Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. glisten

    glisten Guest

    Θεε μου,
    Στείλε εναν άγγελο.
    Εναν αγγελο, Να κατεβει να με πάρει.
    Στην κολαση να με πετάξει.
    Καλύτερα εκει, παρα εδώ.
    Με χαμένη ταυτότητα
    Νεκρή κυκλοφορώ.
    Καλύτερα να τυλιγεται στις φλόγες το κορμί μου, παρα η αμοιρη ψυχή μου.
    Για κάθε πληγή που θα γεννιέται,
    Το φορτίο θα Ξεχνιεται.
    Για κάθε αίμα που θα χύνω,
    Τον τρομο μου θα σβήνω.
    Η ψυχή αρρωσταίνει.
    Το μυαλό χάνεται.
    Η συνείδηση φωναζει.
    Ο πόνος ακμάζει.
    Την καρδια μου το σκοταδι σκεπάζει..
    ..........Φοβάμαι.......
    Τριγύρω μου σκιές και ουρλιαχτά,
    Σειρήνες και μοναξια,
    Και εγώ να προσπαθώ
    Στο φως μονη μου να βγω.
    Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια
    Με δάκρυα στο ματι
    Σου ζητάω κάθε βράδυ.
    Μα η επομενη μερα ιδια.
    Ιδια με χτες, ιδια με αύριο
    Ιδια για πάντα.
    Τρέχω απ' όλους να σωθώ
    Με ένα ασταμάτητο κυνηγητό.
    Να φυγω μακριά
    Να φτάσω στου παραδείσου τα σκαλιά.
    Και εκει ας ξεψυχήσω.
    Στα πόδια σου να γονατίσω
    γιατί δεν μου παίρνεις τον πόνο
    να σε ρωτήσω....

    .....οταν είχα έμπνευση.....
     
  2. Iagos

    Iagos Contributor

    Στους μεταγενέστερους

    Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
    Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
    Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.
    Εκείνος που γελάει
    δεν έχει μάθει ακόμα τις τρομερές ειδήσεις.

    Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
    είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
    γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
    Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
    ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
    πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.

    Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
    Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
    τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.
    Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση.
    (Λίγο η τύχη να μ’ αφήσει, χάθηκα.)

    Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
    Μα πώς να φάω και να πιω,
    όταν το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο,
    όταν κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
    Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.

    Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
    Τ’ αρχαία βιβλία λένε τι είναι η σοφία:
    Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις
    και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
    Θεωρούν σοφό ακόμα
    το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία.
    Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό.
    Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
    Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα.

    Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
    Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
    όταν εκεί, βασίλευε η πείνα.
    Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
    και ξεσηκώθηκα μαζί τους.

    Έτσι κύλησε ο χρόνος
    που πάνω στη γη μου δόθηκε.
    Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
    Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
    Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
    κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.

    Έτσι κύλησε ο χρόνος
    που πάνω στη γη μου δόθηκε.
    Στον καιρό μου, οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
    Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
    Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως, αν δεν υπήρχα
    οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.

    Έτσι κύλησε ο χρόνος
    που πάνω στη γη μου δόθηκε.
    Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες.
    Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά.
    Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
    ήταν σχεδόν απρόσιτος.

    Έτσι κύλησε ο χρόνος
    που πάνω στη γη μου δόθηκε.
    Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
    που εμάς μας έπνιξε,
    όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
    Σκεφτείτε
    και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλυτώσατε.

    Εμείς περνάγαμε,
    αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
    Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
    την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.
    Κι όμως το ξέραμε:
    ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
    παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
    Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
    βραχνιάζει τη φωνή.

    Αλίμονο, εμείς που θέλαμε
    να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
    δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
    Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
    ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
    να μας θυμάστε με κάποιαν επιείκεια.

    Bertolt Brecht

     
     
  3. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων

    Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες

    Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

    Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

    Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο

    Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-

    μαιρας

    Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!

    Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου

    Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω

    Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών

    Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-

    σμαρίνια



    - Μα που γύριζες

    Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

    Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του

    μέρες

    Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων

    Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους

    Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.



    Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

    Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα

    Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού

    Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες



    Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα

    βότσαλα

    Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο

    Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

    Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του

    Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

    Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.



    Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση

    Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος

    Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας

    Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα

    Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.



    Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο

    καλοκαίρι

    Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια

    Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,

    Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές

    Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο



    Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,

    Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας

    Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
     
  4. étude

    étude Guest

    ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ

    Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
    Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
    Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
    Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
    Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
    Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

    Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές
    Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
    Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
    Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
    Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

    Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
    Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
    Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
    Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
    Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

    Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
    Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
    Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
    Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

    Οδυσσέας Ελύτης

     
     
  5. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
    Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
    Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
    δε θα τη βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
    στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
    Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
    Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
    λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
    στο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας
    δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι,
    ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ’ άνθη.
    Είναι η αγάπη.

    Νικηφορος Βρεττάκος  
     
  6. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Το τελευταίο φως  
    Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
    έχει χαθεί πια το ον
    κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
    Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
    απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
    μια άσπρη κηλίδα είσαι
    λίγο θολό νερό.

    Θέλω να φθείρω
    το τελευταίο μου φως
    εκεί που τίποτα
    δεν σταματάει το μάτι:
    ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
    καμιά αυταπάτη.
    Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
    κι ακόμα θα ζω
    θα προσβλέπω στη φύση
    και θα σε λέω καλοκαίρι
    χωρίς μνήμη πια
    θα σε λέω ανθό, ώσπου
    ο μύθος να τραβήξει
    πίσω μου την κουρτίνα:
    απέναντι ο άσπρος τοίχος
    όλα τελειωμένα και λευκά
    κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα
    Κατερινα Αγγελακη Ρουκ
     
  7. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
    ό,τι μου λείπει με προστατεύει
    από κείνο που θα χάσω
    όλες οι ικανότητές μου
    που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
    με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
    άχρηστες, ανούσιες.
    Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
    ό,τι μου ‘χει απομείνει
    μ’ αποπροσανατολίζει
    γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
    σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
    Δεν μπορώ, δεν τολμώ
    ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
    να φανταστώ γιατί εγώ
    σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
    κατεβαίνω.
    Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
    έγινε φίλη καλή
    μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
    Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
    στέρησέ με κι άλλο
    για να επιζήσω. Κατερίνα Αγγελακη Ρουκ
     
  8. étude

    étude Guest

    Σκόνη
    απόσπασμα
    [...]
    Δεν φεύγει η σκόνη, δεν στερεύει.
    Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει
    καινούρια συμφωνία σκόνης κλείνεται.
    Οι προφυλάξεις απ’αυτήν-το Καθαρό
    και η Σταθερότης-μέσα επιστροφής της.
    Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες.
    Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες.
    Ως και το Φως το πεντακάθαρο
    χαρούμενη μεταφορά της σκόνης:
    ειν’ ένα θαύμα να τη βλέπεις
    πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σε ακτίνα ήλιου,
    σαν να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη
    απ’αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες,
    με τα ευνουχισμένα σκαλοπάτια.
    Μεταφέρεται
    ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος
    να ξαναμπεί απ’τ'ανοιχτά παράθυρα
    τους ανοιχτούς της νόμους.
    Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της.
    [...]
    Κική Δημουλά

     
     
  9. étude

    étude Guest

    Εις άτοπον απαγωγή

    Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που τα βράδια
    πλαγιάζουν
    μ'ένα βιβλίο ή μια σκέψη.

    Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που ανασαίνουν βαθιά
    κάτω απ' τον ίσκιο ενός δέντρου ή με το μελτέμι της θάλασσας.

    Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που οι μελωδίες
    είναι αναμνήσεις και οι στίχοι
    ανείπωτα λόγια για ένα ηλιοβασίλεμα.

    Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που βλέπουν
    όλα τα πρωινά ίδια μ'αυτό που ονειρεύτηκαν
    πριν κοιμηθούν.

    Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που είτε με ήλιο είτε με φεγγάρι,
    είτε με άπνοια ή καταιγίδα
    θα ερωτεύονταν τον ίδιο άνθρωπο.

    Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που μοιράστηκαν
    ένα στίχο απ' αυτούς εδώ.

    Άρα οι άνθρωποι αυτοί, υπάρχουν.

    Αρετή Σιάχου

     
     
  10. halkidikiotis

    halkidikiotis reflexology, therapy massage tantra

    Αρε γεωργια που να ηξερες οτι η ζωη καρελη εμενε στην πολυκατοικια μου αχαχ.που να εισαι παλαιο μελος βλεπω πωπω..
     
  11. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Αγαπη
    Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
    Και με είδε μια αχτίδα


    Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
    κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
    Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
    πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!


    Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
    δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
    κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
    εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

    Κων. Καρυωτάκης
     
  12. poepoe1800

    poepoe1800 Regular Member

    -Χαρουμενη;

    -Εν μερει

    Εν μερει λέει και μου χαμογελάει.
    Νοιώθω κάτι παράξενο,
    Διαστέλλονται τα μάτια.
    Μια θλίψη βλέπω άστατη
    Κρυμμένη στης πλάτης τα σημάδια .
    Και σαν μεταμορφώθηκε σε νυχτοπεταλούδα
    Ως παιχνίδιαρα Αστοφετ
    Νύχτες φτεροκοπούσε .
    Σαν τη Λιγεια ξυπνησε
    Μέσ απ τη λαίδη Ροβινα.
    Εν μερει Λυπημένη