
    (Κική Δημουλά)

    _ _ _ _ _ _ _ ...
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απολογισμός

    Κι άλλες χαμένες μέρες,
    ξεκοιλιασμένες μέρες,
    εξατμισμένες μέρες.
    Κι άλλες χαραμισμένες μέρες,
    σπαταλημένες μέρες,
    δαρμένες μέρες,
    ακρωτηριασμένες.
    Το πρόβλημα είναι ότι
    το άθροισμά των ημερών,
    μας κάνει μια ζωή,
    τη ζωή μου.

    Κάθομαι εδώ
    Εβδομήντα τριών χρονών,
    ξέροντας ότι ξεγελάστηκα.
    Τα ΄κανα θάλασσα.
    Τσιγκλάω τα δόντια μου,
    με μια οδοντογλυφίδα που σπάει.
    Σαν εμπορικό τραίνο που δεν τ’ ακούς,
    όταν έχεις την πλάτη γυρισμένη.

    ( Charles Bukowski )
     
  5. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
    Σύλβια Πλαθ

    Είμαι ασημένιος κι ακριβής. Χωρίς προκαταλήψεις.
    Ό,τι κι αν δω, αμέσως το ρουφάω
    Έτσι όπως είναι, χωρίς να με θαμπώνει αγάπη ή απέχθεια.
    Δεν είμαι σκληρός, μονάχα φιλαλήθης…
    Το μάτι ενός μικρού θεού, με τέσσερις γωνίες.
    Τον περισσότερο καιρό στοχάζομαι τον τοίχο απέναντί μου.
    Ροζ με κηλίδες είναι. Τον κοιτάζω τόσον καιρό τώρα
    Που μου φαίνεται κομμάτι της καρδιάς μου. Μα τρεμοπαίζει.
    Πρόσωπα και σκοτάδι μάς χωρίζουν ξανά και ξανά.

    Τώρα είμαι λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
    Ψάχνοντας στα νερά μου το τι στ’ αλήθεια είναι.
    Έπειτα στρέφεται σε κείνους τους ψεύτες, τα κεριά ή το φεγγάρι.
    Βλέπω τη ράχη της, και την αντανακλώ πιστά.
    Με δάκρυα μ’ ανταμείβει και μια τρικυμία από χέρια.
    Της είμαι σημαντικός. Έρχεται και ξανάρχεται.
    Κάθε πρωί το πρόσωπό της του σκοταδιού παίρνει τη θέση.
    Μέσα μου πνίγηκε, νεαρό κορίτσι, και μέσα μια γριά
    Μέρα τη μέρα αναδύεται προς το μέρος της, σαν ψάρι τρομερό.

    [Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1961]
    [Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σεξ, παρηγορία στη μιζέρια

    Η πόρνη είναι βασίλισσα, ο θρόνος της
    είναι ένα ερείπιο, η επικράτειά της ένα κομμάτι
    χεσμένο λιβάδι, το σκήπτρο της
    μια τσάντα με κόκκινο βερνίκι:
    γαβγίζει μες στη νύχτα, βρόμικη και άγρια
    σαν αρχαία μητέρα: υπερασπίζεται
    το έχει της και τη ζωή της.
    Οι νταβατζήδες, τριγύρω σε μπουλούκια,
    φουσκωμένοι και άκεφοι, μουστακαλήδες
    από το Μπρίντιζι, οι Σκλάβοι, είναι
    αρχηγοί, αφεντικά: μες στο σκοτάδι
    κάνουν τις κομπίνες τους των εκατό λιρετών,
    κλείνοντας το μάτι σιωπηλά, ανταλλάσσοντας συνθήματα.
    Ο κόσμος, αποκλεισμένος, σιωπά γύρω τους,
    και οι ίδιοι αποκομμένοι από αυτόν,
    σιωπηλά ψοφίμια αρπακτικών.

    Αλλά μες στα σκουπίδια του κόσμου, γεννιέται
    ένας καινούργιος κόσμος: γεννιούνται νέοι νόμοι
    όπου δεν υπάρχει πια νόμος, γεννιέται μια νέα
    τιμιότητα όπου τιμή είναι η ατιμία…
    Γεννιούνται εξουσίες και άρχοντες,
    άγριοι, μέσα σε σωρούς και τρώγλες,
    σε τόπους απέραντους όπου νομίζεις
    ότι τελειώνει η πόλη, και όπου ωστόσο
    ξαναρχίζει, εχθρική, ξαναρχίζει
    χιλιάδες φορές, με γέφυρες
    και λαβυρίνθους, εργοτάξια και μπάζα,
    πίσω από θάλασσες ουρανοξυστών
    που καλύπτουν ολόκληρους ορίζοντες.

    Στην ευκολία του έρωτα
    ο φουκαράς νιώθει άνθρωπος:
    θεμελιώνει την εμπιστοσύνη του στη ζωή, μέχρι
    του σημείου που περιφρονεί όποιον κάνει άλλη ζωή.
    Τα παιδιά ρίχνονται στην περιπέτεια
    σίγουρα ότι βρίσκονται σ’ έναν κόσμο
    που τους φοβάται, που φοβάται το φύλλο τους.
    Ο οίκτος τους βρίσκεται στην ασπλαχνιά τους,
    η δύναμη τους στην ελαφρότητα τους,
    η ελπίδα τους στην ανυπαρξία ελπίδας.

    ( Pier Paolo Pasolini )
     
    Last edited: 5 Απριλίου 2015
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Παρελθόν

    Συχνά επαναλαμβάνω ψιθυρίζοντας
    πως με τις θύμισες πρέπει να ζω μόνο
    όταν θα μου 'χουν απομείνει λίγες μέρες.
    Κείνο που πέρασε
    μοιάζει να μην υπήρξε ποτέ.
    Το παρελθόν θηλιά
    που σφίγγει το λαρύγγι του μυαλού
    κι απομυζά ενέργεια απ' το παρόν μου.
    Το παρελθόν δεν είναι άλλο από καπνός
    για όσους δεν το 'χουν αντικρίσει.
    Ότι έχω ήδη δει,
    πια δεν αξίζει τίποτα.
    Το παρελθόν και το μέλλον
    δεν υπάρχουν στ' αλήθεια, ψευδαισθήσεις εφήμερες.
    Πρέπει να λυτρωθώ απ' τον χρόνο,
    και να ζήσω στο παρόν, γιατί άλλος χρόνος δεν υπάρχει
    από τούτη εδώ την εξαίσια στιγμή.

    ( Alda Merini )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο Αυτοτιμωρούμενος

    Να σε χτυπήσω δίχως οργή,
    δίχως μίσος, σα χασάπης,
    σαν το Μωυσή το βράχο!
    Θα κάνω απ' το βλέφαρό σου
    για να ποτίσω τη Σαχάρα μου,
    ν'αναβλύσουν του πόνου τα ύδατα.
    Ο πόθος μου, θρεμμένος μ' ελπίδα,
    στ' αλμυρά δάκρυά σου θα επιπλεύσει,
    σαν πλοίο που στο πέλαγος ξανοίγεται
    και στην καρδιά μου, που θα μεθύσουν,
    οι προσφιλείς σου λυγμοί, θ' αντηχήσουν
    σαν τύμπανο που έφοδο χτυπά!

    Μήπως δεν είμαι μια παράφωνη συγχορδία
    μες στη θεία συμφωνία,
    χάρις στην αδηφάγο Ειρωνεία
    που με κινεί και με δαγκώνει;
    Είναι μες στη φωνή μου, τη βροντόλαλη!
    Είναι όλο μου το αίμα, τούτο το μαύρο φαρμάκι!
    Είμαι ο δυσοίωνος καθρέφτης,
    όπου κοιτάζεται η Μέγαιρα!

    Είμαι η πληγή και το μαχαίρι!
    Είμαι το χαστούκι και το μάγουλο!
    Είμαι τα μέλη κι ο τροχός
    και το θύμα και ο δήμιος!

    Είμαι της καρδιάς μου ο βρικόλακας,
    -ένας απ' αυτούς τους μεγάλους εγκαταλειμμένους,
    στο αιώνιο γέλιο καταδικασμένους,
    που δεν μπορούν πια να χαμογελάσουν.

    ( Charles Baudelaire )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σκοπιά

    Κρατάμε μέσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
    και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις.
    Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
    στην κάθε μας ματιά.
    Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα,
    η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα,
    που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
    μέσα στ’ αστέρια.

    ( Ανδρέας Εμπειρίκος )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    O επόμενος

    Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά, δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού,
    τα χωράφια ήταν ξέσκεπα και η μέρα τόσο γαλάζια,
    ο οδοστρωτήρας αγκομαχούσε τυραννισμένος απ’ τις μύγες,
    στις άγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ο Θεός κι η πεθαμένη υπηρέτρια,
    που ακούγοντας ένα περαστικό κουδούνι σηκώθηκε απ’ τον τάφο της ν’ ανοίξει.
    Και είδα ότι είχα φτάσει σε ακτές ουράνιες, ναυαγισμένος μέσα στα παπούτσια μου.
    Τώρα, κάθε φορά που θα δω μια σκάλα κάθομαι χάμω και κλαίω, γιατί ξέρω πως δε θα ξαναβρεθώ —
    κι έραβα τις πληγές μου για να μη χαθεί ο θησαυρός που μου εμπιστεύτηκαν,
    για να γεννήσω έναν ακόμα στεναγμό,
    για να με συχωρέσει ο άνθρωπος που ασέλγησε πάνω μου,
    μην ξέροντας πώς αυτή είναι η δύναμη μου,
    σαν τις μηλιές που ανθίζουν όταν ακούσουν το λάλημα του τρελού.
    Όταν τέλος αποφάσισα να παραδοθώ,
    έφερα μεγάλες αγκαλιές άχυρο και σκέπασα τα ίχνη μου,
    γι’ αυτόν που ερχόταν πίσω.

    ( Τάσος Λειβαδίτης )
     
  11. Ορίων

    Ορίων Omnia mors aequat

    Σε παρακαλώ, γλυκιά μου Σεπτιμίλλα,
    θησαυρέ μου εσύ, μονάκριβό μου πλάσμα,
    κοντά σου κάλεσέ με το απόγευμα να 'ρθω·
    αν όμως με καλέσεις, γνώμη μην αλλάξεις, μην ξεπορτίσεις,
    ούτε την πύλη ν' αμπαρώσεις,
    σπίτι να μείνεις και να ετοιμαστείς
    γιατί εννιά φορές στα χέρια μου θα χύσεις.
    Αν θέλεις, έρχομαι αμέσως τώρα
    γιατί παράφαγα και είμαι καυλωμένος
    κι αντί για εσένα τον χιτώνα μου τρυπώ.

    G. Valerius Catullus / 32
     
  12. Ορίων

    Ορίων Omnia mors aequat

    Τα χέρια μου
    Ανοίγουν τις κουρτίνες του είναι σου
    Και με άλλη γυμνότητα σε ντύνουν
    Ανακαλύπτουν τα σώματα του σώματός σου
    Τα χέρια μου
    Επινοούν ένα άλλο σώμα για το σώμα σου

    Octavio Paz / Ψηλαφώντας