Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    (περίπου)

    Θες να’ μαι καλά να μην πονάω
    θες να ’σαι μακριά και να μοιράζεις στιγμές
    που ’χα κρατήσει για να σ’ έχω
    θες να μη σου λέω πως σ’ αγαπάω
    Να ζω και να ξεχνάω το άρωμά σου
    θες να μην υπάρχω στα όνειρά σου ποτέ
    να μην ακούω της καρδιάς μου τη φωνή
    να της κρατήσω μια γωνίτσα να κρυφτεί
    να μην λυπάμαι που σε χάνω ξαφνικά
    να μην φοβάμαι που η ανάγκη μας νικά
    να μην αγγίξω την αλήθεια σου ξανά
    να μην πονέσω με το τέλος με το τέλος που πονά

    Θες να γίνω άλλος να μην είμαι πια εγώ
    μέσα στο κόσμο αυτό που έφτιαξες να ζω
    να’ μαι καθρέφτης της δικής σου λογικής
    που θα σε βλέπει και θα λέει ότι πεις
    να ψάξω αλλού το άλλο μου μισό
    αυτό που πάντα μ’ άφηνε μισό
    να’ μαι καθρέφτης σε όλα αυτά που εσύ θα θες
    μα αν το μπορώ ποτέ δεν ρώτησες

    Θες ότι κακό να το περνάω
    θες να προσποιούμαι πως γελάω
    χωρίς να ’σαι κοντά μου να υπάρχω
    θες δικαιολογίες πάντα να’ χω
    θες να μην λυπάμαι που σε χάνω ξαφνικά
    να μην φοβάμαι που η ανάγκη μας νικά
    να μην αγγίξω την αλήθεια σου ξανά
    να μην πονέσω με το τέλος με το τέλος που πονά

    Θες να’ μαι καλά να μην πονάω
    θες να ’σαι μακριά και να μοιράζεις στιγμές
    που ’χα κρατήσει για να σ’ έχω
    θες να μη σου λέω πως σ’ αγαπάω θες

    Ρούσση,Ρ. Θες
     
  2. Aliki

    Aliki airetiko

    Πώς σου φώναζα!Αυτές είναι οι βουβές κραυγές,που μέσα μου έγιναν γλύκα.
    Τώρα που εισχωρώ αργά εντός σου
    και χαρωπό το σπέρμα μου ανέρχεται σα παιδί μικρό:
    Εσύ αρχέγονη βουνοκορφή της ηδονής:
    έξαφνα εκσφενδονίζεται ξέπνοο στις εσωτερικές σου πλαγιές.
    Αχ, παραδώσου για να το νιώσεις τώρα που πλησιάζει!
    Γιατί,όταν σου γνέψει από ψηλά,θα γκρεμιστείς.

    Ραϊνερ Μαρία Ρίλκε
     
  3. Aliki

    Aliki airetiko

    Σύνολα

    Σηκώθηκα και έσβησα έσβησα στο τοίχο τις στάχτες από τα τσιγάρα σου
    που έκαιγαν πριν φτάσεις εδώ.
    Φόρεσα ένα κίτρινο φόρεμα
    και κατέβηκα στο κήπο.
    Δεν είχε φως ,
    δεν είχε νερό,
    είχε δηλητήριο
    και εγώ δεν ήξερα που πατάνε τα χέρια μου.
    Σφήνωσα το κεφάλι το φράχτη
    για να ξεφύγω από τα σύννεφα.
    Χαμογέλασα
    και στάθηκα εκεί να μετράω τα λουλούδια στη θάλασσα απέναντι
    μέχρι που φύσηξες ουρανούς.
     
  4. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Θα σου πω κάτι
    εξαιρετικά σπουδαίο
    Ο άνθρωπος αλλάζει φύση
    όταν αλλάζει τόπο.
    Εδώ αγαπώ τρομερά
    τον ύπνο που έρχεται σαν ένα χέρι φιλικό
    ν’ ανοίξει την κλειδαριά της πόρτας μου
    να ρίξει τους τοίχους που με κλείνουν.
    Όπως λέει μια κοινή παρομοίωση
    αφήνομαι στον ύπνο
    καθώς γλυστράει το φως σε ατάραχα νερά.

    Τα όνειρά μου είναι εξαίσια
    Βρίσκομαι πάντοτε όξω.
    Ο κόσμος είναι ολόφωτος,
    ο κόσμος είναι ωραίος
    Ούτε για μια στιγμή
    δεν ήμουνα φυλακισμένος.
    Ούτε για μια στιγμή μες στα όνειρά μου
    δεν έπεσα από την κορφή στην άβυσσο.
    Θα πεις πως είναι τα όνειρά μου τρομερά.
    Όχι, καλή μου.
    Έχω αρκετό κουράγιο για να δίνω στ’ όνειρο τη θέση μοναχά του ονείρου.

    Ν. Χικμέτ
     
  5. prodigal sub

    prodigal sub ΠαΝούργα Premium Member

    Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
    Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
    Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
    «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
    Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
    «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
    Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
    Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
    Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
    Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
    Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
    Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
    Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.

    <<Του Αιγάγρου>>
    Ανδρέας Εμπειρίκος.

     
     
  6. Aliki

    Aliki airetiko

    "Μακρινές συναυλίες, οπάλινες σπίθες του πρώτου σπιτιού μας μες στη λαύρα του θέρους,
    στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
    Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
    που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
    αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
    Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζωσανε κύκνοι,
    μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα και πόθο που λες πάει να σβήσει κι αποτόμως γυρεύει
    ν’ ανεβεί πιο ψηλά, να γκρεμίσει, να σπάσει, παραθύρια ν’ ανοίξει, να φωνάξω, να κλάψει,
    να ρημάξω, ν’ αράξει, να σκιστεί, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
    περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
    Κι όπου φτάσει, αν φτάσει, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
    τροπικούς και πηγάδια θα διαβεί, ως να φέξει η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
    Ν’ αγοράσει κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
    Στη μορφή μου να δέσει τη μορφή των πουλιών."



     
  7. lotus

    lotus Silence

    Οι λέξεις

    Οι λέξεις είναι τα σπίτια μας.
    Κατοικούμε μέσα τους
    να προστατευθούμε από καιρούς
    να φροντισθούμε, στην θαλπωρή τους.

    Οι λέξεις είναι η ερημία μας
    όταν αυτοεξοριζόμαστε
    γιατί δεν μπορούμε αλλιώς.

    Είναι οι λέξεις, η καρδιά μας
    αν την αλήθεια μιλάνε
    κι η οδύνη μας, αν το ψέμα μιλάνε.

    Κι όταν πάψουν οι λέξεις
    είναι που... όλα τα έχουν ιστορήσει
    και πλέον ξεκουράζονται, σε σιωπές.

    ~Στέλλα Βρακά~
    31-10-2017
     
  8. p0ltergeist

    p0ltergeist Regular Member

  9. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Είναι που με φαρμάκωσε η γνώση

    Αν είναι που αυτή η γη κατάντησε
    μια απομακρυσμένη σκοτεινή επαρχία·
    αν είναι που αυτός ο κόσμος έγινε απόκοσμος
    αν είναι που αυτή η ζωή έγιν’ υπόνοια ζωής
    τούτο το φως υπόνοια φωτός τούτος ο χρόνος
    ένα λησμονημένο παρελθόν
    είναι που με φαρμάκωσε η γνώση.
    Η γνώση ήταν γλυκειά στο στόμα και πικρή στα σπλάχνα η γνώση κάποτε
    μου γλύκαινε τη ματαιοδοξία η γνώση τώρα
    δεν επιτρέπει να γευτώ ούτε μια ψευδαίσθηση.
    Η γνώση ερήμωσε τη γνώση· πια δεν έχω
    πού ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου. Και σκέφτομαι
    το Λάζαρο που όπως λένε τίποτε δεν θέλησε να πει
    παρά μονάχα στις φασκιές του τάφου ακόμα τυλιγμένος ζήτησε νερό
    για να ξεπλύνει τα
    φαρμακωμένα
    σπλάχνα του.

    (Από την ποιητική συλλογή «Ο καθρέφτης του Πρωτέα», 1986)
    Γιάννης Υφαντής
     
  10. lotus

    lotus Silence

    Μονοτονία

    Την μια μονότονην ημέραν άλλη
    μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
    τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
    η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν.

    Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
    Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
    είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
    Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

    Καβάφης
     
  11. lotus

    lotus Silence

    Η Ψυχή

    Μιαν άνοιξη κι ένα
    καλοκαίρι
    μ' εγκατέλειψα
    στην βίαιη έπαρση
    της φαντασίας.

    Απέναντι η ψυχή μου
    άλλοτε ορατή κι άλλοτε
    αόρατη
    περίμενε τ' αποφάγια
    και τις ελεημοσύνες.

    Θέλησε να υπομένει
    μ' αληθινή εγκαρτέρηση
    το ξέφτισμα του ονείρου
    το δυνατό κι επίσημο
    της κατάρρευσης
    του τοπίου.

    Έμαθε να σωπαίνει
    μιας και δεν ήταν πια
    η αγαπημένη των πραγμάτων.

    Κάθε της στιγμή
    ένα ήσυχο ερωτηματικό
    για τον φοβερό καιρό
    της βαθειάς πληγής
    της παράδοξης.

    Πλενόμουν στο νερό
    του βάλτου.
    Τυφλωνόμουν
    απ' την αλαζονεία
    του λανθασμένου
    υποσχετικού.

    Σωπασμένες οι νότες
    έχασαν τον προορισμό τους.
    Κυρίαρχη η Πλάνη.

    Στο έσχατο σημείο,
    εκεί, που πόθησα τον ύπνο
    να με τυλίξει ολάκερη
    είδα την ψυχή μου
    να πλέει στο σιμά μου.

    ~στέλλα βρακά~
     
  12. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Ρήμα το σκοτεινόν

    Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
    Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
    Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
    Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
    Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
    Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ’ τα κύματα

    Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
    Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
    Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
    Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
    καιρούς
    Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
    Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
    κήπους
    Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
    Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

    Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
    μεγεθύνω τα όμικρον
    Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
    Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
    Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
    H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
    Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
    Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
    Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
    Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
    πεθαμένους να κατατρομάξεις

    Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
    Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
    κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
    Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
    Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
    Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
    Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
    Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης

    Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι· “αγάπη” δεν·
    “αιώνιο” δεν. Δεν
    Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
    σκοτωμού
    Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
    θηράματα
    Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
    Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
    H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
    Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
    Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι

    Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
    Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
    Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
    Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
    Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
    Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
    ανοίγονται
    Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
    τρίτη να φανερωθεί
    Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
    Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

    Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
    H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

    Οδυσσέας Ελύτης