Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ας γίνει πάγος

    Ας γίνει
    ο πάγος το μέτρο
    της θανής.
    Ας σταματήσει
    ο χρόνος και
    ας τελειώσει.
    Με το κλείσιμο του ματιού
    είναι καλοκαίρι. Ο άντρας
    με το σπίτι στην πλάτη του
    περνά βιαστικά. Είναι πολύ
    πέρα από τη φροντίδα μας.
    Ας αναμιχθεί ο αέρας με
    τον αέρα. Εκείνοι
    που είναι στερεμένοι
    ας πιουν νερό. Εκείνοι
    που είναι τυφλοί
    ας βρουν τον ήλιο. Είναι προσφιλείς
    στην καρδιά σου.
    Πλησιάζουν.
    Ο ήλιος και η σελήνη χορεύουν
    και φυσούν σάλπιγγες.
    Ας κρύψει η γη
    το αίμα τους, ας βρεθεί
    ένας τόπος για
    την κραυγή τους. Τη νύχτα
    οι άνθρωποι ψαρεύουν αστέρια,
    όχι θεός αλλά μωρό
    κρατά την τρίαινα.
    Καλώδια κείνται καλυμμένα με
    βρωμιές. Φως εκρήγνυται
    σε μια οθόνη. Αυτό που βλέπεις
    είναι το πρόσωπο σου και το πρόσωπο
    που βλέπεις, γερασμένο
    και τυφλό,
    είναι ένα πρόσωπο
    μέσα απ’ τα όνειρα σου.

    ( Jerome Rothenberg )
     
  2. Τ.Σ. Έλιοτ, Burnt Norton
    (ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ)

    τού λόγου δ` εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν.
    οδός άνω κάτω μία και aυτή.
    Ηράκλειτος



    Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος
    Είναι ίσως καί οι δύο παρόντες στό μελλούμενο χρόνο,
    Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στόν περασμένο χρόνο.
    Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
    Όλος ο χρόνος δέν μπορεί νά εξαγοραστεί.
    Αυτό πού θά μπορούσε να 'ταν είναι μιά αφαίρεση
    Πού παραμένει μιά μόνιμη δυνατότητα
    Μόνο σ' ενα κόσμο ρεμβασμού.
    Αυτό πού θά μπορούσε να 'ταν κι αυτό πού ήταν
    Σημαδεύουν σ' ενα τέρμα, πού είναι πάντα τωρίνο.
    Πατημασιές αντηχούν μες στο μνημονικό
    Κάτω στο δρόμακι που δεν ακολουθήσαμε
    Κατά την πόρτα που πότε δεν ανοίξαμε
    Προς τη μεριά του ροδόκηπου. Τα λόγια μου έτσι
    Αντηχούν μες στο μυαλό σου.
    Όμως για ποιό λόγο
    Ταράζοντας τη σκόνη σε μια κούπα ροδόφυλλα
    Δεν ξέρω.
    Άλλοι αντίλαλοι
    Κατοικούν στον κήπο. Θ' ακολουθήσουμε;
    Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους,βρέστε τους,
    Πίσω απ' τη γωνία. Μέσα απο τήν πρώτη πύλη,
    Στόν πρώτο μας κόσμο, θ'ακολουθήσουμε
    Το ξεγέλασμα τησ τσίχλας; Στον πρώτο μας κόσμο.
    Βρίσκονταν εκει, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
    Κινούνταν αβίαστα, πάνω απο τα πεθαμένα φύλλα,
    Στη ζέστη του φθινόπωρου, στον παλλόμενο αέρα,
    Και λάλησε το πουλί, δίνοντας απόκριση
    Στην ανήκουστη μουσική την κρυμένη στους θάμνους,
    Και διάβηκε η αθώρητη αχτίδα του ματιού, γιατί τα ρόδα
    Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτάζουν.
    Βρίσκονταν εκει σαν καλεσμένοι μας, δεκτοί και δεχόμενοι.
    Ετσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, μ' ενα σχέδιο τυπικό,
    Μες απ΄την έρημη δεντροστοιχία, στων πυξαριών τον κύκλο,
    Για να ρίξουμε το βλέμμα μες στη στραγγισμένη στέρνα.
    Η στέρνα στεγνή, τσιμέντο στέγνο, με άκρες καφετιές,
    Κι η στέρνα γέμισε νερό απ' το λιόφωτο,
    Κι ορθώθηκε ο λωτός, ήσυχα, ήσυχα,
    'Αστραψε η επιφάνεια απ' άκρη σ' άκρη απ' την καρδιά του φωτός,
    Κι αυτοί ηταν πίσω μας ως καθρεφτίζονταν στη στέρνα.
    Τότε διάβηκε ενα σύννεφο κι άδειασε η στέρνα.
    Φύγετε, λαλήσε το πούλι, γιατί στις φυλλωσιές παιδιά φωλιάζαν,
    Κρυμένα μ' έξαψη, συγκρατώντας τα γέλια.
    Φύγετε, φύγετε, φύγετε, λάλησε το πουλί: οι άνθρωποι
    Δεν μπορούν ν' αντέξουν πολλή πραγματικότητα.
    Ο χρόνος ο περασμενός κι ο μελλούμενος χρόνος
    Αυτός που θα μπορούσε να' ταν κι αυτός που ηταν
    Σημαδεύουν σ' ενα τέρμα που ειναι πάντα τωρινο.
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μπαλόνια

    Από τα Χριστούγεννα μένουν μαζί μας,
    άδολα και διαφανή,
    στρογγυλά ζώα της ψυχής,
    που πιάνουν το μισό μας χώρο,
    καθώς κινούνται και τρίβονται στα μεταξωτά
    αόρατα ρεύματα του αέρα,
    βγάζοντας μια στριγκλιά και κάνοντας παφ
    όταν τους επιτίθεσαι, σπεύδοντας ύστερα να ξεκουραστούν,
    τρέμοντας ανεπαίσθητα.
    Κίτρινο καπόνι, γαλάζιο ψάρι -
    με πόσα αλλόκοτα φεγγάρια ζούμε
    αντί για έπιπλα νεκρά!
    Στρωσίδια ψάθινα, λευκοί τοίχοι
    κι αυτές οι ταξιδεύτρες
    σφαίρες από σκέτο αέρα, κόκκινες, πράσινες,
    που δίνουν χαρά
    στην καρδιά καθώς ευχές ή άγρια
    παγόνια που ευλογούν
    το γέρικο χώμα μ ένα φτερό
    χτυπημένο σε αστρικά μέταλλα.

    Ο μικρός
    αδερφός σου κάνει
    το μπαλόνι του να σκούζει σαν γάτα.
    Μοιάζοντας να βλέπει
    πάνω στην άλλη του πλευρά ένα αστείο σύμπαν ροζ που
    θα μπορούσε να το φάει,
    δαγκώνει,
    ύστερα ξεκουράζεται, ίδιο χοντρό σταμνί,
    αναπολώντας έναν κόσμο καθαρό σαν το νερό.
    Κόκκινο ξέφτι
    στη μικρή γροθιά του.

    ( Sylvia Plath )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Tea-Time

    Τι νοιαζόμαστε για τα παιδιά, για τους ηλικιωμένους,
    για τον τηλεοπτικό πόλεμο, για τη μυρωδιά αίματος κάτω απ’ το παράθυρο,
    για το παρόν μας που ξεγλιστράει δίπλα στην πόρτα,
    αλλαγές κλίματος, πλημμύρες και πυρκαγιές κάπου αλλού,
    δεν είναι η κακώς καμουφλαρισμένη αδιαφορία,
    μια δυνατότητα
    να βρεθούμε σε κατάλληλο μέρος,
    στην πληρότητα
    του απογευματινού τσαγιού,
    με ανάγνωση στίχων ή απλώς αποσπάσματος συναισθηματικής νουβέλας,
    ειρωνικά χαμόγελα, γάντια πάνω σε αρθριτικά δάχτυλα, πορσελάνη,
    τέσσερις γριές γύρω από το βελούδινο τραπεζομάντιλο με σχέδια ρόδων,
    κουβέντα περί ανέμων και υδάτων,
    κάτω απ’ τα μαύρα καπέλα Μοιρών λουφάζει το μέλλον κάποιου,
    στα καλοσυνάτα βλέμματα τους μπορούμε να μαντέψουμε
    την έλλειψη δικαιοσύνης,
    την αδυναμία και την ελπίδα με την οποία πιστεύουμε στον Θεό
    και ήρεμα να υποδεχθούμε τους εαυτούς μας,
    εκεί πάρα πέρα οι γερασμένες γυναίκες
    που κάθονται στα κατώφλια των σπιτιών
    και περιμένουν να περάσει,
    τον υποδέχονται και τον ξεπροβοδίζουν
    τον θάνατο.

    ( Sylvia Choleva )
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Γυναίκες

    Φτωχές γυναίκες,
    μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
    τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
    εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
    γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
    νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
    πίσω από την αγνότητα,
    την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
    πίσω απ’ την υπακοή.
    Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
    κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
    Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
    πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
    οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
    μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
    γιατί τα χρόνια περνάνε…
    Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
    και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
    στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
    που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
    για να τους αρέσουμε –
    αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
    το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
    Αχ, γυναίκες έρημες,
    κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
    τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
    Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
    Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
    τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
    Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
    πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
    λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
    παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
    Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
    την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
    κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
    Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
    κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
    ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
    κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
    Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
    γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
    Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
    παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
    ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
    με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
    Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
    στο εσωτερικό μας πάθος,
    αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
    της μητρότητας μας…

    ( Τάσος Λειβαδίτης )

    -------------------------------------------------

    #956
     
    Last edited: 23 Αυγούστου 2015
  6. Μονάχος

    Aπό τά παιδικά χρόνια μου δέν ήμουν
    Σάν τους άλλους. Δεν είδα
    Ό,τι οι άλλοι έβλεπαν. Τά πάθη μου
    Δέν μπόρεσα νά φέρω από μιά άνοιξη κοινή.
    Από τήν ίδια τήν πηγή δέν άντλησα
    Τή θλίψη μου δέν μπόρεσα στόν ίδιο τόνο
    Τήν καρδιά μου νά καλέσω στή χαρά
    Καί όλα όσα αγάπησα, τ' αγάπησα μονάχος.
    Tότε —σάν ήμουν παιδί— στήν αυγή
    Μιας ζωής τρικυμισμένης, ξεπήδησε
    Από τα βάθη τού καλού καί τού κακού
    Τό μυστήριο πού ακόμα μέ κρατάει δεμένο:
    Από τό χείμαρρο ή τήν πηγή,
    Απ’ τού βουνού τον κόκκινο γκρεμό,
    Από τον ήλιο πού μέ κυκλώνει γύρω γύρω
    Μέ το φθινοπωριάτικο χρυσό του χρώμα,
    Απ' τού ουρανού τ’ αστραποβόλημα
    Πού μέ περνάει πετώντας πέρα,
    Από τον κεραυνό, τή θύελλα,
    Τό σύννεφο πού παίρνει τή μορφή
    (Όταν είναι γαλάζιος ο άλλος Ούρανός)
    Τού δαίμονα μές στή ματιά μου.

    Έντγκαρ Αλαν Πόε
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εισαγωγή στην ποίηση

    Τους ζητώ να πάρουν ένα ποίημα
    και να το σηκώσουν κόντρα στο φως
    σαν έγχρωμη διαφάνεια
    ή να κολλήσουν τ' αυτί τους στην κυψέλη του.
    Λέω ρίξτε ένα ποντίκι μέσα σ' ένα ποίημα
    και προσέξτε πώς ψάχνει να βρει την έξοδο
    ή βαδίστε στο δωμάτιο του ποιήματος
    και ψηλαφήστε τους τοίχους για τον διακόπτη του ηλεκτρικού.
    Θέλω να κάνουν θαλάσσιο σκι
    στην επιφάνεια ενός ποιήματος
    γνέφοντας προς τ' όνομα του ποιητή στην ακτή.
    Αλλά ένα πράγμα θέλουν,
    να δέσουν πισθάγκωνα το ποίημα σε μια καρέκλα
    και να το βασανίσουν μέχρι να ομολογήσει.
    Πιάνουν μια μάνικα κι αρχίζουν να το δέρνουν
    για να μάθουν τι εννοεί.

    ( Billy Collins )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Κοράκια

    Αρνούμαι να μετρώ τα πουλιά
    που κάθισαν στους ώμους σου
    αρνούμαι να τα ξεπεράσω
    αρνούμαι να τα τρέφω με λόγια
    φόβους και άλλους σπόρους
    όταν έρχεσαι μπροστά μου
    δε βλέπω πρώτα εσένα – αλλ’ αυτά:
    ένα σμήνος πεινασμένα κοράκια
    που φώλιασαν στο μέτωπο σου

    τα νιώθεις αλλά και πάλι δεν ξέρεις
    πως βρίσκονται εκεί
    φιλώ εσένα
    ενώ βαρύ φτερούγισμα
    ανασαλεύει τον αέρα

    τα χέρια μου είναι ραμφισμένα

    Μονάχα όταν κοιμάσαι πετούν μακριά
    φυλάω παντοτινή σκοπιά
    δίπλα σου όταν κοιμάσαι
    θα περιμένω λίγο ακόμη
    ο αέρας να μαυρίσει.
    Πίσσα τα πούπουλα και φτερά
    να σκορπιστούν
    στο δωμάτιο

    εδώ είναι τα χείλη μου

    κρατάω το μαχαίρι,
    στο χέρι μου.

    ( Patricia Nicolova )
     
  9. Αύγουστος, τέλη του 1920

    Ορθια τ' απομεινάρια,
    τα λυμένα απ' τη χαρά μέλη,
    τα χαλαρά γόνατα,
    στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' το μπαλκόνι.
    Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
    σκουρόχρωμα σα μαλλιά.
    Λαχτάρα μου ήταν τ' αρχαία χρόνια
    λαχτάρα μου ήταν το παρόν
    λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
    και μ' όλα αυτά πεθαίνω σ' ένα μικρό φυλάκιο
    στην άκρη του δρόμου
    σ' ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
    σ' ένα δημόσιο κτήμα
    τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
    να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
    Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
    να την τελειώσω.

    Franz Kafka
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αμμοχάλικο

    Θα πω άραγε τα λόγια αυτού του αιώνα;
    μέσα στα μάτια τους καρτερώ
    τον απόηχο σαν μεταμόρφωση κυρίου,
    το μίσος σαν συσκότιση,
    το ξάφνιασμα σαν θάνατο.
    Εδώ ο χαλκός απ’ τις νεκρές βροχές,
    το φως απ’ τα φυτά να ξεχειλίζει,
    στην άμμο το ξανθό τραγούδι του χρόνου
    και το τοπίο ν’ αναπαύεται μέσ’ στα παγόνια.

    Πιάστε τον
    το Φονιά των Δέντρων.
    Κάμπιες με το πράσινο αίμα της άνοιξης.
    Με πονάνε
    τα μάτια του τυφλού που μένει απέναντι.
    Ξαναδιαβάζω λέξεις που εγώ διάλεξα
    κι όλες τους απ’ τον άλλον μου’ ρχονται.
    Μέσα στον άνθρωπο μπαγιατεύουν οι σκέψεις,
    σκουριάζουν τα βλέμματα,
    τα μάτια του έμοιαζαν με φρέατα,
    τα χέρια του έμοιαζαν με αστέρια.
    Στου εαυτού μου το βυθό σιγή
    και μόνο πού και πού μια λέξη,
    ίδια αράχνη κάτω από μια πέτρα.

    ( Ion Vinea )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ανατολή σε ψαρολέπι

    Μελωδικοί σκελετοί, για όλη τη μουσική της χθεσινής νύχτας,
    το σήμερα είναι σήμερα κι ο χορός τελειωμένος.
    Το αγιάζι απλώνεται στ' αχυρένια όργανα που παίζατε,
    οι τροχιές στον άδειο σας τον δρόμο είναι κόκκινες.
    Εσύ Τζιμ κι εσύ Μάργκαρετ κι εσύ τραγουδιστή του La Paloma,
    τα κοκόρια λαλούν και λαλούν δυνατά.
    Κι ενώ ο νους μου συλλαμβάνει τη δύναμη πίσω από τη στιγμή,
    ο νους είναι μικρότερος από το μάτι.
    Ο ήλιος ανατέλλει πράσινος και μπλε σε αγρούς και ουρανούς,
    τα σύννεφα προλέγουν μια βροχή ελώδη.

    ( Wallace Stevens )
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μετά το Άουσβιτς

    Η οργή
    μαύρη σαν τσιγκέλι
    με κυριεύει
    Κάθε μέρα
    κάθε ναζί
    έπαιρνε στις 8 π.μ. ένα μωρό
    και το τσιγάριζε για πρωινό
    στο τηγάνι
    Κι ο θάνατος τον κοιτά με αδιάφορο μάτι
    και σκαλίζει τη βρώμα στο νύχι του
    Ο άνθρωπος είναι διάβολος
    Φωνάζω
    Ο άνθρωπος είναι λουλούδι
    που θα έπρεπε να καεί
    Φωνάζω
    Ο άνθρωπος είναι πουλί γεμάτο λάσπη
    Φωνάζω
    Κι ο θάνατος τον κοιτά με αδιάφορο μάτι
    και ξύνει τον πρωκτό του
    Ο άνθρωπος με τα ρόδινα ακροδάκτυλα
    με τα θαυμαστά του δάχτυλα
    δεν είναι ναός
    αλλά αποχωρητήριο
    φωνάζω
    Να μη ξανασηκώσει ο άνθρωπος το φλυτζάνι του
    Να μη ξαναγράψει ο άνθρωπος βιβλίο
    Να μη ξαναφορέσει ο άνθρωπος το παπούτσι του
    Να μη ξανασηκώσει τα μάτια του
    μια τρυφερή νύχτα του Ιούλη
    Ποτέ Ποτέ Ποτέ Ποτέ Ποτέ
    Βροντοφωνάζω
    Παρακαλώ το Θεό να μην ακούσει.

    ( Anne Sexton )
     
    Last edited: 29 Αυγούστου 2015