Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Για κάποιο λόγο

    Αγόρασα καφέ, τσιγάρα, σπίρτα.
    Κάπνισα, ήπια
    και πιστός στην κοσμοθεωρία μου
    ανέβασα τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι.

    Πενήντα χρόνια και μια σιγουριά καταδικασμένου.

    Όπως όλος ο κόσμος απέτυχα αθόρυβα.
    Πριν πέσω για ύπνο καταγράφω την απογοήτευσή μου.
    Αυτό μπορώ να προσφέρω σ’ έναν κόσμο
    που απαιτεί από μένα μια ζωή που δε μου ταιριάζει.
    Ή ίσως να πρόκειται για κάτι άλλο. Ίσως να
    υπήρξε ένα διαφορετικό σχέδιο για μένα.
    Ένας λαχνός να ήμουνα που χάθηκε
    σε κάποια λοταρία.
    Μου αρκεί αυτό.
    Ένα ανολοκλήρωτο ποίημα,
    ένα υπόλοιπο καφέ σε μια κούπα,
    που για κάποιο λόγο
    δεν μπόρεσα ποτέ μου να τελειώσω.

    ( Joaquín Giannuzzi )
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ανακομιδή

    Όλη τη νύχτα έχανες τα δόντια σου –
    μου χρειαζόταν αυτό το εμπόδιο.
    Πλύνε το χώμα απ’ το κορμί σου,
    δεν έχεις ούτε νύχτα, ούτε μέρα στο κορμί σου
    όσο να βυθιστείς μες στο πηγάδι.
    Τράβηξε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι,
    δεν έφυγες από τα δέντρα με τις εποχές
    που είχαν τα χορτάρια αίμα.
    Ανάμεσα απ’ τα μέλη σου
    δεν είναι μέρος για το σπαραγμό,
    δεν κάρπισαν τα μάτια σου να πω πως σώθηκες
    με τη νωχέλεια στους δείχτες του ωρολογιού.
    Μάσε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι
    και μεσ’ από τα κόκκαλα σου
    την οδύνη μου.

    ----------------------------------------------

    Το σκοτωμένο πουλί

    Υπάρχουν δρόμοι χωρίς τέρμα
    που γλιστρά η νύχτα το κορμί της.
    Υπάρχουν δρόμοι μ’ ένα στύλο
    και μ’ ένα πουλί σκοτωμένο
    στο κρανίο του.
    Το σκοτεινό φεγγάρι
    κατάπιε όλη τη νύχτα
    κι αυτός ο στύλος είναι ορόσημο του δρόμου.
    Αρχίσαμε από τα μάτια μας,
    μην πουληθούμε στους δρόμους
    στο πρώτο καραβάνι που θα βρούμε.
    Άλλοτε οι δρόμοι είχαν τέρματα.
    Μα τα πρόσωπα είναι στραμμένα στον τοίχο
    κι από τα χέρια τους πέφτουν
    δυό απαγχονισμένοι
    μέσα στη νύχτα.

    ( Θανάσης Τζούλης )
     
  3. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Ανοχή - Ευτέρπη Κωσταρέλη

    Σπασμένη μοιάζει η ραχοκοκαλιά
    των ονείρων μου
    καθώς τ' αστέρια παλεύουν
    να στολίσουν με αισιοδοξία
    το κέντημα του αύριο.
    Θυμάμαι είχα γεννηθεί
    υγιές παιδί
    με νου χορτάτο από ταξίδια
    και ψυχή εύκολη στο "πλανάσθαι".
    Μα κάπου ίσως χτύπησα
    κι η μνήμη φύλαξε
    την αίσθηση του πόνου.
    Το σώμα κράτησε το σημάδι
    κείνης της συνάντησης.
    Έπαψα να πιστεύω στις σεισμικές δονήσεις.
    Και απ' όνειρα κράτησα
    τα μόνα ανεχτά,
    τα περιτυλίγματα της μετριότητας.
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε

    Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
    τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
    θροΐζει με πολλά δρεπάνια
    αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
    Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
    αόρατο το χέρι που ξηλώνει
    και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
    Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
    σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
    νιφάδα-χνούδι των βουνών
    χαλάζι-φυλλοβόλο
    κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
    στην κιβωτό της μήτρας.
    Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
    αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

    Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
    στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.

    Μιχάλης Γκανάς
    Παραλογή, 1993
     
  5. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Ο χαρταετός - Ο.Ελύτης

    Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
    Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
    και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
    τιμωρημένη ώρες και ώρες.
    Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
    -δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
    φοβόμουνα και μου άρεσε.

    Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
    κάτι σαν την "ανάμνηση τον μέλλοντος"
    όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
    χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
    σαν εφηβαία - φοβόμουνα και μου άρεσε-
    ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
    να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
    σαν όρχεις και να χάνομαι. . .

    Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
    και μου χαμογελουσανε·
    κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
    "δεσποινίς" φοβόμουνα και μου άρεσε.

    Ήταν οι "πάνω άνθρωποι" έτσι τους έλεγα
    δεν ήταν σαν τους "κάτω"·είχανε γενειάδες
    και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
    "μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
    και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

    Ήταν θυμάμαι " Ή Άννέτα με τα σάνταλα"
    " Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης"
    το "Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει"
    (ναι θυμάμαι και αλλά)
    το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
    το "Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα"
    Μου το 'χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
    μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
    το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
    το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·

    υστέρα τράβηξε τον σπάγκο
    κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
    φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
    κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
    τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
    φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
    ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

    Είμαι από πορσελάνη καί
    το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
    ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
    όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
    που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
    δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
    και όμως η εναντίωση αείποτε μ' έθρεψε
    και αυτό εναπόκειται σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
    που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
    τις νύχτες να το κρίνουν.

    Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
    από τους μακρινούς στρατώνες
    με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα
    και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
    -απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
    Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
    μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
    θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
    πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
    χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
    να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
    ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    XII

    Μέσα στη μοναξιά του δασωμένου τύμβου

    άπληστος τυμβωρύχος σκάβω. Βρίσκομαι κιόλας
    στον προθάλαμο
    με τις θαμπές τοιχογραφίες

    κάποιον σωσία μου κυνηγούν του βασιλιά οι τοξότες

    τα πέταλα ακούω των αλόγων βαθιά μες στο μυαλό μου
    να χτυπάνε

    τινάζοντας έξω από το στόμα

    σάλια, δόντια, χώματα

    τρέχει το σχήμα του στο νοτισμένο θόλο
    πατημασιές αφήνοντας ραγισματιές
    μέχρι να λάμψει η σαϊτιά στη σκέψη του ζωγράφου

    αίφνης χάνουν τα ίχνη του

    πίσω απ’ τα χρώματα λουφάζει λαβωμένος

    «φωτιά» φωνάζει ο επικεφαλής «να βγει απ’ την
    κρυψώνα
    »

    λάμπουν τώρα τα κτερίσματα, ο θρόνος, οι ασπίδες

    οι φλόγες βιαστικά τα λείψανα μετακινούν
    ώσπου ν’ αδειάσει ο συλημένος τάφος
    να μείνουν οι τέσσερις τοίχοι γυμνοί
    και οι στάχτες μας μέσα στις στάχτες.

    ( Νίκος Δαββέτας )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    11

    Στη μοναξιά μου πάντοτε θυμούμαι εσέ, Μυρτάλη.
    Εψές, που με βαρειά καρδιά έφυγα απ’ το καφενείο,
    και βρέθηκα ολομόναχος, θυμήθηκα εσέ πάλι.
    Γιατί, γιατί στο πέρασμα του χρόνου όλα ν’ αλλάζουν,
    να φεύγουν τα γεράματα και νάρχονται τα νιάτα,
    κι ο μέγας κύκλος της ζωής να μένει πάντα ο ίδιος;
    Σ’ αναλογίζομαι και κλαίω τους έρωτες, Μυρτάλη,
    που πέθαναν κι αυτούς που ζουν κ’ εκειούς που θάρθουν αύριο.
    Μυρτάλη, ο κύκλος της ζωής είναι ο ίδιος πάντα, ο ίδιος.

    ( Γ.Θ. Βαφόπουλος )
     
  8. étude

    étude Guest

     
    Απροσδοκίες (απόσπασμα)

    ...Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
    εκεί πάνω.

    Σε κάποιαν αραιότητα κατάφυτη
    με σκιερές απροσδοκίες
    και αειθαλείς περιστροφές.
    Τον διερμηνέα της σφοδρής
    σιωπής που θα αισθανθούμε–μορφή εξελιγμένη της σφοδρής
    μέθης που προκαλεί μια συνάντηση
    εδώ κάτω– θα 'ρθει να κάνει ένα κενό.
    Και θα μας συνεπάρει τότε
    μια αγνωρισιά παράφορη–μορφή εξελιγμένη του αγκαλιάσματος
    που εφαρμόζει η συνάντηση εδώ κάτω.
    Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά
    από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή
    ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας. Σε κάποιαν
    ίσως εκδρομή τού απείρου στο επ' άπειρον∙
    στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό,
    για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο∙
    καλεσμένοι σε αστροφεγγιά προορισμού,
    σε διασκεδάσεις παύσεων για φιλευδιάλυτους
    σκοπούς και αποχαιρετιστήριες ουρανών
    πρώην μεγάλες σημασίες.
    Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
    θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
    κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
    Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή τής παρέας.
    Η σάρκα...

    Κική Δημουλά
     
  9. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
    ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
    κάτω απ’ το βάρος της λέξης
    γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
    όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
    Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
    –απουσία από τη ζωή –
    κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
    κι η φυσική οδύνη του σώματος
    που στερείται.

    Σβήνω, σχίζω, πνίγω
    τις ζωντανές κραυγές
    «πού είσαι έλα σε περιμένω
    ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
    και ξαναρχίζω το πρωί
    με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
    να στεγνώνουν στον ήλιο.

    Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
    με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
    να στάζουν τα παλιά ταβάνια
    φορτωμένα βροχή
    και να ’χει διαλυθεί η δική μου
    μες στη δική σου προσωπικότητα
    ήσυχα, φθινοπωρινά...

    Η εκλεκτή καρδιά σου
    – εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
    θα ’ναι πάντα αλλού
    κι εγώ με λέξεις θα κόβω
    τις κλωστές που με δένουν
    με τον συγκεκριμένο άντρα
    που νοσταλγώ
    όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
    και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
    στου καθενός το νου.

    Σε λησμονώ με πάθος
    κάθε μέρα
    για να πλυθείς από τις αμαρτίες
    της γλύκας και της μυρουδιάς
    κι ολοκάθαρος πια
    να μπεις στην αθανασία.

    Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
    Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
    στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
    τι απουσία
    ή πώς λειτουργεί το εγώ
    στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
    πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
    το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
    σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
    σαν να το πελεκάνε
    πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
    ελπίζοντας
    πως ό,τι χάνει σε αφή
    κερδίζει σε ουσία.

    ***Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
    από τη συλλογή "Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης"
     
  10. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Αισθηματικό διήγημα

    Ο πατέρας του του ’λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωμαίικο…»
    Προς στιγμήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει
    (Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιός τα θυμάται…)
    Αλλά το πρακτικό παράδειγμα το ’δωσε ο μεγάλος αδερφός
    Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας
    Ή μάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος
    Σε παραγωγικό υπουργείο με ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών.
    Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε,
    Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά
    Μίλησε τέλος για εγκλήματα και για ξένους δακτύλους
    —Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο πολύ τα πράγματα να σφίγγουν—
    Πάντα ξυπνό μυαλό δεν ήθελε πολύ για να διαλέξει.
    Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα ’σωζε τότε το ρωμαίικο
    Εδώ δεν το ’σωσε ο… ή ο… μη λέμε τώρα ονόματα,
    Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουμε, κάποτε ήπιαμε μαζί κρασί,
    Χωθήκαμε στην οδό Αρριανού κυνηγημένοι από τους πεταλάδες,
    Φιλήσαμε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα
    (Πολύ ρομάντζο όλα αυτά, συναισθηματικά, λες και δεν το ξέρω,
    Κι η ζωή θέλει σκληρότητα —μένα μου λες— και «ρεαλισμό» κυρίως)

    Και τώρα

    Εσύ πάλι από μέσα κι ο Μάκης πάλι απόξω
    (Έτσι χοντρά χοντρά) παράγων πια τρανός της καταστάσεως
    —όπως, εδώ που τα λέμε, της κάθε μέχρι τώρα καταστάσεως—
    Να γίνεις, λέει, Έλλην, να βάλεις μυαλό, να γίνεις χρήσιμος
    Κι εσύ μια φορά στην κοινωνία, να δουλέψεις γι’ αυτή τη δόλια την πατρίδα
    Και να σου δίνει συμβουλές εν ονόματι της παλιάς παλιάς φιλίας και του «… γιά θυμήσου».

    (Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά, πράγματα που τα ξέρετε όλοι
    Που τα ’πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από μένα
    Πράγματα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το ενδιαφέρον σας
    Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ. ή οι γάμοι της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ»).

    Μανόλης Αναγνωστάκης
     
  11. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ

    Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
    παράνομα
    σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
    δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
    Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
    τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
    ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
    μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
    ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
    σ᾿ ἕναν ἥλιο
    χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
    ἀμετακίνητο,
    προσωπικό μου.
    Ἐκεῖ συμβαίνω.

    Κάποτε, ὅμως,
    παύει αὐτό.
    Καὶ συστέλλομαι,
    κι ἐπανέρχομαι βίαια
    (πρὸς καθησυχασμόν)
    στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
    περιοχὴ
    στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
    Καὶ διαψεύδομαι.

    ~Κική Δημουλά~
     
  12. Brigitte

    Brigitte Contributor

    I

    Για σενα στις επιθυμιες μου
    λογος δεν εγινε ποτε.
    Δεν σε προεβλεψαν ποτε
    τα ονειρα μου.
    Οι προαισθησεις μου
    δεν σε συναντησαν.
    Ουτε η φαντασια μου.
    .............................. Κι ομως
    μια ανεξακριβωτη στιγμη
    σ' εξακριβωνω μεσα μου
    ενα ετοιμο κιολας αισθημα.


    II

    Πλατια που ηταν η Σταδιου
    καθως χωρουσε
    το μεσημερι το ευχυμο,
    τον ανδρισμο σου,
    και μενα
    βαδιζοντας πλαι σου
    σε αποσταση
    μιας ολοκληρης θλιψης.


    ( της ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ, απ' τη συλλογη " ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ " - 1963 )