Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα κομοδίνα του κυρίου και της κυρίας Νίκολσον

    Άνοιξη του 1828
    αποφασίσαμε να αναστηλώσουμε το σπίτι.
    Εγώ κρατούσα έναν κουβά με μπλε μπογιά
    και με πινέλο έβαφα την μέρα ώσπου νύχτωνε.
    Εσύ επισκεύαζες τον ουρανό
    και αντικαθιστούσες τα καμένα αστέρια.
    Τελικά κάναμε τρία παιδιά
    κι έναν ξύλινο κούκλο
    με σπασμένη μύτη.
    “Σκληρά χρόνια τότε” λες,
    ενώ επιδιορθώνεις σόλες παπουτσιών.
    “Αυτοί ήταν τότε γάμοι” ξεφυσάς
    και χτυπάς κάτω το μπαστούνι σου.
    Διαρκείας από ξύλο ανθεκτικό,
    οι άνθρωποι σαπίζουν μαζί με το κρεβάτι
    και τα κομοδίνα με σκαλίσματα
    δεξιά και αριστερά.
    Γίνομαι κολλαριστή για να με αγαπήσεις.
    Ένας αιώνας πέρασε
    και ακόμα δεν με κοιτάς
    όταν γδύνομαι μπροστά σου.

    ( Χλόη Κουτσουμπέλη )
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Καφενείο

    Κίτρινες μάσκες λυώνουνε
    στο φως τόσων κηρίων
    στη βασιλεία του σκακιού.
    Ο τελευταίος πελάτης μάχεται
    τη θλίψη της Δευτέρας
    και πάνω στο ψυχρό μάρμαρο
    το πτώμα μιας εφημερίδας.
    ----------------------------------------------

    Άτιτλο

    Μακρυά στ' άγνωστο άστρο έπλεξα το καλύβι μου
    κι' ένα δικό μου κύκλο χάραξα
    πέρα από το συγκροτισμό των ανθρωπίνων,
    ο άνεμος σκορπά την τέφρα των μαλλιών μου
    βράδυ και πρωί,
    κι ω θλίψη,
    να βλέπεις από μακρυά το δάσος της ζωής να καίγεται
    μ' όλα τα ζώα του και τα πουλιά του.

    ( Βασίλης Λιάσκας )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ανία

    Άλλοι πεθαίνουνε στ’ αλήθεια,
    με τσακισμένα χέρια, γόνατα συνθήματα,
    με την απελπισία μπηγμένη στην καρδιά τους μέχρι τη λαβή.
    Δεν γονατίζουν ούτε πόντο τη ζωή τους,
    πεθαίνοντας δαγκώνουνε το θάνατο στο λαρύγγι
    κι εσύ
    ξαπλωμένος στο γρασίδι,
    με την ωραία λιακάδα στα μαλλιά σου
    παίζεις το κρυφτούλι με τη λύπη!

    ( Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Στην μάντρα του ασύλου

    Καθόμασταν μια Κυριακή
    στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου,
    ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:
    "να μας πεις για εκείνη".

    Και ο άλλος άρχισε:

    "Σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα,
    όπου έβλεπες κάθε πρωί τα πορτοκάλια στην αυλή
    και έλεγες κάποιος θα έρχεται,
    κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.

    Άνοιξα τότε και μπήκα.
    Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά
    από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα.

    Νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών
    με λαμπαδίτσες του Πάσχα
    και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.

    Και περνούσεν ο καιρός
    κοινωνώντας πάντα μόνος τη βοήθεια μοναξιάς της,
    όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή,
    ώσπου μετά από χρόνια
    βρέθηκα στο γάμο της.

    Όλοι γλεντούσαν σε εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι
    και αυτός ο πατέρας της
    διαρκώς έπλενε τα χέρια του,
    πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της
    στο μεγάλο χρόνο
    πανδαμάτορα των επιθυμιών.

    Έμεινα από τη γωνιά να την κοιτάζω.

    Ήταν σφαγμένη,
    με το στήθος γυμνό και τα μαλλιά της λυμένα.
    Ωραιότατη κοιμωμένη για το τάφο της, φώναξα,

    στον άλλο κόσμο
    θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή,
    o σκοτεινός Πηνειός και η μακρυνή Αρεθούσα
    για να σμίγουν τα νερά μας
    κάπου στα βάθη της θάλασσας.

    Λεπτομέρειες δε συγκρατώ πια,

    την άνοιξη μόνο
    στα φωτεινά μου διαλείμματα,
    αμυδρά τη θυμούμαι".

    Και μελαγχόλησαν όλοι και κανένας δε μίλησε.

    Το σούρουπο μόνο
    εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα
    μου φώναξε ένας:
    "Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες".

    Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.

    Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι,
    γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου,
    με παλτά. Σκισμένοι. Με μια κομμένη ζώνη στη μέση.
    Εξομοιωμένοι.

    Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
    Με το ραβδί ανιχνεύοντας τον δρόμο, όπως οι τυφλοί.

    ( Γιώργος Μαρκόπουλος )
     
  5. Soraya

    Soraya Guest

    Θέλω μόνο έναν άνθρωπο..............
    Να μη μαζεύει στιγμές, για να στέκεται κοντά μου. Όχι να με ταριχεύσει
    Ούτε να με ακουμπήσει σίγουρος στην άκρη και να πάει παρακάτω
    Για να θρέψει τη λαγνεία , το ζωώδες κείνο που τον παρακινεί τις νύχτες.

    Θέλω έναν άνθρωπο να με νιώθει..........
    Να αντέχει, να κουράζεται, να θυμώνει μαζί μου
    Μετά να μ αγκαλιάζει στοργικά σα να μην έγινε τίποτα.

    Έναν άνθρωπο σαν εμένα, αλλά αλλιώτικο........
    Να τρέχω στην αγκαλιά του όποτε..........
    Κι αυτός να την κρατά άδεια για χάρη μου. Να μην χωράνε οι άλλες τόσες πολλές!

    Έναν άνθρωπο να ξυπνώ στο πλάι του. Να πίνω τον καφέ μου μαζί του κάθε μέρα!
    Το βράδυ να τον ακουμπώ με τα παγωμένα μου πόδια και να φωνάζει, μα μετά να με παίρνει αγκαλιά.

    Έναν άνθρωπο για όλες τς στιγμές.. Όχι για λίγες...

    Ρένα Γέρου
     
  6. lotus

    lotus Silence

    Πωλ Βαλερύ

    ΤΟ ΦΙΛΙΚΟ ΔΑΣΟΣ

    Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά,
    μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας,
    απ’ τα χέρια κρατιόμαστε οι δυο μας σιωπώντας…
    στ’ άνθη ανάμεσα τα σκοτεινά…

    Σα μνηστήρες μονάχοι βαδίζαμε ώρα,
    μες στην πράσινη νύχτα των κάμπων, κι εκείνη
    τη φασμαγορική μοιραζόμαστε οπώρα,
    των τρελών φιλενάδα καλή, τη σελήνη.

    Και κατόπιν στη χλόη πεθάναμε, μόνοι,
    στο γλυκόν ίσκιο, μακριά, του δάσους αυτού
    που σαν κάτι δικό μας ψιθυρίζει αυτού.

    Και κει πάνω στο φως που ποτέ δεν τελειώνει,
    ευρεθήκαμε κλαίγοντας, ξάφνου, ω καλέ μου,
    της σιωπής σύντροφέ μου.
     
  7. lotus

    lotus Silence

    Μαλλαρμέ Στεφάν

    Με νίκη απ’ την αυτοκτονία διαφυγή ομορφιάς
    Δοξαστός δαυλός , αίμα αφρός , χρυσάφι , τρικυμία !
    Ω γέλιο εάν πορφύρας εκεί κάτω ετοιμασία
    Τάφο μου απόντα φθάνει μόνο ρηγικής θωριάς .

    Τι ! απ’ όλη αυτή τη λάμψη ούτε υπόλειμμα φθοράς
    Δεν μένει , είναι μεσάνυκτα , στην σκιά μας πανδαισία ,
    Μια κεφαλή ενώ ξεχωρίζει πλούτου οιηματία ,
    Θωπείας κερνά νωχέλεια δίχως διάχυση φωτιάς ,

    Η δική σου εάν πάντοτε η απόλαυση ! η δική σου
    Ναι μόνη ας κρατεί απ’ τα ουράνια λιπόθυμης αβύσσου
    Λίγη απλότητα σκιάδι σου θριαμβικό

    Όταν την θέτεις επανάπαυση σε ενάργειας ώρα
    Σαν αυτοκράτειρας παιδιού κράνος πολεμικό
    Που θα ’πεφτε για ιστόρηση σου μες από τα ρόδα .
     
  8. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Η πτώση - Mário de Sá-Carneiro

    Κι εγώ που είμαι ο βασιλιάς σε όλη αυτή την ασυναρτησία
    Μια δίνη είμαι κι ο ίδιος, ποθώ να τη στεριώσω
    Γυρνώ για να ξεφύγω... Μου ξεγλιστράν ωστόσο
    Όλα μες στην ομίχλη μέσα στην υπνηλία.
    Στα χέρια μου όταν τυχαία πέσει ψήγμα από χρυσό
    Ψευτίζει ευθύς αμέσως... οι στόχοι είναι μακρινοί...
    Πεθαίνω απαξιώντας τον κάθε θησαυρό,
    Στη στέρηση πεθαίνω, απʼ την υπερβολή.
    Το χρώμα με λαμπρύνει ως τη λιποθυμία,
    Τα χέρια μου τεντώνω ψυχωμένα – κι απʼ το σπασμό νικιέμαι!...

    Κοσκίνισμα υπό σκιάν – για ένα τίποτα περνιέμαι...
    Και όμως ακόμη με δονεί η φωτερή αγωνία.
    Να με νικήσω αδύνατον, για συντριβή είμαι ικανός,
    - Πτώση και νίκη ενίοτε το ίδιο είναι γεγονός -
    Και όπως είμαι ακόμη φως, γοργά πισωπατώ,
    Κορώνω μέχρι τέλους, με ιδανική οργή:
    Κοιτώ τον πάγο αφʼ υψηλού, στον πάγο ο στόχος να ριχτώ...
    .................................................................................................
    Έπεσα....
    Και απομένω μόνος καθώς στον εαυτό μου έχω πια συντριβεί!...
     
  9. echo

    echo ***

    ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ - Ανδρέας Εμπειρίκος

    Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
    Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
    'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
    Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει

    Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
    Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
    Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
    Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει

    Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
    Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
    Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
    Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει

    Στα μάτια της καλής του
    Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
    Μια νύχτα Δυο νύχτες
    Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
    Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιών
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ωδή στις ωραίες έμμονες ιδέες

    Αγάπησα με πάθος τους υπερρεαλιστές και
    τις ωραίες έμμονες ιδέες τους,
    γενναίους της ζωής εραστές
    με το τυφέκιον της ουτοπίας υπό μάλης
    –και τα βουνά του Γράμμου κάτι γνωρίζουν–
    και τα ακοίταχτα μάτια του Οιδίποδα
    πνιγμένα –τι οδύνη– στο αίμα.

    Και ένιωσα, όσο τουλάχιστον μπόρεσα
    –μάρτυς μου οι σωροί των δύσβατων λευκών χαρτιών–
    συμπόνια και ευσπλαχνία
    δια τους επαίτες των λεπτών αισθημάτων,
    αυτούς τους λύκους της σαρκοβόρου λύπης
    με τα κροκοδείλια δάκρυα, επιδερμικούς
    τιμωρούς των λέξεων που δεν εσπάραξαν
    ποτέ στα φυλλοκάρδια για τον έρωτα,
    τα μάγια και του βίου τα βάσανα,
    το χρώμα του δύοντος ηλίου την ώρα
    που η ψυχή αποτραβιέται στο ύψωμα
    με τα κυπαρίσσια και των μνημάτων τα ευγενικά λιθάρια
    και ν' αρμοστεί παλεύει με λέξεις παρθένες,
    πένθιμα και κατακόρυφα.

    ( Απόστολος Ζώτος )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η Καταιγίδα

    Η καταιγίδα που στραγγίζει πάνω στα σκληρά
    φύλλα της μανόλιας μακρόσυρτους κεραυνούς
    του Μαρτίου και χαλάζι,

    ( οι ήχοι του κρυστάλλου στη νυχτερινή
    φωλιά σου σε ξαφνιάζουν, του χρυσού
    που έσβησε στο μαόνι, στο κόψιμο
    των χαρτόδετων βιβλίων, καίει ακόμη
    ένας κόκκος ζάχαρης στο κέλυφος
    των βλεφάρων σου )

    η αστραπή που καραμελώνει
    δέντρα και τοίχο και τα πιάνει εξαπίνης σε κείνη
    τη στιγμιαία αιωνιότητα - μάρμαρο, μάννα
    και καταστροφή - που μέσα σου σκαλισμένη
    φέρεις σαν καταδίκη και που σε δένει
    περισσότερο κι απ' την αγάπη σε μένα, παράξενη αδερφή -
    κι έπειτα ο αγενής κρότος, οι καστανιέτες, η ανατριχίλα
    των ταμπούρλων στον απαίσιο λάκκο,
    το ποδοκρότημα του φαντάγκο, και πάνω
    κάποια χειρονομία που αγκομαχεί…
    Όπως όταν γύρισες να με κοιτάξεις
    και με το χέρι, ελεύθερο το μέτωπο
    απ' το σύννεφο των μαλλιών,
    με χαιρέτησες - για να εισέλθεις στο σκοτάδι.

    ( Eugenio Montale )

    * Απόδοση στα ελληνικά T_S
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ...

    Φύγε κι ἄσε με μοναχό, ποὺ βλέπω νὰ πληθαίνει
    ἀπάνω ἡ νύχτα, καὶ βαθιὰ νὰ γίνονται τὰ χάη.
    Οὔτε τοῦ πόνου ἡ θύμηση σὲ λίγο πιὰ δὲ μένει,
    κι εἶμαι ἄνθος ποὺ φυλλοροεῖ στὸ χέρι σου καὶ πάει

    Φύγε καθὼς τὰ χρόνια κεῖνα ἐφύγανε, ποὺ μόνον
    μιὰ λέξη σου ἦταν, στὴ ζωή, γιὰ μένα σὰν παιάνας.
    Τώρα τὰ χείλη μου διψοῦν τὸ φίλημα τῆς μάνας,
    τῆς μάνας γῆς, καὶ ἀνοίγοντας στὸ γέλιο τῶν αἰώνων

    Φύγε, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ τὴν ἄπειρη γαλήνη!
    Ταράζει καὶ ἡ ἀνάσα σου τὰ μαῦρα της Στυγὸς
    νερά, ποὺ μὲ πηγαίνουν, ὅπως εἶμαι ναυαγός,
    ἐκεῖ, στὸ ἀπόλυτο Μηδέν, στὴν Ἀπεραντοσύνη.

    Κώστας Καρυωτάκης
    (1896-1928)