Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    εδώ
    σε στάση εμβρύου
    ενταφιασμένος
    ονειρεύομαι

    έχει μέρες πίσω απ’τις στιγμές
    έχει νύχτες πίσω απ’τις θάλασσες
    έχει ανάσες πίσω απ΄τα στόματα



    εδώ
    σε στάση μάχιμου νεκρού
    φονεύω
    και φονεύομαι

    έχει αλήθειες πίσω απ΄τα ψέματα
    έχει ανθρώπους πίσω απ’τους θεούς
    έχει μαχαίρια πίσω απ’τα σ’αγαπώ

    έχει ήλιους πίσω απ’τους ήλιους
    το ίδιο αλαζονικούς
    το ίδιο ταγμένους να κυβερνούν
    αναιμικά στερεώματα



    εδώ
    σε στάση κλινικώς ζωντανού
    καθώς ολοένα γεννιέμαι
    όσα χαμόγελα δραπετεύουν
    τα καταπίνει το χτες
    και απ΄το φορτίο του ήρωα
    λυτρωτικά
    αποδεσμεύομαι........D.P.
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Φυλάκιο

    Στις υπώρειες του Απρόσιτου Όρους συνέβη
    Εκεί όπου δεν αντέχονται όσα βλέπει κανείς
    Εκεί όπου δεν αντέχονται όσα ακούει κανείς
    Εκεί όπου δεν αντέχονται όσα βιώνει κανείς
    Ήρθα επισκέπτης στο φυλάκιο αυτό…
    Προνομιούχος να γευτώ όσο αντέξω
    Εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί από χείλη ανθρώπων…
    Είχα στα χέρια μου ομίχλη
    Και δάνειο αίμα της αυγής
    Και τάισα το σκοτάδι που άπληστα ρουφούσε από το ιχώρ του Απείρου
    Όσο άντεχε να καταναλώσει
    Το σκοτάδι με οδήγησε πέρα από το Αρχαίο Δάσος
    Στο αφιλόξενο μονοπάτι των εφτά αρτηριών
    Που αιμοδοτούν εδώ και αιώνες τον Φύλακα…
    Δεν μου επετράπη να τον κοιτάξω ολόισια στα μάτια
    Μετά βίας μπορούσα να ανεχτώ τον ήχο της φωνής του…
    Και ο Φύλακας του Ρόδου μονολογούσε… όπως πάντα…
    Δεν αγαπήσατε ποτέ…
    …υποφέρετε απλώς, κάποιες στιγμές υποφέρετε από επικοινωνιακή πείνα…
    …τα επίπεδα διάδρασης πέφτουν τόσο πολύ στο αίμα σας που έχετε την άπληστη, άμεση ανάγκη για δημιουργία ‘σχέσης’…
    …δεν έχετε πλαστεί για να σχετίζεστε…
    … δειλά και ασήμαντα τα βήματα του είναι σας… έχουν την μελαγχολική πάχνη ενός φθινοπωρινού αιώνιου πρωινού…
    …είστε ανίκανοι να μεταλλαχθείτε σε χειμωνιάτικη καταιγίδα…
    …είστε αναιμικοί για να μεταστοιχειωθείτε σε ανοιξιάτικη γέννηση…
    …είστε ποτισμένοι τόσο πολύ με θάνατο που τα καλοκαίρια δεν μπορούν να φωτοδοτήσουν το είναι σας…
    …μόνοι σας επινοείτε την μοναξιά σας…
    …μόνοι σας εμπειρώνεστε την νόθα συντροφικότητα…
    …μόνοι σας κατασκευάζετε το θόρυβο στο μυαλό σας…
    … δεν αγαπήσατε ποτέ…
    … πεινάτε… διψάτε για Ύπαρξη…
    … αλλά δεν είστε άξιοι να μεταλάβετε ούτε μια δροσοσταλίδα από την δεξαμενή που σας προσφέρεται…
    …ακοινώνητοι…
    …αποσυνάγωγοι…
    …συμπαγείς και απρόσβλητοι από τα πάντα…
    …τι μπορώ να προσφέρω στις ψυχές σας; Μονάχα το άρωμα του Ρόδου…
    …δεν το θέλετε, δεν το έχετε ανάγκη…
    …τις ανάγκες σας τις αγοράζετε…
    …τις επιθυμίες σας τις εξαγοράζετε…
    …τις ηδονές σας τις νοικιάζετε…
    …και το χαμόγελό σας δεν αρκεί για να ζεστάνει κανένα από τα πρωινά σας…
    …και τούτο το Ρόδο θα παραμένει πάντα ένα όνειρο για τους Μύστες που δαπάνησαν διακόσιες ζωές για να το αντικρίσουν…
    …βδελυροί…
    …το δέντρο της ζωής σας δεν έχει ρίζες…
    …πεθαίνετε…
    ... μακριά από μένα το άγγιγμα της νόησης…
    … μακριά από μένα ο ρυπαρός στοχασμός σας…
    … μακριά από μένα η δαιδαλώδης φρίκη σας…
    … μακριά από μένα η τέχνη σας, ο πολιτισμός σας, η πρόοδός σας…
    … μακριά από μένα τα λιπαρά περιττώματα της σκέψης σας…
    … μακριά!!!

    Άλλο δεν έπρεπε να μείνω
    Επισκέπτης ήρθα στο προκεχωρημένο αυτό φυλάκιο της Αιωνιότητας
    Αλαφροπάτης πλησίασα το πανάρχαιο Ον
    Και γρήγορα αποχώρησα να μην ενοχλώ την εύθραυστη μοναχικότητά του...




    Κι ένα πέταλο από κάποιο σπάνιο Ρόδο είχα στην κλειστή μου παλάμη
    Φτιαγμένο από δάκρυα και αίμα
    Δεν ήξερα τότε που χαμογελούσα καθώς αντίκριζα το ακριβό μου δώρο
    Πως αιμορραγούσα
    Κι έκλαιγα…D.P.
     
  3. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Μανδύες

    Είμαστε
    χορευτές από φωτιά
    σ'ένα χιονισμένο σεντόνι
    σαλεύουμε
    αέναα απροσανατόλιστοι
    ερωτικά και λάγνα
    λατρεύοντας το θάνατό μας


    Είμαστε
    ροές φωτός
    πλεξούδες χρόνου
    αιχμάλωτοι ενός ανδρείου στρατού
    από φαντάσματα ριψάσπιδων Ηρώων
    και νεκροστόλιστες ιέρειες της Δόξας


    Είμαστε
    ποτάμια και χείμαρροι αιωνιότητας
    που χύνονται στις θάλασσες
    θνητών προσδοκιών
    βλέμματα ερωτευμένων θεών
    και ρυτίδες από σκόνη και θειάφι του Ηφαίστου...


    Είμαστε
    κουρασμένοι πολεμιστές
    από αναρίθμητες μάχες
    νανουριζόμαστε από σπαραγμούς αρρώστων
    στο χνώτο μας κουρνιάζει ο θάνατος


    Είμαστε
    φρενιασμένα όνειρα στην καταιγίδα
    περάσαμε από τις Πύλες της Γέννησης
    και απλωνόμαστε ράθυμα
    στον ανοιξιάτικο κάμπο του σύμπαντος


    . . .

    Είμαστε
    ολομέταξοι χιτώνες
    που βάφτηκαν στο αίμα αθώων
    η ιστορία μάς ατενίζει θριαμβικά
    υποκλίνονται οι αιώνες μπροστά μας
    ο φόβος που μας τρώει τα σωθικά
    έγινε το παιδί που κρατάμε απ'το χέρι


    Είμαστε
    πληγωμένοι εραστές που αρνήθηκαν
    ένα γενναίο όχι
    για να ζουν δυστυχισμένοι
    σ'ένα κίβδηλο ναι...


    . . .

    Τα ένοχα θύματα είμαστε
    που έμαθαν αθώα να γελούν
    μα είμαστε και οι δήμιοι
    που θα μας μακελέψουν

    D.P.
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    To Αδρανές της Δικαίωσης

    Στέκω εδώ, γονατιστός, ευλαβικός προσκυνητής θεών που δεν γνώρισα, που δεν έμαθα να τους λατρεύω, που δεν μου μίλησαν ποτέ, όπως ποτέ δεν μου μίλησε κανείς θεός. Κι όμως, ήρθα γεμάτος με προσδοκία, με μια ψυχή φορτωμένη από ενοχές αλλά και μια καρδιά σταθερή και σίγουρη για αυτό που θέλω να γίνει.
    Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει. Από τότε που ήμουν παιδί, πρώτη φορά ένιωσα τη μέγγενη της φριχτής απελπισίας, της ιερής απόγνωσης να με περισφίγγει, να θέλει να με σκοτώσει και σχεδόν να το καταφέρνει.
    Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει.
    Βρίσκομαι εδώ, γονατιστός, μπροστά από τούτο το πανάρχαιο βωμό, θεότητας που δεν καταλαβαίνω, που ίσως να μιλάει κάποια ξεχασμένη, ακατάληπτη γλώσσα, που, είμαι σίγουρος, δεν με περίμενε, όπως κι εγώ δεν περίμενα ποτέ να κάμψω το γόνυ μπροστά σε ένα βωμό που είναι γεμάτος από άγνωστα σύμβολα, πανάρχαια σύμβολα που δεν καταλαβαίνω και που με φοβίζουν λίγο. Κι όμως, τούτοι οι φόβοι, λίγη σημασία έχουν πια, είμαι αποφασισμένος, για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι αποφασισμένος κι όταν ένας άνθρωπος είναι αληθινά αποφασισμένος, δεν γνωρίζει το φόβο κι ούτε που του δίνει σημασία.
    Γιατί όταν είσαι αποφασισμένος, είσαι έτοιμος.
    Κι όταν είσαι έτοιμος, είσαι αληθινά Ακέραιος.
    Είμαι εδώ, γονατιστός και προσεύχομαι, σε κάποιους θεούς που έχουν από αμέτρητους αιώνες λησμονηθεί, αλλά, το ξέρω καλά, δεν έχουν πεθάνει. Υπάρχουν, υπάρχετε, το ξέρω, το νιώθω, είστε ζωντανοί. Ξεχασμένοι, κρυμμένοι σε σπηλιές του χρόνου που σας έκλεισαν κάποτε, παραγκωνισμένοι και αθέατοι, κι όμως το ξέρω καλά, υπάρχετε κι έρχομαι να προστρέξω σε εσάς. Σε εσάς που ίσως μπορείτε να με ακούσετε. Σε εσάς που, ελπίζω να θέλετε να με ακούσετε. Σε εσάς που...

    Είμαστε η φωνή του Απόλυτου
    Είσαι μέρος του Σχετικού
    Δεν μπορείς να μετέχεις σε κοινωνία μαζί Μας...


    Στέκω εδώ και τόση ώρα, μπροστά στο πέτρινο αυτό, σκονισμένο από τους αιώνες και τη λήθη βωμό και το σώμα αρνείται να πονέσει, το μυαλό αρνείται να διαφύγει, η ψυχή αρνείται να υπακούσει. Και δεν δίνω σημασία στο χτυποκάρδι που τραντάζει εδώ και ώρα το σάρκινο στήθος. Και δεν ακούω τη φωνή της σύνεσης που εδώ και ώρα ουρλιάζει από κάποιο βαθύ πηγάδι της λογικής. Και δεν με ενδιαφέρει να μπολιάσω τη δειλία μου με την ηθική μου.
    Τούτο μονάχα με νοιάζει.
    Να με ακούσετε που σας μιλώ. Που σας ικετεύω.
    Να με ακούσετε και να σας ακούσω κι εγώ...

    Είμαστε οι γιοι του Απροσδιόριστου
    Είμαστε οι λάμψεις του Ασχημάτιστου
    Έχεις μορφή
    Είσαι πεπερασμένος
    Πως θα καταφέρεις να Μας χωρέσεις
    χωρίς να συντριφτείς;


    Ξέρω τι είναι εκείνο που σας κάνει να διστάζετε. Αλήθεια σας λέω, το ξέρω. Είμαι βλάσφημος. Πάντοτε ήμουν. Βλάσφημος και οπορτουνιστής. Ένας τυχοδιώκτης της πίστης, ένα άθλιο ον με δυο λόγια. Σας χρειάζομαι και θέλω να σας μεταχειριστώ. Κι αν αυτή τη στιγμή, είναι μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας στην ασήμαντη ζωή μου, τούτο δεν αναιρεί όσα έκανα κι όσα δεν τόλμησα να κάνω σε όλο μου το βίο. Κι αν τώρα είναι που ανακάλυψα μέσα από τον πόνο και την απόρριψη τι είναι η ευλάβεια, το δόσιμο, το κομμάτιασμα σε κάτι ανώτερο, σε κάτι πραγματικά μεγάλο, τούτο δεν με απαλλάσσει από δεκαετίες χλεύης και ταΐσματος του Εγώ μου, υπερδιόγκωσης της ματαιοδοξίας μου, παραφουσκώματος της μικρότητάς μου που πίστευα πως είναι τόσο διαφορετική από των άλλων! Πόσο ντρέπομαι τώρα για όλα τα ανόητα πράγματα που πίστευα σαν μοναδικά, άξια και μεγάλα. Πόσο αισχύνομαι για το τι νόμιζα ότι ήμουν, για το ότι είχα κάνει ιδεολογία τον εαυτό μου...

    Είμαστε χτισμένοι από υλικά που δεν γνωρίζεις
    Είμαστε πλασμένοι κι Εμείς
    μα τόσο διάφανοι
    και τόσο σκοτεινοί
    που εσύ θα τυφλωθείς
    νομίζοντας πως Είμαστε Φως!
    Θα τ'αντέξεις;


    Στέκω εδώ, και τόση ώρα που προσεύχομαι σε Εσάς, ταυτόχρονα δεν μπορώ να σταματήσω μια άλλη, παράλληλη και υπόγεια λειτουργία του νου μου. Σκέφτομαι, σκέφτομαι συνέχεια, σαν σε πυρετό. Εικόνες και σκέψεις, μια διαδοχή και μια αλληλουχία σαν σουρεαλιστική κινηματογραφική ταινία για άσυλο παρανοϊκών! Μια ψυχοπάθεια, μια σχιζοφρένεια ήταν όλη μου η ζωή. Μια προσπάθεια να μην ουρλιάζω, να μην λυπάμαι, να μην αυτοκτονήσω, να μην πεθάνω κι έτσι να φαίνομαι παντού και πάντα υγιής και ισορροπημένος! Μια ανακύκληση τρέλας που την αποδέχτηκα σαν την μόνη λογική και που με σκότωνε μέρα τη μέρα, όπως σκοτώνει ο καρκίνος, λιώνοντας όχι το σώμα μου αλλά το πνεύμα μου.
    Το πνεύμα μου... Δεν ξέρω πια αν έχω πνεύμα, τι σημαίνει αυτό, για την ακρίβεια, δεν ξέρω πια τι σημαίνει οτιδήποτε.
    Και μέχρι χτες, ούτε που με ενδιέφερε πια.
    Γιατί χτες, αποφάσισα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί, να δώσω στον κουρασμένο μου εαυτό την τελευταία του ευκαιρία.
    Χτες αποφάσισα να προσπέσω στα δικά σας πόδια...

    Είμαστε κύματα
    Είμαστε ύλη
    Είμαστε θεωρήματα
    Είμαστε μύθοι
    Είμαστε ποίηση
    Τι ξέρεις εσύ απ'αυτά;


    Έχω αγκαλιάσει εδώ και τόση ώρα, τούτο το παγωμένο βωμό και ανατριχιάζει το κορμί μου μα η ψυχή μου είναι ολοκαύτωμα και ολόκληρος δονούμαι απ'την ανάγκη να σας μιλήσω, να μου μιλήσετε και θα περιμένω. Σας το υπόσχομαι. Ακόμη κι αν παραδώσω εδώ ένα σάπιο κουφάρι, μια χούφτα κόκαλα, θα είναι το ελάχιστο που αξίζετε, το ελάχιστο και το μόνο μαζί που έχω δικό μου και σας το προσφέρω. Άλλο τίποτα δεν μπόρεσα να αποθηκεύσω στην άχρηστη ζωή μου. Κι ο,τι μου απόμεινε, κι αυτό πάλι δεν είναι δικό μου. Τι απέραντη βλακεία! Τούτο που πεθαίνει δεν είναι δικό μου κι εγώ που νόμιζα πως μπορώ να το προσφέρω όπου κι όποτε ήθελα. Δείξτε έλεος και οίκτο σε έναν τσακισμένο νου, σε μια χλωμή ανταύγεια της δημιουργίας σας. Δεν έφταιξε η αμετροέπειά μου, η έπαρση, η φροντίδα της σάρκας, αλήθεια σας το λέω. Έφταιξε μονάχα το ότι είμαι τόσο μικρός και νόμιζα πως είμαι τόσο μεγάλος.
    Θα μπορέσω άραγε να σας ακούσω ποτέ;
    Θα μπορέσω να αγγίξω τον οίκτο σας;
    Θα μπορέσω να κρυφτώ στις δονήσεις σας;

    Κάποτε αγκαλιάσαμε τις μεγαλύτερες προσδοκίες σας
    Κάποτε ονειρευτήκαμε το μεγαλύτερο όνειρό σας
    Κάποτε ταξιδέψαμε το πιο τολμηρό σας ταξίδι
    Κάποτε γαλουχήσαμε την πιο όμορφη ουτοπία σας
    Κι Είμαστε εξόριστοι από την πλάνη μας
    Κι Είμαστε αφρόντιστοι και περιφρονημένοι
    Κι Είμαστε σιωπηλοί και άκαμπτοι
    Γιατί σώθηκε ως κι η οργή
    Γιατί σιώπησε ως και η λαχτάρα
    Γιατί κοιμήθηκε ως και η ενέργεια
    Γιατί κουραστήκαμε να σας περιμένουμε
    Όλος ο χρόνος σε μια προσευχή
    Μα που θα χωρέσεις όλο τούτο το χρέος;


    Είμαι από ώρες, ημέρες και χρόνια εδώ, σ'αυτό το βωμό, γονατιστός και προσεύχομαι, προσεύχομαι συνέχεια και δακρύζω και σπαράζω από την αγωνία να με αγγίξετε, να με ακούσετε, να με λυπηθείτε.
    Είμαι από μήνες και χρόνια αμέτρητα τώρα που σας υμνώ και σας καλώ, σε μια προσπάθεια, απέλπιδα, το ξέρω, να αιχμαλωτίσω λίγη απ'τη δύναμή σας, λίγη απ'τη πνοή σας, μια αχτίδα από το ανέσπερο φως σας.
    Είμαι από χρόνια και αιώνες τώρα εδώ, προσκυνητής και σπασμένος, ένα δέμα από σάρκες και οστά, λίγες σκέψεις και ολόκληρη την μαρτυρική αγωνία να σας δω, να σας κάνω να καταλάβετε, να σας πλημμυρίσω από το τίποτε που είμαι γεμάτος.
    Είμαι από αιώνες εδώ, λυγισμένος, ανήμπορος πια να αρθρώσω λέξεις, φράσεις, να σας ανοίξω άλλο την καρδιά μου, κι ό,τι απόμεινε από την αλαζονεία μου που μαγάρισε τον ιερό βωμό σας που λέω πως θα γίνει το στερνό μου κρεβάτι.
    Και θέλω να σας ευχαριστήσω για τούτη τη σιωπή σας.
    Και θέλω να σας πω ότι είμαι ευγνώμων για τούτη την απουσία σας.
    Και είμαι έτοιμος να παραδώσω ό,τι κάποτε μου εμπιστευτήκατε κι εγώ το λέρωσα, το πρόδωσα και το σκότωσα.
    Κι είμαι έτοιμος να προσευχηθώ ξανά και ξανά, και τα τελευταία μου δάκρυα να γίνουν ένα με το ποτάμι της τιμωρίας ή της λύτρωσης που μου ετοιμάσατε.
    Κι είμαι γι'αυτό ευτυχισμένος που δεν ακούω πια ούτε τον εαυτό μου.
    Κι είμαι περίεργος που τούτη την ώρα δεν ακούω ουράνιες μουσικές ούτε συμφωνίες αγγέλων.
    Κι είναι παράξενο πως ξαφνικά είμαι ένα εντεκάχρονο παιδί ξανά που σκοντάφτει στο κήπο του σπιτιού του, ένα Κυριακάτικο πρωινό και κλαίει γιατί ο πόνος είναι οξύς και του πριονίζει το μυαλό και το αίμα πλένει το χορτάρι και όλα μπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που δεν μπορώ να πιαστώ απ'την άκρη του γιατί η άκρη του είστε εσείς κι εσάς δεν σας γνώρισα ποτέ.
    Ήρθα αργά
    Κι έτρεξε περισσότερο αίμα σ'εκείνο το χορτάρι απ'όσο δάκρυ σε τούτο το βωμό...

    Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα ερώτημα
    Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα αγκάλιασμα
    Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αγάπη
    Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αυγή
    Και δεν υπήρξε ποτέ Ένας βωμός
    Ένας άνθρωπος
    Μία σωτηρία
    Το ξεκίνημα προς κάτι Άγνωστο
    Η επιστροφή στην αφετηρία
    Δεν υπήρξε ποτέ ο Χρόνος
    Ο στοχασμός που να έγινε Έρωτας
    Το παθιασμένο σμίξιμο του έρωτα που να έγινε στοχασμός
    Δεν υπήρξε ποτέ Ένας Θεός
    Προσευχή στον Εαυτό
    και στο Αδρανές της Δικαίωσης
    μονάχα υπήρξε...

    D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Ψυχονομείο

    από τούτη την απόσταση
    όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
    πέτρες θεόρατες
    ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
    με τις ριπές του χρόνου
    να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
    όνειρα αρχαίων όντων…

    ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
    και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
    στο σώμα μου
    μα δεν είναι
    τους φωνάζω
    ποτέ δεν ήταν
    το δικό μου σώμα!


    ως ξενιστής αρκούμαι
    να υποδέχομαι τις εποχές
    σιωπηλά
    μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
    που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

    από τούτη την απόσταση
    έχω την πολυτέλεια του θρήνου
    και την αφέλεια της ελπίδας

    κι αρνούμαι πια να στερηθώ
    το αρχαίο αυτό βλέμμα
    ως ξενιστής το δανείστηκα
    απ’το ήπαρ του Αχανούς
    σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
    και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
    θα το παραδώσω καθαρό
    στο επόμενο καλοκαίρι
    που θα με αγκαλιάσει…
    D.P.
     
  6. You_only_live_once

    You_only_live_once Ένα παιδί μετράει τ άστρα

    We are not now that strength which in old days
    Moved earth and heaven, that which we are, we are,
    One equal temper of heroic hearts,
    Made weak by time and fate, but strong in will
    To strive, to seek, to find, and not to yield.

    Ulysses
    Alfred Tennyson
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Κύτταρα

    Περπατούσα
    στην ακρογιαλιά
    με τα μελλοντόμορφα ρόδα
    η θάλασσα πηχτή
    παγωμένη
    ακίνητη
    αφιλόξενη σκέφτηκα…
    κάτω απ’τα πέλματά μου
    τα ίχνη όλων των ανθρώπων
    πάνω μου
    χιλιάδες ουρανοί
    άλλοι νιογέννητοι
    άλλοι έφηβοι και ζωηροί
    να εκτείνονται με έπαρση
    σε όλες τις διαστάσεις
    κι άλλοι γέροντες πια
    υπερήλικες
    που ξεψυχούσαν εκπνέοντας
    βροχές από αίμα και θειάφι…

    άκουγα τους ήχους των ψυχών
    μακριά
    απόστατους
    και τρομερούς
    το Άπειρο είχε ορμήξει
    και με κατανάλωνε

    τα κύτταρά μου
    ορφάνευαν
    κι έδιωχναν από πάνω τους
    περίσσεια αιωνιότητας
    που έπεφτε
    σα ρούχο άχρηστο
    στ’αχνάρια των ανθρώπων

    από τα βάθη του ορίζοντα
    άκουγα ρόγχους
    από θνήσκοντες θεούς
    σα θύελλα ξεσπούσε στ’αυτιά μου
    μια αλλόκοτη σκόνη από ηχομορφές
    που έλιωνε στο σώμα μου
    γινόταν σωματίδια χρόνου
    κι έντυνε σεντόνι σάρκωσης
    τα ίχνη των ανθρώπων…

    που είσαι; είπα

    κι είδα τα γράμματα
    να σχηματίζονται για λίγο
    στην επιφάνεια της θάλασσας
    κι ύστερα ν’αφανίζονται

    σφίχτηκε η καρδιά μου
    πονούσα
    το στερέωμα γεννιόταν και πέθαινε
    κάθε στιγμή
    το μόνο αμετάβλητο
    το πρόσωπό μου
    πεισματικά αρνιόταν
    να εγκαταλείψει το ανάγλυφό του…

    κι ύστερα είδα
    σα νύχτιο σέλας
    στους φρενιασμένους ουρανούς
    εκείνο το χαμόγελο
    που μου είχες δωρίσει
    όταν πρωτανταμώσαμε

    πέταξα στη θάλασσα
    τους δυο μου πνεύμονες
    και το βλέμμα της Γνώσης των Πραγμάτων
    κι έκανα το επόμενό μου βήμα
    στο Υπέροχό σου…D.P.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member



    ΤΟ ΑΔΡΑΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ

    Στέκω εδώ, γονατιστός, ευλαβικός προσκυνητής θεών που δεν γνώρισα, που δεν έμαθα να τους λατρεύω, που δεν μου μίλησαν ποτέ, όπως ποτέ δεν μου μίλησε κανείς θεός. Κι όμως, ήρθα γεμάτος με προσδοκία, με μια ψυχή φορτωμένη από ενοχές αλλά και μια καρδιά σταθερή και σίγουρη για αυτό που θέλω να γίνει.
    Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει. Από τότε που ήμουν παιδί, πρώτη φορά ένιωσα τη μέγγενη της φριχτής απελπισίας, της ιερής απόγνωσης να με περισφίγγει, να θέλει να με σκοτώσει και σχεδόν να το καταφέρνει.
    Άλλος δρόμος δεν μου έχει απομείνει γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει.
    Βρίσκομαι εδώ, γονατιστός, μπροστά από τούτο το πανάρχαιο βωμό, θεότητας που δεν καταλαβαίνω, που ίσως να μιλάει κάποια ξεχασμένη, ακατάληπτη γλώσσα, που, είμαι σίγουρος, δεν με περίμενε, όπως κι εγώ δεν περίμενα ποτέ να κάμψω το γόνυ μπροστά σε ένα βωμό που είναι γεμάτος από άγνωστα σύμβολα, πανάρχαια σύμβολα που δεν καταλαβαίνω και που με φοβίζουν λίγο. Κι όμως, τούτοι οι φόβοι, λίγη σημασία έχουν πια, είμαι αποφασισμένος, για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι αποφασισμένος κι όταν ένας άνθρωπος είναι αληθινά αποφασισμένος, δεν γνωρίζει το φόβο κι ούτε που του δίνει σημασία.
    Γιατί όταν είσαι αποφασισμένος, είσαι έτοιμος.
    Κι όταν είσαι έτοιμος, είσαι αληθινά Ακέραιος.
    Είμαι εδώ, γονατιστός και προσεύχομαι, σε κάποιους θεούς που έχουν από αμέτρητους αιώνες λησμονηθεί, αλλά, το ξέρω καλά, δεν έχουν πεθάνει. Υπάρχουν, υπάρχετε, το ξέρω, το νιώθω, είστε ζωντανοί. Ξεχασμένοι, κρυμμένοι σε σπηλιές του χρόνου που σας έκλεισαν κάποτε, παραγκωνισμένοι και αθέατοι, κι όμως το ξέρω καλά, υπάρχετε κι έρχομαι να προστρέξω σε εσάς. Σε εσάς που ίσως μπορείτε να με ακούσετε. Σε εσάς που, ελπίζω να θέλετε να με ακούσετε. Σε εσάς που...
    Είμαστε η φωνή του Απόλυτου
    Είσαι μέρος του Σχετικού
    Δεν μπορείς να μετέχεις σε κοινωνία μαζί Μας...

    Στέκω εδώ και τόση ώρα, μπροστά στο πέτρινο αυτό, σκονισμένο από τους αιώνες και τη λήθη βωμό και το σώμα αρνείται να πονέσει, το μυαλό αρνείται να διαφύγει, η ψυχή αρνείται να υπακούσει. Και δεν δίνω σημασία στο χτυποκάρδι που τραντάζει εδώ και ώρα το σάρκινο στήθος. Και δεν ακούω τη φωνή της σύνεσης που εδώ και ώρα ουρλιάζει από κάποιο βαθύ πηγάδι της λογικής. Και δεν με ενδιαφέρει να μπολιάσω τη δειλία μου με την ηθική μου.
    Τούτο μονάχα με νοιάζει.
    Να με ακούσετε που σας μιλώ. Που σας ικετεύω.
    Να με ακούσετε και να σας ακούσω κι εγώ...
    Είμαστε οι γιοι του Απροσδιόριστου
    Είμαστε οι λάμψεις του Ασχημάτιστου
    Έχεις μορφή
    Είσαι πεπερασμένος
    Πως θα καταφέρεις να Μας χωρέσεις
    χωρίς να συντριφτείς;

    Ξέρω τι είναι εκείνο που σας κάνει να διστάζετε. Αλήθεια σας λέω, το ξέρω. Είμαι βλάσφημος. Πάντοτε ήμουν. Βλάσφημος και οπορτουνιστής. Ένας τυχοδιώκτης της πίστης, ένα άθλιο ον με δυο λόγια. Σας χρειάζομαι και θέλω να σας μεταχειριστώ. Κι αν αυτή τη στιγμή, είναι μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας στην ασήμαντη ζωή μου, τούτο δεν αναιρεί όσα έκανα κι όσα δεν τόλμησα να κάνω σε όλο μου το βίο. Κι αν τώρα είναι που ανακάλυψα μέσα από τον πόνο και την απόρριψη τι είναι η ευλάβεια, το δόσιμο, το κομμάτιασμα σε κάτι ανώτερο, σε κάτι πραγματικά μεγάλο, τούτο δεν με απαλλάσσει από δεκαετίες χλεύης και ταΐσματος του Εγώ μου, υπερδιόγκωσης της ματαιοδοξίας μου, παραφουσκώματος της μικρότητάς μου που πίστευα πως είναι τόσο διαφορετική από των άλλων! Πόσο ντρέπομαι τώρα για όλα τα ανόητα πράγματα που πίστευα σαν μοναδικά, άξια και μεγάλα. Πόσο αισχύνομαι για το τι νόμιζα ότι ήμουν, για το ότι είχα κάνει ιδεολογία τον εαυτό μου...
    Είμαστε χτισμένοι από υλικά που δεν γνωρίζεις
    Είμαστε πλασμένοι κι Εμείς
    μα τόσο διάφανοι
    και τόσο σκοτεινοί
    που εσύ θα τυφλωθείς
    νομίζοντας πως Είμαστε Φως!
    Θα τ'αντέξεις;

    Στέκω εδώ, και τόση ώρα που προσεύχομαι σε Εσάς, ταυτόχρονα δεν μπορώ να σταματήσω μια άλλη, παράλληλη και υπόγεια λειτουργία του νου μου. Σκέφτομαι, σκέφτομαι συνέχεια, σαν σε πυρετό. Εικόνες και σκέψεις, μια διαδοχή και μια αλληλουχία σαν σουρεαλιστική κινηματογραφική ταινία για άσυλο παρανοϊκών! Μια ψυχοπάθεια, μια σχιζοφρένεια ήταν όλη μου η ζωή. Μια προσπάθεια να μην ουρλιάζω, να μην λυπάμαι, να μην αυτοκτονήσω, να μην πεθάνω κι έτσι να φαίνομαι παντού και πάντα υγιής και ισορροπημένος! Μια ανακύκληση τρέλας που την αποδέχτηκα σαν την μόνη λογική και που με σκότωνε μέρα τη μέρα, όπως σκοτώνει ο καρκίνος, λιώνοντας όχι το σώμα μου αλλά το πνεύμα μου.
    Το πνεύμα μου... Δεν ξέρω πια αν έχω πνεύμα, τι σημαίνει αυτό, για την ακρίβεια, δεν ξέρω πια τι σημαίνει οτιδήποτε.
    Και μέχρι χτες, ούτε που με ενδιέφερε πια.
    Γιατί χτες, αποφάσισα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί, να δώσω στον κουρασμένο μου εαυτό την τελευταία του ευκαιρία.
    Χτες αποφάσισα να προσπέσω στα δικά σας πόδια...
    Είμαστε κύματα
    Είμαστε ύλη
    Είμαστε θεωρήματα
    Είμαστε μύθοι
    Είμαστε ποίηση
    Τι ξέρεις εσύ απ'αυτά;

    Έχω αγκαλιάσει εδώ και τόση ώρα, τούτο το παγωμένο βωμό και ανατριχιάζει το κορμί μου μα η ψυχή μου είναι ολοκαύτωμα και ολόκληρος δονούμαι απ'την ανάγκη να σας μιλήσω, να μου μιλήσετε και θα περιμένω. Σας το υπόσχομαι. Ακόμη κι αν παραδώσω εδώ ένα σάπιο κουφάρι, μια χούφτα κόκαλα, θα είναι το ελάχιστο που αξίζετε, το ελάχιστο και το μόνο μαζί που έχω δικό μου και σας το προσφέρω. Άλλο τίποτα δεν μπόρεσα να αποθηκεύσω στην άχρηστη ζωή μου. Κι ο,τι μου απόμεινε, κι αυτό πάλι δεν είναι δικό μου. Τι απέραντη βλακεία! Τούτο που πεθαίνει δεν είναι δικό μου κι εγώ που νόμιζα πως μπορώ να το προσφέρω όπου κι όποτε ήθελα. Δείξτε έλεος και οίκτο σε έναν τσακισμένο νου, σε μια χλωμή ανταύγεια της δημιουργίας σας. Δεν έφταιξε η αμετροέπειά μου, η έπαρση, η φροντίδα της σάρκας, αλήθεια σας το λέω. Έφταιξε μονάχα το ότι είμαι τόσο μικρός και νόμιζα πως είμαι τόσο μεγάλος.
    Θα μπορέσω άραγε να σας ακούσω ποτέ;
    Θα μπορέσω να αγγίξω τον οίκτο σας;
    Θα μπορέσω να κρυφτώ στις δονήσεις σας;
    Κάποτε αγκαλιάσαμε τις μεγαλύτερες προσδοκίες σας
    Κάποτε ονειρευτήκαμε το μεγαλύτερο όνειρό σας
    Κάποτε ταξιδέψαμε το πιο τολμηρό σας ταξίδι
    Κάποτε γαλουχήσαμε την πιο όμορφη ουτοπία σας
    Κι Είμαστε εξόριστοι από την πλάνη μας
    Κι Είμαστε αφρόντιστοι και περιφρονημένοι
    Κι Είμαστε σιωπηλοί και άκαμπτοι
    Γιατί σώθηκε ως κι η οργή
    Γιατί σιώπησε ως και η λαχτάρα
    Γιατί κοιμήθηκε ως και η ενέργεια
    Γιατί κουραστήκαμε να σας περιμένουμε
    Όλος ο χρόνος σε μια προσευχή
    Μα που θα χωρέσεις όλο τούτο το χρέος;

    Είμαι από ώρες, ημέρες και χρόνια εδώ, σ'αυτό το βωμό, γονατιστός και προσεύχομαι, προσεύχομαι συνέχεια και δακρύζω και σπαράζω από την αγωνία να με αγγίξετε, να με ακούσετε, να με λυπηθείτε.
    Είμαι από μήνες και χρόνια αμέτρητα τώρα που σας υμνώ και σας καλώ, σε μια προσπάθεια, απέλπιδα, το ξέρω, να αιχμαλωτίσω λίγη απ'τη δύναμή σας, λίγη απ'τη πνοή σας, μια αχτίδα από το ανέσπερο φως σας.
    Είμαι από χρόνια και αιώνες τώρα εδώ, προσκυνητής και σπασμένος, ένα δέμα από σάρκες και οστά, λίγες σκέψεις και ολόκληρη την μαρτυρική αγωνία να σας δω, να σας κάνω να καταλάβετε, να σας πλημμυρίσω από το τίποτε που είμαι γεμάτος.
    Είμαι από αιώνες εδώ, λυγισμένος, ανήμπορος πια να αρθρώσω λέξεις, φράσεις, να σας ανοίξω άλλο την καρδιά μου, κι ό,τι απόμεινε από την αλαζονεία μου που μαγάρισε τον ιερό βωμό σας που λέω πως θα γίνει το στερνό μου κρεβάτι.
    Και θέλω να σας ευχαριστήσω για τούτη τη σιωπή σας.
    Και θέλω να σας πω ότι είμαι ευγνώμων για τούτη την απουσία σας.
    Και είμαι έτοιμος να παραδώσω ό,τι κάποτε μου εμπιστευτήκατε κι εγώ το λέρωσα, το πρόδωσα και το σκότωσα.
    Κι είμαι έτοιμος να προσευχηθώ ξανά και ξανά, και τα τελευταία μου δάκρυα να γίνουν ένα με το ποτάμι της τιμωρίας ή της λύτρωσης που μου ετοιμάσατε.
    Κι είμαι γι'αυτό ευτυχισμένος που δεν ακούω πια ούτε τον εαυτό μου.
    Κι είμαι περίεργος που τούτη την ώρα δεν ακούω ουράνιες μουσικές ούτε συμφωνίες αγγέλων.
    Κι είναι παράξενο πως ξαφνικά είμαι ένα εντεκάχρονο παιδί ξανά που σκοντάφτει στο κήπο του σπιτιού του, ένα Κυριακάτικο πρωινό και κλαίει γιατί ο πόνος είναι οξύς και του πριονίζει το μυαλό και το αίμα πλένει το χορτάρι και όλα μπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που δεν μπορώ να πιαστώ απ'την άκρη του γιατί η άκρη του είστε εσείς κι εσάς δεν σας γνώρισα ποτέ.
    Ήρθα αργά
    Κι έτρεξε περισσότερο αίμα σ'εκείνο το χορτάρι απ'όσο δάκρυ σε τούτο το βωμό...
    Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα ερώτημα
    Δεν υπήρξε ποτέ το Ένα αγκάλιασμα
    Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αγάπη
    Δεν υπήρξε ποτέ η Μία Αυγή
    Και δεν υπήρξε ποτέ Ένας βωμός
    Ένας άνθρωπος
    Μία σωτηρία
    Το ξεκίνημα προς κάτι Άγνωστο
    Η επιστροφή στην αφετηρία
    Δεν υπήρξε ποτέ ο Χρόνος
    Ο στοχασμός που να έγινε Έρωτας
    Το παθιασμένο σμίξιμο του έρωτα που να έγινε στοχασμός
    Δεν υπήρξε ποτέ Ένας Θεός
    Προσευχή στον Εαυτό
    και στο Αδρανές της Δικαίωσης
    μονάχα υπήρξε...

    D.P.
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member


    Νυχτοβάτης



    Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.

    Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
    Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
    Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
    Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.
    Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.
    Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
    Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.
    Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
    Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
    Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.
    Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
    Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
    Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.
    Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.
    Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
    Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
    Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.
    Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.
    Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.
    Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.
    Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
    Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.
    Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.
    Πονούσε.
    Φοβόταν.
    Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.
    Δάκρυσε.
    Τα μέλη του μούδιαζαν.
    Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
    Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…
    Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.
    Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…
    D.P.
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Επικοίτιο άσμα

    Προχώρησε δειλά η ψυχή μου
    Στις όχθες της δικής σου
    Κι έμοιαζες με λαμπερό ποτάμι
    Που κατεβαίνει από΄να αρχαίο βουνό
    Μυστικά και αθέατα
    Δροσίζοντας
    Δίνοντας ζωή
    Σε κάθε τι ολόγυρα

    Κι έσκυψε το είναι μου
    Να πιει απ΄το δικό σου
    Αθανασία να τρυγήσει
    Απ’τη δική σου
    Κι είχες τα χρώματα
    Κι είχες τις μελωδίες
    Κι είχες τις μυρωδιές
    Και τις ανάσες
    Της αγάπης μας…

    Τόσο η ψυχή μου δονήθηκε
    Τόσο το είναι μου σκίρτησε
    Που το ιερότερο άσμα της Δημιουργίας
    Απλώθηκε σαν μπέρτα υπέροχη
    Στ’ακροδάχτυλα του Απείρου
    Μας έντυσε ηδονικά

    Και γίναμε ένα…D.P.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Εργαστήρι

    Άρχισες δουλειά με το είναι σου
    μικρός ακόμα
    απαίδευτος
    κι έπιασες να εργάζεσαι
    πάνω στη πέτρα της ύπαρξης
    με βλέμμα άδολο
    με πνεύμα αμόλυντο
    κι είχες για πρότυπό σου
    μια αξόδευτη ψυχή
    πώς να την προτυπώσεις
    πώς να την αποδώσεις
    ανάγλυφη
    στερεωμένη
    εύμορφη
    απρόσμικτη


    τις λέξεις έψαχνες
    τα εργαλεία
    διάβασες
    μελέτησες
    μόχθησες
    ξενύχτησες πάνω
    από ηρώων φωτιές
    και ποιητών κραυγές
    νύμφες χόρευαν
    στο αρχαίο σου δάσος
    και στάλαζαν οι ουρανοί
    του κόσμου σου
    οιμωγές Τιτάνων
    και του Προμηθέα
    το κοχλασμένο αίμα


    απρόσιτος
    θα πει κανείς
    έγγλυφος
    στο δώμα του εαυτού σου
    όνειρος θεός
    και δαιμόνων βλέμμα
    αρπάχτηκες στου Χρόνου τις πόρπες
    και αμάθητος που ήσουν
    γκρεμίστηκες στα Τάρταρα
    της ξιπασιάς σου
    αλλά δεν έσβησες εκεί
    ανάμεσα στις Άρπυιες
    και στις Γραίες του Άδη
    είχες στο νου σου
    έν’άγαλμα
    να φτιάξεις
    με τα ίδια σου τα χέρια
    ικέτεψες το Διόνυσο
    κρασί ν’αρμέξει απ’τον παγκόσμιο πόνο
    είχες μαζί σου την Εκάτη
    κι αγνώριστος κυκλοφορούσες
    νύχτες
    στις ερημιές του νου…


    σηκώθηκες
    οι φλεγμονές σου
    έχυναν πύο
    τα μάτια σου
    δάκρυζαν αίμα
    κι όμως
    σηκώθηκες


    είχες ψυχή
    ούρλιαζες
    είχες μνήμη
    και θυμήθηκες
    είχες περπατησιά
    και βάδισες
    τη σκοτεινή ατραπό σου…


    ορθώθηκες
    έπιασες πάλι τη δουλειά
    στο εργαστήρι του Ανθρώπου
    ξανάρθες
    αυτό το πρόπλασμα
    σε περίμενε
    ατελείωτο
    λειψό
    δεν είχες θάρρητα
    να το κοιτάζεις
    δεν είχες τόση ανάσα
    για να το ζεστάνεις
    κι όμως
    σιγά σιγά
    οι συλλαβές γυρίζαν
    οι φθόγγοι
    οι λέξεις
    σχηματίζονταν ξανά
    ερχόσουν πάλι
    επέστρεφες


    το φως που αρνήθηκες
    εδώ είναι πάντα
    δώσε στον κάθε χτύπο
    του σφυριού
    το χτύπο της καρδιάς σου
    με το Αιώνιο συντονίσου
    άλλο απ’αυτό δεν έχεις
    αγάπησέ το!
    Και το άγαλμα του είναι σου
    ως το τέλος


    Λάξευσέ το!
    D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Σε κείνο το παλιό σου όνειρο
    Θυμάσαι;
    Στεκόσουν στο μικρό αίθριο
    Σε μια στάση ιερής από-στασης
    Απ’ό,τι ψηλαφείται
    Απ΄το νου…

    Τον περίμενες

    Ο ουρανός έπεφτε κομμάτια
    Σαν αρχαία σιωπή
    Πρώτα γινόταν μια μαύρη θύελλα από ρόδα
    Που κλείναν τους ορίζοντες
    Και σχημάτιζαν παράξενες σκεπτομορφές
    Από τους μύστες των αιώνων
    Κι ύστερα βροχή, τόσο πυκνή
    Που σου πονούσε τη σάρκα…

    Δεν φοβόσουν
    Μονάχα άνοιγες το στόμα σου
    Να πιεις…

    Σε κείνο το όνειρό σου
    Κείνος που σε κλείδωσε
    Ανάμεσα σε γη και ουρανό
    Σου αρνιόταν τη φυγή
    Τον περίμενες!
    Θα ερχόταν, το ήξερες
    Μέσα από τον αλάστορα Χρόνο
    Να σε διατρήσει
    Ως τα μύχια έγκατά σου
    Να σε αλώσει
    Να σε ενώσει με το Άρρητο…

    Τον περίμενες
    Και έπινες αχόρταγα
    Με δίψα ασίγαστη
    Έπινες την Αλήθεια…

    Εκεί σε βρίσκω
    Πάντα…
    Να στέκεις
    Βαφτίζοντας το κάθε τι
    Ξανά και ξανά
    Μεθοκοπώντας
    Ονοματίζοντας τα πάντα
    Ένα προς ένα τα σώματα
    Και τις υπάρξεις…D.P.