Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. kink_hacker

    kink_hacker Working on combining BDSM with AI/Robotics

    “Ποίηση 1948” Νίκου Εγγονόπουλου

    τούτη η εποχή
    του εμφυλίου σπαραγμού
    δεν είναι εποχή για την ποίηση
    και άλλα παρόμοια:
    σαν πάει κάτι
    να
    γραφή
    είναι
    ως αν
    να γράφονταν
    από την άλλη μεριά
    αγγελτηρίων
    θανάτου

    γι’ αυτό και
    τα ποιήματά μου

    ειν’ τόσο πικραμένα
    (και πότε -άλλωστε- δεν είσαν)
    κι είναι
    - προ πάντων -
    και
    τόσο
    λίγα
     
  2. ..Μαύρο μέσα στον φθινοπωρινό κήπο το βήμα
    Ακολουθεί το αστραφτερό φεγγάρι,
    Η κραταιή νύχτα βουλιάζει στον παγωμένο τοίχο.
    Ω, η αγκαθωτή ώρα της θλίψης.

    Στο δωμάτιο που σκοτεινιάζει τρέμει ασημένιο το κηροπήγιο
    Του Μοναχικού, πεθαίνοντας, όσο συλλογιέται ένα κάτι σκοτεινό
    Και γέρνει την πέτρινη κεφαλή του πάνω απ’ το εφήμερο,

    Μεθυσμένος από κρασί και αρμονία νυχτερινή.
    Ολοένα το αυτί ακολουθεί
    Τον απαλό θρήνο του κότσυφα μέσα στα θάμνα της φουντουκιάς.

    Σκοτεινή ώρα με το κομποσκοίνι. Ποιος είσαι,
    Φλάουτο μοναχικό εσύ,
    Μέτωπο, κρυώνοντας γερμένο πάνω από καιρούς σκοτεινούς.

    Georg Trakl
     
  3. gazza

    gazza Regular Member

  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Λίγο Μελάνι

    Ἀφιέρωμα τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1878,
    στὴ μετέπειτα γυναῖκα του Μαρία.


    Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοι
    εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω...
    Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη,
    γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω.

    Ὡς τώρα ἄλλο τίποτα ἀπ᾿ τὸ δικό μου χέρι,
    παρὰ πολλοὺς νερόβραστους καὶ κρύους στίχους εἶδες.
    Ἀλλὰ κι οἱ στίχοι ποῦ καὶ ποῦ, καμμιὰ φορά, ποιὸς ξέρει,
    ἂν ἔχουν δῶρα ζηλευτὰ καὶ ζωντανὲς ἐλπίδες.

    Οἱ εὐτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες φορὲς γιὰ σένα
    ἂν ἔξαφνα φτερούγιζαν μὲ τὴν αὐγὴ μπροστά σου,
    θὰ ἔβλεπες τί εἴχανε οἱ στίχοι μου κρυμένα
    κι ἄλλη χαρὰ δὲ θά ῾θελε στὸ κόσμο ἡ καρδιά σου

    Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919)
     
  5. Στιγμές μαζεύονται και γίνονται ώρες
    κάποιος τις τσουβαλιάζει τα μεσάνυχτα
    για τον καιάδα του αβυσσαλέου χρόνου
    μαθημένου να καταλύει πεπραγμένα
    με δεξιοτεχνία ταχυδακτυλουργού απατεώνα.

    Mένεις γυμνός από τα χθεσινά
    προτού καλά καλά το καταλάβεις –
    άδειο το καπέλο και το κουνέλι άφαντο
    μες στην ανωνυμία του τσίρκου.

    Πάνω απʼ την πάχνη των υδάτων
    κρέμονται στα λιμάνια
    νυχτωμένοι αποχαιρετισμοί
    που περιμένουν κρεμασμένοι
    με τα μανταλάκια των τελευταίων φιλιών
    να τους ξεράνει κάποτε
    ο ήλιος της λήθης.

    Νανά Τσόγκα
     
  6. Η αλητεία μου

    Με τις γροθιές μες στις σκισμένες τσέπες περπατούσα,
    κ’ ήταν το πανωφόρι μου, κ’ εκείνο, ιδανικό·
    λαμπρότατο, ω λα λα! έκανα όνειρο ερωτικό,
    κ’ ήμουν κάτω απ’ τους ουρανούς ο εκλεκτός σου, ω Μούσα!

    Θεοτρύπητο και το βρακί μου το μοναδικό.
    Ρεμβάζων Κοντορεβιθούλης, εραγολογούσα
    ρίμες. Σε πανδοχείο, στη Μικρή Άρκτο, κατοικούσα.
    Φρ! Φρ! Τ’ αστέρια μου έτριζαν γλυκά στον ουρανό,

    και τ’ άκουγα, όπως καθόμουν σε μια των δρόμων άκρια,
    τις όμορφες του Σεπτεμβρίου βραδιές, που ένιωθα δάκρυα
    δροσιάς να ρέουν στο μέτωπό μου ως σφριγηλό κρασί·

    κ’ εκεί όπου ρίμες εύρισκα σε σκιές αναμεσής
    φανταστικές, τα λάστιχα απ’ τα τρύπια πέδιλά μου
    τράβαγα, σα λύρας χορδές, πατώντας πάνω στην καρδιά μου.

    Arthur Rimbaud
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το Κοράκι

    Αλλά σας νοιάζομαι, απεριόριστα. Βρίσκω τους
    ανθρώπους βαρετούς, εκτός κι αν πενθούν. Είναι πολύ
    λίγοι εκείνοι που η υγεία τους, η συμφορά τους,
    η πείνα τους, η κτηνωδία τους, το μεγαλείο τους ή
    η κανονικότητά τους μ’ ενδιαφέρουν (κάντε με
    να ενδιαφερθώ!), αλλά τα παιδιά που στερήθηκαν τη μαμά
    τους μ’ ενδιαφέρουν. Τα ορφανά από μητέρα παιδιά είναι
    η αδυναμία του κορακιού. Για ένα συναισθηματικό πουλί,
    είναι μια γινωμένη, πλούσια και νόστιμη φωλιά,
    ό,τι πρέπει για λεηλασία.

    ( Max Porter )

    * Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αναμονή

    Η αγάπη μου θά ’ρθει, ναι,
    θ’ ανοίξει την αγκάλη της, θα με κλείσει μέσα,
    θα καταλάβει τους φόβους μου, θα δει πού έχω αλλάξει.
    Μέσ’ απ’ το χυμένο σκοτάδι, από την πίσσα μέσα της νύχτας
    θα κλείσει δίχως να κοντοσταθεί με δύναμη την πόρτα του ταξιού,
    τις σκάλες θ’ ανεβεί με το αμυδρό φως του φακού της
    που ’χει για μπαταρίες τον έρωτα και την ευτυχία της αγάπης,
    λαχανιασμένη θ’ ανεβεί επάνω, όχι, την πόρτα δεν θα τη χτυπήσει,
    θα πάρει το χέρι μου στα χέρια της,
    και όταν θα ρίξει το παλτό της στην καρέκλα,
    αυτό θα πέσει στο πάτωμα – ένας σωρός χρώματος μπλε.

    ( Yevgeny Yevtushenko )

    * Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
     
  9. ΝΥΚΤΑΧΤΙΔΑ (NACHTSTRAHL)

    Πιο φωτεινά απ’ όλα καίγονταν τα μαλλιά της βραδυνής αγαπημένης:
    της έστειλα φέρετρο από το πιο ελαφρύ ξύλο.
    Το περιτριγυρίζουν κύματα ουρλιαχτά σαν το κρεββάτι των ονείρων μας στην Ρώμη;
    σαν κι εμένα φοράει περούκα λευκή και μιλάει βραχνιασμένα:
    μιλάει σαν κι εμένα τότε που εξασφάλιζα άδεια εισόδου σε καρδιές.
    Ξέρει ένα γαλλικό τραγούδι για την αγάπη, το τραγουδούσα το φθινόπωρο,
    όταν χασομερούσα ταξιδεύοντας στην χώρα του αργά και έστελνα γράμματα στις μέρες.
    Είναι ωραία βάρκα το φέρετρο, σκαλισμένη από σύδεντρο αισθημάτων.
    Και εγώ μαζί του κατέβηκα το αιμάτινο ποτάμι, τότε που ήμουν πιο νέος από το μάτι σου.
    Τώρα είσαι νέα σαν νεκρό πουλί στο χιόνι του Μάρτη,
    τώρα έρχεται σε σένα και τραγουδάει το γαλλικό του τραγούδι.
    Είσαστε ελαφρείς: κοιμόσαστε ως το τέλος την άνοιξή μου.
    Εγώ είμαι πιό ελαφρύς:
    τραγουδάω μπροστά σε ξένους.

    Paul Celan
     
  10. Jasmine

    Jasmine New Member

    Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
    ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
    τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
    μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
    καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
    Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
    Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
    ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
    Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
    κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
    ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
    Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
    νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
    κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
    τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
    στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
    στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
    Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
    ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
    Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
    τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

    Ντίνος Χριστιανόπουλος...Ιθακη
     
  11. 17 Νοέμβρη 1989

    Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.

    Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε.

    Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη και
    ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
    για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
    στα όνειρα.

    Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
    πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,
    εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.

    Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.

    Ηλίας Γκρης


     
  12. [ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται]

    να ’μασταν, λέει, τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο,


    δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο,

    ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.

    ή μήπως να’ μασταν εκεί ψηλά τα κεραμίδια

    πλάι στην καπνοδόχο

    την ώρα που όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.

    κι ύστερα, λέει, να φύτρωναν κόκκινα,

    κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας,

    στα μάτια μας ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.

    να ταξιδέψουμε πέρα απ’ τον πόνο και τον θάνατο.

    να ’μασταν, λέει, με κόκκινα φτερά

    ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται

    Τόλης Νικηφόρου