Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χαμηλόφωνο

    Έλα, αδελφέ μου, μοίρασε τη στέγη σου μαζί μου.
    Το σεληνόφως δεν λευκαίνει πια τα κυπαρίσσια.
    Πότε κοιτώντας τον πεντοζάλη των κυμάτων
    κατά το σύθαμπο,
    πότε τα αστείρευτα σίδερα της φυλακής μου
    το βράδυ πέφτει βρίσκοντας με σκυμμένο,
    να διαβάζω τις διακλαδώσεις του αλατιού
    πάνω στο ελευθερωμένο κορδόνι του χιτώνα μου.
    Σφυρίζουν τότε τα μηνίγγια μου από το πολύ
    που 'μεινα μόνος. Κι είναι Νοέμβριος σταθερά.
    Όπως τα σύννεφα λευτερώνουν τη βροχή,
    τη βροχή που αναπηδά στο χώμα προς τα πάνω,
    έτσι θαρρώ η θάλασσα αναδύει την ψυχή μου.
    Με τρικυμίες και φαντάσματα και γέλια
    που κάθε τόσο μέσα απ' την υγρασία επιστρέφουν,
    για να γυρίσουν τον κόσμο με βάρκα τη φωνή σου.
    Να κοίτα: καταμεσής του πελάγους, o νους μου
    σκαρφαλώνει στο φτερό του καρχαρία, χτίζει
    μια εκκλησιά, που 'παψε με αίμα τη θάλασσα να ευλογεί
    κι από βαθιά κι από μακριά, κάτι άλλο με προσμένει.
    Κι από βαθιά κι από μακριά ο κόσμος αργεί,
    τα σπλάχνα του ν' αδειάσει —
    Έλα, αδελφέ μου, μοίρασε τη στέγη σου μαζί μου.
    Κάποιος απ' τους δυο μας πεθαίνει για πρώτη του φορά.

    ( Βασίλης Ζηλιάκος )
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σαββατοκύριακο

    Ξυπνώντας,
    λίγες σταγόνες ύπνο ακόμα στα μαλλιά,
    γυμνά πρόσωπα,
    γυμνό δωμάτιο,
    ένα κρεβάτι τυχαίο,
    κορμιά που το κυλινδρικό τους φλούδι
    δεν κρύβει καν λίγη εντεριώνη λησμονιάς…
    Δίχως μια λέξη δίχως μια κίνηση,
    σαν την ανυπαρξία του πέρα και του εδώθε
    όπως γλιστράει στις σκοτεινές στοές τους,
    ζώντας μονάχα τη στιγμή
    που φεύγει
    - Που ξέρουμε πως φεύγει -.

    ( Τίτος Πατρίκιος )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ονειρικό τραγούδι Νο 13

    Θεός σχωρέσʼ τον Χένρυ. Έζησε σαν λιποτάκτης,
    μʼ ένα μαλλί σαν άχυρο πάνω στην κεφαλή του
    στην αρχή.
    Ο Χένρυ δεν ήταν άνανδρος. Πολύ.
    Ποτέ τίποτα δεν εγκατέλειψε, αντιθέτως
    παρέμεινε, όταν πράγματα όπως ο οίκτος λιγόστευαν.
    Ίσως λοιπόν ο Χένρυ να ήταν άνθρωπος.
    Ας το ερευνήσουμε.
    …Το κάναμε; Εντάξει.
    Είναι ένας Αμερικανός άνθρωπος.
    Είναι αλήθεια. Η κοπέλα μου κωλώνει.
    Η πουτάνα μου πονάει. Έλα και γονάτισε με, και δείξε μου τον δρόμο.
    Ο θεός είναι ο εχθρός του Χένρυ. Έχουμε δουλειά να κάνουμε…
    Γιατί, με ποια δουλειά πρέπει να ξεμπερδέψουμε.
    Ένα στρίμωγμα.
    Δεν πήγαινε άλλο. – Κύριε Κοκάλα,
    σαν κοιτάζω στον πορτοκαλί ουρανό,
    μου φαίνεσαι στρυφνός.

    ( John Berryman )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Όλοι κοιμούνται

    Και επιμένει η αυγή τα χρώματα της να προσφέρει
    στους κοιμισμένους,
    απ’ το βουνό προβάλλοντας,
    και το αηδόνι το τρελό το τραγούδι του
    κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
    τον καημό της.
    Όμως,
    χέρι κανένα
    το παράθυρο ν’ ανοίξει δε σηκώνεται,
    καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
    κανένα όνειρο
    μες στη δροσούλα να βουτήξει.
    Όλοι κοιμούνται.
    Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.

    ( Χρίστος Λάσκαρης )
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Λέγοντας πέτρες

    Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
    Αρχή-αρχή ακέραιος και βόνασος
    ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
    κλασματικός ακόμα υπήρχες
    συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
    ή τρία δάχτυλα
    σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
    κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
    τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
    ώσπου μετριόσουνα
    μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
    …χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
    τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
    λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
    φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
    το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
    και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
    Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
    κόκκινο·
    το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.

    ( Έκτωρ Κακναβάτος )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Άκυρο θαύμα

    Είσαι λεκές ξεραμένος στο μάρμαρο,
    τρίμματα φρυγανιάς που φύτρωσαν κι ανθίζουν στο χαλί,
    λουλούδια πλαστικά, ψευτομουράνο βάζα,
    χαρτοπετσέτα που την έκρυψες τσαλακωμένη γι’ αύριο.
    Καφές ξεθυμασμένος σε μισοσπασμένο φλιτζανάκι,
    λαδιές και ζάχαρες στο πάτωμα, προσκεκλημένες
    σε ολονύχτιο πάρτι κατσαρίδων,
    είσαι μια κατοχή κατοχική μες στη ζωή μου,
    που όσο γερνούσες μου χρησίμευες στα ποιήματα.
    Τώρα που γέρασες, μονάχα μ’ εξοργίζεις
    σατανική παράταση και πέθανε,
    δεν ωφελεί η αναβολή του αβάσταχτου.
    Την ένιωσα
    τη νέα πλεκτάνη αυτοθυσίας που έχεις στήσει,
    σιγά σιγά σε αηδία κυλώντας τη λατρεία μου,
    ξηλώνοντας τον πόνο
    κι ύπουλα πλέκοντας στη θέση του,
    ένα όσο γίνεται πιο μαλακό
    σαν τότε,
    ζιπουνάκι
    από ζεστή, ολόμαλλη ανακούφιση.

    ( Γιάννης Βαρβέρης )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χωρισμός

    Ολόλυζαν οι γυναίκες
    πάνω στον τάφο που έκλεισε,
    ύστερα φύγαν με συνοδειά
    τη λύπη και το θρήνο τους.

    Έτσι αφήνουν μόνο το νεκρό
    και φεύγουν όλοι,
    μονάχο στην απύθμενη
    αγκάλη του θανάτου, ασυνήθιστον.

    Κλείνεται στην πυκνή γη,
    αποκλείνεται ο νεκρός,
    δεν τολμά να μας ακολουθεί
    ούτε το ίνδαλμά του.

    Πρέπει να μείνει εκεί,
    ανάμεσα στους άλλους πέτρινους σταυρούς,
    ανάμεσα στους ξένους νεκρούς,
    τους ζωντανούς ν’ αφήσει,
    που βιάζονται να ζήσουν.

    ( Ζωή Καρέλλη )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ένα καράβι φεύγει

    Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
    αφήνει αγάλια το λιμάνι προς το βράδυ.

    Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
    μ᾿ αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.

    Ειν᾿ ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
    με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ᾿ όνομα του.

    Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
    και το που πάει κανένας δεν το ξέρει.

    Ουτ᾿ ένα άσπρο μαντήλι δεν το χαιρετάει,
    τώρα που απ᾿ τ᾿ σκρολίμανο σιγά περνάει.

    Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ᾿ τα μπαλκόνια,
    σα ν᾿ απολησμονήθηκαν εκεί από χρόνια.

    Ωστόσο αφήνοντας για πάντα το λιμάνι,
    ένα τεράστιο ψυχρό κενό έχει κάνει.

    Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
    κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,

    -λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
    πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,

    οι ανθρώποι που κοιτάν στην παραλία
    νοιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία

    και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
    -σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του…

    ( Κώστας Ουράνης )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Κρασί στους αλήτικους δρόμους

    Θα μπορούσα να κάνω κάτι χειρότερο
    απ’ το να κάθομαι στους αλήτικους δρόμους
    πίνοντας κρασί,
    απ’ το να ξέρω πως τίποτα δεν έχει σημασία τελικά
    να ξέρω πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά
    ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς
    να ξέρω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
    νηφάλια ούτε μεθυσμένη, να ξέρω όλα τούτα
    νέος και να ‘μια ποιητής,
    θα μπορούσα να ήμουν επιχειρηματίας και να λέω
    τρομερές βλακείες και να πιστεύω πως ο Θεός
    νοιάζεται για μένα,
    αντί γι αυτό έκατσα σταυροπόδι σε μοναχικές
    παρόδους και κανείς δεν με είδε, μόνο το μπουκάλι
    είδαν κι αυτό είχε αδειάσει
    κι έκανα έρωτα σε καλαμποκοχώραφα
    και σε νεκροταφεία
    για να μάθω πως οι νεκροί δεν κάνουν φασαρία
    για να μάθω πως τα καλαμπόκια μιλάνε
    (το ’να στ’ άλλο με χέρια γέρικα ξερά)
    έκατσα στα σοκάκια νιώθοντας τα φώτα του νέον
    και κοιτώντας τους επιστάτες της μητρόπολης
    να στύβουν τις πατσαβούρες τους κάτω στα
    σκαλιά της εκκλησίας.
    Κάθομαι πίνω κρασί
    και αγιάζω στις γραμμές του τρένου
    απ’ το να είμαι εκατομμυριούχος και πάλι προτιμώ
    να σωριάζομαι με κάποιον άμοιρο και φτηνό ουίσκι
    στην πόρτα μιας αποθήκης, με θέα μεγάλα ηλιοβασιλέματα
    σε χορταριασμένους αγρούς του σιδηροδρόμου
    να ξέρω πως όσοι κοιμούνται στο ποτάμι
    έχουν μάταια όνειρα, να ‘μια σταυροπόδι
    μες στη νύχτα και να γνωρίζω τα πάντα
    να ‘μια μοναχικός σκοτεινός
    με το οπτικό νεύρο παρατηρητής
    του διαμαντιού του κόσμου
    που στροβιλίζεται.

    ( Jack Kerouac )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Υπεραστική συνδιάλεξη

    Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησε
    ο πατέρας μου.

    Στείλε μου μερικά
    πενηνταράκια ούζο, μου είπε,
    και κανα δυό κούτες τσιγάρα
    σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια
    να σας συλλογιέμαι.

    Και -να μην
    το ξεχάσω- και πεντέξι δίσκους
    φωνογράφου μ`εκείνα τα παλιά, ξέρεις,
    ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά.

    Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες
    και που να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια
    της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ` ουρανού.

    ( Ανέστης Ευαγγέλου )
     
  11. Lady in Corslet

    Lady in Corslet Mind the gap...

    Τελικά δεν είμαι τόσο αθώος μάτια μου,
    σε ερωτεύτηκα…
    όταν εσύ δεν ήθελες,
    σε αγάπησα…
    όταν δεν πρέπει μου φώναζες,
    γονάτισα μπρός σου…
    όταν εσύ βήματα άλλαζες.
    Προσπάθησα,
    ναι / σαν Θεός προσπάθησα…
    να κλέψω το φιλί σου
    και εσύ…
    την ώρα εκείνη,
    με έναν τρελό…
    γέλαγες.
    Γι αυτό σου λέω…
    δεν είμαι αθώος μάτια μου.
    Απλά…
    την ενοχή μου…
    στα μάτια σου φυλάκιζα.
    Μην και ανατείλει ο ήλιος…
    και μου κλέψει,
    ότι στα σεντόνια μου έκρυβα.

    Κάποιου...

     
     
  12. Ασε με να κοιμηθώ μαζί σου (απόσπασμα)

    Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
    θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
    τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
    θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
    θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
    Τα βίτσια των αντρών
    είναι η επικράτειά μου
    οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
    αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
    γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.

    Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
    τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’τ'αυτιά μου
    οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
    το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
    τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
    όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

    Άσε με να σ’αγαπώ
    αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
    το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
    η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
    αγαπώ τον ιδρώτα σου
    μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
    περίρρυτες από χαρά
    άσε με να σ’αγαπώ
    άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
    άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
    και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
    σάλιο
    άσε με να σε τυφλώσω.

    Joyce Mansοur
     
    Last edited: 29 Οκτωβρίου 2015