Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    The Art of Losing


    The art of losing isn't hard to master;
    so many things seem filled with the intent
    to be lost that their loss is no disaster.

    Lose something every day. Accept the fluster
    of lost door keys, the hour badly spent.
    The art of losing isn't hard to master.

    Then practice losing farther, losing faster:
    places, and names, and where it was you meant
    to travel. None of these will bring disaster.

    I lost my mother's watch. And look! my last, or
    next-to-last, of three loved houses went.
    The art of losing isn't hard to master.

    I lost two cities, lovely ones. And, vaster,
    some realms I owned, two rivers, a continent.
    I miss them, but it wasn't a disaster.

    ---Even losing you (the joking voice, a gesture
    I love) I shan't have lied. It's evident
    the art of losing's not too hard to master
    though it may look like (Write it!) like disaster.

    (Elizabeth Bishop)
     
  2. isnogood

    isnogood afterall, true love is the ultimate fantasy Contributor

    μπορει να το εχω ξαναπει , αμα τα σοφα λογια πρεπει να επαναλαμβανονται :

    Η χηρα θελει παπλωμα κι η παντρεμενη στρωμα
    μα η απειρη στο πατωμα γιατι μαθαινει ακομα ...
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Αφότου σε γνώρισα
    ψυχή της ψυχής μου
    η κάθε νεροφίδα που ρουφώ αλλάζει σε φαντάσματα
    Οι θλιβερές φαγούρες
    των γυναικών που' ναι κλειστές στον έρωτα
    βαραίνουν πάνω στις γάμπες μου σαν φωλιές βατράχων
    κ' η νεραγκούλα των νερόλακκων ανοίγει μπροστά σου
    σαν στόμα βρώμικο καταυγασμένο από κοροϊδία
    Ομορφαίνεις το δρόμο μου
    ψυχή του απέραντου έρωτά μου
    όπως ένα φύλλο πάνω σε τάφο
    όπως ένα δάκρυ μέσα στη σούπα
    Σε κοχεύω τη νύχτα τεντωμένη στο έσχατο,
    ρισκάροντας να τσακιστώ
    τον ερχομό σου ευχόμενη που ακόμα δεν με ξέρεις
    Κοίτα που μια μπίλια ολολυγμών πάει να σπάσει,
    στα ξεχαρβαλωμένα μου σαγόνια ανάμεσα τσιρίζει


    (Joyce Mansour
    από το βιβλίο: Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια)
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Cinderella

    You always read about it:
    the plumber with the twelve children
    who wins the Irish Sweepstakes.
    From toilets to riches.
    That story.

    Or the nursemaid,
    some luscious sweet from Denmark
    who captures the oldest son's heart.
    from diapers to Dior.
    That story.

    Or a milkman who serves the wealthy,
    eggs, cream, butter, yogurt, milk,
    the white truck like an ambulance
    who goes into real estate
    and makes a pile.
    From homogenized to martinis at lunch.

    Or the charwoman
    who is on the bus when it cracks up
    and collects enough from the insurance.
    From mops to Bonwit Teller.
    That story.

    Once
    the wife of a rich man was on her deathbed
    and she said to her daughter Cinderella:
    Be devout. Be good. Then I will smile
    down from heaven in the seam of a cloud.
    The man took another wife who had
    two daughters, pretty enough
    but with hearts like blackjacks.
    Cinderella was their maid.
    She slept on the sooty hearth each night
    and walked around looking like Al Jolson.
    Her father brought presents home from town,
    jewels and gowns for the other women
    but the twig of a tree for Cinderella.
    She planted that twig on her mother's grave
    and it grew to a tree where a white dove sat.
    Whenever she wished for anything the dove
    would dropp it like an egg upon the ground.
    The bird is important, my dears, so heed him.

    Next came the ball, as you all know.
    It was a marriage market.
    The prince was looking for a wife.
    All but Cinderella were preparing
    and gussying up for the event.
    Cinderella begged to go too.
    Her stepmother threw a dish of lentils
    into the cinders and said: Pick them
    up in an hour and you shall go.
    The white dove brought all his friends;
    all the warm wings of the fatherland came,
    and picked up the lentils in a jiffy.
    No, Cinderella, said the stepmother,
    you have no clothes and cannot dance.
    That's the way with stepmothers.

    Cinderella went to the tree at the grave
    and cried forth like a gospel singer:
    Mama! Mama! My turtledove,
    send me to the prince's ball!
    The bird dropped down a golden dress
    and delicate little slippers.
    Rather a large package for a simple bird.
    So she went. Which is no surprise.
    Her stepmother and sisters didn't
    recognize her without her cinder face
    and the prince took her hand on the spot
    and danced with no other the whole day.

    As nightfall came she thought she'd better
    get home. The prince walked her home
    and she disappeared into the pigeon house
    and although the prince took an axe and broke
    it open she was gone. Back to her cinders.
    These events repeated themselves for three days.
    However on the third day the prince
    covered the palace steps with cobbler's wax
    and Cinderella's gold shoe stuck upon it.
    Now he would find whom the shoe fit
    and find his strange dancing girl for keeps.
    He went to their house and the two sisters
    were delighted because they had lovely feet.
    The eldest went into a room to try the slipper on
    but her big toe got in the way so she simply
    sliced it off and put on the slipper.
    The prince rode away with her until the white dove
    told him to look at the blood pouring forth.
    That is the way with amputations.
    They just don't heal up like a wish.
    The other sister cut off her heel
    but the blood told as blood will.
    The prince was getting tired.
    He began to feel like a shoe salesman.
    But he gave it one last try.
    This time Cinderella fit into the shoe
    like a love letter into its envelope.

    At the wedding ceremony
    the two sisters came to curry favor
    and the white dove pecked their eyes out.
    Two hollow spots were left
    like soup spoons.

    Cinderella and the prince
    lived, they say, happily ever after,
    like two dolls in a museum case
    never bothered by diapers or dust,
    never arguing over the timing of an egg,
    never telling the same story twice,
    never getting a middle-aged spread,
    their darling smiles pasted on for eternity.
    Regular Bobbsey Twins.
    That story.

    (Anne Sexton)
     
  5. smari

    smari Regular Member

    Ακομα κι αν σμιλευεις τις μερες σου πανω σε βραχο,
    συνεχιζε να το κανεις.
    Ακομα κι αν μεσα στην παραζαλη εχασες τη σμιλη σου,
    χρησιμοποιησε εν αναγκη και τα νυχια σου. Συνεχισε.
    Αν δεν χασεις το σφυγμο του ποθου σου, αν δεν χασεις την ηδονη
    ν΄ ανοιγεις αυλακιες στα ονειρα που τιποτα δεν σου υποσχεθηκαν,
    τοτε...Ακου με που σου λεω.
    Καποια νυχτα, εκει που δεν το περιμενεις,
    θα 'ρθει ο Θεος νυχοπατωντας να πιει νερο
    απο την μικρη λακκουβα του βραχου σου.


    Αλκ. Παπαδακη.
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    may my heart always be open


    may my heart always be open to little
    birds who are the secrets of living
    whatever they sing is better than to know
    and if men should not hear them men are old


    may my mind stroll about hungry
    and fearless and thirsty and supple
    and even if it's sunday may i be wrong
    for whenever men are right they are not young


    and may myself do nothing usefully
    and love yourself so more than truly
    there's never been quite such a fool who could fail
    pulling all the sky over him with one smile

    (e e cummings)
     
  7. magda37

    magda37 Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. Syrah

    Syrah Contributor

    Ποιήματα του Στέλιου Δουμένη

    Ημιμαθής
    Έμαθα πολλά και ξέρω
    πως είν' κι άλλα που δεν ξέρω.
    Μα δεν μένω απαθής.
    Όμως το καταλαβαίνω
    ότι πια δεν προλαβαίνω
    να τα μάθω, και λυπάμαι
    που θα φύγω ημιμαθής.

    Να ζω
    Τη ζωή αυτή που ζω
    να την ζω όπως κι αν ζω,
    σαν άνθρωπος είτε σαν ζο,
    φτάνει να ζω.

    Το σήμερα
    Αυτό που σήμερα είναι εχτές
    ήταν σήμερα εχτές,
    μα και το σήμερα μαθές
    δεν θά 'ναι αύριο χθες;
    Ή μήπως και το αύριο
    δεν θά 'ναι χθες μεθαύριο;
    Κι όλα μαζί μεθαύριο αν θες,
    σήμερα, χθες,
    προχθές, αντιπροχθές.


    Χίλια χείλια
    Ήσαν χείλια δυο χιλιάδες
    κι άλλες δυό χιλιάδες χείλια.
    Τ' αρσενικά ήταν χίλια
    και τα θηλυκά άλλα χίλια,
    Σμίξανε χείλια και χείλια
    τέσσερις χιλιάδες χείλια
    κι έγιναν ζευγάρια χίλια.
     
  9. echo

    echo ***

    Κατερίνα Γώγου

    Με το κεφάλι θρύψαλα
    απ' τη μέγγενη των παζαριών σας
    την ώρα της αιχμής και κόντρα στο ρεύμα
    θα ανάψω μια μεγάλη φωτιά
    και 'κει θα ρίξω όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
    έτσι που να μην μάθει ποτέ η Μυρτώ
    τα αίτια του θανάτου μου.
    Μπορείτε να της πείτε πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πώς πέρασα με κόκκινο.
    Ναι.Αυτό είναι πιο πιστευτό.
    Με κόκκινο.Αυτό να πείτε.
     
  10. kali crow

    kali crow Guest

    ΜΗ ΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ-Παμπλο Νερουντα


    Μη λείψεις καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
    πώς να το πω, μου 'ναι μεγάλη η μέρα,
    και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
    που σε κάποια γωνιά τους πήρ' ο ύπνος τα τρένα.

    Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
    σ' αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
    κι ο καπνός που γυρεύει να 'βρει σπίτι ίσως έρθει
    να σκοτώσει ως και την καρδιά μου τη χαμένη.

    Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
    στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
    μη φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,

    γιατί σ'εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
    που άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
    αν θα γυρίσεις ή αν θ' αφήσεις να πεθάνω.

    ( http://www.geocities.com/athens/olympus/4607/Greek/Neruda/p_neruda.html )
     
  11. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Ποιήματα

    Ό,τι σε σένα ήταν βουνό
    το ισοπέδωσαν
    και σκέπασαν
    την κοιλάδα σου.

    Από πάνω σου περνάει τώρα
    ένας δρόμος άνετος.

    Μπέρτολτ Μπρεχτ
    (1898 - 1956)
    Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης

    Αφιερωμένο στους γεννημένους νεκρούς, τα παιδιά της Δύσης τον 21ο αι.
     
  12. Guest05

    Guest05 Guest

    Τιμολέων Φανφάρας Από την ποιητική συλλογή: «Λαίλαπες»


    Ο Σκοταδόψυχος


    Φαρμάκι έχω στην Ψυχή
    Φέρνει μαυρίλα θολερή
    Στα στήθια μου

    Νύχτα αξημέρωτη ξανά
    Με το πιοτό της με κερνά
    Εβίβα μου

    Σκοτάδι πίνω για πιοτό
    Πω πω πω πω
    πω πω πω πω

    Ντέφι της λύσσας μου κρατώ
    Πω πω πω πω
    πω πω πω πω

    Και το Μυαλό μου είναι θολό
    Πω πω πω πω
    πω πω πω πω.....


    Με την μικρή προσθήκη του Βασιλάκη

    Και το μυαλό σου είναι θολό
    και το δικό τους πιο λειψό
    σας ε-θολώσαν τα λεφτά
    γεια σου Φανφάρα φαφλατά.