Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Σοφοί δε προσιόντων
    «Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
    σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.»


    Φιλόστρατος. Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII, Ζ

    Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
    Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
    πλήρεις και μόνοι κάτοιχοι πάντων των φώτων.
    Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
    αντιλαμβάνονται. Η ακοή αυτών κάποτ' εν ώραις σοβαρών σπουδών
    ταράττεται. Η μυστική βοή
    τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
    Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
    έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.

    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
     
  2. sigh

    sigh .

    Κυκλικό

    Aραγε πώς γεννιέται
    από ένα τίποτα η επιθυμία;
    Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
    ο έρωτας πώς αλλάζει
    σε μακρινή ανάμνηση;
    Aραγε πώς μπορεί
    η ανάμνηση να σβήνει
    μες στο τίποτα;

    Τιτος Πατρικιος
     
  3. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Το εισαγωγικό ποιήμα της συλλογής “Τα Άνθη του Κακού”

    Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
    Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
    Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
    Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.

    Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
    Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
    Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
    Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.
    Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
    Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
    Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
    Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.
    Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
    Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
    Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό,
    Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.
    Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
    Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
    Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
    Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.
    Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες,
    Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
    Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
    Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.
    Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
    Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
    Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
    Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
    Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
    Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
    Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
    Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
    Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
    Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
    Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
    Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
    Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
    Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
    Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
    Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!
    Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ
     
  4. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Αυτή την κόρη που’χει μυτερό
    Βυζάκι, βλέμμα γαλανό και πλάνο,
    Δέρμα απαλό και στόμα τρυφερό
    Πόσο να τη φιλήσω λαχταρώ
    Και πέφτοντάς της πάνω
    Μπλουζάκι και βρακάκι να της βγάνω
    Και με τέχνη σοφή να της το κάνω,
    Κλέβοντας τον κρυφό της θησαυρό.
    Κι αν ειν’ μετά γραφτό μου, ας πεθάνω
    Jean Molinet
     
  5. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Μεθύστε
    Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
    Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
    Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
    ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
    πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
    Ἀλλὰ μεθύστε.
    Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
    στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
    μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
    ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
    ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
    τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
    ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
    καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
    -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
    Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
    μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!
    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
    Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ
     
  6. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Spleen
    Εἶμαι σὰν ἕνας βασιλιὰς σὲ βροχερὸ ἕνα μέρος,
    πλούσιος μὰ χωρὶς δύναμη, νιὸς κι ὅμως πολὺ γέρος,
    ποῦ στοὺς σοφούς του ἀδιάφορος ποὺ σκύφτουνε μπροστά του,
    πλήττει μὲ τὰ γεράκια του, τ᾿ ἄλογα, τὰ σκυλιά του.
    Κυνήγι, ζῶα, τίποτα πιὰ αὐτὸν δὲν τὸν φαιδρύνει,
    οὔτε ὁ λαός του ποὺ μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα τοῦ φθίνει.

    Μὰ καὶ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ὁ τρελὸς παλιάτσος κάνει ἐμπρός του,
    δὲ διώχνουν τὴ βαρυθυμιὰ τ᾿ ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
    τάφο τὴ κλίνη τοῦ θαρρεῖ, ποὺ ῾χει κρινένιαν ἅρμα
    κι οἱ αὐλικὲς ποὺ βασιλιὰ σὰν δοῦν τὸν βρίσκουν χάρμα,
    δὲν ξέρουν πιὰ μὲ τί ἄσεμνες στολὲς νὰ φιγουράρουν,
    ἴσως ἀπ᾿ τὸ κουφάρι αὐτό, χαμόγελο ἕνα πάρουν.

    Κι ὁ ἀλχημιστὴς ὅπου μπορεῖ χρυσάφι νὰ τοῦ κάνει,
    δὲ μπόρεσε ἀπὸ μέσα του τὸ μαρασμὸ νὰ βγάνει,
    κι οὔτε μὲς στὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρά,
    ποῦ τὰ θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στὰ γηρατειά,
    δὲ μπόρεσε τὸ πτῶμα αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ν᾿ ἀναστήσει,
    ποῦ ἀντὶς γιὰ αἷμα μέσα του, τῆς Λήθης τρέχει ἡ βρύση.
    Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    I would I might Forget that I am I, Santayana

    I would I might forget that I am I,
    And break the heavy chain that binds me fast,
    Whose links about myself my deeds have cast.
    What in the body’s tomb doth buried lie
    Is boundless; ’tis the spirit of the sky,
    Lord of the future, guardian of the past,
    And soon must forth, to know his own at last.
    In his large life to live, I fain would die.
    Happy the dumb beast, hungering for food,
    But calling not his suffering his own;
    Blessèd the angel, gazing on all good,
    But knowing not he sits upon a throne;
    Wretched the mortal, pondering his mood,
    And doomed to know his aching heart alone.
     
  8. Aliki

    Aliki airetiko

    Ύβρις

    Στέκομαι και μας κοιτώ

    να σπάμε τα όρια μας

    ξανά και ξανά.

    Μένω βουβή.

    Αδυνατώ να διώξω

    το πόνο της ύβρις

    που επιλέξαμε για ρούχο μας.

    Αδιάφοροι μου είστε
    και οι δύο.

    Σας χειραγωγώ

    και σας ανεβάζω σε ύψη τεράστια.

    Θέλω η πτώση σας

    να σπάσει ότι αέρα κουβαλήσατε

    μέσα στις δικές σας στιγμές.

    Καμία παράκληση.

    Καμία αγκαλιά.

    Να γυρίσεις
    και να ζήσεις

    μόνος

    μέσα στα μάτια μου.

    V.S.
     
  9. sigh

    sigh .

    Έξω βρέχει. Κι έτσι η νύχτα βρήκε ξανά τη φωνή της.
    Αιχμάλωτος της εποχής, αφουγκράζομαι τον ήχο της μαργαρίτας,
    Ιχνηλατώ την πορεία του χελιδονιού από την αφάνεια στο φως…
    Κι ας απαγορεύεται η περιπλάνηση στα μονοπάτια των πόλεων,
    ας ακούγεται στο πλανόδιο τσίρκο η φωνή των ελεγκτών.
    Εγκλεισμός.
    Κι όμως, ακόμη κι η σκόνη τώρα αποκτά τη χαμένη ουσία της,
    η χελώνα αποκαλύπτει το κρυμμένο κεφάλι της,
    εγώ βγαίνω πάλι απ΄το καβούκι μου,
    απλώνω το βλέμμα μου ως την ατέλειωτη θάλασσα,
    αγαπώ ακόμη και τον εαυτό μου.

    Έξω βρέχει. Κι έτσι το φεγγάρι πυροδοτεί τα ουράνια τόξα του.
    Μέσα από το φόβο του κόσμου, ανασύρω με θράσος το απωθημένο γέλιο,
    το χειροκρότημα των δέντρων στην άνοιξη.

    Αποκλείω τον εγκλεισμό της ψυχής μου,
    αγκαλιάζω τους φίλους μου, γιατί…
    γιατί –ακόμη κι εγώ- ο ακοινώνητος αυτής της κοινωνίας,
    το ξέρω καλά πως, ο πιο μαγικός δορυφόρος
    του εφήμερου ταξιδιού μου στον κόσμο,
    είναι η απαγορευμένη αγκαλιά σου

    Πέτρος Λυγίζος
     
  10. Aliki

    Aliki airetiko

    Σαν γάτα
    Como gata boca arriba



    Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
    με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
    νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
    μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
    τον βίαιο
    τον γεμάτο γρατζουνίσματα
    σαν σε νύχτα με φεγγάρι
    σαν δυο γατιά ερωτευμένα
    που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
    ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
    μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
    (από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά)

    Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
    παχειά απ’ την προσοχή και τα χάδια τα πολλά,
    σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
    καταδιωκόμενη, κλαψιάρα,
    σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
    σαν γάτα, Τζιοκόντα,
    σαν γυναίκα,
    σε θέλω.

    G.B.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Ατροπάτης
    Το πυρ

    Στην ανατολή
    ο άνθρωπος-φίδι
    άρμεγε λαίμαργα
    τους δικέραιους ήλιους
    έσερνε το κεφάλι του
    στην άνυδρη άμμο
    ξερνούσε κάθε τόσο προφητείες
    φέρεθρες, σκοτεινές
    κι έπειτα αναπαυόταν πρόστυχα
    για τριακόσιες μέρες
    στην κοιλιά του βράχου


    Το ύδωρ

    Στο βορρά
    λεύχαιμες ημέρες
    σεληναία στόματα
    χολέρες υετών
    όλοι τους άρρωστοι θεοί
    όλοι τους γίγαντες
    με τη ματιά τους
    ξέραιναν το σπέρμα τους
    το’ριχαν τροφή στους λύκους
    κι έπειτα ξάπλωναν
    τα σαπισμένα μέλη τους
    και λιμοκτονούσαν
    στις λερές τους κλίνες
    άχρι θανάτου


    Η γη

    Στη δύση
    δώδεκα εύφθαρτοι άρχοντες
    και ο καθένας απ’αυτούς
    με δώδεκα επιγόνους
    βασίλεια λυπρά
    λησμονημένα, ασήμαντα
    έπλαθαν όνειρα ένυλα
    μιγαδικούς ανθρώπους
    κι έπειτα σε μαρμίτες
    πελώριες σαν σπίτια
    τους καταβρόχθιζαν ακέραιους
    και στα πέτρινα στομάχια τους
    άλεθαν κόκκαλα, λάσπη
    και βρόχινο αίμα


    Ο αέρας

    Στο νότο
    ο άνθρωπος-βουνό
    ο άνθρωπος-δέντρο
    ο άνθρωπος-στάχυ
    ο τένθης, νεκρηγός θεός
    πέρασε στο λαιμό του μια θηλιά
    φτιαγμένη από ιαχές παιδιών
    σταμάτησε τη θύελλα
    από τις θάλασσες
    ένευσε ούρια
    στους θείους λειμώνες
    πλήρωσε ξόρκια
    κι εξαγόρασε τον Ατροπάτη
    τον έχρισε δούλο και ηγεμόνα του μαζί
    τον φίλησε σαν γυναίκα
    τον αγκάλιασε σαν άντρας
    τον εκμαύλισε
    τον έστησε πάνω απ’την αρχαία φωτιά
    μέσα στο ήπαρ του θηρίου
    κι άρχισε να μετρά τις σκιές του ήλιου
    μία προς μία
    κάθε δειλινό
    πριν τυραννήσει ηδονικά
    ανάμεσα στους χοντρούς μηρούς του

    άλλη μια ψυχήλατη νύχτα
    D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    η γλώσσα του ήλιου
    τελικά
    νιώθω τυχερός
    στάθηκα κοντά σου
    πολύ κοντά σου
    τόσο
    που η ανάσα σου με περιέγραψε
    τόσο
    που η ματιά σου με εξερεύνησε
    τόσο
    που το άγγιγμά σου με άλωσε
    έχω ακόμη τη γεύση σου
    θα την έχω για πάντα
    το ξέρω


    έχω ακόμα το σχήμα σου
    τούτο θα χάνεται αργά αργά
    κάθε πρωινό


    θα χάνεται


    θα έχω το βλέμμα σου
    τούτο
    θα περάσει αργότερα μέσα στο καρδιακό μου σύμπαν
    θα κουρνιάσει δίπλα στο μεγάλο μυ
    και θα κοινωνεί
    στο φλεβικό αιώνα
    το ρυθμό που ξοδεύει το αίμα μου ο χρόνος
    μέσα στο σώμα μου
    τελικά
    τυχερός είμαι αγάπη μου
    έχω στα χέρια μου
    όλο το πρόσωπό σου
    κι όχι πως έμεινα ορφανός από νύχτες
    και δεν το σπαταλάω
    αλλά, να...
    είναι που το'χω ατίμητο
    και ακριβό
    όσο δεν φαντάζεσαι
    μέσα στο πένθος μου
    και το ανασαίνω
    δίχως αυτό
    όλα περνούν σε μια νεκρική μαρμαρυγή
    και αφομοιώνονται πια
    από το Γνωστό...
    δίχως αυτό
    όλα εκλιπαρούν να ξεδιψάσουν
    από μια σταγόνα
    από μια λέξη
    από ένα νεύμα
    από μια συλλαβή φωτός
    και δεν έχω ακόμη
    ανακαλύψει
    τη γλώσσα του ήλιου...D.P.