Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. lorelei

    lorelei Regular Member

    Dancing on the Grave of a Son of a Bitch

    God damn it,
    at last I am going to dance on your grave,
    old man;
    you’ve stepped on my shadow once too often,
    you’ve been unfaithful to me with other women,
    women so cheap and insipid it psychs me out to think I might
    ever
    be put
    in the same category with them;
    you’ve left me alone so often that I might as well have been
    a homesteader in Alaska
    these past years;
    and you’ve left me, thrown me out of your life
    often enough
    that I might as well be a newspaper,
    differently discarded each day.
    Now you’re gone for good
    and I don’t know why
    but your leaving actually made me as miserable
    as an earthworm with no
    earth,
    but now I’ve crawled out of the ground where you stomped me
    and I gradually stand taller and taller each
    day.
    I have learned to sing new songs,
    and as I sing,
    I’m going to dance on your grave
    because you are
    dead
    dead
    dead
    under the earth with the rest of the shit,
    I’m going to plant deadly nightshade
    on your grassy mound
    and make sure a hemlock tree starts growing there.
    Henbane is too good for you,
    but I’ll let a bit grow there for good measure
    because we want to dance,
    we want to sing,
    we want to throw this old man
    to the wolves,
    but they are too beautiful for him, singing in harmony
    with each other.
    So some white wolves and I
    will sing on your grave, old man
    and dance for the joy of your death.
    “Is this an angry statement?”
    “No, it is a statement of joy.”
    “Will the sun shine again?”
    "Yes,yes,yes,”
    because I’m going to dance dance dance
    Duncan’s measure, and Pindar’s tune,
    Lorca’s cadence, and Creeley’s hum,
    Stevens’ sirens and Williams’ little Morris dance,
    oh, the poets will call the tune,
    and I will dance, dance, dance
    on your grave, grave, grave,
    because you’re a sonofabitch, a sonofabitch,
    and you tried to do me in,
    but you cant cant cant.
    You were a liar in a way that only I know:
    You ride a broken motorcycle,
    You speak a dead language
    You are a bad plumber,
    And you write with an inkless pen.
    You were mean to me,
    and I’ve survived,
    God damn you,
    at last I am going to dance on your grave,
    old man,
    I’m going to learn every traditional dance,
    every measure,
    and dance dance dance on your grave
    one step
    for every time
    you done me wrong.

    -DIANE WAKOSKI-
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    H θεραπεία

    Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας.
    Κάποιοι δεν θεραπεύονται ποτέ.
    Στο δέρμα τους εμφανίζονται συνέχεια εξανθήματα,
    όπως τα ζωντανά ηφαίστεια που προκαλεί
    η επαφή με την καύτρα ενός τσιγάρου.
    Φορούν μικρά ρακούν για δερμάτινα παπούτσια
    που σιγά σιγά τους τρων τα πόδια,
    με ένα καμπριολέ αυτοκίνητο
    διασχίζουν αχανείς αυτοκινητόδρομους
    σταματούν από σπίτι σε σπίτι στην Νεβάδα,
    ως πλασιέ ενός πόνου που πρέπει να επιδείξουν
    σε αδιάφορες νοικοκυρές που τρίβουν τα πατώματα
    και σε άντρες που καλλιεργούν κολοκύθες
    για να συμμετέχουν σε διαγωνισμό μεγέθους.
    Ακόμα όμως και αν όλα παν καλά
    αν δηλαδή η ανία εύκολα μετατραπεί σε άνοια,
    η θεωρήσατε ότι εξοικονομήσατε από την απουσία χώρο,
    αφού έφυγαν οι μαύροι καναπέδες
    με τα φουσκωτά σαγόνια που σας καταβρόχθιζαν ολόκληρο,
    αν ανήκετε δηλαδή στους λίγους εκλεκτούς
    που απλώς τινάζουν το στρώμα
    και αγνοούν το βαθούλωμα
    από το περίγραμμα του κορμιού
    που κοιμήθηκε μαζί τους ένα βράδυ,
    ακόμα και τότε μην θεωρήσετε ποτέ πως είστε ασφαλείς.
    Μπορεί μια μέρα αδιάφορος
    καθώς κοιτάτε τις ταμπελίτσες με το κόστος στις βιτρίνες,
    κάποιος αθώος πίσω σας να προφέρει ένα όνομα
    και το δάχτυλο που κάλυπτε την τρύπα
    και εμπόδιζε με τόσο κόπο την ορμή
    ξαφνικά να παραλύσει,
    το φράγμα ολοκληρωτικά να καταρρεύσει
    και το νερό να πλημμυρίσει
    όλη την πόλη που κομμάτι κομμάτι
    συναρμολογούσατε τόσο καιρό με τόση υπομονή.
    Εσείς ο αρχιτέκτονας της λήθης

    ( Χλόη Κουτσουμπέλη )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Account

    The history of my stupidity would fill many volumes.
    Some would be devoted to acting against consciousness,
    like the flight of a moth which, had it known,
    would have tended nevertheless toward the candle's flame.
    Others would deal with ways to silence anxiety,
    the little whisper which, thought it is a warning, is ignored.
    I would deal separately with satisfaction and pride,
    the time when I was among their adherents
    who strut victoriously, unsuspecting.
    But all of them would have one subject, desire,
    if only my own -- but no, not at all; alas,
    i was driven because I wanted to be like others.
    I was afraid of what was wild and indecent in me.
    The history of my stupidity will not be written.
    For one thing, it's late. And the truth is laborious.


    ( Milosz Czeslaw )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σε κάποια πολύ πρόσχαρη

    Κεφάλι, κίνηση, η όψη σου όλη,
    τόσο όμορφα σαν όμορφο τοπίο
    σκιρτά στο πρόσωπο ένα γέλιο θείο,
    αεράκι σε ουράνιο περιβόλι.

    Η θλίψη που τυχαία σε αγγίζει
    θαμπώνεται απ' την τέλεια υγεία-
    Κι από τους ώμους σου, σαν φωταψία,
    από τα δυο σου χέρια αναβλύζει.

    Χρώματα φλογερά και αναμμένα
    που έχεις σκορπίσει στα φορέματα σου
    στων ποιητών την έμπνευση, φαντάσου,
    γίνονται βαλς ανθών ζωντανεμένα.

    Κάθε τρελό και έξαλλο φουστάνι,
    έμβλημα στο πολύχρωμο σου πνεύμα˙
    θύμα σου εγώ, τρελή, μ' ένα σου νεύμα,
    να σ' αγαπώ να σε μισώ έχεις κάνει!

    Κάποτε μέσα σε θεσπέσιο κήπο,
    σέρνοντας μια αβάσταχτη ατονία
    ένιωσα να με σκίζει με ειρωνεία
    στο στήθος μου ο ήλιος μ' άγριο χτύπο.

    Και το χλωρό της άνοιξης το δάσος
    ταπείνωσε κι έγδαρε την καρδιά μου.
    Τότε σ' ένα άνθος, με την απονιά μου,
    της φύσης εκδικήθηκα το θράσος.

    Κάποια νυχτιά πώς θα 'θελα να έρθω,
    όταν της ηδονής ηχήσει η ώρα,
    στ' ασύγκριτα του σώματός σου δώρα
    αθόρυβα, σαν το δειλό, ν' ανέβω,

    Το χαρωπό κορμί να τιμωρήσω,
    το στήθος σου να κάνω να πονέσει,
    και ξάφνου, στην ανύποπτη σου μέση,
    βαθιά λαβωματιά να σου ανοίξω,

    Τι ζάλη ηδονική, μέθη δική μου!
    Και μες σε τούτο το καινούριο στόμα,
    το πιο όμορφο και δροσερό απ' όλα,
    θα χύσω το φαρμάκι μου, αδερφή μου!


    ( Charles Baudelaire )
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Θέλω να συναντήσω

    Οπλισμένη, ορθή, με πανοπλία
    προxώρησα μπροστά -
    αλλά το προσωπείο ήταν φτιαγμένο από τρόμο
    και ντροπή.

    Θέλω να ρίξω τα όπλα μου,
    ξίφος και ασπίδα.
    Όλη η απάνθρωπη κακία
    ήταν ο πάγος μου.

    Είδα τους σπόρους τους ξερούς
    στο τέλος να ξεμυτίζουν.
    Είδα το φωτεινό πράσινο
    να απλώνεται.

    Η αδύναμη ζωή είναι δυνατή
    πιο δυνατή κι από το σίδερο
    μεσ' από την καρδιά της γης βγαλμένη
    και απροστάτευτη.

    Χαράζει η άνοιξη στους τόπους του xειμώνα,
    εκεί που πάγωνα.
    Θέλω να συναντήσω της ζωής τη δύναμη
    άοπλη.


    ( Karin Boye )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εθισμένη

    Υπνοκάπηλη.
    Θανατοκάπηλη,
    με χάπια στις παλάμες κάθε νύχτα,
    οκτώ κάθε φορά, από γλυκά μπουκαλάκια
    κανονίζω ένα ταξίδι στο σχήμα του ποτηριού.
    Είμαι η βασίλισσα της κατάστασης.
    Είμαι ειδική σ’ αυτήν την εκδρομή
    και τώρα λένε πως είμαι εθισμένη.
    Τώρα ρωτούν γιατί.
    Γιατί!

    Δεν ξέρουν
    πως υποσχέθηκα να πεθάνω!
    Απλώς εξασκούμαι.
    Απλώς διατηρώ τη φόρμα μου.
    Τα χάπια είναι μητέρα, όμως πολύ πιο τρυφερή,
    πολύχρωμα, νόστιμα σαν ξινές καραμέλες.
    Κάνω δίαιτα – από το θάνατο.

    Ναι, το παραδέχομαι
    έφτασε να γίνει κάτι σαν συνήθεια –
    ζητάει οχτώ τη φορά, με σκεπασμένα μάτια,
    σέρνεται από τις ροζ, τις πορτοκαλιές
    τις πράσινες και τις λευκές καληνύχτες.
    Γίνομαι ένα είδος χημικού μίγματος.
    Αυτό είναι!

    Το απόθεμα μου
    από ταμπλέτες
    πρέπει να κρατήσει χρόνια και χρόνια.
    Μου αρέσουν περισσότερο απ’ όσο ο εαυτός μου.
    Πεισματάρες σαν την κόλαση, δεν με αποχωρίζονται.
    Είναι μια μορφή γάμου
    μια μορφή πολέμου:
    φυτεύω βόμβες
    μέσα μου.

    Ναι, προσπαθώ
    να σκοτωθώ με μικρές δόσεις
    - μια ακίνδυνη ενασχόληση.
    Αλήθεια, πάνω της κρέμομαι.
    Όμως, μην ξεχνάτε, δεν κάνω και τόσο θόρυβο.
    Και ειλικρινά, κανείς δεν χρειάζεται να με σύρει δια της βίας,
    ούτε στέκομαι σαν ξύλο τυλιγμένη στο σεντόνι μου.
    Είμαι μια μικρή νεραγκούλα στο κίτρινο νυχτικούλι μου
    τρώγοντας τα οκτώ τσουρεκάκια μου το ένα μετά το άλλο
    και με ορισμένη σειρά, όπως
    στην εκκλησία, την ώρα της χειροθεσίας
    η της μαύρης θείας κοινωνίας.

    Είναι μια τελετουργία
    αλλά όπως κάθε άθλημα
    έχει τους κανόνες της.
    Είναι σαν μουσικός αγώνας τέννις, όπου
    το στόμα μου ανοίγει για να πιάσει το μπαλάκι.
    Ύστερα, ξαπλώνω στο βωμό μου
    μεταρσιωμένη από τα οκτώ χημικά φιλιά.

    Τι εγκατάλειψη κι αυτή!
    Με δυο ροζ, δυο πορτοκαλιές
    δύο πράσινες, δύο λευκές καληνύχτες.
    Φη-φι-φο-φουμ.
    Τώρα είμαι ξένη.
    Τώρα είμαι λιώμα.


    ( Ann Sexton )
     
    Last edited: 15 Απριλίου 2015
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το τραγούδι της μάγισσας

    Λένε πως τα ραντισμένα με δηλητήριο λουλούδια,
    έχουν πιο γλυκό άρωμα
    παρά όταν ανέγγιχτα από την θανατερή υγρασία
    λάμπουν στην πρώιμη άνθηση.

    Λένε πως οι καταδικασμένοι να πεθάνουν,
    έχουν κατεβάσει το πειραγμένο γλυκό κρασί
    με πιο μεγάλη απόλαυση απ' τον
    απείραχτο χυμό του αμπελιού.

    Λένε πως στο τραγούδι της μάγισσας,
    όσο άξεστο και πρωτόγονο αν είναι
    δένει αρμονικά ένας άγριος, μυστήριος ήχος
    της πιο αλλόκοτης μελωδίας.

    Και πιστεύω πως η φωνή του σατανά,
    μπαίνει πιο βαθιά στ' αυτιά μας
    από κάθε ουρανόσταλτο ψίθυρο,
    όσο γλυκόηχος και κατανοητός αν είναι.


    ( Adam Lindsay Gordon )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Νοέμβρης

    Κι ύστερα -αν συμβεί να φύγω-
    θα απομείνει κάτι
    από μένα
    στον κόσμο μου-
    θα απομείνει ένα ισχνό ίχνος σιωπής
    στο μέσο των φωνών-
    μια μικρή ανάσα λευκότητας
    στην καρδιά του γαλάζιου-

    Και ένα βράδυ του Νοέμβρη
    μια ασθενική μικρή
    στη γωνιά ενός δρόμου
    θα δει τόσα χρυσάνθεμα
    και θα είναι τ' αστέρια
    ψυχρά πράσινα κι απομακρυσμένα-
    Κάποιος θα κλάψει
    ποιος ξέρει πού -ποιος ξέρει πού-
    Κάποιος θα ψάξει τα χρυσάνθεμα
    για μένα
    στον κόσμο
    όταν θα συμβεί δίχως επιστροφή
    να πρέπει να φύγω.


    ( Antonia Pozzi )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απόσπασμα απ' τους "Αόρατους"

    θα έπρεπε να ήταν ωραίο θέαμα απ’ έξω
    όλες εκείνες οι φωτιές που έτρεμαν
    επάνω στο μαύρο τοίχο της φυλακής
    μέσα σ’ εκείνον τον απέραντο κάμπο
    αλλά οι μόνοι που μπορούσαν
    να δουν τους πυρσούς μας
    ήταν οι λιγοστοί αυτοκινητιστές
    που τρέχουν μικροσκοπικοί πολύ μακριά
    στη μαύρη ταινία του αυτοκινητόδρομου
    μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη φυλακή
    η κάποιο αεροπλάνο ίσως
    που περνά πάνω ψηλά
    αλλά αυτά πετούν πολύ ψηλά
    εκεί πάνω στο μαύρο
    σιωπηλό ουρανό
    και δεν βλέπουν
    τίποτα..


    ( Nanni Balestrini )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ποιος είμαι; Δεν το ξέρω

    Κάποτε ήμουνα ο τάφος για ένα κουνελάκι, ένα καλάθι του
    μπάσκετ στο γκαράζ, ένα λαχανί μπάλωμα, θάμνοι και δέντρα
    πασχαλιάς που τα σκαρφάλωναν μυρμήγκια.
    Ήμουνα βραχόσκαλες και μια μυστήρια στέρνα,
    φωτιές από ξερόχορτα,
    ήμουνα νεροπόλεμος και πιγκ – πόνγκ στο υπόγειο.
    Ήμουν ένας μικρούλης άσπρος φράχτης, ένα κρεββάτι και μια
    σιφονιέρα σφένδαμνο που μοιραζόμουνα μ’ αδέρφια, μια σκυλίτσα
    που τη λεγαν Σάντυ και χόρευε. Φίλους ήτανε εύκολο να βρεις.
    Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, χτίζαμε χορτοκάλυβα, κυνηγούσαμε φίδια-
    και ονειρευόμαστε πολύ.
    Θα είμαστε φίλοι; Πέρα από χρόνια παιδικά.

    Ποιος είμαι; Δεν το ξέρω.
    Κάποτε ήμουν εύκολος να με προβλέψεις. Ήμουνα μορφωμένος,
    εκπαιδευμένος, μ’ αγαπούσαν – όχι όπως ήμουνα, μα όπως
    έδειχνα να είμαι. Ο ρόλος μου ήταν ο ασφαλής μου τρόπος για να
    κρύβομαι. Δεν είχα λόγο ν’ αλλάξω.
    Με παραδεχόντουσαν. Τους ευχαριστούσα.
    Τότε, άξαφνα σχεδόν, άλλαξα.
    Τώρα είμαι λιγότερο σίγουρος, πιότερο ο εαυτός μου.
    Ο ρόλος μου σχεδόν εξαφανίστηκε.
    Οι ρίζες μου δεν είν’ στην εκκλησιά μου, τη δουλειά μου, την πόλη μου
    ούτε καν στον κόσμο μου.
    Είναι μέσα μου.
    Φίλους δεν είναι εύκολο να βρεις – και ονειρεύομαι πολύ.
    Θα είμαστε φίλοι; Πέρα από ρόλους.

    Ποιος είμαι; Δεν το ξέρω.
    Είμαι πιο μόνος από πριν. Κομμάτι ζώο, μα όχι προστατευμένο
    από ένστικτα ούτε περιορισμένο από την όρασή του μόνο.
    Είμαι και κομμάτι πνεύμα, όμως σπάνια ελεύθερο,
    περιορισμένο από τη γεύση, την αφή, το χρόνο –
    με μια λαχτάρα για τη ζωή ολάκαιρη.
    Δεν υπάρχει ασφάλεια. Η ασφάλεια είναι επανάληψη και φόβος,
    η αναβολή της ζωής. Η ασφάλεια είναι προσδοκίες και δεσμεύσεις
    και πρώϊμος θάνατος.
    Με την αβεβαιότητά μου ζω. Υπάρχουνε μπροστά
    βουνά να σκαρφαλώσω, σύννεφα να καβαλήσω,
    αστέρια να εξερευνήσω
    και φίλοι για να βρω.
    Υπάρχω μόνο εγώ – και ονειρεύομαι πολύ.
    Θα είμαστε φίλοι; Πέρα από ασφάλεια.

    Ποιος είμαι; Δεν το ξέρω.
    Δεν ψάχνω μέσα στην ανάγκη, στο κενό,
    μα σ΄έναν πόθο που όλο μεγαλώνει.
    Το κενό ψάχνει για oποιαδήποτε φωνή για να γεμίσει, για
    οποιαδήποτε μορφή να διώξει το σκοτάδι. Το κενό μας φέρνει
    πλήθη και σκιές που αναπληρώνονται εύκολα. Η ολοκλήρωσή μας
    φέρνει έναν φίλο, μοναδικό, αναντικατάστατο. Δεν είμαι τόσο
    άδειος όσο πριν.
    Έχω τη θάλασσα, τον άνεμο, τη μουσική και τα βιβλία,
    τη δύναμη και τις χαρές του μέσα
    και τη νύχτα.
    Δεν είναι ανάγκη η φιλία πια, αλλά πανηγύρι.
    Δεν είναι ιεροτελεστία, αλλά πραγματικότητα.
    Δεν είναι απαίτηση, αλλά προτίμηση.
    Η φιλία είναι εσύ κι εγώ – και ονειρεύομαι πολύ.
    Θα είμαστε φίλοι; Πέρα από ανάγκη.

    Ποιος είμαι; Δεν το ξέρω.
    Ποιος είσαι; Θέλω να μάθω.
    Δεν είπαμε τα κάλαντα μαζί, δεν πήγαμε στο ίδιο το σχολείο.
    Δεν είμαστε από την ίδια πόλη, τον ίδιο θεό, ούτε καν τον ίδιο
    κόσμο.
    Δεν υπάρχει ρόλος για να παίξουμε,
    ασφάλεια να προσφέρουμε,
    δέσμευση να κάνουμε.
    Δεν περιμένω απάντηση καμιά
    έξω απ’ την παρουσία σου,
    τα μάτια σου,
    εσένα.
    Η φιλιά είναι λεύτερη,
    κυλάει,
    είναι σπάνια.
    Δεν θέλει ερεθισμούς,
    είναι ερεθισμός η ίδια.
    Εμπιστεύεται, καταλαβαίνει,
    αναπτύσσεται, εξερευνά,
    χαμογελάει και κλαίει.
    Δεν κρεμιέται ούτε εξουθενώνει,
    δεν περιμένει ούτε απαιτεί.
    Είναι – και αυτό είναι αρκετό –
    και ονειρεύεται πολύ.
    Θα είμαστε φίλοι;


    ( James Kavanaugh )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σημειώσεις σε μια χαρτοπετσέτα στο Charbon

    Υπάρχει ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού που τον διασχίζουν γαλάζια όνειρα.
    Oπως σ’ ένα ποίημα του Απολλιναίρ δεν ξέρω ποιος ονειρεύεται ούτε και το μυστικό του.
    Μονάχα κάποιες σημειώσεις στην πίσω όψη μιας παρατημένης χαρτοπετσέτας,
    Και αυτό το τόσο τραχύ κρασί που πίνω στα τραπεζάκια έξω στο Charbon
    (έχουν περάσει τόσα χρόνια που μοιάζει με όνειρο ή μ’ ένα ξεστράτισμα της μνήμης
    η ματιά σου να διασταυρώνεται με τη δικιά μου: λευκή ομίχλη πάνω από μαύρο ποταμό).
    Υπάρχει και τον διασχίζουν άυπνοι πεζοί ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού
    που τον λένε Rue Ménil Montant πολύ κοντά πια στην πόλη των νεκρών.
    Οριοθετημένη από Αραβες που σπαταλούν τη ζωή τους σε κοινότοπες συζητήσεις
    ενώ πίνουν έναν καφέ. Eγώ λέω στον σερβιτόρο: «Αυτό το κρασί είναι πολύ καλό»
    Αυτός αποκρίνεται: «Βοσνιακό. Τι περιμένατε;», και στέκει να κοιτά
    τον δρόμο που ανηφορίζει αργά και τη σελήνη τόσο διακριτική τέτοιαν ώρα και λέω:

    Η πόλη είναι γαλάζια όπως σ’ ένα ποίημα του Απολλιναίρ,
    γαλάζια σαν τη σελήνη στον πάτο του ποτηριού της νύχτας
    η σ’ ένα πεζό του Βιγιέ ντε λ’Ιλ Αντάμ.
    Γαλάζιο συμβατικά γαλάζιο όπως τα βάτα στο χωράφι της αποθυμιάς
    που με σέρνει ακόλαστο πίσω από τα γοργά και προσεχτικά βήματά σου
    ω Παναγιά μου του Θανάτου


    ( Xuan Bello )
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Καθ΄οδόν

    Νοσταλγούν
    τα κόκαλα
    τη γη τους.
    Γι’ αυτό και οι γέροι
    περπατούν σκυφτοί.


    ( Ντίνα Καραβίτη )