Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. thanasis

    thanasis Contributor

    Walt Whitman Leaves of Grass (1867)

    Trickle Drops

    TRICKLE drops! my blue veins leaving!
    O drops of me! trickle, slow drops,
    Candid from me falling, drip, bleeding drops,
    From wounds made to free you whence you were prison'd,
    From my face, from my forehead and lips,
    From my breast, from within where I was conceal'd, press forth red
    drops, confession drops,
    Stain every page, stain every song I sing, every word I say, bloody
    drops,
    Let them know your scarlet heat, let them glisten,
    Saturate them with yourself all ashamed and wet,
    Glow upon all I have written or shall write, bleeding drops,
    Let it all be seen in your light, blushing drops.
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Had I the heavens' embroidered cloths,
    Enwrought with golden and silver light,
    The blue and the dim and the dark cloths
    Of night and light and the half-light,
    I would spread the cloths under your feet:
    But I, being poor, have only my dreams;
    I have spread my dreams under your feet;
    Tread softly because you tread on my dreams.


    William Butler Yeats
     
  3. thanasis

    thanasis Contributor

    "Παράφορη ψυχή,
    αυτός ο καημός θα σε λυτρώσει.

    Ευλογημένο σώμα,
    αυτός ο πόθος θα σε εξυψώσει.

    Άξιε,
    αυτή η φωτίά που σε καίει
    θα μεταμορφώσει τον κόσμο σου σε παράδεισο"

    Τζ.

    ΡΟΥΜΙ (1207-1273)
     
  4. trampledgr

    trampledgr Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β'
    Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους


    Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους.
    πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
    Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών.
    γι' αυτό σωπαίνουν
    ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
    παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.

    Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
    κι α φωνάξω-
    Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
    σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
    ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.

    Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί.
    πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
    γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
    για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
    Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
    οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
    και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
    Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει.
    ξυπνώ
    σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
    μέσα στα χάσματα της αστραπής,
    κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ' ανθρώπινα σώματα,
    κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
    στην αξεδίψαστη γης
    συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
    θα -λεγες είναι φορτωμένοι σ' ένα παμπάλαιο κάρο
    κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλ-
    ντερίμια,
    οι αγάπανθοι τ' ασφοδίλια των νέγρων:
    Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;

    Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
    έπειτα έρχεται το αίμα
    κι η δίψα για το αίμα
    που την κεντρίζει
    το σπέρμα του κορμιού καθώς τ' αλάτι.
    Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι.
    εκείνο το σπίτι περιμένει
    μ' ένα γαλάζιο καπνό
    μ' ένα σκυλί γερασμένο
    περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
    Μα πρέπει να μ' αρμηνέψουν οι πεθαμένοι.
    είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
    όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
    Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης.
    ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
    Ή, δεν τους βλέπεις;
    - «Βοηθήστε μας!» -
    Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.

    Τράνσβααλ, 14 Γενάρη '42

    (Γιώργος Σεφέρης)
     
  5. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    ΔΕ Μ'ΑΦΗΝΕΙ

    Εμποδίζει
    εκείνο το παρελθόν είν' ένα φράγμα
    μες στο παρόν, όπου γλιστρώ.
    Είν' ένας χωρισμός τούτο το παρελθόν,
    όπου αυτού μένω, περιμένοντας
    κάποια λύση για κείνο που υπήρξε,
    κάποια διόρθωση σε κείνα,
    -εκεί στο παρελθόν πρέπει να γίνει,
    το παρελθόν πρέπει ν' αλλάξει,
    να κλείσει η πληγή του πόνου, εκεί-
    που απομακρύνθηκαν, όμως
    πάρα πολύ μέσα μου βρίσκονται.

    Επιθυμώ να ξανάρθουν κείνες οι μέρες,
    σε τούτες δω που μένω,
    -αν είναι δυνατόν... σ' αυτό το περιβάλλον.

    Το αντίθετο συμβαίνει, Το παρόν
    γυρίζει πίσω, γνωρίζει
    εκείνο που πέρασε, τη στιγμή,
    και μ' εμποδίζει οδυνηρά.
    Κοιτάζω την ειδυλλιακήν ημέρα,
    περίπου την χαρά, τα έμορφα δένδρα,
    της φύσηε την εμορφιά
    και θυμούμαι

    ΠΕΡΙΜΕΝΑ...

    Απάντηση δεν ήρθε.
    (Ούτε να έρθει πρόκειται απάντηση
    ποτέ). Καθώς επρόσμενα, την ήθελα,
    οχι μ' ανυπομονησία, κάτι
    πιο διαφορετικό ακόμα
    κι απ' την υπομονή.
    Βεβαιότητα του σώματος
    οδυνηρή τούτη η αναμονή
    -συμπλήρωσης ή πληρωμής, δεν ξέρω-

    Αυτό 'ναι ακριβώς το αίσθημα.
    Η βέβαια, μύχια επιθυμία,
    που διαψεύδεται οδηνηρή,
    ενώ περιμένει.
    Κι ο χρόνος
    τότε που περνά κρατάει
    ανάλγητη ταυτότητα

    Η αρχή φαίνεται
    αμυχή στο στερέωμα του χρόνου,
    νομίζεις ότι θα περάσεις,
    νομίζεις ότι θα περάσει΄
    ή οτι ο χρόνος γύρω σου περνά
    με ποικίλα τοπία και βλέψεις.
    Όχι, η πληγή που πλαταίνει
    μέσα σου γίνεται και σε κατατρώγει΄
    ''αφαίρεση δίχως πραγματικότητα''.

    Ζωή Καρέλη
     
  6. isnogood

    isnogood afterall, true love is the ultimate fantasy Contributor

    Nτοματοσαλατα που απλώθηκε στη λίμνη του λαδιού
    Ωπ! κρύο πιρούνι άγγιξε το κατάλευκο τυρί
    Και μεσα στον πικρό χαμό η πιπεριά μοιρολογεί
    που πήγε το κατάλευκο τρικαλινο τυρί;

    Πήγε μακριά απάντησε και το σοφό αλάτι
    Στον οισοφάγο θα βρεθεί μαζί με λίγο λάδι
    Κι αν είναι τυχερό θα βρει και κανα αχλάδι
    Που έφαγε ο δολοφόνος στο κρεβάτι

    Τ' ακουσε τότε η πιπεριά και έγινε πράσινη απ' τη φρίκη
    Από το πιάτο έφυγε, να αυτοκτονήσει πάει
    Μα στάθηκε στο δρόμο της η κόκκινη ντομάτα
    Και πριν η πιπεριά φύγει από το πιάτο
    Της έδωσε γερή κλωτσιά να επιστρέψει στη σαλάτα
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ανέβηκα στην πιπεριά
    να κόψω ένα πιπέρι
    κι η πιπεριά τσακίστηκε
    και μού 'κοψε το χέρι.

    Παίρνω το μαντήλι μου
    το χιλιοκεντημένο
    να δέσω το χεράκι μου
    που είναι ματωμένο.
     
  8. kali crow

    kali crow Guest

    "Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
    (από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

    Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
    όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
    μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
    ΠΙΝΔΑΡΟΣ

    Α'

    Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
    μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
    κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
    κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

    Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
    από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
    η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
    ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.


    Β'

    Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
    η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
    Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
    Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

    ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
    το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
    Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
    να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

    Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
    μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
    να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
    αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

    Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
    σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
    μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
    κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

    Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
    την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
    να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
    και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.


    Γ'

    Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
    Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
    σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
    το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

    τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
    κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
    και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
    από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

    Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
    που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
    Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
    το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

    "Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
    κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
    χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
    κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

    Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
    ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
    με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
    ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

    Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
    μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
    μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
    ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

    Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
    σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
    να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
    που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

    Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
    κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
    Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
    βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

    ...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
    μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
    μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
    και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...


    Δ'

    Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
    σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
    για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
    ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

    Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
    κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
    που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
    και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

    Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
    κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
    αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
    προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

    Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
    στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
    Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
    μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

    Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
    (Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
    μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
    του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.


    Ε'

    Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
    Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
    Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
    για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

    Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
    που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
    προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
    την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

    τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
    μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
    ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
    τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

    Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30
    http://www.sarantakos.com/seferis/erotik_logos.htm
     
  9. trampledgr

    trampledgr Regular Member

    ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

    (ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ)


    Ι

    Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

    της παλάμης , η Μοίρα , σαν κλειδούχος

    μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο καιρός

    πως αλλιώς , αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

    και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

    με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

    ΙΙ

    Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται

    χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν

    εάν είναι αλήθεια

    μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά

    κι κιθάρες που αναβόσβηναν κάτω από τα νερά

    τα "πίστεψε με" και τα "μη"

    μια στον αέρα , μια στην μουσική

    τα δυο μικρά ζώα , τα χέρια μας

    που γύρευαν ν'ανεβουνε το ένα στο άλλο

    η γλάστρα με το δροσάχι στις ανοιχτές αυλόπορτες

    και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχοντουσαν μαζί

    πάνω απ'τις ξερολιθιές , πίσω από τους φράχτες

    την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

    κι έτρεμε τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

    εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

    το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

    στον τοιχο , τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

    τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

    παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

    την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

    πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

    ΙΙΙ

    Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

    επειδή σ'αγαπω και στην αγάπη ξέρω

    να μπαίνω σαν Πανσέληνος

    από παντου , για το μικρό το πόδι μες στ'αχανη σεντόνια

    να μαδάω γιασεμιά-κι έχω την δύναμη

    αποκοιμισμένη , να φυσώ να σε πηγαίνω

    μεσ'απο φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

    υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασκημίζουνε

    ακουστά σ'εχουν τα κύματα

    πως χαιδεύεις , πως φιλάς

    πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"

    τριγύρω στον λαιμό στον όρμο

    πάντα εμείς το φως και η σκιά

    πάντα εσύ τ'αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

    πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

    το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

    ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

    τα δετά τριαντάφυλλα , το νερό που κρυώνει

    πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

    το γερτό παντζούρι εσύ , ο αέρας που το ανοίγει εγώ

    επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπω

    πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει

    τόσο η νύχτα , τοσο η βοή στον άνεμο

    τόσο η στάλα στον αέρα , τοσο η σιγαλιά

    τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

    κάμαρα τ'ουρανου με τ'αστρα

    τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    που πια δεν έχω τίποτα άλλο

    μες τους τέσσερις τοίχους , το ταβάνι , το πάτωμα

    να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

    να μυριζει από σένα και ν'αγριεύουν οι ανθρωποι

    επειδή το αδοκίμαστο και το απ'αλλου φερμένο

    δεν τ'αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς , μ'ακούς

    είναι νωρίς ακόμη μες τον κόσμο αυτόν αγάπη μου

    να μιλώ για σένα και για μένα

    IV

    Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ'ακούς

    δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ'ακούς

    το χαμένο μου αίμα και το μυτερό , μ'ακούς

    μαχαίρι

    σαν κριάρι που τρέχει μες τους ουρανούς

    και των άστρων τους κλώνους τσακιζει, μ'ακους

    είμαι εγώ , μ'ακούς

    σ'αγαπώ , μ'ακούς

    σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

    το λευκό νυφικό της Οφηλιας , μ'ακούς

    που μ'αφήνεις , που πας και ποιος , μ'ακους

    σου κρατεί το χέρι πάνω απ'τους κατακλυσμούς

    οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λαβές

    θα'ρθει μέρα , μ'ακους

    να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι

    λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα , μ'ακους

    να γυαλίσει επάνω τους η απονιά , μ'ακους

    των ανθρώπων

    και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

    στα νερά ένα-ένα, μ'ακους

    τα πικρά μου βότσαλα μετρώ , μ'ακους

    κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία , μ'ακους

    οπου κάποτε οι φιγούρες Των Άγιων

    βγάζουν δάκρυ αληθινό , μ'ακους

    Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ'ακους

    ενα πέρασμα βαθύ να περάσω

    περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

    πουθενά δεν πάω , μ'ακους

    Η κανείς η κι οι δυο μαζί, μ'ακους

    το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και , μ'ακους

    της αγάπης

    μια για πάντα το κόψαμε

    και δεν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς , μ'ακους

    σ'αλλη γη , σ'αλλο αστέρι , μ'ακους

    δεν υπάρχει το χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας

    που αγγίξαμε , ο ίδιος , μ'ακους

    και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ'αλλους καιρούς

    από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες , μ'ακους

    να τινάξει λουλούδι , μονο εμείς , μ'ακους

    μες στη μέση της θάλασσας

    από μόνο το θέλημα της αγάπης , μ'ακους

    ανεβάσαμε ολόκληρο νησί , μ'ακους

    με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

    Ακου , ακου

    ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;

    ποιος γυρεύει τον αλλο , ποιος φωνάζει - ακούς;

    ειμ'εγω που φωνάζω κι ειμ' εγώ που κλαιω , μ'ακους

    σ'αγαπω , σ'αγαπω...μ'ακους

    για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

    με σοφές παραμάνες και μ'ανταρτες απόμαχους

    από τι να'ναι που έχεις την θλίψη του αγριμιού

    την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

    και γιατί λεει , να μέλλει κοντά σου , να'ρθω

    που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

    αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

    και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει

    για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

    στα μέρη τ'αψηλα της Κρήτης τίποτα

    για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

    πιο δω , πιο κει, προσεχτικά , σ'ολο το γύρο

    του γιαλού του προσωπου , τους κολπους , τα μαλλιά

    στον λόφο κυματίζοντας αριστερά

    το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού

    Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου

    βυθού , μεσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό

    τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο

    μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς

    ψηλά στο δώμα η πίσω στις πλάκες της αυλής

    με τ'αλογο του Άγιου και το αυγό της Ανάστασης

    σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη

    μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή

    να χωράς στο κερακίτη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

    που κανείς να μην έχει δει κι ακούσει

    τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια

    ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο

    για σενα , ουτε η γερόντισσα μ'ολα της τα βοτάνια

    για σένα μόνο εγω , μπορει , και η μουσική

    που διώχνω μέσα μου αλλ'αυτη γυρίζει δυνατότερη

    για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρόνων

    το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

    για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

    που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει την θύμηση

    και να το χώμα , να τα περιστερια , να η αρχαία μας γη.

    VI

    Έχω δει πολλά και η γη μεσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη

    ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς

    η πέτρα η κοφτερή , ωραιότερα

    το μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα

    ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

    αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά

    της θάλασσας

    ετσι σ'εχω κοιτάξει που μου αρκεί

    να'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

    μες το αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει

    σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθει

    και να παίζει με τ'ασπρο και το κυανό η ψυχή μου!

    νικη , νικη όπου έχω νικηθεί

    για τη ρολογια και για το γκιουλ-μπρισίμι

    πηγαινε , πηγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

    μονος , και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

    μονος , και ας ειμ'εγω η πατρίδα που πενθεί

    ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

    μόνος , ο αέρας δυνατός και μόνος τ'ολοστρογγυλο

    βότσαλο στο βλεφαρισμό του σκοτεινού βυθού

    ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς

    τον Παράδεισο!

    VII

    Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

    απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

    με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

    εχω ρίξει μες στ'απατα μιαν ηχώ

    να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

    και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο......
     
  10. Eri

    Eri

    ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ

    (ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ)

    Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
    που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
    κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
    περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

    Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
    και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
    μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
    είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.

    Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
    κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
    κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
    πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

    Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
    κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό
    κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
    θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

    Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
    για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
    χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
    να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

    Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
    κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
    κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
    φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

    Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
    - αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά -
    χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
    κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

    Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
    πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
    γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
    σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    ΑΞΙΕΡΟΣ



    Όταν σου τελειώσουν οι λέξεις

    οι φθόγγοι

    οι άναρθρες κραυγές

    τα κύμβαλα της μάχης

    με ξύλινο σπαθάκι πολεμάς

    δεν χωράω εγώ σ’ εσένα



    Όταν θα σωπάσουν τα χίλια στόματά σου

    και νιώσεις να σου καταπίνω το χέρι

    μέσα στον στρόβιλο του βογκητού μου

    σε θύελλα φτερών

    με ένα μου μόνο βλέμμα

    τσακίζω τους σπονδύλους της ράχης σου

    κατακρημνίζω δόντια και σιαγόνες

    στην καταπακτή του θρήνου μου

    σε πυρπολώ ονειροπόλε

    σε αρχαίο φως

    σε αθωότητες μικρές της παπαρούνας

    στον όλεθρο της λάμψης μου

    σε σκοτώνω και σε ξαναγενώ

    μέσα σε στάχτες και χώμα

    μέσα στο ανίερο τραγούδι του τζίτζικα

    με μία χορδή της επιθυμίας μου σε πνίγω

    μικρή μου αρμονία άνθρακα και ουρανού.



    Δεν υπάρχει άλλη επιστροφή

    παρά εντός Μου.
     
  12. Syrah

    Syrah Contributor

    Εξαιρετικό Ντι.