Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Βουβαμάρα

    Πέρασε απέναντι
    και είπε λόγια
    που χλώμιασαν
    όλα τ’ αστέρια.
    Απò καιρό
    κάθε παρηγοριά είχε χαθεί.
    Η φίλη και ο αδερφός
    ακόμη κι αυτοί ξεμάκρυναν
    και ο σύντροφος…
    Το μεγάλο φεγγάρι
    παρέμεινε για πάντα
    ένα στρογγυλό βάρος
    πάνω απ’ το κεφάλι.
    Ειπώθηκε αργότερα ότι δεν ήθελε
    ν’ αναστατώσει ολόκληρο το σύμπαν,
    γι’ αυτό
    πέρασε απέναντι σιωπώντας.


    ( Sante Notarnicola )
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Προσωρινός απολογισμός

    Γλιστρούν τα χρόνια
    στο δρόμο της ζωής,
    γεμίζει χάσματα το σώμα.
    Σπάνε τα πρόσωπα μου
    ένα – ένα
    μέσ’ στον καθρέφτη
    και το ξέρουμε
    πως τα είδωλα
    δεν ανασταίνονται.
    Τώρα τα μάτια είν’ ανοιχτά
    σε κατάσταση συναγερμού
    χωρίς βλέφαρα
    κι η φωνή
    εγκλωβισμένη στο στόμα
    κολλημένη στη γλώσσα.
    Μόνο ο εγκέφαλος
    κρέμεται
    σαν πολυέλαιος
    μέσ’ στο κεφάλι.
    Τριγύρω του πετάνε πουλιά,
    τα όνειρα μου ακολουθούν το φτερούγισμα τους.


    ( Τάσος Καραντής )
     
  3. Αγάπη και ζωή στο
    έρεβος
    κλειδί της απεραντοσύνης
    αναρχική μου νύχτα
    κι ανυπόταχτη
    ποίηση πανικού με
    μια φιλοδοξία
    από κρέας
    εμείς του σκότους οι
    θαμώνες
    ακόρεστα καταραμένοι.


    Νίκος Καρούζος, Τελετουργία του οράματος
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ένας αναγνώστης

    Άλλοι, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει,
    εγώ είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.
    Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος,
    ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες
    μεταφωνίες των γραμμάτων,
    το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
    την ισοδυναμία του χι με το κάπα,
    αλλά, χρόνο με το χρόνο, μ’ έχει κυριέψει
    ένα πάθος για τη γλώσσα.
    Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος,
    έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
    μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά
    είναι μία από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
    η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.
    Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου
    οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές,
    τα πρόσωπα, οι σελίδες,
    αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
    που χρησιμοποιούσαν οι προγονοί μου τραγουδώντας
    για σπαθιά και μοναξιές,
    και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,
    από την Έσχατη Θούλη,
    φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον.
    Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο
    ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση'
    στην ηλικία την δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια
    που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
    Δεν θα μπορέσω ποτέ ν΄αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες γλώσσες του Βορρά,
    κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ,
    το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
    και θα με συντροφέψει μέχρι τέλους,
    πάντα εξίσου αινιγματικό καθώς το σύμπαν
    ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.


    ( Jorge Luis Borges )
     
    Last edited: 16 Απριλίου 2015
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Οδηγίες για να διασχίσεις την έρημο

    Για να διασχίσεις αυτή τη μύχια έρημο
    χρειάζεται θάρρος, χρόνος, επιθυμία
    να μην χάσεις τη ζωή σου ετοιμάζοντας
    ένα ταξίδι που δεν θα κάνουμε ποτέ
    μια πιστή καμήλα, ένας σύντροφος
    πιστός επίσης, ένας άχρηστος χάρτης,
    ένα τουρμπάνι, μια πυξίδα,
    δέκα κουτιά σοκολατάκια (ενθύμιο από τη Δύση)
    μια γαλάζια κελεμπία... τι άλλο; Ένα βιβλίο
    συνάμα Κοράνι, Βίβλος,
    Τορά και Ταό που να 'χει
    λευκές τις σελίδες ή να 'ναι γραμμένο
    σε μια γλώσσα που ουδείς καταλαβαίνει.

    Χρειάζεται μια κάποια εμπιστοσύνη στη δίψα,
    καθαρή ματιά κι ένα σημειωματάριο,
    διότι είναι οι μεγάλες μέρες,
    αργές, και οι νύχτες θλιβερές,
    και δεν υπάρχει σκηνή ούτε φυλή
    ούτε θεός να συντρέξει σε τόση μοναξιά.

    Για να διασχίσεις αυτή τη μύχια έρημο
    χρειάζεται να θέλεις, να πρέπει, ν' αποφασίσεις
    να περπατήσεις δίχως να κοιτάξεις πίσω,
    να μην υποχωρήσεις, να μην έχεις άλλη επιλογή.


    ( Juan Vicente Piqueras )
     
    Last edited: 16 Απριλίου 2015
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Γύμνια

    Χθες βράδυ σ’ ονειρεύτηκα.
    Με τα φώτα της πόλης για μάτια,
    το σώμα γυμνό,
    μυρωδιά ανοιξιάτικης λεύκας
    και για μόνο κάλυμμα
    το σκοτάδι.


    ( Χλόη Κουτσουμπέλη )
     
    Last edited: 16 Απριλίου 2015
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Υπό το πρίσμα του χρυσού

    Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
    σεντόνια σπιθοβολούν χιονιού
    κάτω από τον ήλιο που όλο και ζυγώνει.

    Παράθυρα ανοίγουν τις αγκάλες τους
    σ’ όλο το μέγα μάκρος της οδού της καλοσύνης.
    Ανοίγονται χέρια και πουλιά,
    ανοίγονται μέρες ανοίγονται νύχτες
    και των παιδικών χρόνων τ’ αστέρια
    στις τέσσερεις γωνιές του απέραντου ουρανού
    από μεγάλη ανάγκη τραγουδάνε σιγανά.

    Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
    ο φόβος αφανίζει το φαρμάκι δια παντός,
    σβήνει στο δροσερό χορτάρι απάνω.

    Οι βάτοι μέσα στους νεκρούς ναούς
    τραβάν έξω απ’ τον ριζοβολημένον ίσκιο
    τους ζέοντες άλικους και μελανούς καρπούς τους.
    Το κρασί της αφρισμένης γης
    πνίγει στο απόγειο της πτήσης τους τις μέλισσες
    και οι χωρικοί αναθυμούνται τότε
    χρόνια που ’χαν τις σοδειές τις πιο γεμάτες

    Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
    τις φλέβες της πιάνει και χαράζει η απόσταση
    και των νερών το φούσκωμα όλους τους γιαλούς αγγίζει

    Οι λέαινες οι περιστέρες οι ελαφίνες
    στον καθαρόν αγέρα τρέμοντας κοιτάζουν που γεννιέται
    τ’ όμοιό τους σαν την άνοιξη
    Και η άφθονη γυναίκα και μητέρα
    τη ζωή στην ασωτία συντονίζει.
    Αλλάζει ο κόσμος χρώμα,
    η γέννηση με την απουσία εναλλάσσεται.

    Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
    οι τοίχοι φλέγονται όλοι από παλιά ζωή,
    οι τοίχοι φλέγονται όλοι από ζωή καινούργια.

    Η κλίνη της φύσεως έξω
    έχει στρωθεί καλά με αθωότητα
    λυκόφωτος ο ουρανός και λούζει
    τη λυγμική και μειδιώσα
    μορφή της μουσηγέτιδος
    πάντοτε γυμνότερη εκείνη σκλάβα και άνασσα
    φυλλώματος διηνεκούς και εσαεί

    Όποτε κοιταζόμαστ’ εμείς
    εσύ η λυμφατική ο ζοφερός εγώ
    η όραση είν’ ολούθε αύρας πνοή και πόθου,

    Που ζωογονεί το πρώτο και το ύστατο όνειρο.


    ( Paul Eluard )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Βροχή

    Ρίχνει η άνοιξη στις φυλλωσιές τούτες τις φωλιές.
    Εδώ στις φυλλωσιές
    άνοιξη, χτύπος ζέστης,
    λάμψη των κλαριών, τρέμουλο κατά τη διάρκεια της μέρας,
    μέσα απ’ τον αγέρα,
    τα τυλιγμένα με φύλλα κορμιά
    των πουλιών φλεγόμενα.
    Εδώ η βροχή. Η αυγή δε φθείρει
    τον ξένο θάνατο, τα λόγια του, εκείνη την λεπτόλιγνη μορφή,
    την άμμο των μεγάλων ποταμών, λες εσύ, ναι η άνοιξη. Η νύχτα
    πέφτει,
    αναποδογυρίζοντας πλάγια
    προς τ’ ανοιξιάτικα δέντρα, τις φωλιές τους, τα υγρά τους σπλάχνα,
    το χορτάρι. Εδώ η βροχή, εδώ η νύχτα. Η αυγή
    τρχεται από τα επιστρωμένα αεροδρόμια
    Των περασμένων χρόνων στη Γιακουτία. Από τα χρόνια εκείνα
    στρέφεται η μορφή,
    και δύο φορές το ρίγος μέχρι το θάνατο
    των φίλων σου, των φίλων σου, απ’ τις φωλιές
    που σιγανά έπεσαν, το ρίγος τους. Να, στο χάραμα
    βρέχει κι εδώ, εσύ αγγίζεις το στύλο,
    Εδώ σαπίζει.
    Ωχ, φωλιές, φωλιές, φωλιές. Χτύπος των πεθαμένων
    ω, χορτάρι ζεστό δεν υπάρχεις πια εδώ.
    Ούτε εκείνοι υπάρχουν.
    Στο αναποδογυρισμένο στεγνό φύλλο, στα σάπια βρύα
    τώρα στη ταϊγκά ένα μόνο ίχνος.
    Ω φωλιές, φωλιές μαύρες των πεθαμένων!
    Φωλιές χωρίς πουλιά, φωλιές για τελευταία φορά,
    τόσο τρομερό είναι το χρώμα, κάθε μέρα είστε και πιο λίγες.
    Να μπροστά μας, κοίτα, όλο και λιγότεροι μένουμε.
    Το ανοιξιάτικο φως σπαργανώνει αυτές τις φωλιές.
    Για τελευταία φορά βηματίζεις στη τρεμουλιαστή γέφυρα.
    Κοίτα, γύρω σου κάνες,
    φύγε πριν είναι αργά.


    ( Iosif Brodski )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το φλάουτο των σπονδύλων μου

    Και τον ουρανό
    που ξεχνά μες στις καπνιές να μείνει γαλανός
    και τα σύννεφα που μοιάζουν πρόσφυγες ντυμένοι
    στα κουρέλια.
    θα τ’ αγκαλιάσω με τον έρωτα μου τον στερνό
    θα σκεπάσω με χαρά τα ουρλιαχτά των ορδών
    που έχουν ξεχάσει την γλύκα του σπιτιού:
    Άνθρωποι!! Ακούστε
    βγείτε από τα χαρακώματα
    θα τελειώσετε τον πόλεμο αργότερα.

    Κι όταν ακόμα
    τρικλίζοντας μεθυσμένη από το αίμα σαν το Βάκχο
    μια μάχη δίνεται
    του έρωτα τα λόγια δεν μαραίνονται ποτέ.
    Αγαπητοί Γερμανοί!
    το ξέρω,
    πως πάνω στα χείλια σας πλανιέται
    η Γκρέτχεν του Γκαίτε.

    Ίσως από αυτές τις μέρες,
    τρομερές όπως η αιχμή της λόγχης,
    όταν οι αιώνες θα χουν άσπρα γένια
    δεν θα μείνουμε παρά εσύ κι εγώ
    να σε κυνηγώ από πόλη σε πόλη.

    Πόσο λαχταριστή στην άλλη όχθη του ποταμού
    και θα σε φιλήσω ανάμεσα από την ομίχλη του Λονδίνου
    με χείλια φλογισμένα απ’ τα φανάρια των δρόμων του.

    Πως τραβάς τα καραβάνια μες στην καυτή έρημο
    κει που τα λιοντάρια καιροφυλαχτούν στην σκοπιά τους
    και θα βάλω για χάρη σου κάτω από την άμμο, ξεσκισμένο από τον άνεμο
    το καυτό από την Σαχάρα μάγουλο μου.

    τα χείλια σου πως τα ντύνεις με ένα χαμόγελο
    πως με κοιτάζεις
    (τι ωραίος που είναι ο Τορρεντόρ!)
    και ξαφνικά
    θα ρίξω απάνω σου ζήλεια
    του ετοιμοθάνατου ματιού του ταύρου.

    Πως σέρνεις νωχελικά το βήμα πάνω στο γιοφύρι
    και σκέφτεσαι : “θα ταν καλά ‘κει κάτω;”
    κι είμαι εγώ
    που κυλώ κατ’ απ’ το γεφύρι
    είμαι ο Σηκουάνας
    σε φωνάζω
    δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια μου.

    Είμαι δυνατός
    θα μπορούσανε να μ’ έχουνε ανάγκη
    Αν με διατάξουν:
    “Σκοτώσου στον πόλεμο!”
    τ’ όνομα σου
    θα 'ταν το τελευταίο
    που θα μείνει πάνω στο ξεσκισμένο
    από την οβίδα χείλι μου.

    Θα πεθάνω στεφανωμένος;
    Στην Αγία Ελένη;
    Τρικυμίες της ζωής καθώς σφραγίζουνε τα κύματα.

    Είμαι το ίδιο υποψήφιος
    για του σύμπαντος το θρόνο
    και για χειροπέδες.
    Απότυχα να γίνω τσάρος,
    είναι πάνω στην εικόνα του μικρού σου προσώπου
    πάνω στο ηλιακό χρυσάφι του νομίσματος μου
    που διατάζω το λαό μου:
    Χτύπα!
    και κει κάτω.

    Κει που ο κόσμος ρέβει μες στην τούντρα
    κει που ο αγέρας του βοριά παζαρεύει
    με τον ποταμό
    θα σκαλίσω πάνω στις καστανιές το όνομα της Λιλης
    και θ’ αγκαλιάσω μέσα στα σκότη του κάτεργου
    το δέντρο.
    Λοιπόν, ακούτε, σεις που λησμονάτε
    πως ο ουρανός είναι γαλάζιος
    το τρίχωμα όρθιο
    σαν το τρίχωμα των ζώων!
    Αυτός ίσως να ναι
    ο στερνός του κόσμου έρωτας
    χρωματισμένος με το πορφυρό χρώμα
    του φυματικού.


    ( Vladimir Mayakovsky )
     
  10. aethereal

    aethereal Guest

    ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

    Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
    Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
    Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
    Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
    Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
    Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
    Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.


    Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται
    Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα
    Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
    Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
    Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
    Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
    Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.


    (Οδ. Ελυτης)
     
  11. Limit

    Limit Guest

    ΠΡΑΣΙΝΟ

    Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
    Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
    Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα
    Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα
    Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

    Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη
    Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι
    Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά
    Πιο χαμηλά
    Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου
    Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

    Χόρτο στρωτό κρεβάτι
    Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα
    Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο
    Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ
    Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει
    Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

    Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται
    Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα
    Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

    ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
     
  12. brenda

    brenda FU very much

    Θέλω να κουβεντιάσω

    Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
    που νάχει πόρτα ανοιχτή
    και να μην έχει θάλασσα
    μονάχα άντρες άνεργους
    σκόνη με ήλιο και σιωπή
    να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
    κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
    κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
    προφύλαξη για την υγεία μας
    κι ούτε να δίνεις συμβουλές
    το πως το κατεβάζω έτσι
    και πως σκορπιέμαι έτσι
    και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
    τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
    να τρέξουνε.
    Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
    τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
    πούναι βρώμικα
    και γώ
    να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
    Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
    γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
    και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
    έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
    καί το κονιάκ νάναι σκατά
    και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
    έχει δωμάτιο για παράνομους
    πάνω απ' το καφενείο
    θα σου τα ρίξω σε μια δόση
    το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
    να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
    εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
    θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
    ..βεργούλες και με δείρανε..
    και θα κρατάς στις χούφτες σου
    μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
    είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
    Κι όταν
    έρθουνε να σου πουν
    εδώ δεν είναι
    τόπος
    και χρόνος
    για τέτοια πράγματα
    τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε


    Κατερίνα Γώγου