Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Just_Me

    Just_Me Contributor

    Επιθυμίες

    Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
    και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
    με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
    έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
    χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
    της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.


    Καβάφης
     
  2. eeny-meeny-miny-moe

    eeny-meeny-miny-moe *don't blink*

    ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ / Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ



    Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.

    Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν

    έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα

    τιμωρημένη

    ώρες και ώρες.
    Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε


    δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε

    φοβόμουνα και μου άρεσε.
    Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω


    κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»

    όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη

    χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά



    Ο Αντιφωνητής λέει:

    σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο
    γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε
    ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.



    Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα

    που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο

    ελαφρύ και απιθωμένο μόλις

    πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.



    Το 'να πόδι πάνου στ' άλλο

    στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας

    όλο σπίθα χρυσή απ' τους φτερνιστήρες

    να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι

    κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς

    ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο·

    κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά

    ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.

    Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού
    όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η Μηριόνη.

    Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια
    κι ήταν ο ύπνος ο γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα
    ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.

    Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες
    κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά·
    μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα·
    κάτω απ' τα πόδια σου περνούσανε άστρα
    σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι
    μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου -
    τι ωραία που ήταν!



    Και η Μαρία Νεφέλη:

    σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε

    ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά

    να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...



    Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά

    και μου χαμογελούσανε·

    κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»

    φοβόμουνα και μου άρεσε.
    'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα


    δεν ήταν σαν τους «κάτω»·

    είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·

    μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα

    και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.
    'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»


    «Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»

    το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει»

    (ναι θυμάμαι και άλλα)

    το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν

    αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».

    Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης

    μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα

    το ποδήλατό του με άκρα προσοχή

    το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·

    υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα

    φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα

    κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε

    τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·

    φοβόμουνα και μου άρεσε

    το δωμάτιο μου ανέβαινε

    ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

    Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια

    το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας





    Ο Αντιφωνητής λέει:

    Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές

    συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:

    «τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα.

    Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για

    το Δέντρο απ' όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.

    Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος

    που θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια

    το άδικο; Η μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα;



    Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα
    κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ Γαβριήλ
    Ουριήλ Ραφαήλ

    Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος
    Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας
    τις χρυσές τους κεφαλές καθώς αραποσίτια·
    ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
    που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι



    Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.





    Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς

    ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.





    Και η Μαρία Νεφέλη:

    ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως

    ένας απειροελάχιστος σεισμός

    που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·

    δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας

    και όμως η εναντίωση

    αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται

    σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο

    που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου

    τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε

    η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες

    με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου

    χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα

    μετέωρα όλα.

    Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές

    μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου

    θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν

    τι ωραία Θεέ μου τι ωραία

    χάμου στο χώμα ποδοπατημένη

    να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου

    ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.





    Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία

    και σ' όλα τα μεγέθη της.
     
  3. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΛΕΥΚΑ ΦΤΕΡΑ

    Ξέρω καλά
    τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς
    όταν φοράς
    τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά
    για να ξεχνάς
    Σε βλέπω πάλι
    απελπισμένη τον έρωτα ψάχνεις να βρεις


    Και ματωμένη στα σκοτάδια
    τρόμους παλιούς ιχνηλατείς
    Απόψε
    μόνη ταξιδεύεις
    δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
    Σκυφτή με μίσος
    Απαρνιέσαι
    Δεσμούς αναίτιους νοσηρούς
    Σε θέλω
    έτσι προδομένη
    δίχως ελπίδες περιττές
    Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
    στο παραμύθι και στο χτες
    Είναι ο έρωτας μια ανάσα
    είναι στιγμή που ακροβατεί
    Ένα σκοινί στη μια του άκρη
    είμαι εγώ
    στην άλλη εσύ.

    Γιόλας Αναγνωστοπούλου

    https://www.google.com/amp/s/itravelpoetry.com/2019/07/11/giola-anagnwstopoulou/amp/

    https://www.iefimerida.gr/ellada/paylos-sidiropoylos-pasha-1978-anagnostopoyloy
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

    Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου.
    Ξέρετε.

    Που όταν οι Πέρσες απ’ τον Μαραθώνα τρέξανε
    Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν
    Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας
    Τα νύχια του στην πρύμη. Τού ‘κοψαν
    Το χέρι απ’ τη ρίζα. Αιμόφυρτος
    Συνέχισε με τ’ άλλο.


    Κι όταν το ‘κοψαν κι εκείνο, σε ύστατη,
    Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας
    Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.

    Να ματαιώσει, πώς; Ένας προς όλους;
    Φούμαρα του μύθου, αμετροέπειες.
    Την αναχώρηση την είχε δεδομένη. Πάλευε
    Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
    Αφού (ομογάλακτος του Αισχύλου) το ‘νιωθε:
    Κάθε λεπτό είν’ από μόνο του μια νίκη. Πάλευε
    Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.

    Σαφώς την καθυστέρηση.

    Με νύχια
    Και με δόντια.

    ANTΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
     
  5. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Η Βασίλισσα

    Υπάρχουν πιο ψηλές από σένα, πιο ψηλές.
    Υπάρχουν πιο αγνές από σένα, πιο αγνές. Υπάρχουν πιο ωραίες από σένα, υπάρχουν ωραιότερες.

    Όμως εσύ είσαι η βασίλισα.
    Όταν περπατάς στους δρόμους κανένας δε σε γνωρίζει.
    Κανείς δε βλέπει το κρυστάλλινο στέμμα σου, κανένας δεν κοιτά το χαλί από κόκκινο χρυσάφι που πατάς όπου περνάς, το χαλί που δεν υπάρχει.

    Κι όταν φανείς αντηχούν όλα τα ποτάμια στο κορμί μου, σείουν τον ουρανό οι καμπάνες, κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.

    Μόνο εσύ κι εγώ, μόνο εσύ κι εγώ, αγάπη μου, τον ακούμε.

    Πάμπλο Νερούδα
     
  6. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

    Πέρυσι γιορτάσαμε μαζί τα γενέθλιά μας.
    Η τούρτα ήταν στολισμένη με εκατό κεριά.
    Αυτό δεν θα συμβεί ξανά.
    Το άθροισμα των ηλικιών μας
    θα αυξάνεται κάθε χρόνο κατά δύο αριθμούς.
    Σε δώδεκα μήνες θα γίνουμε εκατόν δύο,
    στους επόμενους δώδεκα, εκατόν τέσσερα, κ.ο.κ.

    Αν πεθάνω στην ηλικία που πέθανε ο πατέρας μου,
    έχω μπροστά μου ακόμη είκοσι χρόνια ζωής.
    Αν πεθάνω στην ηλικία που πέθανε η μητέρα μου,
    μόλις δεκαέξι.
    Η μητέρα μου πέθανε 2 Οκτωβρίου,
    τη μέρα που η αδελφή μου έκλεινε τα σαράντα ένα.
    Ο παππούς μου 18 Ιουνίου,
    τη μέρα που έκλεινα τα δεκαεννιά.
    Η αδελφή μου, όταν έμαθε το νέο,
    βρισκόταν σε κοινότητα αποτοξίνωσης 95 χιλ. ΒΔ της Ρώμης.
    Εγώ, πετούσα στα 30.000 πόδια πάνω από τον Ατλαντικό
    και αναρωτιόμουν τι θα συμβεί αν το αεροπλάνο
    καρφωθεί ξαφνικά στα μαύρα του νερά.

    Ο φίλος μου ο Τζώνη πέθανε πριν τρία χρόνια.
    Αν ζούσε δεν θα ήμουν εγώ αυτός που είδε εχθές
    το sequel της Μαδαγασκάρης αγκαλιά με την κόρη του.
    Ο Βίκη έφυγε μέσα σε επτά μήνες
    από έναν επιθετικό καρκίνο στον εγκέφαλο.
    Ήταν μόλις πενήντα ενός και ο γιός της δεκαπέντε.
    Την τελευταία φορά που την είδα στο «Υγεία»
    με κοίταξε με το έντρομο εκείνο βλέμμα
    που έλεγε: «θα πεθάνω γαμώτο, μη μου λέτε ψέματα».

    Το 1989 άρχισα να διδάσκω στο Κολέγιο.
    Του χρόνου θα έχω διανύσει
    τα τέσσερα πέμπτα της διαδρομής –
    σε δεκαέξι εξάμηνα θ’ αναγκαστώ ν’ αποχαιρετίσω
    για πάντα φοιτητές και συναδέλφους.
    Δεν θα ξαναμπώ ποτέ σε αμφιθέατρο,
    ούτε θα χρειαστεί να αναλύω επί ώρες
    την τριχοτόμηση της ψυχής
    ή τις κατηγορικές προσταγές του Καντ.

    Ο γιος μου γεννήθηκε όταν ήμουν τριάντα ενός,
    σε μαιευτήριο της Οξφόρδης,
    12 μίλια έξω από την πόλη,
    δύο μήνες προτού υποστηρίξω το διδακτορικό μου.
    Η κόρη μου έξι χρόνια αργότερα, στην Αθήνα,
    14 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας.
    Ο γιος μου χρειάστηκε δεκαπέντε ώρες
    για να βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του.
    Η κόρη μου δέκα λεπτά.
    Στη γέννηση του γιου μου
    βρισκόμουν στο χειρουργείο επί τέσσερις ώρες
    και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου.
    Στη γέννηση της κόρης μου,
    κοιτούσα το ρολόι στον προθάλαμο
    και περίμενα με αγωνία
    ν’ ακούσω το όνομά μου στο μεγάφωνο.

    Διαβάζω ένα βιβλίο
    που είναι κατά πενήντα επτά χρόνια μεγαλύτερό μου,
    και αφορά έναν ποιητή που πέθανε
    εκατό δύο χρόνια πριν γεννηθώ.
    Ο υπολογιστής στον οποίο γράφω
    είναι εννιά χρονών,
    το κινητό μου δύο,
    το τετράδιο που κρατάω σημειώσεις
    τριών εβδομάδων.

    Την πρώτη φορά που ήπια Campari ήμουν δεκατριών.
    Την πρώτη φορά (και τελευταία) που κάπνισα δεκατεσσάρων.
    Την πρώτη φορά που έκανα έρωτα δεκαπέντε.
    Την έλεγαν Στέλλα και δούλευε σπίτι μας.
    Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερή μου και πολύ «περπατημένη».

    Κάθε μέρα σκέφτομαι τον θάνατο.
    Δεν τον σκεφτόμουν παλαιότερα.
    Τον σκέφτομαι από τότε που πέθαναν οι γονείς μου.
    Τον σκέφτομαι από τότε που φοράω κουστούμι
    για να πηγαίνω συνήθως σε κηδείες, όχι σε γάμους.

    Κάνω διαρκώς προσθαφαιρέσεις.
    Αν πεθάνει κάποιος κοιτάζω αμέσως
    να δω πότε γεννήθηκε,
    να διαπιστώσω αν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή του.
    Σκέφτομαι ότι αν είμαι τυχερός
    (θέμα τύχης δεν είναι όλα 
    μπορεί να φτάσω στην ηλικία εκείνη
    που ίσως να έχω βαρεθεί πλέον να μετράω τις μέρες.
    Ίσως, γιατί την ώρα εκείνη ποιος ξέρει
    αν θα χαμογελάω με ικανοποίηση,
    ή θα τρέμω από φόβο.

    Αν πεθάνω αύριο όμως,
    μεθαύριο,
    την επόμενη εβδομάδα,
    τον άλλο μήνα,
    δεν θα προλάβω
    να της δώσω τα φιλιά που της χρωστάω,
    να του πω πόσο πολύ τον αγάπησα,
    να της πω πόσο πολύ με πλήγωσε,
    δεν θα προλάβω
    να τους ζητήσω συγγνώμη,
    να εξηγήσω τους λόγους,
    να σφίξω το πρόσωπό τους πάνω στο στήθος μου,
    δεν θα προλάβω
    να επαληθεύσω τους αριθμούς,
    τις πράξεις,
    το αποτέλεσμα.

    ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
     
  7. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Κώστας Γεωργουσόπουλος:

    “Το ελληνικό θέρος έχει πολύπλευρα υμνηθεί και αναλυθεί από συγγραφείς, ζωγράφους αλλά και κοινωνικούς ψυχολόγους. Το νίσσον φως, αυτή η κατακόρυφη φωτοχυσία, ο καταρράχτης των ηλιακών ακτίνων που καταυγάζουν τη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι του σολωμικού ελληνικού τοπίου, η Ευδία που κάνει όπως λέει ο Ελύτης τη συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι, ό,τι έχει έως τώρα όχι απλώς προσελκύσει αλλά συχνά συνταράξει τους βόρειους επισκέπτες μας, είναι ένα κυριολεκτικά αποκαλυπτικό φαινόμενο.
    Το ελληνικό θέρος και κυρίως όχι ο καύσων, αλλά η εμπειρίκεια «ζέστη» που ωθεί τον Ελληνα να κάνει «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» ξεγυμνώνει σώματα από προκαταλήψεις, από σύνδρομα ηθικής και σεμνοτυφίας ακόμη και από αιμομικτικές φοβίες. Το αιχμηρό κάθετο φως σαν νυστέρι σχίζει τα υποκριτικά καλύματα που η μόδα, οι εποχές, τα δόγματα, οι προλήψεις έντυσαν το παραδείσιο σώμα και από φυσικό το κατέστησαν πολιτισμικό σημείο-σύνολο, κώδικα ηθικής, νομικής, κοινωνικής, αστικής ή αριστοκρατικής, προλεταριακής ή αναρχικής σημασιολογίας.
    Το γυμνό κάτω από το θερινό φως σώμα του ανθρώπου επιστρέφει στην εδεμική του προϊστορία, στον μύθο του, στην αθωότητα των ορμών, των υγρών, των ενστίκτων, των ενορμήσεων. Τότε κυριολεκτείται ο έρως, ως έλξις αντίθετος της έριδος, ως πόθος αναζητήσεως του εταίρου ημίσεος κατά τον Αριστοφανικόν μύθο του πλατωνικού «Συμποσίου»

    Το γυμνό ερωτικό σώμα ορθώνεται μέσα στο λαμπρό θερινό τοπίο αλλά μέσα στα μεταστοιχειωμένα ενδιαιτήματα ως διαφανές πρίσμα ελκύον και ελκόμενο… ”.
     
  8. Just_Me

    Just_Me Contributor

    Όταν η αριθμητική μιλάει στα συναισθήματα, είναι απλά μαθηματικά;
    Τροφή για σκέψη και όχι μόνο και όχι και το μόνο που δίνει όλος αυτός ο λογικός κι επόμενος ειρμός.
    Ωραία επιλογή @stratos83  
     
  9. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Πάμπλο Νερούδα
    Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές

    Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει σφαγιάζοντας πεταλούδες εγώ σ’ αγαπάω, κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά τα δαμάσκηνα του στόματος σου.

    Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει, ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου, ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν .

    Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού να μας φιλάει τα μάτια και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.

    Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.

    Καιρός πάει πολύς που αγάπησα το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.

    Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος του σύμπαντος όλου.

    Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια, κλέλιες, ζουμπούλια και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.

    Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
     
  10. iolanda

    iolanda Contributor

    Βρήκες την εποχή να με ταράξεις στα δαγκώματα
    και να μου κάνεις μελανιές σ’ όλο μου το κορμί.

    Φοβάμαι μήπως φαίνονται απ’ τον ανοιχτό γιακά,
    μήπως το καταλάβει η μητέρα,
    μήπως το μυριστούν οι φίλοι,
    και πώς να εμφανιστώ γυμνός στα μπάνια.

    Δεν ξέρω πού ήσουνα ολόκληρο χειμώνα...

    Ντίνος Χριστιανόπουλος
    - Καλοκαίρι -

    .
     
     
  11. Just_Me

    Just_Me Contributor

    <<Θα γευτούμε τη θάλασσα και τα νησιά>>

    Ξέρω πως κάποτε,

    σε κάποια κάμαρη, τα δάκτυλά μου

    θα ‘βρουν

    -ανοίγοντας το χείμαρρο απαλών

    μαλλιών - τραγούδια

    που δεν έπαιξε το ράδιο ποτέ.

    Όλα θλιμμένα -εκεί-

    πικρά χαμογελώντας.

    Τσαρλς Μπουκόφσκι
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Λαχταρώ (1998)
    Σάρα Κέιν

    «Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
    και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
    και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ
    και να σου τρίβω το σβέρκο
    και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
    και να βγαίνουμε για φαγητό
    και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
    και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό
    και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
    και να κουβαλάω τα πράγματά σου
    και να γελάω με την παράνοιά σου
    και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
    και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες
    και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο
    και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι
    και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ
    και κουλούρια και κρουασάν
    και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ
    και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα
    και να μου κλέβεις τα τσιγάρα
    και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο
    και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ
    και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο
    και να μη γελάω με τα αστεία σου
    και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
    και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
    και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
    τα μάτια σου, τα χείλη σου,
    ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου
    και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
    μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
    και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
    μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
    και να ανησυχώ όταν αργείς
    και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς
    και να σου δίνω ηλιοτρόπια
    και να πηγαίνω στο πάρτι σου
    και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης
    και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος
    και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς
    και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου
    και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα
    και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου
    και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
    και να τρομάζω όταν θυμώνεις
    και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο
    και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά
    και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου
    και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος
    και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι
    και να σε κρατάω όταν πονάς
    και να σε θέλω όταν σε μυρίζω
    και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω
    και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου
    και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι
    και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου
    και να σε πνίγω τη νύχτα
    και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα
    και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις
    και να λιώνω όταν χαμογελάς
    και να διαλύομαι όταν γελάς
    και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω
    όταν δε σε απορρίπτω
    και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό
    ότι θα μπορούσα
    ποτέ να σ’ απορρίψω
    και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι
    αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως
    και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους
    που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε
    και να σου γράφω ποιήματα
    και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις
    και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ
    που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω
    και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι
    το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα
    και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις
    και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις
    και να διώχνω τις κατσαρίδες
    και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις
    και να τα παίρνω πάλι πίσω
    και να σου ζητάω να με παντρευτείς
    και να λες πάλι όχι
    αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω
    επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ
    πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα
    και να περιπλανιέμαι στην πόλη
    με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα
    και να θέλω ό,τι θέλεις
    και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου
    αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου
    και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
    και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
    επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
    και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
    όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
    και να σου λέω την αλήθεια
    όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
    και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
    επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
    και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
    αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
    πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι
    και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
    επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο
    και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα
    και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί
    και κάπως
    με κάποιο τρόπο
    να σου εκφράζω έστω και λίγο
    τον ακάθεκτο
    τον ακατάλυτο
    τον ακατάσβεστο
    τον μεταρσιωτικό
    τον ψυχαναλυτικό
    τον άνευ όρων
    τον τα πάντα πληρούντα
    τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
    ερωτά μου για σένα