Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Νυχτώνει γρήγορα

    Τώρα είμαι πάντα στο σπίτι
    και μετακινώ χαρτιά ή κοιτώ
    πέρα απ' τα τζάμια του παράθυρου
    τα ξερά αμύγδαλα κολλημένα στα κλαδιά
    και μοιάζουν σκουλαρίκια στ' αυτιά
    ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια.
    Ή μένω καθισμένος σε μια πολυθρόνα
    κοντά στο τζάκι
    και νυχτώνει γρήγορα
    με το φως που πέφτει πίσω απ' τα βουνά
    κι εγώ πηγαίνω στο κρεβάτι με την όρεξη να ονειρευτώ
    τις ημέρες που χιόνιζε στη Μόσχα
    κι εγώ ήμουν ερωτευμένος.

    ( Tonino Guerra )
     
    Last edited: 10 Αυγούστου 2016
  2. vussinada

    vussinada ελεγχόμενη Contributor

    Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ

    Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
    Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
    Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
    Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
    Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
    Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
    Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
    Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
    Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
    Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
    Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.

    Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.

    Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
    Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
    Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
    Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
    Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
    Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
    Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
    Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
    Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
    Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
    Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
    Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
    Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
    Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
    Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
    Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.
    Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
    Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
    Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
    Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
    Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
    Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
    Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
    Νιώθω, είπα.
    Νιώθω, είπε.

    Charles Bukowski
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι

    Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι,
    ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο,
    κάνοντας πιο όμορφα, πιο θαυμαστά τα μάτια,
    καθώς ελπίζουν να σε ιδούν, κρεμώντας μια
    λευκή αντηλιά...

    Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που
    πέφτει
    στους κάμπους - στεφανωμένους με πορφυρή
    αιωνιότητα...
    Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει,
    και με σηκώνει, με κρεμνάει ψηλά,
    στην άνοιξη του κόρφου του!...

    ( Γιώργος Θέμελης )
     
  4. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Βότσαλο - Herbert Zbigniew


    Το βότσαλο

    είναι ένα τέλειο δημιούργημα

    αντάξιο προς τον εαυτό του

    με συναίσθηση των ορίων του

    γεμάτο ακριβώς

    μ' ένα βοτσαλένιο νόημα

    μ' ένα άρωμα που δε θυμίζει σε κανέναν τίποτα

    δεν τρομάζει καθόλου δε ξυπνάει επιθυμία

    το πάθος κι η ψυχραιμία του

    είναι σωστά και γεμάτα αξιοπρέπεια

    αισθάνομαι βαριά μεταμέλεια

    όταν το κρατάω στο χέρι μου

    και το ευγενικό σώμα του

    ποτίζεται από ψεύτικη θέρμη

    δε γίνεται να δαμάσουμε τα βότσαλα

    στο τέλος θα μας ατενίζουν

    μ' ένα ατάραχο και πολύ καθαρό μάτι.
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η καχύποπτη γάτα
    ή
    Μια γυναίκα εξομολογείται στις κόγχες των τριανταφύλλων

    Άλλοτε πάλι μιλώ με την ἀθωότητα
    ενὸς ἀγουροξυπνημένου
    ή μεταγγίζω στις φλέβες μου
    την Αγιότητα της νύχτας,
    για να υπάρξω ανύπαρκτη,
    αδιαφορώντας για όλους εκείνους
    που σχίζουν το σεντόνι
    της μέρας για να περάσει το φως,
    αδιαφορώντας ακόμη και για τα περιστέρια
    που φέρνουν τη ζωὴ στα μέτρα τους
    φτερουγίζοντας σ' ένα απαλό μενεξελί
    απόγευμα ονείρου.
    Επιστρέφοντας αργά στο σπίτι μου,
    κάνω να χαϊδέψω τη γάτα μου,
    μα εκείνη απομακρύνει το κεφάλι της,
    γιατί ξέρει πως η αγάπη
    που κοχλάζει μέσα μου, λέγεται δίψα,
    γιατί ξέρει πως το φώς
    που κάθε πρωί σιγοκαίει,
    τινάζει δυνατά τη χαίτη του
    χωρίζοντας στα δυὸ το σώμα μου τα βράδια.
    Δείχνω ήρεμη,
    όμως η χαρά του γυρισμού
    τρέχει μέσα στην κοιλιά μου
    κι ελπίζοντας ακόμη στην οξύτητα
    των λουλουδιών της άνοιξης,
    αφήνω πάντα το παράθυρο μου ανοιχτό,
    για να περάσει η αμεριμνησία
    και να με βρει ξαπλωμένη.
    Λοιπόν, τώρα σιωπή:
    Βγαίνω έξω για να καθαρίσω
    την πηγή στο βοσκοτόπι·
    θα σταματήσω μόνο για να απομακρύνω
    τα φύλλα...

    ( Βασίλης Ζηλάκος )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor


    Πολυκατοικία


    Στην πολυκατοικία μας τούτη, οι δικοί μας νεκροί
    δε ροχαλίζουν μονάχα. Έχουν το προνόμιο
    ν’ ανασταίνονται, ν’ αγαπούν και να πεθαίνουν πάλι.

    Το βράδυ ανεβαίνουν με το ασανσέρ, όπως οι δίκαιοι
    ανέρχονται, για να κριθούν ενώπιον του Κυρίου.
    Και το πρωί κατεβαίνουν και πηγαίνουν να καούν
    στο κρεματόριο του καζανιού της κεντρικής θερμάνσεως.

    Να γιατί η πολυκατοικία μας βαριά μυρίζει:
    Είναι η αποφορά από το μαγειρείο
    του καθημερινού θανάτου. Όχι του άλλου.
    Εκείνος αναδίνει εξαίσιον άρωμα.

    ( Γ.Θ. Βαφόπουλος )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Έρωτες

    Σκέφτομαι τις πόρνες με τα σώματα πεθαμένα,
    - απ' την κούραση κιόλας απ' την ανάγκη, -
    που πρέπει ακόμα να ζήσουν.
    Σκέφτομαι τις πόρνες, που φιλούν τα στόματα,
    όταν, από καιρό, έχουν πεθάνει τα δικά των σώματα,
    φιλούν τα χαλασμένα στόματα, σπασμένα, γεροντικά,
    χαλαρά, σιχαμερά, που δεν έχουν
    ομιλία καμμιά, ήχον φωνής να ταιριάζει,
    την φοβερήν ώρα, όταν πλαγιάζει
    το ένα σώμα στ' άλλο κοντά.

    ------------------------------------------------------


    10 Απριλίου 1938

    Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
    Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
    είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
    είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
    που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
    Είμαι βαρύς από τον ίδιο τον εαυτό μου,
    υποφέρω την έννοια του εαυτού μου,
    σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
    Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
    να πετάξω δεν δύναμαι πια.
    Που ν' αποθέσω τον εαυτό μου;

    Η ζωή πιο ωραία,
    ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
    Κύριε, μη με παραδίνεις στις δυνάμεις που περιέχω.
    Να καταστρέψει η αρμονία
    την ηδονή που αναθρώσκει,
    να συνθέσω τη γαλήνη.

    Τα λόγια μου σπρώχνονται
    στα στόματα απ' το σώμα μου
    όπως η ζωή που αναβλύζει απ' τη γη
    στην ορμή απ' το θερμό φως.

    Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
    γεμάτος ζωής προσφορά,
    πως θα μου απαντήσει
    η σιωπηλή ζωή;
    Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
    ποιοι είναι οι επιζώντες
    και δεν ακούω ομιλία καμιά;

    Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
    ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
    άσχημος όχλος.
    Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
    με τ' ακατάλληλα σκουπίδια,
    κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
    της στατικής αηδίας στάσιμης,
    μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
    χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι αδιάφορα
    χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
    βρίσκομαι στην αποσύνθεση.

    ( Ζωή Καρέλλη )
     
  8. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    Αλήθεια δε το συμπαθω αυτό το κείμενο.
    Έπεσε όταν έδινα πανελλαδικές.
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απ' την καρδιά του θαύματος

    Μιλώ για μένα, απ' την καρδιά του θαύματος:
    η κοινωνική μου ενοχή είναι πως δεν γελώ,
    πως δεν συγκινούμαι την κατάλληλη στιγμή.
    Και στο εν τω μεταξύ πεθαίνω, να ζήσω περιμένοντας.
    Η μνησικακία είναι κείνου που δεν έχει ελπίδα:
    λοιπόν, είναι το έλεος προς τον εαυτό μου που με κάνει να πιστεύω,
    ότ' υπάρχει αλλού μια ζωή πιο αληθινή?
    Ήδη διπλωμένος, υποθέτω ότι δεν παραδίνομαι.

    ( Giovanni Giudici )
     
  10. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    -Κώστας Καρυωτάκης, «Ευγένεια»

    Κάνε τον πόνο σου άρπα.
    Και γίνε σαν αηδόνι,
    και γίνε σα λουλούδι.
    Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
    κάνε τον πόνο σου άρπα
    και πέ τονε τραγούδι.
    Μη δέσεις την πληγή σου
    παρά με ροδοκλώνια.
    Λάγνα σου δίνω μύρα
    — για μπάλσαμο — και αφιόνια.
    Μη δέσεις την πληγή σου,
    και το αίμα σου, πορφύρα.
    Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
    μα κράτα το ποτήρι.
    Κλότσα τις ημέρες σου όντας
    θα σου ‘ναι πανηγύρι.
    Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
    με λέγε το γελώντας.
    Κάνε τον πόνο σου άρπα.
    Και δρόσισε τα χείλη
    στα χείλη της πληγής σου.
    Ένα πρωί, ένα δείλι,
    κάνε τον πόνο σου άρπα
    και γέλασε και σβήσου.

    Κ. Καρυωτάκης, Ποιήματα & πεζά, εκδ. Πέλλα
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Νο 2 ( Απ' τα πέντε μικρά θέματα )

    Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα,
    μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές,
    κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη.

    Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο, μα δεν υποτάχτηκα
    και δεν αγάπησα μόνο εσένα, που τόσο με κράτησες.
    Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τα τραγικά ονόματα,
    τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα.
    Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου,
    τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει,
    τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.

    ( Μανόλης Αναγνωστάκης )
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Κατά Σαδδουκαίων

    Πλήθος Σαδδουκαίων,
    Ρωμαίων υπαλλήλων,
    μάντεις και αστρονόμοι
    (κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
    περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
    Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
    Απ’ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
    Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
    Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος.
    Οι Χριστιανοί να ‘χουνε δούλους Χριστιανούς.
    Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
    Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας
    η θέληση μου που καταπατήθηκε
    τόσους αιώνες.

    Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
    κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα,
    φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα,
    σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία,
    εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –
    η θέληση μου που καταπατήθηκε
    τόσους αιώνες.

    Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
    καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει,
    η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία,
    τ’ άλογα τους απ’ τον κάμπο μου•

    δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα,
    τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω,
    σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
    τη θέληση μου που την καταπατήσανε
    τόσους αιώνες.

    Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
    όλο το πλήθος των αυλοκολάκων,
    όλους τους ταπεινούς γραμματικούς,
    τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
    λεγεωνάριους και στρατηλάτες,
    υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
    όλους τους λόγους και προπόσεις,
    αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς,
    τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος,
    τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς,
    υποψιάζομαι συνωμοσία,
    νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα,
    νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
    νέοι πρίγκιπες με νέους στέφανους,
    οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι
    του Αυτοκράτορος
    ‘τοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
    τα κλειδιά και την υπόκλιση τους.
    Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι,
    η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος,
    μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου,
    για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
    μαζεύω.

    ( Μιχάλης Κατσαρός )